{[['']]}
Πηγή: Ζιζή Σαλίμπα - "Εφημερίδα των Συντακτών"
Εμβρόντητοι οι Αθηναίοι περιπατητές της πλατείας Συντάγματος, το κυριακάτικο πρωινό της 8ης Μαρτίου 1887, ανταποκρίθηκαν στις φωνές του εφημεριδοπώλη και έσπευσαν να αγοράσουν ένα νέο έντυπο, που κέντριζε την περιέργειά τους από τον τίτλο του: «Εφημερίς των Κυριών».
Πραγματικά, «Η Εφημερίς των Κυριών» ανταποκρίνεται πλήρως στον τίτλο της: εκδίδεται από γυναίκες και απευθύνεται σε γυναίκες, στις «Κυρίες» των αστικών στρωμάτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και της ελληνικής διασποράς.
Επικεφαλής, ως εκδότρια, διευθύντρια και συντάκτρια πολλών άρθρων είναι η δημοσιογράφος Καλλιρρόη Παρρεν, η οποία πλαισιώνεται από ένα σημαντικό αριθμό μόνιμων συνεργατριών, από τις «γράφουσες» Ελληνίδες, όπως τις αποκαλεί με ελαφρά ειρωνεία ο Εμμανουήλ Ροΐδης.
Συγγραφείς και παιδαγωγοί, όπως η Αγαθονίκη Αντωνιάδου, η Φλωρεντία Φουντουκλή και η Σαπφώ Λεοντιάς, ακόμη η γιατρός Ανθή Βασιλειαδου, η Κρυσταλλια Χρυσοβέργη και άλλες, συμμετέχουν με άρθρα στο περιοδικό, ενώ ταυτοχρόνως συμβάλλουν με κάθε μέσο στη διεύρυνση του καταλόγου των συνδρομών.
«Η Εφημερίς των Κυριών» αποδείχθηκε ανθεκτική στην πορεία του χρόνου· εκδίδεται εβδομαδιαίους από το 1887 έως το 1907 και ανά δεκαπενθήμερο από το 1907 έως το 1917, ενώ από τη μοναδική διαθέσιμη στατιστική πηγή για την κυκλοφορία του ελληνικού Τύπου φαίνεται ότι το 1892 καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με 5.000 φύλλα, μετά το "Ραμπό" του Σουρή.
Μια νέα συμπαγής κοινωνική ομάδα αναδύεται από τους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας: γυναίκες μορφωμένες από τα ανερχόμενα αστικά στρώματα με πλήρη συνείδηση των διακρίσεων που επιβάλλει η πατριαρχική τάξη πραγμάτων, υπερβαίνουν τα επιβεβλημένα από το φύλο τους όρια της ιδιωτικής σφαίρας και ασκούν έναν παρεμβατικό δημόσιο λόγο υπέρ της διάδοσης των ιδεών για την ισότητα των φύλων.
Παρενθετικώς επισημαίνω ότι ήδη από το 1864 η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας αφορά μόνο τους άνδρες. Οι γυναίκες λοιπόν αυτές αυτοπροσδιορίζονται με τον όρο «χειραφετημένες», οι διεκδικήσεις τους προβάλλονται στο όνομα της «γυναικείας χειραφέτησης» και η «Εφημερίς των Κυριών» αποτελεί το όργανο συσπείρωσης, συντονισμού και διάδοσης των ιδεών για
την κατάκτηση της χειραφέτησης.
Αντίθετα, ο Τύπος υιοθετεί γι’ αυτές τον όρο «θηλυστές-φεμινίστ», πιθανόν για να προκαλέσει το φόβο, τη δυσπιστία και την απέχθεια που εκδηλώνει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό εκείνης της εποχής προς καθετί που θεωρείται ξενόφερτο, άρα και αντίθετο με τις ελληνικές παραδόσεις.
Οι Ελληνίδες φεμινίστριες ενστερνίζονται τη διχοτομική αντίληψη για τα φύλα, σχετικά με τους κοινωνικούς ρόλους και τα ιδεώδη που αντιστοιχούν στο καθένα, και υιοθετούν ένα θεωρητικό σχήμα που βασίζεται στην ιδέα περί της «ισότητας στη διαφορά».
Το πρότυπο του ανδρισμού ανασκευάζεται. Χαρακτηριστικά όπως ο εγωισμός, τα άπληστα πάθη και ο υλισμός αποδίδονται στα φυσικά χαρακτηριστικά των ανδρών.
Οι γυναικείες αξίες αναφορτίζονται και αντιπροσωπεύουν τη «ζωή», την «αγάπη», τη «δικαιοσύνη».
Ο αποκλεισμός των γυναικών από την πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα τις καθιστά «αγνές», «αναμάρτητες», χωρίς δικαιοδοσίες και χωρίς ευθύνες για την «κατάπτωση της ανθρωπότητας».
Ο κοινωνικός «προορισμός των γυναικών» διαρθρώνεται στη βάση του νέου «γυναικείου ιδεώδους», το οποίο αναδεικνύει τη μητρότητα σε ύψιστη αρετή των γυναικών και της προσδίδει μία οικουμενική σημασία που ξεπερνά τα όρια της οικογένειας και επεκτείνεται σε όλη την εθνική κοινότητα.
Η αναγέννηση του έθνους θα συντελεστεί μέσω της μητρότητας και της οικογένειας.
Είναι φανερό ότι οι Ελληνίδες φεμινίστριες ακολουθούν κατά γράμμα τα αντίστοιχα ιδεολογικά ρεύματα που αναπτύσσονται στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία.
Βρισκόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα, που τόσο οι ηθικολόγοι όσο και οι σοσιαλιστές προσπαθούν να ενισχύσουν το ρόλο της οικογένειας μέσα στην κοινωνία.
Οι γυναίκες φεμινίστριες νομιμοποιούν την ύπαρξη τους στο δημόσιο χώρο μέσω της συμμετοχής τους στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας και της αναγέννησης του έθνους.
Στον πυρήνα του ανερχόμενου εθνικισμού βρίσκονται οι διδασκάλισσες και οι γυναίκες παιδαγωγοί που μεταλαμπαδεύουν την ελληνική παιδεία και στους ξενόφωνους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ηδη από τον Ιούλιο του 1836 ιδρύεται η «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» με σκοπό τη διάδοση της στοιχειώδους εκπαίδευσης μεταξύ του λαού και τη «μόρφωση διδασκαλισσών προς εκπαίδευσιν των κορασίων». Ας σημειωθεί ότι η ανάπτυξη της γυναικείας εκπαίδευσης, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, επέτρεψε την είσοδο των γυναικών που ανήκουν στα μεσαία στρώματα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Το επάγγελμα της δασκάλας ανάγεται σε εθνικό και κοινωνικό λειτούργημα.
Από τις στήλες της «Εφημερίδος των Κυριών» οι γυναίκες κατασκευάζουν τη δική τους ιστορία, που τονίζει τη συμβολή των γυναικών, αποκαθιστώντας την ιστορική συνέχεια και προσδίδοντας την αρχαιοελληνική διάσταση στη νεοελληνική ταυτότητα.
Από τα πρώτα τεύχη υπάρχουν άρθρα για το βίο και τις ηρωικές πράξεις των γυναικών στην Επανάσταση του 1821. Οι Ελληνίδες αποτελούν τη συνέχεια των μυθικών Αμαζόνων, της αρχαίας Σπαρτιάτισσας και της επαναστατημένης Σουλιώτισσας που και μάχονται οι ίδιες και θυσιάζουν ακόμα και τα παιδιά τους στο «βωμό της πατρίδας».
Ο φεμινιστικός λόγος γίνεται πράξη μέσω της παρουσίας των γυναικών στον πόλεμο του 1897 αλλά και της φιλανθρωπίας που έχει ως κύριο στόχο τη μόρφωση και την εκπαίδευση των γυναικών που ανήκουν στα κατώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Οι γυναίκες συμμετέχουν στον ατυχή πόλεμο του 1897 ποικιλοτρόπως. Ζώνονται το ξίφος και πολεμούν στο Δομοκό, στον Αλμυρό και στην Αρτα.
Η Αικατερίνη Βασαμοπούλου και η Βασιλική Χανιωτοπουλου στάθηκαν στην πρώτη γραμμή, η Ελένη Κωνσταντινίδου υπήρξε και σημαιοφόρος της φάλαγγας των εθελοντών που ήρθαν από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη για να πολεμήσουν.
Αναλαμβάνουν τα έξοδα για τον εξοπλισμό των δύο πλωτών νοσοκομείων, για το στρατό της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, και στήνουν πρόχειρα νοσοκομεία στην Αθήνα, τον Πειραιά και το Βόλο.
Παρέχουν τα έξοδα διατροφής και περίθαλψης των στρατιωτών και κατατάσσονται ως εθελόντριες νοσοκόμες μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Η Ελένη Νεγρεπόντη, η Σοφία Σλήμαν, η Μαρία Καραπάνου αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της συνδρομής των γυναικών στον πόλεμο του 1897.
Η κατάκτηση του δημοσίου χώρου επιτυγχάνεται κυρίως με τη φιλανθρωπική δραστηριότητα.
Ηδη από το 1855, έχει θεσμοθετηθεί η φιλανθρωπική δραστηριότητα των γυναικών, όταν η «Φιλανθρωπική Εταιρία Κυριών» εισήγαγε στο «Αμαλίειο» ορφανοτροφείο τη διδασκαλία και την πρακτική άσκηση των κοριτσιών στις «γυναικείες τέχνες».
Οι γυναίκες της «Εφημερίδος των Κυριών» αναγορεύονται «φυσικαί αδελφαί, φυσικαί μητέρες και φυσικαί προστάτιδες των γυναικών και κορασίων του λαού» και δραστηριοποιούνται ταυτοχρόνως σε δύο πεδία: την παροχή έμμισθης εργασίας και την παροχή μόρφωσης, αγωγής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις που οδηγούν στην πνευματική ενηλικίωση της γυναίκας.
Η Καλλιρρόη Παρρέν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και το Φεβρουάριο του 1890 ιδρύει «Τη Σχολή της Κυριακής των Κορασίων του Λαού».
Για τη διεύρυνση του στενού ορίζοντα των γυναικείων επαγγελμάτων στα κατώτερα στρώματα -υπηρέτριες, εργάτριες της βελόνας, εργάτριες των εργοστασίων- με πρωτοβουλία της Καλλιρρόης Παρρέν ιδρύεται το 1896 το σωματείο «Ενωσις των Ελληνίδων», στο πλαίσιο του οποίου λειτουργεί η «Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή» με στόχο τη σύνδεση της τεχνικής εκπαίδευσης με το βιοπορισμό.
Το παράδειγμα της Καλλιρρόης Παρρέν ακολουθείται στη συνέχεια και από άλλα γυναικεία σωματεία στην Αθήνα και στις υπόλοιπες επαρχιακές πόλεις, που ιδρύουν Κυριακά Σχολεία για την εκπαίδευση των φτωχών γυναικών στις γυναικείες τέχνες. Αξίζει να αναφέρουμε το «Κυριακόν Σχολείον του εν Πειραιεί Συνδέσμου των Κυριών προς Προστασίαν της Εργάτιδος» και το «Κυριακόν Σχολείον του Εργατικού Κέντρου Αθηνών», που ιδρύεται και λειτουργεί με πρωτοβουλία της Αύρας Θεοδωροπούλου, ηγετικής φυσιογνωμίας του μεσοπολεμικού φεμινιστικού κινήματος.
Για τις φεμινίστριες του 19ου αιώνα η παροχή μόρφωσης στις γυναίκες και η εξασφάλιση εργασίας γίνονται τα όπλα για την εξάλειψη της «ανδρικής τυραννίας» που εκδηλώνεται με την οικονομική εκμετάλλευση μέσω του θεσμού της προίκας.
Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που η οικονομία της στηρίζεται στον τριτογενή τομέα και συγκεκριμένα στη διόγκωση της δημοσιοϋπαλληλίας, η προίκα αποτελεί το μέσο για γρήγορη οικονομική και κοινωνική ανέλιξη των ανδρών, εις βάρος των γυναικών που αντιμετωπίζονται ως «προσοδοφόρο εμπόρευμα», ως ανίκανες να διαχειριστούν την περιουσία τους.
Από τις στήλες της «Εφημερίδος των Κυριών» οι γυναίκες ζητούν αστικά δικαιώματα: να διαχειρίζονται την περιουσία τους, να συμμετέχουν σε οικογενειακά συμβούλια, να αναλαμβάνουν την κηδεμονία των παιδιών τους. Θεωρούν το γάμο ως μέσο για την εκπλήρωση της αποστολής τους, που είναι η μητρότητα.
Ο φεμινιστικός λόγος της Καλλιρρόης Παρρέν και του εντύπου «Εφημερίς των Κυριών» αφύπνισε τις μορφωμένες γυναίκες των μεσαίων στρωμάτων με στόχο τη βελτίωση της θέσης του φύλου τους, δημιούργησε ένα διακριτό δημόσιο χώρο με την παρουσία των γυναικών στον τομέα της φιλανθρωπίας και την εθνική τους δράση, διατυπώνοντας αιτήματα για την εκπαίδευση και την εργασία των γυναικών.
Μετά την άνοδο στην κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, το 1909, θεσμοθετούνται οι πρώτες μεταρρυθμίσεις για τη γυναικεία εργασία και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Από το 1912 θεσπίζονται νομοσχέδια για την «προστασία της εργασίας γυναικών και ανηλίκων» και για την «προστασία της μητρότητας» τα οποία απαγορεύουν τη νυχτερινή εργασία, τα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα για τις γυναίκες και προβλέπουν άδεια ορισμένων εβδομάδων πριν και μετά τον τοκετό.
Στο χώρο της εκπαίδευσης δημιουργούνται σχολεία, διδασκαλεία, γυμνάσια θηλέων, και ο αριθμός των φοιτητριών στο Πανεπιστήμιο αυξάνει.
Οι επαγγελματικοί ορίζοντες των γυναικών στις δημόσιες υπηρεσίες και στα ελευθέρια επαγγέλματα διευρύνονται: δασκάλες, καθηγήτριες, τηλεφωνήτριες, δακτυλογράφοι, ταμίες, νοσοκόμες, μαίες, λιγοστές γιατρίνες-παιδίατροι, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνιδες.
Το φεμινιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου συγκροτείται στο πλαίσιο του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, που επιχειρεί η βενιζελική παράταξή. Η κατάκτησα της ισονομίας και της ισοπολιτείας τίθεται στο επίκεντρο των γυναικείων διεκδικήσεων και αποτελεί θέμα ενός δημοσίου διαλόγου που διεξάγεται τόσο από τη Βουλή όσο και από τον Τύπο, με τη συμμετοχή πολιτικών, συνδικαλιστούν και διανοουμένων.
Το κίνημα για την ψήφο θα συσπειρώσει σε έναν κοινό αγώνα όλες τις φεμινίστριες και τις οργανώσεις τους και θα αμβλύνει τις επιμέρους αντιθέσεις τους.
Ο «Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας» που ιδρύθηκε το 1920, μέλος της «Διεθνούς Ενωσης για τη Γυναικεία Ψήφο», γνωστής και ως «Αλλιάνς», αποτελεί την πλέον αντιπροσωπευτική φεμινιστική οργάνωση ως προς την προβολή και τη συστηματική παρουσίαση και επεξεργασία των αίτημάτων. Πλαισιώνεται από έναν πυρήνα γυναικών που συσχετίζεται με την πολιτική εξουσία και το κίνημα του διαφωτισμού.
Η Αύρα Θεοδωροπούλου, σύζυγος του Σπύρου Θεοδωρόπουλου, και η Μαρία Δεσύπρη, μετέπειτα σύζυγος του Αλέξανδρου Σβώλου και μία από τις πρώτες γυναίκες «Επιθεωρήτριες Εργασίας», αποτελούν τις ηγετικές φυσιογνωμίες του Συνδέσμου. Ανήκαν μαζί με τους συζύγους τους στον κύκλο που εισήγαγε και διαμόρφωσε στην Ελλάδα την κοινωνική πολιτική.
Στο στενό πυρήνα της οργάνωσης ανήκαν, επίσης, η Ρόζα Ιμβριώτη, ο Αλκής Θρύλος (ψευδώνυμο της Ελένης Ουράνη) και η Αννα Παπαδημητρίου.
Εκδίδουν, από το 1923, το έντυπο «Ο Αγώνας της Γυναίκας», που γράφεται σε δημοτική γλώσσα και απεικονίζει το πρόγραμμα και τις θέσεις τους για τη χειραφέτηση των γυναικών, τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν αλλά και τη διάψευση των προσδοκιών τους, όταν το όραμα της χειραφέτησης παραμένει ανολοκλήρωτο μέχρι το κλείσιμο του περιοδικού στη μεταξική δικτατορία, το 1936.
Ενας πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα ακτιβισμός χαρακτηρίζει τις γυναίκες του Συνδέσμου: οργανώνουν δημόσιες εκδηλώσεις, γράφουν κείμενα που εκδίδονται στη σειρά «Φεμινιστική Βιβλιοθήκη», ιδρύουν την «Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή» (1921) για την επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών, το ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη» (1922), το «Σύλλογο Προστασίας Κρατουμένων Γυναικών και Ανηλίκων» (1925), τη «Σχολή κατασκευής παιχνιδιών και εφαρμοσμένης διακοσμητικής» (1929), συντάσσουν υπομνήματα προς τη Βουλή και συμμετέχουν σε συνέδρια και επιτροπές για την προώθηση της ισότητας στην εργασία και στην εκπαίδευση και τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου.
Ας σημειωθεί ότι ο «Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας» ήταν ο συνομιλητής του «Διεθνούς Γραφείου Εργασίας» στην Ελλάδα για ζητήματα εργασίας και κοινωνικής πολιτικής.
Μια άλλη σημαντική γυναικεία οργάνωση είναι το «Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων», που είναι μέλος του «Διεθνούς Συμβουλίου Γυναικών» και αποτελείται από πολλές οργανώσεις.
Στο περιοδικό που εκδίδει από το 1921 έως το 1940 με την επωνυμία «Ελληνίς», αρθρογραφούν προσωπικότητες όπως η Ελένη Ρουσοπούλου, η Σοφία Αντωνιάδου, η Ελένη Σιφναίου και η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού που διευθύνει το περιοδικό ως το 1932.
Η Γιαννιού είναι και ιδρύτρια του «Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών», παραρτήματος του «Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος» που δραστηριοποιείται κυρίως μετά το 1928.
Το «Λύκειο των Ελληνίδων», που έχει ιδρυθεί από την Καλλιρρόη Παρρέν το 1911, διαφοροποιείται από τις άλλες γυναικείες οργανώσεις στο Μεσοπόλεμο, δίνοντας προτεραιότητα στην «αναγέννηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων» και στην εξάπλωσα της υγιεινής στις λαϊκές τάξεις.
Η βασική επιδίωξη των φεμινιστικών οργανώσεων ήταν να αφυπνίσουν όλες τις γυναίκες και να άρουν τις αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας που αντιμετώπιζε τις διεκδικήσεις τους σε ένα μεγάλο βαθμό με ειρωνεία, φόβο και καχυποψία.
Ο στόχος ήταν η απόκτηση του δικαιώματος ψήφου, που ενσωματώνει την πλήρη και ισότιμη ένταξη των γυναικών στην κοινωνία.
Στις περισσότερες χώρες της Δύσης και στις ΗΠΑ, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οι γυναίκες κατακτούν την ιδιότητα του πολίτη και χειραφετούνται. Οι ελληνικές γυναικείες οργανώσεις εγγράφονται ως μέλη σε παγκόσμιες οργανώσεις, αντλούν ιδέες και εφαρμόζουν πρακτικές με γνώμονα τη διεθνή εμπειρία.
Επισημαίνεται ότι το ελληνικό φεμινιστικό κίνημα, τόσο κατά το Μεσοπόλεμο όσο και αργότερα, δεν έλαβε ποτέ μαζικό χαρακτήρα και περιοριζόταν στις δύο μεγαλύτερες πόλεις, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα για τις φεμινίστριες είναι η εργασία, και μέσω αυτής η οικονομική ανεξαρτησία που συμβαδίζει με την κοινωνική και ηθική ανεξαρτησία. Η έλευση των προσφύγων, η οικονομική κρίση, τα κλειστά επαγγέλματα για τις γυναίκες, οι περιορισμοί στην επαγγελματική τους εξέλιξή, οι περιορισμοί στην εργασία των παντρεμένων γυναικών καθιστούν δυσπρόσιτη την ευρεία είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Η οικοδόμηση θεσμών κοινωνικής πρόνοιας στη θέση της φιλανθρωπίας και της αλληλεγγύης τίθεται στο επίκεντρο του φεμινιστικού λόγου. Οι γυναικείες οργανώσεις, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές τοποθετήσεις τους ως προς τη νομική προστασία και τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις για τις εργαζόμενες γυναίκες, θα υποστηρίξουν να εφαρμοστεί η αρχή «ίση αμοιβή για ίση εργασία» και την καθιέρωση κατώτατου ορίου στα ημερομίσθια.
Η πολιτική εξουσία υπακούοντας στη δυναμική του κινήματος αναγκάσθηκε να παραχωρήσει το Φεβρουάριο του 1930 δικαίωμα ψήφου για τις δημοτικές εκλογές στις γυναίκες, με περιοριστικούς όρους. Μπορούσαν να ψηφίσουν και όχι να ψηφιστούν, έπρεπε να είναι εγγράμματες και πάνω από 30 ετών.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, οι γυναίκες θα ψηφίσουν στις δημοτικές εκλογές του 1934. Η αποχή των γυναικών από την κάλπη είναι πολύ μεγάλη. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν 2.655 γυναίκες από τις οποίες μόνο 439 ψήφισαν. Είναι φανερό ότι η αποχή οφείλεται στις κοινωνικές αντιλήψεις για τη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά, στις δυσκολίες για την εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους και στο μεγάλο ποσοστό των αναλφάβητων γυναικών ηλικίας άνω των 30 ετών που άγγιζε το 70% του συνολικού πληθυσμού.
Μετά το 1930 το γυναικείο κίνημα θα διασπαστεί. Οι ριζοσπάστριες θα ενταχθούν στις προοδευτικές δυνάμεις, ενώ οι συντηρητικές θα εγκαταλείψουν την πολιτική πρακτική.
Η δράση των περισσότερων γυναικείων οργανώσεων θα απαγορευθεί από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πολλές γυναίκες στρατολογούνται στο ΚΚΕ και στις εαμικές οργανώσεις, δίνουν μαχητικά το «παρών» τους στην αντίσταση των πόλεων και στο λαϊκό στρατό - στο βουνό.
Τον Απρίλιο του 1944 η «Κυβέρνηση του Βουνού», η «Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης» (ΠΕΕΑ), δίνει το δικαίωμα στις γυναίκες να εκλέξουν και να εκλεγούν αντιπρόσωποι-εκλέκτορες, οι οποίοι στη συνέχεια θα αναδείξουν τα μέλη του «Εθνικού Συμβουλίου» (της Βουλής). Οι ψηφοφόροι πρέπει να είναι 18 ετών και άνω και οι υποψήφιοι 21 ετών και άνω. Η συμμετοχή των γυναικών είναι πολύ μεγάλη.
Εκλέχθηκαν 5 γυναίκες εθνοσυμβουλοι σε σύνολο 207 εθνοσυμβούλων. Η Μαρία Δεσύπρη-Σβώλου και η Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου για την Αθήνα, η Χρυσά Χατζηβασιλείου για τον Πειραιά, η Μάχη Μαυροειδή από την Καλαμάτα και η Φωτεινή Φιλιππίδη από τη Λάρισα.
Το 1952, η Ελλάδα εκπροσωπείται στην «Επιτροπή για τη θέση της Γυναίκας» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) από τη Λίνα Τσαλδάρη.
Το Σύνταγμα του 1952 δεν κατοχυρώνει τα γυναικεία πολιτικά δικαιώματα, απλά περιλαμβάνει ως ερμηνευτική δήλωση, ότι το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών μπορεί να καθοριστεί με νόμο.
Μετά την ψήφιση του Συντάγματος κατατίθεται στη Βουλή προς ψήφιση νομοσχέδιο για την απονομή εκλογικού δικαιώματος στις βουλευτικές εκλογές.
Στις 7 Ιουνίου 1952, με το νόμο 2151, οι Ελληνίδες αποκτούν πλήρη εκλογικά δικαιώματα. Μια σειρά επαγγέλματα, που συνδέονται με την ιδιότητα του πολίτη, π.χ. δικαστής, συμβολαιογράφος, ανοίγουν για τις γυναίκες.
Ομως οι γυναίκες δεν ψηφίζουν στις εκλογές που διεξάγονται το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, γιατί δεν έχουν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Σε επαναληπτική ψηφοφορία που έγινε το 1953 μόνο για τη Θεσσαλονίκη, λόγω κένωσης μίας έδρας, εκλέγεται με την παράταξη «Ελληνικός Συναγερμός» η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής. Είναι η Ελένη Σκούρα.
Το 1956, οι Ελληνίδες λαμβάνουν μέρος σε καθολική ψηφοφορία για τις βουλευτικές εκλογές. Εκλέγονται δύο: η Λίνα Τσαλδάρη από την «Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση» (ΕΡΕ) και η Βάσω Θανασέκου από την «Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά» (ΕΛΑ).
Η Λίνα Τσαλδάρη γίνεται η πρώτη γυναίκα υπουργός, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας.
Στις εκλογές του 1958 εκλέγονται τρεις γυναίκες από την παράταξη της ΕΔΑ: η Μαρία Σβώλου, η Ελένη Μπενά και η Βάσω Θανασέκου, οι οποίες έχουν ενεργό παρουσία στη Βουλή.
Κατά την επτάχρονη δικτατορία του 1967, απαγορεύεται η δράση των γυναικείων οργανώσεων και καταστρέφονται πολλά από τα αρχεία τους.
Η συμμετοχή των γυναικών σε αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι μεγάλη, ενώ πολλές από αυτές φυλακίζονται.
Την ίδια εποχή, στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ αναπτύσσεται ένα νέο ριζοσπαστικό κίνημα των γυναικών, ο «νεοφεμινισμός», που φέρνει στο φως ζητήματα που άπτονται της ιδιωτικής ζωής όπως: οι πατριαρχικές δομές στην οικογένεια και στην εργασία, η σεξουαλικότητα, η ενδοοικογενειακή βία.
Θέματα, που θα αντιμετωπιστούν από τις γυναικείες οργανώσεις στην Ελλάδα με την έκρηξη των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στη Μεταπολίτευση.
Στο Σύνταγμα του 1975 τέθηκε το θεμέλιο της ισότητας των φύλων. Στο άρθρο 4, παρ. 1 και 2, διατυπώνεται με σαφήνεια ότι: οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 προστέθηκε νέα ρύθμιση που κατοχύρωσε συνταγματικά τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ της ισότητας, καθιερώνοντας δυναμική πολιτική για την ισότητα των φύλων.
Τα τελευταία χρόνια η θεσμικά κατοχυρωμένη γυναικεία ισχύς υποκατέστησε το δυναμισμό του φεμινιστικού κινήματος. Τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι «σπουδές φύλου» («gender studies») που εισήχθησαν στα ελληνικά πανεπιστήμια συνεισφέρουν στην «αποδήμησα» των στερεοτύπων, που καθορίζουν τους ρόλους των ανδρών και των γυναικών και προάγουν την ισότητα των δύο φύλων.
Εν τέλει, η εμπέδωση της ισότητας στην πράξη, με συγκεκριμένες επιλογές και καθημερινές πρακτικές, αφορά όλους, άνδρες και γυναίκες.
Εμβρόντητοι οι Αθηναίοι περιπατητές της πλατείας Συντάγματος, το κυριακάτικο πρωινό της 8ης Μαρτίου 1887, ανταποκρίθηκαν στις φωνές του εφημεριδοπώλη και έσπευσαν να αγοράσουν ένα νέο έντυπο, που κέντριζε την περιέργειά τους από τον τίτλο του: «Εφημερίς των Κυριών».
Πραγματικά, «Η Εφημερίς των Κυριών» ανταποκρίνεται πλήρως στον τίτλο της: εκδίδεται από γυναίκες και απευθύνεται σε γυναίκες, στις «Κυρίες» των αστικών στρωμάτων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και της ελληνικής διασποράς.
Επικεφαλής, ως εκδότρια, διευθύντρια και συντάκτρια πολλών άρθρων είναι η δημοσιογράφος Καλλιρρόη Παρρεν, η οποία πλαισιώνεται από ένα σημαντικό αριθμό μόνιμων συνεργατριών, από τις «γράφουσες» Ελληνίδες, όπως τις αποκαλεί με ελαφρά ειρωνεία ο Εμμανουήλ Ροΐδης.
Συγγραφείς και παιδαγωγοί, όπως η Αγαθονίκη Αντωνιάδου, η Φλωρεντία Φουντουκλή και η Σαπφώ Λεοντιάς, ακόμη η γιατρός Ανθή Βασιλειαδου, η Κρυσταλλια Χρυσοβέργη και άλλες, συμμετέχουν με άρθρα στο περιοδικό, ενώ ταυτοχρόνως συμβάλλουν με κάθε μέσο στη διεύρυνση του καταλόγου των συνδρομών.
«Η Εφημερίς των Κυριών» αποδείχθηκε ανθεκτική στην πορεία του χρόνου· εκδίδεται εβδομαδιαίους από το 1887 έως το 1907 και ανά δεκαπενθήμερο από το 1907 έως το 1917, ενώ από τη μοναδική διαθέσιμη στατιστική πηγή για την κυκλοφορία του ελληνικού Τύπου φαίνεται ότι το 1892 καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση με 5.000 φύλλα, μετά το "Ραμπό" του Σουρή.
Μια νέα συμπαγής κοινωνική ομάδα αναδύεται από τους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας: γυναίκες μορφωμένες από τα ανερχόμενα αστικά στρώματα με πλήρη συνείδηση των διακρίσεων που επιβάλλει η πατριαρχική τάξη πραγμάτων, υπερβαίνουν τα επιβεβλημένα από το φύλο τους όρια της ιδιωτικής σφαίρας και ασκούν έναν παρεμβατικό δημόσιο λόγο υπέρ της διάδοσης των ιδεών για την ισότητα των φύλων.
Παρενθετικώς επισημαίνω ότι ήδη από το 1864 η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας αφορά μόνο τους άνδρες. Οι γυναίκες λοιπόν αυτές αυτοπροσδιορίζονται με τον όρο «χειραφετημένες», οι διεκδικήσεις τους προβάλλονται στο όνομα της «γυναικείας χειραφέτησης» και η «Εφημερίς των Κυριών» αποτελεί το όργανο συσπείρωσης, συντονισμού και διάδοσης των ιδεών για
την κατάκτηση της χειραφέτησης.
Αντίθετα, ο Τύπος υιοθετεί γι’ αυτές τον όρο «θηλυστές-φεμινίστ», πιθανόν για να προκαλέσει το φόβο, τη δυσπιστία και την απέχθεια που εκδηλώνει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό εκείνης της εποχής προς καθετί που θεωρείται ξενόφερτο, άρα και αντίθετο με τις ελληνικές παραδόσεις.
Οι Ελληνίδες φεμινίστριες ενστερνίζονται τη διχοτομική αντίληψη για τα φύλα, σχετικά με τους κοινωνικούς ρόλους και τα ιδεώδη που αντιστοιχούν στο καθένα, και υιοθετούν ένα θεωρητικό σχήμα που βασίζεται στην ιδέα περί της «ισότητας στη διαφορά».
Το πρότυπο του ανδρισμού ανασκευάζεται. Χαρακτηριστικά όπως ο εγωισμός, τα άπληστα πάθη και ο υλισμός αποδίδονται στα φυσικά χαρακτηριστικά των ανδρών.
Οι γυναικείες αξίες αναφορτίζονται και αντιπροσωπεύουν τη «ζωή», την «αγάπη», τη «δικαιοσύνη».
Ο αποκλεισμός των γυναικών από την πολιτική και την κοινωνική πραγματικότητα τις καθιστά «αγνές», «αναμάρτητες», χωρίς δικαιοδοσίες και χωρίς ευθύνες για την «κατάπτωση της ανθρωπότητας».
Ο κοινωνικός «προορισμός των γυναικών» διαρθρώνεται στη βάση του νέου «γυναικείου ιδεώδους», το οποίο αναδεικνύει τη μητρότητα σε ύψιστη αρετή των γυναικών και της προσδίδει μία οικουμενική σημασία που ξεπερνά τα όρια της οικογένειας και επεκτείνεται σε όλη την εθνική κοινότητα.
Η αναγέννηση του έθνους θα συντελεστεί μέσω της μητρότητας και της οικογένειας.
Είναι φανερό ότι οι Ελληνίδες φεμινίστριες ακολουθούν κατά γράμμα τα αντίστοιχα ιδεολογικά ρεύματα που αναπτύσσονται στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία.
Βρισκόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα, που τόσο οι ηθικολόγοι όσο και οι σοσιαλιστές προσπαθούν να ενισχύσουν το ρόλο της οικογένειας μέσα στην κοινωνία.
Οι γυναίκες φεμινίστριες νομιμοποιούν την ύπαρξη τους στο δημόσιο χώρο μέσω της συμμετοχής τους στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας και της αναγέννησης του έθνους.
Στον πυρήνα του ανερχόμενου εθνικισμού βρίσκονται οι διδασκάλισσες και οι γυναίκες παιδαγωγοί που μεταλαμπαδεύουν την ελληνική παιδεία και στους ξενόφωνους πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ηδη από τον Ιούλιο του 1836 ιδρύεται η «Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία» με σκοπό τη διάδοση της στοιχειώδους εκπαίδευσης μεταξύ του λαού και τη «μόρφωση διδασκαλισσών προς εκπαίδευσιν των κορασίων». Ας σημειωθεί ότι η ανάπτυξη της γυναικείας εκπαίδευσης, στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, επέτρεψε την είσοδο των γυναικών που ανήκουν στα μεσαία στρώματα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας. Το επάγγελμα της δασκάλας ανάγεται σε εθνικό και κοινωνικό λειτούργημα.
Από τις στήλες της «Εφημερίδος των Κυριών» οι γυναίκες κατασκευάζουν τη δική τους ιστορία, που τονίζει τη συμβολή των γυναικών, αποκαθιστώντας την ιστορική συνέχεια και προσδίδοντας την αρχαιοελληνική διάσταση στη νεοελληνική ταυτότητα.
Από τα πρώτα τεύχη υπάρχουν άρθρα για το βίο και τις ηρωικές πράξεις των γυναικών στην Επανάσταση του 1821. Οι Ελληνίδες αποτελούν τη συνέχεια των μυθικών Αμαζόνων, της αρχαίας Σπαρτιάτισσας και της επαναστατημένης Σουλιώτισσας που και μάχονται οι ίδιες και θυσιάζουν ακόμα και τα παιδιά τους στο «βωμό της πατρίδας».
Ο φεμινιστικός λόγος γίνεται πράξη μέσω της παρουσίας των γυναικών στον πόλεμο του 1897 αλλά και της φιλανθρωπίας που έχει ως κύριο στόχο τη μόρφωση και την εκπαίδευση των γυναικών που ανήκουν στα κατώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Οι γυναίκες συμμετέχουν στον ατυχή πόλεμο του 1897 ποικιλοτρόπως. Ζώνονται το ξίφος και πολεμούν στο Δομοκό, στον Αλμυρό και στην Αρτα.
Η Αικατερίνη Βασαμοπούλου και η Βασιλική Χανιωτοπουλου στάθηκαν στην πρώτη γραμμή, η Ελένη Κωνσταντινίδου υπήρξε και σημαιοφόρος της φάλαγγας των εθελοντών που ήρθαν από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη για να πολεμήσουν.
Αναλαμβάνουν τα έξοδα για τον εξοπλισμό των δύο πλωτών νοσοκομείων, για το στρατό της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, και στήνουν πρόχειρα νοσοκομεία στην Αθήνα, τον Πειραιά και το Βόλο.
Παρέχουν τα έξοδα διατροφής και περίθαλψης των στρατιωτών και κατατάσσονται ως εθελόντριες νοσοκόμες μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Η Ελένη Νεγρεπόντη, η Σοφία Σλήμαν, η Μαρία Καραπάνου αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της συνδρομής των γυναικών στον πόλεμο του 1897.
Η κατάκτηση του δημοσίου χώρου επιτυγχάνεται κυρίως με τη φιλανθρωπική δραστηριότητα.
Ηδη από το 1855, έχει θεσμοθετηθεί η φιλανθρωπική δραστηριότητα των γυναικών, όταν η «Φιλανθρωπική Εταιρία Κυριών» εισήγαγε στο «Αμαλίειο» ορφανοτροφείο τη διδασκαλία και την πρακτική άσκηση των κοριτσιών στις «γυναικείες τέχνες».
Οι γυναίκες της «Εφημερίδος των Κυριών» αναγορεύονται «φυσικαί αδελφαί, φυσικαί μητέρες και φυσικαί προστάτιδες των γυναικών και κορασίων του λαού» και δραστηριοποιούνται ταυτοχρόνως σε δύο πεδία: την παροχή έμμισθης εργασίας και την παροχή μόρφωσης, αγωγής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Τα στοιχεία αυτά συνθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις που οδηγούν στην πνευματική ενηλικίωση της γυναίκας.
Η Καλλιρρόη Παρρέν αναλαμβάνει την πρωτοβουλία και το Φεβρουάριο του 1890 ιδρύει «Τη Σχολή της Κυριακής των Κορασίων του Λαού».
Για τη διεύρυνση του στενού ορίζοντα των γυναικείων επαγγελμάτων στα κατώτερα στρώματα -υπηρέτριες, εργάτριες της βελόνας, εργάτριες των εργοστασίων- με πρωτοβουλία της Καλλιρρόης Παρρέν ιδρύεται το 1896 το σωματείο «Ενωσις των Ελληνίδων», στο πλαίσιο του οποίου λειτουργεί η «Επαγγελματική και Οικοκυρική Σχολή» με στόχο τη σύνδεση της τεχνικής εκπαίδευσης με το βιοπορισμό.
Για τις φεμινίστριες του 19ου αιώνα η παροχή μόρφωσης στις γυναίκες και η εξασφάλιση εργασίας γίνονται τα όπλα για την εξάλειψη της «ανδρικής τυραννίας» που εκδηλώνεται με την οικονομική εκμετάλλευση μέσω του θεσμού της προίκας.
Σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που η οικονομία της στηρίζεται στον τριτογενή τομέα και συγκεκριμένα στη διόγκωση της δημοσιοϋπαλληλίας, η προίκα αποτελεί το μέσο για γρήγορη οικονομική και κοινωνική ανέλιξη των ανδρών, εις βάρος των γυναικών που αντιμετωπίζονται ως «προσοδοφόρο εμπόρευμα», ως ανίκανες να διαχειριστούν την περιουσία τους.
Από τις στήλες της «Εφημερίδος των Κυριών» οι γυναίκες ζητούν αστικά δικαιώματα: να διαχειρίζονται την περιουσία τους, να συμμετέχουν σε οικογενειακά συμβούλια, να αναλαμβάνουν την κηδεμονία των παιδιών τους. Θεωρούν το γάμο ως μέσο για την εκπλήρωση της αποστολής τους, που είναι η μητρότητα.
Ο φεμινιστικός λόγος της Καλλιρρόης Παρρέν και του εντύπου «Εφημερίς των Κυριών» αφύπνισε τις μορφωμένες γυναίκες των μεσαίων στρωμάτων με στόχο τη βελτίωση της θέσης του φύλου τους, δημιούργησε ένα διακριτό δημόσιο χώρο με την παρουσία των γυναικών στον τομέα της φιλανθρωπίας και την εθνική τους δράση, διατυπώνοντας αιτήματα για την εκπαίδευση και την εργασία των γυναικών.
Μετά την άνοδο στην κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, το 1909, θεσμοθετούνται οι πρώτες μεταρρυθμίσεις για τη γυναικεία εργασία και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Από το 1912 θεσπίζονται νομοσχέδια για την «προστασία της εργασίας γυναικών και ανηλίκων» και για την «προστασία της μητρότητας» τα οποία απαγορεύουν τη νυχτερινή εργασία, τα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα για τις γυναίκες και προβλέπουν άδεια ορισμένων εβδομάδων πριν και μετά τον τοκετό.
Στο χώρο της εκπαίδευσης δημιουργούνται σχολεία, διδασκαλεία, γυμνάσια θηλέων, και ο αριθμός των φοιτητριών στο Πανεπιστήμιο αυξάνει.
Οι επαγγελματικοί ορίζοντες των γυναικών στις δημόσιες υπηρεσίες και στα ελευθέρια επαγγέλματα διευρύνονται: δασκάλες, καθηγήτριες, τηλεφωνήτριες, δακτυλογράφοι, ταμίες, νοσοκόμες, μαίες, λιγοστές γιατρίνες-παιδίατροι, δημοσιογράφοι και καλλιτέχνιδες.
Το φεμινιστικό κίνημα του Μεσοπολέμου συγκροτείται στο πλαίσιο του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, που επιχειρεί η βενιζελική παράταξή. Η κατάκτησα της ισονομίας και της ισοπολιτείας τίθεται στο επίκεντρο των γυναικείων διεκδικήσεων και αποτελεί θέμα ενός δημοσίου διαλόγου που διεξάγεται τόσο από τη Βουλή όσο και από τον Τύπο, με τη συμμετοχή πολιτικών, συνδικαλιστούν και διανοουμένων.
Το κίνημα για την ψήφο θα συσπειρώσει σε έναν κοινό αγώνα όλες τις φεμινίστριες και τις οργανώσεις τους και θα αμβλύνει τις επιμέρους αντιθέσεις τους.
Ο «Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας» που ιδρύθηκε το 1920, μέλος της «Διεθνούς Ενωσης για τη Γυναικεία Ψήφο», γνωστής και ως «Αλλιάνς», αποτελεί την πλέον αντιπροσωπευτική φεμινιστική οργάνωση ως προς την προβολή και τη συστηματική παρουσίαση και επεξεργασία των αίτημάτων. Πλαισιώνεται από έναν πυρήνα γυναικών που συσχετίζεται με την πολιτική εξουσία και το κίνημα του διαφωτισμού.
Η Αύρα Θεοδωροπούλου, σύζυγος του Σπύρου Θεοδωρόπουλου, και η Μαρία Δεσύπρη, μετέπειτα σύζυγος του Αλέξανδρου Σβώλου και μία από τις πρώτες γυναίκες «Επιθεωρήτριες Εργασίας», αποτελούν τις ηγετικές φυσιογνωμίες του Συνδέσμου. Ανήκαν μαζί με τους συζύγους τους στον κύκλο που εισήγαγε και διαμόρφωσε στην Ελλάδα την κοινωνική πολιτική.
Στο στενό πυρήνα της οργάνωσης ανήκαν, επίσης, η Ρόζα Ιμβριώτη, ο Αλκής Θρύλος (ψευδώνυμο της Ελένης Ουράνη) και η Αννα Παπαδημητρίου.
Εκδίδουν, από το 1923, το έντυπο «Ο Αγώνας της Γυναίκας», που γράφεται σε δημοτική γλώσσα και απεικονίζει το πρόγραμμα και τις θέσεις τους για τη χειραφέτηση των γυναικών, τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν αλλά και τη διάψευση των προσδοκιών τους, όταν το όραμα της χειραφέτησης παραμένει ανολοκλήρωτο μέχρι το κλείσιμο του περιοδικού στη μεταξική δικτατορία, το 1936.
Ενας πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα ακτιβισμός χαρακτηρίζει τις γυναίκες του Συνδέσμου: οργανώνουν δημόσιες εκδηλώσεις, γράφουν κείμενα που εκδίδονται στη σειρά «Φεμινιστική Βιβλιοθήκη», ιδρύουν την «Ανωτέρα Γυναικεία Σχολή» (1921) για την επαγγελματική κατάρτιση των γυναικών, το ορφανοτροφείο «Εθνική Στέγη» (1922), το «Σύλλογο Προστασίας Κρατουμένων Γυναικών και Ανηλίκων» (1925), τη «Σχολή κατασκευής παιχνιδιών και εφαρμοσμένης διακοσμητικής» (1929), συντάσσουν υπομνήματα προς τη Βουλή και συμμετέχουν σε συνέδρια και επιτροπές για την προώθηση της ισότητας στην εργασία και στην εκπαίδευση και τη μεταρρύθμιση του Οικογενειακού Δικαίου.
Ας σημειωθεί ότι ο «Σύνδεσμος για τα Δικαιώματα της Γυναίκας» ήταν ο συνομιλητής του «Διεθνούς Γραφείου Εργασίας» στην Ελλάδα για ζητήματα εργασίας και κοινωνικής πολιτικής.
Μια άλλη σημαντική γυναικεία οργάνωση είναι το «Εθνικό Συμβούλιο των Ελληνίδων», που είναι μέλος του «Διεθνούς Συμβουλίου Γυναικών» και αποτελείται από πολλές οργανώσεις.
Στο περιοδικό που εκδίδει από το 1921 έως το 1940 με την επωνυμία «Ελληνίς», αρθρογραφούν προσωπικότητες όπως η Ελένη Ρουσοπούλου, η Σοφία Αντωνιάδου, η Ελένη Σιφναίου και η Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού που διευθύνει το περιοδικό ως το 1932.
Η Γιαννιού είναι και ιδρύτρια του «Σοσιαλιστικού Ομίλου Γυναικών», παραρτήματος του «Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος» που δραστηριοποιείται κυρίως μετά το 1928.
Το «Λύκειο των Ελληνίδων», που έχει ιδρυθεί από την Καλλιρρόη Παρρέν το 1911, διαφοροποιείται από τις άλλες γυναικείες οργανώσεις στο Μεσοπόλεμο, δίνοντας προτεραιότητα στην «αναγέννηση των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων» και στην εξάπλωσα της υγιεινής στις λαϊκές τάξεις.
Η βασική επιδίωξη των φεμινιστικών οργανώσεων ήταν να αφυπνίσουν όλες τις γυναίκες και να άρουν τις αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας που αντιμετώπιζε τις διεκδικήσεις τους σε ένα μεγάλο βαθμό με ειρωνεία, φόβο και καχυποψία.
Ο στόχος ήταν η απόκτηση του δικαιώματος ψήφου, που ενσωματώνει την πλήρη και ισότιμη ένταξη των γυναικών στην κοινωνία.
Στις περισσότερες χώρες της Δύσης και στις ΗΠΑ, μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο οι γυναίκες κατακτούν την ιδιότητα του πολίτη και χειραφετούνται. Οι ελληνικές γυναικείες οργανώσεις εγγράφονται ως μέλη σε παγκόσμιες οργανώσεις, αντλούν ιδέες και εφαρμόζουν πρακτικές με γνώμονα τη διεθνή εμπειρία.
Επισημαίνεται ότι το ελληνικό φεμινιστικό κίνημα, τόσο κατά το Μεσοπόλεμο όσο και αργότερα, δεν έλαβε ποτέ μαζικό χαρακτήρα και περιοριζόταν στις δύο μεγαλύτερες πόλεις, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα για τις φεμινίστριες είναι η εργασία, και μέσω αυτής η οικονομική ανεξαρτησία που συμβαδίζει με την κοινωνική και ηθική ανεξαρτησία. Η έλευση των προσφύγων, η οικονομική κρίση, τα κλειστά επαγγέλματα για τις γυναίκες, οι περιορισμοί στην επαγγελματική τους εξέλιξή, οι περιορισμοί στην εργασία των παντρεμένων γυναικών καθιστούν δυσπρόσιτη την ευρεία είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας.
Η οικοδόμηση θεσμών κοινωνικής πρόνοιας στη θέση της φιλανθρωπίας και της αλληλεγγύης τίθεται στο επίκεντρο του φεμινιστικού λόγου. Οι γυναικείες οργανώσεις, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές τοποθετήσεις τους ως προς τη νομική προστασία και τις ιδιαίτερες ρυθμίσεις για τις εργαζόμενες γυναίκες, θα υποστηρίξουν να εφαρμοστεί η αρχή «ίση αμοιβή για ίση εργασία» και την καθιέρωση κατώτατου ορίου στα ημερομίσθια.
Η πολιτική εξουσία υπακούοντας στη δυναμική του κινήματος αναγκάσθηκε να παραχωρήσει το Φεβρουάριο του 1930 δικαίωμα ψήφου για τις δημοτικές εκλογές στις γυναίκες, με περιοριστικούς όρους. Μπορούσαν να ψηφίσουν και όχι να ψηφιστούν, έπρεπε να είναι εγγράμματες και πάνω από 30 ετών.
Για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κράτους, οι γυναίκες θα ψηφίσουν στις δημοτικές εκλογές του 1934. Η αποχή των γυναικών από την κάλπη είναι πολύ μεγάλη. Στους εκλογικούς καταλόγους της Αθήνας γράφτηκαν 2.655 γυναίκες από τις οποίες μόνο 439 ψήφισαν. Είναι φανερό ότι η αποχή οφείλεται στις κοινωνικές αντιλήψεις για τη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά, στις δυσκολίες για την εγγραφή τους στους εκλογικούς καταλόγους και στο μεγάλο ποσοστό των αναλφάβητων γυναικών ηλικίας άνω των 30 ετών που άγγιζε το 70% του συνολικού πληθυσμού.
Μετά το 1930 το γυναικείο κίνημα θα διασπαστεί. Οι ριζοσπάστριες θα ενταχθούν στις προοδευτικές δυνάμεις, ενώ οι συντηρητικές θα εγκαταλείψουν την πολιτική πρακτική.
Η δράση των περισσότερων γυναικείων οργανώσεων θα απαγορευθεί από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πολλές γυναίκες στρατολογούνται στο ΚΚΕ και στις εαμικές οργανώσεις, δίνουν μαχητικά το «παρών» τους στην αντίσταση των πόλεων και στο λαϊκό στρατό - στο βουνό.
Τον Απρίλιο του 1944 η «Κυβέρνηση του Βουνού», η «Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης» (ΠΕΕΑ), δίνει το δικαίωμα στις γυναίκες να εκλέξουν και να εκλεγούν αντιπρόσωποι-εκλέκτορες, οι οποίοι στη συνέχεια θα αναδείξουν τα μέλη του «Εθνικού Συμβουλίου» (της Βουλής). Οι ψηφοφόροι πρέπει να είναι 18 ετών και άνω και οι υποψήφιοι 21 ετών και άνω. Η συμμετοχή των γυναικών είναι πολύ μεγάλη.
Εκλέχθηκαν 5 γυναίκες εθνοσυμβουλοι σε σύνολο 207 εθνοσυμβούλων. Η Μαρία Δεσύπρη-Σβώλου και η Καίτη Νισυρίου-Ζεύγου για την Αθήνα, η Χρυσά Χατζηβασιλείου για τον Πειραιά, η Μάχη Μαυροειδή από την Καλαμάτα και η Φωτεινή Φιλιππίδη από τη Λάρισα.
Το 1952, η Ελλάδα εκπροσωπείται στην «Επιτροπή για τη θέση της Γυναίκας» του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) από τη Λίνα Τσαλδάρη.
Το Σύνταγμα του 1952 δεν κατοχυρώνει τα γυναικεία πολιτικά δικαιώματα, απλά περιλαμβάνει ως ερμηνευτική δήλωση, ότι το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών μπορεί να καθοριστεί με νόμο.
Μετά την ψήφιση του Συντάγματος κατατίθεται στη Βουλή προς ψήφιση νομοσχέδιο για την απονομή εκλογικού δικαιώματος στις βουλευτικές εκλογές.
Στις 7 Ιουνίου 1952, με το νόμο 2151, οι Ελληνίδες αποκτούν πλήρη εκλογικά δικαιώματα. Μια σειρά επαγγέλματα, που συνδέονται με την ιδιότητα του πολίτη, π.χ. δικαστής, συμβολαιογράφος, ανοίγουν για τις γυναίκες.
Ομως οι γυναίκες δεν ψηφίζουν στις εκλογές που διεξάγονται το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, γιατί δεν έχουν ενημερωθεί οι εκλογικοί κατάλογοι. Σε επαναληπτική ψηφοφορία που έγινε το 1953 μόνο για τη Θεσσαλονίκη, λόγω κένωσης μίας έδρας, εκλέγεται με την παράταξη «Ελληνικός Συναγερμός» η πρώτη Ελληνίδα βουλευτής. Είναι η Ελένη Σκούρα.
Το 1956, οι Ελληνίδες λαμβάνουν μέρος σε καθολική ψηφοφορία για τις βουλευτικές εκλογές. Εκλέγονται δύο: η Λίνα Τσαλδάρη από την «Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση» (ΕΡΕ) και η Βάσω Θανασέκου από την «Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά» (ΕΛΑ).
Η Λίνα Τσαλδάρη γίνεται η πρώτη γυναίκα υπουργός, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας.
Στις εκλογές του 1958 εκλέγονται τρεις γυναίκες από την παράταξη της ΕΔΑ: η Μαρία Σβώλου, η Ελένη Μπενά και η Βάσω Θανασέκου, οι οποίες έχουν ενεργό παρουσία στη Βουλή.
Κατά την επτάχρονη δικτατορία του 1967, απαγορεύεται η δράση των γυναικείων οργανώσεων και καταστρέφονται πολλά από τα αρχεία τους.
Η συμμετοχή των γυναικών σε αντιστασιακές οργανώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι μεγάλη, ενώ πολλές από αυτές φυλακίζονται.
Την ίδια εποχή, στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και στις ΗΠΑ αναπτύσσεται ένα νέο ριζοσπαστικό κίνημα των γυναικών, ο «νεοφεμινισμός», που φέρνει στο φως ζητήματα που άπτονται της ιδιωτικής ζωής όπως: οι πατριαρχικές δομές στην οικογένεια και στην εργασία, η σεξουαλικότητα, η ενδοοικογενειακή βία.
Θέματα, που θα αντιμετωπιστούν από τις γυναικείες οργανώσεις στην Ελλάδα με την έκρηξη των πολιτικών και ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στη Μεταπολίτευση.
Στο Σύνταγμα του 1975 τέθηκε το θεμέλιο της ισότητας των φύλων. Στο άρθρο 4, παρ. 1 και 2, διατυπώνεται με σαφήνεια ότι: οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 προστέθηκε νέα ρύθμιση που κατοχύρωσε συνταγματικά τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ της ισότητας, καθιερώνοντας δυναμική πολιτική για την ισότητα των φύλων.
Τα τελευταία χρόνια η θεσμικά κατοχυρωμένη γυναικεία ισχύς υποκατέστησε το δυναμισμό του φεμινιστικού κινήματος. Τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι «σπουδές φύλου» («gender studies») που εισήχθησαν στα ελληνικά πανεπιστήμια συνεισφέρουν στην «αποδήμησα» των στερεοτύπων, που καθορίζουν τους ρόλους των ανδρών και των γυναικών και προάγουν την ισότητα των δύο φύλων.
Εν τέλει, η εμπέδωση της ισότητας στην πράξη, με συγκεκριμένες επιλογές και καθημερινές πρακτικές, αφορά όλους, άνδρες και γυναίκες.
Δημοσίευση σχολίου