{[['']]}
Πάνος Γεωργόπουλος απ' το χωριό Κερπινή Γορτυνίας. Καθηγητής Γυμναστικής. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Υπολοχαγός του Δ.Σ.Ε. Επίτροπος Λαϊκής Παιδείας, μαζί με τα παιδιά της παιδικής εξοχής και τις δασκάλες το καλοκαίρι του 1948. Αυτοκτόνησε το Μάη του 1949 έξω απ ’ το χωριό του όταν κυκλώθηκε από τον εχθρό.
Με φώναξαν ένα μεσημέρι ο Γκιουζέλης και ο Κονταλωνης. Μαζί τους ήταν και ο Πέρδικας. Ο Γκιουζέλης μου ανακοίνωσε ότι θα φύγουν για τον Ταΰγετο. Αυτό δεν έπρεπε να το μάθει κανείς άλλος από μένα. Μαζί τους θα έπαιρναν και το Μάκη, έναν αντάρτη από τον Ταΰγετο που είχε κάπως εμπειρικά ειδικευτεί στη χρήση του ασύρματου. Δε θυμάμαι το επίθετό του. Ίσως το ξέρει ο Κονταλώνης. Πρέπει να ήταν από τα χωριά Γεωργίτσι - Αγόριανη - Πελάνα. Ακόμη θα πήγαινε μαζί τους και ο Αντρέας Αλεξόπουλος από το χωριό Δασοχώρι ή Λυκούρεσι της Πάνω Μεσσηνίας. Τελευταία, μετά τον τραυματισμό του στο αριστερό χέρι, στη μάχη που δώσαμε μαζί με τους άλλους τραυματίες στο χωριουδάκι Μάζι Καλαβρύτων, για να ξεφύγουμε από το μπλόκο, ήταν αποκρυπτογράφος της Μεραρχίας. Απ’ αυτόν έμαθα, μετά τη διάλυση της Μεραρχίας, ότι ο Γκιουζέλης απάντησε στο Ζαχαριάδη ότι μπορούμε να πάμε από το Μωριά με καΐκι να πάρουμε οπλισμό από τη Βόρεια Ελλάδα. Όπως έμαθα σκοτώθηκε σε κάποιο χωριό εκεί γύρω στην Πελάνα Λακωνίας μια νύχτα που πήγαν να πάρουν ψωμί.
Μέχρι το Μοναστήρι στα Αμπελάκια θα τους συνόδευε ο Πέρδικας και ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο αδερφός του Γιώργη του Κάπα που ήταν επίτροπος του Αρχηγείου Μαίναλου. Μετά θα γύριζαν πίσω να ανταμώσουμε. Το ίδιο απόγευμα θα έφευγε και ο Γιαλαμάς μόνος του να πάει στη νεκρή γυάφκα στον κάμπο της Μηλιάς απ’ έξω από το χωριό Πέλαγος της Μαντινείας, για να δει μήπως ο Μουλόπουλος είχε στείλει κανένα μήνυμα. Είχαμε μαύρα μεσάνυχτα. Ο Μουλόπουλος είχε εκτελεστεί και μεις περιμέναμε μηνύματα και πράσινα άλογα. Ο Ετεοκλής Δουμουλάκης θα έφευγε μ’ άλλους δύο για να φέρει τρόφιμα.
Έτσι μόλις κάθισε ο ήλιος αποχαιρετιστήκαμε με τον Γκιουζέλη - Κονταλώνη. Τράβηξαν κατά το Λυκοχιώτικο. Οι υπόλοιποι αντάρτες δεν πήραν είδηση. Νόμισαν ότι χωρίζουμε για αποστολή. Τους πήρα κι απομακρυνθήκαμε από το λημέρι μας κάπου πεντακόσια μέτρα. Από εκεί χώρισε και ο Ετεοκλής για τη δική του αποστολή και ο Γιαλαμάς Αντρέας για τη δική του. Όταν χωριζόμασταν ο Γκιουζέλης μου είπε να προσέχω για να μη πάθει ζημιά η ομάδα. Του απάντησα ότι θα προσέχω και να είναι σίγουρος ότι δε θα πάθουμε καμιά ζημιά και ότι θα τους περιμένουμε ότι και να γίνει, ας στείλουν εναντίον μας όσο στρατό θέλουν και τελειώνοντας του είπα ότι «μόνο θα μας ακούνε και δεν θα μας βλέπουνε». Χαμογέλασε με πίκρα, σφίξαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Οι τελευταίες του κουβέντες ήταν «θα ανταμώσουμε σύντομα, όλα θα πάνε καλά».
Εγώ δεν πίστευα ότι θα ανταμώσουμε ξανά. Μέχρι κείνη τη μέρα μ’ όποιον χωρίζαμε δεν ξανασμίξαμε. Το ίδιο θα γίνονταν και τώρα. Κάποιον από τους δυο μας ή και τους δυο μας θα τούκοβαν το κεφάλι και θα το γύριζαν από χωριό σε χωριό ή θα το κρέμαγαν σε καμιά πλατεία, στο παζάρι, όπως έκαναν όταν οι Έλληνες είχαν ακόμη αφέντη το Σουλτάνο. Ακόμη και τώρα πολλές φορές στον ύπνο μου, χαμένος μέσα σε δάση άγνωστα, ψάχνω να τους βρω. Τους περιμένω γυμνός, ξυπόλητος και πεινασμένος μα αυτοί δε φαίνονται. Πάω στη γιάφκα μας, στο παλιάλωνο στον Ξερόκαμπο προς το Στεμνιτσιώτικο Μαίναλο κι αυτοί δεν έχουν αφήσει κανένα σημείωμα. Και λιώνω από την αγωνία. Μα αυτοί δεν έρχονται και από την αγωνία μου ξυπνώ
και κουνώ το κεφάλι μου για να διώξω τον ύπνο. Και μετά λυπάμαι που ξύπνησα κι εκόπηκε το όνειρο και χάθηκε η ελπίδα ότι θα τους ανταμώσω.
Ο Γκιουζέλης χάθηκε, σκοτώθηκε στη θέση Λουσίνα βόρειο Ταΰγετο πάνω από το χωριό Καστανιά Λακωνίας. Εκεί έκλεισε ο επαναστατικός κύκλος της δράσης του. Πέρασε από φυλακές και εξορίες, πέρασε από παρανομίες και τόσες μάχες κι ήρθε στον κατακαημένο Μωριά να αφήσει τα κόκαλά του. Ήρωας αυτός, ήρθε να αναπαυθεί στο νεκροταφείο των Ηρώων, στον κατακαημένο Μωριά. Τουλάχιστον σ' αυτό δεν ατύχησε. Τα βουνά του Μωριά, ο Ταΰγετος, φιλοξενούν στα χώματά τους, από καταβολής, χιλιάδες ήρωες, ντόπιους αλλά και ξενομερίτες. Άξιος ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Στέφανος Γκιουζέλης. Τ’ αγρίμια και τα όρνια ανάπαυσαν το βασανισμένο κορμί του και πέταξαν από βουνοκορφή σε βουνοκορφή κι άπλωσαν την ψυχή του να αναπαυτεί σ’ όλο το Μωριά γιατί διαφέντεψε την πάλη του για δύο χρόνια. Γιατί ήταν αρχηγός του Μωριά στην κρίση-μη και θανάσιμη πάλη του με τους νέους Μπραΐμηδες.
Έτσι ήταν πάντα. Έτσι θα είναι πάντα. Ο κλεφτοκαπετάνιος, ο ανταρτοκαπετάνιος θάβεται από τα μαύρα κοράκια της πατρίδας μας και όχι από τους μαυροφορεμένους παπάδες. Το κορμί του το παίρνουν μπουκιά, μπουκιά τα άγρια πουλιά και το σκορπάνε σ' όλα τα βουνά, σ ’ όλους τους κάμπους για μαγιά για τον καινούργιο ξεσηκωμό. Γίνεται λίπασμα, γίνεται νεράκι κρυσταλλένιο που τρέχει από όλες τις βρυσούλες και θρέφονται τα δάση μας που θα κρύψουν, που θα ξεκουράσουν τους καινούργιους μαχητές. Το όνομά του γίνεται τραγούδι, παραμύθι, ιδέα που νανουρίζει, γαλουχεί και οδηγεί τα νέα βλαστάρια του λαού της Ελλάδας. Πάντα έτσι ήταν. Πάντα έτσι θα’ναι. Οι αντάρτες θα πολεμάνε, θα νικάνε, θα σκοτώνονται και τα αγρίμια και τα πουλιά θα σκορπάνε το κορμί τους για μαγιά σ’ όλα τα βουνά, σ’ όλους τους κάμπους, σ’ όλη την Ελλάδα για τον καινούργιο σηκωμό. Πάντα έτσι θα είναι σε τούτο τον τόπο μέχρι να λευτερωθεί, μέχρι να γίνει αφέντης ο ίδιος ο λαός.
Ανώφελοι εμείς που το κορμί μας δεν τόφαγαν τα άγρια τα πουλιά και δεν έγινε μαγιά. Είναι γλυκιά η ζωή, όταν πέφτεις όμως από τόσο ψηλά και βροντοχτυπιέσαι τόσο, έρχονται στιγμές που μακαρίζεις τους νεκρούς, αυτό βέβαια για μια στιγμή. Όλοι ζηλεύουμε τη δόξα και το μεγαλείο της θυσίας των νεκρών, λίγοι όμως μπορούν να τη φτάσουν. Όποιος θέλει ας το πιστέψει. Λίγοι θα το πιστέψουν! Μήπως όλα όσα έγιναν τότε δεν είναι απίστευτα! Γι' αυτό δεν πρέπει παντού κι σ’ όλους να μιλάμε γι ’ αυτά, γιατί γελάνε όταν μας ακούνε, μας περνάνε για παραμυθάδες.
Όταν έφυγαν όλοι, πήρα αυτούς που έμειναν και πήγα για να ξενυχτήσουμε μέσα βαθιά στο δάσος. Ανάψαμε φωτιά και βράσαμε λίγα χόρτα και ψήσαμε μερικά σαλιγκάρια. Φάγαμε αυτά τα λίγα που τα λέγαμε φαγητό και κουλουριαστήκαμε στα κουρέλια μας για να κοιμηθούμε. Είχα τώρα μαζί μου το Μήτσο Αποστολάκο από το χωριό Παπαδιάνικα της Λακωνίας, τον Κανατά Κώστα από το χωριό Βαμπακού Λακωνίας, τον μπάρμπα Παύλο Κούζουνα από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας, το Νίκο Χαλάτση από το χωριό Σούρπη του Βόλου και την Παναγιώτα Αναγνωστοπούλου από το χωριό Χωτούσα Μαντινείας.
Ο Ετεοκλής έφυγε με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, το Γιώργη Καλοβέσιο από το χωριό Σκούπι Καλαβρύτων και το Θανάση Κολοβό από το χωριό Άγιο Φλώρο Μεσσηνίας. Ο Γκιουζέλης πήρε μαζί του τον Κονταλώνη, τον Αλβανοέλληνα Κώστα Καζατζή, το Μάκη, τον Αντρέα Αλεξόπουλο, τον Πέρδικα και τον Γιάννη Σπυρόπουλο. Ο Πέρδικας και ο Γιάννης Σπυρόπουλος θα γύριζαν πίσω από τα Αμπελάκια. Ο Γιαλαμάς έφυγε για το ραντεβού με το Μουλόπουλο. Ο Κατριβάνος Παναγιώτης, Βασίλης Κωνσταντόπουλος ή Λύσσαντρος, ο Αρίστος Βασιλόπουλος, είχαν φύγει για τη Μεσσηνία κι ακόμη τους περιμέναμε. Είχαν τότε εκτελεστεί και δεν το ξέραμε. Ο Σταματόγιαννης από το χωριό Λαγγάδια με το Βασίλη Κόκκινη από το χωριό Βαλτεσινίκου Γορτυνίας και τον Πάνο Γεωργόπουλο, είχαν φύγει για τη Γορτυνία κι ακόμη δεν είχαν γυρίσει. Τότε ζούσε μόνο ο Σταματόγιαννης, οι άλλοι είχαν σκοτωθεί και δεν το ξέραμε γι’ αυτό τους περιμέναμε στην γυάφκα. Αν δεν χωριζόμασταν και μέναμε μαζεμένοι ίσως τα καταφέρναμε καλύτερα. Είμασταν είκοσι έξι ντουφέκια και θα λύναμε καλύτερα τα προβλήματά μας. Ο Γκιουζέλης όμως και οι άλλοι προτίμησαν το χώρισμα.
Εγώ λοιπόν έμεινα στο Μαίναλο για να τους περιμένω όλους. Έπρεπε συνεπώς να παρακολουθώ τις γιάφκες κανονικά και να μη ξαναπάθουμε αυτό που πάθαμε με τον Γκιουζέλη όταν είχαμε συμφωνήσει να πηγαίνουμε στο ραντεβού τις ζυγές ημερομηνίες και από λάθος του Γκιουζέλη Κονταλώνη αυτοί πήγαιναν τις μονές ημερομηνίες και μεις τις ζυγές. Μια βδομάδα δεν μπορούσαμε να συναντηθούμε. Τελικά συναντηθήκαμε τυχαία ψάχνοντας οι μεν για τους δε στα διάφορα στέκια μας. Όταν συναντηθήκαμε, εμείς υποστηρίζαμε ότι εκείνη η ημέρα είναι ζυγή ημερομηνία και αυτοί μονή. Μετά από δέκα μέρες μάθαμε ποιος είχε δίκιο. Τότε που είδαμε ότι και το Πάσχα ήρθε μια βδομάδα νωρίτερα.
Το να πηγαίνεις στα σημεία του ραντεβού δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ήταν ολόκληρη επιχείρηση. Έπρεπε να πλησιάζεις εκεί από το απόγευμα ή και το μεσημέρι. Να παρακολουθείς γύρω γύρω μέσα στα έλατα αν υπάρχει ησυχία. Μόλις σουρουπώνει να πλησιάζεις σιγά - σιγά σε απόσταση εκατό πενήντα μέτρα. Όταν νυχτώνει καλά, αθόρυβα να πηγαίνεις στο σημείο που πρέπει. Να σηκώνεις με προσοχή τα χαμόκλαδα. Να σηκώνεις μετά την πέτρα για να δεις μήπως υπάρχει σημείωμα. Μετά να βάζεις τα πράγματα όπως ήταν και να φεύγεις χωρίς να αφήνεις σημάδια. Έπρεπε εκεί πίσω, μέσα στα έλατα να τραβηχτείς και να περιμένεις μια ώρα περίπου μήπως ακούσεις το συνθηματικό χτύπημα σε ξύλο ή σε πέτρα για να απαντήσεις και συ και μετά να δόσεις αναγνώριση με διάφορα περιστατικά από την αντάρτικη ζωή μας και έτσι να γίνει η αναγνώριση.
Αυτά θα ήταν ωραία παιχνίδια αν γύρω παντού δεν υπήρχε ένα δίχτυ από ενέδρες που έστηνε ο εχθρός, που συνεχώς είχε μέσα στο Μαίναλο τρεις χιλιάδες άντρες. Βάλε πόσες ενέδρες στήνουν αυτοί αν τους χωρίσεις σε ομάδες 10-12 αντρών. Τα πράγματα γίνονταν ακόμη δυσκολότερα όταν στα σημεία των ραντεβού έστηνε ο εχθρός στέκι ή ενέδρα. Η θέση μας ήταν δύσκολη γιατί εμείς έπρεπε να πηγαίνουμε εκεί και να παρακολουθούμε γύρω - γύρω για να προφυλάξουμε τους δικούς μας από την ενέδρα αφού δεν μπορούσαμε ούτε το σημείο ραντεβού να αλλάξουμε ούτε να τους ειδοποιήσουμε. Έπρεπε να μείνουμε εκεί κοντά και νάχουμε τα μάτια μας τέσσερα να ειδοποιήσουμε, δηλαδή να τους προλάβουμε και αν αυτό δεν το πετυχαίναμε να ε-πέμβουμε με τα ντουφέκια μας αν οι δικοί μας την πατούσαν. Ήταν δύσκολο πράγμα όλη αυτή η υπόθεση γιατί το δάσος κρύβει, αλλά και δεν ελέγχεται εύκολα.
Η δουλειά είχε ξεκινήσει στραβά. Η διοίκηση έκανε την απερισκεψία να ορίζει τον ίδιο τόπο για συνάντηση ή επαφή για όλους όσους έφευγαν για μακρινές αποστολές. Έτσι στο ίδιο μέρος περιμέναμε και την ομάδα Κατριβάνου - Λύσσαντρου -Βασιλόπουλου και την ομάδα Σταματόγιαννη - Κόκκινη - Γεωργόπουλου και την ομάδα Δουμουλάκη - Παπακωνταντίνου. Τέλος και τον Πέρδικα και το Γιαλαμά στο ίδιο μέρος τους περιμέναμε. Ευτυχώς δεν είχε ορίσει το ίδιο μέρος με τους Ψυχαραίους. Αυτοί παρουσιάστηκαν και κατέδωσαν το μέρος επαφής. Δεν πάθαμε όμως ζημιά εμείς γιατί όπως είπα παίρναμε πάντοτε αυστηρά μέτρα στα ραντεβού. Πηγαίναμε με χίλιες προφυλάξεις και ελέγχους ολοήμερους. Έτσι πήγαμε τρεις φορές στο σημείο επαφής με τους Ψυχαραίους και τις τρεις φορές βρήκαμε χωροφύλακες να έχουν στήσει ενέδρα γύρω - γύρω. Το σημείο δε σήκωνε ενέδρα τυχαία. Καταλάβαμε ότι κάτι συνέβαινε. Μπορούσαμε να τους χτυπήσουμε από πίσω. Δεν τους χτυπήσαμε καλού - κακού μήπως μία στις εκατό δεν ήταν προδομένο το σημείο επαφής. Μετά από ένα μήνα που περάσαμε βρήκαμε χαλασμένα τα πολυβολεία τους. Δεν ξέραμε τι συνέβη.
Μετά στη φυλακή έμαθα ότι παραδόθηκαν. Και τι άλλο να έκαναν; Να αυτοκτονούσαν; γιατί να αυτοκτονήσουν; τι κακό έκαμαν; Αυτοί τα έδωσαν όλα για τον αγώνα. Τι φταίνε αυτοί σαν χάσαμε; Πλήρωσαν κι αυτοί το φόρο αίματος στον αγώνα. Μετά την παράδοσή τους δολοφόνησαν οι στρατιώτες τον έναν αδερφό τους το Μήτσο Ψυχάρη, τον πιο καλό απ’ όλους, που ήταν διοικητής τμήματος πολιτοφυλακής στα χωριά Ασέα Πάπαρι. Για να σκεπάσουν τη δολοφονία τον πήραν δήθεν σαν οδηγό στα έλατα για να βρουν εμάς και δήθεν έπεσαν σε ενέδρα δικιά μας και σκοτώθηκε, ενώ καμιά ενέδρα δεν έγινε. Αυτά τα έμαθα μετά στο στρατόπεδο. Παραδόθηκαν και γλύτωσαν τα παιδάκια. Μακάρι να γλύτωναν και κείνα τα παιδάκια που δολοφόνησαν στη θέση Βελιτσί του Ταΰγετου. Γλύτωσαν και οι μεγάλοι. Τι θα κέρδιζε το κίνημα αν χάνονταν και δέκα ακόμα; Είναι κι αυτή μια άποψη που κάτι λέει, τώρα που πέρασε ο παροξυσμός της σύγκρουσης.
Και δεν ήταν μόνο ότι την κεντρική γιάφκα την είχε κοινή για όλες τις αποστολές αλλά έκαμε και δεύτερο λάθος, την όρισε σε σημείο τέτοιο που ήταν πέρασμα και ξέφωτο. Έτσι την ημέρα δε σήκωνε συνάντηση γιατί φαίνονταν από μακρυά. Αυτό δεν ήταν και τόσο κακό. Το πέρασμα ήταν το άσχημο. Σ’ αυτό όπως φαίνεται η διοίκηση οδηγήθηκε για να υπάρχει ευχέρεια να συναντιόμαστε όλοι, όλες οι αποστολές έστω και τυχαία, χωρίς καθορισμένες ώρες και μέρες. Αυτό σε μια κατάσταση κάπως ομαλή ήταν λογικό. Αλλά σε μια κατάσταση σαν τη δικιά μας ήταν εγκληματικό. Σε τέτοιες καταστάσεις ορίζονται διαφορετικά σημεία και για κάθε αποστολή χωριστά. Η διοίκηση προτίμησε την άλλη λύση την πιο απλή. Αυτό μας οδήγησε σε περιπέτειες.
Ευτυχώς δε πάθαμε ζημιά χάρη στα σχολαστικά μέτρα προφύλαξης, κατά την προσέγγιση και κατά την παραμονή και αποχώρηση. Σ’ αυτό βοήθησαν και τα αποσπάσματα της χωροφυλακής και του στρατού που δεν έπαιρναν μέτρα γιατί θορυβούσαν πότε - πότε, κάπνιζαν, κουβέντιαζαν όλο και κάτι έκαναν όταν ενέδρευαν.
Εγώ λοιπόν, έμενα στο Μαίναλο για να φυλάω το ραντεβού μ’ όλες τις αποστολές, χωρίς ψωμί, χωρίς πολλά φυσίγγια στα τέσσερα ντουφέκια μας. Όταν όμως έφυγε ο Γκιουζέλης με τους άλλους ένοιωσα ένα ξαλάφρωμα κι ας αναλάβαινα τέτοια ευθύνη. Ξαλάφρωσα γιατί θα αρμένιζα τώρα το καράβι μου μόνος μου. Είχα σκάσει με τις χοντροκεφαλιές τους. Ενώ δεν γνώριζαν τον τόπο, δεν ήξεραν από παρανομία, επέμεναν και δεν άκουγαν τίποτε σαν να ήταν κουφοί. Την άλλη μέρα πήρα την ομάδα και πήγα προς το Γαρζενικιώτικο. Τρυγίσαμε μερικές κυψέλες χρησιμοποιώντας μπόλικο νερό, που δεν κατέστρεφε τις μέλισσες. Αυτή η τεχνική ήταν απλή. Μόλις νύχτωνε οι μέλισσες μαζεύονταν μέσα στην κυψέλη. Όταν βγάλεις το σκέπασμα δεν κουνιώνται. Τότε τους ρίχνεις ένα ντενεκέ νερό και αυτές όπως βρέχονται δεν μπορούν να πετάξουν αλλά πέφτουν στο κάτω μέρος της κυψέλης. Έτσι παίρναμε τα τελλάρα με τις κυρήθρες. Μάζεψα λοιπόν μισό γκαζοντενεκέ μέλι. Γυρίζοντας μαζέψαμε χόρτα και σαλιγκάρια.
Μετά πήγα και έστησα το στέκι μου πάνω ακριβώς από τον ξερόκαμπο που πάει ο δρόμος για τη Στεμνίτσα. Κάτω στον κάμπο ήταν ο σταθμός διοίκησης της Ταξιαρχίας του στρατού. Από το παρατηρητήριο στο έλατο βλέπαμε και την παραμικρή τους κίνηση. Ακούγαμε τις φωνές τους και τις κουβέντες τους ακόμη. Μόλις σουρούπωνε κατεβαίναμε στην άκρη στα έλατα. Τους βλέπαμε που κάθονταν γύρω - γύρω στις φωτιές τους κι ακούγαμε και αυτά που κουβέντιαζαν. Ακόμη και τα OVER που έλεγαν στον ασύρματο ακούγαμε. Έτσι είχα άμεση αντίληψη για το τι κάνει ο εχθρός. Ήξερα πότε βγαίνουν για εξερεύνηση και κατά που πηγαίνουν γιατί οι λόχοι έφευγαν σε φάλαγγες κατ’ άντρα. Όποιος ήξερε το μέρος έπιανε αμέσως το σχέδιο τους. Εκεί ήμουνα ασφαλισμένος.
Μια ώρα νύχτα τραβιόμασταν στο λημέρι μας που δεν ήταν μακρυά. Ήταν σ’ ένα γούπατο, αυτά που είναι σαν κρατήρες ηφαιστείου και δεν τα υπολογίζεις ότι υπάρχουν όπως είναι σκεπασμένα από θεόρατα έλατα. Για να φθάσουμε εκεί περνούσαμε από μια ζώνη παγωμένο χιόνι. Εκεί βγάζαμε τα παπούτσια μας και περνούσαμε ξυπόλητοι πάνω στο παγωμένο χιόνι για να μην αφήνουμε σημάδια. Στο γούπατο ανάβαμε φωτιά και βράζαμε τα χόρτα μας. Εκεί συναντιόμασταν και με την αποστολή που πήγαινε για την γιάφκα. Συνήθως πήγαιναν δύο. Έφευγαν το μεσημέρι και γύριζαν τα μεσάνυχτα. Πόσα χτυποκάρδια περάσαμε αντικρύζοντας εκείνο το μισοχαλασμένο αλωνάκι που βρίσκονταν πάνω σ’ ένα σαμάρι, ανάμεσα σε εγκαταλειμένα πια χωράφια από τους Στεμνιτσιώτες!
Οι αντάρτες όταν για πρώτη φορά καθίσαμε τόσο κοντά στην διοίκηση του εχθρού τρομοκρατήθηκαν. Τους εξήγησα γιατί πρέπει να καθόμαστε εκεί. Κατάλαβαν ότι έτσι είμαστε πιο ασφαλισμένοι γιατί βλέπουμε τον εχθρό και γιατί ο εχθρός ποτέ δεν φαντάζεται ότι είμαστε μέσα στη μύτη του και δεν ψάχνει εκεί, αλλά μακρυά. Σιγά - σιγά συνήθισαν αφού έβλεπαν κι άκουγαν, αφού είδαν με τα μάτια τους ότι ο εχθρός περνάει σε φάλαγγα από εκεί κοντά μας χωρίς να ψάχνει και χάνεται μέσα στο δάσος ακολουθώντας τους δασικούς δρόμους. Όταν βλέπεις και ακούς τον εχθρό είσαι ασφαλισμένος. Όταν δεν μπορείς να τον βλέπεις και να τον ακούς προσπαθείς να μαθαίνεις. Γι’ αυτό σκίζονται όλοι για πληροφορίες. Όταν μετά γύρισε ο Πέρδικας, ο Ετεοκλής και ο Γιαλαμάς έτριβαν τα χέρια τους από χαρά για τα όσα έβλεπαν από το παρατηρητήριο στο έλατο.
Οι μέρες περνούσαν και καμιά από τις αποστολές δε φαίνονταν. Εμείς πηγαίναμε κάθε βράδυ στο σημείο του ραντεβού. Πηγαίναμε με χαρά κι ελπίδα και φεύγαμε πικραμένοι και σκεφτικοί. Το φαγητό μας ήταν χόρτα, σαλιγκάρια και δύο κουταλιές της σούπας μέλι. Τα σημάδια της πείνας άρχισαν να φαίνονται πια καθαρά. Κάθε μέρα εξαθλιωνόμασταν και πιο πολύ. Τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας άρχισαν να διαλύονται. Δεν υπήρχε ούτε κλωστή ούτε βελόνα.
Μια μέρα είδαμε πέρα προς το Ζυγοβιστινό ένα κοπάδι πρόβατα. Πήραμε μεγάλη χαρά. Πιστέψαμε ότι τέλειωσε ο αποκλεισμός. Το πιστέψαμε γιατί εμείς είχαμε πολλές μέρες να δώσουμε σημεία ζωής. Συνεπώς έπρεπε να λυθεί η πολιορκία. Μόλις γύρισε ο ήλιος ξεκινήσαμε μέσα στα έλατα να πλησιάσουμε στο κοπάδι. Το παρακολουθούσαμε όλο το απόγευμα γύρω - γύρω για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Μόλις άρχισε το σίδωμα βγήκαμε από τα έλατα. Όμως γρήγορα απογοητευτήκαμε. Το κοπάδι ολοταχώς πήρε το δρόμο για το Ζυγοβίστι. Είχε ξεκοπεί ένα πρόβατο. Το απομονώσαμε και προσπαθούσαμε να το πιάσουμε. Δύο - τρεις φορές το στριμώξαμε σε αδιέξοδα αλλά μας ξέφευγε. Τελικά αγριεύτηκε, πήδησε μια νεροφαγή και το χάσαμε από τα μάτια μας.
Νύχτωσε πια και γυρίσαμε καταδικασμένοι μέσα στο δάσος που έμοιαζε με κόλαση και παράδεισο. Ήταν κόλαση γιατί δεν υπήρχε τίποτα για να βάλεις στο στόμα σου. Παράδεισος γιατί σε προστάτευε απ’ όλους τους διαβόλους του φασισμού και τα τέρατα της ξενοδουλείας. Ήταν μεγάλη η απογοήτευσή μας γιατί πεινούσαμε πολύ και ενώ περιμέναμε να φάμε κρέας δε φάγαμε τίποτα γιατί όλο το απόγευμα δε μαζέψαμε ούτε χόρτα, ούτε σαλιγκάρια. Μετά από δύο μέρες μπήκε από τη Στεμνίτσα πάλι ένα κοπάδι. Αυτή τη φορά μπήκε στο δάσος. Κινούνταν όμως κάπως ύποπτα. Ακολουθούσαν όλο το δρόμο και το ξέφωτο. Αρχίσαμε να τον παρακολουθούμε. Γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι το κοπάδι το ακολουθούσαν ντυμένοι με κάπες κάμποσοι χωροφύλακες μέσα στα έλατα. Αν εκεί κοντά δεν είχαμε το σημείο του ραντεβού μας, θα ξεπατώναμε μερικούς έξυπνους μπούφους. Εκείνη η περιοχή όμως έπρεπε να μείνει ήσυχη μέχρι να γυρίσουν οι αποστολές. Εκεί δεν έπρεπε να γίνει καμιά σύγκρουση.
Καθίσαμε λοιπόν ήσυχα και παρακολουθούσαμε. Πιστεύαμε ότι σιγά - σιγά θα τραβήξουν κατά το Ζυγοβιστινό. Όμως αυτοί πισωγύρισαν και βγήκαν από το δάσος. Την άλλη μέρα η Παναγιώτα Αναγνωστοπούλου από το χωριό Χωτούσα, ζήτησε να φύγει να πάει στο σπίτι της γιατί κουράστηκε πια και δεν άντεχε άλλο. Για μένα ήταν φοβερό το δίλημμα. Να την αφήσω ή όχι! Αν δεν την έδιωχνα θα έφευγε μόνη της και κάπου εκεί θα την έπιαναν ή θα παρουσιάζονταν. Το ίδιο θα γίνονταν αν την έδιωχνα για το σπίτι της. Έτσι τελικά ο εχθρός θα τα μάθαινε όλα. Θα κινδύνευαν όλα. Βέβαια δεν ήξερε ακριβώς το ραντεβού αλλά την περιοχή την ήξερε μέσες άκρες.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς δεν μπορούσα να αγνοήσω ότι κινδύνευαν όλες οι αποστολές. Έπρεπε να κερδίσω χρόνο. Τρεις -τέσσερις μέρες. Είπα λοιπόν στα παιδιά για να τ’ ακούσει και η Παναγιώτα ότι «θα φύγουμε για το Λυκοχιώτικο γιατί εκεί περιμέναμε τους άλλους που θα γυρίσουν».
Τραβηχτήκαμε λοιπόν στο Λυκοχιώτικο. Κάθε απόγευμα έφευγα μ’ άλλον έναν και αφού περνούσα μέσα από χίλιες δύο παγίδες παρακολουθούσα τα ραντεβού. Μετά από δύο μέρες περάσαμε προς τα Κανελλάκια. Το ίδιο έγινε κι από εκεί. Έτσι η Παναγιώτα χαζοσκόπισε. Οπωσδήποτε θα της δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι κάπου εκεί στις Μουτσιάρες, Βρύση Κολοκοτρώνη, περιμένουμε τους άλλους. Τ’ άλλα παιδιά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί το έκανα αυτό. Νόμιζαν ότι αλλάζω λημέρια για ασφάλεια. Ήρθε λοιπόν η ώρα να φύγει η Παναγιώτα και να βγω και γω από το αδιέξοδο. Τη φώναξα και της εξήγησα το δρομολόγιο που θα ακολουθήσει για να φθάσει στο χωριό της Χωτούσα Μαντινείας. Ευτυχώς ακόμη φορούσε το φουστάνι της. Έβγαλε το παντελόνι, άφησε το μπουφάν, φόρεσε μια φανέλλα πλεχτή εξωτερική, της δόσαμε κι ένα σακκί κι ήταν έτοιμη για την τελευταία αποστολή της: να φθάσει στο σπίτι της. Από εκεί και πέρα, άλλοι θα μπορούσαν να την βοηθήσουν. Εμείς, εγώ, τίποτα δεν θα μπορούσαμε να της προσφέρουμε.
Μόλις νύχτωσε τραβήξαμε προς το χωριό Πυργάκι. Εκεί κοντά στο δρόμο Βυτίνας - Δημητσάνας ήταν μερικές κυψέλες. Πήραμε μέλι, βγάλαμε την Παναγιώτα στο δρόμο και της έδοσα ξανά να καταλάβει το δρομολόγιο. Επέμενα να ακολουθήσει τη δημοσιά, όλο τη δημοσιά μέχρι το χωριό Κιούση. Εκεί να πάρει το δρόμο για το χωριό της. Να πηγαίνει όλο το δρόμο για να μην πέσει σε ενέδρα. Δεν έστηναν τώρα πια ενέδρες στη δημοσιά. Κι αν πέσει πάνω τους να δουν ότι είναι κοπέλα και να μην την σκοτώσουν. Αν την πιάσουν να κάνει τη χαζή, να χαζοφέρνει, να τρέχουν τα σάλια της αν μπορεί, να την πάρουν για χαζή και να μην υποπτευθούν ότι ήταν αντάρτισσα, έτσι όπως θα την έβλεπαν ξυπόλητη και με σκισμένα φουστάνια. Θα την πάνε στα χωριά για να μάθουν ποιά είναι. Όταν την πάνε στα χωριά, τότε και να μάθουν, δεν θα την πειράξουν. Έπρεπε να φερθεί έτσι. Αν δεν έκανε τη χαζή και την έπαιρναν είδηση αλίμονο της. Θα τη βίαζαν και μετά θα την σκότωναν, αν έπεφτε σε αποσπάσματα των χιτομάϋδων. Αν έπεφτε σε φαντάρους θα γλίτωνε το βιασμό. Την αποχαιρετήσαμε κι έφυγε.
Ήταν μια βραδιά με φεγγάρι σαν ημέρα. Έφθασε σώα στο χωριό της, μπήκε κρυφά στο κατώγι του σπιτιού της και την άλλη μέρα τη βρήκαν οι δικοί της. Πλύθηκε, άλλαξε ρούχα, ντύθηκε σαν κοπέλα και μετά την πήραν οι δικοί της και την παρουσίασαν στο στρατό. Σώθηκε. Την άφησαν ελεύθερη μετά από το στρατόπεδο. Πιστεύω ότι τώρα θα είναι γιαγιά και θα διηγείται αυτήν την ιστορία σαν παραμύθι στα εγγονάκια της. Όταν την αποχαιρέτησα ένοιωσα θλίψη και ανακούφιση. Θλίψη γιατί αποχωριζόμουνα μια συντρόφισά μου και την έστελνα πίσω στη ζούγκλα του φασισμού ή και στο στόμα του λύκου. Δεν τόχα σίγουρο ότι θα φθάσει σώα στο σπίτι της. Ίσως να την έτρωγε το φεγγάρι. Μα κι αν έφθανε ζωντανή στο σπίτι της από εκεί θα άρχιζε ένας νέος βασανιστικός δρόμος γι’ αυτήν στα χέρια του φασισμού. Έτσι πίστευα.
Εκεί έφθασαν λοιπόν τα πράγματα! Να στέλνω εγώ πίσω στο φασισμό μια κοπέλα πού πίστεψε σε μας, που πίστεψε ότι θα της χαρίσουμε τη λευτεριά της. Ένοιωσα όμως και ανακούφιση γιατί ξέφυγα από τη φοβερή θέση να κρατώ μαζί μας κάποιον που θέλει να φύγει. 'Ηξερα ότι θάβρισκα το διάβολό μου όταν θα γύριζαν οι άλλοι. Θα γκρίνιαζαν γιατί τόκανα αυτό και την άφησα να φύγει. Θα έλεγαν τόσα και άλλα, ότι θα μας προδώσει, θα δώσει πληροφορίες κ.λπ. Αυτά όλα τώρα πια δεν τα λογάριαζα. Σε δυό - τρεις μέρες θα τους πέρναγε. Όμως δεν είπαν τίποτε. Όταν αντάμωσα αργότερα τον μπάρμπα της Παναγιώτας Αναγνοστοπούλου, στο στρατόπεδο και έμαθα ότι σώθηκε, χάρηκα κι ανακουφίστηκα για δεύτερη φορά.
Την άλλη μέρα ξαναγυρίσαμε στο Στεμνιτσιώτικο Μαίναλο κοντά στους φίλους μας στον Ξερόκαμπο και κοντά στην γιάφκα μας. Ο καιρός μάζευε κι έπρεπε πια να γυρίσουν οι αποστολές. Είχα κουραστεί και γω να μένω εκεί δεμένος στο παλούκι σαν το άλογο στο αλώνι. Έπρεπε να κινηθώ, να βγω από τα έλατα για λίγο ψωμί. Κλείναμε μήνα που δεν είχαμε φάει μπουκιά. Όλο χόρτα και σαλιγκάρια. Την άλλη μέρα καθώς πήγαινα με τον Κώστα Κανατά για τη γιάφκα, ακούσαμε βήματα. Σταματήσαμε να ακούσουμε καλά. Πραγματικά κάποιος βάδιζε στο δρομάκι. Ήταν η ώρα πέντε το απόγευμα. Μόνο πολίτης ή στρατιώτης θα μπορούσε να βαδίζει τέτοια ώρα στο δρόμο μόνος του. Κρυφτήκαμε πίσω από κάτι κέδρα, χωριστά ο ένας από τον άλλον. Είδαμε λοιπόν έναν με χακί και γηλιό να βαδίζει χωρίς να παίρνει μέτρα. Αποφασίσαμε να τον πιάσουμε αφού ήταν μόνος του. Πάνω στην κατηφόρα για να μην ακουστεί τίποτα προς τα πίσω, δηλαδή από εκεί που έρχονταν, τον καρφώσαμε με τα όπλα.
Έκπληκτοι είδαμε ότι αντί για φαντάρο πιάσαμε το Θανάση Κολοβό από το χωριό 'Αγιο Φλώρο της Μεσσηνίας. Ήταν με την αποστολή του Ετεοκλή Δουμουλάκη, που είχαν πάει προς τη Λυκόσουρα Άνω Καρυές Άνω Μεσσηνία. Μας είπε λοιπόν ο Θανάσης ότι καθώς γύριζαν στο Μαίναλο λημέριασαν πάνω από το πηγάδι στο Ραπούνι. Εκεί κι ενώ κολάτσιζαν, έπεσαν πάνω τους δύο ομάδες στρατιώτες. Χτυπήθηκαν κι αυτός ξεκόπηκε από τους άλλους. Έτσι όπως μας τάλεγε ήταν μπερδεμένα και δεν μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα. Πίστεψα ότι η αποστολή του Ετεοκλή έπαθε ζημιά. Είχα όμως την ελπίδα ότι κάποιος θα γλύτωσε και πρέπει νάρθει. Είχαμε όμως και κάτι ευχάριστο. Ο Θανάσης είχε στο γηλιό του μια τεψόπιττα ψωμί και μια καραβάνα βούτυρο. Περάσαμε αρκετές μέρες με την τεψόπιττα. Μοιράζαμε μπουκιές - μπουκιές.
Μετά το μπλοκάρισμα της ομάδας του Ετεοκλή ο εχθρός άρχισε συχνές εξερευνήσεις. Έτσι τάφερε η τύχη και επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες δύο ομάδες στρατού έστηναν ενέδρα ακριβώς πάνω στο αλωνάκι απέναντι από το έλατο που είχαμε γιάφκα. Πηγαίναμε για το ραντεβού και βρίσκαμε εκεί τους φαντάρους. Μου πέρασε από το μυαλό μήπως έχει προδοθεί η γιάφκα. Μετρώντας όμως τα πράγματα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είχε καρφωθεί η γιάφκα. Αν είχε καρφωθεί, ο εχθρός δεν θα κινούνταν την ημέρα πάνω στο αλωνάκι. Τέλος πάντων δεν μπορούσε να γίνει τίποτε τώρα. Η γιάφκα δεν άλλαζε. Τώρα έπρεπε να παίρνω όλη την ομάδα μαζί μου για να παίρνουμε μέτρα γύρω - γύρω από τη γιάφκα. Έτσι αν έρχονταν οι δικοί μας ίσως έπεφταν πάνω μας και συνεπώς δεν θα κατέβαιναν κάτω στο ξέφωτο που ήταν ο μεγάλος έλατος. Ακόμη αν έπεφταν οι δικοί μας πάνω στον εχθρό να τους βοηθούσαμε με τα ντουφέκια. Τέλος ο εχθρός σταμάτησε να κινείται και να στήνει εκεί ενέδρα.
Το ίδιο βράδυ συναντήσαμε τον Αντρέα Γιαλαμά που είχε πάει στη γιάφκα για το Μουλόπουλο στον κάμπο της Μηλιάς στην Μαντινεία. Ο Γιαλαμάς είχε κακά χάλια. Ήταν ετοιμόρροπος. Είχε πάθει μια φοβερή γαστροραγία κι είχε χάσει πολύ αίμα. Τρεις μέρες γυρνούσε εκεί γύρω για να μας βρει. Όμως έβλεπε την ενέδρα του εχθρού και δεν πλησίαζε. Την τελευταία μέρα δηλαδή την ημέρα που τον συναντήσαμε επειδή δεν μπορούσε να τρέξει όταν έπεσε πάνω του η εξερεύνηση, ανέβηκε πάνω σ ’ ένα γέρικο έλατο και κάθισε εκεί μέχρι το απόγευμα. Ήταν τυχερός που δεν γκρεμοτσακίστηκε τόσες ώρες πάνω στο έλατο σ’ αυτή την κατάσταση. Όταν συναντηθήκαμε ήταν σαν να είχε βγει από τον τάφο. Τον πήγαμε με χίλια δυό βάσανα στο λημέρι. Καθήσαμε οι δυό μας σε ξεχωριστή φωτιά.
Ήταν απελπισμένος. Πίστευε ότι θα πεθάνει. Άρχισε λοιπόν να μου αφήνει παραγγελιές! Έκανε προφορικά τη διαθήκη του. Δεν τον άφησα να τελειώσει. Του είπα ότι δεν θα τον αφήσω να πεθάνει. Κι όσο είναι μαζί μου να μη φοβάται. Αφού δεν πέθανε τόσες μέρες, τώρα δε θα πεθάνει μόνο να μου πει τι θέλει να φάει. Ζήτησε λοιπόν μέλι. Τούπα ότι το μέλι έχει ζάχαρο κι ανοίγει την πληγή. Αυτός όμως ήταν γιατρός για τον εαυτό του. Μου απάντησε ότι όσες φορές είχε πάθει γαστροραγίες με το μέλι τις αντιμετώπιζε. Δεν ξέρω αν είναι έτσι. Ο παθών είναι και γιατρός. Ίσως να βοηθούσε το μέλι γιατί χωνεύει γρήγορα και γιατί έχει κι άλλα πολλά συστατικά εκτός από το ζάχαρο. Εμάς μας κράτησε στη ζωή το μέλι και τα χόρτα. Τώρα λοιπόν είχαμε όλα τα καλά και μας ήρθαν και οι γαστροραγίες. Τι να κάνω τώρα και που να τον πάω; Όλη τη μέρα τον είχαμε ξαπλώσει στον ήλιο και κάθε δύο τρεις ώρες του δίναμε μια κουταλιά μέλι.
Μόλις νύχτωσε έστειλα τον Αποστολάκο Μήτσο, τον Κανατά Κώστα και το γέρο Παύλο Κούζουνα να φέρουν μέλι. Ευτυχώς εκεί που πήγαν για μέλι βρήκαν κι ένα πρόβατο μέσα σ’ ένα καλύβι. Φαίνεται ότι ήταν άρρωστο. Τόσφαξαν και τόφεραν. Το πρωί είχαμε βραστό κρέας κι ένα γκαζοντενεκέ κυρήθρα μέλι. Μοίρασα το μέλι και στο Γιαλαμά, έδωσα σχεδόν το μισό. Άρχισε λοιπόν υπερτροφία στο Γιαλαμά. Μέλι, βραστό κρεατάκι και μια μπουκιά ψωμί με βούτυρο ήταν πλούσια τροφή. Την τρίτη μέρα ο Γιαλαμάς σηκώθηκε. Συνήλθε από το σοκ, σαν το Λάζαρο, σχεδόν αναστήθηκε. Άρχισε να τρώει χόρτα και σαλιγκάρια. Μας ακολουθούσε τώρα πια. Πρώτα καθόμασταν και τον φυλάγαμε. Πολλές φορές χρειάστηκε να τον μετακινήσουμε κρατώντας τον από τις μασχάλες. Πέρασε κι αυτό το κακό.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Ο Μέραρχος κι ο Επιτελάρχης περνούν στον Ταΰγετο
Με φώναξαν ένα μεσημέρι ο Γκιουζέλης και ο Κονταλωνης. Μαζί τους ήταν και ο Πέρδικας. Ο Γκιουζέλης μου ανακοίνωσε ότι θα φύγουν για τον Ταΰγετο. Αυτό δεν έπρεπε να το μάθει κανείς άλλος από μένα. Μαζί τους θα έπαιρναν και το Μάκη, έναν αντάρτη από τον Ταΰγετο που είχε κάπως εμπειρικά ειδικευτεί στη χρήση του ασύρματου. Δε θυμάμαι το επίθετό του. Ίσως το ξέρει ο Κονταλώνης. Πρέπει να ήταν από τα χωριά Γεωργίτσι - Αγόριανη - Πελάνα. Ακόμη θα πήγαινε μαζί τους και ο Αντρέας Αλεξόπουλος από το χωριό Δασοχώρι ή Λυκούρεσι της Πάνω Μεσσηνίας. Τελευταία, μετά τον τραυματισμό του στο αριστερό χέρι, στη μάχη που δώσαμε μαζί με τους άλλους τραυματίες στο χωριουδάκι Μάζι Καλαβρύτων, για να ξεφύγουμε από το μπλόκο, ήταν αποκρυπτογράφος της Μεραρχίας. Απ’ αυτόν έμαθα, μετά τη διάλυση της Μεραρχίας, ότι ο Γκιουζέλης απάντησε στο Ζαχαριάδη ότι μπορούμε να πάμε από το Μωριά με καΐκι να πάρουμε οπλισμό από τη Βόρεια Ελλάδα. Όπως έμαθα σκοτώθηκε σε κάποιο χωριό εκεί γύρω στην Πελάνα Λακωνίας μια νύχτα που πήγαν να πάρουν ψωμί.
Μέχρι το Μοναστήρι στα Αμπελάκια θα τους συνόδευε ο Πέρδικας και ο Γιάννης Σπυρόπουλος, ο αδερφός του Γιώργη του Κάπα που ήταν επίτροπος του Αρχηγείου Μαίναλου. Μετά θα γύριζαν πίσω να ανταμώσουμε. Το ίδιο απόγευμα θα έφευγε και ο Γιαλαμάς μόνος του να πάει στη νεκρή γυάφκα στον κάμπο της Μηλιάς απ’ έξω από το χωριό Πέλαγος της Μαντινείας, για να δει μήπως ο Μουλόπουλος είχε στείλει κανένα μήνυμα. Είχαμε μαύρα μεσάνυχτα. Ο Μουλόπουλος είχε εκτελεστεί και μεις περιμέναμε μηνύματα και πράσινα άλογα. Ο Ετεοκλής Δουμουλάκης θα έφευγε μ’ άλλους δύο για να φέρει τρόφιμα.
Έτσι μόλις κάθισε ο ήλιος αποχαιρετιστήκαμε με τον Γκιουζέλη - Κονταλώνη. Τράβηξαν κατά το Λυκοχιώτικο. Οι υπόλοιποι αντάρτες δεν πήραν είδηση. Νόμισαν ότι χωρίζουμε για αποστολή. Τους πήρα κι απομακρυνθήκαμε από το λημέρι μας κάπου πεντακόσια μέτρα. Από εκεί χώρισε και ο Ετεοκλής για τη δική του αποστολή και ο Γιαλαμάς Αντρέας για τη δική του. Όταν χωριζόμασταν ο Γκιουζέλης μου είπε να προσέχω για να μη πάθει ζημιά η ομάδα. Του απάντησα ότι θα προσέχω και να είναι σίγουρος ότι δε θα πάθουμε καμιά ζημιά και ότι θα τους περιμένουμε ότι και να γίνει, ας στείλουν εναντίον μας όσο στρατό θέλουν και τελειώνοντας του είπα ότι «μόνο θα μας ακούνε και δεν θα μας βλέπουνε». Χαμογέλασε με πίκρα, σφίξαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Οι τελευταίες του κουβέντες ήταν «θα ανταμώσουμε σύντομα, όλα θα πάνε καλά».
Εγώ δεν πίστευα ότι θα ανταμώσουμε ξανά. Μέχρι κείνη τη μέρα μ’ όποιον χωρίζαμε δεν ξανασμίξαμε. Το ίδιο θα γίνονταν και τώρα. Κάποιον από τους δυο μας ή και τους δυο μας θα τούκοβαν το κεφάλι και θα το γύριζαν από χωριό σε χωριό ή θα το κρέμαγαν σε καμιά πλατεία, στο παζάρι, όπως έκαναν όταν οι Έλληνες είχαν ακόμη αφέντη το Σουλτάνο. Ακόμη και τώρα πολλές φορές στον ύπνο μου, χαμένος μέσα σε δάση άγνωστα, ψάχνω να τους βρω. Τους περιμένω γυμνός, ξυπόλητος και πεινασμένος μα αυτοί δε φαίνονται. Πάω στη γιάφκα μας, στο παλιάλωνο στον Ξερόκαμπο προς το Στεμνιτσιώτικο Μαίναλο κι αυτοί δεν έχουν αφήσει κανένα σημείωμα. Και λιώνω από την αγωνία. Μα αυτοί δεν έρχονται και από την αγωνία μου ξυπνώ
και κουνώ το κεφάλι μου για να διώξω τον ύπνο. Και μετά λυπάμαι που ξύπνησα κι εκόπηκε το όνειρο και χάθηκε η ελπίδα ότι θα τους ανταμώσω.
Ο Γκιουζέλης χάθηκε, σκοτώθηκε στη θέση Λουσίνα βόρειο Ταΰγετο πάνω από το χωριό Καστανιά Λακωνίας. Εκεί έκλεισε ο επαναστατικός κύκλος της δράσης του. Πέρασε από φυλακές και εξορίες, πέρασε από παρανομίες και τόσες μάχες κι ήρθε στον κατακαημένο Μωριά να αφήσει τα κόκαλά του. Ήρωας αυτός, ήρθε να αναπαυθεί στο νεκροταφείο των Ηρώων, στον κατακαημένο Μωριά. Τουλάχιστον σ' αυτό δεν ατύχησε. Τα βουνά του Μωριά, ο Ταΰγετος, φιλοξενούν στα χώματά τους, από καταβολής, χιλιάδες ήρωες, ντόπιους αλλά και ξενομερίτες. Άξιος ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Στέφανος Γκιουζέλης. Τ’ αγρίμια και τα όρνια ανάπαυσαν το βασανισμένο κορμί του και πέταξαν από βουνοκορφή σε βουνοκορφή κι άπλωσαν την ψυχή του να αναπαυτεί σ’ όλο το Μωριά γιατί διαφέντεψε την πάλη του για δύο χρόνια. Γιατί ήταν αρχηγός του Μωριά στην κρίση-μη και θανάσιμη πάλη του με τους νέους Μπραΐμηδες.
Έτσι ήταν πάντα. Έτσι θα είναι πάντα. Ο κλεφτοκαπετάνιος, ο ανταρτοκαπετάνιος θάβεται από τα μαύρα κοράκια της πατρίδας μας και όχι από τους μαυροφορεμένους παπάδες. Το κορμί του το παίρνουν μπουκιά, μπουκιά τα άγρια πουλιά και το σκορπάνε σ' όλα τα βουνά, σ ’ όλους τους κάμπους για μαγιά για τον καινούργιο ξεσηκωμό. Γίνεται λίπασμα, γίνεται νεράκι κρυσταλλένιο που τρέχει από όλες τις βρυσούλες και θρέφονται τα δάση μας που θα κρύψουν, που θα ξεκουράσουν τους καινούργιους μαχητές. Το όνομά του γίνεται τραγούδι, παραμύθι, ιδέα που νανουρίζει, γαλουχεί και οδηγεί τα νέα βλαστάρια του λαού της Ελλάδας. Πάντα έτσι ήταν. Πάντα έτσι θα’ναι. Οι αντάρτες θα πολεμάνε, θα νικάνε, θα σκοτώνονται και τα αγρίμια και τα πουλιά θα σκορπάνε το κορμί τους για μαγιά σ’ όλα τα βουνά, σ’ όλους τους κάμπους, σ’ όλη την Ελλάδα για τον καινούργιο σηκωμό. Πάντα έτσι θα είναι σε τούτο τον τόπο μέχρι να λευτερωθεί, μέχρι να γίνει αφέντης ο ίδιος ο λαός.
Ανώφελοι εμείς που το κορμί μας δεν τόφαγαν τα άγρια τα πουλιά και δεν έγινε μαγιά. Είναι γλυκιά η ζωή, όταν πέφτεις όμως από τόσο ψηλά και βροντοχτυπιέσαι τόσο, έρχονται στιγμές που μακαρίζεις τους νεκρούς, αυτό βέβαια για μια στιγμή. Όλοι ζηλεύουμε τη δόξα και το μεγαλείο της θυσίας των νεκρών, λίγοι όμως μπορούν να τη φτάσουν. Όποιος θέλει ας το πιστέψει. Λίγοι θα το πιστέψουν! Μήπως όλα όσα έγιναν τότε δεν είναι απίστευτα! Γι' αυτό δεν πρέπει παντού κι σ’ όλους να μιλάμε γι ’ αυτά, γιατί γελάνε όταν μας ακούνε, μας περνάνε για παραμυθάδες.
Όταν έφυγαν όλοι, πήρα αυτούς που έμειναν και πήγα για να ξενυχτήσουμε μέσα βαθιά στο δάσος. Ανάψαμε φωτιά και βράσαμε λίγα χόρτα και ψήσαμε μερικά σαλιγκάρια. Φάγαμε αυτά τα λίγα που τα λέγαμε φαγητό και κουλουριαστήκαμε στα κουρέλια μας για να κοιμηθούμε. Είχα τώρα μαζί μου το Μήτσο Αποστολάκο από το χωριό Παπαδιάνικα της Λακωνίας, τον Κανατά Κώστα από το χωριό Βαμπακού Λακωνίας, τον μπάρμπα Παύλο Κούζουνα από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας, το Νίκο Χαλάτση από το χωριό Σούρπη του Βόλου και την Παναγιώτα Αναγνωστοπούλου από το χωριό Χωτούσα Μαντινείας.
Ο Ετεοκλής έφυγε με το Βασίλη Παπακωνσταντίνου, το Γιώργη Καλοβέσιο από το χωριό Σκούπι Καλαβρύτων και το Θανάση Κολοβό από το χωριό Άγιο Φλώρο Μεσσηνίας. Ο Γκιουζέλης πήρε μαζί του τον Κονταλώνη, τον Αλβανοέλληνα Κώστα Καζατζή, το Μάκη, τον Αντρέα Αλεξόπουλο, τον Πέρδικα και τον Γιάννη Σπυρόπουλο. Ο Πέρδικας και ο Γιάννης Σπυρόπουλος θα γύριζαν πίσω από τα Αμπελάκια. Ο Γιαλαμάς έφυγε για το ραντεβού με το Μουλόπουλο. Ο Κατριβάνος Παναγιώτης, Βασίλης Κωνσταντόπουλος ή Λύσσαντρος, ο Αρίστος Βασιλόπουλος, είχαν φύγει για τη Μεσσηνία κι ακόμη τους περιμέναμε. Είχαν τότε εκτελεστεί και δεν το ξέραμε. Ο Σταματόγιαννης από το χωριό Λαγγάδια με το Βασίλη Κόκκινη από το χωριό Βαλτεσινίκου Γορτυνίας και τον Πάνο Γεωργόπουλο, είχαν φύγει για τη Γορτυνία κι ακόμη δεν είχαν γυρίσει. Τότε ζούσε μόνο ο Σταματόγιαννης, οι άλλοι είχαν σκοτωθεί και δεν το ξέραμε γι’ αυτό τους περιμέναμε στην γυάφκα. Αν δεν χωριζόμασταν και μέναμε μαζεμένοι ίσως τα καταφέρναμε καλύτερα. Είμασταν είκοσι έξι ντουφέκια και θα λύναμε καλύτερα τα προβλήματά μας. Ο Γκιουζέλης όμως και οι άλλοι προτίμησαν το χώρισμα.
Εγώ λοιπόν έμεινα στο Μαίναλο για να τους περιμένω όλους. Έπρεπε συνεπώς να παρακολουθώ τις γιάφκες κανονικά και να μη ξαναπάθουμε αυτό που πάθαμε με τον Γκιουζέλη όταν είχαμε συμφωνήσει να πηγαίνουμε στο ραντεβού τις ζυγές ημερομηνίες και από λάθος του Γκιουζέλη Κονταλώνη αυτοί πήγαιναν τις μονές ημερομηνίες και μεις τις ζυγές. Μια βδομάδα δεν μπορούσαμε να συναντηθούμε. Τελικά συναντηθήκαμε τυχαία ψάχνοντας οι μεν για τους δε στα διάφορα στέκια μας. Όταν συναντηθήκαμε, εμείς υποστηρίζαμε ότι εκείνη η ημέρα είναι ζυγή ημερομηνία και αυτοί μονή. Μετά από δέκα μέρες μάθαμε ποιος είχε δίκιο. Τότε που είδαμε ότι και το Πάσχα ήρθε μια βδομάδα νωρίτερα.
Το να πηγαίνεις στα σημεία του ραντεβού δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ήταν ολόκληρη επιχείρηση. Έπρεπε να πλησιάζεις εκεί από το απόγευμα ή και το μεσημέρι. Να παρακολουθείς γύρω γύρω μέσα στα έλατα αν υπάρχει ησυχία. Μόλις σουρουπώνει να πλησιάζεις σιγά - σιγά σε απόσταση εκατό πενήντα μέτρα. Όταν νυχτώνει καλά, αθόρυβα να πηγαίνεις στο σημείο που πρέπει. Να σηκώνεις με προσοχή τα χαμόκλαδα. Να σηκώνεις μετά την πέτρα για να δεις μήπως υπάρχει σημείωμα. Μετά να βάζεις τα πράγματα όπως ήταν και να φεύγεις χωρίς να αφήνεις σημάδια. Έπρεπε εκεί πίσω, μέσα στα έλατα να τραβηχτείς και να περιμένεις μια ώρα περίπου μήπως ακούσεις το συνθηματικό χτύπημα σε ξύλο ή σε πέτρα για να απαντήσεις και συ και μετά να δόσεις αναγνώριση με διάφορα περιστατικά από την αντάρτικη ζωή μας και έτσι να γίνει η αναγνώριση.
Αυτά θα ήταν ωραία παιχνίδια αν γύρω παντού δεν υπήρχε ένα δίχτυ από ενέδρες που έστηνε ο εχθρός, που συνεχώς είχε μέσα στο Μαίναλο τρεις χιλιάδες άντρες. Βάλε πόσες ενέδρες στήνουν αυτοί αν τους χωρίσεις σε ομάδες 10-12 αντρών. Τα πράγματα γίνονταν ακόμη δυσκολότερα όταν στα σημεία των ραντεβού έστηνε ο εχθρός στέκι ή ενέδρα. Η θέση μας ήταν δύσκολη γιατί εμείς έπρεπε να πηγαίνουμε εκεί και να παρακολουθούμε γύρω - γύρω για να προφυλάξουμε τους δικούς μας από την ενέδρα αφού δεν μπορούσαμε ούτε το σημείο ραντεβού να αλλάξουμε ούτε να τους ειδοποιήσουμε. Έπρεπε να μείνουμε εκεί κοντά και νάχουμε τα μάτια μας τέσσερα να ειδοποιήσουμε, δηλαδή να τους προλάβουμε και αν αυτό δεν το πετυχαίναμε να ε-πέμβουμε με τα ντουφέκια μας αν οι δικοί μας την πατούσαν. Ήταν δύσκολο πράγμα όλη αυτή η υπόθεση γιατί το δάσος κρύβει, αλλά και δεν ελέγχεται εύκολα.
Η δουλειά είχε ξεκινήσει στραβά. Η διοίκηση έκανε την απερισκεψία να ορίζει τον ίδιο τόπο για συνάντηση ή επαφή για όλους όσους έφευγαν για μακρινές αποστολές. Έτσι στο ίδιο μέρος περιμέναμε και την ομάδα Κατριβάνου - Λύσσαντρου -Βασιλόπουλου και την ομάδα Σταματόγιαννη - Κόκκινη - Γεωργόπουλου και την ομάδα Δουμουλάκη - Παπακωνταντίνου. Τέλος και τον Πέρδικα και το Γιαλαμά στο ίδιο μέρος τους περιμέναμε. Ευτυχώς δεν είχε ορίσει το ίδιο μέρος με τους Ψυχαραίους. Αυτοί παρουσιάστηκαν και κατέδωσαν το μέρος επαφής. Δεν πάθαμε όμως ζημιά εμείς γιατί όπως είπα παίρναμε πάντοτε αυστηρά μέτρα στα ραντεβού. Πηγαίναμε με χίλιες προφυλάξεις και ελέγχους ολοήμερους. Έτσι πήγαμε τρεις φορές στο σημείο επαφής με τους Ψυχαραίους και τις τρεις φορές βρήκαμε χωροφύλακες να έχουν στήσει ενέδρα γύρω - γύρω. Το σημείο δε σήκωνε ενέδρα τυχαία. Καταλάβαμε ότι κάτι συνέβαινε. Μπορούσαμε να τους χτυπήσουμε από πίσω. Δεν τους χτυπήσαμε καλού - κακού μήπως μία στις εκατό δεν ήταν προδομένο το σημείο επαφής. Μετά από ένα μήνα που περάσαμε βρήκαμε χαλασμένα τα πολυβολεία τους. Δεν ξέραμε τι συνέβη.
Μετά στη φυλακή έμαθα ότι παραδόθηκαν. Και τι άλλο να έκαναν; Να αυτοκτονούσαν; γιατί να αυτοκτονήσουν; τι κακό έκαμαν; Αυτοί τα έδωσαν όλα για τον αγώνα. Τι φταίνε αυτοί σαν χάσαμε; Πλήρωσαν κι αυτοί το φόρο αίματος στον αγώνα. Μετά την παράδοσή τους δολοφόνησαν οι στρατιώτες τον έναν αδερφό τους το Μήτσο Ψυχάρη, τον πιο καλό απ’ όλους, που ήταν διοικητής τμήματος πολιτοφυλακής στα χωριά Ασέα Πάπαρι. Για να σκεπάσουν τη δολοφονία τον πήραν δήθεν σαν οδηγό στα έλατα για να βρουν εμάς και δήθεν έπεσαν σε ενέδρα δικιά μας και σκοτώθηκε, ενώ καμιά ενέδρα δεν έγινε. Αυτά τα έμαθα μετά στο στρατόπεδο. Παραδόθηκαν και γλύτωσαν τα παιδάκια. Μακάρι να γλύτωναν και κείνα τα παιδάκια που δολοφόνησαν στη θέση Βελιτσί του Ταΰγετου. Γλύτωσαν και οι μεγάλοι. Τι θα κέρδιζε το κίνημα αν χάνονταν και δέκα ακόμα; Είναι κι αυτή μια άποψη που κάτι λέει, τώρα που πέρασε ο παροξυσμός της σύγκρουσης.
Και δεν ήταν μόνο ότι την κεντρική γιάφκα την είχε κοινή για όλες τις αποστολές αλλά έκαμε και δεύτερο λάθος, την όρισε σε σημείο τέτοιο που ήταν πέρασμα και ξέφωτο. Έτσι την ημέρα δε σήκωνε συνάντηση γιατί φαίνονταν από μακρυά. Αυτό δεν ήταν και τόσο κακό. Το πέρασμα ήταν το άσχημο. Σ’ αυτό όπως φαίνεται η διοίκηση οδηγήθηκε για να υπάρχει ευχέρεια να συναντιόμαστε όλοι, όλες οι αποστολές έστω και τυχαία, χωρίς καθορισμένες ώρες και μέρες. Αυτό σε μια κατάσταση κάπως ομαλή ήταν λογικό. Αλλά σε μια κατάσταση σαν τη δικιά μας ήταν εγκληματικό. Σε τέτοιες καταστάσεις ορίζονται διαφορετικά σημεία και για κάθε αποστολή χωριστά. Η διοίκηση προτίμησε την άλλη λύση την πιο απλή. Αυτό μας οδήγησε σε περιπέτειες.
Ευτυχώς δε πάθαμε ζημιά χάρη στα σχολαστικά μέτρα προφύλαξης, κατά την προσέγγιση και κατά την παραμονή και αποχώρηση. Σ’ αυτό βοήθησαν και τα αποσπάσματα της χωροφυλακής και του στρατού που δεν έπαιρναν μέτρα γιατί θορυβούσαν πότε - πότε, κάπνιζαν, κουβέντιαζαν όλο και κάτι έκαναν όταν ενέδρευαν.
Εγώ λοιπόν, έμενα στο Μαίναλο για να φυλάω το ραντεβού μ’ όλες τις αποστολές, χωρίς ψωμί, χωρίς πολλά φυσίγγια στα τέσσερα ντουφέκια μας. Όταν όμως έφυγε ο Γκιουζέλης με τους άλλους ένοιωσα ένα ξαλάφρωμα κι ας αναλάβαινα τέτοια ευθύνη. Ξαλάφρωσα γιατί θα αρμένιζα τώρα το καράβι μου μόνος μου. Είχα σκάσει με τις χοντροκεφαλιές τους. Ενώ δεν γνώριζαν τον τόπο, δεν ήξεραν από παρανομία, επέμεναν και δεν άκουγαν τίποτε σαν να ήταν κουφοί. Την άλλη μέρα πήρα την ομάδα και πήγα προς το Γαρζενικιώτικο. Τρυγίσαμε μερικές κυψέλες χρησιμοποιώντας μπόλικο νερό, που δεν κατέστρεφε τις μέλισσες. Αυτή η τεχνική ήταν απλή. Μόλις νύχτωνε οι μέλισσες μαζεύονταν μέσα στην κυψέλη. Όταν βγάλεις το σκέπασμα δεν κουνιώνται. Τότε τους ρίχνεις ένα ντενεκέ νερό και αυτές όπως βρέχονται δεν μπορούν να πετάξουν αλλά πέφτουν στο κάτω μέρος της κυψέλης. Έτσι παίρναμε τα τελλάρα με τις κυρήθρες. Μάζεψα λοιπόν μισό γκαζοντενεκέ μέλι. Γυρίζοντας μαζέψαμε χόρτα και σαλιγκάρια.
Μετά πήγα και έστησα το στέκι μου πάνω ακριβώς από τον ξερόκαμπο που πάει ο δρόμος για τη Στεμνίτσα. Κάτω στον κάμπο ήταν ο σταθμός διοίκησης της Ταξιαρχίας του στρατού. Από το παρατηρητήριο στο έλατο βλέπαμε και την παραμικρή τους κίνηση. Ακούγαμε τις φωνές τους και τις κουβέντες τους ακόμη. Μόλις σουρούπωνε κατεβαίναμε στην άκρη στα έλατα. Τους βλέπαμε που κάθονταν γύρω - γύρω στις φωτιές τους κι ακούγαμε και αυτά που κουβέντιαζαν. Ακόμη και τα OVER που έλεγαν στον ασύρματο ακούγαμε. Έτσι είχα άμεση αντίληψη για το τι κάνει ο εχθρός. Ήξερα πότε βγαίνουν για εξερεύνηση και κατά που πηγαίνουν γιατί οι λόχοι έφευγαν σε φάλαγγες κατ’ άντρα. Όποιος ήξερε το μέρος έπιανε αμέσως το σχέδιο τους. Εκεί ήμουνα ασφαλισμένος.
Μια ώρα νύχτα τραβιόμασταν στο λημέρι μας που δεν ήταν μακρυά. Ήταν σ’ ένα γούπατο, αυτά που είναι σαν κρατήρες ηφαιστείου και δεν τα υπολογίζεις ότι υπάρχουν όπως είναι σκεπασμένα από θεόρατα έλατα. Για να φθάσουμε εκεί περνούσαμε από μια ζώνη παγωμένο χιόνι. Εκεί βγάζαμε τα παπούτσια μας και περνούσαμε ξυπόλητοι πάνω στο παγωμένο χιόνι για να μην αφήνουμε σημάδια. Στο γούπατο ανάβαμε φωτιά και βράζαμε τα χόρτα μας. Εκεί συναντιόμασταν και με την αποστολή που πήγαινε για την γιάφκα. Συνήθως πήγαιναν δύο. Έφευγαν το μεσημέρι και γύριζαν τα μεσάνυχτα. Πόσα χτυποκάρδια περάσαμε αντικρύζοντας εκείνο το μισοχαλασμένο αλωνάκι που βρίσκονταν πάνω σ’ ένα σαμάρι, ανάμεσα σε εγκαταλειμένα πια χωράφια από τους Στεμνιτσιώτες!
Οι αντάρτες όταν για πρώτη φορά καθίσαμε τόσο κοντά στην διοίκηση του εχθρού τρομοκρατήθηκαν. Τους εξήγησα γιατί πρέπει να καθόμαστε εκεί. Κατάλαβαν ότι έτσι είμαστε πιο ασφαλισμένοι γιατί βλέπουμε τον εχθρό και γιατί ο εχθρός ποτέ δεν φαντάζεται ότι είμαστε μέσα στη μύτη του και δεν ψάχνει εκεί, αλλά μακρυά. Σιγά - σιγά συνήθισαν αφού έβλεπαν κι άκουγαν, αφού είδαν με τα μάτια τους ότι ο εχθρός περνάει σε φάλαγγα από εκεί κοντά μας χωρίς να ψάχνει και χάνεται μέσα στο δάσος ακολουθώντας τους δασικούς δρόμους. Όταν βλέπεις και ακούς τον εχθρό είσαι ασφαλισμένος. Όταν δεν μπορείς να τον βλέπεις και να τον ακούς προσπαθείς να μαθαίνεις. Γι’ αυτό σκίζονται όλοι για πληροφορίες. Όταν μετά γύρισε ο Πέρδικας, ο Ετεοκλής και ο Γιαλαμάς έτριβαν τα χέρια τους από χαρά για τα όσα έβλεπαν από το παρατηρητήριο στο έλατο.
Οι μέρες περνούσαν και καμιά από τις αποστολές δε φαίνονταν. Εμείς πηγαίναμε κάθε βράδυ στο σημείο του ραντεβού. Πηγαίναμε με χαρά κι ελπίδα και φεύγαμε πικραμένοι και σκεφτικοί. Το φαγητό μας ήταν χόρτα, σαλιγκάρια και δύο κουταλιές της σούπας μέλι. Τα σημάδια της πείνας άρχισαν να φαίνονται πια καθαρά. Κάθε μέρα εξαθλιωνόμασταν και πιο πολύ. Τα ρούχα μας και τα παπούτσια μας άρχισαν να διαλύονται. Δεν υπήρχε ούτε κλωστή ούτε βελόνα.
Μια μέρα είδαμε πέρα προς το Ζυγοβιστινό ένα κοπάδι πρόβατα. Πήραμε μεγάλη χαρά. Πιστέψαμε ότι τέλειωσε ο αποκλεισμός. Το πιστέψαμε γιατί εμείς είχαμε πολλές μέρες να δώσουμε σημεία ζωής. Συνεπώς έπρεπε να λυθεί η πολιορκία. Μόλις γύρισε ο ήλιος ξεκινήσαμε μέσα στα έλατα να πλησιάσουμε στο κοπάδι. Το παρακολουθούσαμε όλο το απόγευμα γύρω - γύρω για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Μόλις άρχισε το σίδωμα βγήκαμε από τα έλατα. Όμως γρήγορα απογοητευτήκαμε. Το κοπάδι ολοταχώς πήρε το δρόμο για το Ζυγοβίστι. Είχε ξεκοπεί ένα πρόβατο. Το απομονώσαμε και προσπαθούσαμε να το πιάσουμε. Δύο - τρεις φορές το στριμώξαμε σε αδιέξοδα αλλά μας ξέφευγε. Τελικά αγριεύτηκε, πήδησε μια νεροφαγή και το χάσαμε από τα μάτια μας.
Νύχτωσε πια και γυρίσαμε καταδικασμένοι μέσα στο δάσος που έμοιαζε με κόλαση και παράδεισο. Ήταν κόλαση γιατί δεν υπήρχε τίποτα για να βάλεις στο στόμα σου. Παράδεισος γιατί σε προστάτευε απ’ όλους τους διαβόλους του φασισμού και τα τέρατα της ξενοδουλείας. Ήταν μεγάλη η απογοήτευσή μας γιατί πεινούσαμε πολύ και ενώ περιμέναμε να φάμε κρέας δε φάγαμε τίποτα γιατί όλο το απόγευμα δε μαζέψαμε ούτε χόρτα, ούτε σαλιγκάρια. Μετά από δύο μέρες μπήκε από τη Στεμνίτσα πάλι ένα κοπάδι. Αυτή τη φορά μπήκε στο δάσος. Κινούνταν όμως κάπως ύποπτα. Ακολουθούσαν όλο το δρόμο και το ξέφωτο. Αρχίσαμε να τον παρακολουθούμε. Γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι το κοπάδι το ακολουθούσαν ντυμένοι με κάπες κάμποσοι χωροφύλακες μέσα στα έλατα. Αν εκεί κοντά δεν είχαμε το σημείο του ραντεβού μας, θα ξεπατώναμε μερικούς έξυπνους μπούφους. Εκείνη η περιοχή όμως έπρεπε να μείνει ήσυχη μέχρι να γυρίσουν οι αποστολές. Εκεί δεν έπρεπε να γίνει καμιά σύγκρουση.
Καθίσαμε λοιπόν ήσυχα και παρακολουθούσαμε. Πιστεύαμε ότι σιγά - σιγά θα τραβήξουν κατά το Ζυγοβιστινό. Όμως αυτοί πισωγύρισαν και βγήκαν από το δάσος. Την άλλη μέρα η Παναγιώτα Αναγνωστοπούλου από το χωριό Χωτούσα, ζήτησε να φύγει να πάει στο σπίτι της γιατί κουράστηκε πια και δεν άντεχε άλλο. Για μένα ήταν φοβερό το δίλημμα. Να την αφήσω ή όχι! Αν δεν την έδιωχνα θα έφευγε μόνη της και κάπου εκεί θα την έπιαναν ή θα παρουσιάζονταν. Το ίδιο θα γίνονταν αν την έδιωχνα για το σπίτι της. Έτσι τελικά ο εχθρός θα τα μάθαινε όλα. Θα κινδύνευαν όλα. Βέβαια δεν ήξερε ακριβώς το ραντεβού αλλά την περιοχή την ήξερε μέσες άκρες.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς δεν μπορούσα να αγνοήσω ότι κινδύνευαν όλες οι αποστολές. Έπρεπε να κερδίσω χρόνο. Τρεις -τέσσερις μέρες. Είπα λοιπόν στα παιδιά για να τ’ ακούσει και η Παναγιώτα ότι «θα φύγουμε για το Λυκοχιώτικο γιατί εκεί περιμέναμε τους άλλους που θα γυρίσουν».
Τραβηχτήκαμε λοιπόν στο Λυκοχιώτικο. Κάθε απόγευμα έφευγα μ’ άλλον έναν και αφού περνούσα μέσα από χίλιες δύο παγίδες παρακολουθούσα τα ραντεβού. Μετά από δύο μέρες περάσαμε προς τα Κανελλάκια. Το ίδιο έγινε κι από εκεί. Έτσι η Παναγιώτα χαζοσκόπισε. Οπωσδήποτε θα της δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι κάπου εκεί στις Μουτσιάρες, Βρύση Κολοκοτρώνη, περιμένουμε τους άλλους. Τ’ άλλα παιδιά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί το έκανα αυτό. Νόμιζαν ότι αλλάζω λημέρια για ασφάλεια. Ήρθε λοιπόν η ώρα να φύγει η Παναγιώτα και να βγω και γω από το αδιέξοδο. Τη φώναξα και της εξήγησα το δρομολόγιο που θα ακολουθήσει για να φθάσει στο χωριό της Χωτούσα Μαντινείας. Ευτυχώς ακόμη φορούσε το φουστάνι της. Έβγαλε το παντελόνι, άφησε το μπουφάν, φόρεσε μια φανέλλα πλεχτή εξωτερική, της δόσαμε κι ένα σακκί κι ήταν έτοιμη για την τελευταία αποστολή της: να φθάσει στο σπίτι της. Από εκεί και πέρα, άλλοι θα μπορούσαν να την βοηθήσουν. Εμείς, εγώ, τίποτα δεν θα μπορούσαμε να της προσφέρουμε.
Μόλις νύχτωσε τραβήξαμε προς το χωριό Πυργάκι. Εκεί κοντά στο δρόμο Βυτίνας - Δημητσάνας ήταν μερικές κυψέλες. Πήραμε μέλι, βγάλαμε την Παναγιώτα στο δρόμο και της έδοσα ξανά να καταλάβει το δρομολόγιο. Επέμενα να ακολουθήσει τη δημοσιά, όλο τη δημοσιά μέχρι το χωριό Κιούση. Εκεί να πάρει το δρόμο για το χωριό της. Να πηγαίνει όλο το δρόμο για να μην πέσει σε ενέδρα. Δεν έστηναν τώρα πια ενέδρες στη δημοσιά. Κι αν πέσει πάνω τους να δουν ότι είναι κοπέλα και να μην την σκοτώσουν. Αν την πιάσουν να κάνει τη χαζή, να χαζοφέρνει, να τρέχουν τα σάλια της αν μπορεί, να την πάρουν για χαζή και να μην υποπτευθούν ότι ήταν αντάρτισσα, έτσι όπως θα την έβλεπαν ξυπόλητη και με σκισμένα φουστάνια. Θα την πάνε στα χωριά για να μάθουν ποιά είναι. Όταν την πάνε στα χωριά, τότε και να μάθουν, δεν θα την πειράξουν. Έπρεπε να φερθεί έτσι. Αν δεν έκανε τη χαζή και την έπαιρναν είδηση αλίμονο της. Θα τη βίαζαν και μετά θα την σκότωναν, αν έπεφτε σε αποσπάσματα των χιτομάϋδων. Αν έπεφτε σε φαντάρους θα γλίτωνε το βιασμό. Την αποχαιρετήσαμε κι έφυγε.
Ήταν μια βραδιά με φεγγάρι σαν ημέρα. Έφθασε σώα στο χωριό της, μπήκε κρυφά στο κατώγι του σπιτιού της και την άλλη μέρα τη βρήκαν οι δικοί της. Πλύθηκε, άλλαξε ρούχα, ντύθηκε σαν κοπέλα και μετά την πήραν οι δικοί της και την παρουσίασαν στο στρατό. Σώθηκε. Την άφησαν ελεύθερη μετά από το στρατόπεδο. Πιστεύω ότι τώρα θα είναι γιαγιά και θα διηγείται αυτήν την ιστορία σαν παραμύθι στα εγγονάκια της. Όταν την αποχαιρέτησα ένοιωσα θλίψη και ανακούφιση. Θλίψη γιατί αποχωριζόμουνα μια συντρόφισά μου και την έστελνα πίσω στη ζούγκλα του φασισμού ή και στο στόμα του λύκου. Δεν τόχα σίγουρο ότι θα φθάσει σώα στο σπίτι της. Ίσως να την έτρωγε το φεγγάρι. Μα κι αν έφθανε ζωντανή στο σπίτι της από εκεί θα άρχιζε ένας νέος βασανιστικός δρόμος γι’ αυτήν στα χέρια του φασισμού. Έτσι πίστευα.
Εκεί έφθασαν λοιπόν τα πράγματα! Να στέλνω εγώ πίσω στο φασισμό μια κοπέλα πού πίστεψε σε μας, που πίστεψε ότι θα της χαρίσουμε τη λευτεριά της. Ένοιωσα όμως και ανακούφιση γιατί ξέφυγα από τη φοβερή θέση να κρατώ μαζί μας κάποιον που θέλει να φύγει. 'Ηξερα ότι θάβρισκα το διάβολό μου όταν θα γύριζαν οι άλλοι. Θα γκρίνιαζαν γιατί τόκανα αυτό και την άφησα να φύγει. Θα έλεγαν τόσα και άλλα, ότι θα μας προδώσει, θα δώσει πληροφορίες κ.λπ. Αυτά όλα τώρα πια δεν τα λογάριαζα. Σε δυό - τρεις μέρες θα τους πέρναγε. Όμως δεν είπαν τίποτε. Όταν αντάμωσα αργότερα τον μπάρμπα της Παναγιώτας Αναγνοστοπούλου, στο στρατόπεδο και έμαθα ότι σώθηκε, χάρηκα κι ανακουφίστηκα για δεύτερη φορά.
Την άλλη μέρα ξαναγυρίσαμε στο Στεμνιτσιώτικο Μαίναλο κοντά στους φίλους μας στον Ξερόκαμπο και κοντά στην γιάφκα μας. Ο καιρός μάζευε κι έπρεπε πια να γυρίσουν οι αποστολές. Είχα κουραστεί και γω να μένω εκεί δεμένος στο παλούκι σαν το άλογο στο αλώνι. Έπρεπε να κινηθώ, να βγω από τα έλατα για λίγο ψωμί. Κλείναμε μήνα που δεν είχαμε φάει μπουκιά. Όλο χόρτα και σαλιγκάρια. Την άλλη μέρα καθώς πήγαινα με τον Κώστα Κανατά για τη γιάφκα, ακούσαμε βήματα. Σταματήσαμε να ακούσουμε καλά. Πραγματικά κάποιος βάδιζε στο δρομάκι. Ήταν η ώρα πέντε το απόγευμα. Μόνο πολίτης ή στρατιώτης θα μπορούσε να βαδίζει τέτοια ώρα στο δρόμο μόνος του. Κρυφτήκαμε πίσω από κάτι κέδρα, χωριστά ο ένας από τον άλλον. Είδαμε λοιπόν έναν με χακί και γηλιό να βαδίζει χωρίς να παίρνει μέτρα. Αποφασίσαμε να τον πιάσουμε αφού ήταν μόνος του. Πάνω στην κατηφόρα για να μην ακουστεί τίποτα προς τα πίσω, δηλαδή από εκεί που έρχονταν, τον καρφώσαμε με τα όπλα.
Έκπληκτοι είδαμε ότι αντί για φαντάρο πιάσαμε το Θανάση Κολοβό από το χωριό 'Αγιο Φλώρο της Μεσσηνίας. Ήταν με την αποστολή του Ετεοκλή Δουμουλάκη, που είχαν πάει προς τη Λυκόσουρα Άνω Καρυές Άνω Μεσσηνία. Μας είπε λοιπόν ο Θανάσης ότι καθώς γύριζαν στο Μαίναλο λημέριασαν πάνω από το πηγάδι στο Ραπούνι. Εκεί κι ενώ κολάτσιζαν, έπεσαν πάνω τους δύο ομάδες στρατιώτες. Χτυπήθηκαν κι αυτός ξεκόπηκε από τους άλλους. Έτσι όπως μας τάλεγε ήταν μπερδεμένα και δεν μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα. Πίστεψα ότι η αποστολή του Ετεοκλή έπαθε ζημιά. Είχα όμως την ελπίδα ότι κάποιος θα γλύτωσε και πρέπει νάρθει. Είχαμε όμως και κάτι ευχάριστο. Ο Θανάσης είχε στο γηλιό του μια τεψόπιττα ψωμί και μια καραβάνα βούτυρο. Περάσαμε αρκετές μέρες με την τεψόπιττα. Μοιράζαμε μπουκιές - μπουκιές.
Μετά το μπλοκάρισμα της ομάδας του Ετεοκλή ο εχθρός άρχισε συχνές εξερευνήσεις. Έτσι τάφερε η τύχη και επί τρεις μέρες και τρεις νύχτες δύο ομάδες στρατού έστηναν ενέδρα ακριβώς πάνω στο αλωνάκι απέναντι από το έλατο που είχαμε γιάφκα. Πηγαίναμε για το ραντεβού και βρίσκαμε εκεί τους φαντάρους. Μου πέρασε από το μυαλό μήπως έχει προδοθεί η γιάφκα. Μετρώντας όμως τα πράγματα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δεν είχε καρφωθεί η γιάφκα. Αν είχε καρφωθεί, ο εχθρός δεν θα κινούνταν την ημέρα πάνω στο αλωνάκι. Τέλος πάντων δεν μπορούσε να γίνει τίποτε τώρα. Η γιάφκα δεν άλλαζε. Τώρα έπρεπε να παίρνω όλη την ομάδα μαζί μου για να παίρνουμε μέτρα γύρω - γύρω από τη γιάφκα. Έτσι αν έρχονταν οι δικοί μας ίσως έπεφταν πάνω μας και συνεπώς δεν θα κατέβαιναν κάτω στο ξέφωτο που ήταν ο μεγάλος έλατος. Ακόμη αν έπεφταν οι δικοί μας πάνω στον εχθρό να τους βοηθούσαμε με τα ντουφέκια. Τέλος ο εχθρός σταμάτησε να κινείται και να στήνει εκεί ενέδρα.
Το ίδιο βράδυ συναντήσαμε τον Αντρέα Γιαλαμά που είχε πάει στη γιάφκα για το Μουλόπουλο στον κάμπο της Μηλιάς στην Μαντινεία. Ο Γιαλαμάς είχε κακά χάλια. Ήταν ετοιμόρροπος. Είχε πάθει μια φοβερή γαστροραγία κι είχε χάσει πολύ αίμα. Τρεις μέρες γυρνούσε εκεί γύρω για να μας βρει. Όμως έβλεπε την ενέδρα του εχθρού και δεν πλησίαζε. Την τελευταία μέρα δηλαδή την ημέρα που τον συναντήσαμε επειδή δεν μπορούσε να τρέξει όταν έπεσε πάνω του η εξερεύνηση, ανέβηκε πάνω σ ’ ένα γέρικο έλατο και κάθισε εκεί μέχρι το απόγευμα. Ήταν τυχερός που δεν γκρεμοτσακίστηκε τόσες ώρες πάνω στο έλατο σ’ αυτή την κατάσταση. Όταν συναντηθήκαμε ήταν σαν να είχε βγει από τον τάφο. Τον πήγαμε με χίλια δυό βάσανα στο λημέρι. Καθήσαμε οι δυό μας σε ξεχωριστή φωτιά.
Ήταν απελπισμένος. Πίστευε ότι θα πεθάνει. Άρχισε λοιπόν να μου αφήνει παραγγελιές! Έκανε προφορικά τη διαθήκη του. Δεν τον άφησα να τελειώσει. Του είπα ότι δεν θα τον αφήσω να πεθάνει. Κι όσο είναι μαζί μου να μη φοβάται. Αφού δεν πέθανε τόσες μέρες, τώρα δε θα πεθάνει μόνο να μου πει τι θέλει να φάει. Ζήτησε λοιπόν μέλι. Τούπα ότι το μέλι έχει ζάχαρο κι ανοίγει την πληγή. Αυτός όμως ήταν γιατρός για τον εαυτό του. Μου απάντησε ότι όσες φορές είχε πάθει γαστροραγίες με το μέλι τις αντιμετώπιζε. Δεν ξέρω αν είναι έτσι. Ο παθών είναι και γιατρός. Ίσως να βοηθούσε το μέλι γιατί χωνεύει γρήγορα και γιατί έχει κι άλλα πολλά συστατικά εκτός από το ζάχαρο. Εμάς μας κράτησε στη ζωή το μέλι και τα χόρτα. Τώρα λοιπόν είχαμε όλα τα καλά και μας ήρθαν και οι γαστροραγίες. Τι να κάνω τώρα και που να τον πάω; Όλη τη μέρα τον είχαμε ξαπλώσει στον ήλιο και κάθε δύο τρεις ώρες του δίναμε μια κουταλιά μέλι.
Μόλις νύχτωσε έστειλα τον Αποστολάκο Μήτσο, τον Κανατά Κώστα και το γέρο Παύλο Κούζουνα να φέρουν μέλι. Ευτυχώς εκεί που πήγαν για μέλι βρήκαν κι ένα πρόβατο μέσα σ’ ένα καλύβι. Φαίνεται ότι ήταν άρρωστο. Τόσφαξαν και τόφεραν. Το πρωί είχαμε βραστό κρέας κι ένα γκαζοντενεκέ κυρήθρα μέλι. Μοίρασα το μέλι και στο Γιαλαμά, έδωσα σχεδόν το μισό. Άρχισε λοιπόν υπερτροφία στο Γιαλαμά. Μέλι, βραστό κρεατάκι και μια μπουκιά ψωμί με βούτυρο ήταν πλούσια τροφή. Την τρίτη μέρα ο Γιαλαμάς σηκώθηκε. Συνήλθε από το σοκ, σαν το Λάζαρο, σχεδόν αναστήθηκε. Άρχισε να τρώει χόρτα και σαλιγκάρια. Μας ακολουθούσε τώρα πια. Πρώτα καθόμασταν και τον φυλάγαμε. Πολλές φορές χρειάστηκε να τον μετακινήσουμε κρατώντας τον από τις μασχάλες. Πέρασε κι αυτό το κακό.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου