{[['']]}
Θεωρία και πράξη είναι τα πόδια του κομμουνιστή. Χωρίς πόδια δεν μπορείς να περπατήσεις. Με το ένα μόνο θα είσαι κουτσός, θα πέσεις και θα τσακιστείς.
Βαγγέλης Κτιστάκης
Ηταν 16 Ιούνη του 1944, όταν άλλος ένας ήρωας κομμουνιστής, ο Βαγγέλης Κτιστάκης , μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και Γραμματέα Περιοχής Κρήτης, θυσίασε τη ζωή του για την υπόθεση της εργατικής τάξης.
Πουλημένα ντόπια καθάρματα, σε συνεργασία με τις κατοχικές στρατιωτικές γερμανικές δυνάμεις, συλλαμβάνουν και δολοφονούν τον αλύγιστο πρωτοπόρο Χανιώτη αγωνιστή Β. Κτιστάκη.
Θα κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στον ήρωα αυτό της τάξης μας. Αρχικά θα παραθέσουμε ένα δημοσίευμα του Ριζοσπάστη που αναφέρεται στην ζωή αυτού του ήρωα κομμουνιστή. Στην θα αναρτήσουμε στο διαδίκτυο όλη της εισαγωγή που υπάρχει στο βιβλίο του συγγραφέας Βαγγέλη Χατζηβαγγέλη, το οποίο έχει τίτλο: Βαγγέλης Κτιστάκης - ο αντιφασίστας λαϊκός αγωνιστής και η εποχή του.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό πόνημα και θα προτείναμε στους αναγνώστες μας να το προμηθευτούν και να το διαβάσουν. (Είναι γραμμένο σε πολυτονικό, έχει μια "περίεργη" γραμματοσειρά, και μας στερεί εμάς την δυνατότητα να το ανεβάζαμε όλο, σε μορφή κειμένου, στο διαδίκτυο).
Στην εισαγωγή του βιβλίου πέρα απ' το ότι πληροφορούμαστε το πώς ο Β. Κιτσάκης στρατεύτηκε στο κομμουνιστικό κίνημα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εικόνα που σχηματίζουμε για το κλίμα που επικρατούσε αυτή την εποχή. Μια εποχή του ο Ε. Βενιζέλος ψηφίζει το Ιδιώνυμο και τα ξερονήσια αρχίζουν να γεμίζουν με εξόριστους κομμουνιστές.
Εισαγωγή, λοιπόν με το σχετικό δημοσίευμα του "Ριζοσπάστη"
***
... Το 1936, με τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά, αναπτύχθηκαν λαϊκές κινητοποιήσεις που προστάτευσαν τη δράση της Κομματικής Οργάνωσης των Χανίων και του Βαγγέλη Κτιστάκη , ο οποίος διωκόταν με μια σειρά από κατηγορίες και έτσι βγήκε στην παρανομία και οδηγήθηκε στην Αθήνα το 1938.
Την άνοιξη του 1944 επέστρεψε στα Χανιά ως μέλος της ΚΕ, Γραμματέας του Γραφείου Περιοχής Χανίων του ΚΚΕ και αντιπρόσωπος της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, της ΠΕΕΑ, της Κυβέρνησης του Βουνού.
Κρυβόταν στην εβραϊκή συνοικία των Χανίων, όπου στις 13 Ιούνη, μετά από υπόδειξη του ενωμοτάρχη Τζεϊράνη, Ελληνες χωροφύλακες και Γερμανοί ασφαλίτες περικύκλωσαν το σπίτι όπου κρυβόταν και τον συνέλαβαν.
Λέγεται ότι κάποιοι από τους χωροφύλακες που συνόδευαν τον Τζεϊράνη, του ζήτησαν να προσποιηθεί πως δεν αναγνωρίζει τον καταζητούμενο Κτιστάκη , αλλά αυτός απάντησε: «Οχτώ χρόνια τον εκυνηγώ, κι εδά θα τον αφήσω;».
Ο Βαγγέλης Κτιστάκης παραδόθηκε στους Γερμανούς και στάλθηκε στις φυλακές της Αγυιάς. Η φυλάκισή του δεν κράτησε πολύ αφού μετά από μια σύντομη δίκη οδηγήθηκε στις 16 Ιούνη για εκτέλεση μαζί με έναν Γερμανό και δύο Ιταλούς αντιφασίστες.
Στη διάρκεια της μεταφοράς του στον τόπο της εκτέλεσης ζήτησε από τους Γερμανούς στρατιώτες που τον συνόδευαν να επαναστατήσουν ενάντια στο ναζιστικό καθεστώς, κίνηση που εξόργισε τους δημίους, οι οποίοι ρίχτηκαν πάνω του και τον κατακρεούργησαν με τσεκούρι πριν ακόμα φτάσει στον τόπο της εκτέλεσης.
Τραγικό παραμένει το γεγονός πως ίσως ο Κτιστάκης σωζόταν, αν έφτανε στον τόπο της εκτέλεσης καθώς ομάδα του ΕΛΑΣ είχε ετοιμάσει επιχείρηση απελευθέρωσής του.
Η εκτέλεση του Βαγγέλη συγκλόνισε τα Χανιά και οδήγησε στην απόλυτη απομόνωση από το λαό της Κρήτης εκείνους που συνεργάζονταν με τον κατακτητή και εκείνους που έβρισκαν τρόπους να συνδιαλέγονται μαζί του.
Μόλις έγινε γνωστή η δολοφονία του η Κομματική Οργάνωση των Χανίων έβγαλε ανακοίνωση, όπου, ανάμεσα σε άλλα, καλούσε σε τιμωρία των προδοτών που τον παρέδωσαν στους ναζί δολοφόνους και έτσι λίγες μέρες αργότερα ο ενωμοτάρχης Τζεϊράνης βρέθηκε νεκρός.
***
Στρατιώτης που δεν γνώριζε κανένα δισταγμό
Στις 16 Ιούνη του 1945, ο Νίκος Ζαχαριάδης γράφει στον «Ριζοσπάστη», τιμώντας τη ζωή και το έργο του Βαγγέλη Κτιστάκη και αναφέρει γι' αυτόν:
«Ενα σεμνό παλικάρι. Τόνε γνώρισα σε δύσκολες στιγμές του Κινήματός μας, όταν το Κόμμα μας προσπαθούσε ν' ανοίξει το δρόμο προς μια μαζική δράση και δημιουργία. Στην προσπάθεια αυτή ο Κτιστάκης πρόσφερε όσα μπορούσε άγνωστος στους πολλούς, χωρίς επίδειξη, με μια θέληση επίμονη και με μια μετριοφροσύνη που ξεχωρίζουν τον πραγματικό αγωνιστή.
Μα δίπλα σ' αυτά ο Βαγγέλης είχε και μυαλό και έβλεπε καθαρά και μακρυά. Και είχε μια πίστη βουνό. Δεν τον τράνταζε τίποτε. Στρατιώτης στο μεγάλο στρατό των αγωνιστών δεν γνώριζε επιφύλαξη και δινότανε ολόκληρος, δίχως κανένα δισταγμό στον αγώνα μας. Αναλάμβανε τομείς στη δουλειά μας που και στα χρόνια ακόμα εκείνα της μισονομιμότητας πριν από το 1936 ήθελαν καρδιά γερή, ψυχραιμία, πραγματικό θάρρος, ωριμότητα. Μα δίπλα στον πραχτικό αγωνιστή ο διανοητής μελετούσε τα βασικά προβλήματα της χώρας και του αγώνα. Ξεχωριστά τον απασχολούσε το αγροτικό μας πρόβλημα, τα οικονομικά και πριν απόλα τα ζητήματα της ιδιαίτερης πατρίδας του που τόσο αγαπούσε. Στην "Κομμουνιστική Επιθεώρηση" συνεργαζόταν και βοηθούσε σοβαρά.
Ετσι ο Κτιστάκης συνδυάζει αυτά που χρειάζεται ο λαϊκός αγωνιστής. Θεωρία και πράξη. Εβλεπε καθαρά το δρόμο και το σκοπό μα την ίδια στιγμή καταχτούσε με τον αγώνα το δρόμο αυτόν, που τον έφερνε στο σκοπό.
Μα ο Βαγγέλης είχε και κάτι άλλο ακόμα: Ηταν και ένα μεγάλο παιδί, αγνό και με φλογερό ενθουσιασμό που τον έκαιγε μα που δεν ήθελε να τόνε δείχνει. Η παραμικρή επιτυχία μας τόνε συνάρπαζε και τον ενθουσίαζε. Μα και την πιο μεγάλη καταδρομή την τοποθετούσε σωστά, την αντιμετώπιζε ψύχραιμα και αποφασιστικά.
Μα τόνε πήραν η προδοσία και ο χιτλερισμός. Μα δεν τον έσβησαν. Αντίθετα, η θυσία του τον ξεσήκωσε ακόμα πολύ. Και τη στιγμή που οι προδότες δωσίλογοι γυρνάν λεύτεροι και γλεντούν την προδοσία τους, ο Λαός της χώρας μας και ιδιαίτερα οι συμπατριώτες και συναγωνιστές του έχουν σήμερα τη σκέψη στον αγωνιστή Κτιστάκη που δίπλα σε όσους άλλους μάς έχουν γίνει σύμβολο και παράδειγμα».
Βαγγέλης Κτιστάκης - ο αντιφασίστας λαϊκός αγωνιστής και η εποχή του.
Σα βόμβα έσκασε στα Χανιά το συνταρακτικό \νέο, πού μέσα σε λίγες μέρες κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα και μαίνονταν απίστευτο: "O Βαγγέλης κομμουνιστής"....
Πραγματικά απίστευτο νέο για τη μικρή συντηρητική κοινωνία των Χανιών του 1930. Πρώτος-πρώτος αναστατώθηκε ο γέρο Κτιστάκης, ο πατέρας του.
Οταν πριν πέντε χρόνια τον κατευόδωνε στο λιμάνι και τον αποχαιρετούσε, η ψυχή και τα όνειρα του ήταν να γυρίσει από την Ευρώπη ένας καλός επιστήμονας οικονομολόγος, να σταθεί στο πλευρό του, στυλοβάτης της εταιρίας "Ιωάννης Κτιστάκης" της πρώτης φίρμας ξυλείας και ειδών οικοδομής στην Κρήτη.
Καμιά αμφιβολία δεν είχε ο μπαρπα-Γιάννης πως ο Βαγγέλης του, πρώτος πάντα μαθητής σ' όλες τις τάξεις του γυμνασίου, με ευρύτερη μόρφωση, ενδιαφέροντα και ανησυχίες, το παιδί του που δεν τον πίκρανε ποτέ και ακτινοβολούσε από πολύ μικρός για την ευφυΐα και τα προσωπικά του χαρίσματα, θα τον έβγαζε και πάλι ασπροπρόσωπο και θα τον ανακούφιζε στα γερατειά του από το βάρος μιας επιχείρησης, που είχε δεχθεί συντριπτικά χτυπήματα από επαναστάσεις και αντιξοότητες μιας ανώμαλης εποχής και ιδιαίτερα από την τελευταία μεγάλη οικονομική κρίση.
Άκουγε κι' αυτός τα νέα για το Βαγγέλη του και δεν πίστευε στ’ αυτιά του, μέχρι που πήρε την απόφαση και τον ρώτησε μια μέρα που βρέθηκαν μόνοι στο γραφείο:
- Είναι αλήθεια, παιδί μου, αυτά που λένε για σένα; Πολύ σε κουβεντιάζουνε...
- Και τι λένε, πατέρα;
- Δουλειά δεν έχει ο κόσμος και σ’ έβαλε στο στόμα του... 'Εσύ κομμουνιστής;... Την αλήθεια θέλω παιδί μου ..
Από κείνη τη στιγμή άρχισε η προσπάθεια του Βαγγέλη να φωτίσει πρώτα τους δικούς του. Πολύμοχθη προσπάθεια, ατέλειωτες συζητήσεις στο σπίτι, στο γροφείο,
Ακόμα και στις ώρες του φαγητού, της δουλειάς. Ο γέρος, η μητέρα του, τ' αδέρφια του, οι συγγενείς, για ώρες πολλές φορές κρέμονταν από τα χείλη του.
Ηταν τόσο γλυκομίλητος, τόσο ευγενικός, τόσο πειστικός. Ποτέ δεν ανέβαζε τον τόκο της φωνής του.
Τα επιχειρήματά του ατράνταχτα.
- Σωστά τα λες, μωρέ Βαγγέλη, του απαντούσε πολλές φορές ο γέρος. Όλα καλά... Ο κόσμος δεν είναι καλοφτιαγμένος. Τ' αγαθά του θεού, δεν είναι μοιρασμένα κατά πώς πρέπει. Πείνα, δυστυχία, πόλεμοι... Όμως ίντα μπορείς να κάμεις του λόγου σου; Ένας είσαι...
Ο γέρο Κτιστάκης παλιός κι' αυτός αγωνιστής της σκλαβωμένης Κρήτης, με το γκραδάκι στο χέρι στις τελευταίες επαναστάσεις του 1889 και του 1897 που οδήγησαν στην Κρητική Πολιτεία και ύστερα στην ένωση με την Ελλάδα, ενθουσιάζονταν να βλέπει στο βλαστό του την ενσάρκωση του ίδιου του των Ιδανικών για Λευτεριά και Δικαιοσύνη.
Με κρυφό καμάρι έβλεπε το παιδί του ν’ ακολουθεί την Αγωνιστική παράδοση της δικής του γενιάς. Χαίρονταν τη ζωντάνια του, τις Ιδέες του, την πνοή του.
Ακόμα και στα ζητήματα που δεν τα έφτανε το μυαλό του, δε μπορούσε να πιστέψει πώς ο Βαγγέλης είχε άδικο. Ηταν τόσο σίγουρος γ΄αυτόν. Τον αγαπούσε τόσο πολύ.
Από την άλλη, είχε την ανησυχία του γονιού που βλέπει το σπλάχνο του να σηκώνει το σταυρό του μαρτυρίου για τη σωτηρία της Ανθρωπότητας.
Το Ιδιώνυμο για την «προστασία του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος», μόλις είχε ψηφιστεί. Εκατοντάδες κομμουνιστές βρίσκονταν στις φυλακές και στα ξερονήσια της Ανάφης, της Φολέγανδρου, της Γαύδου, του Άη-Στράτη.
Το κλίμα του αντικομμουνιστικού διωγμού, που ήταν διάχυτο, θάφτανε κι' ως αυτόν. Προσπαθούσε να τον συγκροτήσει. Ο παλιός Αγωνιστής πάλευε με τον πατέρα.
- Σωστά τα λες, παιδί μου, μα ίντα μπορείς να κάμεις; Ένας είσαι...
Όμως ο Βαγγέλης δεν ήταν ένας. Και πριν απ' αυτόν υπήρχαν μερικοί κομμουνιστές στα Χανιά, μετρημένοι στα δάχτυλα. Εργάτες, αγρότες, επαγγελματίες, σπουδαστές. Πρώτοι αυτοί ανατάραξαν το τέλμα που είχε δημιουργήσει στη κοινωνία των Χανιών ο βενιζελισμός, η λατρεία στο πρόσωπο του Βενιζέλου, η τυφλή υποταγή στο μεγάλο Χανιώτη πολιτικά αρχηγό.
Ηταν δακτυλοδειχτούμενοι, Απομονωμένα» από τη μεγάλη μάζα, η δραστηριότητά τους περιορίζονταν στο διάβασμα του «Ριζοσπάστη» και σε συζητήσεις στα καφενεία και στον τόπο της δουλειάς τους.
Μερικοί τους έβλεπαν σαν Εχθρούς της κοινωνίας, πιπιλίζοντας τα κηρύγματα των Εκπροσώπων της ολιγαρχίας για τους «Αναρχικούς»·, τους «Εβραιακομμαυνιστές», για τις «αιώνιες ηθικές Αξίες», για τα «αθάνατα Ιδεώδη της πατρίδας, της θρησκείας και της οικογένειας», για τον «σλαβικό κίνδυνο» κλπ.
Κάμποσοι, ιδιαίτερα οι εργαζόμενοι, τους έβλεπαν με συμπάθεια.
Η μεγάλη οικονομική κρίση και η προσπάθεια της κυβέρνησης να ρίξει τα βάρη της στις πλάτες του λαού, η αφόρητη εκμετάλλευση των δουλευτάδων της πόλης και του χωριού, η πάλη των κομμουνιστών και η αυτοθυσία τους στη διεκδίκηση ετών λαϊκών ζητημάτων, ήταν το φως που εισχωρούσε και σκόρπιζε το σκοτάδι απ' τα μυαλά των ανθρώπων.
Πολλοί αναρωτιόνταν αν οι τραπεζίτες, οι μεγαλοβιομήχανοι και οι μεγαλακτηματίες, που πρωτοστατούσαν στη δίωξη του κομμουνισμού, ήταν οι καλύτεροι Εκπρόσωποι του πατριωτισμού, της θρησκείας, της οικογενειακής εστίας, ή αν ο αντικομμουνισμός τους ήταν το προπέτασμα, πού πίσω απ’ αυτό σκέπαζαν τα υπερκέρδη τους απ' την εκμετάλλευση του ιδρώτα των εργαζομένων.
Δημοσίευση σχολίου