Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 8

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 8

{[['']]}
 Οι πρώτες μεγάλες αποτυχίες

Μετά τη μάχη της Βλασίας άρχισε ο κατήφορος. Δεν το καταλάβαμε από την αρχή. Όταν ήρθαν και τα άλλα, τότε είδαμε την αρχή. Από δω και πέρα η μια αποτυχία διαδέχονταν την άλλη. Αυτό για την περίοδο εκείνη δεν ήταν αποτέλεσμα αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων. Ίσα - ίσα την περίοδο αυτή εμείς βρισκόμασταν σε ανάπτυξη. Οι δυνάμεις μας σε έμψυχο υλικό αναπτύσσονταν με γοργότερο ρυθμό απ’ ότι προηγούμενα. Το κυριότερο όμως είναι ότι πήραμε και υλική βοήθεια. Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε για τις επιχειρήσεις μας στο Μωριά, η προμήθεια των μπαζούκας, αντιαρματικών όπλων, πολύ αποτελεσματικών ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιούνται εναντίον μονίμων πολυβολείων και οχυρωμένων οικημάτων. Μέχρι τότε ο αντίπαλος έκανε τις οχυρώσεις του, αφού έπαιρνε υπόψη του ότι εμείς  διαθέτουμε μόνο οπλοπολυβόλα και χειροβομβίδες. Έκανε λοιπόν πολυβολεία υπερυψωμένα δύο και τρία μέτρα πάνω από το έδαφος διόροφα και τριόροφα. Δηλαδή έδινε μεγάλη σημασία στην ορατότητα και ακτίνα βολής κι αγνοούσε τους άλλους παράγοντες.

Τώρα όμως που πήραμε τις αντιαρματικές γροθιές οι οχυρώσεις του ήταν άχρηστες. Μια γροθιά εξαφάνιζε το οχυρό και όπως η οχύρωση δεν είχε βάθος, για τους λόγους που είπαμε, το αμυντικό του σύστημα κατέρρεε. Τώρα έπρεπε να μπει στη γη. Να κάνει δύο και τρεις γραμμές αμύνης κ.λπ. Εκτός απ’ αυτά η εξέλιξη της μάχης τώρα θα εξαρτιόνταν και από την αντοχή του ανθρώπινου υλικού. Μέχρι χθες οι χωροφύλακες και οι φαντάροι πολεμούσαν και αμύνονταν επί του ασφαλούς κρυμμένοι πίσω από το μπετό. Όταν έφθανε η ώρα να κινδυνέψουν το βάζαν στα πόδια. Αλλά μέχρι να πλησιάσουμε τόσο κοντά στα δύο -τρία μέτρα για να τινάξουμε το οχυρό, δίναμε πολύ αίμα. Τώρα όμως οι αντίπαλοι στρατιώτες θα αντιμετώπιζαν και τα δικά μας όπλα που, θα τους χτυπούσαν αποτελεσματικά από εκατό μέχρι πεντακόσια μέτρα.

Παρ’ ότι λοιπόν οι συνθήκες άλλαξαν ευνοϊκά για μας, εμείς είχαμε αποτυχίες. Εδώ φαίνεται σε όλο της το μέγεθος η ανικανότητα της ηγεσίας που δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία. Βέβαια τελικά θα νικιόμασταν. Δε μιλώ γι ’ αυτό. Μιλάω για τον τρόπο που πέσαμε. Γιατί δεν μπόρεσε η ηγεσία του Μωριά να εκμεταλλευτεί αυτή την αλλαγή; Διότι έκανε δύο τραγικά σφάλματα.

Πρώτον. Αγνόησε βασικούς κανόνες για την εκλογή του στόχου, για τη διεξαγωγή της μάχης. Τους στόχους τους διάλεγε η επιθυμία και όχι η αντικειμενική εκτίμηση των παραγόντων που καθορίζουν τα υπέρ και τα κατά. Η επιθυμία αυτή καθορίζονταν αποφασιστικά και από την γραμμή της ηγεσίας Ζαχαριάδη - Βλαντά - Γούσια που ζητούσε αποφασιστικά μεγάλα χτυπήματα για την ανατροπή του κράτους της δεξιάς. Στο δικό μας κίνημα οι αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας που καθορίζουν τις άμεσες στρατηγικές επιδιώξεις, παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον καθορισμό και της τακτικής μας, πολύ περισσότερο στη συγκεκριμένη περίοδο που η επέμβαση της πολιτικής ηγεσίας ήταν άμεση και στην διεύθυνση των επιχειρήσεων. Τα επιτελεία μας δεν είχαν και πολλά περιθώρια για ν ' αποφασίζουν. Απλώς διεκπεραίωσαν. Έπρεπε μέσα στα καθορισμένα περιθώρια και στα πλαίσια της καθορισμένης τακτικής να χάνουν τις επιλογές τους. Ήταν πολύ δύσκολη η θέση τους. Και η διεύθυνση των επιχειρήσεων βρίσκονταν κάτω από την πίεση της καθορισμένης γενικής τακτικής. Έπρεπε να οργανώσει μεγάλα χτυπήματα σε αστικά κέντρα κ.λπ. Για το Μωριά η ταχτική αυτή ήταν ανεδαφική.

Δεύτερο λάθος. Σε καμιά από τις επιχειρήσεις αυτές δεν εξασφάλισε υπεροχή δυνάμεων. Ούτε καν ίσες δυνάμεις. Κι αυτό το έκανε γιατί μας θεωρούσε υπεράνθρωπους, γιατί νόμιζε ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε όλα με την παλικαριά και την πείρα. Ζητούσε από εμάς, τα αδύνατα, δηλαδή θαύματα. Μας έστειλε να σπάσουμε τα οχυρά της Δημητσάνας οδηγώντας στη μάχη αγύμναστες κοπέλες και νέα παιδιά λες και τα πηγαίναμε για χορό. Τι θα έκαναν τα κατώτερα στελέχη; Τι να πρωοτοέκαναν οι ομαδάρχες και οι διμοιρίτες;

Και δεν ήταν μόνο αυτά. Αφού οργάνωσε τέτοιες μεγάλες επιχειρήσεις ήθελε και τη νίκη αμέσως, στη στιγμή, μέσα σε ώρες. Δεν έπαιρνε τουλάχιστον τα μέτρα του για να πολεμούσε μια δυό μέρες. Παράδειγμα η μάχη της Δημητσάνας. Αν είχε οργανωθεί η επιχείρηση για να κρατήσει όλη μέρα, η Δημητσάνα θα έπεφτε. Όταν εμείς αποχωρήσαμε δεν το πίστευαν οι αντίπαλοί μας. Τρεις - τέσσερις ώρες ακόμη και θα παραδίνονταν. Αυτό όμως για να γίνει έπρεπε να έχουν εξασφαλιστεί οι ανάλογες εφεδρείες σε άντρες και σε υλικό. Την περίοδο αυτή υπήρχαν άλλες βάσεις μικρότερες, πιο αδύνατες που μπορούσαμε να τις πνίξουμε, εξασφαλίζοντας συντριπτική υπεροχή. Όποιος βάζει μεγάλες μπουκιές στο στόμα του, ή θα πνιγεί ή θα τις κάνει εμετό.

Αυτό πάθαμε και μεις. Τον Δρακουλαράκο και το 516 τάγμα, θα το είχαμε γκρεμοτσακίσει στις χαράδρες του Παναχαϊκού, και του Ερύμανθου αν δεν τον χτυπούσαμε στο Μοναστήρι της Βλασίας αλλά τον παίρναμε κατά πόδι όταν θα έβγαινε από τη τρύπα του. Είχαμε τη δυνατότητα και το χρόνο να τον χτυπάμε πίσω - μπρος και στα πλάγια μέχρι που να φτάσει στην Πάτρα. Είχαμε τη δυνατότητα να τον πάμε εκεί που θέλαμε εμείς κι όχι αυτός. Αλλά είπαμε. Ο πόλεμος χρειάζεται ηγέτη και επιτελείο και μεις δεν είχαμε. Εμείς είχαμε για Μέραρχο έναν πιστό, τίμιο, αδιάλαχτο κομμουνιστή αλλά Μέραρχο δεν είχαμε. Και το χειρότερο δεν είχαμε οργανωμένο επιτελείο. Ο αντίπαλος σιγά - σιγά προσάρμοσε την άμυνά του στις καινούργιες συνθήκες όχι όμως ολοκληρωμένα. Αυτός υπέφερε από την αρρώστια που υποφέρουν όλοι οι στρατοί των καταπιεστών: αρτηριοσκλήρωση στο μυαλό! Τον αντίπαλο τον γλύτωσε από μεγάλες συμφορές η δική μας διοικητική και επιτελική ανεπάρκεια. Με λίγα λόγια η ταχτική μας στο Μωριά έπρεπε να μείνει βασικά ο ανταρτοπόλεμος.

Η παρουσία του Γκιουζέλη επιδρούσε παραλυτικά πάνω στη δημιουργική πρωτοβουλία της διοίκησης των Αρχηγείων. Καμιά επιχειρησιακή πρωτοβουλία δεν πήραν οι διοικήσεις των Αρχηγείων. Ήταν αυτές οι ίδιες που πριν τον ερχομό του Γκιουζέλη έκαναν τόσες επιτυχίες. Δεν ξέρω αν έκαναν προτάσεις και απορρίφθηκαν. Ξέρω όμως ότι δεν πήραν καμιά σοβαρή πρωτοβουλία στο χώρο τους. Αυτό βέβαια δεν θα άλλαζε πολύ τα πράγματα γιατί ο χώρος και οι δυνάμεις των αντιπάλων, μόνο σε επιχειρήσεις σ’ όλο το χώρο του Μωριά μπορούσαν να κάνουν κάτι σοβαρό.

Ξελιγωθήκαμε στις πορείες για να καταλήγουμε κάθε φορά σε μια επιχείρηση, που την αποφασίζαμε εμείς, αλλά με υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού, λες και το κάναμε εξεπίτηδες για να δείχνουμε ότι είμαστε παλικάρια. Αυτός ήταν ο κατήφορος που επιτάχυνε την πτώση μας και χάθηκαν παλικάρια που ίσως θα ζούσαν σήμερα γιατί θα τους προλάβαινε η απόφαση του ΟΗΕ. Έστω και διακόσιοι - τριακόσιοι να γλίτωναν κέρδος μεγάλο θα ήταν για το κίνημα.

Μετά τη μάχη στη Βλασία τσακισμένοι και περίλυποι γυρίσαμε στη Γορτυνία. Εκεί έγινε μια ρουτινιάρικη κριτική της μάχης. Τυποποιημένη και σαχλή, που ανακάλυψε ότι η μάχη χάθηκε γιατί δε χρησιμοποιήσαμε τους ατομικούς όλμους και τις χειροβομβίδες. Σαχλαμάρες, δηλαδή την ευθύνη την είχαν οι διοικητές των λόχων, όπως συνήθως, διότι δεν εκμεταλλεύτηκαν τις ευκαιρίες διότι δεν ενήργησαν αποφασιστικά και τα τέτοια. Γι’ αυτούς όλα θα μπορούσαμε να τα κάνουμε. Δεν έπαιρναν υπόψη τους ότι εμείς διοικούσαμε λόχους που τα 50% ήταν αγύμναστα παιδιά και ο οπλισμός μας ήταν οπλισμός του 1900. Τέλος πάντων.

Στην Κοντοβάζαινα Γορτυνία γι’ ανασυγκρότηση

Στο χωριό Κοντοβάζαινα καθίσαμε δέκα μέρες. Τα τμήματα έπρεπε κάποτε να ξεκουραστούν. Ο λόχος μου ήταν σε κακά χάλια, ιδιαίτερα σε υπόδηση. Είχα τέσσερις τελείους ξυπόλητους. Και οι άλλοι έσερναν στα πόδια τους παρτάλια από παπούτσια. Οι κοπέλες έπρεπε να πλυθούν, βρωμούσαν σαν ψοφίμια. Έπρεπε να εφοδιαστούν με πανιά κ.λπ. Έπρεπε να φάει ο λόχος φαγητό. Ένα μήνα τώρα τη βγάζει σχεδόν με ψωμοτύρι. Αυτά όλα κι άλλα πολλά έπρεπε να τα φροντίζουν οι διοικήσεις των λόχων. Από τη μεριά της διοίκησης, δεν έφθανε σχεδόν ποτέ τίποτα. Και που να τα εύρισκε η διοίκηση; Όταν είχαμε εμείς τότε είχε και η διοίκηση. Αυτό γίνονταν όταν κερδίζαμε τη μάχη. Τότε λύνονταν όλα. Τότε δεν είχαμε ανάγκη τη διοίκηση.

Άρχισα δουλειά στο λόχο. Αγκάρεψα έναν τσαγκάρη του χωριού και ο τσαγκάρης του λόχου, δούλευαν μέρα νύχτα. Μπάλωναν, κάρφωναν, σόλιαζαν. Ευτυχώς το χωριό είχε λάστιχα από ρόδες αυτοκίνητου και πολλά παλιά παπούτσια είχε ο ντόπιος τσαγγάρης. Αυτά όλα έγιναν φόλες. Καρφιά και κλωστές είχε μαζί του ο τσαγκάρης του λόχου.

Ήταν νοικοκύρης παρ’ ότι ήταν νέο παιδί. Ήταν από το χωριό Πάνω Καρυές της Μεγαλόπολης. Διαμαντής Τσεβελέκος ήταν το όνομά του. Τον αδερφό του το Χρήστο Τζεβελέκο τον σκότωσε ο στρατός της Φρειδερίκης μέσα στο χωριό. Άφησε γυναίκα χήρα με τέσσερα παιδιά. Ο Διαμαντής ήταν παντρεμένος αλλά ήρθε στο βουνό. Ήταν καλός τσαγκάρης, στις μάχες ήταν ακόμη πιο καλός. Τον χρησιμοποιούσαν για σύνδεσμο. Ήταν πολύ γρήγορος, έξυπνος και ακούραστος. Ποτέ δε διαμαρτύρονταν. Ακόμη και στις στάσεις που κάναμε στο δρόμο, αυτός κάρφωνε ή περνούσε δυό βελονιές. Το σακκίδιο του ήταν γεμάτο φόλες, λάστιχο, καρφιά και κλωστές. Όταν εύρισκε και πάντα κάτι εύρισκε στα χωριά, εφοδιάζονταν γερά. Είχε κι ένα σάκκο που τον κουβαλούσε το μουλάρι. Ήταν πάντα γεμάτος, φόλες, σόλλες, καρφιά κ.λπ. Ο Διαμαντής κινούσε το λόχο. Αν ο Διαμαντής δεν ήταν αυτός που ήταν, ο μισός λόχος δεν θα μπορούσε να κινηθεί από την ξυπολησιά. Έτσι και τώρα όπως και κάθε φορά, με τα ψέμματα, μέσα σε τρία ημερόνυχτα συμμάζεψε τα παπούτσια του λόχου.

Πλυθήκαμε όλοι. Οι κοπέλες του λόχου αν και κουρασμένες έπλυναν τα ρούχα του λόχου. Τις βοήθησαν οι αντάρτες βέβαια. Επιμελητή του λόχου είχαμε το Νίκο Σκουτριανό από το χωριό Κάψια Μαντινείας. Ήταν σωστή μέλισσα. Πάντοτε πρώτος εξοικονομούσε τα πάντα για το φαγητό. Χωρίς να παραπονεθεί κανένας, αθόρυβα εύρισκε τα πάντα. Αυτό το γνώριζε και το Αρχηγείο. Κατόρθωνε να βολεύει τα πράγματα χωρίς να προκαλεί αντιδράσεις. Αυτός με τον μπάρμπα Νίκο Σαρέλα από το χωριό Πεταλίδι της Μεσσηνίας που ήταν μάγειρας του λόχου ήταν η ζωή μας. Έσερναν μαζί τους τα πάντα για μια ώρα ανάγκη. Λίγη ζάχαρη, λίγο τσάϊ του βουνού, λίγη ρίγανη κ.λπ. Πόσες φορές στις φοβερές μέρες του χειμώνα δε μας μοίρασαν τσάϊ χωρίς να το περιμένουμε!

Ο λόχος μου έκανε διανομή συσσιτίου μισή ώρα πιο μπροστά από όλους τους λόχους. Και ο κουρέας του λόχου ο Παναγιώτης Παπαδημητρίου από το χωριό Ράχες της Γορτυνίας ήταν γρήγορος, πάντα έτοιμος για τη δουλειά του. Αρχιζε πρωί -πρωί όταν είχε χρόνο και τραβούσε τους αντάρτες να τους κουρέψει ή να τους ξυρίσει με το ζόρι. Ήταν και παλικάρι στη μάχη. Με την ομάδα διοίκησης έμενα μαζί και μαζί της ήμουνα μέρα νύχτα. Δεν έπιανα ξεχωριστά γιατάκι ή σπίτι. Αυτό ήταν που βοηθούσε όλους στη δουλειά τους.

Συζητούσα κάθε μέρα, κάθε ώρα τα προβλήματα του λόχου μαζί τους. Αυτό τους έδινε φτερά. Ποτέ δεν τους έκανα παρατήρηση για τις πρωτοβουλίες που έπαιρναν. Αντίθετα τους έδινα αέρα. Κι όταν έρχονταν για παράπονα οι χωρικοί ή η διοίκηση ζητούσε ευθύνες, τις έπαιρνα πάνω μου. Εκείνο που βάραινε στη σκέψη μου ήταν να φάνε, να ποδεθούνε, να ντυθούνε και να διασκεδάσουνε οι αντάρτες. Ήξερα από πείρα ότι ο πεινασμένος και ξυπόλητος αντάρτης είναι άχρηστος. Έλεγα στο Σκουτριάνο: «Αν δε βρίσκεις τίποτα να φάμε, φέρε τα γαϊδούρια του χωριού κι αν δεν έχουν, φέρε τον παπά του χωριού που θα είναι θρεμμένος». Έτσι κρατούσα τον καλύτερο λόχο. Οι λιποταξίες στο λόχο μου ήταν άγνωστες. Γι’ αυτό είναι και ο τελευταίος λόχος που διαλύθηκε στο Μωριά. Και θα κρατούσε ακόμη αν δεν συναντιόμασταν για κακή μας τύχη με την διοίκηση της Μεραρχίας.

Αφού ξεκουραστήκαμε καλά, αρχίσαμε τις ασκήσεις. Κάθε μέρα πρωί - απόγευμα. Μας είχε κοινοποιήσει πρόγραμμα η Μεραρχία. Στις ασκήσεις πηγαίναμε όλοι. Στο χωριό έμενε μόνο η ομάδα διοίκησης εκτός από το νοσοκόμο τον Αντώνη, δεν θυμάμαι τώρα τ’ όνομά του, ήταν από το χωριό Καλιάνη Γορτυνίας. Τώρα που ήρθε η ώρα και μνημόνευσα την ομάδα διοίκησης χαίρομαι, γιατί οι περισσότεροι γλύτωσαν και έζησαν, εκτός από τον επιλοχία, το Γιώργη Αναγνωστόπουλο από ένα χωριό της Πάνω Μεσσηνίας και το νοσοκόμο Αντώνη. Τον επιλοχία τον εκτέλεσαν στην Τρίπολη. Άφησε χήρα γυναίκα με δυό παιδιά. Τον Αντώνη τον σκότωσαν στο χωριό του. Είχε κρυοπαγήματα, τον έστειλα στο χωριό του και ο πατέρας του τον παρέδωσε στο στρατό της Φρειδερίκης. Αυτοί παρά την υπόσχεσή τους στον πατέρα του, τον σκότωσαν. Έτσι έμαθα. Μπορεί να είναι ψέματα. Γεγονός είναι ότι τους σκότωσαν.

Οι άλλοι έζησαν. Δεν ξέρω αν είναι ευχαριστημένοι, γιατί εγώ δεν είμαι. Καλύτερα να πηγαίνει κανείς με τους δικούς του παρά να μένει μοναχός του. Είναι άδεια η ζωή αν χάσεις αυτούς που λατρεύεις. Είναι καλύτερα η ζωή να κόβεται σε στιγμές έξαρσης παρά σε στιγμές κατάπτωσης. Τώρα όταν με γονατίζουν οι δυσκολίες της ζωής, η αηδία και η απογοήτευση, καταφεύγω για να γλιτώσω στις αναμνήσεις μου. Εκεί χάνομαι ώρες και ώρες. Ξαναβρίσκω τους συντρόφους μου, τους αντάρτες μου και ηρεμώ. Περνώ ώρες μαζί τους. Χάνω την αίσθηση του χρόνου και του τόπου και νομίζω ότι είναι αλήθεια. Ότι όλη η ζωή από τότε μέχρι σήμερα ήταν ένας εφιάλτης και πέρασε. Ότι ήταν ένα κακό όνειρο, ότι δεν ήταν αλήθεια ο χαλασμός μας. Σιγά -σιγά όμως τους χάνω. Χάνονται, λιώνουν, σβήνουν όπως όλα τα δημιουργήματα της φαντασίας και γω μένω μόνος κι ας είναι γύρω μου χιλιάδες κι ας έχω γύρω μου την οικογένειά μου, τους φίλους μου.

Κανένας δεν καταλαβαίνει το βάσανό μου. Δε θέλω να με ξεκόψει κανένας από τις φαντασίες μου, από τα όνειρά μου, θέλω που και που να ζω με τους αντάρτες μου, με τους συντρόφους μου. Μακάρι να ήταν δυνατό να πιστέψω ότι υπάρχει κι άλλη ζωή κι ότι θα τους ξανασυναντήσω. Τότε θα ξεκουραζόμουνα, θα ένοιωθα ανακούφιση, θα ήμουνα ευτυχισμένος. Μα δεν υπάρχει άλλη ζωή, δεν υπάρχει άλλος κόσμος. Αυτά τα δημιούργησε ο άνθρωπος για να ξεφύγει από το άγχος ότι θα πεθάνει μια μέρα. Κι αφού δεν μπορεί να νικήσει το θάνατο βρήκε την άλλη ζωή, τον άλλο κόσμο που θα συνεχίσει να ζει. Σ’ αυτό βοήθησαν και τα όνειρά του. Έτσι βγήκε από το άγχος του θανάτου. Εγώ όμως δεν μπορώ να πιστέψω στην άλλη ζωή, στον κάτω κόσμο. Έτσι γεμίζω από απογοήτευση γιατί δεν θα μπορέσω να ξαναζήσω εκείνη την εποχή με τους δικούς μου.

Ένας ακόμη λόγος που κάθισα να γράψω τις αναμνήσεις μου είναι και τούτος, δηλαδή ότι ξαναζώ εκείνες τις στιγμές. Χαίρομαι και δακρύζω και έτσι ξεκουράζομαι. Ούτε φίλοι, ούτε εχθροί, ούτε η ηγεσία μας, ούτε οι αντίπαλοί μας, κατάλαβαν ποτέ, το πως οδηγούσαμε εμείς το λόχο μας στη μάχη. Κάτω από ποίες δυσκολίες, με ποιες υπεράνθρωπες προσπάθειες, ο νεαρός βοσκός, η βοσκοπούλα, το χωριατόπαιδο θα μεταβληθεί σε έμπειρο μαχητή που θα καβαλάει τα τσιμεντένια πολυβολεία σα να είναι κουτρούλια από χώμα; Πως θα γίνει αυτό το παιδί, από τη μια μέρα στην άλλη, να μάθει να πολεμάει, να χειρίζεται τα όπλα, να πεινάει, να διψάει, να περπατά τριάντα και σαράντα ώρες συνέχεια ξυπόλητο και τέλος να βαδίζει ψύχραιμο στο θάνατο; Αυτοί ήταν οι λόχοι που διοικούσαμε εμείς και νικούσαμε. Κανένας ούτε δικός μας, ούτε εχθρός κατάλαβε ποτέ σ’ όλο του το βάθος το δράμα μας.

Η ηγεσία μας δεν κατάλαβε τίποτα γιατί δεν ήξερε τι θα πει πόλεμος και γιατί ήταν ξεκομμένη από τα πράγματα. Ζούσε τον κόσμο που είχε φτιάσει η ίδια, δηλαδή ένα κόσμο εγκεφαλικό κατασκεύασμα. Εκεί έβλεπε νίκες, εφεδρείες, μεραρχίες, καταλήψεις αστικών κέντρων, εργατικές ταξιαρχίες, ελεύθερες περιοχές, καταρρεύσεις του μοναρχοφασισμού και κατάληψη της εξουσίας. Εκνευρίζονταν μάλιστα γιατί δεν κάναμε γρήγορα. Οι εχθροί μας δεν μας κατάλαβαν γιατί τους χτυπούσαμε δυνατά, γιατί, πολλές φορές τους νικούσαμε. Επόμενο ήταν να πιστεύουν ότι εμείς είχαμε όλα όσα χρειαζόμασταν. Ακόμη και όταν νικηθήκαμε, δεν είπαν την αλήθεια. Η ηγεσία μας γιατί δεν είχε τη δύναμη να βρει και να αναγνωρίσει τα λάθη της. Ο εχθρός γιατί θα μείωνε τη σημασία της νίκης του.

Όταν σε πάρει ο κατήφορος είναι άγνωστο που θα σταματήσεις. Η ηγεσία μας δε σταμάτησε παρά μόνο όταν ξεφτίλισε τα πάντα ακόμη και την αξιοπρέπεια που πρέπει να διαθέτει ένας απλός άνθρωπος. Οι εχθροί μας σταμάτησαν όταν μας εξόντωσαν όλους, όταν πια είχαν ξεπεράσει σε κτηνωδία και τους Γερμανούς των χιτλερικών στρατοπέδων και σε συκοφαντία και διαστρέβλωση τον Γκαίμπελς. Και οι μεν και οι δε, σταμάτησαν όταν ξεπέρασαν τα όρια του τραγικού και γελοιοποιήθηκαν. Αυτή η κατάληξη ήταν και η δικαίωση η δική μας. Οι ηγεσίες, η δική μας και του εχθρού, γελοιοποιήθηκαν μέχρι σημείου που να προκαλούν τώρα πια, τον οίκτο μας. Ο λαός όμως δεν τους το συγχώρεσε ούτε θα τους το συγχωρέσει. Θα τους θάψει στην κοπροδόχο της ιστορίας, με κατάρα και ανάθεμα για τη συμπεριφορά τους ιδιαίτερα μετά την ήττα μας. Τα εγκλήματα σε βάρος μας ξεσκεπάστηκαν, η κρίση έγινε και η καταδίκη είναι τελεσίδικη. Το αίμα το δικό μας θα καθαρίσει το προοδευτικό κίνημα από τους ανίκανους και την Ελλάδα, από τους δοσίλογους κυβερνήτες.

Από την Κοντοβάζαινα φύγαμε για το Μαίναλο. Εκεί περάσαμε κάμποσες μέρες με μικροενέδρες και στρατολογία. Στη Γορτυνία δημιουργήθηκαν έμπεδα για εκγύμναση των νεοσύλεκτων. Τότε μάθαμε ότι ήρθε και ένα καΐκι με πυρομαχικά και όπλα από το Γενικό Αρχηγείο. Στην αρχή δε το πιστεύαμε. Μετά επιβεβαιώθηκε το γεγονός. Πήραμε μεγάλη χαρά. Επιτέλους μας λογάριασαν και μας για δικούς τους. Αυτό το καϊκάκι έφτασε πάνω την ώρα που το χρειαζόμασταν. Μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση προς ώφελός μας αν χρησιμοποιούσαμε επιδέξια τον οπλισμό και ιδιαίτερα τα γερμανικά πάτζερ που έφερε.

Δυστυχώς δεν έγινε αυτό σε βαθμό που έπρεπε. Τα οπλοπολυβόλα και τα πυρομαχικά, μας έδωσαν τη δυνατότητα να εξοπλίσουμε χίλιους αντάρτες και να βγάλουμε στη πάντα τα ιταλικά οπλοπολυβόλα που ήταν άχρηστα πια γιατί διαθέταμε πολύ λίγα πυρομαχικά. Τώρα τα οπλοπολυβόλα μας έγιναν όλα Μπρεντ Αγγλικά. Τέτοια είχε και ο στρατός. Έτσι από πυρομαχικά θα παίρναμε μια ανάσα. Στο κάθε οπλοπολυβόλο δώσαμε τετρακόσια φυσίγγια και στα ατομικά όπλα εκατό φυσίγγια.

Αυτή ήταν η μια πλευρά της βοήθειας. Η άλλη ήταν το ηθικό. Πήραμε όλοι φωτιά από πάνω ως κάτω, αντάρτες και πολίτες. Ο δικός μας κόσμος σε χωριά και σε πόλεις ενθουσιάστηκε και ο εχθρός πανικοβλήθηκε. Ο εχθρός, το καΐκι το έκανε παπόρια και αεροπλάνα. Τότε άρχισε να αποδίδει και η μεγάλη εξόρμηση για την ανάπτυξη του αντάρτικου. Από όλα τα χωριά έφταναν νέοι αντάρτες. Αυτό βέβαια γίνονταν από τα χωριά, από τις πόλεις όμως τίποτα, ή σχεδόν τίποτα. Οι νεοσύλλεκτοι ήταν παιδιά 17 και 18 χρονών. Οι πιο μεγάλοι είχαν πάει φαντάροι. Οι νεοσύλλεκτοι ήταν ανίδεοι από όπλα, όσο μπορεί να θεωρηθεί ανίδεος ο Έλληνας από όπλα, που γεννιέται και ανασταίνεται μέσα σε περιβάλλον γεμάτο όπλα, που και τα παραμύθια και οι ιστορίες που του διηγείται ο παππούς και η γιαγιά, η μάνα και ο πατέρας, είναι ιστορικές για μάχες πολέμους, για τα παλικάρια με σπαθιά και ντουφέκια. Στα έμπεδα που φτιάξαμε έγινε καλή δουλειά. Βασικά μάθαιναν το χειρισμό των όπλων.

Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger