{[['']]}
Αρίστος Βασιλόπουλος από το χωριό Μπισκίνι Ηλείας. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Ανθ/χαγός της σχολής του ΕΛΑΣ. Διοικητής λόχου του αρχηγείου Μαινάλου. Πιάστηκε το Μάη 1949, καταδικάστηκε σε θάνατο από το στρατοδικείο Καλαμάτας κι εκτελέστηκε τον Ιούνη 1949.
Στην πλατεία του χωριού μπροστά στην εκκλησία ξεκοίλιασαν τον νεκρό οι θεοσεβείς Εθνικόφρονες αντεροβγάλτες
Πίστευε ο δύσμοιρος ότι στο χωριό του, θα τον κρύψουν οι δικοί του, θα τον ταΐσουν να χορτάσει. Είχε όμως τραγικό τέλος. Πήγε στο χωριό του Κερπινή, στο σπίτι που γεννήθηκε. Δρασκέλισε τη χορταριασμένη αυλή και ανησύχησε. Το σπίτι έρημο και μόνο. Ο πατέρας του όταν πέθανε άφησε τον Πάνο μωρό. Η μάνα του, ο αδελφός του και η νύφη του, ήταν κλεισμένοι στο στρατόπεδο των Μαζέϊκων. Ψάχνοντας στα σκοτεινά βρήκε μια σταμνούλα με λίπος χοιρινό. Με το δάχτυλό του τη γεύτηκε, γιατί βρέθηκε η δαχτυλιά. Ήταν η αποχαιρετιστήρια προσφορά του σπιτιού στο μελλοθάνατο. Πήγε ύστερα σ’ ένα γειτονικό και συγγενικό σπίτι. Του άνοιξαν, όμως δεν του επέτρεψαν να μπει μέσα. Παρακάλεσε να του δόσουν λίγο ψωμί, του αρνήθηκαν κι αυτή την ελεημοσύνη. Συμφώνησαν όμως την επόμενη που θα φωτίσει καλά, να του πάει η νοικοκυρά του σπιτιού ψωμί, όταν θα σκάριζε τις γίδες να βοσκήσουν, εκεί πέρα στ ’ αμπέλια έξω από το χωριό. Μάλιστα για να μη ταλαιπωρηθεί η νοικοκυρά τους είπε πως θα βρίσκεται στου τάδε το αμπέλι.
Η μέρα ξημέρωσε για καλά. Ο Πάνος έκανε όνειρα να φάει και να χορτάσει. Περίμενε κοιτάζοντας το δρόμο κατά το χωριό, να φανεί καμιά γυναίκα με γίδες, δηλαδή ο σωτήρας του. Ξαφνικά αντί γι’ αυτό που περίμενε, βλέπει νάρχονται κατά πάνω του λεφούσια χωροφύλακες, στρατιώτες και μάϋδες. Δοκιμάζει να φύγει αλλά μάταιη προσπάθεια. Απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα έσφιγγε ο κλοιός, από χακί, πολύ χακί. Κατάλαβε πως είναι προδομένος. Όσο η παγάνα πλησίαζε, τόσο ατσάλωνε την ψυχή του ο Πάνος. Αυτό το παλικάρι, ο λεβέντης, που σαν έμπαινε πρώτος στο χορό και χόρευε, πιάνονταν η αναπνοή όλων μας και λέγαμε νάχαμε από ένα ζευγάρι μάτια ακόμα να τον βλέπαμε.
Ο Πάνος δεν χόρευε αλλά πετούσε. Γυμναστής βλέπεις στο επάγγελμα. Είχε πάρει και το δίπλωμα του δικηγόρου. Ήταν σωστή η επιλογή της Κυβέρνησης του Δημ. Στρατού που τον διόρισε Υπεύθυνο της Παιδείας στο Μωριά. Ήταν η ψυχή της οργάνωσης των παιδικών κατασκηνώσεων και του διδασκαλείου. Ο Πάνος, που δεν γνώρισε στο διάβα του ποτέ φόβο, πήρε τη μεγάλη απόφαση του κι έμεινε για πάντα λεύτερος. Φύτεψε μια σφαίρα στο κεφάλι του. Καλύτερα νεκρός παρά ζωντανός στα χέρια των μάϋδων. Ήταν Απρίλης 1949.
Τα εχθρικά χέρια, τον άγγιξαν νεκρό πια. Τον μετέφεραν στο χωριό. Εκεί του έσκισαν με το μαχαίρι το στομάχι. Ήθελαν να εξακριβώσουν τι είχε φάει, για να βρουν τον τροφοδότη του. Η έρευνα απόδειξε πως ο Πάνος είχε φάει αμπελοβλάσταρα της Ελληνικής γης, και τίποτ’ άλλο. Οι Αμερικανοθρεμένοι σοκολατοφάγοι της υποτέλειας, που το στομάχι τους ήταν γεμάτο τσίχλες και κονσερβοποιημένο μπέϋκον, οι ιερόσυλοι που δεν σεβάστηκαν το νεκρό, θέλανε να ρουφήξουν κι άλλο αίμα, σαν βδέλλες να χορτάσουν οι δειλοί. Κι’ αναλογίζομαι! Αν έπεφτε ζωντανός ο Πάνος στα χέρια του εχθρού πόσα βασανιστήρια θα δέχονταν για να μαρτυρήσει, που βρήκε τα βλαστάρια κι έτρωγε για να στηριχτεί στα πόδια του, στη ζωή; Μα εκείνος δεν τους έκανε τη χάρη, «έκανε το καθήκον του», προτίμησε το θάνατο.
Με τον καιρό, οι νέες γενιές θα στήσουν εκεί στην Κερπινή, έναν ανδριάντα του Πάνου Γεωργόπουλου. Ο γλύπτης πρέπει να κλείσει την ανοιγμένη κοιλιά του Πάνου με αμπελοβλάσταρα, που θα συμβολίζουν τα όνειρα και τις ελπίδες για τα οποία θυσιάστηκε. Τον θάψανε έξω από το νεκροταφείο. Έτσι ξεχωριστά από τους άλλους νεκρούς του χωριού. Καλύτερα, γιατί διαλεχτός και ξεχωριστός απ’ όλους ήταν. Φαίνεται πως τον φοβήθηκαν και νεκρό, για να μη μεταδώσει τις ιδέες του και τις αντιλήψεις του στους πεθαμένους συγχωριανούς. Ντροπή!
Ο Κόκκινης Βασίλης κρατήθηκε κάμποσο καιρό γύρω στο χωριό του αλλά τον σκότωσαν σε ενέδρα. Τελευταίος σκοτώθηκε ο Γιάννης Σταματόπουλος. Είχε την ατυχία, όπως έμαθα στη φυλακή από πατριώτες του, να πάθει εξάρθρωση στο πόδι του. Έτσι όπως σούρνωνταν μια νύχτα έπεσε σε ενέδρα και τον σκότωσαν. Τούκοψαν το κεφάλι, ενώ ακόμη δεν είχε ξεψυχίσει και τόφεραν στο χωριό του στα Λαγγάδια Γορτυνίας. Εκεί το κρέμασαν στην πλατεία του χωριού. Οι παπάδες ευλόγησαν τους νταήδες και τα μαχαίρια τους και οι προύχοντες τους χειροκροτούσαν καθώς το γύριζαν κρατώντας το από τα μαλλιά, στους δρόμους του χωριού. Μετά άρχισε η κρασοκατάνυξη και το γλέντι. Χόρευαν και ούρλιαζαν σαν κανίβαλοι γύρω από το κεφάλι. Η εθνικόφρων ΕΛΛΑΣ είχε σωθεί από τους κομμουνιστές και τους δημοκράτες που θα κατέστρεφαν τον πολιτισμό της.
Στο Μαίναλο μείναμε τώρα λίγοι. Πλησίαζε το Πάσχα του 1949. Η πείνα μας θέριζε. Βρομίσαμε και μυρίζαμε σαν ψόφια σκυλιά. Ακόμη και οι ψείρες μας εγκατέλειψαν. Τα ρούχα ήταν γεμάτα γλίτσα από λίπος και αλάτι. Φαίνεται ότι ο ιδρώτας και το αλάτι έδιωξαν τις ψείρες. Σ’ όσους τόχω πει δεν το πιστεύουν. Κι όμως είναι αλήθεια. Η ψείρα θέλει καθαριότητα. Τον αντάρτη τελευταία τον εγκαταλείπουν οι ψείρες. Μέχρι τότε πίστευα ότι θα μας εγκατέλειπαν όταν θα σκοτωνόμαστε και θα παγώναμε όπως συνήθως γίνονταν. Τώρα μας άφησαν πριν σκοτωθούμε. Είμασταν πια γι’ αυτές νεκροί, όπως και για όλους.
Η καθημερινή μας προσπάθεια ήταν να ξεφύγουμε από τις παγάνες και να οικονομήσουμε κάτι για φαΐ. Τα μεγάλα σχέδια πάνε. Η διατήρηση της φυσιογνωμίας του μετώπου όπως έλεγε ο Γκιουζέλης, εγκαταλείφθηκε. Το ίδιο και η προσπάθεια για ανασυγκρότηση. Τώρα πια καθήκον ήταν η διατήρηση εκείνης της ομαδούλας. Βγαίναμε κάθε τόσο σε αποστολές για τρόφιμα. Οι αποστολές κρατούσαν τρεις - τέσσερις μέρες. Άλλοτε κάτι βρίσκαμε άλλοτε γυρίζαμε, μ’ άδεια σακίδια.
Έζησε γιατί τα σκουλήκια φάγανε τις σάρκες του
Η ζωή μας γίνονταν σιγά - σιγά απαίσια, βάρος δυσβάσταχτο. Όταν χαθεί η ελπίδα όλα γίνονται άχαρα, άνοστα, βαρετά. Εμείς τώρα σιγά - σιγά χάναμε τις ελπίδες μας για μια λύση υποφερτή. Η μόνη προοπτική που υπήρχε ήταν να σκοτωθούμε σε κάποια από τις πολλές ενέδρες που πέφταμε σχεδόν κάθε μέρα. Πλησίαζε το Πάσχα. Βγήκαμε από το δάσος δύο αποστολές. Στη μια πήγε ο Ετεοκλής, ο Βολιώτης ή Νίκος Χαλάτσης, ο Θανάσης Κολοβός από τον Άγιο Φλώρο της Μεσσηνίας, αυτός που είχαν βρει οι Ψυχαραίοι, μέσα σε κάτι λατσούφια σχεδόν γυμνό από τη μέση και κάτω, φορούσε ένα γυναικείο βρακί, κι άλλοι δύο. Αυτοί θα πήγαιναν στα χωριά της Μεγαλόπολης. Στην άλλη πήγα εγώ, ο Πέρδικας, ο Γιάννης Σπυρόπουλος κι ο Κανατάς Κώστας από τη Βαμπακού της Λακωνίας.
Η αποστολή του Ετεοκλή δεν πήγε καλά. Βρήκαν τρόφιμα σε κάποιο χωριό αλλά όταν γύριζαν στο Μαίναλο έπαθαν ζημιά γιατί δεν πήραν τα μέτρα τους. Όταν μπήκαν στα έλατα, κουρασμένοι και άυπνοι σταμάτησαν για να ξεκουραστούν και να τσιμπήσουν κάτι. Σκέφτηκαν λοιπόν να ανάψουν φωτιά να ψήσουν τα εντόσθια ενός αρνιού που είχαν πάρει. Είδαν τον καπνό από το χωριό Λυκόχια τα αποσπάσματα και κίνησαν για να τους χτυπήσουν. Ο Ετεοκλής δεν είχε πάρει μέτρα ασφαλείας. Τους μπλοκάρισαν στη φωτιά όπως κάθονταν. Τους χτύπησαν καθισμένους. Τραυμάτισαν σοβαρά το Νίκο Χαλάτση. Του έσπασαν το αριστερό χέρι στο βραχίονα καιτον τραυμάτισαν ακόμη στο κεφάλι. Οι άλλοι γλύτωσαν. Χάθηκαν μέσα στά έλατα. Τους καταδίωξαν αλλά δεν έπαθαν τίποτα. Όταν συνήλθαν, τους σταμάτησαν με τις μπαταριές. Έπιασαν τα έλατα και μετά από τις πρώτες μπαταριές, τους κυνήγησαν.
Αυτό ήταν αιτία για να γλυτώσει ο Χαλάτσης. Όταν τον χτύπησαν πέρασαν από πάνω του. 'Άκουσε νιρυ είπαν οι χωροφύλακες: «Αστόν αυτόν τον καθαρίσαμε». Οταν απομακρύνθηκαν κυνηγώντας τους άλλους, ο Χαλάτσης σηκώθηκε και τράβηξε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν μπορούσε όμως να κινηθεί γρήγορα. Πονούσε πολύ γιατί το χέρι του όπως ήταν τσακισμένο κουνιόταν πέρα - δώθε και έπρεπε να το κρατά με το άλλο. Το αίμα έτρεχε σα βρύση. Πήγε εκατό μέτρα και σταμάτησε. Όταν οι χωροφύλακες πισωγύρισαν κυνηγημένοι από τον Ετεοκλή και τους άλλους, πέρασαν από το ίδιο μέρος και είδαν ότι ο σκοτωμένος έλειπε. Φώναξαν λοιπόν ότι ο σκοτωμένος τόσκασε και ένας είπε ότι κάπου εδώ κοντά θα είναι, να ψάξουν να τον βρουν. Όμως οι άλλοι που ήρθαν τρέχοντας, γιατί τους ντουφέκιζαν οι δικοί μας παρέσυραν κι αυτούς κι έφυγαν. Έτσι γλύτωσε ο Χαλάτσης. Το κακό όμως είναι ότι ο Ετεοκλής και οι άλλοι, ενώ πήραν τα τρόφιμα που είχαν παρατήσει δεν σταμάτησαν να ψάξουν για το Χαλάτση γιατί δεν ήξεραν ότι είναι τραυματισμένος. Νόμισαν ότι είχε φύγει. Ήρθε λοιπόν ο Ετεοκλής την άλλη μέρα και μας βρήκε. Όταν είδε ότι ο Χαλάτσης δεν είχε έρθει νόμιζε ότι σκοτώθηκε.
Το απόγευμα ήρθε και ο Χαλάτσης σε κακά χάλια. Δεν είχαμε ούτε ένα επίδεσμο να του δέσουμε το χέρι. Είχα μόνο εγώ έναν ατομικό επίδεσμο που το φυλάγαμε σαν τα μάτια μας. Το τραύμα όμως του Νίκου ήταν τέτοιο που ο ατομικός επίδεσμος δεν έκανε τίποτε. Τότε ο Μήτσος Αποστολάκος από το χωριό Παπαδιάνικα της Λακωνίας πήγε κι έφερε ένα κομμάτι λινάτσα από ένα τρύπιο τσουβάλι που κουβαλούσε μαζί του. Του κάναμε σ’ όλη την έκταση πάνω κάτω τρύπες, περάσαμε μέσα ξυλάκια σαν παΐδια, κάναμε έτσι έναν πρόχειρο νάρθηκα και δέσαμε το χέρι του Χαλάτση. Ο νάρθηκας αυτός δεν ήταν και πολύ στέρεος γι’ αυτό το χέρι κινιόταν. Αυτό είχε σαν συνέπεια να μη δένει. Όλο το καλοκαίρι το χέρι βρωμούσε, έτρεχε και κινιόταν. Μερικές μέρες μετά τον τραυματισμό, το χέρι βρωμούσε τόσο πολύ που δεν υποφέρονταν. Γι’ αυτό ο Χαλάτσης κάθονταν δέκα μέτρα μακρυά μας. Κάθε βράδυ ανάβαμε φωτιά και πλέναμε την πληγή με ζεστό νερό.
Μια μέρα ο Χαλάτσης παραπονέθηκε ότι αισθάνεται μεγάλη φαγούρα στο τραύμα του. Εμείς του απαντήσαμε ότι θρέφει γι’ αυτό αισθάνεται φαγούρα. Αυτός όμως παραπονιόταν συνεχώς όλη τη νύχτα. Όταν φώτισε καλά πήγε ο Αποστολάκος να δει το τραύμα. Τότε αντιλήφθηκε ότι ήταν γεμάτο σκουλήκια. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Σκεφτήκαμε λοιπόν να τα βγάλουμε ένα - ένα με ένα ξυλάκι. Αυτό έγινε. Κάθισε ο Αποστολάκος μ’ ένα ξυλάκι σαν οδοντογλυφίδα και τα έβγαλε ένα - ένα. Καταμάτωσε το τραύμα αλλά τι να γίνονταν, δεν υπήρχε άλλη λύση. Αυτό όμως τον έσωσε. Τα σκουλήκια έφαγαν όλα τα σάπια κρέατα και τα βρώμικα αίματα και δεν έπαθε γάγγραινα. Κάθε κακό έχει και το καλό όπως και να σε τρώνε ζωντανό τα σκουλήκια. Όλοι και όλα φάγανε από εμάς. Περισσέψαμε όμως.
Ο Χαλάτσης όλο το καλοκαίρι έμενε στα έλατα. Δεν έρχονταν στις αποστολές. Τρέφονταν με χόρτα και σαλιγκάρια κι ότι του φέρναμε κι εμείς. 'Εμενε συνήθως με το γέρο Παύλο Κούζουνα παρέα. Μετά τη διάλυση της ομάδας, έφυγε με τα πόδια για την Αθήνα, πέρασε τον Ισθμό κολυμπώντας με το ένα χέρι, έχασε όμως τα ρούχα του, βρήκε άλλα στα απορρίμματα έξω από το Λουτράκι. Έφθασε στην Αθήνα, πήγε στο σπίτι της αδερφής του και αυτή τον παρουσίασε στην Ασφάλεια. Τον βρήκα στο στρατόπεδο στην Τρίπολη. Γλύτωσε τελικά. Αυτή είναι η περιπέτεια του Χαλάτση, σώθηκε γιατί τα σκουλίκια έφαγαν το σάπιο κρέας στο τραύμα του. Είναι κι αυτή η περίπτωση από τις πολύ σπάνιες, όπως και τόσες άλλες που συνέβηκαν στο Δημοκρατικό Στρατό του Μωριά. Τα σκουλήκια εκείνα τα καθαρίσαμε ένα - ένα κι ας μάτωσε το χέρι. Τα σκουλήκια όμως που ρουφούσαν το αίμα του λαού της Ελλάδας δεν μπορέσαμε να τα καθαρίσουμε κι ας χύσαμε πολύ αίμα. Ποιος ξέρει πόσο θα χυθεί ακόμη, μέχρι που να ψοφίσουν όλα τα σκουλήκια της υποτέλειας.
Η δική μας αποστολή πήγε καλύτερα. Είχαμε όμως εκπλήξεις και ένα κωμικό και παραλίγο τραγικό περιστατικό. Παραλίγο να με αλέσει ο μύλος. Ένας νερόμυλος στην Νεμνίτσα. Όπως βγήκαμε από τα έλατα μπήκαμε ο' ένα μαντρί εξώσπιτο κάτω από το χωριό Γαρζενίκου. Εκεί λοιπόν, καθώς μπήκαμε στο εξώσπιτο είδαμε να κρέμεται από το πάτερο ένα αρνί σφαγμένο και γδαρμένο. Νομίσαμε ότι θάχει πάθει κάτι και το έσφαξαν. Δεν πήγαινε το μυαλό μας ότι ήταν το πασχαλινό αρνί. Εμείς υπολογίζαμε το Πάσχα την παρακάτω Κυριακή. Όταν ο σπιτονοικοκύρης, μας είπε ότι την άλλη μέρα ήταν Πάσχα, μείναμε με το στόμα ανοιχτό. Εμείς λοιπόν δεν είχαμε χάσει την Τρίτη από την Τετάρτη αλλά το Πάσχα από το μήνα του. Αφού λοιπόν βρήκαμε κρέας για το Πάσχα σκεφτήκαμε να βρούμε και ψωμί. Είπα στον Πέρδικα να πάμε στο μύλο και αν δε βρούμε αλέσματα να μαζέψουμε τη γυριά. Ήξερα από μύλους γιατί ο πατέρας μου είχε ιδιόκτητο νερόμυλο που το δίναμε μισιακό.
Πήγαμε στο νερόμυλο. Δε βρήκαμε αλεύρι. Υποχρέωναν φαίνεται τους μυλωνάδες κάθε βράδυ να παίρνουν τ’ αλεύρι και να πηγαίνουν στα χωριά τους. Κατέβασα τη σκαφίδα κι ανέβηκα πάνω στο μυλολίθαρο κι άρχισα να μαζεύω τη γυριά. Η γυριά είναι το αλεύρι που βρίσκεται γύρω - γύρω στην άκρη του μυλολίθαρου. Αυτό το αλεύρι βέβαια είναι γεμάτο τρίχες, χαλίκια από το μυλολίθαρο και ποντικοκούραδα, για μας όμως την εποχή εκείνη ήταν παντεσπάνι. Καθώς μάζευα τη γυργιά, ο Πέρδικας που κρατούσε το κερί δεν πρόσεξε και έριξε τη σταματήρα, δηλαδή το ειδικό ξύλο που σταματάει το μυλολίθαρο να γυρίζει. Τότε άρχισε το μυλολίθαρο να γυρίζει. Δεν έχασα την ψυχραιμία μου, τέντωσα τα χέρια μου και τα πόδια μου και πιάστηκα από τα δοκάρια. Το λιθάρι άρχισε να γυρίζει από κάτω μου. Ο Πέρδικας όμως τρομοκρατήθηκε. Φοβήθηκε μήπως το μυλολίθαρο με τσακίσει και βούτηξε να με σώσει. Μ ’ έπιασε από τα πόδια. Αυτό ήταν το ατύχημα. Υποχρεώθηκα να καθήσω πάνω στο λιθάρι που γύριζε με δύναμη και χτύπησα σε διάφορα μέρη. Εγώ προσπαθούσα να στηριχτώ, ο Πέρδικας μου ξεκολλούσε τα πόδια μου και με ξανάριχνε πάνω στο μυλολίθαρο.
Του φώναξα να σταματήσουν το μυλολίθαρο κι αυτοί προσπαθούσαν μέσα στο σκοτάδι να με πιάσουν. Λιανίστηκα!. Τσάκισα τα γόνατά μου, τους αγκώνες μου, τις πλάτες μου, τα κολομέρια μου σχεδόν παντού, εκτός από το κεφάλι. Δέκα μέρες με πονούσε το σώμα μου. Ήταν όλο μελανιασμένο. Τελικά γαντζώθηκα σ' ένα δοκάρι και κατέβηκα από το λιθάρι. Ανάψαμε το κερί, σταμάτησα το μυλολίθαρο. Αρχίσαμε να γελάμε όλοι με το πάθημά μου. Γελούσα και γω παρ’ ότι πονούσα. Δεν είχα πάθει σοβαρές ζημιές. Όταν ο Πέρδικας με είδε όρθιο ανακουφίστηκε και μου είπε: «αφού σε άλεσε ο μύλος και δεν έπαθες τίποτα τότε δεν πρόκειται να πεθάνεις ποτέ». Γυρίσαμε στο Μαίναλο και κάναμε Πάσχα με τον Γκιουζέλη και τους άλλους. Ένα αρνί και τρία κιλά αλεύρι ήταν για μας εκείνη την εποχή μεγάλη αφθονία και πλούσια τα ελέη.
Έψησαν ζωντανό τον τραυματία Πέτρο Πέτρου -Μάης 1949
Την ημέρα που βγήκαμε δύο αποστολές από τα έλατα για να βρούμε τρόφιμα, ο Γκιουζέλης έκανε μία επιπόλαια ενέργεια. Έστειλε τον Πέτρο Πέτρου σε μια αποστολή με άλλους δύο μέσα στο Μαίναλο, για να φέρουν λίγο σιτάρι που είχαμε κρύψει. Η ομάδα έπεσε σε ενέδρα, οι δύο άλλοι αντάρτες διέφυγαν και ο Πέτρος τραυματίστηκε στην πατούσα του αριστερού ποδιού. Σε κείνο το σημείο έμεινε. Όταν γυρίσαμε από τις αποστολές μας, ήρθαν κι οι δύο αντάρτες χωρίς τον Πέτρο. Μας είπαν ότι ο Πέτρου τραυματίστηκε και τον έκρυψαν. Κόντευε να φωτίσει πια. Τι να κάναμε και μεις δεν ξέραμε. Τελικά πήγαν τέσσερις με τον Ετεοκλή Δουμουλάκη και τη μέρα γύριζαν γύρω - γύρω και παρατηρούσαν. Το βράδυ πλησίασαν, αλλά δε βρήκαν τον Πέτρο εκεί που τον είχαν αφήσει. Νόμισαν ότι τον έπιασαν. Απελπισμένοι γύρισαν πίσω. Ευτυχώς που στο γυρισμό πήραν το ίδιο δρομολόγιο που είχε πάρει και ο Πέτρος και έπεσαν πάνω του. Αυτός τους είχε ακούσει και κρύφτηκε. Όταν πέρασαν από μπροστά του, τους γνώρισε. Τους φώναξε και τον πήραν. Ο Πέτρος μετά τον τραυματισμό του όλη τη νύχτα, σούρνωνταν για να απομακρυνθεί από την ενέδρα, για να μη τον βρουν όταν φωτίσει. Αυτό τον γλύτωσε. Όλη τη νύχτα τον κουβαλούσαν κα-λικούτσια στην πλάτη, πότε ο ένας και πότε ο άλλος. Όταν τον έφεραν στο λημέρι πεταξαμε απο χαρα. Οταν αλλάξαμε λημέρι τον κρύψαμε κάπου στο δάσος.
Πήραμε καινούργιες αποστολές. Τόσοι άνθρωποι είχαμε απομείνει και δεν είχαμε τίποτα να βάλουμε στο στόμα μας. Η πείνα θέριζε τα στομάχια μας ανελέητα. Μετά τρεις - τέσσερις μέρες γυρίσαμε στα έλατα. Τούτη τη φορά κάτι φέραμε για όλους. Καλύτερα όμως να πεθαίναμε όλοι εκεί ζωντανοί από την πείνα, παρά αυτό που πάθαμε. Σε εξερεύνηση που έκανε ο στρατός, έπεσαν πάνω στη κρύπτη του Πέτρου και τον έπιασαν ζωντανό. Ήταν ένα Μαγιάτικο πρωινό, στην καρδιά του Μαίναλου μέσα στα πανύψηλα έλατα. Η αποστολή μας είχε σμίξει με τον Γκιουζέλη και τους υπόλοιπους. Βλέπαμε μακρυά στα ξέφωτα ανάμεσα στα έλατα την παγάνα. Αργότερα βλέπαμε τη φωτιά που άναψαν. Σε λίγο ο αέρας μας έφερε τσίκνα και καταλάβαμε ότι κάτι φοβερό γίνεται.
Το απομεσήμερο καταφθάνει ο Μήτσος Αποστολάκος από το χωριό Παπαδιάνικα Λακωνίας, που τον είχαμε αφήσει να περιποιείται τον τραυματία. Μόλις κατάλαβε την παγάνα τραβήχτηκε προς ένα υψωματάκι, πάνω από την κρύπτη και άκουσε όλα όσα ειπώθηκαν. Είδε με τα μάτια του το τραγικό τέλος του ήρωα Πέτρου Πέτρου. Το πρόσωπο του Μήτσου ήταν άγριο, απ’ όσα είχε δει. Οι κινήσεις των χεριών του νευρικές, ασυνήθιστες. Τα μάτια του γουρλωμένα κι ανέκφραστα. Τάχε χαμένα. Η φωνή του μετά βίας έβγαινε από μέσα του. Λέξη - λέξη πρόφερε διηγώντας μας το αποτρόπαιο έγκλημα. Μας έλουζε κρύος ιδρώτας. Παγώσαμε από την κορφή μέχρι τα νύχια...
Μας είπε, πως μόλις τον πιάσανε άρχισαν την ανάκριση. Δεν πήρανε κουβέντα από το στόμα του. Ένας αξιωματικός, ένας λοχίας και τρεις φαντάροι τον είχαν στη μέση και τον βασάνιζαν. Σε λίγο άκουσε τις φωνές του. Τους έβριζε φασίστες, κι αμερικανόδουλους. Άναψαν φωτιά από κέδρα και τον φοβέριζαν ότι θα τον πετάξουν μέσα. «Μαρτύρα ρε Βούλγαρε, ποιος είσαι και που είναι οι άλλοι». Αυτά κι άλλα τέτοια ρώταγαν. Τον έδερναν και τον βασάνιζαν πάνω στο τραύμα. Ο αξιωματικός έδοσε το πρόσταγμα. Οι άλλοι πιάσανε τον Πέτρο και τον πέταξαν στη φωτιά. Το βασανισμένο σώμα λαμπάδιασε. Οι φωνές του μάρτυρα σταμάτησαν. Η τσίκνα ξαπλώθηκε γύρω - γύρω παντού. Ξεψύχισε. Πήγε κάποιος άλλος αξιωματικός γαμοσταυρίζοντας. Έβαλε τους πυρπολητές και τράβηξαν το πτώμα από τη φωτιά, που είχε γίνει ένα μαυρισμένο κούτσουρο. Έτσι ακριβώς το βρήκαμε κι εμείς όταν κατεβήκαμε το απόγευμα στην κρύπτη απ’ έξω, μια μάζα μαύρη και κομμένη. Εικόνα ανατριχιαστική.
Θόλωσε το μυαλό μας καθώς βλέπαμε τον άνθρωπό μας κάρβουνο. Για πολλή ώρα μείναμε άφωνοι. Ο Γκιουζελης, για πρώτη φορά άκουσε τόσα, όσα δεν είχε ακούσει ίσως σ’ όλη την επαναστατική του ζωή. Κινδύνεψε τότε πολύ. Το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Όλοι λέγαμε πάντα ότι ο Πέτρου δεν πρέπει να εκτίθεται σε κίνδυνο, ο Πέτρου δεν πρέπει να πηγαίνει σκοπός ή παρατηρητήριο, δεν πρέπει να πηγαίνει σε αποστολές για τρόφιμα. Τα λέγαμε όλ’ αυτά γιατί ο Πέτρος ήταν ο μοναδικός ασυρματιστής που είχαμε. Ήταν η μόνη ελπίδα μας, αν αρπάζαμε κάποιον ασύρματο να πάρουμε επαφή με το Γενικό Αρχηγείο. Είχαμε ακόμα ελπίδες κι εμπιστοσύνη σ’ αυτό.
Ο Γκιουζέλης ήταν υπεύθυνος που χάθηκαν οι ασύρματοι της Μεραρχίας. Τώρα έκανε το λάθος να στείλει τον Πέτρου στην αποστολή και χάθηκε ο ασυρματιστής που ήτανε η μόνη μας ελπίδα, ο συνδετικός κρίκος με το Γενικό Αρχηγείο του Δημ. Στρατού.
Τώρα πια και ν’ αρπάζαμε ασύρματο δεν είχαμε ειδικό άνθρωπο να τον χειριστεί. Μας είχε απομείνει ο Μάκης που ήταν αυτοδίδακτος και όχι καλά καταρτισμένος. Τη μόνη δικαιολογία που είπε ο Γκιουζέλης ήταν ότι η αποστολή δεν ήταν επικίνδυνη, γιατί θα πήγαιναν μια ώρα μακρυά, μέσα στο δάσος. Αυτή η σκέψη ήταν λάθος. Το δάσος ήταν γεμάτο ενέδρες και παγάνες κι αυτό το ήξερε, γιατί κάθε μέρα παίζαμε κρυφτούλι με τον εχθρό. Αυτόν τον τραγικό θάνατο είχε ο Πέτρος Πέτρου. Τον έψησαν στη φωτιά σαν πασχαλιάτικο αρνί, μόνο που δεν τον σούβλισαν σαν τον Αθ. Διάκο. Για να τον εκδικηθούν και νεκρό, τον άφησαν να ψηθεί στη φωτιά κι έγινε κάρβουνο. Τα τέρατα! Τούτο το γραφτό μπορεί να πέσει στα χέρια κάποιου από τους πυρπολητές του Πέτρου Πέτρου. Ας διαβάσει
λοιπόν να μάθει, ποιος ήταν αυτός που έκαψε, αφού δεν πήρε απάντηση από το θύμα στις ερωτήσεις του, «Μαρτύρα ρε Βούλγαρε ποιος είσαι και που είναι οι άλλοι».
Ο Πέτρος Πέτρου γεννήθηκε στο χωριό Καστάνιτσα Κυνουρίας, τελείωσε το Γυμνάσιο στη Σπάρτη, γράφτηκε στη φιλολογία του Πανεπιστημίου Αθήνας και παράλληλα τέλειωσε Ραδιοτηλεγραφία. Το 1940 σαν ιπτάμενος ραδιοτηλεγραφητής πολέμησε το φασισμό στ’ Αλβανικά βουνά. Με την κατάρρευση του μετώπου βρέθηκε στην Κρήτη και στη Μέση Ανατολή. Σα μέλος της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ ανέπτυξε δράση στη Αντιφασιστική Οργάνωση Αεροπορίας (ΑΟΑ) και κλείστηκε στα στρατόπεδα. Με τον ερχομό του στην Ελλάδα μετέχει στους λαϊκούς αγώνες. Το 1948 μ’ εντολή του ΚΚΕ κατέβηκε απ’ την Αθήνα στο Δημοκρατικό Στρατό του Μωριά. Γνήσιο Ελληνόπουλο, πόνεσε για τη πατρίδα και το λαό, φλογερός επαναστάτης, πρόσφερε τα πάντα για μια Ελλάδα λεύτερη κι ευτυχισμένη. Αυτός λοιπόν με δυο λόγια ήταν ο «Βούλγαρος» Πέτρος Πέτρου. Έγινε ολοκαύτωμα για την Ελλάδα. Αναπάψαμε το καρβουνιασμένο του κορμί κάτω από ένα σωρό πέτρες. Το τελευταίο ταμπούρι του. Αυτό θα μείνει άπαρτο και θα είναι εκείνος ο σωρός ένα ανάθεμα για την ξενοκρατία.
Με τον καιρό όμως η πείνα μας έκοψε τα πόδια. Σιγά - σιγά αδυνατίζαμε και δεν μπορούσαμε να κινιόμαστε όπως πρώτα. Τα όπλα βάραιναν και οι πλάτες μας πονούσαν. Μας φαίνονταν ότι οι κορυφές ψήλωναν κάθε μέρα και οι ανηφοριές δύσκολα έβγαιναν. Κάθε φορά που ντουφεκιζόμασταν χαλάγαμε φυσίγγια και δεν τα αντικαταστούσαμε όπως πρώτα. Η θηλιά στο λαιμό μας έσφυγγε και ο σβέρκος μας πονούσε όσο κι αν ήταν σκληρός. Μόνο η δύναμη της πίστης μας και η ικανότητά μας να αλλάζουμε τακτική και να προσαρμοζόμαστε στις νέες καταστάσεις μας κρατούσε στη ζωή. Ο Γκιουζέλης βρίσκονταν σε αδιέξοδο και αντιμετώπιζε την κατάσταση παθητικά. Περίμενε τα πάντα από την καθοδήγηση του κόμματος.
Εκτός από τον Κονταλώνη και τον Πέρδικα, εμείς οι άλλοι δεν κουβεντιάζαμε πια μαζί του για μόνο το λόγο ότι δεν είχαμε πια τι να κουβεντιάσουμε. Καταλαβαίναμε ότι δεν μπορούσε να μας βοηθήσει σε τίποτα. Ήταν περισσότερο δυστυχισμένος από μας. Εμείς είμασταν στον τόπο μας και μπορούσαμε και μόνοι μας να βολευτούμε. Αυτός ήταν σαν τυφλός. Έπρεπε σε κάποιον από μας να στηρίζεται αλλιώς θα χάνονταν, όπως χάθηκε όταν χώρισε από τον Κονταλώνη και τον Καμαρινό. Τώρα πως και γιατί χώρισε ενώ δεν ήξερε τα μέρη και ήταν σίγουρο ότι θα χάνονταν αμέσως, δεν το ξέρω. Οι μόνοι που ξέρουν είναι ο Κονταλώνης και ο Καμαρινός. Αυτός όλη μέρα κάθονταν σιωπηλός και αφηρημένος. Μια μέρα αποφάσισαν με τον Κονταλώνη να φύγουν για τον Ταΰγετο. Δεν ξέρω γιατί το αποφάσισαν. Ίσως να νόμιζαν ότι εκεί θα συναντούσαν το Ρογκάκο κι άλλους πολλούς γιατί ακόμη δεν είχαμε μάθει για το τέλος τους.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου