{[['']]}
ΕΑΜική διαδήλωση στις αρχές των Δεκεμβριανών. Το αίτημα της επαναλειτουργίας των κλειστών εργοστασίων συνδυάζεται μ’ εκείνο για άμεση δίκη «όλων των προδοτών»
«Ο Γεωργάτος και ο Λιζάρδος είχον καταδώσει εις τους Γερμανούς ογδόντα εργάτας του Δήμου»
Εφ. «Ελευθερία», 25/10/1944
Ηταν οι πρώτες πρωινές ώρες της Δευτέρας, 4 Δεκεμβρίου 1944. Μια μέρα μετά το αιματοκύλισμα του ΕΑΜικού συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος, τα θύματα του οποίου θα κηδεύονταν από χιλιάδες διαδηλωτές το ίδιο μεσημέρι, η γενική απεργία παραλύει τα πάντα στην πρωτεύουσα.
Στις γειτονιές, τα αστυνομικά τμήματα πολιορκούνται από τον ΕΛΑΣ· τα περισσότερα παραδίδονται αμαχητί, συχνά με τη συνεργασία «αποστατών» αστυνομικών, οργανωμένων στο ΕΑΜ, που θ’ αναλάβουν τη διοίκηση και λειτουργία τους τις επόμενες εβδομάδες.
Στις 7.30 π.μ., μια ομάδα εργατών της δημοτικής επιχείρησης Αεριόφωτος χτυπά την πόρτα του γενικού διευθυντή της επιχείρησης, Σπυρίδωνα Λιζάρδου, στην οδό Πάρου 18 στα Πατήσια, και του ζητά να κατέβει.
«Ανοιξα την πόρτα», θ’ αφηγηθεί αργότερα ο ίδιος στο δικαστήριο, «αμέσως δε εισήλθαν εντός της οικίας μου τέσσερα-πέντε άτομα τα οποία εγώ δεν εγνώριζα και μου είπαν “ντυθείτε και ελάτε μαζί μας”, διότι εγώ καθώς και τα άλλα μέλη της οικογενείας μου είμεθα με πυτζάμες. Η γυναίκα μου, υποπτευθείσα ότι τα άτομα ταύτα είχον κακόν σκοπόν και αφ’ ενός μεν διά να προλάβη δυσάρεστα γεγονότα, τα οποία ήθελον συμβή εντός της οικίας μας, αφ’ ετέρου δε διά να προκαλέση την προσοχήν των γειτόνων, με ώθησε προς τα έξω, εξελθούσα συγχρόνως αυτή, ο υιός και η κόρη μου. Την στιγμήν εκείνην αντελήφθην εις τας πέριξ της οικίας μου παρόδους και άλλα πρόσωπα κρυπτόμενα και παρακολουθούντα τα διεδραματιζόμενα».
Τη συνέχεια περιέγραψε στο δικαστήριο η κόρη του, Κυριακή, «οικοκυρά», 23 ετών όταν συνέβη το γεγονός:
«Ενεφανίσθη ένα άλλο πρόσωπον με μαύρο παλτό και ρεπούπλικα, το οποίον έδωσε το χέρι εις τον πατέρα μου, τον εχαιρέτισε και του είπε να ακολουθήση τους άλλους, επειδή όμως ο πατέρας μου ηρνείτο, έφυγε. Κατόπιν ένας εκ των ανωτέρω αγνώστων τραβούσε τον πατέρα μου προς το πεζοδρόμιον, εγώ έπιασα τον άγνωστο από το πέτο, αυτός είπε “ώστε δεν έρχεσαι;” και έβγαλε αμέσως το πιστόλι και επυροβόλησε τον πατέρα μου, ο οποίος έπεσε αναίσθητος.
Συγχρόνως έπεσαν και πολλοί άλλοι πυροβολισμοί από άλλα πρόσωπα τα οποία ήσαν κρυμμένα εις τας πέριξ της οικίας μας παρόδους, ετραυματίσθην δε τότε και εγώ εις το πόδι καθ’ ην στιγμήν μετέφερα τον τραυματία πατέρα μου εις το σπίτι μαζί με την μητέρα μου.
Εις το αστυνομικόν τμήμα μού υπεδείχθη ο Χ., εις το πρόσωπό του δε ανεγνώρισα εκείνον ο οποίος επυροβόλησε τον πατέρα μου».
Για την ανταλλαγή των πυροβολισμών, διαφωτιστικότερη υπήρξε η κατάθεση στην ίδια δίκη του δικηγόρου Φραγκίσκου Π., γείτονα των θυμάτων:
Μετά την αποχώρηση των εκτελεστών, οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στο Δημοτικό Νοσοκομείο, όπου ο μεν 26χρονος Νικόλαος Λιζάρδος, απόφοιτος της ΑΣΟΕΕ, ξεψύχησε, ο δε πατέρας του, μολονότι χτυπημένος στο κεφάλι, επέζησε «ως εκ θαύματος».
Δύο βδομάδες αργότερα, καθώς οι μάχες μαίνονταν στην Αθήνα και η συνοικία τους ελεγχόταν από τον ΕΛΑΣ, τα τρία επιζώντα μέλη της οικογένειας κατέφυγαν σε κάποιο συγγενικό σπίτι του κέντρου (της «Σκομπίας», όπως αποκαλούσαν το κέντρο ειρωνικά οι πολιορκητές του), μέχρι την οριστική καταστολή της «ανταρσίας».
Η μονομέρεια των πηγών
Το συμβάν που μόλις περιγράψαμε δεν αποτελεί παρά μόνο μια μικρή ψηφίδα από το μωσαϊκό της ένοπλης εξέγερσης των Δεκεμβριανών του 1944 -του δραματικού επιλόγου τεσσεράμισι χρόνων ξένης κατοχής, ακραίας κοινωνικής πόλωσης, αντιφασιστικής αντίστασης και αχαλίνωτης κρατικής τρομοκρατίας.
Στη διάρκεια των 33 ημερών που κράτησαν οι οδομαχίες και οι βρετανικοί βομβαρδισμοί από ξηρά, αέρα και θάλασσα, έχασαν τη ζωή τους πάνω από 5.000 κάτοικοι της Αθήνας και μερικές χιλιάδες του Πειραιά· απ’ αυτούς τους νεκρούς, ένας απροσδιόριστος αριθμός μεταξύ 1.000 και 2.000 οφειλόταν στο συστηματικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών των προηγούμενων χρόνων από τους εξεγερμένους.
Αν σταθήκαμε σ’ αυτό το μεμονωμένο επεισόδιο είναι γιατί κατά κάποιον τρόπο συμβολίζει το είδος της βίας που εκλύθηκε στη διάρκεια του «κόκκινου Δεκέμβρη» από την πλευρά της ΕΑΜικής αντίστασης.
Οπως προκύπτει από τα πρακτικά του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Αθηνών που εκδίκασε την υπόθεση στις 24-29 Μαΐου 1945, από τον Τύπο της εποχής αλλά κι από τα βιβλία που εξέδωσε τα επόμενα χρόνια ο επιζήσας στόχος, η αιτία που υπαγόρευσε την απόπειρα εξόντωσης του γενικού διευθυντή της Εταιρείας Αεριόφωτος από τους υφισταμένους του πρέπει ν’ αναζητηθεί σε όσα είχαν συμβεί εκεί επί Κατοχής.
Για τη σκιαγράφηση αυτής της προϊστορίας οι πηγές μας είναι εξαιρετικά άνισες.
Οι νόμιμες εφημερίδες των ημερών, που κυκλοφορούσαν κάτω από γερμανική προληπτική λογοκρισία, δεν αναφέρουν τίποτα απολύτως για τα γεγονότα στα οποία στηρίχτηκε η «θανατική καταδίκη» του Σπυρίδωνα Λιζάρδου από τους επαναστατημένους εργάτες του.
Ακόμη κι ο παράνομος «Ριζοσπάστης» τα προσπερνά σε δυο γραμμές, καταχωνιασμένες μέσα στον ορυμαγδό του απεργιακού κύματος που σάρωσε την πρωτεύουσα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1943.
Αρκετά λακωνικές είναι οι όποιες αναφορές και στις εφημερίδες της Απελευθέρωσης, ενώ τα πρακτικά της δίκης κάθε άλλο παρά αξιόπιστη μαρτυρία αποτελούν, καθώς οι εκατέρωθεν καταθέσεις είναι -ως συνήθως- έντονα σημαδεμένες από την επιδίωξη καταδίκης ή σωτηρίας των κατηγορουμένων.
Τη λεπτομερέστερη πηγή αποτελούν τα τρία βιβλιαράκια που εξέδωσε ο ίδιος ο Λιζάρδος, διεκδικώντας μιαν αμφίβολη δικαίωση για την κατοχική πολιτεία του.
Τα δυο πρώτα («Το έγκλημά μου και η τιμωρία μου. Τρία έτη εις την ενεργόν υπηρεσίαν μιας κοινωφελούς επιχειρήσεως» και «Ιστορικόν και συνέπειαι της απεργίας της 1ης Οκτωβρίου 1943») κυκλοφόρησαν το 1945 ως ενιαίο πακέτο, με το δεύτερο ως «παράρτημα» του πρώτου.
Το περιεχόμενό τους καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την εκκρεμούσα τότε ανάκριση σε βάρος του συγγραφέα για δωσιλογισμό, μολονότι αυτή αποσιωπάται διακριτικά.
Το τρίτο βιβλιαράκι με τίτλο «Σκέψεις εθνικού μνημοσύνου, επί τη 30ετηρίδι 4/12/1944-4/12/1974» εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1974, αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, σε μια συγκυρία εξίσου λεπτή για τον συγγραφέα -που ως υπουργός της χούντας αντιμετώπιζε ξανά το ενδεχόμενο δίωξης για τις υπηρεσίες του προς ένα τυραννικό καθεστώς.
Υπηρεσίες που αμνηστεύτηκαν τελικά το 1975 με βούλευμα του Αρείου Πάγου, διά του νομικού χαρακτηρισμού τους σαν «στιγμιαίο» (και συνεπώς παραγεγραμμένο) αδίκημα.
Οπως είναι φυσικό, οι έντυπες αυτές απολογίες διατυπώνουν μια απόλυτα μονομερή εκδοχή των γεγονότων, όπου οι επιλεκτικές αλήθειες και τα καθαρά ψέματα είναι αδύνατον να ξεδιαλυθούν δίχως διασταύρωση με αντίστοιχο αρχειακό υλικό, την ύπαρξη του οποίου αγνοούμε.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν επιδέχονται αξιοποίηση ως ιστορική πηγή.
Από τη μια, το κείμενο του Λιζάρδου αποτυπώνει εξαιρετικά εύγλωττα τη στάση των διευθυντικών στελεχών που, εν μέσω Κατοχής, εξακολούθησαν να ταυτίζουν το «δημόσιο συμφέρον» (και τη δική τους καριέρα) με την πάση θυσία διατήρηση της «τάξης» και της εργασιακής πειθαρχίας.
Από την άλλη, η αφήγησή του διαπερνάται από ουκ ολίγες αντιφάσεις που λειτουργούν ως ρήγματα, μέσα από τα οποία μπορούμε ν’ αντικρίσουμε την άλλη όψη της ίδιας Ιστορίας - όπως τη βίωσαν οι υφιστάμενοί του, όσοι ιδίως απ’ αυτούς μετείχαν στο αντιστασιακό κίνημα.
Ενας αποτελεσματικός διευθυντής
Οταν οι εκτελεστές χτύπησαν την πόρτα του το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου 1944, ξεκαθαρίζει ο Λιζάρδος στο πρώτο βιβλίο του, «εγνώριζα τας προκηρύξεις αι οποίαι εκυκλοφόρουν εναντίον μου. Εγνώριζα ότι εβαπτίσθην κι εγώ με τη σειρά μου “εχθρός της εργατικής τάξεως”, “εχθρός και τύραννος των εργατών” τους οποίους είχον υπό την διεύθυνσίν μου, έστω και αν εκινδύνευσα υπέρ αυτών υπό του κατακτητού... Εγνώριζα ότι με κατηγορούν δήθεν ως παραδόσαντα εις τους εχθρούς απεργούς εργάτας διά να κρεμασθούν. Εγνώριζα όμως ότι ενσυνειδήτως εψεύδοντο, αφού έζων ευτυχώς μεταξύ ετούτων εκείνοι οίτινες ακριβώς απηλλάγησαν διά της ψευδούς ενώπιον του γερμανικού Στρατοδικείου μαρτυρίας μου, εκ της οποίας ολίγου δειν να κρεμασθώ εγώ» (1945α, σ. 7-8).
Πρόκειται για κλασικό υπερασπιστικό σχήμα των ημερών: η διάψευση των κατηγοριών συνδυάζεται με την έμμεση διεκδίκηση αντιστασιακών ευσήμων, όσο κι αν οι συνοδευτικοί ισχυρισμοί περί «διακινδύνευσης» είναι καταφανώς υπερβολικοί.
Η ιστορία μας ξεκινά στις 21 Σεπτεμβρίου 1942, με τον διορισμό του Λιζάρδου ως γενικού διευθυντή της Δημοτικής Εκμεταλλεύσεως Αεριόφωτος Αθηνών (ΔΕΑΑ) στο Γκάζι.
Πάλαι ποτέ γαλλική επιχείρηση, η μονάδα είχε περιέλθει στον δήμο το 1938, απασχολούσε 670 άτομα και τροφοδοτούσε 16.000 πελάτες με φωταέριο για φωτισμό, θέρμανση και ενέργεια βιομηχανικής χρήσης.
Στα βιβλία του, ο νέος γενικός διεκδικεί δάφνες εξυγίανσης και ορθολογικής λειτουργίας της επιχείρησης αλλά και σειρά παροχών προς το προσωπικό.
Αυτό για το οποίο ο ίδιος δεν αφήνει καμιά αμφιβολία είναι, ωστόσο, για την εκ μέρους του καταπολέμηση κάθε «πολιτικής» (διάβαζε: αντιστασιακής) κίνησης στο εργοστάσιο.
Με αρκετά γνώριμο ύφος καταγγέλλει, λ.χ., «τον ψυχολογικόν καταναγκασμόν, τον οποίον μαρτυρικώς υφίστατο επί μακρόν διάστημα το Υπαλληλικόν και εργατοτεχνικόν προσωπικόν, εν τη προσπαθεία του να παραμείνη εύορκον εις την εκπλήρωσιν της αποστολής του, διατηρούν ουδέτερον και ξένον προς τας οιασδήποτε πολιτικάς αντιθέσεις τον ιερόν χώρον της εργασίας, εντός του οποίου ουδένα λόγον είχον να εκδηλωθούν τοιαύται» (όπ.π., σ. 100).
Στο φυλλάδιό του ισχυρίζεται πως έκανε μια και μοναδική εξαίρεση τον Ιούλιο του 1943, όταν όχι μόνο κάλυψε «με προσωπικήν του ευθύνην», αλλά και «διέταξε» την απεργία των υφισταμένων του κατά της εισόδου των βουλγαρικών στρατευμάτων στην Κεντρική Μακεδονία (1945β, σ. 13).
Προδίδεται όμως λίγο παρακάτω (σ. 19), όταν παραθέτει τα γραπτά «συγχαρητήριά» του προς το προσωπικό που δεν απήργησε στις 22 Ιουλίου - στο αποκορύφωμα, μ’ άλλα λόγια, της παλλαϊκής εξέγερσης ενάντια στην επέκταση της βουλγαρικής ζώνης κατοχής!
Ακόμη περισσότερο από την «πολιτική», αυτό που τον ενδιέφερε να εξοβελίσει από τον χώρο του εργοστασίου ήταν κυρίως ο διεκδικητικός συνδικαλισμός.
Τα οικονομικά αιτήματα του προσωπικού χαρακτηρίζονται «παράλογαι αξιώσεις, αντιτιθέμεναι προς το Δημόσιον αίσθημα και την Κοινωνικήν αλληλεγγύην» (1945α, σ. 103) και απορρίπτονται με προσφυγή σε μια αρκετά γνώριμη επιχειρηματολογία:
«Εχετε μισθούς, έχετε μια ανταμοιβή της εργασίας σας που μόνοι σας μπορείτε να κρίνετε αν είναι ίδια ή κατά πολύ ανώτερη από τα άλλα τμήματα της εργατικής και υπαλληλικής τάξεως της χώρας. [...] Αν θελήσουμε σήμερα να ικανοποιήσουμε αιτήματα σαν εκείνα που μας υπέβαλε η Επιτροπή ή άλλα παρόμοια, θα καταφέρουμε ένα δυνατό πλήγμα στην οικονομική αντοχή του Οργανισμού, από το οποίο εξαρτάται η δική σας ζωή» (σ. 106-7).
Εξίσου γνώριμοι είναι και οι τόνοι που επιστρατεύει σε εμπιστευτική εγκύκλιό του προς τα στελέχη της επιχείρισης για την πειθάρχηση των εργαζομένων στα «εθνικά ιδεώδη» (29/4/1944):
«Η σημερινή κατάστασις φυσικόν είναι να γεννά δυσκολίαν και απογοήτευσιν, ως και τάσεις προς πράξεις κολασίμους ή αξιώσεις παραλόγους αίτινες αποτελούσιν εκδήλωσιν ηθικής αναρχίας και καταπτώσεως. Εχοντες όμως προ οφθαλμών ότι το Προσωπικόν της Εκμεταλλεύσεως περιλαμβάνει υγιά και φιλότιμα στοιχεία, καθήκον έχομεν όπως πάντες οι καθ’ οιανδήποτε ιεραρχικήν τάξιν προϊστάμενοι αυτού προλαμβάνωμεν εγκαίρως τοιαύτας εκδηλώσεις, εξουδετερούντες καταλλήλως την εκ των σημερινών εναντιοτήτων δημιουργουμένην δυσφορίαν του εν λόγω προσωπικού.
Επιβάλλεται να διατηρήσωμεν το εν λόγω Προσωπικόν πειθαρχημένον εις τας βασικάς αρχάς του Εθνικού μας οικοδομήματος και τας ηθικάς και φυσικάς αρετάς της Φυλής μας αίτινες εθαυματούργησαν πάντοτε, πείθοντες τούτο ότι πάσα σκέψις, ενέργεια ή πράξις αυτού δέον να εμπνέεται από τας αρχάς ταύτας» (όπ.π., σ. 112).
Απεργία και καταστολή
ΓΑΚ - ΑΡΧΕΙΟ ΤΣΑΚΙΡΑΚΗ
Η ώρα της κρίσης ήρθε το φθινόπωρο του 1943, εποχή καλπάζοντος πληθωρισμού και συνακόλουθης έκρηξης των απεργιακών αγώνων.
Για τις συνθήκες των ημερών αποκαλυπτικό είναι το ημερολόγιο ενός ευκατάσταστου στελέχους του Ερυθρού Σταυρού: η τιμή του λαδιού, από 16.000 δρχ. η οκά στις 16/6, ξεπέρασε τις 20.000 στις 18/7 για να φτάσει στις 80.000 δρχ. στις 23/10· μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου η τιμή του κρέατος εκτινάχθηκε από τις 16.000 στις 55.000 δρχ., ενώ ακόμη και το εισιτήριο του τραμ από 150 δρχ. έφτασε στις 1.000 δρχ. (Χρ. Χρηστίδης, «Σελίδες Ημερολογίου», Αθήναι 1971, σ. 376, 397, 412 & 440).
«Το ψωμί ακρίβηνε 50%», διαβάζουμε στον παράνομο «Ριζοσπάστη» της 30/9/1943. «Το λάδι έφτασε τις 50.000 δρχ. Το κρέας 45.000. Τα κάρβουνα 4.000. Τα ξύλα 1.000 δρχ. Οι ντομάτες πουλιούνται 8.000 η οκά. Εκατό, διακόσια και τρακόσια τα εκατό ακρίβηναν όλα τα είδη. Και οι υπάλληλοι και οι εργάτες που δουλεύουν παίρνουν από 8-10 χιλ. δραχμές τη μέρα. Μια οκά ντομάτες είναι το μεροκάματο. Η πείνα, η φριχτή πείνα μεγαλώνει σε βαθμό που θυμίζει το φοβερό χειμώνα του 1941-42».
Για να αποτρέψει τη συμμετοχή του προσωπικού στις απεργίες, ο Λιζάρδος υποσχέθηκε στα τέλη Αυγούστου να ικανοποιήσει το αίτημά του για αυξήσεις 100% και έκτακτο βοήθημα 800.000 δρχ.
«Ευρέθην», γράφει, «εις την ανάγκην το μεν να χρησιμοποιήσω διά νουθεσιών όλην μου την επιρροήν εις το υπαλληλικόν και εργατοτεχνικόν ιδία προσωπικόν, το δε να υποσχεθώ ότι τα διατυπωθέντα παρ’ αυτού αιτήματα θα ετύγχανον της υποστηρίξεώς μου παρά τη Δημοτική Αρχή» (1945β, σ. 15).
Ο παράνομος «Ριζοσπάστης» κάνει αντίθετα λόγο για νικηφόρα κινητοποίηση: «Οι ανθρακωρύχοι απέργησαν και κέρδισαν τα αιτήματά τους. Οι γκαζέρηδες με στάση το ίδιο» (24/8/1943, σ. 1).
Μία μέρα μετά, ο Λιζάρδος επισκέπτεται με αντιπροσωπεία εργαζομένων τον υπουργό Συγκοινωνιών, Αγησίλαο Γέροντα.
Αυτός τους δείχνει τον φρεσκοτυπωμένο Ν. 522, με τον οποίο η κυβέρνηση Ράλλη απαγόρευε πλέον οποιαδήποτε αύξηση μισθού και ενίσχυση «εις χρήμα ή εις είδος», δίχως προηγούμενη έγκριση ενός «Ανωτάτου Συμβουλίου μισθών και αποδοχών» που απαρτιζόταν από τον πρωθυπουργό και τους υπουργούς Οικονομικών (Ε. Τσιρονίκος) και Εργασίας (Ν. Καλύβας).
Με την υπόσχεσή του να έχει θεσμικά «ατονήσει», ο Λιζάρδος θα εκτονώσει προσωρινά την πίεση με μια προχρονολογημένη απόφαση του δήμου για αυξήσεις 100% από 1/8 και εφάπαξ βοήθημα 450.000 δρχ.
Κι αυτό το στρατήγημα ωστόσο θα ναυαγήσει, με την ακύρωση των αυξήσεων από τον Τσιρονίκο και την απαίτηση επιστροφής των «αχρεωστήτως καταβληθέντων».
Στις 30/9 ο δήμαρχος Γεωργάτος θα αρνηθεί να υπογράψει ακόμη και την προληπτική καταβολή 100.000 δρχ. έναντι του επιδόματος που αναμενόταν να εξαγγείλει το Ανώτατο Συμβούλιο, «με την επιφύλαξιν του συμψηφισμού αυτής εις τας αποδοχάς μηνός Νοεμβρίου» αν αυτό το τελευταίο ήταν μικρότερο (σ. 20-1).
Στις 7.30 π.μ. της 1ης Οκτωβρίου 1943, η πρωινή βάρδια του εργοστασίου εγκατέλειψε τη δουλειά και συγκεντρώθηκε έξω από το γραφείο της διεύθυνσης απαιτώντας το επίδομα.
Ακολούθησαν άκαρπες παραστάσεις των απεργών στον δήμαρχο και του γενικού διευθυντή στον Τσιρονίκο, ώσπου η όλη «απερίσκεπτος εκδήλωσις» τερματίστηκε με την άφιξη «δυνάμεως Γερμανικού στρατού, ήτις κατέλαβε την είσοδον του εργοστασίου και έθεσεν αμέσως υπό περιωρισμόν άπαντας τους συγκεντρωμένους εργατοτεχνίτας αυτού», μεταφέροντάς τους στις φυλακές Αβέρωφ (σ. 23).
Ποιος κάλεσε τους Γερμανούς; Ο Λιζάρδος αποποιείται φυσικά κάθε ευθύνη, αποδίδοντας την πρόσκληση στην Αστυνομία, που είχε ενημερωθεί σχετικά από τους χωροφύλακες της φρουράς του εργοστασίου.
Ταυτόχρονα, διεκδικεί δάφνες για την προστασία και φυγάδευση του προέδρου του προσωπικού, που κουβαλούσε μάλιστα πάνω του προκηρύξεις «ωρισμένης Οργανώσεως», δηλαδή του ΕΑΜ (σ. 31-33).
«Εκτοτε», ισχυρίζεται, «ο Πρόεδρος ούτος εξηφανίσθη, εμφανισθείς και πάλιν εν τη Εκμεταλλεύσει εσχάτως μόλις, μετά την αποχώρησιν των Γερμανών εκ της Πρωτευούσης» (σ. 32).
Στο άλλο του όμως βιβλίο διαβάζουμε πως ο ίδιος συνδικαλιστής συνελήφθη «παρά των Ελληνικών Αρχών» και παρέμεινε κρατούμενος ώς την Απελευθέρωση (σ. 119).
Στον παράνομο Τύπο των ημερών, όλα αυτά καταλαμβάνουν μόλις μία σειρά: «Στο Γκάζι έγινε στάση [εργασίας] και οι γερμανοί έπιασαν 125 εργάτες» («Ριζοσπάστης» 10/10/1943, σ. 2).
Ακολούθησαν ανακρίσεις, όπου ο Λιζάρδος ισχυρίζεται ότι όχι μόνο απέφυγε να καταδώσει τους επικεφαλής της απεργίας, αλλά και «ψευδομαρτύρησε» πως η τελευταία είχε καθαρά οικονομικά κίνητρα, διαψεύδοντας ότι στο εργοστάσιό του υπήρχαν κομμουνιστές· ζήτησε δε την απόλυση των συλληφθέντων, με το επιχείρημα πως ήταν «αναντικατάστατοι εν τη εργασία των λόγω ειδικότητος» (1945β, σ. 33-4).
Οι διαβεβαιώσεις αυτές σχετικοποιούνται πάντως από τη ρητή ενόχλησή του για την τελική ετυμηγορία του γερμανικού στρατοδικείου (θανατική ποινή σε 3 απεργούς, φυλάκιση 5-12 χρόνων σε 68 και αθώωση άλλων 31):
«Ανεξήγητος υπήρξεν η αφορώσα τον εργάτην Γ.... Κ. απόφασις. Ούτος συμμετέσχε ζωηρώς και ενεργώς εις πάσας τας Επιτροπάς και, ενώ εφέρετο ως καταδικασθείς εις θάνατον, ηθωώθη τελικώς, απολυθείς αμέσως» (σ. 35).
Ο γενικός διευθυντής εξηγεί αυτή την επιείκεια βάσει «πληροφοριών» για φιλοχιτλερική στάση του αθωωθέντος, αποφεύγει όμως να πει πότε και από ποιον αυτός «εφέρετο» ως καταδικασμένος σε θάνατο.
Η υπόθεση είχε τελικά αίσια έκβαση, με χριστουγεννιάτικη αμνήστευση των καταδικασμένων· απόρροια, κατά πάσα πιθανότητα, της στρατηγικής σημασίας της επιχείρησης και της αδυναμίας αντικατάστασης του ειδικευμένου προσωπικού της.
Στο μεσοδιάστημα, ο Λιζάρδος με «εγκύκλιό» του είχε φροντίσει να καυτηριάσει την «ασυλλόγιστον εκδήλωσιν» και την «αξιοκατάκριτον επιπολαιότητα» όσων «αφήκαν να παρασυρθούν» στην απεργία, εξαγγέλλοντας «αυστηρά μέτρα, όπως αποκατασταθή πλήρως η τάξις χωρίς τον κίνδυνον να διασαλευθή πλέον εις το μέλλον» (σ. 9).
Λίγο αργότερα θα τους κοινοποιήσει και τον χριστουγεννιάτικο Ν. 1045, περί απόλυσης όσων εργαζόμενων στην κοινή ωφέλεια «συμμετέχουσι καθ’ οιονδήποτε τρόπον εις ανατρεπτικάς οργανώσεις», με την «πατρική υπενθύμιση» πως «η μαρτυρική Πατρίς μας έχει ανάγκην όλων των τέκνων της» (1945α, σ. 94-5).
Μέρες απελευθέρωσης
Μ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ, ΤΟ ΧΡΕΟΣ (Αθήνα 1974)
Τις παραμονές της απελευθέρωσης, ο Λιζάρδος ανησυχεί ξανά για την «τήρησιν της τάξεως».
Με εγκύκλιό του διατάσσει τα στελέχη (4/9/1944), «εν επιγνώσει της κρισιμότητος της καταστάσεως και των εγκυμονουμένων εξ αυτής κινδύνων», να «επαγρυπνούν υπέρ ποτε άλλοτε επί της πειθαρχίας του υπ’ αυτών προσωπικού» (1945α, σ. 114-5).
Οταν ένας απ’ αυτούς του επισημαίνει γραπτά ότι προϋπόθεση της εργασιακής ειρήνης αποτελεί «η διασφάλισις της συντηρήσεως του προσωπικού», καθώς «ο λιμός είναι ο χείριστος των συμβούλων» (σ. 115-6), αυτός σπεύδει να τον καταγγείλει στον δήμαρχο ότι «τίθεται αντιμέτωπος της Γενικής Διευθύνσεως» ξεσηκώνοντας τους εργάτες (σ. 118).
Στις 26 Σεπτεμβρίου, ενώ ξεκινά η αποχώρηση των Γερμανών, επιτροπή εργαζομένων παρουσιάζεται «άνευ προειδοποιήσεως τινός» στον Λιζάρδο ζητώντας έκτακτη οικονομική ενίσχυση, επαναφορά των απολυμένων, διακοπή της λειτουργίας του πειθαρχικού και «άμεσον απόλυσιν των κρατουμένων παρά των Ελληνικών Αρχών δύο υπαλλήλων της Εκμεταλλεύσεως».
Τους απαντά ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα, αφού η εταιρεία, «ως κοινωφελής οργανισμός, ηκολούθησε, διαρκούσης της Κατοχής, πολιτικήν χαμηλών τιμολογίων διά να εξυπηρετήση τον μικροαστικόν κόσμον», και δηλώνει αναρμόδιος για τους συλληφθέντες (σ. 117-8).
Τα ίδια θα επαναλάβει και στις 2 Οκτωβρίου. Στο βιβλίο του ξεκαθαρίζει ότι το αίτημα επαναπρόσληψης αφορούσε ουσιαστικά «εις την επαναφοράν μόνον ενός εργάτου -μαχητικού στελέχους ωρισμένης Οργανώσεως- όστις απελύθη δι’ αποφάσεως του πειθαρχικού Συμβουλίου επί παροτρύνσει προς ανυπακοήν, επί ανυπακοή και ανοικείω συμπεριφοράν προς ανώτερον» - για συνδικαλιστικούς, μ’ άλλα λόγια, λόγους (σ. 119).
Τις επόμενες μέρες η Αθήνα απελευθερώνεται - και ο γενικός διευθυντής κλείνεται στο σπίτι του «συνεπεία κλονισμού της υγείας του» (σ. 120).
Στο εργοστάσιο, γενική συνέλευση του επιρρίπτει στις 14 Οκτωβρίου ευθύνες για τις διώξεις και ζητά από τον νέο δήμαρχο την αντικατάστασή του.
Δύο μέρες μετά, διαβάζουμε, ο πρόεδρος του συνδικάτου τον καλεί τηλεφωνικά να επιστρέψει, καθ’ οδόν όμως... τραυματίζεται σε αυτοκινητικό και καταλήγει για λίγο στο νοσοκομείο.
Στέλνει όμως συγχαρητήρια στο νέο Δ.Σ. του συνδικάτου, ευχόμενος «να τον συνδράμουν, εν πνεύματι συναδελφώσεως και συνεργασίας, διά την ευόδωσιν των κοινών προσπαθειών και σκοπών» και διαβεβαιώνοντας πως η «πρόθυμος αντίληψις και κατανόησις» των αιτημάτων του προσωπικού «αποτελεί εν των κυριωτέρων μελημάτων μας εν τη διανοιγομένη προ ημών περιόδω της αναγεννωμένης Πατρίδος»(σ. 122).
Οι συνδικαλιστές, γράφει, εκφράζουν την πρόθεση να τον αποδεχτούν, απαιτώντας ταυτόχρονα έδρα «εντός των γραφείων» της Γενικής Διεύθυνσης –ουσιαστικά, την επιβολή άτυπου εργατικού ελέγχου.
Η απόρριψη αυτού του αιτήματος θα σημάνει και τη μεταξύ τους ρήξη.
Στο μεταξύ, ο Λιζάρδος έχει γίνει δέκτης των παραπόνων του ανώτερου προσωπικού «διά την εμφάνισιν εν τη Εκμεταλλεύσει και ανάμιξιν εις το έργον των Υπηρεσιών αυτής προσώπων ξένων, ανηκόντων εις ωρισμένην Οργάνωσιν», δηλαδή το ΕΑΜ (σ. 122).
Στις 24 Οκτωβρίου το Δ.Σ. διατυπώνει ανοιχτά κατηγορίες για τη στάση του Λιζάρδου στην απεργία, με παραστάσεις στον δήμαρχο και στην επιτροπή υπουργών που είχε συσταθεί «διά το ζήτημα των κυρώσεων εναντίον των εθνοπροδοτών», ζητώντας τη σύλληψη και παραπομπή του σε δίκη («Ελευθερία» 25/10/1944).
Η εκκρεμότητα θα λυθεί προσωρινά διά της αποχωρήσεώς του με «χρήσιν μηνιαίας αναρρωτικής αδείας» (σ. 124).
Σε επιστολές δε προς τον εθνικόφρονα Τύπο κάνει λόγο για «οικτράν σκηνοθεσίαν», τα «πραγματικά ελατήρια» της οποίας αποφεύγει «προς το παρόν» να ξεσκεπάσει (σ. 125).
Μια επιστολή μη κατονομαζόμενων υφισταμένων του (6/11/1944), που ο Λιζάρδος παραθέτει σαν τεκμήριο της στάσης της «μεγίστης πλειοψηφίας» τους, είναι εξαιρετικά διαφωτιστική:
«Η σκέψις όλων μας πετά προς Υμάς ανά πάσαν στιγμήν. Δεν συλλογιζόμεθα τίποτε άλλο παρά πότε θα σας επανίδωμεν επί κεφαλής όλου του ευσυνειδήτου προσωπικού σας διά να επαναφέρετε την τάξιν, την ευπρέπειαν, την πειθαρχίαν, την αξιοπρέπειαν και τον προς την εργασίαν ζήλον, προ παντός δε την καλήν συμπεριφοράν και τον σεβασμόν, αρετάς τας οποίας μερικοί εξ ημών τελείως ελησμόνησαν, αποπτύσαντες πάντα χαλινόν και οργιάζοντες εις βάρος της φιλοτιμίας μας. [...] Οταν εις αρχηγός φθάση εις την επάνω βαθμίδα και γίνη φυσιογνωμία, σύμβολον, ιδέα, τότε δεν δυνάμεθα να τον μετρήσωμεν ως τον τυχόντα συμπολίτην μας και ως τον μηδαμινόν εαυτόν μας. Οι διοικηταί, όπως οι πολιτικοί, οι καλλιτέχναι, οι ποιηταί, γεννώνται, δεν γίνονται. Υμείς εγεννήθητε Καθηγητής-διοργανωτής. [...] Το αεριόφως είχε την ατυχίαν, συνεπεία ενός ανοήτου κινήματος μελών τινων του Προσωπικού, να χάση προς στιγμήν τον Αρχηγόν του, τον Ποδηγέτην του. Ιδού διατί ποθούμεν να σας ίδωμεν πάλιν μεταξύ μας» (σ. 136).
Στους αντίποδες αυτού του μνημείου εθελοδουλείας κινήθηκε η επαναπρόσληψη, κατά την απουσία του «Ποδηγέτη», 21 απολυμένων από την επιχείρηση - 10 προπολεμικά (οι 6 ως απεργοί) και 11 επί Κατοχής.
«Η πρόσληψις πάντων τούτων εξ ουδενός υπηρεσιακού λόγου ή ανάγκης επεβάλλετο», εξανίσταται ο Λιζάρδος (σ. 134), για να διευκρινίσει στη συνέχεια πως «το εκτελεστικόν του απόσπασμα απετελέσθη, κατά το πλείστον, εκ των ως άνω επαναπροσληφθέντων».
Καταδίκες της βίας
Στο εδώλιο κάθισαν δύο εργάτες 26 και 49 ετών, ως φυσικοί αυτουργοί, κι ένας 44χρονος δικηγόρος, πρώην εργάτης και κατόπιν υπάλληλος του Φωταερίου, επικεφαλής της τοπικής ΚΟΒ, ως ηθικός αυτουργός.
Ως μάρτυρες παρήλασαν (και) 14 εργαζόμενοι της επιχείρησης, 7 κατηγορίας και 7 υπεράσπισης, που στη συντριπτική πλειονότητά τους δεν είχαν παρά καλά λόγια για τον τραυματισμένο διευθυντή· όπως άλλωστε σημειώθηκε διακριτικά στα πρακτικά, ο τελευταίος παρακολουθούσε αυτοπροσώπως την όλη διαδικασία.
Μόνο ένας πρώην απεργός είχε το θάρρος να δηλώσει πως εξακολουθούσε να θεωρεί τον Λιζάρδο υπεύθυνο για τη σύλληψη και φυλάκισή του.
Ο δε κατηγορούμενος ως ηθικός αυτουργός διαβεβαίωσε στην απολογία του ότι, μολονότι κλήθηκε να καταθέσει για τη στάση του μηνυτή κατά την απεργία, «δεν πρόκειται να καταθέσει» το παραμικρό σε βάρος του.
Οπως συνηθιζόταν σ’ εκείνες τις δίκες, όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι.
Αυτό που εκπλήσσει είναι, όμως, το χαμηλό ύψος των ποινών: μόλις 20 χρόνια για τη φυσική και 10 για την ηθική αυτουργία, σε μια εποχή που οι θανατικές καταδίκες έπεφταν βροχή.
Μολονότι δεν βρήκε το παραμικρό ελαφρυντικό, το δικαστήριο είχε ίσως τον τρόπο του ν’ αποφανθεί για την όλη υπόθεση· εκτός αν η επιείκειά του καθορίστηκε από τη συνδρομή αφανών υλικών πειστηρίων, την καταβολή των οποίων αγνοούμε.
Ενα χρόνο μετά, την επαύριο των εκλογών του 1946, ο Λιζάρδος αποκαταστάθηκε πανηγυρικά στο πόστο του, «συγχωρώντας» με εγκύκλιό του το προσωπικό για «οσαδήποτε και οιαδήποτε σφάλματα του παρελθόντος» (1974, σ. 43).
Οπως άλλωστε διαβεβαιώνει και στο ύστατο πόνημά του, δύο χρόνια προτού -το 1976- εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο, ο υπουργός της χούντας υπήρξε πάντοτε πολέμιος «της βίας, οιασδήποτε μορφής και οθενδήποτε προερχομένης» (σ. 83)...
Δημοσίευση σχολίου