Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 41

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 41

{[['']]}

Κυνηγοί κεφαλών το δοσίλογο κράτος και η κυβέρνηση Σοφούλη - Τσαλδάρη. Δεν σέβονται ούτε τους νεκρούς. Εκθέτουν στην πλατεία της Σπάρτης τα κομμένα κεφάλια των νεκρών ανταρτών στη μάχη στο Λογκάκι Λακωνίας. Τέταρτο από αριστερά με τη γενειάδα, το κεφάλι του Τάσου Γερμανάκου.

 Ανακρίσεις χωρίς τελειωμό

Όταν χωρίσαμε με τον Κανατά, έμεινα μόνος όλη τη μέρα. Την άλλη με φώναξε ο διοικητής και άρχισε ανακρίσεις. Οι προσπάθειες του, απ’ ότι διαπίστωσα με την πρώτη επαφή, ήταν προς δύο κατευθύνσεις. Η μια κατεύθυνση ήταν να μάθει τόπους επαφής, συνθήματα συνάντησης, κέντρα διέλευσης, τακτική, αριθμό ομάδων και δύναμη ομάδων, οπλισμό, αποθήκες κ.λπ. Η δεύτερη ήταν να μάθει τροφοδότες, πληροφοριοδότες, οικονομικούς ενισχυτές σ’ όλη τη διάρκεια του δεύτερου αντάρτικου και για το μέσο - διάστημα μετά τη Βάρκιζα μέχρι την έναρξη του δεύτερου ένοπλου αγώνα. Μια τρίτη προσπάθεια την οποία παράτησε γρήγορα, ήταν η ανακάλυψη χρυσών λιρών και δολαρίων που δήθεν μας έστελναν απ’ έξω και αυτά που πήραμε από το Τσεχοσλοβάκικο αεροπλάνο, που είχε πέσει στον Ταΰγετο. Οι ανακρίσεις γίνονταν με τον αέρα του νικητή και την σιγουριά της τελειωτικής συντριβής του Κ.Κ.Ε. για πολλές γενιές. Αυτή η νοοτροπία δηλαδή ότι «τελειώσαμε» με βοήθησε αρκετά, γιατί η ανάκριση πήρε άλη κατεύθυνση και ακολούθησε μεθόδους ήπιες και όχι βασανιστικές.

Σχετικά με την πρώτη προσπάθειά του δηλαδή να μάθει χώρους κ.λπ. του έδωσα να καταλάβει ότι δεν υπάρχει τίποτα οργανωμένο πια, παρά μια ομάδα ανθρώπων που καταδιώκονται συνεχώς, είναι ξεκομμένοι από τον κόσμο και δίνουν μάχη για την επιβίωσή τους. Τι άλλο μπορούσα να κάνω αφού ο Κανατάς είχε δώσει τις σχετικές πληροφορίες για την κατάστασή μας, ραντεβού κ.λπ. Μετά την τρίτη βραδιά της ανάκρισης μάλλον πείστηκε, γιατί και τα στοιχεία που είχε το επιβεβαίωναν αυτό. Κατάλαβε ότι δεν υπάρχουν πια τροφοδότες, πληροφοριοδότες, λημέρια και τα τέτοια, παρά μόνον κίνηση, κίνηση, κίνηση, μάτι, αυτί, όσφρηση, πονηριά, κόλπα και ντουφεκίδι.

Την τρίτη βραδιά, πήρε μέρος στην ανάκριση και ο υπομοίραρχος, ένας υπάνθρωπος στη νοοτροπία, αδίσταχτος στη χρήση κάθε μέσου εναντίον μας. Αυτό το λέω γιατί πάνω στις ερωτοαπαντήσεις, όταν φθάσαμε για την ενέδρα που μας είχαν στήσει σ’ ένα εξώσπιτο στο δρόμο Μεγαλόπολης χωριό Βάγγου, με ρώτησε ποιός ήταν αυτός που είχαμε ραντεβού και τι θέλαμε εκεί. Του απάντησα ότι «τις επαφές με τους Βαγγικαίους, όπως καταλαβαίνετε, τις είχε ο Πέρδικας που ήταν και συγχωριανός τους κι αυτόν και μόνο εμπιστεύονταν. Εγώ δεν ήταν δυνατόν να ξέρω και δεν υπήρχε λόγος να ξέρω. Σ’ αυτά ο Πέρδικας δεν έβαζε συνεταίρους». Προσπαθούσα να καλύψω τον άνθρωπο που είχαμε συμφωνήσει να μας φέρει τρόφιμα.

Κι είναι αλήθεια ότι ο Πέρδικας είχε κάνει την επαφή μόνος του, στήνοντας καρτέρι στις λούζες στο δρόμο Μεγαλόπολης - Βάγγου για να τον συναντήσει που κουβαλούσε ασβέστη. Αυτό του το είχε πει η μάνα του Παναγιώτη Ξηνταβελώνη, που την είχε συναντήσει τότε και του είχε κάνει την πρόταση να παραδοθούμε και η Φρειδερίκη θα μας έδινε χάρη κ.λπ.

Πάνω λοιπόν στη συζήτηση είπε ο υπομοίραρχος: «Τι να σας κάνω που δε μ’ άκουσε ο κ. μοίραρχος. Εγώ τότε είπα να σας στείλουμε τα τρόφιμα που ζητούσατε, όπως μας είπε ο χωριάτης και να βάλουμε στ’ αλεύρι δηλητήριο να σας εξοντώσουμε όλους, αλλά δε με άκουσε ο κ. διοικητής γιατί θα πεθαίνατε στο Μαίναλο και θα χάναμε την επικήρυξη». Αυτό το επιβεβαίωσε και ο μοίραρχος. Τότε κατάλαβα κι έμαθα ότι είμασταν καρφωμένοι και έτσι εξηγήθηκε το γεγονός ότι μπλοκαριστήκαμε όταν πήγαμε στο καλύβι. Μετά τη διαφυγή μας, έβαλαν φωτιά στο καλύβι για να καλύψουν το Γιάννη Σταθούρο , έτσι νομίζω πως τον λέγανε, δε θυμάμαι όμως καλά.

Τελευταία στάθηκαν πολύ στη συμπεριφορά μου, μετά τον τραυματισμό και γενικά στην ενέργειά μας να λημεριάσουμε στην Κομπόνα. Ζητούσαν πρώτα να μάθουν που θα πηγαίναμε. Τους είπα ότι σκοπεύαμε να πάρουμε ψωμί από τα τελευταία σπίτια της Μεγαλόπολης όπως το είχαμε ξανακάνει. Με ρώτησαν γιατί προτιμήσαμε τη Μεγαλόπολη που ήταν διοίκηση. Τους είπα ότι τα χωριά είναι μικρά και φυλάγονται, ενώ η Μεγαλόπολη είναι εκτεταμένη. Επέμεναν να μάθουν ποιος θα μας έδινε ψωμί. Τους απάντησα ότι δεν υπήρχε κανείς, αλλά εμείς θα χτυπούσαμε όποιο σπίτι βρίσκαμε σε καλύτερη θέση. Γι’ αυτό βγήκαμε και από την αφάνεια νωρίς και μας είδατε. Γιατί δεν έπρεπε να περάσει η ώρα και κλειδωθούν τα σπίτια. Αυτά τους είχε πει και ο Κανατάς όπως φαίνεται και έτσι πείστηκαν ότι δεν υπήρχε τροφοδότης.

Μετά μου είπαν για τη συμπεριφορά μου, μετά τον τραυματισμό και ειδικά ο υπομοίραρχος ρωτούσε να μάθει λεπτομέρειες, γιατί αυτός ήταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος που μας καταδίωκε. Δεν είχα λόγους να κρύψω τις λεπτομέρειες. Είχε θιχτεί πολύ που τον έπιασα κορόιδο με το σακίδιο και ξεφύγαμε. Για να δείξει ότι είμαι εγκληματική φυσιογνωμία είπε, ότι ο Κανατάς του ανάφερε ότι «τούχα βάλει το πιστόλι στ’ αυτί για να μην παραδοθεί». Έλεγε ψέματα. Ο Κανατάς του είπε αυτό ακριβώς που έγινε, δηλαδή ότι εγώ ετοίμασα τη χειροβομβίδα μου και όπλισα το πιστόλι μου όταν πλησίαζαν και θα χτυπούσα αν μας ανακάλυπταν. Ασφαλώς δε θα καθόμουνα να με σφάξουν σαν τραγί ή να με σκοτώσουν με τα παλούκια.

Τέλος μου πρότειναν να μεσολαβήσω μ’ όποιον τρόπο, να παραδοθούν και οι άλλοι. Ήταν μια πονηρή χωροφυλακίστικη πρόταση για να διαπιστώσουν αν μπορώ να πάρω επαφή μαζί τους. Γεγονός είναι,ότι δεν μπορούσα να πάρω επαφή με κανέναν γιατί δεν υπήρχε συγκεκριμένο ραντεβού μετά από τόσες μέρες. Έγραψα σχετικά παραπάνω. Εάν δεχόμουνα θα διαπίστωναν ότι τους λέω τρεις μέρες ψέματα, εάν αρνιόμουνα θα διαπίστωναν ότι μπορώ, άρα ξέρω και δεν θέλω. Ήταν μια δίκοπη πρόταση. Όμως αυτές οι μέθοδοι για όποιους έχουν μια μικρή γνωριμία με υπηρεσίες πληροφοριών είναι γνωστές.

Φυσιολογικά τους απάντησα: «Και γω θα τόθελα πολύ να μη χαθούν τσάμπα. Αλλά δεν είναι δυνατόν να πάρω επαφή μαζί τους. Καταλαβαίνετε και σεις ότι δεν μπορώ να πάρω επαφή. Ο μόνος τρόπος να τους βοηθήσω είναι να γράψω μια επιστολή που να δημοσιευτεί κι ίσως μάθουν ή να την ρίξετε με προκηρύξεις στο Μαίναλο και τον Ταΰγετο. Κάποια προκήρυξη θα πέσει στα χέρια τους». Η φυσιολογική απάντηση και η αποδοχή, τους εντυπώσιασε. Κοιτάχτηκαν και είπαν: «Καλά θα δούμε». Εδώ κλείνει αυτή τους η προσπάθεια.

Η αποδοχή της πρότασης, οι πληροφορίες του Κανατά και τ’ άλλα στοιχεία που είχαν, φαίνεται ότι τους έπεισαν για την κατάσταση που υπήρχε πραγματικά, ότι δεν υπήρχε πια τίποτα το οργανωμένο, όλα είχαν διαλυθεί και δεν υπήρχε τρόπος επαφής. Αυτή επαναλαμβάνω ήταν η πραγματικότητα. Το «καλά και θα δούμε» που είπαν μου έδωσε κάποιες ελπίδες. Εάν δέχονταν την πρότασή μου, τότε σίγουρα θα μάθαιναν οι δικοί μου, είτε από τις εφημερίδες είτε από την προκήρυξη την κατάληξη τη δική μας και θα τόπαιρναν απόφαση, ότι χαθήκαμε γι’ αυτούς και θα μας ξέγραφαν μια για πάντα. Έτσι θα αποφάσιζαν για την πορεία τους. Δυστυχώς όμως δεν τη δέχτηκαν. Δεν επανήλθαν. Αν δέχονταν θα την έκανα. Ένας φίλος μου στη φυλακή, όταν το διηγόμουν, μου είπε ότι αυτό θα ήταν υποχώρηση και γω του απάντησα ότι είναι μυαλοκομένος, γιατί δεν κατάλαβε τίποτα. Τα πράγματα βέβαια δεν θ' άλλαζαν, αλλά θα είχα μια ικανοποίηση ότι και δεμένος κι άοπλος τους κέρδισα μια μάχη.

Μετά από αυτή τη φάση το βάρος τους τόριξαν στην ανακάλυψη συνεργατών, πληροφοριοδοτών, κέντρων επαφών, οικονομικών ενισχυτών κ.λπ. από τη Βάρκιζα και δώθε, αλλά και για την κατοχή για ορισμένα πρόσωπα. Εδώ τα πράγματα δεν σήκωναν αστεία. Κινδύνευαν κεφάλια και μάλιστα πολλά κι ανάμεσά τους ήταν παράγοντες δεξιοί και κεντρώοι, ακόμη και άνθρωποι των σωμάτων ασφαλείας. Τώρα το δικό μου κεφάλι δε μέτραγε μπροστά στα τόσα. Έπρεπε να πέσει, αν χρειαστεί, για να μην πάρει ο εχθρός και την ελάχιστη πληροφορία. Και τώρα ευτυχώς που τα κατάφερα. Δεν έμαθε το ελάχιστο. Δεν επιβεβαίωσε το ελάχιστο απ’ αυτά που ήξερε.

Δεν λέω υπερβολές. Τα γεγονότα είναι γνωστά. Κανένας απολύτως δεν κατηγορήθηκε, δεν συνελήφθη, δεν κρατήθηκε, δε δικάστηκε, δεν ανακρίθηκε, δεν ενοχλήθηκε από τόσους και τόσους που συνεργάστηκαν μαζί μου, από τον Πύργο της Ηλείας μέχρι την Καλαμάτα, μέχρι τη Μεγαλόπολη και την Τρίπολη. Είναι γνωστό πια ότι ήμουνα σ’ όλη την κατοχή σχεδόν απ’ έξω από τη Μεγαλόπολη και κρατούσα επαφές, είναι γνωστό ότι κατά τη διάρκεια της μεταβαρκιζιανής δικτατορίας, κρατούσα τον παράνομο μηχανισμό στη Μεγαλόπολη και την Επάνω Μεσσηνία. Τώρα είναι γνωστό ότι υπήρξα αξιωματικός πληροφοριών του Αρχηγείου Μαινάλου, τώρα είναι γνωστό ότι ήμουν μόνιμο μέλος του στρατοδικείου Μαινάλου για ένα χρόνο, που δίκασε πολλές υποθέσεις πολιτών και ανταρτών, απ’ όλα αυτά καταλαβαίνει ο καθένας ότι ήξερα πολλά για πολλούς. Όμως δεν έμαθε ποτέ ο εχθρός τίποτε, δεν έπαθε κανένας συνεργάτης μου τίποτε.

Αυτά τα γράφω σαν αρχή, παρακάτω θα πω μερικές λεπτομέρειες για να τα αποδείξω. Τώρα όμως και μ’ αυτά νομίζω ότι όλοι πήραν μια ικανοποιητική απάντηση και γω θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που έφθασα σ’ αυτή τη μέρα για να δώσω αυτή την απάντηση, αναφέροντας με λεπτομέρεια τα προηγούμενα.

Γυρίζω πάλι στην ανάκριση. Έπρεπε και δω να τους πείσω ότι λέω την αλήθεια και δεύτερον ότι δεν ήμουνα τίποτα άλλο παρά ένας μαχητής, ένα μάχιμο στέλεχος που πήρε μέρος σε μάχες και τίποτα άλλο. Δύσκολη δουλειά γιατί δεν ήξερα τι γνώριζαν αυτοί, για να μην πιαστώ ψεύτης κάπου και τότε, θάμπαινα στη μέγγενη και ποιος ξέρει αν θάντεχα. Και πάλι εδώ ευτυχώς γιατί είχα συνέλθει σωματικά. Ο πυρετός είχε εξαφανιστεί, έτρωγα καλά σχεδόν, κοιμόμουνα και το τραύμα πήγαινε καλά. Και ξανά πάλι ευτυχώς που υπήρχε η βοήθεια απ’ έξω την οποία εγώ δεν γνώριζα.

Την ίδια μέρα που με πήγαν στο σταθμό χωροφυλακής στο χωριό Ίσσαρι, ο διοικητής της χωροφυλακής Μεγαλόπολης, αφού πέρασε όπως είπα πιο πάνω από το σταθμό, μετά πήγε στο χωριό μου να πάρει καταθέσεις και δεν ξέρω τι άλλο να κάνει. Όπως έμαθα όταν απολύθηκα από τη φυλακή, συνεργάστηκε με τους αρχηγούς των χιτών, οι οποίοι ζήτησαν το κεφάλι μου και μάλιστα την ίδια μέρα. Έφυγε με κακές προθέσεις και μάλιστα, όπως λένε, τους το υποσχέθηκε. Δεν νομίζω όμως ότι τους έδωσε τέτοια υπόσχεση ή κι αν την έδωσε δε δεσμεύονταν να την τηρήσει. Όπως και νάχει η υπόθεση δεν έχει καμιά σημασία.

Όταν λοιπόν γύριζε από το χωριό μου στο Ίσσαρι, συνάντησε τυχαίως τον Αθανάσιο Χρ. Λαμπρακόπουλο, συνταγματάρχη της χωροφυλακής που ήταν θείος μου, πρώτος εξάδερφος της μάνας μου. Ήταν πολύ φίλοι γιατί είχαν συνυπηρετήσει πολλά χρόνια στην ίδια διοίκηση, στην οποία ήταν διοικητής ο θείος μου. Του είπε το γεγονός και του ζήτησε τη γνώμη του. Όπως αργότερα έμαθα, αλλά και όπως μου είπε ο ίδιος ο μοίραρχος, διοικητής της υποδιοίκησης, όταν μ’ έδιωχνε από τη Μεγαλόπολη για την Τρίπολη ο θείος μου το ζήτησε επίμονα να με στείλει στην Τρίπολη να δικαστώ κι ας αποφασίσει η δικαιοσύνη για τη τύχη μου και να μου φερθεί καλά. Δηλαδή δεν του ζήτησε να μου κάνει καμιά χάρη. Του ζήτησε να ενεργήσει, κατά τη δική του άποψη, νόμιμα. Για να τον πείσει του είπε ότι: «αν με εκτελούσε τότε οι δικοί μου θα νόμιζαν ότι αυτός ζήτησε να με εκτελέσει και αυτό δεν τόθελε». Και πραγματικά αν με εκτελούσε, το χωριό έτσι θα έλεγε. Κι αυτό το ζήτησε σα χάρη,

Γιατί τότε ο κάθε δεξιός που κρατούσε ντουφέκι, κάθε χιτοσυμμορίτης και πολύ περισσότερο ο εκπρόσωπος του κράτους, αποφάσιζε κι εκτελούσε. Τότε τα κεφάλια των ανταρτών άξιζαν δυο οκάδες κρασί για τους χίτες και το επίσημο κράτος.

Είναι αλήθεια ότι ο μοίραρχος τήρησε και με το παραπάνω την υπόσχεσή του. Μου φέρθηκε καλά, δε με βασάνισαν, δε μ’ έδειραν, δε μ’ εκτέλεσαν αλλά μ’ έστειλαν στην Τρίπολη. Οι πιέσεις του ήταν συνεχείς κι επίμονες αλλά με μεθόδους ψυχολογικής βίας. Όλες όμως οι ενέργειές του δεν ήταν έξυπνες και ραφιναρισμένες. Βασικά ήταν χοντροκομένες και χωροφυλακίστηκες κουτοπονηριές. Ίσως να ήταν τέτοιες γιατί τότε αυτοί είχαν νικήσει πια και δεν έδιναν σημασία μεγάλη, ήταν μεθυσμένοι από τη νίκη. Αυτή η κατάσταση με διευκόλυνε πολύ στην προσπάθειά μου, να σταματήσω το κακό μέχρι το τομάρι μου. Δεν έπρεπε να συμπαρασύρω στην καταστροφή κανέναν άλλον, κανέναν απ’ αυτούς που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνεργάστηκε μαζί μας. Αυτός ήταν ο μοναδικός σκοπός μου, ο στόχος μου για κείνη την στιγμή.

Δεν ήταν μόνο ζήτημα αξιοπρέπειας, δεν ήταν μόνο ζήτημα φιλότιμου, ήταν πάνω απ’ όλα και επαναστατικό καθήκον. Ο κόσμος τότε και δεξιοί κι αριστεροί και κεντρώοι, όλοι πίστευαν ότι εμείς είχαμε μπέσα που λένε, ότι κι αν συνέβαινε δε θα ανοίγαμε το στόμα μας. Αυτό ήταν μεγάλο κεφάλαιο για το κόμμα. Δυστυχώς όμως μετά, φρόντισαν οι φωστήρες της ανώτερης κι ανώτατης καθοδήγησης να το χρεοκοπήσουν με την ανεύθυνη χαφιεδολογία. Χαφιές ο ένας, χαφιές ο άλλος, πράχτορας ο ένας, πράχτορας, ο άλλος. Για όλες τις αποτυχίες μας έφταιγε κάποιος χαφιές. Ήταν η πιο ανώδυνη μέθοδος να εξηγούμε τις αποτυχίες μας, η πιο ξεκούραστη, η πιο βολική. Αυτοί που την ακολουθούσαν δεν έβλεπαν, δεν υπολόγιζαν ότι με το να βγαίνουν συνεχώς χαφιέδες από το πολιτικό γραφείο και την Κεντρική Επιτροπή, τινάζονται τα θεμέλια της εμπιστοσύνης του κόσμου προς το κόμμα. Τώρα πως εξηγείται, χωρίς βέβαια να δικαιολογείται, άνθρωποι που θα έδιναν εκατό φορές το κεφάλι τους για το κόμμα, να τινάζουν στον αέρα τα θεμέλια της εμπιστοσύνης του κόσμου προς αυτό, είναι ένα θέμα που θέλει πολύ συζήτηση. Όμως βασική αιτία ήταν ο πρωτογονισμός που διαπότιζε τότε όλη την σκέψη και λογική του ΚΚΕ, για λόγους κοινωνικοπολιτικούς. Επανέρχομαι λοιπόν στα δικά μου.

Μέσα στην απελπισία μου, την πίκρα μου για την φοβερή αποτυχία μας, την απογοήτευσή μου, μέσα στο χάλι μου, την πείνα μου και τη συμφορά μου, το μόνο που μ’έκαιγε και με έκοβε ήταν να μην προδώσω κανένα, να μην πάθει κανένας τίποτα, να μην μάθει τίποτα ο εχθρός από μένα, για όσους ήξερα μόνο εγώ. Το δεύτερο ήταν να βοηθήσω με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο, όσους είχαν πέσει στα χέρια του εχθρού να σώσουν το κεφάλι τους και να περάσουν τη δοκιμασία με λιγότερα βάσανα αφού βέβαια θα ζητούσαν τη βοήθειά μου και θα μπορούσα να τους τη δώσω. Τ’ άλλα όλα για μένα τότε ήταν χωρίς καμιά σημασία, ήταν ανοησίες και μικροσυναισθηματισμοί.

Εδώ είχαμε να κάνουμε με ληστές, με φονιάδες, με τέρατα, μ’ ανθρωποφάγους, με μια οργανωμένη σε κρατική κλίμακα συμμορία δολοφόνων. Τι καταλάβαιναν αυτοί από ανθρώπινες αξίες, από ανθρώπινα δικαιώματα, από ιδανικά κι αρετές κ.λπ., κ.λπ. Αυτοί μόνο μια γλώσσα καταλαβαίνουν, τον πόλεμο, το ξεπάστρεμα, αν μπορείς κι αν δεν μπορείς, τότε φυλάξου για να μη σε φάνε. Γι’ αυτό οι ρομαντισμοί εδώ σημαίνουν άχρηστο θάνατο. Οι επικλήσεις των νόμων τους, οι επικλήσεις των αρχών τους, είναι ανοησίες για όποιον επαναστάτη τις επικαλείται, όταν πέσει στα χέρια τους. Φοβερές οι συνέπειες της αποτυχίας μιας εξέγερσης.

Εγώ τότε ζούσα αυτές τις συνέπειες καταμόναχος. Ο εχθρός με είχε τσακίσει σωματικά, με είχε στα χέρια του, όμως ήθελα να κερδίσω την τελευταία μάχη, την ατομική μου μάχη. Το κλειδί για να μην ανοίξει η πόρτα ήταν να μη μάθει ο εχθρός πέρα από τα γνωστά, δηλαδή ότι ήμουν εθελοντής, ότι πήρα μέρος σε μάχες κι ότι δεν ήμουνα απλός αντάρτης κ.λπ. Δεν έπρεπε να μάθει για τις ειδικές αποστολές, για γραφεία πληροφοριών, για κέντρα πληροφοριών, για πολιτικές οργανώσεις, για μόνιμα στρατοδικεία ανταρτοδικεία κ.λπ.

Το δεύτερο κλειδί ήταν να μη με πιάσει να λέω ψέματα σε γεγονότα που του ήταν γνωστά και ιδιαίτερα σε γεγονότα που με αφορούσα^ προσωπικά. Για την πρώτη περίπτωση, δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα, για το δεύτερο κλειδί όμως τα πάντα εξαρτιόνταν από μένα. Σκοπός μου ήταν να μην αποκαλυφθεί κανένα στοιχείο για κάποιον ή κάποιους άλλους, είτε αριστερούς, είτε δεξιούς, δηλαδή να περισωθεί ότι είχε απομείνει. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική σε έκταση, σε βάθος όμως δεν είχε προχωρήσει πολύ. Αυτό ήταν σημαντικό γιατί σώθηκε κόσμος και κόσμος κι όταν σώζεται κόσμος, το κίνημα δε διαλύεται. Τα φύτρα, οι ρίζες τα ριζίδια, θα ξαναβγούν και θα φουντώσει το δάσος. Εγώ βέβαια τότε δεν είχα την ηρεμία να σκέφτομαι τόσο βαθειά, δηλαδή δεν καθόρισα σαν σκοπό μου το να μην αποκαλυφθεί κανένα στοιχείο, για να σωθούν οι βάσεις του κινήματος.

Σ' αυτά τα χάλια που ήμουνα δεν είχα τη δύναμη να σκέφτομαι πολύ. Ήθελα να κοιμάμαι, να τρώω και μετά να ξανακοιμάμαι. Τα ερείπια της κατάρρευσης του στρατού μας, τα χαλάσματα του υποτυπώδικου λαϊκού κράτους μας, έπεσαν πάνω μου και με τσάκισαν σωματικά και ψυχικά. Τα ωραία μου όνειρα, για δεύτερη φορά, έγιναν συντρίμμια. Έπρεπε να κερδίσω όμως την καινούργια μάχη. Καλύτερα ο θάνατος παρά να κουβαλούσα στη φυλακή αυτούς που συνεργάστηκα, που μ’ εμπιστεύτηκαν, που με πίστεψαν, που με βοήθησαν. Οι πιο πολλοί μ’ εμπιστεύτηκαν σαν άτομο, ιδιαίτερα αυτοί που δεν ήταν αριστεροί. Η επαφή ήταν προσωπική, μούτρα με μούτρα και τώρα όποιος θα πρόδιδε θα γιόμιζε τα μούτρα του κοπριές, χώρια τ’ άλλα.

Ο εγωισμός και το φιλότιμο είναι δυνατές αρετές του χαρακτήρα, πολλές φορές ίσες και δυνατότερες από την ιδεολογική πίστη. Σε τούτη τη δοκιμασία του κινήματος, υπάρχουν χιλιάδες παραδείγματα. Αγωνιστές και απλοί άνθρωποι, ιδεολογικά ακατατόπιστοι, άντεξαν στη δοκιμασία και τα βασανιστήρια ακόμη και το θάνατο, με όπλο το δυνατό χαρακτήρα τους, το φιλότιμο και τον εγωισμό τους. Αντιδρούσα πιο πολύ από εγωισμό και φιλότιμο και λιγότερο από επαναστατική αδιαλλαξία και κομματικό καθήκον. Αργότερα όταν πια ηρέμησα και συνήλθα τα λογάριαζα και τούτα σαν πρώτα. Τώρα θα ήταν πολύ εγωιστικό να ισχυριστώ κάτι τέτοιο.

Τέλος τα κατάφερα και τα δύο και δεν ντροπιάστηκα ούτε σαν άτομο ούτε σαν αγωνιστής. Δεν έμαθαν κανένα στοιχείο από μένα και για κανέναν. Είναι πολλοί αυτοί που είχαν μαζί μου συνεργαστεί κι έμειναν αχτύπητοι. 'Εκαμα ότι μπορούσα για να τους φυλάξω. Πήρα ευθύνες για γεγονότα που δεν τις είχα, ανέλαβα όλο το βάρος για σοβαρές υποθέσεις που η ποινή ήταν θάνατος. Έριξα ευθύνες σε σκοτωμένους για να σωθούν ζωντανοί κ.λπ. Έτσι κέρδισα την τελευταία μάχη. Είναι κι αυτό κάτι. Ήταν η τελευταία μάχη κι αν την έχανα κι αυτή ούτε κι ο θάνατος δε θα ξέπλενε τη ντροπή.

Πέρασα δύσκολες περιστάσεις μετά, έζησα με βαριές υποψίες τη δοκιμασία της φυλακής, βρέθηκαν πολλοί που θέλησαν να μου κάνουν το δάσκαλο, όμως στο τέλος γελοιποιήθηκαν, γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα και τίποτα δε μένει κρυφό. Όταν βγήκα από τη φυλακή, ήρθαν όλοι σχεδόν όσοι σώθηκαν από μένα και σώθηκαν, γιατί κράτησα το στόμα μου κλειστό ή γιατί σκόρπισα τ’ αχνάρια και μου έσφιξαν το χέρι. Πολλοί δεν ήρθαν, αλλά μου έστειλαν χαιρετισμούς. Άλλοι με συνάντησαν στο δρόμο τους και μου χαμογέλασαν. Δε με χαιρέτησαν, δε μ’ αγκάλιασαν γιατί δεν ήθελαν, για δικούς τους λόγους, ακόμη και τώρα, να εκτεθούν. Έτσι διαλύθηκαν όσες υποψίες είχαν απομείνει, κατέρρευσαν οι συκοφαντίες, παραμερίστηκαν οι επιφυλάξεις και δικαιώθηκα εγώ στα μάτια του κόσμου.

Η ανάκριση άρχισε ανώδυνα και με ευγένεια, από την πλευρά τους. Ήθελαν δήθεν να με βοηθήσουν αλλά έπρεπε να τους βοηθήσω και γω για να με βοηθήσουν. Παλιό τροπάριο. Άρχισαν λοιπόν να με ρωτούν για μένα, πως, πότε και που. Δεν έκρυψα τίποτε. Με λίγα λόγια τους είπα ότι ήμουν αντάρτης εθελοντής, στέλεχος, πήρα μέρος σε μάχες κ.λπ. Με ρώτησαν αν πήρα μέρος στις μάχες της Κομπόνας όταν εξοντώθηκε η διλοχία του Γαλανόπουλου, στη μάχη στα Τρόπαια όπου κι εκεί εξοντώθηκε μια διλοχία, στη μάχη στα Κρέσταινα που κι εκεί εξοντώθηκε μια διλοχία, στη μάχη στα Καλάβρυτα που εξοντώθηκε ένα τάγμα, στην απελευθέρωση των φυλακισμένων από τις φυλακές της Σπάρτης, στην απελευθέρωση των τριάντα θανατοπο ινητών από το τραίνο στον σιδηροδρομικό σταθμό Ίσσαρι, στη μάχη στο Λεωνίδιο, κ.λπ. Δεν αρνήθηκα ότι πήρα μέρος και στις πιο πολλές σαν διοικητής λόχου. Με ρώτησαν γι’ άλλες μικρότερες, με ρώτησαν για ενέδρες, δεν αρνήθηκα σε όσες πήρα μέρος. Εντυπωσιάστηκαν με την ειλικρίνειά μου και κάθε φορά ρωτούσαν: «ομολογείς ότι πήρες μέρος; ξέρεις τι σημαίνει αυτό»; η απάντηση ήταν: «ναι, ξέρω».

Έτσι συνεχίστηκε για κάμποσες μέρες. Για τα πιο σοβαρά δεν αρνήθηκα. Πρώτα - πρώτα βέβαια άρχισαν από το τέλος, δηλαδή που τραυματίστηκα, πως τραυματίστηκα, με ποιους ήμουνα κ.λπ. Εδω δεν είχα να κρύψω τίποτα γιατί ήταν γνωστά απ’ αυτά που είπε ο Κώστας Κανατάς. Δεν ήταν όμως και τίποτα το σοβαρό. Μια ομάδα από γνωστούς σ’ όλο το Μωριά αντάρτες, που είχε μείνει μετά την καταστροφή και ζούσε καταδιωκομένη στα τρία βουνά, Μαίναλο - Ταύγετο - Πάρνωνα και τελευταία, Μαίναλο - Βορειοδυτικό Ταΰγετο, απομονωμένη από τους πάντες, πεινασμένη, γυμνή ξυπόλητη και σε κακά χάλια. Αυτοί βέβαια ρωτούσαν για τροφοδότες, πληροφοριοδότες, ασυρμάτους, αποθήκες, λίρες κ.λπ. Για την περίοδο εκείνη τέτοιοι και τέτοια δεν υπήρχαν. Αυτό τους είχε πει ο Κανατάς. Αυτό τους είπα και γω. Ρωτούσαν για γιάφκες κ.λπ. Τους είπα να μην κουράζονται γιατί κανένα ραντεβού δεν ίσχυε πέρα από τη δεύτερη μέρα. Αυτό ήταν και το σωστό. Αυτό τους είπε και ο Κανατάς. Μόνο ότι ο Κανατάς τους είπε σε ποιό σημείο ήταν και το τελευταίο ραντεβού το οποίο βέβαια ήταν άχρηστο, γιατί είχαν περάσει πέντε - έξι μέρες.

Με ρώτησαν και μένα για το τελευταίο ραντεβού. Τους είπα ότι ήταν στα Αμπελάκια κι όχι στο Μαίναλο. Τους είπα ότι αυτό το ραντεβού δεν τόξερε ο Κανατάς γιατί θα τον στέλναμε πίσω με τρόφιμα για τους τρεις που έμειναν στο Μαίναλο, δηλαδή τον Χαλάτση που ήταν τραυματίας, τον Μπάρμπα Παύλο και τον Σπυρόπουλο. Αυτό που τους έδωσε ήταν για την πρώτη βραδιά που θα γύριζε πίσω και δε γύρισε. Αυτό τόκανα γιατί δεν ήξερα τι άλλο τους είπε και για να δείξω ότι αυτός δεν ξέρει πολλά πράγματα. Τους είπα ψέματα ότι είχαμε ραντεβού στ’ Αμπελάκια. Δεν υπήρχε τέτοιο ραντεβού. Εμείς πηγαίναμε για το ραντεβού στον Ευρώτα, το οποίο όμως δεν ήταν ζωντανό, δηλαδή
δεν ήταν συνάντηση αλλά αφήναμε σημειώματα. Αργότερα στη φυλακή έμαθα ότι και κείνο το ραντεβού είχε, όπως υπολογίζω, πριν ένα μήνα χαθεί, γιατί ο Μάκης είχε σκοτωθεί δηλαδή αυτός που το ήξερε, απ’ αυτούς που είχε ο Γκιουζέλης μαζί του. Έτσι εξήγησα και το γεγονός ότι στην τελευταία φορά δε βρήκαμε σημείωμα. Έτσι λοιπόν κι αυτό το ραντεβού που κράτησα κρυφό με χίλια δυο ψέματα, ήταν από τότε νεκρό. Είναι τραγικό να πεθαίνεις για ένα νεκρό ραντεβού που το θεωρείς ζωντανό.

Η ανάκριση προχωρούσε σ’ αυτό το μοτίβο. Ότι αφορούσε εμένα, δηλαδή όπου είχα ευθύνη, μάχες, ενέδρες, συμπλοκές, στρατολογία, κατασχέσεις, σαμποτάζ, τα δεχόμουνα. Όπου με ρωτούσαν για γεγονότα τέτοια και δεν είχα εγώ ευθύνη, έλεγα ότι την ευθύνη την είχε ο τάδε που ήξερα ότι είχε σκοτωθεί. Έκανα όμως πως δεν ξέρω τι είχε γίνει. Έτσι αυτοί δεν είχαν λόγους να με πιέσουν αφού ότι αφορούσε εμένα το δεχόμουνα. Διαπίστωσα όμως στην πορεία της ανάκρισης ότι, δεν γνώριζαν ότι έχω δουλέψει στο δεύτερο γραφείο του Αρχηγείου Μαινάλου, σαν αξιωματικός πληροφοριών κι άλλα πολλά. Επίσης δεν ήξεραν ότι ήμουνα πρόεδρος του έκτακτου στρατοδικείου του Αρχηγείου Μαινάλου και της 55ης Ταξιαρχίας. Αυτό ήταν που μου φώτισε το δρόμο. Αυτό ήθελα κι εγώ. Έτσι απόφυγα τις ανακρίσεις για πληροφοριοδότες, για καπαπίτες, για παράνομες οργανώσεις και για μαρτυρικές καταθέσεις και για τους συντάκτες των εκθέσεων στα χωριά, για πολίτες καταδότες που είχαν δικαστεί κι εκτελεσθεί κ.λπ.

Έγραψα παραπάνω, γιατί δεχόμουνα τις κατηγορίες που αφορούσαν εμένα κι απόκρυβα τους άλλους που συνεργάστηκαν μαζί μου κατά καιρούς και ζούσαν. Εγώ έτσι κι έτσι, είτε με μια κατηγορία είτε με λίγες είτε με πολλές, ήμουνα δικασμένος σε θάνατο. Οι άλλοι όμως αν δε μιλούσα εγώ, δεν είχαν να πάθουν τίποτα. Η ζωή τους κρατιόνταν από τη γλώσσα μου. Και πάλι λέω ότι θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχισμένο γιατί τα κατάφερα και δεν έβγαλα τσιμουδιά για κανέναν. Αυτό το ξέρουν τώρα πια όλοι.

Βέβαια υπάρχουν και ζόρικοι που έχουν την άποψη, ότι δεν έπρεπε να ακολουθήσω αυτή την τακτική, γιατί την θεωρούν λιγοψυχιά, σπάσιμο, υποχώρηση και μερικοί ίσως προδοσία. Αυτοί υποστηρίζουν την άποψη ότι ο επαναστάτης - κομμουνιστής δεν κάνει κουβέντα με τον εχθρό. Αρνείται τα πάντα, παντού και πάντοτε. Εγώ όμως και τώρα ακόμη υποστηρίζω ότι ο έξυπνος επαναστάτης ακολουθεί τον πιο καλό δρόμο για να κερδίσει αυτό που θέλει. Κι αυτό για μένα έχει σημασία. Τ’ άλλα είναι κουτοεγωϊσμοί και υπερεπαναστατισμοί που οδηγούν πολλές φορές στην αποτυχία.

Τι νόημα θα έχει ν’ αρνιέσαι γεγονότα γνωστά σ ’ όλους και να χάνεις στο τέλος, αυτό έχει συμβεί πολλές φορές και να χάνεις τη μάχη και να κάνεις τ’ άγνωστα γνωστά. Αυτά τα ζοριλίκια στο τέλος - τέλος μπορείς να τα κάνεις όταν δεν παίζεις με κεφάλια. Δεν μπορείς να τα κάνεις όμως όταν κινδυνεύουν κεφάλια άλλων. Το δικό σου το κάνεις ότι θέλεις, των άλλων τα κεφάλια δεν έχεις το δικαίωμα να τα ρίχνεις κορώνα -γράμματα, δηλαδή αν αντέξεις γλυτώνουν αν δεν αντέξεις πέφτουν. Οι καλοί επαναστάτες δεν είναι κουτοκρύαρα για να βαρούν το κεφάλι στον τοίχο. Ο καθένας βέβαια μπορεί να έχει τις απόψεις του και να λέει ότι νομίζει σωστό. Η πράξη θα δείξει αν σκέφτηκε για τον εαυτό του καλά. Τα λόγια δεν έχουν αξία. Αυτό είχα να απαντήσω σ’ αυτούς που έχουν αντίθετη άποψη.

Όταν τέλειωσε η ανάκριση για τα γεγονότα, ήρθαν και οι λίρες του Τσεχοσλοβάκικου αεροπλάνου που τσακίστηκε στον Ταΰγετο το χειμώνα του 1949. Πίστευαν ότι βρήκαμε χιλιάδες λίρες και ότι κάθε στέλεχος έχει κρύψει και από έναν θησαυρό. Βέβαια η κατάστασή μου ήταν τέτοια που δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για να πιστεύουν ότι έχω κρύψει θησαυρό και τον αφήνω για να τον φάει το χώμα. Τους είπα ότι δεν υπήρχαν χιλιάδες λίρες αλλά αυτές που είχαν πάνω τους οι επιβάτες, δηλαδή κάπου χίλιες περίπου και μερικά δολάρια κι άλλα νομίσματα, αυτά ήταν όλα κι όλα. Τα πήρε η διοίκηση της μεραρχίας και δεν έγιναν μερτικά όπως νομίζουν. Τους είπα: «αν είχα λίρες θάχα αυτό το χάλι;» Δεν πείστηκαν, αλλά δεν επανήλθαν πια.

Μέσα σ’ αυτήν την παραζάλη, έπρεπε να κρατιέμαι νηφάλιος και ψύχραιμος. Κάθε τόσο και μια παγίδα. Πότε ο χωροφύλακας που γλύτωσε όταν χτυπήσαμε το σταθμό χωροφυλακής στο Λεοντάρι Μεγαλόπολης και ο οποίος θεωρούσε ότι τον έσωσα εγώ κι ήθελε ντε και καλά να μ’ ευχαριστήσει, πότε ο χωροφύλακας που μας έδινε πληροφορίες και φοβόταν μήπως τον καταδώσω και ο οποίος δεν καταλάβαινε τι του έλεγα, τι εννοούσα, όταν του έκανα τον άγνωστο και του δήλωνα ότι δεν τον γνωρίζω, πότε οι άλλοι που έστελναν τσιγάρα και χαιρετισμούς για να μου θυμήσουν ότι δεν πρέπει να μαρτυρήσω ότι έστελναν οικονομική ενίσχυση, πότε οι συγχωριανοί μου που έρχονταν κάθε μέρα και κατέθεταν ότι τους κατέβαινε, δημιουργούσαν επικίνδυνες καταστάσεις.

Έτσι περνούσαν οι μέρες. Εκεί μέσα έμαθα και για το θάνατο του Μήτσου Πέρδικα. Κατάλαβα πια ότι χάθηκαν όλοι από την ομάδα μας. Αυτός σκοτώθηκε και ξέμπλεξε μια και καλή. Δεν τον γύριζαν όπως εμάς, σαν λυσσασμένα σκυλιά, δεμένους και κουρελήδες, από κρατητήριο σε κρατητήριο. Δεν τους έδωσε την ικανοποίηση να τον κλωτσοπατάνε σαν κουρέλι. Δεν είδε αυτόν τον κόσμο που κάποτε μας λάτρευε, τώρα νάχει σκύψει το κεφάλι και να συμφωνεί κι αυτός για την εξόντωσή μας για να ησυχάσει και να μπαλώσει τα κουρέλια του.

Δεν είδε κι άλλα πολλά και δεν άκουσε πάρα πολλά. Δεν έζησε για να δει το χάλι μας, την τότε ηγεσία μας, που ενώ δεν μπόρεσε να μας οδηγήσει στη νίκη, δεν μπόρεσε να σταθεί και στο ύψος της για να αντέξει την ήττα. Αυτό ήταν το φοβερότερο. Δεν είδε μια ηγεσία, που ενώ πέρασε από φωτιά και θάνατο, που ξεφτίλισε όλα τα μέσα πίεσης και βασανισμού, να αυτοξευτιλίζεται μετά την ήττα. Αυτό ήταν και είναι ασυγχώρητο. Αυτό αποδεικνύει ότι δεν έκαναν αυτοί για ηγεσία κι ας λένε ότι θέλουν τώρα. Δεν έζησε να δει πόσους εύκολους κι ωραίους δρόμους για το σοσιαλισμό αποκάλυψαν κάτι καινούργιοι φωστήρες που ανάλαβαν εργολαβικά να διορθώσουν το μαρξισμό και το ΚΚΕ.

Ο Πέρδικας πέθανε γεμάτος πίκρα, αλλά με άθικτα τα ωραία του όνειρα. Πολλές φορές μέσα στη μαύρη κι άχαρη ζωή μας ζήσαμε και επιτυχίες και αποτυχίες και τις ζήσαμε μαζί, από τον ΕΛΑΣ μαζί, μέχρι τώρα. Το τελευταίο όμως πέσιμο, μας τσάκισε τα κόκαλα. Ώρες ατέλειωτες σιγοκουβεντιάζαμε χωμένοι μέσα στη λούφα μας για τούτο το πέσιμο. Πίστευε ότι δε χάθηκε ο αγώνας κι ότι από τη βόρεια Ελλάδα θα ανατραπεί αυτή η πορεία. Όμως και οι δύο θέλαμε να φύγουμε από το Μωριά. Θέλαμε να πάρουμε επαφή με την καθοδήγηση, γι’αυτό κάναμε πολλά σχέδια. Μετά είδα ότι αυτά τα σχέδια ήταν ρεαλιστικά. Θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εύκολα αν είχαμε πληροφορίες. Και τον Ισθμό θα τον περνούσαμε και τον Κορινθιακό θα τον διαπλέαμε αν υπήρχαν λίγες πληροφορίες.

Αυτοί μετά την διάλυσή μας είχαν χαλαρώσει αρκετά. Ακόμη και ασύρματο θα μπορούσαμε να αρπάξουμε και μάλιστα πολύ εύκολα. Όπως διαπίστωσα εκεί στη διοίκηση της Μεγαλόπολης, ήταν μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μη δίνετε.

Αυτά όμως όλα θα γίνονταν αν υπήρχαν πληροφορίες. Γι’ αυτό φταίμε και μεις κυρίως, εμείς που αποφασίσαμε να περάσουμε στη βαριά παρανομία, στη πλήρη απομόνωση, για να αποφύγουμε την εξόντωση. Κόψαμε κάθε επαφή κι εξαφανίζαμε κάθε ίχνος στο πέρασμά μας. Είχαμε γίνει φαντάσματα. Οι πιο πολλοί πίστευαν ότι δεν υπάρχουμε. Αυτή η απόφαση ήταν σωστή, πολύ σωστή. Έτσι σωθήκαμε. Έτσι πέρασε η καταιγίδα. Όμως κράτησε πολύ, πάρα πολύ. Γι’ αυτό από τον Ιούνη του 1949 κι ύστερα η τακτική αυτή δούλευε εναντίον μας.

Το τραύμα μου καθυστερούσε να κλείσει και κούτσαινα πολύ. Όταν άρχισα κάπως να πατάω γερά, δεν ξέρω ακόμη και τώρα τι συνέβη, μ’ έδιωξαν από το επάνω κρατητήριο, με κατέβασαν κάτω για τρεις μέρες και μετά με κουβαλούσαν σε κρατητήρια έξω από τη διοίκηση σε ακατοίκητα σπίτια. Κάμποσες μέρες με κρατούσαν σ’ αυστηρή απομόνωση. Μετά χαλάρωσαν την απομόνωση κι άφηναν μάλιστα και τη μάνα μου να μου φέρνει φαγητό. Μια εξήγηση δίνω γι’ αυτό. Έκαναν μια απόπειρα να βρουν άκρη σε κανένα νήμα επαφής μέσα στην πόλη. Υπολόγισαν ότι αν υπήρχε δίκτυο μέσα στην πόλη τώρα, θα έκανα κάποια απόπειρα να πάρω επαφή μαζί τους χρησιμοποιώντας τη μάνα μου ή άλλους. Όταν διαπίστωσαν φαίνεται ότι δεν έγινε τίποτε τότε πείστηκαν τελικά, ότι τους έλεγα αλήθεια και με ξαναγύρισαν στα κρατητήρια της διοίκησης, όχι όμως στα πάνω, αλλά στα κάτω και η φρούρηση έγινε αυστηρή. Δε μ’ έβγαζαν ούτε για το αποχωρητήριο αλλά μέσα εκεί έκανα την ανάγκη μου, στο άλλο υπόγειο. Μου είπαν ότι μ’ έδιωξαν από τα κρατητήρια της διοίκησης γιατί θέλαν οι συγχωριανοί μου να με σκοτώσουν.

Μια μέρα μ' έβαλαν σ’ ένα τζιπ, με πήγαν βόλτα μέχρι το χωριό Μουλάτσι, με κατέβασαν στο καφενείο και παρέλασαν κάμποσοι και μ’ έβλεπαν. Μετά με ξαναγύρισαν στη Μεγαλόπολη. Το ίδιο έκαναν κι άλλη μια φορά και με πήγαν στο χωριό Λεοντάρι. Το ίδιο έγινε κι εκεί. Κατάλαβα ότι με πήγαιναν εκεί για αναγνώριση από κάποιους. Φαίνεται όμως ότι δε βγήκε τίποτε. Δεν μπόρεσα να μάθω όμως τι έψαχναν. Ίσως έψαχναν να βρουν την άκρη του νήματος που θα οδηγούσε στην ανακάλυψη αυτού που ξήλωσε τα δύο δίκτυα πληροφοριών, που είχαν στήσει αυτοί και τα ξεπατώσαμε εμείς.

Στο ένα, σ’ αυτό που δούλευε στο Δήμο Φαλαισίας κι είχε έδρα το Λεοντάρι, ήταν επικεφαλής ένας που δε θυμάμαι καλά τι δουλειά έκανε, πιο πάνω έγραψα ότι ήταν φαρμακοποιός, δεν ήταν όμως. Τον έλεγαν Παυλόπουλο, στο άλλο που λειτουργούσε στο Δήμο Λυκόσουρας και Τρικολόνων, ήταν επικεφαλής ο Θ.Χ. ένας καλατζής στο επάγγελμα, αλλά έξυπνος άνθρωπος. Έχω γράψει πιο πάνω πως ξηλώθηκαν αυτά τα δίκτυα. Αυτοί λοιπόν έψαχναν να βρουν την άκρη. Εμένα όμως κανένας δε με είχε δει απ’ αυτούς που ήταν άμεσα μπλεγμένοι και ίσως γλύτωσαν, ούτε κι αυτοί που έτυχε να είναι παρόντες, όταν γίνονταν οι συλλήψεις και οι δίκες. Έτσι τελικά δεν έβγαλαν τίποτα.

Αλίμονο μου αν κάποιος έλεγε ότι έπαιξα κάποιο ρόλο. Θα με λιάνιζαν και δεν ξέρω αν θάβγαινα πέρα χωρίς να ανοίξω το στόμα μου. Βέβαια αυτή ήταν η απόφασή μου. Άλλο όμως η απόφαση κι άλλο δοκιμασία κι αντοχή. Γιατί καμιά φορά η ψυχή, το μυαλό θέλει αλλά το σώμα προδίδει. Ο πόνος είναι κακός σύμβουλος. Εγώ τότε ήμουνα σωματικά και ψυχικά ετοιμόρροπος. Όλα μου τα αισθήματα κόντευαν να πάθουν άμβλυση. Είχα μήνες να κλάψω και να γελάσω. Ήμουνα γυμνός και δεν ντρεπόμουνα. Κινδύνευα να πάθω ψυχική παράλυση, αν υπάρχει τέτοιος ιατρικός όρος και συνεπώς εξαφάνιση του αισθήματος ευθύνης. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Εγώ όμως έκανα
τι μπορούσα για να μην μπω στους βασανισμούς γιατί κρέμονταν κεφάλια απ’ την αντοχή μου.

Αν αυτό, όπως έγραψα, δεν συμβιβάζεται με την αντίληψη ορισμένων, που εγώ τους λέω υπερεπαναστάτες της λούφας, λίγο με κόφτει. Για μένα η επαναστατική αδιαλλαξία δεν είναι ούτε τυφλός κομματικός φανατισμός, που είναι αδέρφι του Θρησκευτικού φανατισμού, ούτε απλή πολιτική πράξη και συμπεριφορά χωρίς σκοπό. Για μένα επαναστατική αδιαλλαξία είναι η μελετημένη, επιστημονικά επεξεργασμένη πολιτική ενέργεια που σαν κεντρικό της σκοπό πάντα βάζει την ανατροπή των σχεδίων του εχθρού. Έτσι η επαναστατική αδιαλλαξία, διαποτίζει κάθε ενέργεια του επαναστάτη. Η επαναστατική αδιαλλαξία που εξυπηρετεί μόνο το φιλότιμο κι εξαντλείται μόνο σ’ αυτό, δεν είναι ούτε επαναστατική ούτε αδιαλλαξία. Είναι εγωιστική - μικροαστική βλακεία.

Μια πολιτική ενέργεια και στάση, τότε διαποτίζεται από επαναστατική αδιαλλαξία όταν, κοντά στ ’· άλλα, μπορεί και καθορίζει ποιο είναι το πρώτο και ποιο το δεύτερο, στην συγκεκριμένη στιγμή. Το πιο λεπτό όμως στάδιο είναι η επιλογή των μέσων, των μεθόδων, της τακτικής. Κι αυτά όλα, πρέπει να τα διακρίνει η επαναστατική αδιαλλαξία. Συνταγές δεν υπάρχουν. Κουτάκια - καλούπια δεν υπάρχουν γι’ αυτήν την επιλογή. Μια ενέργεια που για το άλφα ζήτημα είναι επαναστατική, για το ίδιο, σ’ άλλες συνθήκες, είναι προδοσία.

Μ’ αυτά που γράφω τώρα, δε θέλω να αποδείξω ότι εγώ τότε, παιδί εικοσιτεσσάρων ετών, άπειρος και αγράμματος επαναστάτης, σκεφτόμουνα περί επαναστατικής αδιαλλαξίας και τα τέτοια. Όχι, όχι. Ούτε τέτοια, ούτε έτσι σκεφτόμουνα. Από το ένστικτο παρακινιόμουνα. Πραχτικά σκεφτόμουνα. Κατάλαβαινα ότι το κυριότερο είναι π.χ. για την κατάσταση τότε, να μην πέσουν κι άλλα κεφάλια, να μείνει κάποιος σπόρος. Τίποτα άλλο.

Αργότερα στις φυλακές και μετά από τις φυλακές, από το 1965 κι ύστερα, μερικοί «ειδικοί», «επαγγελματίες πολιτικοί», απαιτούσαν από κάθε αντάρτη, επαναστάτη, μαχητή, που βγήκε τότε στο βουνό να σκέφτεται Μαρξιστικά - Λενινιστικά κ.λπ., κ.λπ. Έτσι έφθασαν στην γελοιποίηση. Έτσι έγραψαν στο κόμμα ανθρώπους που δεν είχαν δοκιμαστεί, γιατί τα πέρασαν καλά στη λούφα ή στις Λαϊκές Δημοκρατίες ή στρατολογήθηκαν μετά και απόκλεισαν από αυτό όλους εκείνους που κράτησαν τη φωτιά στη χούφτα τους αλλά έκαψαν τα χέρια τους, αυτούς που γονάτησαν πολεμώντας και ξανασηκώθηκαν. Κακό του κεφαλιού τους και στο κόμμα, έκαναν αυτοί οι «ιερείς» της κομματικότητας, οι θεματοφύλακες των αρχών και αξιών του κόμματος.

Οι εξ επαγγέλματος «ιερείς και θεματοφύλακες», ξύπνησαν όμως όταν το κακό έγινε. Τώρα που βλέπουν τους κομματικούς μηχανισμούς των μικροαστικών προοδευτικών κομμάτων, να στεγάζουν όσους αυτοί εξόρκισαν κι εξαπέστειλαν εις το πυρ το εξώτερον ακόμα και τα παιδιά τους, όσους αυτοί καταδίκασαν στο ρόλο του χειροκροτητή, του οπαδού εφ’ όρου ζωής, τώρα τρέχουν αναμασούν άλλα, μοιράζουν χαμόγελα και προστασία. Βάζουν καθήκοντα κι έχουν απαιτήσεις. Είναι όμως κάπως αργά γι’ αυτούς. Ήρθε ο καιρός να τραβηχτούν παρακεί, να παραιτηθούν από το πόστο του προφήτη και να μπουν στη γραμμή του αγώνα δίχως προκαταλήψεις.

Το θησαυρό του κόμματος που σκόρπισαν αυτοί και βρήκαν την ευκαιρία να τον αρπάξουν και να γεμίσουν τα θησαυροφυλάκια τους, οι ψευτοεπαναστάτες ρεφορμιστές, παπατζήδες, μόνο οι νέοι μπορούν να τον μαζέψουν. Μόνο οι νέοι μπορούν να τον περισυλλέξουν. Το ΚΚΕ είναι κόμμα του λαού, κόμμα επαναστατικό λαϊκό και δεν είναι κόμμα εκλεκτών, ειδικών, ξεχωριστών ατόμων. Είναι πρωτοπορία αλλά οργανικά δεμένη με τις πλατιές μάζες, όπως τα βλαστάρια του δέντρου με το κορμό και τις ρίζες. Δεν εννοείται κόμμα, πρωτοπορία χωρίς μάζες. Οι θησαυροί του κόμματος ανήκουν σ’ όλους. Οι τιμές και οι δόξες ανήκουν σ’ όλους. Οι νίκες και οι ήττες ανήκουν στους στρατηγούς, και στους αξιωματικούς αλλά και στους στρατιώτες, γιατί χωρίς στρατιώτες δεν υπάρχουν αξιωματικοί και στρατηγοί, όσο κι αν θεωρούν τον εαυτό τους κατηγορία εκλεκτή. Από τους στρατηγούς και τους εκλεκτούς δε δημιουργούνται οι στρατιές. Από τους στρατιώτες βγαίνουν και αξιωματικοί και στρατηγοί.

Έγώ νομίζω ότι όλοι όσοι πολέμησαν, μάτωσαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, κόπιασαν και ίδρωσαν, όλοι όσοι έδωσαν ότι μπόρεσαν, όλοι, είτε ζωντανοί είτε πεθαμένοι, ανήκουν στο κόμμα. Είναι ο θησαυρός του κόμματος! Είναι οι νοικοκυραίοι. Κι ένα ακόμα: Την προσφορά τους σε αίμα και πόνους δεν μπορεί να τη σβήσει κανένα γραφτό και πολύ περισσότερο όταν αυτό γράφεται μόνο από τα δάχτυλα κι όχι από την ψυχή. Όσο γρηγορότερα το καταλάβουμε τόσο το καλύτερο για όλους μας. Ευτυχώς τώρα τελευταία πάνω σ’ αυτό πάνε καλά. Σταμάτησε το σκόρπισμα κι άρχισε το μάζεμα και παντού και στο τελευταίο χωριό, βγήκαν τα φύτρα ξανά, δυνατά, αγνά γιατί οι ρίζες ήταν βαθιές. Έτσι μόνο γέμισαν ξανά οι πλατείες και μάκρυναν οι φάλαγγες. Μακάρι να συνεχίσουν έτσι κι όλα θα πάνε καλά.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger