{[['']]}
Ο λόχος μου είχε πια αποκάνει. Οι αντάρτες ήταν έτοιμοι να σωριαστούν λυπόθυμοι. Νηστικοί, νυσταγμένοι και ξεπαγιασμένοι όλη μέρα ξαπλωμένοι μέσα στο χιόνι δεν ήθελαν τίποτα άλλο, μια κουταλιά ζεστό ζουμί και ένα κερί φωτιά και να ζεσταθούν και μετά ας πεθάνουν. Είχα και γω τα χάλια μου. Άϋπνος και σε συνεχή κίνηση πέντε μερόνυχτα, κουρασμένος όσο ποτέ άλλοτε και τσακισμένος από την ψυχική αγωνία. Τώρα που η υπερένταση έφυγε, το σώμα έγινε βαρύ σα μολύβι. Σωριάστηκα κοντά στο παραγώνι σαν άδειο τσουβάλι.
Μετά από δέκα λεπτά με ειδοποίησαν ότι με ζητούν στο τηλέφωνο. Τρόμαξα να σηκωθώ. Πήγα. Ήταν ο Ταξίαρχος, ο Πρεκεζές. Με ρώτησε πόσους έχω μαζί μου. Όταν του είπα ότι έχω ολόκληρο το λόχο και μια διμοιρία από το λόχο του Στάγκου, πέταξε από τη χαρά του. Είχε υποθέσει ότι κι εγώ θα γλίτωσα με κάτι λίγους. Τραγική ειρωνεία. Μου έδωσε συγχαρητήρια. Ας έλειπαν χίλιες φορές. Μου είπε να μείνω στο χωριό Πλατανάκι, να φάει καλά ο λόχος, να ζεσταθεί και να κοιμηθεί. Τον ρώτησα τι τελικά απογίνε. Μου απάντησε ότι είχαμε σοβαρές απώλειες, αλλά σοβαρότερη αποτυχία ήταν που δεν εκμεταλλευτήκαμε τη νίκη στο Λεωνίδιο και δεν μπορέσαμε να στρουγγιάσουμε τον εχθρό στον Άγιο Βασίλειο. Δύο φορές φτάσαμε στην άκρη του θριάμβου και μείναμε απέξω. Κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν σοβαρότερα απ’ ότι φοβόμουνα. Ανησυχούσα να μάθω λεπτομέρειες. Τα νεύρα μου κόντευαν να σπάσουν.
Γύρισα στη διοίκηση του λόχου. Έφαγα ένα πιάτο ζεστό τραχανά. Δεν μπορούσα όμως να σταθώ πουθενά. Αν συνέχιζα όλη νύχτα έτσι, θα τρελλαινόμουνα. Ευτυχώς και για τον αντάρτη υπάρχει το ηρεμιστικό, υπάρχει το φάρμακο που τον ξεκουράζει. Αυτό είναι η κούραση, το ξεθέωμα, η εξάντληση, όλων των αποθεμάτων αντοχής. Αυτή φέρνει τον ύπνο, κλείνει τα βλέφαρα, φέρνει το λήθαργο. Στην αρχή κοιμάται το μισό μυαλό, κάθε τόσο τινάζεται πότε τόνα και πότε τ’ άλλο χέρι ή πόδι, σιγά - σιγά όμως έρχεται και ο γλυκός ύπνος, το βάλσαμο. Χειμωνιάτικη νύχτα παγερή και υγρή. Το κρύο τρυπάει τα κόκκαλα. Εγώ όμως κοιμάμαι βαθιά τυλιγμένος στη μαντύα μου. Όλη τη νύχτα τρέχω, φωνάζω, ντουφεκίζω, βλέπω, ακούω όλα όσα έγιναν τις δύο τελευταίες μέρες. Ξανά, ξανά τα ίδια, τα ίδια δεν ξέρω πια αν είναι όνειρο ή αν είμαι ξύπνιος.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε φωτίσει. Είχα κοιμηθεί δέκα ώρες. Ένοιωσα χαρά. Νόμισα ότι όλα όσα έγιναν, ήταν στο όνειρό μου. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε η χαρά. Ίσως και δέκατα του δευτερολέπτου. Μακάρι να κρατούσε ώρες. Μακάρι να έμενε κοκκαλωμένο το μυαλό μου εκεί, να σταματούσε για πάντα παρά το όνειρο να γίνει αλήθεια. Η ψυχή μου γέμισε φαρμάκι. Το σώμα μου έγινε μολύβι, ασήκωτο. Ξυλιασμένο και χτυπημένο πονούσε. Πονούσα παντού. Πονούσα βαθιά, πονούσε η καρδιά μου, πονούσε το σώμα μου, πονούσε το μυαλό μου. Σούρθηκα κοντά στο τζάκι να ζεστάνω τα πόδια μου και τα χέρια μου. Δεν τολμούσα να κλείσω τα μάτια μου γιατί αμέσως άρχιζαν να χορεύουν μπροστά μου όλα τα χτεσινά.
Ο επιλοχίας, ο Γιώργης Αναγνωστόπουλος από τη Μεσσηνία, πατέρας με δυό παιδιά, κατάλαβε τη φουρτούνα που μ’ έδερνε κι άπλωσε το χέρι του, που κρατούσε μια καραβάνα με ζεστό κρασί και μου είπε: «πιες, πιες, πιες το όλο, είναι το μερίδιό σου». Ήπια και μετά ξαναήπια και ξανά, ξανά. Άδειασε η καραβάνα. Γύρισα δίπλα με το πρόσωπο κατά τον τοίχο. Ανασήκωσα τον γιακά της μαντύας μου και σκέπασα το πρόσωπό μου. Τότε ξέσπασα. Τα δάκρυα έτρεχαν, έτρεχαν καφτά, καφτά και gω ξαλάφρωνα. Γιατί έκλαιγα; για όλα. Για όλους. Ήταν πολλοί, ήταν πολλά που χάθηκαν αυτές τις δύο μέρες. Το κρασί και το κλάμα με ηρέμησαν. Σηκώθηκα και σαν να μη συνέβη τίποτα το σοβαρό μέσα μου, πήρα με τη σειρά τις ομάδες να δω τι κάνουν και πως βρίσκονται οι αντάρτες.
Ήταν μουδιασμένοι αλλά και πεισματωμένοι. Τάχαν με τον Πρεκεζέ. Έτσι είναι. Όσο ένας διοικητής τα πάει καλά, τον κρατούν στα χέρια. Όταν όμως σκοντάφτει τότε τον αναθεματίζουν. Έπιασα κουβέντα που και που. Μισόλογα μου έλεγαν. Ήταν όμως γεμάτα θυμό. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Θύμωναν για να ξεσπάσουν. Το αλάθητο αισθητήριό τους, τους έλεγε πως δε φταίει για όλα και μόνο η διοίκηση. Καταλάβαιναν ότι ένας διοικητής δεν μπορεί πάντα και παντού να τα κάνει όλα σωστά κι αλάθητα. Έτσι είναι. Βαρύ γομάρι το καπετανιλίκι. Λυγίζουν τα πόδια που και που και θολώνει το μυαλό όταν του πέφτουν τόσοι χαλασμοί κι ανέχειες πάνω του.
Αντάρτες χωρίς παπούτσια, αντάρτισσες γδυτές, όλοι μ ' άδεια στομάχια μέσα στα χιόνια και πόλεμος με λιγοστά και μετρημένα φυσίγγια. Και γύρω - γύρω θάλασσα και από τη στεριά λεφούσια, χιλιάδες χορτασμένοι κι άβουλοι, κοπάδια γελαδάνθρωποι που πολεμούν για να πάρουν κεφάλια κι έτσι να μπουν στον παράδεισο σαν αγαπητά τέκνα του θεού, όπως τους τάζει το παπαδαριό. Όσο μεγάλο και να είναι το δίκιο σου, όσο παλικάρι κι αν είσαι, η τρομερή υπεροχή σε γονατίζει, σου απαγορεύει να κάνεις έστω και μικρά λάθη και παραλείψεις. Ο θυμός σιγά - σιγά παραχώρησε τη θέση του στη περισυλλογή. Όλοι μας ζητάγαμε να πάρουμε εκδίκηση.
Μετά από δύο μέρες έγινε ανασυγκρότηση των τμημάτων. Συμπληρώθηκαν τα κενά και τώρα πια έγιναν έξι διλοχίες. Πρέπει εδώ να πω ότι, από μια σωστή ενέργεια του Γ. Ατζακλή απόφυγε η Ταξιαρχία μια σοβαρή ίσως σοβαρότερη ζημιά απ’ αυτή στον Άγιο Βασίλη. Την ίδια ακριβώς βραδιά που γίνονταν ο αιφνιδιασμός στον Άγιο Βασίλειο, μια εχθρική διλοχία που ξεκίνησε από το χωριό Γεράκι και σε συνεργασία με τριακόσιους χίτες, έκαναν αιφνιδιασμό στο χωριό Κοσμά Κυνουρίας.
Εκεί στο χωριό είχε μείνει τη νύχτα ένα τμήμα με το Γιώργη Ατζακλή, που το ακολουθούσε εκ μέρους της διοίκησης της Ταξιαρχίας. Ο λόχος είχε πιάσει το χωριό Πούλιθρα, για να ασφαλίσει την επιχείρηση στο Λεωνίδιο από νοτιοανατολικά. Μετά την επιχείρηση γύρισε πίσω κι έφθασε στο χωριό Κοσμά κι εκεί έμεινε για να ξεκουραστεί. Πήρε επαφή με την διοίκηση της Ταξιαρχίας που ήταν στο χωριό Παλιοχώρι. Η Ταξιαρχία πληροφόρησε το λόχο, ότι δύο μοίρες Λ.Ο.Κ. έφυγαν από το χωριό Βαμβακού προς άγνωστη κατεύθυνση. Είχε λοιπόν το νου του ο Γιώργης Ατζακλής.
Όταν τη νύχτα ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί στον Άγιο Βασίλη, ο λόχος ήταν έτοιμος, βγήκε από το χωριό κι έπιασε το ύψωμα. Δεν είχαν περάσει είκοσι λεπτά και έφθασαν οι εχθρικές δυνάμεις για να κάνουν τον αιφνιδιασμό. Όμως αifνιδιάστηκαν αυτοί. Επακολούθησε συμπλοκή. Οι δικοί μας δεν είχαν απώλειες. Ο εχθρός πρέπει να είχε. Τέλος ο Ατζακλής αποσύρθηκε προς το Παλιοχώρι και ενώθηκε το απομεσήμερο με την Ταξιαρχία. Απ’ όλες τις ενέργειες του εχθρού, φαίνεται ότι η παγίδα ήταν καλά μελετημένη και καλά στημένη. Δεν πέτυχε την καταστροφή μας αλλά μας προξένησε σοβαρή ζημιά. Παραλίγο όμως να αντιστραφεί η παγίδα και να πέσει μέσα ο εχθρός που την έστησε.
Για πρώτη φορά στο Μωριά, αντάρτικο τμήμα έμπαινε σε κυκλωμένο χωριό κι αυτό έγινε, γιατί μια σειρά συμπτώσεις και παραλήψεις ύφαναν την παγίδα και μόνο χάρη στην αντοχή των τμημάτων μας και την ψυχραιμία του ταγματάρχη και των διοικητών των τμημάτων, το τάγμα έσπασε την παγίδα, ανέτρεψε τα σχέδια του εχθρού, πέρασε στην επίθεση. Και το καταπληκτικό: Μπήκε, χωρίς επαφή, στο σχέδιο ενέργειας της Ταξιαρχίας, έπιασε τους τομείς που θα του ανέθετε η Ταξιαρχία αν είχε επαφή μαζί του. Εγκλώβισε τον εχθρό από δυτικά - βορειοδυτικά - βορειοανατολικά δηλαδή από κυκλωμένο που ήταν κύκλωσε τον εχθρό παρ ’ ότι είχε σοβαρές απώλειες.
Ο Πρεκεζές μόλις άνοιξε το παιχνίδι, σωστά αντιλήφθηκε την κατάσταση και μαστορικά έστησε την δίκιά του παγίδα. Τόπαιξε καλά γιατί ήταν καλός μάστορας. Δεν τον βοήθησε όμως η συγκυρία των γεγονότων. Δυστυχώς το αρχικό του σφάλμα, να μην αφήσει στον κορμό τον Πάρνωνα και ειδικά στα χωριά που θα επιστρέφαμε, μια μικρή δύναμη για να μας φυλάει τις πλάτες, ήταν καθοριστικό και πήρε αυτή την βαρύτητα, γιατί επακολούθησε το δεύτερο, δηλαδή το ότι από σύγχιση, δεν εκμεταλλευτήκαμε την κατάληψη του Λεωνιδίου. Αν μέναμε στο Λεωνίδιο, δεν θα αιφνιδιαζόμασταν γιατί δεν θα γυρίζαμε στον Άγιο Βασίλειο το βράδυ.
Σήμερα βέβαια μερικοί εχθροί ή φίλοι, μιλάνε για πανωλεθρία του αντάρτικου στον Άγιο Βασίλειο. Τα ίδια λένε και μερικοί που ήταν εκεί. Τα ίδια λένε και μερικοί επαγγελματίες ιστορικοί και δήθεν ειδικοί. Βιαστικοί - βιαστικοί ενώ δεν έμαθαν, δεν ρώτησαν, δεν ερεύνησαν, γράφουν άρθρα και κοντά στις άλλες κοτσάνες και αηδίες που γράφουν, μιλάνε για πανωλεθρία. Μετά την περιγραφή και εξιστόρηση της μάχης φαίνεται πόσο έξω πέφτουν. Ένα τάγμα ανταρτών από 240 μαχητές και μαχήτριες, πέφτει σε κλοιό 1200 περίπου λοκατζήδων. Σύμφωνα με τα δεδομένα κ.κ. ιστορικοί και ειδικοί, όπως έγινε δυό -τρεις φορές στην κατοχή, το τάγμα έπρεπε να αιχμαλωτιστεί ή να εξοντωθεί. Κι όμως δεν έγινε αυτό. Έγινε αυτό που διαβάσατε. Αυτό λοιπόν είναι πανωλεθρία; Όχι δα! Είναι κάτι άλλο. Είναι κατόρθωμα από τα λίγα που μόνο τμήματα και στελέχη άριστα, μπορεί να καταφέρουν. Εάν παίρνετε σαν βάση τις απώλειες, πάλι κάνετε λάθος. Το τάγμα του Τσουκόπουλου είχε ογδόντα περίπου νεκρούς, τραυματίες - αιχμαλώτους και τραυματίες που σώθηκαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρχαν και απλοί πολίτες.
Στις μάχες της Βλασίας, της Δημητσάνας, της Ζαχάρως την ίδια αναλογία είχαμε σε απώλειες. Γιατί δεν είπατε και εκεί για πανωλεθρία. Δυστυχώς ο συσχετισμός των μέσων, αυτή τη σχέση απωλειών μας επέβαλε. Στον Άγιο Βασίλη είχε και ο εχθρός απώλειες γύρω στους τριάντα νεκρούς και τραυματίες. Πιάσαμε και επτά αιχμαλώτους. Είναι δυνατό σε μια πανωλεθρία, να πιάνεις κι αιχμαλώτους;
Για τις απώλειες οι αριθμοί είναι κατά υπολογισμό. Δεν είναι ελεγμένοι. Το ίδιο ισχύει για όλες τις μάχες. Οι διοικήσεις ποτέ δεν έβγαζαν ανακοινώσεις για νεκρούς και τραυματίες. Ούτε και για τις απώλειες του εχθρού έβγαζαν ανακοινώσεις με ακρίβεια. Αυτό δεν ήταν δυνατό. Δεν υπήρχαν τέτοιες υπηρεσίες. Στη μάχη στον Άγιο Βασίλη, η σύγκρουση κάλυψε μια τεράστια έκταση από το Χωριό Πλατανάκι μέχρι τη θέση Πηγάδι κι ακόμη πιο πέρα. Δηλαδή τρεις ώρες δρόμο. Ποιος θα κάθονταν να μετρήσει νεκρούς μέσα σε κείνη την κοσμοχαλασιά;
Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο εχθρός σκότωνε μέχρι το Λεωνίδιο και το Ναύπλιο. Έχει εξακριβωθεί ότι έδεσαν τραυματίες αιχμαλώτους σε κάβους και τους πέταξαν στη θάλασσα κι έτσι τους έσυραν μέχρι το Ναύπλιο. Τέλος, μέσα στα θύματα που ήταν ανακατεμένα κι αγνώριστα, γιατί είχαν παραμορφωθεί και σκεπαστεί από το χιόνι, ήταν και πολίτες διωκόμενοι. Γίνεται φανερό ότι οι νεκροί αντάρτες, λοκατζήδες και πολίτες ήταν ανακατεμένοι, διασκορπισμένοι, κι αγνώριστοι. Γι’ αυτό γράφω ότι οι αριθμοί είναι σχετικοί.
Έκαμα αυτή την παρένθεση για να ξεκουράσω λίγο το μυαλό μου και την ψυχή μου. Νοιώθω μεγάλη θλίψη και ψυχική κούραση, όταν υποχρεώνομαι να ξαναγυρίσω πίσω σε κείνα τα μέρη και σε κείνα τα γεγονότα. Εκεί είναι τα μνήματα των συντρόφων μου. Κι όταν γυρίζεις ανάμεσα σε μνήματα ηρώων, αισθάνεσαι πόσο μικρός είσαι και πόσο νάνοι είναι αυτοί, που θέλουν να κάνουν το σπουδαίο και να κρίνουν και να κατακρίνουν αυτούς, που όπως κι αν ανέβηκαν τα σκαλιά της θυσίας, στο τέλος έφθασαν στην κορυφή και ξεπέρασαν τα κοινά μέτρα κι έγιναν ήρωες.
Πρέπει να γράψω όμως και να πω την κρίση μου κι αυτό γιατί άλλοι γράφουν ότι τους καπνίσει, ότι τους κατεβάσει το μυαλό κι η φαντασία, προφανώς γιατί δεν αισθάνονται τύψεις συνειδήσεως. Όμως από τούτα τα γραφτά θα οδηγηθεί ο ιστοριογράφος, να γράψει την αντικειμενική αλήθεια κι είναι ασυγχώρητη επιπολαιότητα νομίζω, να γράψει ο καθένας ανακρίβειες για τόσο σοβαρά εθνικά γεγονότα. Νοιώθω απέραντη θλίψη. Δεν είναι ένας, δεν είναι δέκα, δεν είναι εκατό οι νεκροί σύντροφοι μου, είναι χιλιάδες. Για ποιόν να γράψω και για ποιόν να πω; Ποιόν να παινέψω και ποιόν να εγκωμιάσω; Ήτανε όλοι τους αγνοί και ωραίοι στην ψυχή, ήτανε όλοι τους λεβέντες. Ήταν το καλύτερο κομμάτι από τη σάρκα και την ψυχή του λαού μας. Ας γυρίσω τώρα πάλι ανάμεσα στα μνήματα και στους τόπους του μαρτυρίου.
Μετά την ανασυγκρότηση, η Ταξιαρχία έμεινε για κάμποσες μέρες σ’ εκείνα τα χωριά, γιατί ο χειμώνας ήταν βαρύς και ο Πάρνωνας γεμάτος χιόνια. Οι μέρες περνούσαν μα ο Πρεκεζές δεν κινούσε καμιά ενέργεια, καμιά διαδικασία για καταμερισμό ευθυνών. Ούτε κριτική των μαχών έγινε. Ήταν φανερό ότι αισθάνονταν το βάρος των ευθυνών να πέφτει πάνω του. Τότε κριτική των μαχών θα σήμαινε και παραίτησή του, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει γιατί, η διοίκηση της Μεραρχίας ήταν στην Κεντρική Πελοπόννησο.
Κανένας τότε, ούτε στέλεχος, ούτε αντάρτης, δεν ζητούσε τέτοια πράγματα. Όλοι καταλαβαίναμε ότι έρχεται η πλημμύρα και δεν έχουμε καιρό για τέτοια. Εκτός απ' αυτό. κανένας δεν είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στο διοικητή της Ταξιαρχίας. Ούτε στο ελάχιστο δεν είχε μειωθεί η εμπιστοσύνη μας στις ικανότητες του. Αντίθετα με τις ενέργειες που έκαμε, όταν μπλέξαμε, μας έδειξε ακόμη μια φορά ότι είναι ο πιο ικανός απ ’ όλους όσους βρισκόμασταν τότε στην Νότια Πελοπόννησο. Αυτό δυστυχώς θα επαληθεύονταν κατά τραγικό τρόπο μετά τον τραυματισμό του. Από τη στιγμή που τραυματίστηκε, η Ταξιαρχία άρχισε να παραπαίει σαν τον άνθρωπο που δέχεται ένα ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι. Και πραγματικά: ο εγκέφαλος της Ταξιαρχίας είχε δεχτεί το χτύπημα. Κανένας δεν μπόρεσε να τον αναπληρώσει έστω και κατά είκοσι τοις εκατό.
Με την ανασυγκρότηση ο Τσουκόπουλος έμεινε στην διάθεση της Ταξιαρχίας. Του αφαιρέθηκε η διοίκηση του τάγματος. Αυτό δεν το είδαμε με καλό μάτι. Όμως,δεν μας ανησύχησε καθόλου. Πιστεύαμε ότι ήταν ένα άδικο ή μάλλον τυπικό διοικητικό μέτρο. Ο Πρεκεζές εξακολουθούσε να τον εκτιμά και να του αναθέτει αποστολές ρουτίνας. Ο Τσουκόπουλος περίμενε να τον φωνάξει για μια λεπτομερειακή συζήτηση. Ο Πρεκεζές όμως δεν τον καλούσε. Τότε αποφάσισε να το ζητήσει ο ίδιος. Ο Πρεκεζές του απάντησε ότι τώρα δεν είναι καιρός για τέτοια. Όταν περάσει η φουρτούνα θα τα συζητούσαν με όλη την άνεση.
Μετά από κάμποσες μέρες ορίστηκε μια επιτροπή που αποτελείτο από τον Γιώργη Ατζακλή διοικητή αρχηγείου Πάρνωνα, Ταγματάρχη, Σαράντο Οικονομάκο, επίτροπο τάγματος και Κατελάνο Τάκη αξιωματικός πληροφοριών να κάνει μια προκαταρτική εξέταση για όλη την υπόθεση δηλ. για την μάχη στον Άγιο Βασίλειο. Η επιτροπή αυτή θα έκανε έκθεση για ευθύνες και παραλείψεις της διοίκησης του τάγματος και των διοικήσεων των λόχων. Η έκθεση που έκανε ήταν η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η κατηγορία για τη διοίκηση του τάγματος Τσουκόπουλου.
Μια μέρα που συζητούσαμε με τον Τσουκόπουλο γι’ αυτή την υπόθεση, μου είπε: «Μπελά τώρα πια εμένα δεν μου πάνε τα χαϊμαλιά και τα σταυρωτά κουμπούρια. Σου δωρίζω τα κυάλια μου. Να ξέρεις ότι είναι λάφυρο από τους Γερμανούς από την μάχη, στη θέση Κανελλάκια στο Μαίναλο». Ξεκρέμασε τα κυάλια του και μου τα έβαλε στο λαιμό. Αιφνιδιάστηκα! Τον κοίταξα, ήταν δακρυσμένος. Έκανα λίγο πίσω. Τα έβγαλα από το λαιμό μου και τα γύρισα πίσω. Με σταμάτησε: «Άκου που σου λέω», μου είπε «μη με στεναχωρείς και συ τώρα». Του είπα: «Δεν κάνεις καλά, δεν είναι σωστό». Δεν με άφησε να συνεχίσω και μου λέει: «Δεν μου πάει τώρα εμένα να φορώ κυάλια αφού δεν διοικώ πια το τμήμα μου. Μου είναι άχρηστα. Πάρτα εσύ να με θυμάσαι. Δεν έχει πια για μένα αξία η ζωή, αφού έχασα το τάγμα μου. Μακάρι να μην είναι τα πράγματα όπως τα λέω και τα υπολογίζω εγώ. Ας έρθει εκείνη η μέρα να ξαναπάρω τη διοίκηση του τάγματος και τότε θα σου χαρίσω και το πιστόλι μου και γω θα πάρω άλλα. Έχει μπόλικα ο εχθρός. Πρέπει να είμαστε σοβαροί σ’ όλα μας. Πρέπει να πρέπουν τα πρεπούμενα για να τα φοράμε». Χαμογελώντας με πίκρα συνέχισε: «Εύχομαι να μη σου φέρουν γρουσουζιά τα κυάλια μου και βρεθείς και συ στη θέση μου. Αν πιστεύεις σε γρουσουζιές πέταξέ τα».
Μετά άφησε εμένα να λέω τα δικά μου. Έλεγα, έλεγα κι αυτός έδειχνε σαν να μην άκουγε. Ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Τέλος μου λέει: «Πάμε. Άφησε τους συναισθηματισμούς. Πραγματικά είμαι χαρούμενος που σου δώρισα τα κυάλια μου. Στην αρχή σκέφτηκα να τα δώσω στην διοίκηση κι ας τα έδινε όπου ήθελε. Όμως καλύτερα που τα έδωσα σε σένα. Είμαι σίγουρος ότι θα τα χρησιμοποιήσεις καλύτερα από κάθε άλλον». Η απόφασή του ήταν τελεσίδικη. Από κείνη τη στιγμή μ’ έφαγαν τα φίδια. Άρχισα να ανησυχώ. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Χωρίσαμε. Πήγα στη διοίκηση του λόχου. Βρήκα τον Πιπίνο. Τούπα όσα έτρεξαν. Έπεσε κι αυτός σε συλλογή. Μου είπε: «ο Αλέκος κάτι ξέρει και δεν μας το λέει. Είναι κακό που άρχισε να σκέφτεται έτσι και να μοιράζει τα κομμάτια του. Πρέπει να έχουμε το νου μας μήπως κάνει καμιά κουταμάρα». Του απάντησα: «Αν αποφασίσει κάτι τέτοιο κανένας δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Τουλάχιστον ας το αναβάλλει μετά τις εκκαθαριστικές».
Μετά από μερικές μέρες ανεβήκαμε στο χωριό Τσίτζινα. Διοικητή στη διλοχία μας είχαμε τώρα τον Ντίνο Βρεττάκο. Είμασταν φίλοι και κάποτε τον είχα διοικητή στο τάγμα που ήμουνα. Τώρα όμως δεν τα πήγαμε καλά. Με ερέθιζε ο τρόπος που αντιμετώπιζε την περίπτωση του Τσουκόπουλου. Από εκεί, άρχισε η ψύχρα μεταξύ μας. Η αδιαφορία του, μου τάραξε τα νεύρα. Γελούσε, καλαμπούριζε του καλού καιρού. Τον έστειλα στο διάβολο κι έκοψα τα σούρτα φέρτα. Οι σχέσεις μας έγιναν τυπικές. Αυτό δεν του άρεσε. Έκανε παράπονα. Του απάντησα ότι δεν έχω κέφι για τέτοια. Ο καιρός δεν σηκώνει. Ο καθένας ας κοιτάζει τη δουλειά του.
Μετά το χωριό Τσίτζινα πήγαμε στο χωριό Βαμβακού. Ο χειμώνας ήταν σκληρός. Στον Πάρνωνα χιόνιζε κάθε τόσο και το χιόνι είχε φθάσει δύο μέτρα. Από τη Βόρεια και Κεντρική Πελοπόννησο τα νέα ήταν άσχημα. Η Ταξιαρχία είχε χάσει κάθε επαφή, γιατί ο Γκιουζέλης έκαμε ένα τραγικό σφάλμα.
Έρχονταν εκκαθαριστικές και η διοίκηση της Μεραρχίας δεν φρόντισε να έχει πεντέξι μπαταρίες γεμάτες για ώρα ανάγκης ή να επισκευάσει τον ασύρματο που δούλευε με ξηρά στοιχεία. Γύρω απ’ αυτό δεν είμαι ειδικός αλλά δεν πάρθηκε κανένα μέτρο, για να εξασφαλιστεί η επαφή με τις Ταξιαρχίες. Εδώ η φουρτούνα έρχονταν και η διοίκηση της Μεραρχίας γύριζε από χωριό σε χωριό χωρίς να κάνει τίποτε το σοβαρό.
Εμείς μαθαίναμε τα νέα από τους ξεκομένους αντάρτες που έφθαναν. Νομίζαμε ότι οι αντάρτες τα παραλένε, όμως όπως αποδείχτηκε όχι μόνο δεν τα παραλέγανε αλλά δεν είχαν ολοκληρωμένη αντίληψη για το μέγεθος της καταστροφής. Η Ταξιαρχία μας είχε έναν ασύρματο μισοχαλασμένο. Μπορούσαμε να παίρνουμε αλλά όχι να δίνουμε. Τελικά με τη βοήθεια ενός ραδιοφώνου και κάτι συνδυασμούς, είχαμε επαφή στις αρχές. Μετά τη χάσαμε.
Τότε μάθαμε για τις επιθέσεις των δικών μας στην Καρδίτσα, Καρπενήσι, Φλώρινα. Χαρήκαμε πολύ. Πιστεύαμε ότι οι επιθέσεις αυτές ήταν εκείνες που θα μας βοηθούσαν όπως μας είχαν υποσχεθεί, κατά τα λεγάμενα της διοίκησης της Μεραρχίας μας. Η επιχείρηση στο Καρπενήσι πραγματικά μας ανακούφισε. Ο εχθρός σταμάτησε για δεκαπέντε μέρες την προώθηση των τμημάτων του προς την Κεντρική και Νότια Πελοπόννησο. Από αιχμαλώτους, μάθαμε ότι απέσυρε από το Μωριά, τρεις μοίρες Λ.Ο.Κ. και δύο τάγματα πεζικού και τα έστειλε στο Καρπενήσι. Δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει. Εκείνο που ξέρω είναι ότι πραγματικά παρουσιάστηκε μια ανάπαυλα που μόνο από αυτό δικαιολογείται. Εμείς αναθαρρήσαμε. Πιστέψαμε ότι το Γενικό Αρχηγείο έχει πάρει όλα τα μέτρα για να μας βοηθήσει. Που να ξέραμε ότι το Γενικό Αρχηγείο είχε τα δικά του προβλήματα κι ακόμα μας θεωρούσε αθάνατους και θαυματοποιούς. Μόνο αν είμασταν τέτοιοι θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα ένας με είκοσι.
Ο απόηχος της καταστροφής έφθανε και σε μας κάθε μέρα. Οι κάμποι έβραζαν και αχολογούσαν. Ο κρατικός μηχανισμός, οι χιτομάυδες κι όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας, οι βουλευτές και οι κομματάρχες τους, το παπαδαριό, οι τσιφλικάδες, οι γερμανοντυμένοι είχαν ξεσηκωθεί και γύριζαν από χωριό σε χωριό για να ξεσηκώσουν τους κατοίκους κατά πάνω μας. Για πρώτη φορά είχαμε επιθέσεις χωρικών σε ελεύθερη περιοχή, εναντίον μεμονωμένων ανταρτών.
Σ’ ένα χωριό της Κυνουρίας νομίζω στη Σίταινα δεν είμαι βέβαιος όμως, σκότωσαν τρεις αντάρτες την ώρα που έτρωγαν. Στο χωριό κατέβηκε ο διοικητής της πολιτοφυλακής Θανάσης Μπαλής από τον Άγιο Βασίλειο και τους τιμώρησε σκληρά. Εκτέλεσε μέσα στο χωριό τους δράστες της δολοφονίας. Τέτοια κρούσματα είχαμε κι άλλα, μάθαμε για τέτοια από τους αντάρτες που έφθαναν.
Όλα έδειχναν ότι τούτη τη φορά θα μετρηθούμε με τα όπλα, με τα μαχαίρια, με τα δόντια κι όποιος πάρει τον άλλο και όσους πιο πολλούς μαζί του σαν έρθει η ώρα να πέσει. Αυτό μας θέριευε. Είμασταν αποφασισμένοι για όλα. Χρόνια τώρα παίζαμε κρυφτούλι με το θάνατο. Συνηθισμένα πράγματα. Δεν είναι υπερβολές αυτά που γράφω. Ο ομαδάρχης μου Γεράσιμος Ανδριόπουλος απ’ το χωριό Γραικού Μεγαλόπολης, του είχαν δέσει τα χέρια για να τον εκτελέσουν κι αυτός όρμησε και με τα δόντια έκοψε το δάχτυλο του χωροφύλακα.
Τώρα που θυμάμαι εκείνη την απάθεια και αδιαφορία που δείχναμε για το θάνατο, μου φαίνεται σαν να είμασταν τότε άρρωστοι. Ψυχοπαθείς. Κάθε μέρα κάποιον θάβαμε, για κάποιον μαθαίναμε ότι σκοτώθηκε. Κι όμως δεν χάναμε το κέφι μας. Επιζητούσαμε την σύγκρουση, τη μάχη. Πριν και μετά, τη μάχη χορεύαμε του καλού καιρού. Αυτή η ψυχολογική κατάσταση, άρχισε, δημιουργήθηκε και ολοκληρώθηκε από τον τρόπο ζωής που κάναμε τρία χρόνια. Τώρα πια είχαμε και μεις φθάσει στην άκρη της αναμονής. Επιζητούσαμε την αποφασιστική σύγκρουση γιατί πιστεύαμε ότι θα πάρουμε την πάνω βόλτα. Ζητούσαμε από τον Πρεκεζέ να δράσουμε. Λέγαμε κάτι πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε τους δικούς μας στη Βόρεια Πελοπόννησο.
Τελικά ο Πρεκεζές αποφάσισε να οργανώσει μια εξόρμηση με δύο διαδοχικούς στόχους. Να χτυπήσουμε ενεδρικά μ’ όλη τη δύναμη της Ταξιαρχίας τις εχθρικές δυνάμεις που άρχισαν να κινούνται συχνά στο δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης και μετά απ’ αυτή την επιχείρηση θα περνούσαμε στον Ταΰγετο και θα χτυπούσαμε την εχθρική βάση στο χωριό Γεωργίτσι. Μια από τις δύο θα την κερδίζαμε και μετά με τα εφόδια που θα παίρναμε θα αποφάσιζε τι θα κάναμε. Μετά έρχονταν η σειρά για μια σοβαρή επιχείρηση στο δρόμο Τρίπολης - Μεγαλόπολης.
Ξεκινήσαμε λοιπόν από το χωριό Βαμβακού και σταματήσαμε για λίγο στο χωριό Αράχωβα. Εκεί καθίσαμε δύο ώρες για να μάθουμε τις τελευταίες πληροφορίες από το δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης και ειδικά στην περιοχή Κοκκινόλουτσα - Τυμπάκι. Αργά τη νύχτα ήρθαν οι ανιχνευτές και μας είπαν ότι μέχρι που νύχτωσε ήταν ησυχία. Το μεσημέρι πέρασε μια φάλαγγα κάπου πενήντα αυτοκίνητα. Εκεί στο δρόμο έμειναν τέσσερις ανιχνευτές για να επιτηρούν το δρόμο. Δεν κινήσαμε αμέσως για την Κοκκινόλουτσα. Η νύχτα ήταν μεγάλη και θα ξεπαγιάζαμε αν στήναμε την ενέδρα από νωρίς. Ξεκινήσαμε στις δύο τη νύχτα, σίγουροι ότι στο δρόμο έχει ησυχία. Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη και έρριχνε χιόνι, γι’ αυτό πήραμε τον αμαξωτό δρόμο από το χωριό Αράχωβα προς την Κοκκινόλουτσα.
Ο λόχος μου ήταν δεύτερος στην διάταξη της πορείας. Μετά από το λόχο μου ακολουθούσε η ομάδα διοίκησης της Ταξιαρχίας και μετά η διοίκηση της Ταξιαρχίας. Όταν βγήκαμε από τα σπίτια είμασταν ζεστοί, το κρύο όμως ήταν τσουχτερό και μας ανάγκασε να μαζευτούμε στο καβούκι μας. Είχαμε ζαρώσει το λαιμό μας κι είχαμε χώσει το πρόσωπό μας στους ανασηκωμένους γιακάδες της μαντύας. Κι αυτοί που είχαν κουβέρτες αντί για μαντύα, είχαν κουκουλωθεί, μόνο τα μάτια έβλεπαν. Το χιόνι καθώς έπεφτε ήταν μαλακό και τα βήματά μας έσβυναν σαν σε παχύ χαλί. Όπως ήταν καταχνιά και δεν ακούγονταν τσάχαλος, νόμιζες ότι κινούνταν σκιές στον αέρα κι όχι άνθρωποι σε δρόμο. Που και που έκοβε τη σιγή κανένα βήξιμο ή κάποιος ξερός μεταλλικός κρότος, από την αλλαγή στη μεταφορά των σάκκων των πυρομαχικών. Είχαμε ώρα μπροστά μας και δεν βιαζόμασταν.
Ακριβώς δεν θυμάμαι που είχαμε φθάσει, αλλά μάλλον είχαν οι πρώτοι μπει στον κάμπο, όταν καθώς βάδιζα, βλέπω τους αντάρτες να γυρίζουν απότομα πίσω και να τρέχουν τσούρμο, χωρίς να μιλά κανένας. Προσπάθησα να τους σταματήσω και ρωτούσα τι συμβαίνει χαμηλόφωνα. Ήταν αδύνατο. Με τα πολλά πίσω από τη στροφή, σταμάτησαν. Εκεί βρέθηκε και ο Πρεκεζές. Ρωτούσαμε να μας πουν τι είδαν. Όλοι έλεγαν: τανκς -τανκς. Τελικά ήρθαν και οι πρώτοι. Αυτοί είπαν ότι καθώς πήγαιναν είδαν μπροστά τους έναν όγκο μέσα στο δρόμο, πλησίασαν και ο ένας με την αγκλίτσα χτύπησε να δει τι είναι. Κατάλαβε ότι ήταν τανκς. Γύρισε γρήγορα πίσω και τόπε στους άλλους. Όλοι έτρεχαν να μπουν πίσω από την στροφή του δρόμου. Μάλιστα ένας έλεγε ότι άκουσε και κουβέντες. Ο Πρεκεζές αμφέβαλλε γι’ αυτά που του έλεγαν και έδωσε εντολή να πάνε δυό - τρεις να ανιχνεύσουν το δρόμο. Οι άλλοι να ανεβούν πάνω από το δρόμο. Αυτά βέβαια όλα έγιναν γρήγορα - γρήγορα, στο άψε σβήσε.
Δεν είχε αποσώσει ο Πρεκεζές τη διαταγή και κάτω από τον δρόμο άρχισαν τα τανκς να πολυβολούν και μετά να χτυπούν με το κανόνι τους. Σε λίγο ακούσαμε και μαρσάρισμα. Ο Πρεκεζές μου είπε να πιάσω το ύψωμα και να βάλω δύο με πάτζερ αξωνικά στο δρόμο που να βλέπουν τη στροφή. Αν φανούν τα τανκς να τα χτυπήσουν. Η πρώτη σκέψη μας ήταν μήπως τα υψώματα δεξιά από το δρόμο τάχουν πιάσει. Ακροβολίστηκε ο λόχος και γρήγορα γρήγορα μέσα στο χιόνι ανεβαίναμε προς την κορυφή. Τελικά φθάσαμε χωρίς να βρούμε τίποτα. Από κάτω τα τανκς χαλούσαν τον κόσμο. Βαρούσαν όμως με τα μάτια κουκουλωμένα. Μετά από δέκα λεπτά ήρθε ο Πρεκεζές. Μου είπε ότι έστειλε μια διμοιρία ανιχνευτών με πέντε πάτζερ για να χτυπήσει τα τανκς. Η διμοιρία θα πήγαινε από δεξιά και πίσω. Όταν τα χτυπήσουν, να χτυπήσω και γω με τα οπλοπολυβόλα για να φέρουμε σύγχιση, για να μπορέσουν να αποσυρθούν οι ανιχνευτές.
Δεν πέρασαν όμως δέκα λεπτά και τα τανκς μαρσάρισαν και πήραν το δρόμο προς την Κοκκινόλουτσα. Καταλάβαμε ότι φοβήθηκαν αυτό που τους ετοιμάζαμε και τραβήχτηκαν στην δημοσιά εκεί όπου είχαν κάλυψη πεζικού. Μετά απ’ αυτό ο Πρεκεζές μου είπε να καθήσω εκεί και θα μου στείλει διαταγή τι να κάνω. Η Ταξιαρχία γύρισε στην Αράχωβα. Κάθησα εκεί μια ώρα, ξεπαγιάσαμε μέσα στο χιόνι. Μας φάνηκαν ότι πέρασαν δέκα ώρες. Ο εχθρός από την Κοκκινόλουτσα χαλούσε τον κόσμο. Με ειδοποίησαν ν’ αποσυρθώ. Όταν έφθασα στην Αράχωβα, η Ταξιαρχία ήταν έτοιμη για να κινήσει. Εκεί έμαθα ότι οι ανιχνευτές που είχαν μείνει να επιτηρούν το δρόμο είδαν μόλις νύχτωσε καλά, μια εχθρική φάλαγγα νάρχεται από την Τρίπολη. Ταυτόχρονα είδαν και μια άλλη να ανεβαίνει από τη Σπάρτη. Κάθησαν για να δουν τι θα γίνει και μόλις διαπίστωσαν ότι σταμάτησαν στην Κοκκινόλουτσα, ξεκίνησαν τρέχοντας για να προφτάσουν την Ταξιαρχία. Αλλά τα τανκς πήραν το δρόμο για την Αράχωβα και αυτοί αναγκάστηκαν να πέσουν στο περικοπό και στις πλαγιές μέσα στο χιόνι. Έτσι άργησαν. Όταν έφθασαν στην Αράχωβα ακόυσαν και το ντουφεκίδι.
Ο Πρεκεζές αποφάσισε να ξαναγυρίσουμε στον Πάρνωνα για να δει τι είδους κίνηση ήταν αυτή. Φοβήθηκε μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε εκκαθαριστικές. Έστειλε μπροστά ένα λόχο με τον Μπουραζάνη να πιάσει το χωριό Μπαρμπίτσα και να ελέγχει το δρόμο από Βαμβακού. Μετά σιγά - σιγά ακολούθησε και η υπόλοιπη Ταξιαρχία. Όταν πια ανηφορίσαμε για να βγούμε πάνω από την Μπαρμπίτσα έπαιρνε να φωτίζει. Ο ουρανός σιγά - σιγά καθάριζε και ο τόπος έλαμπε από το χιόνι. Βαδίζαμε γρήγορα - γρήγορα για να μην μας δουν από την Κοκκινόλουτσα και μας χτυπήσουν με τα κανόνια. Καθώς βαδίζαμε βλέπουμε πάνω στην κορυφή του βουνού, νομίζω ότι το λένε Μετερίζι, πάνω από την Μπαρμπίτσα να τρέχουν μερικοί για να καταλάβουν το ύψωμα. Όλοι βγάλαμε το συμπέρασμα ότι ήταν εχθρικό τμήμα.
Η θέση μας ήταν δύσκολη. Απ’ αυτή την κορυφή θα μας τσάκιζαν. Έπρεπε οπωσδήποτε να τους εκτοπίσουμε από εκεί. Γρήγορα ο Πρεκεζές έδωσε διαταγή στο λόχο του Γεωργόπουλου να επιτεθεί από τα αριστερά. Σε μένα να κινηθώ ίσια όπως πηγαίναμε και υπολόγιζε ότι ο Μπουραζάνης θα κινηθεί από δεξιά δηλαδή από το χωριό Μπαρμπίτσα. Ξεκινήσαμε και με αραιή διάταξη βαδίζαμε προς την κορυφή. Πίσω μας ο Ταξίαρχος έφτιασε μια βάση πυράς με τα πολυβόλα της Ταξιαρχίας.
Ανεβαίναμε - ανεβαίναμε σκυφτοί και περιμέναμε να μας χτυπήσουν πρώτοι, αλλά τίποτα. Είχαν κοπεί τα γόνατά μας από το σκύψιμο κι είχε βγει η γλώσσα μας μια πιθαμή. Εμείς φθάσαμε πρώτοι σε απόσταση εκατό μέτρων περίπου. Τότε από την κορυφή μας φώναξαν, για να κάνουν αναγνώριση. Τελικά ήταν μια διμοιρία του λόχου που είχε πάει με τον Μπουραζάνη για να πιάσει την Μπαρμπίτσα. Ο Μπουραζάνης χωρίς διαταγή, θεώρησε καλό, αφού έπιασε το χωριό να στείλει μετά μια διμοιρία να πιάσει και την κορυφή του βουνού. Όλα τέλειωσαν καλά και χωρίς καμιά ενόχληση η Ταξιαρχία, έπιασε τα υψώματα πάνω από το χωριό Μπαρμπίτσα.
Η ημέρα ήταν κατακάθαρη. Ο ήλιος αστραποβολούσε πάνω στο φρέσκο χιόνι. Πέρα προς την Κοκκινόλουτσα κινούνταν φάλαγγες πάνω - κάτω. Κίνηση παρουσιάστηκε και από τ’ αμπέλια του χωριού Βασσαρά. Τοποθετήσαμε δύο παρατηρητήρια πάνω σε δύο κορυφές και η άλλη δύναμη της Ταξιαρχίας άπλωσε στις πλαγιές πίσω από το βουνό για να ζεσταθεί. Προσπαθήσαμε να μαζέψουμε ήλιο και να ζεστάνουμε τα πόδια μας και τα χέρια μας. Ο ήλιος έλαμπε αλλά είχε δόντια. Πότε - πότε φυσούσε ένα αεράκι και περώνιαζε μέσα στα κόκκαλα.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μετά από δέκα λεπτά με ειδοποίησαν ότι με ζητούν στο τηλέφωνο. Τρόμαξα να σηκωθώ. Πήγα. Ήταν ο Ταξίαρχος, ο Πρεκεζές. Με ρώτησε πόσους έχω μαζί μου. Όταν του είπα ότι έχω ολόκληρο το λόχο και μια διμοιρία από το λόχο του Στάγκου, πέταξε από τη χαρά του. Είχε υποθέσει ότι κι εγώ θα γλίτωσα με κάτι λίγους. Τραγική ειρωνεία. Μου έδωσε συγχαρητήρια. Ας έλειπαν χίλιες φορές. Μου είπε να μείνω στο χωριό Πλατανάκι, να φάει καλά ο λόχος, να ζεσταθεί και να κοιμηθεί. Τον ρώτησα τι τελικά απογίνε. Μου απάντησε ότι είχαμε σοβαρές απώλειες, αλλά σοβαρότερη αποτυχία ήταν που δεν εκμεταλλευτήκαμε τη νίκη στο Λεωνίδιο και δεν μπορέσαμε να στρουγγιάσουμε τον εχθρό στον Άγιο Βασίλειο. Δύο φορές φτάσαμε στην άκρη του θριάμβου και μείναμε απέξω. Κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν σοβαρότερα απ’ ότι φοβόμουνα. Ανησυχούσα να μάθω λεπτομέρειες. Τα νεύρα μου κόντευαν να σπάσουν.
Γύρισα στη διοίκηση του λόχου. Έφαγα ένα πιάτο ζεστό τραχανά. Δεν μπορούσα όμως να σταθώ πουθενά. Αν συνέχιζα όλη νύχτα έτσι, θα τρελλαινόμουνα. Ευτυχώς και για τον αντάρτη υπάρχει το ηρεμιστικό, υπάρχει το φάρμακο που τον ξεκουράζει. Αυτό είναι η κούραση, το ξεθέωμα, η εξάντληση, όλων των αποθεμάτων αντοχής. Αυτή φέρνει τον ύπνο, κλείνει τα βλέφαρα, φέρνει το λήθαργο. Στην αρχή κοιμάται το μισό μυαλό, κάθε τόσο τινάζεται πότε τόνα και πότε τ’ άλλο χέρι ή πόδι, σιγά - σιγά όμως έρχεται και ο γλυκός ύπνος, το βάλσαμο. Χειμωνιάτικη νύχτα παγερή και υγρή. Το κρύο τρυπάει τα κόκκαλα. Εγώ όμως κοιμάμαι βαθιά τυλιγμένος στη μαντύα μου. Όλη τη νύχτα τρέχω, φωνάζω, ντουφεκίζω, βλέπω, ακούω όλα όσα έγιναν τις δύο τελευταίες μέρες. Ξανά, ξανά τα ίδια, τα ίδια δεν ξέρω πια αν είναι όνειρο ή αν είμαι ξύπνιος.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου είχε φωτίσει. Είχα κοιμηθεί δέκα ώρες. Ένοιωσα χαρά. Νόμισα ότι όλα όσα έγιναν, ήταν στο όνειρό μου. Λίγα δευτερόλεπτα κράτησε η χαρά. Ίσως και δέκατα του δευτερολέπτου. Μακάρι να κρατούσε ώρες. Μακάρι να έμενε κοκκαλωμένο το μυαλό μου εκεί, να σταματούσε για πάντα παρά το όνειρο να γίνει αλήθεια. Η ψυχή μου γέμισε φαρμάκι. Το σώμα μου έγινε μολύβι, ασήκωτο. Ξυλιασμένο και χτυπημένο πονούσε. Πονούσα παντού. Πονούσα βαθιά, πονούσε η καρδιά μου, πονούσε το σώμα μου, πονούσε το μυαλό μου. Σούρθηκα κοντά στο τζάκι να ζεστάνω τα πόδια μου και τα χέρια μου. Δεν τολμούσα να κλείσω τα μάτια μου γιατί αμέσως άρχιζαν να χορεύουν μπροστά μου όλα τα χτεσινά.
Ο επιλοχίας, ο Γιώργης Αναγνωστόπουλος από τη Μεσσηνία, πατέρας με δυό παιδιά, κατάλαβε τη φουρτούνα που μ’ έδερνε κι άπλωσε το χέρι του, που κρατούσε μια καραβάνα με ζεστό κρασί και μου είπε: «πιες, πιες, πιες το όλο, είναι το μερίδιό σου». Ήπια και μετά ξαναήπια και ξανά, ξανά. Άδειασε η καραβάνα. Γύρισα δίπλα με το πρόσωπο κατά τον τοίχο. Ανασήκωσα τον γιακά της μαντύας μου και σκέπασα το πρόσωπό μου. Τότε ξέσπασα. Τα δάκρυα έτρεχαν, έτρεχαν καφτά, καφτά και gω ξαλάφρωνα. Γιατί έκλαιγα; για όλα. Για όλους. Ήταν πολλοί, ήταν πολλά που χάθηκαν αυτές τις δύο μέρες. Το κρασί και το κλάμα με ηρέμησαν. Σηκώθηκα και σαν να μη συνέβη τίποτα το σοβαρό μέσα μου, πήρα με τη σειρά τις ομάδες να δω τι κάνουν και πως βρίσκονται οι αντάρτες.
Ήταν μουδιασμένοι αλλά και πεισματωμένοι. Τάχαν με τον Πρεκεζέ. Έτσι είναι. Όσο ένας διοικητής τα πάει καλά, τον κρατούν στα χέρια. Όταν όμως σκοντάφτει τότε τον αναθεματίζουν. Έπιασα κουβέντα που και που. Μισόλογα μου έλεγαν. Ήταν όμως γεμάτα θυμό. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Θύμωναν για να ξεσπάσουν. Το αλάθητο αισθητήριό τους, τους έλεγε πως δε φταίει για όλα και μόνο η διοίκηση. Καταλάβαιναν ότι ένας διοικητής δεν μπορεί πάντα και παντού να τα κάνει όλα σωστά κι αλάθητα. Έτσι είναι. Βαρύ γομάρι το καπετανιλίκι. Λυγίζουν τα πόδια που και που και θολώνει το μυαλό όταν του πέφτουν τόσοι χαλασμοί κι ανέχειες πάνω του.
Αντάρτες χωρίς παπούτσια, αντάρτισσες γδυτές, όλοι μ ' άδεια στομάχια μέσα στα χιόνια και πόλεμος με λιγοστά και μετρημένα φυσίγγια. Και γύρω - γύρω θάλασσα και από τη στεριά λεφούσια, χιλιάδες χορτασμένοι κι άβουλοι, κοπάδια γελαδάνθρωποι που πολεμούν για να πάρουν κεφάλια κι έτσι να μπουν στον παράδεισο σαν αγαπητά τέκνα του θεού, όπως τους τάζει το παπαδαριό. Όσο μεγάλο και να είναι το δίκιο σου, όσο παλικάρι κι αν είσαι, η τρομερή υπεροχή σε γονατίζει, σου απαγορεύει να κάνεις έστω και μικρά λάθη και παραλείψεις. Ο θυμός σιγά - σιγά παραχώρησε τη θέση του στη περισυλλογή. Όλοι μας ζητάγαμε να πάρουμε εκδίκηση.
Μετά από δύο μέρες έγινε ανασυγκρότηση των τμημάτων. Συμπληρώθηκαν τα κενά και τώρα πια έγιναν έξι διλοχίες. Πρέπει εδώ να πω ότι, από μια σωστή ενέργεια του Γ. Ατζακλή απόφυγε η Ταξιαρχία μια σοβαρή ίσως σοβαρότερη ζημιά απ’ αυτή στον Άγιο Βασίλη. Την ίδια ακριβώς βραδιά που γίνονταν ο αιφνιδιασμός στον Άγιο Βασίλειο, μια εχθρική διλοχία που ξεκίνησε από το χωριό Γεράκι και σε συνεργασία με τριακόσιους χίτες, έκαναν αιφνιδιασμό στο χωριό Κοσμά Κυνουρίας.
Εκεί στο χωριό είχε μείνει τη νύχτα ένα τμήμα με το Γιώργη Ατζακλή, που το ακολουθούσε εκ μέρους της διοίκησης της Ταξιαρχίας. Ο λόχος είχε πιάσει το χωριό Πούλιθρα, για να ασφαλίσει την επιχείρηση στο Λεωνίδιο από νοτιοανατολικά. Μετά την επιχείρηση γύρισε πίσω κι έφθασε στο χωριό Κοσμά κι εκεί έμεινε για να ξεκουραστεί. Πήρε επαφή με την διοίκηση της Ταξιαρχίας που ήταν στο χωριό Παλιοχώρι. Η Ταξιαρχία πληροφόρησε το λόχο, ότι δύο μοίρες Λ.Ο.Κ. έφυγαν από το χωριό Βαμβακού προς άγνωστη κατεύθυνση. Είχε λοιπόν το νου του ο Γιώργης Ατζακλής.
Όταν τη νύχτα ακούστηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί στον Άγιο Βασίλη, ο λόχος ήταν έτοιμος, βγήκε από το χωριό κι έπιασε το ύψωμα. Δεν είχαν περάσει είκοσι λεπτά και έφθασαν οι εχθρικές δυνάμεις για να κάνουν τον αιφνιδιασμό. Όμως αifνιδιάστηκαν αυτοί. Επακολούθησε συμπλοκή. Οι δικοί μας δεν είχαν απώλειες. Ο εχθρός πρέπει να είχε. Τέλος ο Ατζακλής αποσύρθηκε προς το Παλιοχώρι και ενώθηκε το απομεσήμερο με την Ταξιαρχία. Απ’ όλες τις ενέργειες του εχθρού, φαίνεται ότι η παγίδα ήταν καλά μελετημένη και καλά στημένη. Δεν πέτυχε την καταστροφή μας αλλά μας προξένησε σοβαρή ζημιά. Παραλίγο όμως να αντιστραφεί η παγίδα και να πέσει μέσα ο εχθρός που την έστησε.
Για πρώτη φορά στο Μωριά, αντάρτικο τμήμα έμπαινε σε κυκλωμένο χωριό κι αυτό έγινε, γιατί μια σειρά συμπτώσεις και παραλήψεις ύφαναν την παγίδα και μόνο χάρη στην αντοχή των τμημάτων μας και την ψυχραιμία του ταγματάρχη και των διοικητών των τμημάτων, το τάγμα έσπασε την παγίδα, ανέτρεψε τα σχέδια του εχθρού, πέρασε στην επίθεση. Και το καταπληκτικό: Μπήκε, χωρίς επαφή, στο σχέδιο ενέργειας της Ταξιαρχίας, έπιασε τους τομείς που θα του ανέθετε η Ταξιαρχία αν είχε επαφή μαζί του. Εγκλώβισε τον εχθρό από δυτικά - βορειοδυτικά - βορειοανατολικά δηλαδή από κυκλωμένο που ήταν κύκλωσε τον εχθρό παρ ’ ότι είχε σοβαρές απώλειες.
Ο Πρεκεζές μόλις άνοιξε το παιχνίδι, σωστά αντιλήφθηκε την κατάσταση και μαστορικά έστησε την δίκιά του παγίδα. Τόπαιξε καλά γιατί ήταν καλός μάστορας. Δεν τον βοήθησε όμως η συγκυρία των γεγονότων. Δυστυχώς το αρχικό του σφάλμα, να μην αφήσει στον κορμό τον Πάρνωνα και ειδικά στα χωριά που θα επιστρέφαμε, μια μικρή δύναμη για να μας φυλάει τις πλάτες, ήταν καθοριστικό και πήρε αυτή την βαρύτητα, γιατί επακολούθησε το δεύτερο, δηλαδή το ότι από σύγχιση, δεν εκμεταλλευτήκαμε την κατάληψη του Λεωνιδίου. Αν μέναμε στο Λεωνίδιο, δεν θα αιφνιδιαζόμασταν γιατί δεν θα γυρίζαμε στον Άγιο Βασίλειο το βράδυ.
Σήμερα βέβαια μερικοί εχθροί ή φίλοι, μιλάνε για πανωλεθρία του αντάρτικου στον Άγιο Βασίλειο. Τα ίδια λένε και μερικοί που ήταν εκεί. Τα ίδια λένε και μερικοί επαγγελματίες ιστορικοί και δήθεν ειδικοί. Βιαστικοί - βιαστικοί ενώ δεν έμαθαν, δεν ρώτησαν, δεν ερεύνησαν, γράφουν άρθρα και κοντά στις άλλες κοτσάνες και αηδίες που γράφουν, μιλάνε για πανωλεθρία. Μετά την περιγραφή και εξιστόρηση της μάχης φαίνεται πόσο έξω πέφτουν. Ένα τάγμα ανταρτών από 240 μαχητές και μαχήτριες, πέφτει σε κλοιό 1200 περίπου λοκατζήδων. Σύμφωνα με τα δεδομένα κ.κ. ιστορικοί και ειδικοί, όπως έγινε δυό -τρεις φορές στην κατοχή, το τάγμα έπρεπε να αιχμαλωτιστεί ή να εξοντωθεί. Κι όμως δεν έγινε αυτό. Έγινε αυτό που διαβάσατε. Αυτό λοιπόν είναι πανωλεθρία; Όχι δα! Είναι κάτι άλλο. Είναι κατόρθωμα από τα λίγα που μόνο τμήματα και στελέχη άριστα, μπορεί να καταφέρουν. Εάν παίρνετε σαν βάση τις απώλειες, πάλι κάνετε λάθος. Το τάγμα του Τσουκόπουλου είχε ογδόντα περίπου νεκρούς, τραυματίες - αιχμαλώτους και τραυματίες που σώθηκαν. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρχαν και απλοί πολίτες.
Στις μάχες της Βλασίας, της Δημητσάνας, της Ζαχάρως την ίδια αναλογία είχαμε σε απώλειες. Γιατί δεν είπατε και εκεί για πανωλεθρία. Δυστυχώς ο συσχετισμός των μέσων, αυτή τη σχέση απωλειών μας επέβαλε. Στον Άγιο Βασίλη είχε και ο εχθρός απώλειες γύρω στους τριάντα νεκρούς και τραυματίες. Πιάσαμε και επτά αιχμαλώτους. Είναι δυνατό σε μια πανωλεθρία, να πιάνεις κι αιχμαλώτους;
Για τις απώλειες οι αριθμοί είναι κατά υπολογισμό. Δεν είναι ελεγμένοι. Το ίδιο ισχύει για όλες τις μάχες. Οι διοικήσεις ποτέ δεν έβγαζαν ανακοινώσεις για νεκρούς και τραυματίες. Ούτε και για τις απώλειες του εχθρού έβγαζαν ανακοινώσεις με ακρίβεια. Αυτό δεν ήταν δυνατό. Δεν υπήρχαν τέτοιες υπηρεσίες. Στη μάχη στον Άγιο Βασίλη, η σύγκρουση κάλυψε μια τεράστια έκταση από το Χωριό Πλατανάκι μέχρι τη θέση Πηγάδι κι ακόμη πιο πέρα. Δηλαδή τρεις ώρες δρόμο. Ποιος θα κάθονταν να μετρήσει νεκρούς μέσα σε κείνη την κοσμοχαλασιά;
Επίσης πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο εχθρός σκότωνε μέχρι το Λεωνίδιο και το Ναύπλιο. Έχει εξακριβωθεί ότι έδεσαν τραυματίες αιχμαλώτους σε κάβους και τους πέταξαν στη θάλασσα κι έτσι τους έσυραν μέχρι το Ναύπλιο. Τέλος, μέσα στα θύματα που ήταν ανακατεμένα κι αγνώριστα, γιατί είχαν παραμορφωθεί και σκεπαστεί από το χιόνι, ήταν και πολίτες διωκόμενοι. Γίνεται φανερό ότι οι νεκροί αντάρτες, λοκατζήδες και πολίτες ήταν ανακατεμένοι, διασκορπισμένοι, κι αγνώριστοι. Γι’ αυτό γράφω ότι οι αριθμοί είναι σχετικοί.
Έκαμα αυτή την παρένθεση για να ξεκουράσω λίγο το μυαλό μου και την ψυχή μου. Νοιώθω μεγάλη θλίψη και ψυχική κούραση, όταν υποχρεώνομαι να ξαναγυρίσω πίσω σε κείνα τα μέρη και σε κείνα τα γεγονότα. Εκεί είναι τα μνήματα των συντρόφων μου. Κι όταν γυρίζεις ανάμεσα σε μνήματα ηρώων, αισθάνεσαι πόσο μικρός είσαι και πόσο νάνοι είναι αυτοί, που θέλουν να κάνουν το σπουδαίο και να κρίνουν και να κατακρίνουν αυτούς, που όπως κι αν ανέβηκαν τα σκαλιά της θυσίας, στο τέλος έφθασαν στην κορυφή και ξεπέρασαν τα κοινά μέτρα κι έγιναν ήρωες.
Πρέπει να γράψω όμως και να πω την κρίση μου κι αυτό γιατί άλλοι γράφουν ότι τους καπνίσει, ότι τους κατεβάσει το μυαλό κι η φαντασία, προφανώς γιατί δεν αισθάνονται τύψεις συνειδήσεως. Όμως από τούτα τα γραφτά θα οδηγηθεί ο ιστοριογράφος, να γράψει την αντικειμενική αλήθεια κι είναι ασυγχώρητη επιπολαιότητα νομίζω, να γράψει ο καθένας ανακρίβειες για τόσο σοβαρά εθνικά γεγονότα. Νοιώθω απέραντη θλίψη. Δεν είναι ένας, δεν είναι δέκα, δεν είναι εκατό οι νεκροί σύντροφοι μου, είναι χιλιάδες. Για ποιόν να γράψω και για ποιόν να πω; Ποιόν να παινέψω και ποιόν να εγκωμιάσω; Ήτανε όλοι τους αγνοί και ωραίοι στην ψυχή, ήτανε όλοι τους λεβέντες. Ήταν το καλύτερο κομμάτι από τη σάρκα και την ψυχή του λαού μας. Ας γυρίσω τώρα πάλι ανάμεσα στα μνήματα και στους τόπους του μαρτυρίου.
Μετά την ανασυγκρότηση, η Ταξιαρχία έμεινε για κάμποσες μέρες σ’ εκείνα τα χωριά, γιατί ο χειμώνας ήταν βαρύς και ο Πάρνωνας γεμάτος χιόνια. Οι μέρες περνούσαν μα ο Πρεκεζές δεν κινούσε καμιά ενέργεια, καμιά διαδικασία για καταμερισμό ευθυνών. Ούτε κριτική των μαχών έγινε. Ήταν φανερό ότι αισθάνονταν το βάρος των ευθυνών να πέφτει πάνω του. Τότε κριτική των μαχών θα σήμαινε και παραίτησή του, πράγμα που δεν μπορούσε να κάνει γιατί, η διοίκηση της Μεραρχίας ήταν στην Κεντρική Πελοπόννησο.
Κανένας τότε, ούτε στέλεχος, ούτε αντάρτης, δεν ζητούσε τέτοια πράγματα. Όλοι καταλαβαίναμε ότι έρχεται η πλημμύρα και δεν έχουμε καιρό για τέτοια. Εκτός απ' αυτό. κανένας δεν είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στο διοικητή της Ταξιαρχίας. Ούτε στο ελάχιστο δεν είχε μειωθεί η εμπιστοσύνη μας στις ικανότητες του. Αντίθετα με τις ενέργειες που έκαμε, όταν μπλέξαμε, μας έδειξε ακόμη μια φορά ότι είναι ο πιο ικανός απ ’ όλους όσους βρισκόμασταν τότε στην Νότια Πελοπόννησο. Αυτό δυστυχώς θα επαληθεύονταν κατά τραγικό τρόπο μετά τον τραυματισμό του. Από τη στιγμή που τραυματίστηκε, η Ταξιαρχία άρχισε να παραπαίει σαν τον άνθρωπο που δέχεται ένα ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι. Και πραγματικά: ο εγκέφαλος της Ταξιαρχίας είχε δεχτεί το χτύπημα. Κανένας δεν μπόρεσε να τον αναπληρώσει έστω και κατά είκοσι τοις εκατό.
Ανασυγκρότηση της Ταξιαρχίας~Σύσταση ανακριτικής επιτροπής
Με την ανασυγκρότηση ο Τσουκόπουλος έμεινε στην διάθεση της Ταξιαρχίας. Του αφαιρέθηκε η διοίκηση του τάγματος. Αυτό δεν το είδαμε με καλό μάτι. Όμως,δεν μας ανησύχησε καθόλου. Πιστεύαμε ότι ήταν ένα άδικο ή μάλλον τυπικό διοικητικό μέτρο. Ο Πρεκεζές εξακολουθούσε να τον εκτιμά και να του αναθέτει αποστολές ρουτίνας. Ο Τσουκόπουλος περίμενε να τον φωνάξει για μια λεπτομερειακή συζήτηση. Ο Πρεκεζές όμως δεν τον καλούσε. Τότε αποφάσισε να το ζητήσει ο ίδιος. Ο Πρεκεζές του απάντησε ότι τώρα δεν είναι καιρός για τέτοια. Όταν περάσει η φουρτούνα θα τα συζητούσαν με όλη την άνεση.
Μετά από κάμποσες μέρες ορίστηκε μια επιτροπή που αποτελείτο από τον Γιώργη Ατζακλή διοικητή αρχηγείου Πάρνωνα, Ταγματάρχη, Σαράντο Οικονομάκο, επίτροπο τάγματος και Κατελάνο Τάκη αξιωματικός πληροφοριών να κάνει μια προκαταρτική εξέταση για όλη την υπόθεση δηλ. για την μάχη στον Άγιο Βασίλειο. Η επιτροπή αυτή θα έκανε έκθεση για ευθύνες και παραλείψεις της διοίκησης του τάγματος και των διοικήσεων των λόχων. Η έκθεση που έκανε ήταν η βάση πάνω στην οποία στηρίχτηκε η κατηγορία για τη διοίκηση του τάγματος Τσουκόπουλου.
Μια μέρα που συζητούσαμε με τον Τσουκόπουλο γι’ αυτή την υπόθεση, μου είπε: «Μπελά τώρα πια εμένα δεν μου πάνε τα χαϊμαλιά και τα σταυρωτά κουμπούρια. Σου δωρίζω τα κυάλια μου. Να ξέρεις ότι είναι λάφυρο από τους Γερμανούς από την μάχη, στη θέση Κανελλάκια στο Μαίναλο». Ξεκρέμασε τα κυάλια του και μου τα έβαλε στο λαιμό. Αιφνιδιάστηκα! Τον κοίταξα, ήταν δακρυσμένος. Έκανα λίγο πίσω. Τα έβγαλα από το λαιμό μου και τα γύρισα πίσω. Με σταμάτησε: «Άκου που σου λέω», μου είπε «μη με στεναχωρείς και συ τώρα». Του είπα: «Δεν κάνεις καλά, δεν είναι σωστό». Δεν με άφησε να συνεχίσω και μου λέει: «Δεν μου πάει τώρα εμένα να φορώ κυάλια αφού δεν διοικώ πια το τμήμα μου. Μου είναι άχρηστα. Πάρτα εσύ να με θυμάσαι. Δεν έχει πια για μένα αξία η ζωή, αφού έχασα το τάγμα μου. Μακάρι να μην είναι τα πράγματα όπως τα λέω και τα υπολογίζω εγώ. Ας έρθει εκείνη η μέρα να ξαναπάρω τη διοίκηση του τάγματος και τότε θα σου χαρίσω και το πιστόλι μου και γω θα πάρω άλλα. Έχει μπόλικα ο εχθρός. Πρέπει να είμαστε σοβαροί σ’ όλα μας. Πρέπει να πρέπουν τα πρεπούμενα για να τα φοράμε». Χαμογελώντας με πίκρα συνέχισε: «Εύχομαι να μη σου φέρουν γρουσουζιά τα κυάλια μου και βρεθείς και συ στη θέση μου. Αν πιστεύεις σε γρουσουζιές πέταξέ τα».
Μετά άφησε εμένα να λέω τα δικά μου. Έλεγα, έλεγα κι αυτός έδειχνε σαν να μην άκουγε. Ήταν βυθισμένος στις δικές του σκέψεις. Τέλος μου λέει: «Πάμε. Άφησε τους συναισθηματισμούς. Πραγματικά είμαι χαρούμενος που σου δώρισα τα κυάλια μου. Στην αρχή σκέφτηκα να τα δώσω στην διοίκηση κι ας τα έδινε όπου ήθελε. Όμως καλύτερα που τα έδωσα σε σένα. Είμαι σίγουρος ότι θα τα χρησιμοποιήσεις καλύτερα από κάθε άλλον». Η απόφασή του ήταν τελεσίδικη. Από κείνη τη στιγμή μ’ έφαγαν τα φίδια. Άρχισα να ανησυχώ. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Χωρίσαμε. Πήγα στη διοίκηση του λόχου. Βρήκα τον Πιπίνο. Τούπα όσα έτρεξαν. Έπεσε κι αυτός σε συλλογή. Μου είπε: «ο Αλέκος κάτι ξέρει και δεν μας το λέει. Είναι κακό που άρχισε να σκέφτεται έτσι και να μοιράζει τα κομμάτια του. Πρέπει να έχουμε το νου μας μήπως κάνει καμιά κουταμάρα». Του απάντησα: «Αν αποφασίσει κάτι τέτοιο κανένας δεν μπορεί να τον εμποδίσει. Τουλάχιστον ας το αναβάλλει μετά τις εκκαθαριστικές».
Μετά από μερικές μέρες ανεβήκαμε στο χωριό Τσίτζινα. Διοικητή στη διλοχία μας είχαμε τώρα τον Ντίνο Βρεττάκο. Είμασταν φίλοι και κάποτε τον είχα διοικητή στο τάγμα που ήμουνα. Τώρα όμως δεν τα πήγαμε καλά. Με ερέθιζε ο τρόπος που αντιμετώπιζε την περίπτωση του Τσουκόπουλου. Από εκεί, άρχισε η ψύχρα μεταξύ μας. Η αδιαφορία του, μου τάραξε τα νεύρα. Γελούσε, καλαμπούριζε του καλού καιρού. Τον έστειλα στο διάβολο κι έκοψα τα σούρτα φέρτα. Οι σχέσεις μας έγιναν τυπικές. Αυτό δεν του άρεσε. Έκανε παράπονα. Του απάντησα ότι δεν έχω κέφι για τέτοια. Ο καιρός δεν σηκώνει. Ο καθένας ας κοιτάζει τη δουλειά του.
Μετά το χωριό Τσίτζινα πήγαμε στο χωριό Βαμβακού. Ο χειμώνας ήταν σκληρός. Στον Πάρνωνα χιόνιζε κάθε τόσο και το χιόνι είχε φθάσει δύο μέτρα. Από τη Βόρεια και Κεντρική Πελοπόννησο τα νέα ήταν άσχημα. Η Ταξιαρχία είχε χάσει κάθε επαφή, γιατί ο Γκιουζέλης έκαμε ένα τραγικό σφάλμα.
Έρχονταν εκκαθαριστικές και η διοίκηση της Μεραρχίας δεν φρόντισε να έχει πεντέξι μπαταρίες γεμάτες για ώρα ανάγκης ή να επισκευάσει τον ασύρματο που δούλευε με ξηρά στοιχεία. Γύρω απ’ αυτό δεν είμαι ειδικός αλλά δεν πάρθηκε κανένα μέτρο, για να εξασφαλιστεί η επαφή με τις Ταξιαρχίες. Εδώ η φουρτούνα έρχονταν και η διοίκηση της Μεραρχίας γύριζε από χωριό σε χωριό χωρίς να κάνει τίποτε το σοβαρό.
Εμείς μαθαίναμε τα νέα από τους ξεκομένους αντάρτες που έφθαναν. Νομίζαμε ότι οι αντάρτες τα παραλένε, όμως όπως αποδείχτηκε όχι μόνο δεν τα παραλέγανε αλλά δεν είχαν ολοκληρωμένη αντίληψη για το μέγεθος της καταστροφής. Η Ταξιαρχία μας είχε έναν ασύρματο μισοχαλασμένο. Μπορούσαμε να παίρνουμε αλλά όχι να δίνουμε. Τελικά με τη βοήθεια ενός ραδιοφώνου και κάτι συνδυασμούς, είχαμε επαφή στις αρχές. Μετά τη χάσαμε.
Τότε μάθαμε για τις επιθέσεις των δικών μας στην Καρδίτσα, Καρπενήσι, Φλώρινα. Χαρήκαμε πολύ. Πιστεύαμε ότι οι επιθέσεις αυτές ήταν εκείνες που θα μας βοηθούσαν όπως μας είχαν υποσχεθεί, κατά τα λεγάμενα της διοίκησης της Μεραρχίας μας. Η επιχείρηση στο Καρπενήσι πραγματικά μας ανακούφισε. Ο εχθρός σταμάτησε για δεκαπέντε μέρες την προώθηση των τμημάτων του προς την Κεντρική και Νότια Πελοπόννησο. Από αιχμαλώτους, μάθαμε ότι απέσυρε από το Μωριά, τρεις μοίρες Λ.Ο.Κ. και δύο τάγματα πεζικού και τα έστειλε στο Καρπενήσι. Δεν ξέρω αν αυτό αληθεύει. Εκείνο που ξέρω είναι ότι πραγματικά παρουσιάστηκε μια ανάπαυλα που μόνο από αυτό δικαιολογείται. Εμείς αναθαρρήσαμε. Πιστέψαμε ότι το Γενικό Αρχηγείο έχει πάρει όλα τα μέτρα για να μας βοηθήσει. Που να ξέραμε ότι το Γενικό Αρχηγείο είχε τα δικά του προβλήματα κι ακόμα μας θεωρούσε αθάνατους και θαυματοποιούς. Μόνο αν είμασταν τέτοιοι θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα ένας με είκοσι.
Ο απόηχος της καταστροφής έφθανε και σε μας κάθε μέρα. Οι κάμποι έβραζαν και αχολογούσαν. Ο κρατικός μηχανισμός, οι χιτομάυδες κι όλα τα αποβράσματα της κοινωνίας, οι βουλευτές και οι κομματάρχες τους, το παπαδαριό, οι τσιφλικάδες, οι γερμανοντυμένοι είχαν ξεσηκωθεί και γύριζαν από χωριό σε χωριό για να ξεσηκώσουν τους κατοίκους κατά πάνω μας. Για πρώτη φορά είχαμε επιθέσεις χωρικών σε ελεύθερη περιοχή, εναντίον μεμονωμένων ανταρτών.
Σ’ ένα χωριό της Κυνουρίας νομίζω στη Σίταινα δεν είμαι βέβαιος όμως, σκότωσαν τρεις αντάρτες την ώρα που έτρωγαν. Στο χωριό κατέβηκε ο διοικητής της πολιτοφυλακής Θανάσης Μπαλής από τον Άγιο Βασίλειο και τους τιμώρησε σκληρά. Εκτέλεσε μέσα στο χωριό τους δράστες της δολοφονίας. Τέτοια κρούσματα είχαμε κι άλλα, μάθαμε για τέτοια από τους αντάρτες που έφθαναν.
Όλα έδειχναν ότι τούτη τη φορά θα μετρηθούμε με τα όπλα, με τα μαχαίρια, με τα δόντια κι όποιος πάρει τον άλλο και όσους πιο πολλούς μαζί του σαν έρθει η ώρα να πέσει. Αυτό μας θέριευε. Είμασταν αποφασισμένοι για όλα. Χρόνια τώρα παίζαμε κρυφτούλι με το θάνατο. Συνηθισμένα πράγματα. Δεν είναι υπερβολές αυτά που γράφω. Ο ομαδάρχης μου Γεράσιμος Ανδριόπουλος απ’ το χωριό Γραικού Μεγαλόπολης, του είχαν δέσει τα χέρια για να τον εκτελέσουν κι αυτός όρμησε και με τα δόντια έκοψε το δάχτυλο του χωροφύλακα.
Τώρα που θυμάμαι εκείνη την απάθεια και αδιαφορία που δείχναμε για το θάνατο, μου φαίνεται σαν να είμασταν τότε άρρωστοι. Ψυχοπαθείς. Κάθε μέρα κάποιον θάβαμε, για κάποιον μαθαίναμε ότι σκοτώθηκε. Κι όμως δεν χάναμε το κέφι μας. Επιζητούσαμε την σύγκρουση, τη μάχη. Πριν και μετά, τη μάχη χορεύαμε του καλού καιρού. Αυτή η ψυχολογική κατάσταση, άρχισε, δημιουργήθηκε και ολοκληρώθηκε από τον τρόπο ζωής που κάναμε τρία χρόνια. Τώρα πια είχαμε και μεις φθάσει στην άκρη της αναμονής. Επιζητούσαμε την αποφασιστική σύγκρουση γιατί πιστεύαμε ότι θα πάρουμε την πάνω βόλτα. Ζητούσαμε από τον Πρεκεζέ να δράσουμε. Λέγαμε κάτι πρέπει να κάνουμε για να βοηθήσουμε τους δικούς μας στη Βόρεια Πελοπόννησο.
Μικροσυμπλοκές στην Κοκκινόλουτσα Αραχωβίτικο Κάμπο — Φλεβάρης 1949
Τελικά ο Πρεκεζές αποφάσισε να οργανώσει μια εξόρμηση με δύο διαδοχικούς στόχους. Να χτυπήσουμε ενεδρικά μ’ όλη τη δύναμη της Ταξιαρχίας τις εχθρικές δυνάμεις που άρχισαν να κινούνται συχνά στο δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης και μετά απ’ αυτή την επιχείρηση θα περνούσαμε στον Ταΰγετο και θα χτυπούσαμε την εχθρική βάση στο χωριό Γεωργίτσι. Μια από τις δύο θα την κερδίζαμε και μετά με τα εφόδια που θα παίρναμε θα αποφάσιζε τι θα κάναμε. Μετά έρχονταν η σειρά για μια σοβαρή επιχείρηση στο δρόμο Τρίπολης - Μεγαλόπολης.
Ξεκινήσαμε λοιπόν από το χωριό Βαμβακού και σταματήσαμε για λίγο στο χωριό Αράχωβα. Εκεί καθίσαμε δύο ώρες για να μάθουμε τις τελευταίες πληροφορίες από το δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης και ειδικά στην περιοχή Κοκκινόλουτσα - Τυμπάκι. Αργά τη νύχτα ήρθαν οι ανιχνευτές και μας είπαν ότι μέχρι που νύχτωσε ήταν ησυχία. Το μεσημέρι πέρασε μια φάλαγγα κάπου πενήντα αυτοκίνητα. Εκεί στο δρόμο έμειναν τέσσερις ανιχνευτές για να επιτηρούν το δρόμο. Δεν κινήσαμε αμέσως για την Κοκκινόλουτσα. Η νύχτα ήταν μεγάλη και θα ξεπαγιάζαμε αν στήναμε την ενέδρα από νωρίς. Ξεκινήσαμε στις δύο τη νύχτα, σίγουροι ότι στο δρόμο έχει ησυχία. Η νύχτα ήταν θεοσκότεινη και έρριχνε χιόνι, γι’ αυτό πήραμε τον αμαξωτό δρόμο από το χωριό Αράχωβα προς την Κοκκινόλουτσα.
Ο λόχος μου ήταν δεύτερος στην διάταξη της πορείας. Μετά από το λόχο μου ακολουθούσε η ομάδα διοίκησης της Ταξιαρχίας και μετά η διοίκηση της Ταξιαρχίας. Όταν βγήκαμε από τα σπίτια είμασταν ζεστοί, το κρύο όμως ήταν τσουχτερό και μας ανάγκασε να μαζευτούμε στο καβούκι μας. Είχαμε ζαρώσει το λαιμό μας κι είχαμε χώσει το πρόσωπό μας στους ανασηκωμένους γιακάδες της μαντύας. Κι αυτοί που είχαν κουβέρτες αντί για μαντύα, είχαν κουκουλωθεί, μόνο τα μάτια έβλεπαν. Το χιόνι καθώς έπεφτε ήταν μαλακό και τα βήματά μας έσβυναν σαν σε παχύ χαλί. Όπως ήταν καταχνιά και δεν ακούγονταν τσάχαλος, νόμιζες ότι κινούνταν σκιές στον αέρα κι όχι άνθρωποι σε δρόμο. Που και που έκοβε τη σιγή κανένα βήξιμο ή κάποιος ξερός μεταλλικός κρότος, από την αλλαγή στη μεταφορά των σάκκων των πυρομαχικών. Είχαμε ώρα μπροστά μας και δεν βιαζόμασταν.
Ακριβώς δεν θυμάμαι που είχαμε φθάσει, αλλά μάλλον είχαν οι πρώτοι μπει στον κάμπο, όταν καθώς βάδιζα, βλέπω τους αντάρτες να γυρίζουν απότομα πίσω και να τρέχουν τσούρμο, χωρίς να μιλά κανένας. Προσπάθησα να τους σταματήσω και ρωτούσα τι συμβαίνει χαμηλόφωνα. Ήταν αδύνατο. Με τα πολλά πίσω από τη στροφή, σταμάτησαν. Εκεί βρέθηκε και ο Πρεκεζές. Ρωτούσαμε να μας πουν τι είδαν. Όλοι έλεγαν: τανκς -τανκς. Τελικά ήρθαν και οι πρώτοι. Αυτοί είπαν ότι καθώς πήγαιναν είδαν μπροστά τους έναν όγκο μέσα στο δρόμο, πλησίασαν και ο ένας με την αγκλίτσα χτύπησε να δει τι είναι. Κατάλαβε ότι ήταν τανκς. Γύρισε γρήγορα πίσω και τόπε στους άλλους. Όλοι έτρεχαν να μπουν πίσω από την στροφή του δρόμου. Μάλιστα ένας έλεγε ότι άκουσε και κουβέντες. Ο Πρεκεζές αμφέβαλλε γι’ αυτά που του έλεγαν και έδωσε εντολή να πάνε δυό - τρεις να ανιχνεύσουν το δρόμο. Οι άλλοι να ανεβούν πάνω από το δρόμο. Αυτά βέβαια όλα έγιναν γρήγορα - γρήγορα, στο άψε σβήσε.
Δεν είχε αποσώσει ο Πρεκεζές τη διαταγή και κάτω από τον δρόμο άρχισαν τα τανκς να πολυβολούν και μετά να χτυπούν με το κανόνι τους. Σε λίγο ακούσαμε και μαρσάρισμα. Ο Πρεκεζές μου είπε να πιάσω το ύψωμα και να βάλω δύο με πάτζερ αξωνικά στο δρόμο που να βλέπουν τη στροφή. Αν φανούν τα τανκς να τα χτυπήσουν. Η πρώτη σκέψη μας ήταν μήπως τα υψώματα δεξιά από το δρόμο τάχουν πιάσει. Ακροβολίστηκε ο λόχος και γρήγορα γρήγορα μέσα στο χιόνι ανεβαίναμε προς την κορυφή. Τελικά φθάσαμε χωρίς να βρούμε τίποτα. Από κάτω τα τανκς χαλούσαν τον κόσμο. Βαρούσαν όμως με τα μάτια κουκουλωμένα. Μετά από δέκα λεπτά ήρθε ο Πρεκεζές. Μου είπε ότι έστειλε μια διμοιρία ανιχνευτών με πέντε πάτζερ για να χτυπήσει τα τανκς. Η διμοιρία θα πήγαινε από δεξιά και πίσω. Όταν τα χτυπήσουν, να χτυπήσω και γω με τα οπλοπολυβόλα για να φέρουμε σύγχιση, για να μπορέσουν να αποσυρθούν οι ανιχνευτές.
Δεν πέρασαν όμως δέκα λεπτά και τα τανκς μαρσάρισαν και πήραν το δρόμο προς την Κοκκινόλουτσα. Καταλάβαμε ότι φοβήθηκαν αυτό που τους ετοιμάζαμε και τραβήχτηκαν στην δημοσιά εκεί όπου είχαν κάλυψη πεζικού. Μετά απ’ αυτό ο Πρεκεζές μου είπε να καθήσω εκεί και θα μου στείλει διαταγή τι να κάνω. Η Ταξιαρχία γύρισε στην Αράχωβα. Κάθησα εκεί μια ώρα, ξεπαγιάσαμε μέσα στο χιόνι. Μας φάνηκαν ότι πέρασαν δέκα ώρες. Ο εχθρός από την Κοκκινόλουτσα χαλούσε τον κόσμο. Με ειδοποίησαν ν’ αποσυρθώ. Όταν έφθασα στην Αράχωβα, η Ταξιαρχία ήταν έτοιμη για να κινήσει. Εκεί έμαθα ότι οι ανιχνευτές που είχαν μείνει να επιτηρούν το δρόμο είδαν μόλις νύχτωσε καλά, μια εχθρική φάλαγγα νάρχεται από την Τρίπολη. Ταυτόχρονα είδαν και μια άλλη να ανεβαίνει από τη Σπάρτη. Κάθησαν για να δουν τι θα γίνει και μόλις διαπίστωσαν ότι σταμάτησαν στην Κοκκινόλουτσα, ξεκίνησαν τρέχοντας για να προφτάσουν την Ταξιαρχία. Αλλά τα τανκς πήραν το δρόμο για την Αράχωβα και αυτοί αναγκάστηκαν να πέσουν στο περικοπό και στις πλαγιές μέσα στο χιόνι. Έτσι άργησαν. Όταν έφθασαν στην Αράχωβα ακόυσαν και το ντουφεκίδι.
Ο Πρεκεζές αποφάσισε να ξαναγυρίσουμε στον Πάρνωνα για να δει τι είδους κίνηση ήταν αυτή. Φοβήθηκε μήπως βρισκόμαστε μπροστά σε εκκαθαριστικές. Έστειλε μπροστά ένα λόχο με τον Μπουραζάνη να πιάσει το χωριό Μπαρμπίτσα και να ελέγχει το δρόμο από Βαμβακού. Μετά σιγά - σιγά ακολούθησε και η υπόλοιπη Ταξιαρχία. Όταν πια ανηφορίσαμε για να βγούμε πάνω από την Μπαρμπίτσα έπαιρνε να φωτίζει. Ο ουρανός σιγά - σιγά καθάριζε και ο τόπος έλαμπε από το χιόνι. Βαδίζαμε γρήγορα - γρήγορα για να μην μας δουν από την Κοκκινόλουτσα και μας χτυπήσουν με τα κανόνια. Καθώς βαδίζαμε βλέπουμε πάνω στην κορυφή του βουνού, νομίζω ότι το λένε Μετερίζι, πάνω από την Μπαρμπίτσα να τρέχουν μερικοί για να καταλάβουν το ύψωμα. Όλοι βγάλαμε το συμπέρασμα ότι ήταν εχθρικό τμήμα.
Η θέση μας ήταν δύσκολη. Απ’ αυτή την κορυφή θα μας τσάκιζαν. Έπρεπε οπωσδήποτε να τους εκτοπίσουμε από εκεί. Γρήγορα ο Πρεκεζές έδωσε διαταγή στο λόχο του Γεωργόπουλου να επιτεθεί από τα αριστερά. Σε μένα να κινηθώ ίσια όπως πηγαίναμε και υπολόγιζε ότι ο Μπουραζάνης θα κινηθεί από δεξιά δηλαδή από το χωριό Μπαρμπίτσα. Ξεκινήσαμε και με αραιή διάταξη βαδίζαμε προς την κορυφή. Πίσω μας ο Ταξίαρχος έφτιασε μια βάση πυράς με τα πολυβόλα της Ταξιαρχίας.
Ανεβαίναμε - ανεβαίναμε σκυφτοί και περιμέναμε να μας χτυπήσουν πρώτοι, αλλά τίποτα. Είχαν κοπεί τα γόνατά μας από το σκύψιμο κι είχε βγει η γλώσσα μας μια πιθαμή. Εμείς φθάσαμε πρώτοι σε απόσταση εκατό μέτρων περίπου. Τότε από την κορυφή μας φώναξαν, για να κάνουν αναγνώριση. Τελικά ήταν μια διμοιρία του λόχου που είχε πάει με τον Μπουραζάνη για να πιάσει την Μπαρμπίτσα. Ο Μπουραζάνης χωρίς διαταγή, θεώρησε καλό, αφού έπιασε το χωριό να στείλει μετά μια διμοιρία να πιάσει και την κορυφή του βουνού. Όλα τέλειωσαν καλά και χωρίς καμιά ενόχληση η Ταξιαρχία, έπιασε τα υψώματα πάνω από το χωριό Μπαρμπίτσα.
Η ημέρα ήταν κατακάθαρη. Ο ήλιος αστραποβολούσε πάνω στο φρέσκο χιόνι. Πέρα προς την Κοκκινόλουτσα κινούνταν φάλαγγες πάνω - κάτω. Κίνηση παρουσιάστηκε και από τ’ αμπέλια του χωριού Βασσαρά. Τοποθετήσαμε δύο παρατηρητήρια πάνω σε δύο κορυφές και η άλλη δύναμη της Ταξιαρχίας άπλωσε στις πλαγιές πίσω από το βουνό για να ζεσταθεί. Προσπαθήσαμε να μαζέψουμε ήλιο και να ζεστάνουμε τα πόδια μας και τα χέρια μας. Ο ήλιος έλαμπε αλλά είχε δόντια. Πότε - πότε φυσούσε ένα αεράκι και περώνιαζε μέσα στα κόκκαλα.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου