{[['']]}
H απολογία του Γ. Τσολάκογλου
Πρώτος άρχισε να απολογείται o Γ. Τσολάκογλου. Τo Μάιο του 1940, όταν o ίδιος ήταν διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού, κάλεσε o Μεταξάς όλους τους αντιστρατήγους και τους είπε ότι δε βλέπει προσεχή σύρραξη, αλλά αν δεχθεί επίθεση η Ελλάδα θ’ αμυνθεί. Επειδή όμως δεν έχουμε αεροπλάνα, επαρκή εφόδια, μηχανοκίνητες μονάδες, φορτηγά αυτοκίνητα και πλοία, γι’ αυτό η σύρραξη που τυχόν θα επιβληθεί θα είναι βραχυχρόνια και θα τελειώσει μέσα σε λίγες μέρες 15 ή 20 το πολύ.
Μετά τις δηλώσεις αυτές του Μεταξά, συνέχισε ο Τσολάκογλου, επηρεάσθηκαν πολύ και ο Αρχιστράτηγος και το Επιτελείο και πολλοί αξιωματικοί και πίστεψαν ότι ένας τέτοιος πόλεμος δεν θα κρατήσει πολλές μέρες.
Μετά την κήρυξη όμως της επιστράτευσης τα πράγματα άλλαξαν και φύσηξε στο μέτωπο άλλος αέρας. Τα στρατευμένα παιδιά του ελληνικού λαού με την πίστη τους, τον ενθουσιασμό, την αισιοδοξία, την προθυμία, ενίσχυσαν πάρα πολύ τους αξιωματικούς, άλλαξε η ψυχολογία του μετώπου, δημιουργήθηκε μια ατμόσφαιρα ενθουσιασμένου, αντίθετη προς το κυβερνητικό πνεύμα και αυτή η ατμόσφαιρα βοήθησε στη διεξαγωγή του αγώνα. Ετσι έγινε μια απότομη μεταβολή στην ψυχολογία των μαχητών, που από αμυντική μεταβλήθηκε απότομα σε επιθετική.
Όταν άρχισαν οι επιχειρήσεις και η Ιταλική μεραρχία Τζούλια απωθούσε την 8η μεραρχία μας, ο στρατηγός Πιτσίκας είπε στον Τσολάκογλου από το τηλέφωνο: «Αστα, μούτζωσέ τα». Και όμως λίγες ημέρες αργότερα με τους εφέδρους και τους νεοσύλλεκτους της περιφέρειας κατορθώθηκε ν’ απωθηθεί η Τζούλια, να προχωρήσουν οι ελληνικές στρατιές και να φθάσουν στο Πόγραδετς, οι δικοί μας είχαν μια πίστη και μια αποφασιστικότητα που δεν είχαν οι Ιταλοί.
Συνεχίζοντας ο Τσολάκογλου, αναφέρει ότι ο υποστράτηγος Στρίμπερ, σύνδεσμος του Γεν. Στρατηγείου με τη στρατιά Ηπείρου, ερχόταν στο στρατηγείο νύχτα και νύχτα έφευγε, με σβησμένα τα φανάρια του αυτοκινήτου του ενώ όλα τ' άλλα αυτοκίνητα κυκλοφορούσαν μ’ αναμμένα φανάρια και χωρίς να παρακολουθεί την κατάσταση -γιατί δε στάθηκε ποτέ να δει μέρα το πεδίο της μάχης - συμβούλευε τον ’Αρχιστράτηγο να εγκαταλείψουμε τις γραμμές μας και να υποχωρήσουμε στις παλιές γραμμές.
Κατόπιν λέει ότι στο στρατό επικρατούσε ένα πνεύμα και μια τάση προς τ' αριστερό, για κοινωνική δικαιοσύνη κλπ. και γίνονταν και σχετικές συζητήσεις.
Μετά το θάνατο του Μεταξά ήρθε ο διάδοχος στο Μέτωπο. Ύστερα από συνομιλία που ’χε μαζί μου τηλεφώνησε στη γυναίκα του γερμανικά. Μετά κλήθηκαν οι στρατηγοί στην Αθήνα. Ενώ ο Τσολάκογλου συνομιλούσε με τον Αρχιστράτηγο, κατέφθασαν ο Μανιαδάκης κι ο Διάκος και
πήραν το λόγο. Είπαν ότι ή πρέπει να παραδοθεί ο στρατός και να αιχμαλωτισθεί ή να συμπτυχθεί στον Όλυμπο. Οι Αγγλοι έστειλαν 30-40 χιλ. στρατό και δήλωσαν ότι δεν έχουν να στείλουν περισσότερους.
Ο Μπάκος ήταν εναντίον κάθε ανάμιξης της Ελλάδας σε πόλεμο με τη Γερμανία. Το ηθικό όμως του στρατού ήταν ακμαίο και ποτέ δε δείλιασε. Από τα Χριστούγεννα οι Γιουγκοσλάβοι βοηθούσαν το στρατό μας μ' εφόδια. Όχι τόσο η επίσημη κυβέρνηση όσο οι αξιωματικοί και οι άνδρες που έδιναν χρήσιμες πληροφορίες για τις κινήσεις των Ιταλών.
«Με ρωτούσε ο Αρχιστράτηγος, τονίζει, από το τηλέφωνο: Πού 'ναι οι Εγγλέζοι: Τί να τους κάμετε τους Εγγλέζους του απαντούσα. 5 είναι όλοι - όλοι... Η κυβέρνησις δεν ήθελε να πάει κανείς αξιωματικός στην Αθήνα γιατί εφοβείτο την ανατροπή της. Ούτε καν έφεδρο αξιωματικό, ούτε στρατιώτη άφηναν να πάει εκεί».
Όλοι οι μέραρχοι, σωματάρχες και διοικητές συνταγμάτων ήθελαν την ανακωχή. Η κατάσταση στο μέτωπο ήταν χαώδης. Ο Αρχιστράτηγος, στις κρίσιμες εκείνες στιγμές, που έπρεπε να 'ναι κοντά στο στρατό του, δεν εμφανίσθηκε καθόλου. Αυτό ήταν το παράπονο και των αξιωματικών αλλά και ολόκληρου του στρατού. Ο Μπάκος μ' έγγραφό του προς τον Τσολάκογλου γράφει: «Δεν πρέπει ν' ανεχθώμεν να μας διευθύνουν οι ανάλγητοι και αργυρώνητοι των Αθηνών και να μας διοικεί ο ανόητος Κοτζιάς, και προτείνει το σχηματισμό κυβέρνησης υπό το Μητροπολίτη Ιωαννίνων και τους στρατηγούς Τσολάκογλου. Δεμέστιχα και Μπάκο.
Διοικητές στο μεταξύ εγκαταλείπουν τα συντάγματα τους, μονάδες διαλύονται, καμιά συνοχή δεν υπάρχει. Ο στρατός πεινασμένος και ρακένδυτος.
Ο Τσολάκογλου. έπειτα από τη συγκατάθεση του Μπάκου και του Δεμέστιχα και με την επιμονή του Ιωαννίνων Σπυρίδωνος υπογράφει την ανακωχή και καταθέτει όλες τις λεπτομέρειες της υπογραφής. Μετά λέει ότι ούτε ο βασιλιάς πίστευε πια στην άμυνα του στρατού. Επίσης ότι ο Πιτσίκας και ο αρχιστράτηγος Παπάγος έβρισκαν δικαιολογημένη την ανακωχή.
Ο Τσολάκογλου συνεχίζοντας την απολογία του εξιστόρησε πώς αποφάσισε να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο γερμανομαθής γιατρός Βλαβιανός τον συνάντησε εκ μέρους του στρατηγού Ντήτριχ στις 26 Απριλίου 1941 και του πρότεινε το σχηματισμό κυβέρνησης. Κάλεσε το Δεμέστιχα και του το είπε. Και oι δυο μαζί πήγαν στο Μητροπολίτη Ιωαννίνων. Αυτός «μας παρότρυνε ζωηρότατα και συνεμερίσθη εξ ολοκλήρου τας σκέψεις μας. Απετάθημεν και εις τους άλλους στρατηγούς. Οπου απετάθημεν ήσαν όλοι σύμφωνοι». Ετσι σχηματίσθηκε ή κυβέρνηση.
Οι πολιτικοί αρχηγοί και πολιτευόμενοι όπως οι Γονατάς. Μάξιμος, Ρέντης, Πάγκαλος, Καρτάλης, οι καθηγητές Κασιμάτης. Πίντος. Σακελλαρίου κλπ. τον ενθάρρυναν. τον ενίσχυσαν και του είπαν: Η Πατρίς έχει να ωφεληθή εκ τής υπάρξεως της Κυβερνήσεως...
Κατόπιν ο Τσολάκογλου άναφέρεται στο έργο της κυβέρνησής του και σαν έγκριση της πολιτικής του διαβάζει το χρονογράφημα του Σπύρου Μελά στην «Καθημερινή» από 30 Απριλίου 1941 και κύριο άρθρο της «Εστίας» από 30 Απριλίου ’41 επίσης. Ακόμη διαβάζει έγγραφο των βιομηχανικών και εμπορικών επιμελητηρίων και συλλόγων που το υπογράφουν οι Χαρίλαος Ζαβιτσιάνος, Βασιλόπουλος. Μανέας, Τερζάκης κλπ. με δήλωση ότι τίθενται συνεπίκουροι της κυβερνήσεως.
«Ο Σ. Γονατάς. λέει ο κατηγορούμενος, με συνεχάρη. Οχι μόνο με ένεθάρρυνε, αλλά μου είπε ότι πρέπει να είναι αποχρωματισμένη η Κυβέρνησις και καθαρά στρατιωτική, δια να έχει την υποστήριξιν ολόκληρου του κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο Λουκάς Ρούφος με ενίσχυσε επίσης. Ο Μάξιμος με ενεθάρρυνε και έκρινε το έργο μου ως πατριωτικόν. Ο Γ. Παπανδρέου δεν ηρνήθη ότι με ενεθάρρυνε. αλλά μετά 5ετίαν ήλθε εδώ και είπε πράγματα περί διευθυντηρίου κλπ. που τότε δεν μου τα είπε. Οι Καρτάλης. Μόδης. Χατζηγιάννης, Τουρκοβασίλης όχι μόνον με ενεθάρρυναν, αλλά εζήτησαν να προσφέρουν και ύπηρεσίας και ο Μόδης έγινε νομάρχης Εδέσσης».
Το Νοέμβριο του 1941 ο Τσολάκογλου κάλεσε όλους τους οικονομολόγους σε σύσκεψη για την εξέταση του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Πήραν μέρος οι Μάξιμος. Πεσμαζόγλου, Ζαβιτσιάνος. Διομήδης. Νεγρεπόντης. Ήλιάδης. Ευλάμπιος. Χέλμης. Ζολώτας. Β. Δεληγιάννης κλπ. Ολοι τον ενθάρρυναν και του μίλησαν με κολακευτικότατα λόγια.
Αναφέρει ύστερα ο Τσολάκογλου ότι δικαστές στην Κέρκυρα δίκαζαν με νόμους ιταλικούς «έν όνόματι τού Βασιλείου της Ιταλίας».
Ο σύνεδρος Καυκάς παρατηρεί ότι μόνο ο Εισαγγελέας Εφετών Κομηνός εφάρμοσε το νόμο σύμφωνα με τον όποιον απολύθηκαν κοινοί κατάδικοι (Είναι γνωστό ότι τους καταδίκους αυτούς τους χρησιμοποίησαν οι κατακτητές για καταδότες).
Ο Τσολάκογλου αναφέρει ότι πήρε τον Γκοτζαμάνη υπουργό «διότι ήτο πανθομολογουμένως ένας διακεκριμένος οικονομολόγος και συνιστάτο από όλους τους μακεδονικούς παράγοντας ως στοιχείον χρησιμότατον. Μεταξύ των προσώπων άτινα τον υπέδειξαν ήσαν οι Λίγκας, Τζερμιάς, στρατηγός Πλάτης, Μόδης καί άλλοι.
Ο Τουρκοβασίλης, που ήθελε ν’ αναλάβει υπουργός και τον θέλαμε κι εμείς, ζητούσε τούτο υπό έναν όρον: Να γίνει συγχρόνως και αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως. Τούτο δεν έγινε δεκτόν από ημάς». Κατόπιν λέει ότι η κυβέρνησή του τοποθέτησε το στρατηγό Σπηλιωτόπουλο και το Δημάρατο αρχηγούς των Σωμάτων Ασφαλείας, το στρατηγό Γεωργαντά νομάρχη και πολλούς άλλους στρατιωτικούς σε διάφορες θέσεις.
Ο στρατηγός Δεμέστιχας παραιτήθηκε γιατί είχε έλθει σε σύγκρουση με τον περιβόητο Γερμανό φρούραρχο Πειραιά λοχαγό Λίτκε, ο όποιος επέμενε να παραμείνει γεν. γραμματέας του Δήμου Πειραιά ο Βοβολίνης (πρόκειται για το διευθυντή αργότερα τής μοναρχοφασιστικής εφημερίδας «'Ελληνικόν Αίμα»), πράγμα που απέκρουε ο Δεμέστιχας.
«Την συγκρότησιν των Κυβερνήσεων κατοχής, λέει ο Τσολάκογλου, έκρινε ωφέλιμον η Ιντέλιντζενς Σέρβις, όπως σας κατέθεσε ο ναύαρχος Οικονόμου. Αλλά και εις εμέ είχε κάμει σχετικές προτάσεις. Πράγματι τον Ιούλιον του 1943 είχον προτάσεις παρά της Ιντέλιντζενς Σέρβις να προσπαθήσω ν’ αναλάβω εκ νέου την κυβέρνησιν.
Μου έγιναν συστάσεις ν’ αποφύγω ν’ ανακοινώσω τίποτε σχετικόν εις τον Τσιρονίκον που ήτο τότε παντοδύναμος, αλλά να τον χρησιμοποιήσω κατά το δυνατόν ως όργανον επιτυχίας της προσπάθειας μου δια την ανάληψιν της κυβερνήσεως. Εγιναν σχετικοί ενέργειαι αλλά οι Γερμανοί συνέλαβον τηλεγράφημα προερχόμενον εκ Μέσης ’Ανατολής, εις το όποιον αναφέρετο το όνομα Τσολάκογλου, και έκτοτε εθεωρούμην ύποπτος από τους κατέχοντας. Ο Τσιρονίκος μου ανακοίνωσε ότι παρηκολουθούντο αι κινήσεις μου από την Γκεστάπο. Ως εκ τούτου μου ητο αδύνατον ν’ αναλάβω την πρωτοβουλία σχηματισμού κυβερνήσεως».
Ποιος ήταν ο Ε. Τσιρονίκος
Ο Εκτορας Τσιρονίκος. αντιπρόεδρος και υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης I. Ράλλη δικαζόταν ερήμην, γιατί ακολούθησε τους Γερμανούς φεύγοντας από την Ελλάδα τον Οκτώβρη 1944. Ο Τσιρονίκος που είχε τεθεί υπό την υψηλή προστασία των Αμερικανών επέστρεψε στην Ελλάδα στις 26.8.46 με το αεροπλάνο του Αμερικανού ακολούθου της πρεσβείας στην Αθήνα από τη Ρώμη και παραδόθηκε στις ελληνικές αρχές.
Σε δηλώσεις που έκανε στους έλληνες δημοσιογράφους είπε ότι έκανε το καθήκον του «χάριν της πατρίδος». Για... πατριωτικούς λόγους ισχυρίστηκε έφυγε από την Αθήνα ακολουθώντας τα γερμανικά στρατεύματα.
«Με συνήντησε - δήλωσε - ανώτερο στέλεχος της Ιντέλιντζενς Σέρβις και μου είπε ότι είχα καθήκον να φύγω για τη Γερμανία τότε και ότι η υπηρεσία του θα προστάτευε την οικογένειά μου που θα αφηνα εδώ. Το όνομα του προσώπου αυτού θ' ανακοινώσω κατά την δίκην μου. Η μετάβασίς μου εις Γερμανίαν σκοπόν είχε να σώσω την 'Αθήνα (!) την οποίαν φεύγοντας εσκόπευαν ν' ανατινάξουν οι Γερμανοί.
Εφυγα δια την Γερμανίαν εις τας 28.8.44 με την αποστολήν να προλάβω την καταστροφήν της πρωτευούσης και να εξασφαλίσω ότι 24 ώρες μετά την αποχώρησιν των Γερμανών θα εισέρχονταν οι άλλοι (ενοεί τους Αγγλους).
Με τηλεφώνημά μου προς τον εδώ επιτετραμμένο Γερμανό Γκρέβενιτς ειδοποίησα συνθηματικά ορισμένο πρόσωπο, του οποίου το όνομα καθώς και το σχετικό έγγραφο θ' ανακοινώσω εις την δίκην μου. Το τηλεφώνημά μου απέβλεπεν εις την επίτευξιν συμφωνίας δια την αναίμακτον αποχώρησιν των Γερμανών.
Είχα λάβει εντολήν από την Ιντέλιντζενς Σέρβις να φέρω εις Αθήνας τον Νοϋμπάχερ και μαζί του να μεταβώ εις Κάιρον προς πληρεστέραν συνεννόησιν με τους Αγγλους σχετικά με την τύχην των Αθηνών. Δεν το κατόρθωσα όμως διότι εις το αναμεταξύ οι Ρώσοι είχαν φθάσει εις το Βελιγράδι και αι συγκοινωνίαι απεκόπησαν. Πήγα εις την Βιέννην και ύστερα στο Τυρόλο. όπου την 9ην Μαΐου έφθασαν οι 'Αμερικανοί. Δεν με πείραξαν!
Αργότερα πήγα εις το Κίτσμπουργκ και ύστερα στο Αουξμπουργκ όπου συνηντήθην με τον εκεί Αμερικανό στρατηγό στον όποιο ανέφερα τα γεγονότα. Μου εζήτησε τότε εκείνος λεπτομερή έκθεσιν, την οποίαν και του υπέβαλα. Του εζήτησα να με διευκολύνει να φύγω για την Ελλάδα αλλ’ εκείνος μου απήντησε:
- Μείνετε ήσυχος θα συνεννοηθούμε με την κυβέρνησίν σας και θα σας στείλω.
Ημουν εντελώς ελεύθερος. Ολα δε τα έξοδά μου και του ξενοδοχείου που έμεινα ακόμα μου τα επλήρωναν οι αμερικανικές αρχές! Τελευταία με είχον προσλάβει στο Επιτελείο της αμερικανικής υπηρεσίας αντικατασκοπίας!
Ας σημειωθεί με το ίδιο αεροπλάνο του Αμερικανού ακολούθου μεταφέρθηκε στην Αθήνα και ο Αρμένης μασκοφόρος Κίρκορ Μπαταβιάν, ο όποιος είχε καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο σαν δοσίλογος και εγκληματίας πολέμου. Ο προδότης αυτός ομολόγησε στους δημοσιογράφους ότι είχε πάρει μέρος στο μπλόκο της Κοκκινιάς και υπόδειξε φορώντας μάσκα τους πατριώτες που έπιασαν και εκτέλεσαν οι μπουραντάδες, οι ταγματασφαλίτες και η Ειδική σε συνεργασία με τούς Γερμανούς!
Ο δοσίλογος Δεμέστιχας αποκαλύπτει
Απολογήθηκε υστέρα o στρατηγός Δεμέστιχας υπουργός ’Εσωτερικών στην κυβέρνηση Τσολάκογλου. Αναφέρεται στην πολεμική του δράση και κατόπιν έρχεται στα γεγονότα της ανακωχής. Τη Μ. Παρασκευή τον κάλεσε ο Μπάκος, του μίλησε αποκαρδιωτικά και επέμενε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από την ανακωχή. Σ’ αυτό συμφωνούσε και ό στρατηγός Πιτσίκας, άλλα δεν ανελάμβανε την πρωτοβουλία. Σύμφωνοι ήταν και οι μέραρχοι Κατσιμήτρος και Λάβδας. Επίσης ο συν/ρχης Κουρκουλάκος επισκέφθηκε το Δεμέστιχα και του είπε ότι στο Β Σώμα Στρατού του Μπάκου έχουν φτιάξει ένα μηχανοκίνητο τάγμα με την απόφαση έστω και με τη βία να υπογράψουν την ανακωχή.
Συνεχίζοντας ο Δεμέστιχας λέει ότι αν και ήταν υπέρ της ανακωχής, δεν έδωσε όμως σε κανένα εξουσιοδότηση και ο Μπάκος έβαλε αυτόβουλα την υπογραφή του στο σχετικό έγγραφο προς τους Γερμανούς.
Σε συζήτηση για το σχηματισμό κυβέρνησης και για τη συμμετοχή του Μητροπολίτη Ίωαννίνων παρεμβαίνει ο Τσολάκογλου: «Αν ή υγεία μου, μου το επέτρεπε θα ανελάμβανα εγώ τον σχηματισμό της κυβέρνησης. Έτσι είπε τότε ο Μητροπολίτης Ίωαννίνων».
Αφού αναφέρει διάφορες γνωστές λεπτομέρειες για το σχηματισμό της κυβέρνησης ο Δεμέστιχας, λέει ότι ανέλαβε το υπουργείο Εσωτερικών για να εξυπηρετήσει το λαό, αλλά ήρθαν τα γεγονότα να τον διαψεύσουν στις ελπίδες του. Πολλές ήταν οι αιτίες της παραίτησής του. Μία απ’ αυτές ήταν και το επεισόδιο για το γενικό γραμματέα του Δήμου Πειραιώς Βοβολίνη.
Αυτός πλησίαζε πολύ τον φρούραρχο Πειραιώς λοχαγό Λίτκε. Καί λέγονταν και άλλα γι’ αυτόν, για μαύρη αγορά κλπ. «Το γεγονός όμως, συνεχίζει ο Δεμέστιχας, ότι ένας ανώτατος διοικητικός υπάλληλος συνδιασκέδαζε με το Λίτκε με ηνάγκασε να επέμβω και να τοποθετήσω γενικό γραμματέα του Δήμου γνωστόν εθνικιστήν, τον Δασκαλάκην, δικηγόρον. Οταν ο Δασκαλάκης πήγε να παραλάβει υπηρεσία επενέβη ο Λίτκε και τον έδιωξε.
Η υπόθεσις ήρθε στο υπουργικόν συμβούλιον και επί ένα δίμηνον αντηλλάσσετο αλληλογραφία μετά της γερμανικής πρεσβείας για το ζήτημα αυτό. Τέλος απεμακρύνθη τη επιμόνω μου απαιτήσει ο λοχαγός Λίτκε. Μετά απεμακρύνθη και ο Βοβολίνης».
Ο Πρόεδρος λέει ότι έχει υπόψη του έγγραοα για το ζήτημα αυτό, που αναφέρουν ότι στις 15 Ιουλίου 1941 έγινε η απόλυση του Βοβολίνη και στις 28 Ιουλίου υποβλήθηκε στη νομαρχία και στο υπουργείο Εσωτερικών πρακτικό της διοικούσης Επιτροπής του Δήμου Εναντίον της απολύσεώς του. Στις 31 Αυγούστου παραιτήθηκε. Μετά ξαναδιορίστηκε αλλά δεν αποδέχθηκε το διορισμό του.
Ο Δεμέστιχας λέει ότι δεν ξέρει τι έγινε μετά. Πρόσθεσε μόνο ότι όταν πληροφορήθηκε όσα είπε πιο πάνω κάλεσε το Βοβολίνη στο υπουργείο και του είπε: Εάν είσθε φιλόπατρις πρέπει να παραιτηθείτε...
Για τα φιλοαξονικά άρθρα που έγραψε ο Δεμέστιχας λέει ότι το έκαμε, γιατί πίστευε ότι ο πόλεμος θα ήτο μακρός και έπρεπε φαινομενικά να τα έχουμε καλά με τους Γερμανούς, για να επιβιώσει η φυλή μας. Καταφέρεται κατόπιν κατά του κινήματος αντιστάσεως, το όποιο κατά τη γνώμη του εκδηλώθηκε άκαιρα...
Ο Λιβιεράτος, ο οποίος είπε ότι ανέλαβε τό υπουργείο Εργασίας έπειτα από πρόσκληση του Τσολάκογλου και αφοΰ πρώτα ρώτησε πολιτικούς ηγέτες και φίλους του που του συνέστησαν ν’ αναλάβει. Κανείς όμως - συνέχισε - από τους πολιτικούς που ήρθαν μάρτυρες και μίλησαν για διευθυντήριο υπαλλήλων, δεν είχε τη γνώμη αυτή τότε. «Πόσοι και πόσοι, λέει ο Λιβιεράτος, απ' αυτούς δεν επεζήτουν και δεν εξελιπάρουν κάποιαν υπουργική έδραν, ή ανωτάτην διοικητικήν θέσιν ή και διοίκησιν τραπέζης ή δημαρχιακόν άξίωμα ή και ανωτάτην επιστασίαν συσσιτίων.
Ζουν ευτυχώς οι άνθρωποι αυτοί και ενεφανίσθησαν τινές ενώπιον του δικαστηρίου σας. Αλλά σήμερα δυστυχώς δεν δικάζονται αυτοί. Δεν είναι όμως καιρός να ομιλήσωμεν...»
Γίνεται διαλογική συζήτηση για τις λεπτομέρειες του σχηματισμού της κυβέρνησης. Σ’ ένα σημείο ο Πρόεδρος λέει ότι ποτέ ο ελληνικός λαός δεν έπαυσε τις εκδηλώσεις του και τον αγώνα αντίστασης. Απόδειξη ότι ευθύς αμέσως μετά την υποδούλωση εφώναζε «αέρα» στους ’Ιταλούς... Ο Λιβιεράτος εξαίρει τον αγώνα εθνικής αντίστασης του ελληνικού λαού.
Μετά 11 μήνες έφυγε απ' την κυβέρνηση. Για την παραίτησή του, είπε, είχαν επίδραση και τα γεγονότα της 25ης Μαρτίου 1942. Περιγράφει το λαϊκό ξεσηκωμό της ημέρας εκείνης όπου χιλιάδες λαός παρ' όλο που τον χτυπούσαν οι καραμπινέροι με τα πολυβόλα, στεφάνωσε τους ήρωες του 21 στο Πεδίο του Άρεως.
Τα θύματα έπεφταν κάτω από τις σφαίρες, μα ο λαός έκανε αντεπίθεση και δε διαλύθηκε. Κατόπιν ο Λιβιεράτος αναφέρει τούς νόμους που δημοσίευσε και λέει ότι από μια πρόσθετη φορολογία 5% ο Παπαστράτος κέρδιζε, εξόν από το κανονικό, 24 εκατομμύρια το μήνα. 19 εκ. ο Ματσάγγος, 9 εκ. ο Κεράνης, ο Καραβασίλης και άλλοι καπνοβιομήχανοι. Αναγκάσθηκε να δημοσιεύσει το Ν.Δ. 930/942 πού καταργούσε το κέρδος αυτό. «Τότε όμως, τονίζει, μερικοί από τούς βιομηχάνους αυτούς κατέφυγαν εις τους κατακτητάς δια να ματαιώσουν την εφαρμογήν του νόμου».
Επίτροπος. Γιατί δεν κατονομάζετε τους καπνοβιομηχάνους που προσέφυγαν εις τους κατακτητάς;
Λιβιεράτος. Ας παρέλθουν αυτήν την στιγμήν. Θα ανέφερον πολλά κ. 'Επίτροπε, αλλά αφήστε τα εις άλλον χρόνον...
Ο Λιβιεράτος επιρρίπτει την ευθύνη της εθνικής συμφοράς στην κυβέρνηση της 4ης Αυγούστου, που άφησε απροετοίμαστη τη χώρα για τον επερχόμενο πόλεμο. Αναφέρει ότι το Νοέμβρη του 1940. ήρθαν αγγλικά αεροπλάνα και δεν είχαν αεροδρόμια να προσγειωθούν. Αλλά ούτε και όπλα υπήρχαν για να εξοπλισθούν οι εφεδρικές κλάσεις. Αναφέρει έπειτα τους νόμους και τα διατάγματα που υπόγραψε.
Ο Πρόεδρος παρατηρεί ότι ένα από τα διατάγματα αυτά ήταν και κείνο πού τιμωρούσε τις εκδηλώσεις υπέρ του συμμαχικού αγώνα. Προσθέτει ότι μια από τις εκδηλώσεις αυτές ήταν και η αφαίρεση της χιτλερικής σημαίας από την Ακρόπολη.
Ο Λιβιεράτος, είπε, ότι παρουσιάσθηκε μάρτυρας κατηγορίας ο υπουργός Δικαιοσύνης επί 4ης Αυγούστου Αγις Ταμπακόπουλος, και είπε ότι διαμαρτυρήθηκε στο Γερμανό πληρεξούσιο για την κατάσταση. Στο σημείο αυτό ο Λιβιεράτος καταθέτει στο πρωτότυπο το πιο κάτω έγγραφο του πληρεξούσιου του Ράιχ, που σε μετάφραση έχει ως εξής:
«Ο πληρεξούσιος του Ράιχ δια την ’Ελλάδα. Αθήναι 14 Νοεμβρίου 1941. Προς το Φρουραρχείον. Τμήμα Στεγάσεως ‘Αθήνας.
Η υπηρεσία παρακαλεί να ακυρώσητε την υπ’ άριθ. 5258/41 διαταγήν εκκενώσεως από της 11ης Νοεμβρίου 1941 προς τον Αγιν Ταμπακόπουλον. Ο Α. Ταμπακόπουλος είναι πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβερνήσεως Μεταξά, ο οποίος από πολλών ετών είναι γνωστός εις πολλάς εσωτερικάς γερμανικάς υπηρεσίας ως εξαιρετικός φίλος των Γερμανών και παρέσχεν ανεκτίμητους υπηρεσίας εν Ελλάδι δια τα γερμανικά συμφέροντα. Εις την ανήκουσαν εις τον Α. Ταμπακόπουλον οικίαν, οδός Κηφισιάς αρ. 55, έχει ήδη επιταχθεΐ το πρώτον πάτωμα με 10 δωμάτια δια τας ανάγκας του γερμανικού στρατού. Το διαμέρισμα δια το οποίον ισχύει η ανωτέρω μνημονευθείσα διαταγή εκκενώσεως ηλευθερώθη ήδη δια της υπηρεσίας μας τον μήνα Μάιον έ.έ. από την επίταξιν του τότε τμήματος Στεγάσεως. Η υπηρεσία μας αποδίδει μεγάλην άξίαν να διατηρηθεί η απελευθέρωσις αύτη. Παρακαλούμεν δια μίαν βραχείαν σχετικήν διαβεβαίωσιν λήψεως του εγγράφου μας τούτου.
Κατ’ έντολήν
('Υπογραφή δυσανάγνωστος)
Κατόπιν ο Λιβιεράτος αναφέρει ότι οι πολιτευτές Παπανδρέου. Πάγκαλος, Στεφανόπουλος, Δημ. Χέλμης, Δ. Λόντος, Λουκάς Ρούφος, Γ. Άθανασιάδης - Νόβας, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Σπ. Τσακόπουλος κ.ά. τού έστελναν φιλικές επιστολές και σημειώματα και του ζητούσαν διάφορες διευκολύνσεις.
Με τον Παπανδρέου είχε συνεργασία 2,5 ωρών στο Καστρί και δεν του είπε τότε ούτε να παραιτηθεί ούτε τον κατέκρινε, αλλά μίλησαν μαζί σαι φιλικότατο τόνο.
Και ο Μακαριότατος Αντιβασιλέας συνεχίζει ο Λιβιεράτος, που συνέβαλε στο διορισμό του, ευλόγησε και τις κυβερνήσεις κατοχής και όρκισε και το Ράλλη, και συνεργάσθηκε μαζί μας και μας επεσκέπτετο τακτικά. «Τούτο σημαίνει ότι εδέχετο τας κυβερνήσεις αυτάς και συνειργάζετο μετ’ αυτών».
Για τον τέως υπουργό Δικαιοσύνης Κολυβά λέει, ότι με τα ίδια του τα χέρια πρόσθεσε προσωπική χαριστική διάταξη σ' ενοικιοστάσιο. που δημοσίευσε τότε ο Λιβιεράτος. Κι επικοινωνούσε τακτικά με το Λιβιεράτο. Στο σημείο αυτό διαβάζει γράμματα του Κολυβά σ' αυτόν.
Ο Τσιριγώτης δηλώνει, ότι λυπάται που όταν ήταν υπουργός του γλίτωσε ο Σβώλος από την εξορία...
Κατόπιν λέει, ότι οι... Ιταλοί υπέθαλπαν τους αναπήρους. που ήταν αναρχικά στοιχεία, μαυραγορίτες και επαναστάτες και έμπαιναν μπροστά με τα καροτσάκια τους στις θορυβώδεις διαδηλώσεις των αθηναϊκών δρόμων καί οωνασκούσαν...
«Θέλαμε, συνεχίζει, να στείλουμε όλους τους αναπήρους σ’ ένα στρατόπεδο στα Μέθανα. Οι Ιταλοί, όμως, δεν μας άφηναν να ιδρύσωμεν το στρατόπεδον αυτό, λέγοντάς ότι θα φωνάζει και θα διαμαρτύρεται το ραδιόφωνον του Λονδίνου, για τους αναπήρους. που εθωρούντο σύμβολα...
Οι Ιταλοί, ισχυρίζεται ο θρασύτατος αυτός φασίστας. δεν συνελάμβανον κομμουνιστάς. αλλά μόνον έθνικιστάς...»
Συνεχίζοντας εκφράζει τη δυσφορία του, γιατί η αντίσταση του ελληνικού λαού δεν επέτρεψε να συγκεντρώσει η κυβέρνηση (δηλαδή ο κατακτητής) 80.000 τόννους στάρι, όπως είχε υπολογισθεΐ. αλλά μόνο 40.000. «Ο λαθρόβιος τύπος, έξαλλου. εμπνεόμενος έκ Κάιρου έβγαινε να εξαλείψει πάσαν εθνικήν ενότητα. ενώ ημείς αγωνιζόμεθα δι' αυτήν!...»
Μετά δηλώνει ότι ο Γκοτζαμάνης έγινε υπουργός έπειτα από θερμές συστάσεις και εγγυήσεις του στρατηγού Πλάτη. Και. όπως ο Χίτλερ. ευγνωμονεί. τέλος, τη Θεία Πρόνοια, που του έδωσε το δικαίωμα να υπηρετήσει τότε την πατρίδα του...
Σ' ένα σημείο της συζήτησης, αποκαλύπτεται από τον πρόεδρο, ότι ο περιβόητος αντιπρόσωπος του Ντούτσε στην Ελλάδα Ντέ Σάντο. ήταν Ελληνας από τα Γιάννενα και λεγόταν Τζωαννόπουλος.
Κατόπιν άρχισε ν' απολογείται ο Λουλακάκης. λέγοντας ότι πολιτευόμενοι και ο στρατιωτικός διοικητής Κρήτης το 1945 Φουντουλάκης, του εζήτησαν επιτακτικά ν’ αναλάβει γεν. διοικητής Κρήτης.
Ο Ν. Λούβαρης, υπουργός του I. Ράλλη είπε στην απολογία του ότι χρησιμοποιώντας το κύρος που είχε στους Γερμανούς και με προσωπικές επανειλημμένες ενέργειες διορίστηκε ο Μακαριότατος Αντιβασιλέας αρχιεπίσκοπος ύστερα από σχετική έγκριση που στάλθηκε από τη Γερμανία.
Ο Λούβαρης πρόσθεσε ότι τότε ο Δαμασκηνός πολύ επιδίωκε να γίνει αρχιεπίσκοπος.
Υπουργός έγινε, όπως ισχυρίστηκε, ύστερα από επίμονες και συνεχείς πιέσεις από μέρους του Δαμασκηνού. Ο κ. Κ. Τσάτσος επίσης, είπε, τον παρότρυνε να αναλάβει υπουργός. Όταν αργότερα θέλησε να παραιτηθεί, εμποδίστηκε και από εκπρόσωπο του Τσουδερού (πρωθυπουργού της Ελληνικής Κυβέρνησης στο Κάιρο).
Το απόγευμα απολογήθηκε ο ναύαρχος Γέροντας που είπε πως με το αυτοκίνητό του μεταφέρθηκαν 1.500 όπλα από κάποια ακτή της Αττικής (Ραφίνα) πού στάλθηκαν από την κυβέρνηση του Καΐρου και παραδόθηκαν από το Σπηλιωτόπουλο σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του (Γρίβα. ΕΔΕΣ κλπ.).
Ο Καραμάνος είπε στην απολογία του ότι έδωσε φάρμακα για τους αντάρτες του ΕΔΕΣ.
Ο Γ. Παπανδρέου και πολλοί άλλοι πολιτικοί ήταν τακτικοί επισκέπτες στο ύπουργεΐο του.
Σε μια παρατήρηση του προέδρου ο Ράλλης διαμαρτύρεται. Παίρνει το καπέλο του και φεύγει από το δικαστήριο (πλήρης ασυδοσία) λέγοντας: «Δεν επιτρέπω σε κανένα να θίξει την τιμή μου!»
Δοσίλογοι και συνδοσίλογοι
Ο Μπακογιάννης ανάοερε ότι τοποθέτησε αρχηγό της Χωροφυλακής τον «έντιμο» στρατηγό Ντάκο, που «απεκατέστησε» την τάξη στη Θεσσαλονίκη το Μάη του 1936 (ο προδότης εννοεί το ματοκύλισμα των εργατών, όταν ο Ντάκος δολοφόνησε πολλούς εργάτες).
Εκανε σκληρό αγώνα για να διατηρήσει τον Έβερτ στη θέση του διευθυντή της 'Αστυνομίας. «Ένα πραγματικώς άριστον σώμα, τονίζει ο Μπακογιάννης. ήτο το μηχανοκίνητον του Μπουραντά. Περίλαμπρος αξιωματικός, εξαιρετικός Ελλην, που τιμά το σώμα της Αστυνομίας, ήτο ο Μπουραντάς. Ο Λάμπου, αρχηγός της Είδικής Ασφαλείας, ήτο πραγματικώς ενάρετος, αλλά ολίγον νευρικός και δί αυτό τον αντικατέστησα δια του Ραυτοδήμου».
Αρνείται θρασύτατα ο Μπακογιάννης, ότι συνεργάσθηκε ποτέ η Χωροφυλακή και η Αστυνομία με τους Γερμανούς (!)
Χαμάρτος (σύνεδρος). Το βεβαιώνετε αυτό; Διότι εις τας επαρχίας συνειργάζετο η Χωροφυλακή μετά των Γερμανών. Συγκεκριμένως εις την Λάρισαν.
Σε άλλες ερωτήσεις δικαστών λέει ότι στα μπλόκα της Καλλιθέας, της Κοκκινιάς κλπ. μόνο Γερμανοί πήραν μέρος. Με κυνική αυταρέσκεια αναφέρει ότι και τις τρεις απεργίες που έγιναν επί της υπουργίας του τις ματαίωσε με τα «κατασταλτικά» μέτρα, που έλαβε, αλλά στην τρίτη απεργία είχε ένα σοβαρό ατύχημα: «Μου εσκότωσαν ένα εξαιρετικώς περίλαμπρον παιδί εις τον Κολωνόν. Τον αξιωματικόν της Ειδικής Ασφαλείας Παναγιωτόπουλον».
Τις εθνικιστικές οργανώσεις τις ενίσχυσε με κάθε τρόπο, όπως το στρατηγό 'Ηλ. Διάμεση, αρχηγό του ΕΔΕΣ Αθηνών, το Σπηλιωτόπουλο και άλλες ομάδες αξιωματικών. Με το Σπηλιωτόπουλο είχε συνδεθεί μέσον του γιου της αδελφής του. που ονομαζόταν Αργυρόπουλος και ήταν υπεύθυνος του διασυμμαχικού συμβουλίου στην Αθήνα.
«Ο Σπηλιωτόπουλος. συνεχίζει, με επεσκέφθη εις το υπουργείο μου και συνομιλήσαμεν ιδιαιτέρως, ευθύς ως ετοποθετήθη από τους Αγγλους και το Γ. Παπανδρέου στρατιωτικός διοικητής Αττικής. Συνηντήθημεν τρεις φορές μαζί εις την οικίαν της οδού Δημοκρίτου 5 και δύο φορές ήλθε στο σπίτι μου. 250 όπλα που εστάλησαν εξ Αιγύπτου τα παρέλαβε ο Μπουραντάς».
Απαντώντας σ ερώτηση του επιτρόπου δηλώνει ασύστολα ότι δεν ξέρει αν εκτελέστηκαν έλληνες πολίτες από σώματα ασφαλείας. Ο επίτροπος λέει ότι υπάρχει ανακοίνωση του υπουργείου Εσωτερικών, που λέει ότι σ αντίποινα για το θάνατο αξιωματικού το υπουργείο διέταξε την εκτέλεση 5 πολιτών. Ο επίτροπος διαβάζει απόσπασμα από δημοσίευμα του Μπακογιάννη, με το οποίο καλείται ο ελληνικός λαός να ταχθεί με τους Γερμανούς «κατά του κοινού εχθρού του βορρά».
Ο θρασύς προδότης λέει ότι αφ ότου ανέλαβε το ύπουργείο ετήρησε... συνωμοτική στάση... παραπλάνησης των Γερμανών.
Καραμάνος (κατηγορούμενος). Μιλήστε κ. Μπακογιάννη, πέστε την αλήθεια. Οι Άγγλοι, όταν εκρατούμεθα στου «Άβέρωφ», ήρχοντο κατά διαστήματα και έπαιρναν τους κρατουμένους ευζώνους των Ταγμάτων Ασφαλείας και τους κατέτασσον εις τον στρατόν (εννοεί πριν το Δεκέμβρη 1944);
Μπακογιάννης (υφυπουργός 'Ασφάλειας και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Ράλλη). Η δύναμις της Ταξιαρχίας Ρίμινι, όταν ήλθε εις τας Αθήνας, ανήρχετο εις 700 όπλίτας. Η άλλη δύναμις ήτο η της Χωροφυλακής. Και η τρίτη, από την οποίαν ολοκληρώθη η δύναμις της Ταξιαρχίας ήσαν οι άνδρες των Ταγμάτων 'Ασφαλείας. Η Ταξιαρχία ήλθεν εσπευσμένως εις Αθήνας και δεν είχε φέρει μαζί της τον βαρύ οπλισμόν της. Αυτή είναι η αλήθεια.
Στο δικαστήριο των δοσιλόγων απολογήθηκε ο Κατσιμήτρος, διοικητής της 8ης Μεραρχίας στην Αλβανία και υπουργός της κυβέρνησης Τσολάκογλου.
Στην αρχή της απολογίας του ανέφερε ότι η κυβέρνηση Μεταξα είχε παραμελήσει την οχύρωση των συνόρων. Ανέφερε ότι είχε διαταγή οπισθοχώρησης μέχρι τον Άραχθο και το Μέτσοβο, πράγμα που αν γινόταν, θα είχε χαθεί ο πόλεμος, αλλά με τη θέληση των στρατιωτών το μέτωπο κρατήθηκε ψηλότερα.
Ο Κατσιμήτρος συνεχίζοντας λέει, ότι κλείστηκε στα Γιάννενα στις 29 του Απρίλη, όπου και ο μητροπολίτης Σπυρίδων τον παρότρυνε να αναλάβει υπουργός.
Ο πρόεδρος του δικαστηρίου παρατηρεί: Στα Γιάννενα λοιπόν ήταν ο τέτζερης όπου μαγειρεύονταν οι υπουργοί.
Συνεχίζοντας ο Κατσιμήτρος λέει ότι και τον Ιούνιο του 1944. ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων του επρότεινε και τον παρότρυνε να αναλάβει υπουργός Στρατιωτικών στην Κυβέρνηση Ράλλη. Καταλήγοντας είπε ότι στις 10 του Γενάρη του 1945 το υπουργείο Στρατιωτικών του ανέθεσε να πάει στην Κέρκυρα για να διοργανώσει την 8η Μεραρχία. Του είχε μάλιστα χορηγηθεί και φύλλο πορείας για κει.
Απολογήθηκε ύστερα ο δοσίλογος Ι. Παπαδόπουλος, υπουργός Έμπ. Ναυτιλίας και Εσωτερικών στην κυβέρνηση Τσολάκογλου. που είπε ότι η πρόθεση και η προσπάθειά του ήταν... να προβάλλει... αντίσταση στους Γερμανούς και Ιταλούς και ανέφερε ότι διόρισε τον Εβερτ στη Διεύθυνση της Αστυνομίας.
Το δικαστήριο του υπενθύμισε ότι σ' όλους τους προδοτικούς νόμους της κυβέρνησης Τσολάκογλου υπάρχει η ύπογραηή του και ο Παπαδόπουλος είπε ότι υπέγραφε... καλή τη πίστη!
Σύνεδρος. Ολοι αυτό λένε.
Κατόπιν άρχισε την απολογία του ο δοσίλογος Μουτούσης. διοικητής της 13ης Μεραρχίας, ο οποίος δεν παράλειψε ν’ αναφέρει, εξιστορώντας τη στρατιωτική του σταδιοδρομία, ότι είχε προσφερθεί να πάει στην εκστρατεία της Ουκρανίας εναντίον του Κόκκινου Στρατού.
Ο Μουτούσης είπε ότι από τα Γιάννενα ήρθε στην Αθήνα στις 29 Απρίλη με γερμανικό αεροπλάνο. μαζί με άλλους στρατηγούς που έγιναν υπουργοί και ανέλαβε υπουργός Συγκοινωνίας. Πρόσθεσε ότι ένα πολιτικό πρόσωπο, πού αν το κατονομάσει θα προξενηθεί κατάπληξη, του είπε όταν ήρθε στην Αθήνα: «Είναι θείον δώρον και μεγάλη συγκατάβαση του κατακτητού ότι εδέχθη να σχηματισθεί... ελληνική Κυβέρνησις!»
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου