{[['']]}
Η ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης και συγκρότησης του Κανονικού σώματος της Καινής Διαθήκης και η απάντηση της εκκλησίας στα απόκρυφα έργα.
Του Παναγιώτη Φρούντζου, Δημοσιογράφου - "Αιρετικά"
Στη χριστιανική γραμματεία υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες κειμένων: τα κανονικά (η αρχαία ελληνική λέξη κανών δηλώνει κάθε ευθεία ράβδο που χρησιμεύει για ευθυγράμμίση, κανονίζω = θεωρώ ένα βιβλίο ως βιβλίο του Κανόνα) ή ενδιάθηκα ή ενδιάθετα, τα οποία έχουν την έγκριση οργάνων της θεσπισμένης εκκλησίας, και τα απόκρυφα, εκείνα που για διάφορους λόγους και σε διάφορες εποχές απορρίφτηκαν είτε από την επίσημη εκκλησία είτε από τους πατέρες της.
Στην περίπτωση των αποκρύφων συναντάμε δύο υποκατηγορίες: πρόκειται για τα απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης και τα απόκρυφα της Καινής Διαθήκης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα απόκρυφα ευαγγέλια τα οποία θα μας απασχολήσουν σε αυτό το άρθρο.
Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα συνδέονται με τα βιβλία του Κανόνα της ΚΔ, ωστόσο οι «αυθεντίες» της πρωτοχριστιανικής και της μετέπειτα περιόδου δεν θεώρησαν πως επρόκειτο για πρωτογενείς μαρτυρίες ή σε κάποιες περιπτώσεις αντιλήφθηκαν πως ανάμεσα στις γραμμές τους ελλόχευε ο όφις των δηλητηριωδών αιρέσεων.
Ακόμη και ο πιο εμβριθής θεολόγος δεν θα μπορούσε να απαντήσει με σαφήνεια στην ερώτηση «τι έκανε ο Χριστός στα διαστήματα της ζωής του που δεν καταγράφουν οι τέσσερις ευαγγελιστές;». Το κενό -το οποίο ως γνωστόν απεχθάνεται η φύση- ήρθε να καλύψει η λαϊκή φαντασία - η οποία, ως φαίνεται, επίσης απεχθάνεται το κενό.
Κενά στη ζωή του Μεσαία, κενά στη ζωή της «θεομήτορος», κενά στη ζωή των αποστόλων...
Επειδή καλό είναι τα ζητήματα μεταφυσικής όταν μεταρσιώνονται σε πνευματική τροφή να μην αφήνουν χώρο για να εμφιλοχωρήσει η αμφιβολία, το θρησκευτικό φαντασιακό έκανε παραγωγή αναρίθμητων λέξεων· άλλες από αυτές ευτύχησαν να τύχουν έγκρισης από τα τμήματα περιχαράκωσης της ορθόδοξης πίστης που κατά καιρούς συνέστησε η εκκλησία, άλλες πάλι θεωρήθηκαν επικίνδυνες και εξοβελίστηκαν στο πυρ το εξώτερον.
Σύμφωνα με τον έγκριτο μελετητή των απόκρυφων κειμένων Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλο, άλλη κρίσιμη γενεσιουργός αιτία της μεγάλης παραγωγής αυτών είναι ο όφις των αιρέσεων και ιδιαίτερα του γνωστικισμού [συμπίλημα νεοπλατωνισμού και μεταφυσικού συγκρητικισμού, που υπήρξε από τους μεγαλύτερους αντιπάλους της νέας δοξασίας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως αρκετοί από τους πρώτους χριστιανούς απολογητές και θεολόγους, όπως ο άγιος Ειρηναίος Αουγδούνου (Αιόν), ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, ο άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνος, ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και ο Ωριγένης αφιέρωσαν μεγάλο τμήμα του έργου τους στην καταπολέμηση αυτών των «αιρετικών».
Οι γνωστικιστές δέχονταν δύο κόσμους, έναν νοητό, όπου βρίσκονται ο αληθινός Θεός και τα καθαρά πνεύματα, και έναν κατώτερο κόσμο, τον υλικό, στον οποίο είναι φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων.
Μεταξύ αυτών των δύο κόσμων υπάρχουν οι άγγελοι και κάποια ανώτερα όντα που ονομάζονταν «αιώνες», όπως ο Χριστός ο οποίος ήρθε να δώσει τη γνώση στους ανθρώπους.
Αφού οι «επίσημοι» χριστιανοί κατέληξαν στα κείμενα που θα έπρεπε να συνθέτουν το σώμα της ιερής γραμματείας, τα υπόλοιπα στην καλύτερη περίπτωση θεωρήθηκαν ανούσια, στη χειρότερη οχήματα διάδοσης των αιρετικών ιδεών.
Πάντως, είτε ορθόδοξα με σαφή «αιρετική» λαθροχειρία -τουλάχιστον σύμφωνα με την άποψη διακεκριμένων θηρευτών της παραμικρής έστω αιρετικής υπόνοιας- είτε αιρετικά, αυτά τα κείμενα τροφοδότησαν την καλλιτεχνική έμπνευση και διαπλάτυναν το αποπνικτικό πλαίσιο της εικονογραφικής αναπαράστασης περιστατικών από τη ζωή των μελών της ανθρώπινης οικογένειας του Ιησού όπως και του ίδιου.
Αν δούμε για παράδειγμα τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και της εκκλησίας Santa Maria Maggiore στη Ρώμη, που είναι εμπνευσμένα από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας, ή τα εικονογραφικά θέματα του σπηλαίου όπου γεννήθηκε ο Ιησούς και της διάνοιξης του όρους για να σωθεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής από τους στρατιώτες του Ηρώδη, θα αντιληφθούμε πως αν και η εκκλησία έθεσε σε διωγμό αυτά τα κείμενα, οι πιστοί έλκονταν από τη διήγησή τους καθώς είναι βέβαιο πως σε αυτά είχαν ενσωματωθεί πρωτοχριστιανικές προφορικές παραδόσεις (Δ.Ι. Καραβιδόπουλος).
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε συγκροτήθηκε σε γραμματειακό σώμα ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης, ο οποίος περιλαμβάνει συνολικά 27 βιβλία: τα τέσσερα ευαγγέλια (Κατά Ματθαίον, Κατά Μάρκον, Κατά Λουκάν και Κατά Ιωάννην), οι Πράξεις των Αποστόλων (συγγραφέας ο ευαγγελιστής Λουκάς ο οποίος συνέγραψε τη συνέχεια του ευαγγελίου του), 21 Επιστολές [δύο επτάδες οι οποίες αποδίδονται στον Παύλο και μία επτάδα Καθολικών Επιστολών (Ιακώβου, Πέτρου A' και Β',Ιωάννου Α', Β' και Γ', Ιούδα)] και η Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Ο πρώτος σωζόμενος γραπτός Κανόνας της εκκλησίας είναι ο παλίμψηστος Κανόνας του Μουρατόρι - δανείστηκε το όνομά του από τον Ιταλό ιστοριογράφο που τον ανακάλυψε το 1740 στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη στο Μιλάνο. Οι θεολόγοι υποστηρίζουν πως τους δύο πρώτους αιώνες ζωής της εκκλησίας υπήρξε απόλυτη συμφωνία σχετικά με την κανονικότητα των 22 από τα 27 βιβλία της ΚΔ από εκκλησίες διάσπαρτες σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Αυτή η αποδοχή υπήρξε αποτέλεσμα διάφορων παραγόντων (πλην των απαραίτητων «μεταφυσικών», σίγουρα έπαιξε ρόλο ότι περίπου το 90 μ.Χ. συγκροτήθηκε ο κανόνας της ΠΔ από το συνέδριο των ραβίνων στην Ιάμνεια, με αποτέλεσμα να εξοστρακιστούν τα μέλη της νέας σέχτας από τις συναγωγές). Ετσι, όπως λένε, γύρω στο 200 μ.Χ. σε Ανατολή και Δύση ήταν αναγνωρισμένη η αυθεντία των τεσσάρων Ευαγγελίων, των 13 Επιστολών του Παύλου, των Πράξεων, της Α' Ιωάννη και της Α' Πέτρου («Ο Κώδικας των Ευαγγελίων», Σωτήριος Σ. Δεσπότης).
Οι κύριοι λόγοι που προβάλλονται ως αυτοί που υποχρέωσαν την εκκλησία στη συγκρότηση του κανονικού σώματος είναι οι εξής:
1.Ο αιρετικός Μαρκίων (περίπου 85 - περίπου 160) στη Δύση δίδασκε ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό της Καινής Διαθήκης.
Επίσης υποστήριξε ότι οι δώδεκα Απόστολοι διαστρέβλωσαν τη διδασκαλία του Χριστού και δεχόταν ως γνήσιο απόστολο του Χριστού μόνο τον Απόστολο Παύλο.
Γύρω στο 140 μ.Χ. συγκρότησε έναν «κανόνα» που αποτελείτο από το «ευαγγέλιον» και το «αποστολικόν». Περιλάμβανε δηλαδή μόνο το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (και αυτό ακρωτηριασμένο) και δέκα Επιστολές του Παύλου.
2. Η διάδοση και η απήχηση που είχαν τα απόκρυφα έργα.
Στα τέλη περίπου του 1ου - αρχές του 2ου αιώνα μαρτυρείται μια συλλογή των επιστολών του Παύλου σε ένα σώμα. Η συλλογή αυτή ονομάζεται Corpus Paulinum. Αναφορικά με τα Ευαγγέλια, πριν από τα μέσα του 2ου αιώνα δεν αναγνωρίζονταν ως κείμενα της Γραφής.
Στα μέσα του 2ου αιώνα ο Ιουστίνος αναφέρεται στα Ευαγγέλια, τα οποία χαρακτηρίζει «απομνημονεύματα των Αποστόλων». Περίπου το 170 ο μαθητής του Ιουστίνου Τατιανός συνέταξε μια αρμονία των τεσσάρων Ευαγγελίων. Ο Ευσέβιος στην «Εκκλησιαστική ιστορία» του την ονομάζει «Διά τεσσάρων».
Ετσι λοιπόν το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια συλλογή των τεσσάρων Ευαγγελίων.
Αν και στα τέλη του 2ου αιώνα απαριθμούνται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ως Κανονικά τα περισσότερα από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, το μόνο τμήμα του Κανόνα που αποκρυσταλλώθηκε ήταν αυτό των τεσσάρων Ευαγγελίων. Τον 3ο αιώνα καμιά εκκλησία δεν αμφισβητεί την κανονικότητα των τεσσάρων Ευαγγελίων, των Πράξεων, των δεκατριών Επιστολών Παύλου, των μεγάλων Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης. Εμφανίζονται διαφωνίες σχετικά με τις μικρές Καθολικές επιστολές (Β' Πέτρου, Β' και Γ' Ιωάννη, Ιούδα), για την προς Εβραίους Επιστολή και για την Αποκάλυψη.
Το 367 ο Μ. Αθανάσιος στην 39η εορταστική επιστολή του αναφέρει ως κανονικά τα 27 βιβλία της ΚΔ: «Ταύται πηγαί τον σωτηρίου, ώστε τους διψώντας εμφορείσθαι των εν τούτοις ρημάτων της ζωής, εν τούτοις το της ευσέβειας διδασκαλείον ευαγγελίζεται. Μηδείς τούτοις επιβαλλέτω, μηδέ τούτων αφαφέσθω τι».
Στη Δύση, από την άλλη, ο Κανόνας των 27 βιβλίων της ΚΔ που απαριθμεί η 39η Επιστολή του Αθανασίου επικράτησε στο τέλος του 4ου αιώνα. Σταθμοί υπήρξαν οι τοπικοί σύνοδοι Ιππώνας το 393 και Καρχηδόνας το 397.
Του Παναγιώτη Φρούντζου, Δημοσιογράφου - "Αιρετικά"
Στη χριστιανική γραμματεία υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες κειμένων: τα κανονικά (η αρχαία ελληνική λέξη κανών δηλώνει κάθε ευθεία ράβδο που χρησιμεύει για ευθυγράμμίση, κανονίζω = θεωρώ ένα βιβλίο ως βιβλίο του Κανόνα) ή ενδιάθηκα ή ενδιάθετα, τα οποία έχουν την έγκριση οργάνων της θεσπισμένης εκκλησίας, και τα απόκρυφα, εκείνα που για διάφορους λόγους και σε διάφορες εποχές απορρίφτηκαν είτε από την επίσημη εκκλησία είτε από τους πατέρες της.
Στην περίπτωση των αποκρύφων συναντάμε δύο υποκατηγορίες: πρόκειται για τα απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης και τα απόκρυφα της Καινής Διαθήκης, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα απόκρυφα ευαγγέλια τα οποία θα μας απασχολήσουν σε αυτό το άρθρο.
Τα περισσότερα από αυτά τα κείμενα συνδέονται με τα βιβλία του Κανόνα της ΚΔ, ωστόσο οι «αυθεντίες» της πρωτοχριστιανικής και της μετέπειτα περιόδου δεν θεώρησαν πως επρόκειτο για πρωτογενείς μαρτυρίες ή σε κάποιες περιπτώσεις αντιλήφθηκαν πως ανάμεσα στις γραμμές τους ελλόχευε ο όφις των δηλητηριωδών αιρέσεων.
Αιρετικά ή συμπληρωματικά στα Κανονικά;
Ακόμη και ο πιο εμβριθής θεολόγος δεν θα μπορούσε να απαντήσει με σαφήνεια στην ερώτηση «τι έκανε ο Χριστός στα διαστήματα της ζωής του που δεν καταγράφουν οι τέσσερις ευαγγελιστές;». Το κενό -το οποίο ως γνωστόν απεχθάνεται η φύση- ήρθε να καλύψει η λαϊκή φαντασία - η οποία, ως φαίνεται, επίσης απεχθάνεται το κενό.
Κενά στη ζωή του Μεσαία, κενά στη ζωή της «θεομήτορος», κενά στη ζωή των αποστόλων...
Επειδή καλό είναι τα ζητήματα μεταφυσικής όταν μεταρσιώνονται σε πνευματική τροφή να μην αφήνουν χώρο για να εμφιλοχωρήσει η αμφιβολία, το θρησκευτικό φαντασιακό έκανε παραγωγή αναρίθμητων λέξεων· άλλες από αυτές ευτύχησαν να τύχουν έγκρισης από τα τμήματα περιχαράκωσης της ορθόδοξης πίστης που κατά καιρούς συνέστησε η εκκλησία, άλλες πάλι θεωρήθηκαν επικίνδυνες και εξοβελίστηκαν στο πυρ το εξώτερον.
Σύμφωνα με τον έγκριτο μελετητή των απόκρυφων κειμένων Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλο, άλλη κρίσιμη γενεσιουργός αιτία της μεγάλης παραγωγής αυτών είναι ο όφις των αιρέσεων και ιδιαίτερα του γνωστικισμού [συμπίλημα νεοπλατωνισμού και μεταφυσικού συγκρητικισμού, που υπήρξε από τους μεγαλύτερους αντιπάλους της νέας δοξασίας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως αρκετοί από τους πρώτους χριστιανούς απολογητές και θεολόγους, όπως ο άγιος Ειρηναίος Αουγδούνου (Αιόν), ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, ο άγιος Επιφάνιος Σαλαμίνος, ο άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος και ο Ωριγένης αφιέρωσαν μεγάλο τμήμα του έργου τους στην καταπολέμηση αυτών των «αιρετικών».
Οι γνωστικιστές δέχονταν δύο κόσμους, έναν νοητό, όπου βρίσκονται ο αληθινός Θεός και τα καθαρά πνεύματα, και έναν κατώτερο κόσμο, τον υλικό, στον οποίο είναι φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων.
Μεταξύ αυτών των δύο κόσμων υπάρχουν οι άγγελοι και κάποια ανώτερα όντα που ονομάζονταν «αιώνες», όπως ο Χριστός ο οποίος ήρθε να δώσει τη γνώση στους ανθρώπους.
Αφού οι «επίσημοι» χριστιανοί κατέληξαν στα κείμενα που θα έπρεπε να συνθέτουν το σώμα της ιερής γραμματείας, τα υπόλοιπα στην καλύτερη περίπτωση θεωρήθηκαν ανούσια, στη χειρότερη οχήματα διάδοσης των αιρετικών ιδεών.
Πάντως, είτε ορθόδοξα με σαφή «αιρετική» λαθροχειρία -τουλάχιστον σύμφωνα με την άποψη διακεκριμένων θηρευτών της παραμικρής έστω αιρετικής υπόνοιας- είτε αιρετικά, αυτά τα κείμενα τροφοδότησαν την καλλιτεχνική έμπνευση και διαπλάτυναν το αποπνικτικό πλαίσιο της εικονογραφικής αναπαράστασης περιστατικών από τη ζωή των μελών της ανθρώπινης οικογένειας του Ιησού όπως και του ίδιου.
Αν δούμε για παράδειγμα τα ψηφιδωτά του νάρθηκα της Μονής της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και της εκκλησίας Santa Maria Maggiore στη Ρώμη, που είναι εμπνευσμένα από το Πρωτευαγγέλιον Ιακώβου και περιέχουν σκηνές από την παιδική ηλικία της Παναγίας, ή τα εικονογραφικά θέματα του σπηλαίου όπου γεννήθηκε ο Ιησούς και της διάνοιξης του όρους για να σωθεί ο Ιωάννης ο Βαπτιστής από τους στρατιώτες του Ηρώδη, θα αντιληφθούμε πως αν και η εκκλησία έθεσε σε διωγμό αυτά τα κείμενα, οι πιστοί έλκονταν από τη διήγησή τους καθώς είναι βέβαιο πως σε αυτά είχαν ενσωματωθεί πρωτοχριστιανικές προφορικές παραδόσεις (Δ.Ι. Καραβιδόπουλος).
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πότε συγκροτήθηκε σε γραμματειακό σώμα ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης, ο οποίος περιλαμβάνει συνολικά 27 βιβλία: τα τέσσερα ευαγγέλια (Κατά Ματθαίον, Κατά Μάρκον, Κατά Λουκάν και Κατά Ιωάννην), οι Πράξεις των Αποστόλων (συγγραφέας ο ευαγγελιστής Λουκάς ο οποίος συνέγραψε τη συνέχεια του ευαγγελίου του), 21 Επιστολές [δύο επτάδες οι οποίες αποδίδονται στον Παύλο και μία επτάδα Καθολικών Επιστολών (Ιακώβου, Πέτρου A' και Β',Ιωάννου Α', Β' και Γ', Ιούδα)] και η Αποκάλυψη του Ιωάννη.
Ο πρώτος σωζόμενος γραπτός Κανόνας της εκκλησίας είναι ο παλίμψηστος Κανόνας του Μουρατόρι - δανείστηκε το όνομά του από τον Ιταλό ιστοριογράφο που τον ανακάλυψε το 1740 στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη στο Μιλάνο. Οι θεολόγοι υποστηρίζουν πως τους δύο πρώτους αιώνες ζωής της εκκλησίας υπήρξε απόλυτη συμφωνία σχετικά με την κανονικότητα των 22 από τα 27 βιβλία της ΚΔ από εκκλησίες διάσπαρτες σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο.
Αυτή η αποδοχή υπήρξε αποτέλεσμα διάφορων παραγόντων (πλην των απαραίτητων «μεταφυσικών», σίγουρα έπαιξε ρόλο ότι περίπου το 90 μ.Χ. συγκροτήθηκε ο κανόνας της ΠΔ από το συνέδριο των ραβίνων στην Ιάμνεια, με αποτέλεσμα να εξοστρακιστούν τα μέλη της νέας σέχτας από τις συναγωγές). Ετσι, όπως λένε, γύρω στο 200 μ.Χ. σε Ανατολή και Δύση ήταν αναγνωρισμένη η αυθεντία των τεσσάρων Ευαγγελίων, των 13 Επιστολών του Παύλου, των Πράξεων, της Α' Ιωάννη και της Α' Πέτρου («Ο Κώδικας των Ευαγγελίων», Σωτήριος Σ. Δεσπότης).
Οι κύριοι λόγοι που προβάλλονται ως αυτοί που υποχρέωσαν την εκκλησία στη συγκρότηση του κανονικού σώματος είναι οι εξής:
1.Ο αιρετικός Μαρκίων (περίπου 85 - περίπου 160) στη Δύση δίδασκε ότι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης δεν έχει καμία σχέση με τον Θεό της Καινής Διαθήκης.
Επίσης υποστήριξε ότι οι δώδεκα Απόστολοι διαστρέβλωσαν τη διδασκαλία του Χριστού και δεχόταν ως γνήσιο απόστολο του Χριστού μόνο τον Απόστολο Παύλο.
Γύρω στο 140 μ.Χ. συγκρότησε έναν «κανόνα» που αποτελείτο από το «ευαγγέλιον» και το «αποστολικόν». Περιλάμβανε δηλαδή μόνο το Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο (και αυτό ακρωτηριασμένο) και δέκα Επιστολές του Παύλου.
2. Η διάδοση και η απήχηση που είχαν τα απόκρυφα έργα.
Η διαμόρφωση του Κανόνα
Στα τέλη περίπου του 1ου - αρχές του 2ου αιώνα μαρτυρείται μια συλλογή των επιστολών του Παύλου σε ένα σώμα. Η συλλογή αυτή ονομάζεται Corpus Paulinum. Αναφορικά με τα Ευαγγέλια, πριν από τα μέσα του 2ου αιώνα δεν αναγνωρίζονταν ως κείμενα της Γραφής.
Στα μέσα του 2ου αιώνα ο Ιουστίνος αναφέρεται στα Ευαγγέλια, τα οποία χαρακτηρίζει «απομνημονεύματα των Αποστόλων». Περίπου το 170 ο μαθητής του Ιουστίνου Τατιανός συνέταξε μια αρμονία των τεσσάρων Ευαγγελίων. Ο Ευσέβιος στην «Εκκλησιαστική ιστορία» του την ονομάζει «Διά τεσσάρων».
Ετσι λοιπόν το δεύτερο μισό του 2ου αιώνα μπορούμε να κάνουμε λόγο για μια συλλογή των τεσσάρων Ευαγγελίων.
Αν και στα τέλη του 2ου αιώνα απαριθμούνται από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς ως Κανονικά τα περισσότερα από τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης, το μόνο τμήμα του Κανόνα που αποκρυσταλλώθηκε ήταν αυτό των τεσσάρων Ευαγγελίων. Τον 3ο αιώνα καμιά εκκλησία δεν αμφισβητεί την κανονικότητα των τεσσάρων Ευαγγελίων, των Πράξεων, των δεκατριών Επιστολών Παύλου, των μεγάλων Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης. Εμφανίζονται διαφωνίες σχετικά με τις μικρές Καθολικές επιστολές (Β' Πέτρου, Β' και Γ' Ιωάννη, Ιούδα), για την προς Εβραίους Επιστολή και για την Αποκάλυψη.
Το 367 ο Μ. Αθανάσιος στην 39η εορταστική επιστολή του αναφέρει ως κανονικά τα 27 βιβλία της ΚΔ: «Ταύται πηγαί τον σωτηρίου, ώστε τους διψώντας εμφορείσθαι των εν τούτοις ρημάτων της ζωής, εν τούτοις το της ευσέβειας διδασκαλείον ευαγγελίζεται. Μηδείς τούτοις επιβαλλέτω, μηδέ τούτων αφαφέσθω τι».
Στη Δύση, από την άλλη, ο Κανόνας των 27 βιβλίων της ΚΔ που απαριθμεί η 39η Επιστολή του Αθανασίου επικράτησε στο τέλος του 4ου αιώνα. Σταθμοί υπήρξαν οι τοπικοί σύνοδοι Ιππώνας το 393 και Καρχηδόνας το 397.
Δημοσίευση σχολίου