{[['']]}
Γιώργης Αντζακλής απ' το χωριό Βρονταμά Λακωνίας. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Στέλεχος του ΚΚΕ. Ταγματάρχης του Δ.Σ.Ε. Επίτροπος Αρχηγείου Πάρνωνα. Σκοτώθηκε την άνοιξη του 1949.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από το ότι, δε ζήτησαν από το Γενικό Αρχηγείο να μας στείλει βαρύ οπλισμό. Και το δεύτερο καΐκι που μας έστειλαν, είχαν μέσα ατομικά αυτόματα, οπλοπολυβόλα φυσίγγια και πάτζερ, μικρού βεληνεκούς. Ας αφήσουμε για την ώρα τον τρόπο που οργανώθηκε αυτή η αποστολή. Σχετικά με τη συγκρότηση των μονάδων κι εδώ εφαρμόστηκε μηχανιστικά η διαταγή του Γενικού Αρχηγείου. Δημιουργήθηκαν δύο Ταξιαρχίες των χιλίων ανδρών, η 55η και η 22η και πέντε μονάδες χώρου με βάση την εδαφική συγκρότηση των παλαιών Αρχηγείων. Δηλαδή δεν έφτιασε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Τα νέα Αρχηγεία είχαν δύναμη 200 ανδρών δηλαδή δύο λόχων μάχιμων και ακόμη σ’ αυτά υπάχθηκαν όλες οι βοηθητικές υπηρεσίες, Κ.Π., συνεργεία Επιμελητείας, Διαβιβάσεις κ.λπ.
Αυτά τα κατασκευάσματα ήταν παράλυτα από τη γέννησή τους. Δεν είχαν καμιά μαχητική αξία. Ούτε βάσεις μπορούσαν να χτυπήσουν με τη δύναμη των διακοσίων ανδρών ούτε και ανταρτοπόλεμο να κάνουν και να χτυπήσουν τον εχθρό στην κίνησή του, γιατί ο εχθρός τώρα κινείτο με δύναμη τάγματος και πάνω δηλαδή πάνω από 700 άνδρες. Οι δύο Ταξιαρχίες ήταν ανάπηρες. Δεν είχαν οπλισμό αντίστοιχο. Ήταν βραδυκίνητες γιατί κουβαλούσαν μαζί τους μπόλικη σαβούρα από υπηρεσίες και συνεργεία, π.χ. κάθε Ταξιαρχία έσερνε μαζί της 60-70 μουλάρια. Αν είναι δυνατόν αυτό το επίλεκτο τμήμα να βρεθεί σε μια βραδιά από τον Ταΰγετο στο Μαίναλο, χωρίς να γίνει αντιληπτό και να αιφνιδιάσει τον εχθρό σε μια βάση ή στην κίνησή του.
Αλλο πράγμα ήθελε ο τέτοιος πόλεμος. Ήθελε γρήγορο, ευέλικτο, καλά εξοπλισμένο τμήμα 800 - 1000 ανδρών που θα μπορούσε να συνεργάζεται με τα αντίστοιχα τμήματα για να πετυχαίνουν υπεροχή δυνάμεων στο σημείο της σύγκρουσης και απαγκύστρωση αποχωρισμό και ξανά γρήγορη συγκέντρωση σ’ άλλο σημείο. Δηλαδή στο Μωριά έπρεπε να εγκαταλειφθεί η τακτική της επίθεσης σε οργανωμένες βάσεις του εχθρού σαν κανόνας και να μείνει σαν εξαίρεση ευκαιριακή, αφού δεν υπήρχε βαρύς οπλισμός. Να συγκροτηθούν τέσσερις μονάδες των 700 - 800 ανδρών, να τοποθετηθούν οι δύο στο κέντρο του Μωρία δηλαδή γύρω από τις κύριες βάσεις του εχθρού, για να έχουν τη δυνατότητα να συνεργάζονται μεταξύ τους, αλλά να φθάνουν έγκαιρα και στη βόρεια και στη νότια Πελοπόννησο όταν χρειαστεί.
Δηλαδή σε κάθε τομέα, Νότια, Κεντρική, Βόρεια Πελοπόννησο, μέσα σε μια νύχτα θα ήταν δυνατή η συγκέντρωση 1.500 ανδρών. Ο εχθρός θα αντιμετώπιζε έναν αντίπαλο αόρατο, που ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να έχει υπεροχή απέναντι του. Η τακτική αυτή της γρήγορης συγκέντρωσης και του χτυπήματος του εχθρού στην κίνησή του πρώτα - πρώτα, θα μηδένιζε σχεδόν τις απώλειες μας σε άνδρες και στελέχη, θα προξενούσε συνεχώς απώλειες στον εχθρό, θα τον υποχρέωνε να κλειστεί στις πόλεις, θα μετέφερε τον πόλεμο απέξω από τις πόλεις, με όλα τα επακόλουθα, θα εδραίωνε την ελεύθερη περιοχή, θα τη διπλάσιαζε σχεδόν εξασφαλίζοντας εφεδρείες και προμήθειες και το κυριότερο θα απόκοβε την επικοινωνία ανάμεσα στις βάσεις του εχθρού που τώρα γίνονταν με οργανωμένες φάλαγγες, που τις συνόδευαν δύο - τρία τανκς και ένας λόχος. Άμα φθάναμε εκεί, τότε και τα καΐκια που στέλνονταν θα μπορούσαν να ξεφορτώνουν σε πολλές ακτές και να μας φέρουν και το βαρύ οπλισμό.
Δυστυχώς ακολουθήθηκε η τακτική της επίθεσης σε βάσεις οργανωμένες του εχθρού. Έγινε αυτό το σφάλμα. Τουλάχιστον να έδιναν την πρέπουσα προσοχή στον εφοδιασμό μας, κάπως θα διορθώνονταν η κατάσταση. Η αποστολή του πρώτου καϊκιού ήταν δοκιμαστική και πέτυχε. Μας ανακούφισε με το υλικό που μας έδωσε και αναπτέρωσε το ηθικό του κόσμου. Αν παίρναμε και το δεύτερο που ήταν μεγαλύτερο, τότε ο Πετζόπουλος και ο Μανιδάκης θα έλεγαν πολλά τραγούδια ώσπου να ξέμπλεκαν από το Μωριά. Ίσως εκεί να κρέμαγαν τα βρακιά τους και τα γαλόνια τους. Αλλά, μας πέτυχαν κοντά στ’ άλλα και άοπλους και νίκησαν έτσι όπως νίκησαν.
Το καλοκαίρι του 1948 ο Μωριάς ήθελε ενίσχυση. Δεν μπορούσαμε πια να καλύπτουμε τις ανάγκες μας σε όπλα και πυρομαχικά με τις δικές μας προσπάθειες. Οι μάχες ήταν τώρα πια
πολυέξοδες. Τα πυρομαχικά μας ήταν τόσο λίγα, που είχαν πέσει πολύ κάτω από το όριο ασφαλείας των τμημάτων. Κατά μέσο όρο τα ατομικά όπλα είχαν 50 φυσίγγια, τα οπλοπολυβόλα 250 - 300 και τα βαριά πολυβόλα, τα μισά ήταν παραχωμένα και τα υπόλοιπα είχαν 1000 - 1500 φυσίγγια. Οι βαρείς, όλμοι, πέντε σωλήνες, είχαν 10 βλήματα. Γι' αυτό μόνο ο ένας όλμος ήταν σε χρήση. Οι άλλοι ήταν κριμένοι. Αυτά δεν είναι υπερβολές, είναι επίσημα στοιχεία. Οι αναλογίες αυτές αφορούν τη μάχιμη δύναμη. Από εκεί και κάτω η κατάσταση ήταν αστεία.
Τα τμήματα της πολιτοφυλακής που ήταν κι αυτά συγκροτημένα σα μάχιμες μονάδες και που είχαν αστυνομικά μα πιο πολύ στρατιωτικά καθήκοντα, ενέδρες, νυχτερινά εγχειρήματα, σαμποτάζ, παρενοχλήσεις των εχθρικών τμημάτων και τελικά αν γίνονταν επιχειρήσεις στην περιοχή τους εντάσσονταν στα μάχιμα τμήματα, είχαν στα οπλοπολυβόλα τους 100 - 80 φυσίγγια και στα ατομικά τους 10 - 20. Τα συνεργεία της επιμελητείας που ήταν κι αυτά συγκροτημένα σε μάχιμες ομάδες δεν είχαν ούτε κι αυτά φυσίγγια. Αυτή ήταν η κατάσταση. Ευτυχώς στη Δημητσάνα πήραμε αυτά που χαλάσαμε. Στη Ζαχάρω δεν τα πήραμε.
Όλοι περιμέναμε ότι μετά την πρώτη δοκιμαστική αποστολή καϊκιού θα ακολουθήσουν κι άλλες και είχαμε ενθουσιαστεί. Υπολογίζαμε ότι θα πάρουμε πάτζερ με βεληνεκές των πεντακοσίων μέτρων και άλλα αντιαρματικά, όλμους βαρείς με μπόλικα βλήματα και νάρκες. Τότε θα σαρώναμε κάμποσες εχθρικές βάσεις και σχεδόν θα κλείναμε τον εχθρό σε δέκα - δεκαπέντε βάσεις. Είμασταν σίγουροι ότι το πρόβλημα αυτό θα ήταν το κυριότερο που θα απασχολούσε τη διοίκηση της Μεραρχίας μας και ιδιαίτερα το Γενικό Αρχηγείο μας. Όπως όμως όλα τα σοβαρά προβλήματα τον κινήματος το Γενικό Αρχηγείο τα αντιμετώπισε ερασιτεχνικά και επιπόλαια, έτσι αντιμετώπισε και το πρόβλημα του εφοδιασμού μας στην Πελοπόννησο.
Αυτό γίνεται φανερό από τις ενέργειες που έκανε. Αυτή ήταν η μια πλευρά του κακού. Το κακό είχε κι άλλη πλευρά. Την ίδια τακτική, την ίδια νοοτροπία, τα ίδια καμώματα έκανε και η διοίκηση της Μεραρχίας. Ο Μέραρχος δεν το έβλεπε σαν το βασικότερο πρόβλημα, αλλά σαν ένα από τα προβλήματα που θα το λύναμε εμείς κυρίως και το Γενικό θα ενεργούσε επικουρικός. Είδε τα αποτελέσματα στη μάχη της Βλασίας, είδε τα αποτελέσματα της μάχης της Δημητσάνας, είδε τα αποτελέσματα της μάχης της Ζαχάρως, έβλεπε ότι από το Μάιο του 1948 και δώθε ότι, δεν μπορούμε λόγω ελλείψεως του ανάλογου οπλισμού και πυρομαχικών να κερδίσουμε μάχες, να αντιμετωπίσουμε εκκαθαριστικές, να χτυπήσουμε φάλαγγες κι αυτός αλλού τοποθετούσε το πρόβλημα.
'Εβλεπε σαν αιτίες τις παραλείψεις του ενός και του άλλου διοικητού μικρών τμημάτων. Μας θεωρούσε θεούς. Πίστευε ότι εμείς μπορούμε, αρκεί να θέλουμε, να τσακίσουμε με τα στήθια μας τα τσιμεντένια πολυβολεία και τα τανκς. Ήθελε και απαιτούσε από μας, οδηγώντας παιδιά μισοαγύμναστα και άοπλα, να τσακίσουμε μόνιμες και ημιμόνιμες οχυρώσεις του εχθρού χωρίς να πέσει έστω κι ένα βλήμα όλμου ή πυροβολικού πάνω σ’ αυτές. Νόμιζε ότι μπορεί ν’ αναπληρώσει αυτές τις ελλείψεις η παληκαριά, η πείρα και η πονηριά η δική μας.
Πιστεύω ότι ποτέ διοίκηση σ’ όλο τον κόσμο μέχρι σήμερα, δεν θα είχε τέτοιες απαιτήσεις από τα στελέχη της και τους στρατιώτες της. Έτσι έτρεχε το αίμα ποτάμι και τα κορμιά έπεφταν δεκαριές και τριανταριές κάθε φορά. Όσο για το Γενικό Αρχηγείο ξεκινούσε από το σύνθημα του Ζαχαριάδη που έλεγε: «λύστε τα προβλήματά σας όπως τα λύνουν οι συναγωνιστές σας στο Μωριά. Παραδειγματιστείτε από αυτούς που τα λύνουν όλα μόνοι τους».
Η καρδιά μας τόξερε, πως και πόσο τα λύναμε. Τις λύσεις τελικά τις έδινε το αίμα. Όλα λύνονταν με αντάλλαγμα το αίμα και μόνο αίμα. Ηταν το γενικό ισότιμο για τη λύση όλων των προβλημάτων. Και τελικά το δώσαμε όλο και το αίμα δεν έφθασε για να αποφύγουμε την καταστροφή. Έτσι κερδίσαμε τον τίτλο της Μεραρχίας των νεκρών, Από τους 7 αντισυνταγματάρχες σώθηκε μόνο ένας, από τους 15 ταγματάρχες και επιτρόπους ταγμάτων μόνο δύο, από τους διοικητές λόχων μόνο τρεις και ο κατάλογος όσο πάμε πιο κάτω γίνεται πιο φοβερός γιατί δεν μετριούνται τα θύματα, μετριούνται μόνο οι επιζήσαντες.
Έτσι έλεγε λοιπόν ο Ζαχαριάδης για μας, έτσι έγραφε σ’ ένα βιβλιαράκι που είχε γράψει το 1948 και μας έστειλαν μερικά αντίτυπα με το δεύτερο καΐκι. Είναι αυτά τα αντίτυπα τα μόνα που πήραμε από την αποτυχημένη αλλά και μοιραία δεύτερη αποστολή, που έφθασε στα χέρια μας. Τη χαϊδέψαμε με τα μάτια αλλά τη χάσαμε στον κόλπο του Φωκιανού της Κυνουρίας. Δεν έφθαναν οι αποτυχημένες μάχες ήρθε και η αποτυχία της αποστολής του καϊκιού. Αποτυχία στην αποτυχία, απογοήτευση στην απογοήτευση και ο χορός της θυσίας κρατούσε καλά. Ο Ζαχαριάδης όμως πίστευε ότι εμείς τα λύνουμε όλα μόνοι μας και ο Μέραρχός μας δεν έβαλε τις φωνές, δεν ζήτησε με επιμονή, δεν φώναξε, δεν έβρισε για αυτήν τη μακαριότητα. Ίσως να κορδώνονταν για την εκτίμηση του Ζαχαριάδη.
Το δεύτερο καΐκι με βοήθεια που την είδαμε, την ακούσαμε αλλά δεν την πήραμε
Το Γενικό Αρχηγείο ετοίμασε το δεύτερο καΐκι. Δε χρησιμοποίησε τους πρώτους συνοδούς που ήξεραν το μέρος. Δεν ξέρω γιατί. Χρησιμοποίησε άλλους, έβαλε μέσα κι έναν Αλβανο-έλληνα και όπως ειπώθηκε τότε, αξιωματικό του Αλβανικού Στρατού. Γιατί τον έβαλε μέσα ποτέ δε μάθαμε. Ούτε και ο ίδιος μου είπε ποτέ αν και γίναμε φίλοι και ζήσαμε τις τραγικές μέρες μαζί μετά τις εκκαθαριστικές. Ούτε έπαιζε ποτέ κανένα ρόλο στο Μωριά, φανερά ή κρυφά. Κώστας Καζάτζης ήταν το όνομά του. Είχε πατέρα Αλβανό και μάνα Ελληνίδα Βορειοηπειρώτισσα. Μιλούσε άνετα τα Ελληνικά με κάποια διαφορά στην προφορά. Ήταν νεολαίος αλλά παλικάρι. Έμεινε μόνος του τελευταία στον Ταΰγετο. Κατέβηκε να πάρει τρόφιμα στο χωριό Γεωργίτσι -νομίζω- συνελήφθει, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε. Χάθηκε κι αυτός τσάμπα όπως και τόσα άλλα παλικάρια. Τον εκτέλεσαν σαν κατάσκοπο. Κατάσκοπος όμως δεν ήταν. Τι κατασκοπεία να έκανε στα βουνά του Μωριά που τα κατέχομαι εμείς;
Ξεκίνησε το καΐκι χωρίς να έχει ασύρματο μαζί του. Ίσως αυτό, για να μην εντοπιστεί. Πώς όμως θα εντοπίζονταν τότε στη θάλασσα που κινούνταν τόσα και τόσα καράβια; Πήρε όμως μαζί του τα συνθήματα που θα έκανε με φακό ή φανάρι όταν θα έφθανε στο καθορισμένο σημείο της ακτής της Κυνουρίας. Δεν έγινε όμως καμιά επαλήθευση των σημάτων. Τα ίδια σήματα πήρε με τον ασύρματο και η Μεραρχία μας. Δεν έγινε όπως φαίνεται κι εδώ επαλήθευση. Έτσι το καΐκι και η διοίκηση της Μεραρχίας είχαν τα ίδια σήματα αλλά η μια από τις δυό πλευρές τα είχε πάρει λάθος, δηλαδή τα είχε πάρει αντεστραμμένα.
Αυτά που γράφω τάμαθα από τον Λεωνίδα Κωνστανταράκο, ταγματάρχη του Δ.Σ.Ε. που ήταν επικεφαλής της αποστολής που περίμενε το καΐκι, το Γιώργη Λιναρδή, επίτροπο διμοιρίας που συμμετείχε στην αποστολή και τον Κώστα Καζάτζη, τον Αλβανοέλληνα. Και οι τρεις τα ίδια έλεγαν.
Το καΐκι έφθασε στο καθορισμένο σημείο χωρίς περιπέτειες. Στο σημείο αυτό το περίμενε και η αποστολή. Έφθασε πολύ κοντά στην ακτή και η αποστολή άκουγε τις κουβέντες τους. Έκαμε το σήμα και περίμενε απάντηση·. Είδε το σήμα ο Κωνστανταράκος. Το σήμα όμως ήταν λάθος. Το καΐκι έπρεπε να ανάψει δύο φορές το φακό και ο Κωνστανταράκος να απαντήσει με τρεις. Το καΐκι άναψε όμως με τρεις και περίμενε να του απαντήσουν με δύο .Ο Κωνστανταράκος βρέθηκε μπροστά σε τρομερό δίλημμα. Τι να κάνει; Να απαντήσει ή να μην απαντήσει; Αν είναι το καΐκι και δεν απαντήσει, τότε το καΐκι θα φύγει και θα ψάχνει αλλού, έτσι κινδυνεύει και δεν πρόκειται να πάρει επαφή. Αν όμως είναι προβοκάτσια του εχθρού και ψάχνει τις ακτές για να ανακαλύψει το σημείο επαφής; Τότε θάρθει το δικό μας καΐκι και ο εχθρός θα το περιμένει.
Το καΐκι φορτωμένο πέρασε δύο - τρεις φορές πάνω κάτω κάνοντας το σήμα, αλλά αφού δεν πήρε απάντηση ανοίχτηκε πάλι στο πέλαγος για να περάσει την ημέρα και να επανέλθει το βράδυ να πάρει επαφή. Ο Κωνστανταράκος τελικά ακολούθησε αυτά που θα έκανε ο καθένας, αυτό που λένε οι κανονισμοί. Δεν απάντησε σε λαθεμένο σήμα. Δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη να απαντήσει διακινδυνεύοντας την αποστολή. Αυτό μάλιστα το αποφάσισαν όλοι μαζί όσοι συμμετείχαν στην αποστολή δηλαδή αποφάσισαν να μην απαντήσουν. Το καΐκι αφού πέρασε όλη τη μέρα ανοιχτά στο πέλαγος πηγαίνοντας πότε πάνω, πότε κάτω, μόλις νύχτωσε ξαναγύρισε στις ακτές. Δεν πήγε όμως εκεί που ήταν η αποστολή δηλαδή στο καθορισμένο σημείο, γιατί νόμισε ότι αφού δεν του απαντούν έχει κάνει λάθος στο σημείο.
Άρχισε να ψάχνει αλλού. Εκεί στον κόλπο του Φωκιανού ψάχνοντας χτύπησε σε ύφαλο και έκανε νερά. Το πλήρωμα προσπάθησε να διορθώσει την κατάσταση αλλά το πήρε μέρα. Δεν μπορούσαν να βγουν στ’ ανοιχτά. Το άραξαν πίσω από τους βράχους, βγήκαν έξω και έπιασαν τους βράχους περιμένοντας να νυχτώσει. Κατά τις δέκα το πρωί περνούσε το περιπολικό. Αντιλήφθηκε το καΐκι. Πλησίασε και του έκαμε σήμα. Το είδαν οι δικοί μας πάνω από το βράχο. Αφού το καΐκι δεν απάντησε το περιπολικό πλησίασε να κάνει έλεγχο. Τότε οι δικοί μας το χτύπησαν με δυό οπλοπολυβόλα από το βράχο. Το περιπολικό ανοίχτηκε στη θάλασσα και προσπάθησε να χτυπήσει το καΐκι με τα κανόνια του. Δεν μπορούσε όμως γιατί ήταν οι βράχοι. Ειδοποίησε την αεροπορία. Ήρθαν δύο αεροπλάνα, χτύπησαν το καΐκι με ρουκέτες και το τίναξαν στον αέρα γιατί πήραν φωτιά οι νάρκες που ήταν μέσα. Η έκρηξη ήταν τρομερή και κουνήθηκε ο Πάρνωνας. Τότε ο Κωνστανταράκος κατάλαβε την τραγωδία.
Ήταν όμως αργά. Η ταφόπετρα έκλεισε πάνω μας. Εκεί στον κόλπο τον Φωκιανού τινάχτηκαν στον αέρα και μετά βυθίστηκαν στη θάλασσα οι ελπίδες μας, για να βγούμε από το άγχος της ελλείψεως πυρομαχικών και οπλισμού. Η καταστροφή ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Η έκτασή της φάνηκε μετά το 1949 όταν άρχισαν οι εκκαθαριστικές. Εκεί στον κόλπο του Φωκιανού άρχισε η διαδικασία της θανατικής εκτέλεσης της Μεραρχίας μας.
Βέβαια η πορεία και η έκβαση του ένοπλου αγώνα στην Ελλάδα δεν θα άλλαζε. Αλλά αυτό, ήταν το πιο πολύ που δεν θα γίνονταν. Θα γίνονταν ίσως άλλα μικρότερα αλλά, σημαντικά. Οι εκκαθαριστικές στο Μωριά θα γίνονταν κάτω από άλλες εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Θα χρειάζονταν περισσότερες δυνάμεις από την πλευρά του εχθρού. Θα αργούσαν περισσότερο. Δεν θα είχαν τα ίδια αποτελέσματα. Θα αργούσαν συνεπώς και οι εκκαθαριστικές στην υπόλοιπη Ελλάδα και το λιγότερο που θα έφερνε μια σχετική καθυστέρηση θα ήταν να γλίτωναν από τη θανατική εκτέλεση χίλιοι και δυό χιλιάδες αγωνιστές. Κανένας δεν μπορεί να εκτιμήσει τις συνέπειες μιας καθυστέρησης δύο - τριών μηνών. Τέλος κι όλα αυτά αν δεν γίνονταν, εμείς θα είχαμε την ηθική ικανοποίηση ότι πολεμήσαμε και νικηθήκαμε κι όχι ότι διαλυθήκαμε. Είναι κι αυτό κάτι μέσα στην τόση συμφορά.
Από κείνο το συμβάν κι ύστερα, το πρόβλημα του εφοδιασμού μας πήρε κωμικοτραγικές εξελίξεις. Το Γενικό Αρχηγείο, όπως μου είπε ο Πέρδικας, ρώτησε τη διοίκηση της Μεραρχίας αν μπορεί να στείλει καΐκι από το Μωριά να πάει να πάρει εφόδια και να γυρίσει. Ο Γκιουζέλης απάντησε ότι θα προσπαθήσει. Μεγαλύτερη απερισκεψία δεν μπορούσε να γίνει. Καμιά απολύτως δυνατότητα δεν υπήρχε. Κι αν τελικά αρπάζαμε κάποιο καΐκι μετά από δυό - τρεις μέρες θα μας βύθιζαν.
Ήταν γνωστό ότι ο εχθρός μετά το πέρασμα της αποστολής Γκιουζέλη στο Μωριά πήρε δρακόντια μέτρα και αχρήστεψε όλα τα πλεούμενα που δεν μπορούσε να ελέγξει, ακόμα και από τις βάρκες έβγαλε τα κουπιά και αφαίρεσε από μια σανίδα. Ένα καΐκι δεν μπορούσε να λείψει πολλές μέρες. Σ’ όλη τη Μεραρχία δεν υπήρχε ούτε ένας ναυτικός που να αναλάβει τη δουλειά. Το μόνο πλήρωμα που θα μπορούσε να αναλάβει την αποστολή ήταν αυτό που ήρθε. Το πρόβλημα ήταν το καΐκι και τα καύσιμα. Τα μόνα παράλια που δεν υπήρχαν εχθρικές βάσεις ήταν ένα κομμάτι από τα παράλια της Κυνουρίας κι ένα από τα παράλια της Ολυμπίας. Κι αυτά ήταν μικρά και εξασφάλιζαν δουλειά που θα διαρκούσε μια νύχτα.
Ανάθεσε λοιπόν ο Γκιουζέλης στους δύο ταγματάρχες Λεωνίδα Κωνστανταράκο και Πέρδικα να βρουν καΐκι. Αυτοί έκαναν προσπάθειες παντού. Ο Κωνστανταράκος έπιασε ένα καΐκι εκεί κάπου προς τη Μονεμβάσια, αλλά καθώς το πήγαιναν τόριξαν σε κάποια ξέρα και το τσάκισαν. Μετά από προσπάθειες δύο μηνών περίπου, ο Γκιουζέλης απάντησε στο Γενικό Αρχηγείο ότι είναι αδύνατη η αποστολή καϊκιού από την Πελοπόννησο για να πάρει εφόδια. Τότε το κατάλαβε. Αν ήξερε γεωγραφία του Μωριά και μέχρι που έφθαναν τα πόδια μας, θα απαντούσε ευθύς εξ ’ αρχής. Κοντά στο μεγάλο κακό έγινε κι άλλο. Ο υπεύθυνος της αποστολής παρά τη διαταγή να μη κρατά κανένας σημειώσεις αυτός κρατούσε ημερολόγιο. Τόχε μέσα σε μια καραβάνα. Με την ανατίναξη η καραβάνα πετάχτηκε έξω. Το βρήκαν και είδαν όλη την πορεία του καϊκιού. Πέρασε από δίκη, έμαθα, και τιμωρήθηκε σκληρά.
Μετά από αυτό, όπως έμαθα αργότερα, το Γενικό Αρχηγείο οργάνωσε και τρίτη αποστολή. Είχαν αρχίσει όμως οι εκκαθαριστικές. Το ζήτημα που αντιμετώπισε η διοίκηση της Μεραρχίας ήταν αν θα έπρεπε το καΐκι να συνεχίσει την πορεία του, να προσεγγίσει τις ακτές της Ολυμπίας, να ξεφορτώσει με κίνδυνο να βυθιστεί την άλλη μέρα, ή να γυρίσει πίσω και να επανέλθει όταν τελειώσουν οι εκκαθαριστικές. Ο Κονταλώνης που ήταν τότε επιτελάρχης της Μεραρχίας όπως έμαθα, υποστήριξε τη γνώμη να έρθει το καΐκι. Να το ξεφορτώσουμε και τα τμήματα που θα είναι συγκεντρωμένα στη ξηρά να πάρουν τα εφόδια στον ώμο τους όσα βέβαια μπορέσουν κι ας εγκαταλειφθεί το καΐκι. Ο Γκιουζέλης αποφάσισε το καΐκι να γυρίσει πίσω και να έρθει μετά τις εκκαθαριστικές, ίσως να μην ήξερε πόσα φυσίγγια είχαμε εμείς και πόσα καΐκια υπήρχαν στη διάθεση του Γενικού Αρχηγείου.
Ο Κονταλώνης δεν εισακούστηκε. Μετά τις εκκαθαριστικές που μας διέλυσαν ο Κονταλώνης έλεγε ότι: «δε με άκουσες Μέραρχε να παίρναμε τα πυρομαχικά του καϊκιού. Τώρα και οι γίδες θα μας κυνηγούν». Ο Γ κιουζέλης δεν απαντούσε τίποτα. Εμείς που το ακούγαμε, ξεροκαταπίναμε από πείσμα και παράπονο. Ήταν αργά όμως πια. Πως έχουν γίνει ακριβώς τα πράγματα μόνο ο Κονταλώνης ξέρει.
Μέσα στις εκκαθαριστικές, ο Ρογκάκος οργάνωσε μια αποστολή με επικεφαλής τον Κωνστανταράκο, για να περάσει τον Ισθμό κολυμπώντας και να φθάσει στη Ρούμελη κι από εκεί να φθάσει στο Γενικό ή να πάρει επαφή με το Γενικό. Εκτός από τ’ άλλα καθήκοντα αυτή η αποστολή ίσως είχε και καθήκοντα να φροντίσει για τον εφοδιασμό μας. Αυτό το συμπέρασμα βγάζω ύστερα από αυτά που μου είπε ο Γιάννης Παπαφάγος, διμοιρίτης από τη Λακωνία, που είχε πάρει μέρος σ’ αυτήν την απο-στολή. Μου έλεγε λοιπόν ότι ο Κωνστανταράκος τους έλεγε ότι θα φέρουν από τη Ρούμελη νάρκες και άλλο υλικό που θα τινάξουμε τους δρόμους του Μωριά στον αέρα.
Η αποστολή δεν μπόρεσε να περάσει. Έφθασαν κοντά στην Κόρινθο. Κάθισαν όλη μέρα μέσα σε κάτι λουφές. Μόλις νύχτωσαν πλησίασαν στον Ισθμό δυτικά της Κορίνθου, απέναντι από το Λουτράκι. Οι δύο, ο Παπαφάγος και ο Τάκης Σταυρόπουλος, δεν τόλμησαν να μπουν στον Κορινθιακό γιατί ήταν μεγάλη η απόσταση. Ο Λεωνίδας Κωνστανταράκος μπήκε. Κολύμπησε πολλές ώρες κι ενώ είχε περάσει τη μισή απόσταση κουράστηκε και γύρισε πίσω γιατί νόμισε, όπως είπε αργότερα στο κρατητήριο πριν τον εκτελέσουν, ότι δεν είχε φθάσει στη μέση της απόστασης. Γύρισε πίσω γυμνός. Χτύπησε σε κάποιο σπίτι και τους είπε ότι είναι φαντάρος και τον είχαν πιάσει οι αντάρτες και τον γύμνωσαν και τους ζήτησε ρούχα. Αυτοί τον έμπασαν μέσα, προσποιήθηκαν ότι τον πίστεψαν τούδωσαν ρούχα, αλλά ταυτόχρονα ειδοποίησαν την αστυνομία και πριν ακόμη ζεσταθεί για να μπορεί να φύγει, μπήκαν και τον έπιασαν, άοπλο όπως ήταν.
Τον πήγαν στην Τρίπολη. Τον βασάνισαν να μαρτυρήσει την αποστολή του. Δεν πήραν ούτε λέξη. «Πήγαινα να αγοράσω μουλάρια» τους έλεγε. Του έσπασαν τα πλευρά. Τον πέρασαν στρατοδικείο. Την ίδια μέρα περνούσε στρατοδικείο και ο Νίκος Γκότσης, δικηγόρος από τη Ζαχάρω Ολυμπίας. Ανώτερο στέλεχος, υπεύθυνος του δικαστικού της Μεραρχίας. Ο Κωνστανταράκος όρισε δικηγόρο του το Νίκο Γκότση και ο Γκότσης τον Κωνστανταράκο. Γελοιοποίησαν το Στρατοδικείο τους, αρνήθηκαν να απολογηθούν. Δεν κάθισαν να ακούσουν την απόφασή του και ζήτησαν από τους χωροφύλακες να φύγουν. Δημιουργήθηκε φασαρία. Είπαν στους στρατοδίκες ότι «ξέρουμε την απόφασή σας και δεν μας ενδιαφέρει τι θα πείτε. Μας ενδιαφέρει τι θα πει για μας ο Ελληνικός Λαός και τα παιδιά μας στα οποία τη μόνη κληρονομιά που αφήνουμε, είναι οι αγώνες μας». Του Κωνστανταράκου του είχαν σκοτώσει την οικογένεια. Σώθηκε μόνο ένα αγόρι. Του Γκότση ευτυχώς γλύτωσαν.
Αυτά τα έλεγαν οι κρατούμενοι στο στρατόπεδο. Τάμαθα και από τον Γιάννη Παπαφάγο. Ο Γιάννης Παπαφάγος και ο Τάκης Σταυρόπολους γύρισαν στον Πάρνωνα και είπαν ότι ο Κωνστανταράκος έπεσε στη θάλασσα για να περάσει πέρα. Ο Ρογκάκος περίμενε να φθάσει ο Λεωνίδας στην αποστολή του, μέχρι που διάβασε στις εφημερίδες την εκτέλεσή του. Αυτήν την πορεία και κατάληξη είχε το πρόβλημα του εφοδιασμού της Μεραρχίας μας από το Γενικό Αρχηγείο. Έτσι οι ταξιαρχίες μας έμειναν με τον ίδιο οπλισμό που είχαμε πάρει από τον εχθρό, δηλαδή ελαφρό οπλισμό και φτώχεια στα πυρομαχικά. Τα προβλήματα οξύνονταν όλα και καμιά λύση δεν φαίνονταν στον ορίζοντα.
Αναδιοργάνωση των τμημάτων του Δ.Σ. στο Μωριά Νοέμβριος 1948. Συγκρότηση της 55ης Ταξιαρχίας υπό του Θ. Πρεκεζέ
Το Νοέμβρη του 1948 έγινε η αναδιοργάνωση των τμημάτων του Δ.Σ.Ε στο Μωριά. Σχηματίστηκαν δύο ταξιαρχίες η 55η και η 22η. Η 55η είχε τρία τάγματα. Το Ιο το διοικούσε ο Τσουκόπουλος, αποτελέστηκε βασικά από δύο λόχους του αρχηγείου Μαινάλου κι έναν του αρχηγείου Πάρνωνα. Το 11ο τάγμα το διοικούσε ο Κώστας Βρεττάκος κι αποτελέστηκε από έναν λόχο του αρχηγείου Μαινάλου, και από δύο λόχους του αρχηγείου Πάρνωνα. Το 111ο τάγμα ήταν το τάγμα της δημοκρατικής νεολαίας και το διοικούσε ο Μπουραζάνης. Αποτελέστηκε από ένα λόχο του αρχηγείου Ταϋγέτου και από ένα λόχο του αρχηγείου Μαινάλου είχε μόνον δύο λόχους. Αυτή βέβαια ήταν η βασική συγκρότηση γιατί οι λόχοι, ανακατεύτηκαν με μεταθέσεις μονάδων. Συγκροτήθηκε κι ένας λόχος μηχανημάτων που είχε τρία στοιχεία βαριών πολυβόλων, ένα γερμανικό μυδράλιο κι έναν όλμο μέσου βεληνεκούς καναδέζικο. Είχε και τρεις βαρείς όλμους των πέντε χιλιάδων μέτρων αλλά δεν υπήρχαν βλήματα. Ο δικός μου λόχος εντάχθηκε στο πρώτο τάγμα που διοικούσε ο Τσουκόπουλος... Ο κάθε λόχος είχε τρεις διμοιρίες και μια ομάδα διοίκησης. Κάθε ομάδα είχε ένα οπλοπολυβόλο κι ένα ατομικό αυτόματο. Οι υπόλοιποι της ομάδας έφεραν ατομικά μακρύκανα ντουφέκια. Ακόμη κάθε ομάδα είχε κι ένα πάντζερ. Στις αρχές σε κάθε λόχο υπήρχε κι ένα στοιχείο ατομικού όλμου, αλλά γρήγορα διαλύθηκε γιατί καταναλώθηκαν τα βλήματα. Ο κάθε λόχος είχε 75 - 85 μαχητές και μαχήτριες, ανάλογα με τις περιστάσεις. Οι λόχοι όταν γίνονταν επιχειρήσεις ενισχύονταν, ανάλογα και με την αποστολή από μια ή δύο ομάδες ή και μια διμοιρία γι’ αυτό, δεν πρέπει να δημιουργούνται ερωτηματικά αν καμιά φορά μιλάμε για 90 και 120 μαχητές και μαχήτριες. Η δύναμη των μονάδων ήταν ρευστή.
Διοικητής της Ταξιαρχίας ανέλαβε ο Θεοδ. Πρεκεζές και επίτροπος ο Λαδάς Κώστας ή Λιμποβίσης, ο οποίος μερικές μέρες αργότερα σκοτώθηκε κατά λάθος όταν έκανε έφοδο στα εσωτερικά φυλάκια στο χωριό Λυκόχια, που είχε πιάσει η Ταξιαρχία. Μετά τον Λιμποβίση, επίτροπος ανέλαβε ο Μήτσος Κοττής που σκοτώθηκε στον Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας.
Η ταξιαρχία μας ήταν η πλέον αξιόμαχη. Είχε έμπειρα στελέχη και έμπειρους αντάρτες. Και ο Διοικητής της ταξιαρχίας είχε χαρίσματα. Ήταν ιδιότροπος στις σχέσεις του. Ήταν έφεδρος αξιωματικός. Ήταν αποφασιστικός, δραστήριος, ψύχραιμος και επινοητικός. Ήταν άνθρωπος ανήσυχος και ακούραστος. Έπαιρνε πολλές φορές πρωτοβουλίες αντίθετες με διαταγές, όταν έβλεπε ότι διευκόλυνε την κατάσταση. Από την αρχή ήταν διοικητής του Αρχηγείου Πάρνωνα κι αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις.
Οι χίτικες συμμορίες της Λακωνίας ήταν καλά οργανωμένες και πολυάριθμες. Ο μόνιμος αξιωματικός Κατσαρέας ήταν διοικητής τους και με τις ευλογίες της ξενόδουλης Κυβέρνησης της Κεντροδεξιάς, σκότωνε, έκαιγε, βίαζε, οργίαζε σ ’ όλο το νομό. Μέσα σ ’ αυτήν την κόλαση των χίτικων συμμοριών, που από τον Μάρτη του 1945 έως τον Μάρτη του 1946 είχαν σκοτώσει μόνο στο νομό Λακωνίας, 540 άδρες, γυναίκες και παιδιά, ο Πρεκεζές στον Πάρνωνα μαζί με τον Κονταλώνη, ξεκίνησαν με δεκαπέντε παράνομους και τάβαλαν με 1850 χιτοσυμμορίτες και χώρια τα όργανα του κράτους, χωροφύλακες και στρατιώτες. Με συνεχείς συγκρούσεις και μικρομάχες, καθάρισαν τον Πάρνωνα από τις χίτικες βάσεις στα χωριά Τσίτζανα, Βέρροια, Αγριάνους, Βασαρά, Ζούπενα, Κορυτσά, Γεράκι κ.λπ. Έτσι άνοιξε ο τόπος και βρήκαν καταφύγιο οι διωκόμενοι του κάμπου, με ότι είχε απομείνει από τις οικογένειές τους.
Δεν ξέρω αν καμιά φορά θα βρεθούν στοιχεία για το όργιο του εγκλήματος που έζησε ο νομός της Λακωνίας εκείνη την περίοδο. Ασύδοτοι φονιάδες, ταγματασφαλίτες, διεστραμμένοι δολοφόνοι, τύπου Γερακάρη, Μπρατίστα, Γ. Παυλάκου, Κοντοβουνίσιου, αποβράσματα της κοινωνίας, διεφθαρμένοι τύποι των πόλεων και ψυχοπαθείς, καθυστερημένοι διανοητικά αλήτες, διέτρεχαν ασύδοτοι το νομό απ’ άκρη σ’ άκρη σκοτώνοντας, καίγοντας και βιάζοντας. Ακόμη και δεξιοί που είχαν κάποια περιουσία και όμορφα κορίτσια δεν γλύτωσαν.
Ο Μαυρομιχάλης γόνος του Μπέη της Μάνης, ήταν υπουργός στρατιωτικών κι έδωσε το σύνθημα «ούτε πέτρα πάνω στην άλλη να μη μείνει από αριστερούς και δημοκράτες». Οι Γενίτσαροι ήταν άγγελοι μπροστά σ’ αυτά τα τέρατα.
Βίασαν ακόμη και κοριτσάκια 8 ετών, όπως στο χωριό Τρίππη το κοριτσάκι του Αθαν. Κυβέλου. Το είδα μετά από ένα χρόνο πάνω στον Ταΰγετο σε μια σπηλιά της μεγάλης Λαγκάδας που είχε κάνει κατοικία του ο Θανάσης Κυβέλος. Είχε καθήσει τρεις μήνες στο νοσοκομείο και τώρα φυτοζωούσε κατακίτρινο σαν φοβισμένο πουλάκι.
Αναφέρω ένα περιστατικό. Θα μπορούσα ν’ αναφέρω χίλια δεν έχω ούτε το χρόνο ούτε το χώρο. Πιστεύω ότι αυτή η περίοδος θ ’ αποτελέσει ξεχωριστό κεφάλαιο της ιστορίας του Ελληνικού κινήματος. Κάθονται οι αριστεροί βουλευτές στη Βουλή κι ακούνε τους βουλευτές της δοσίλογης δεξιάς να μιλάνε για εγκλήματα και προδοσίες και δεν προτείνουν να γίνει μια επιτροπή να ερευνήσει όλα τα εγκλήματα, να καταγράψει τη δράση όλων των οργανώσεων στην κατοχή και μετά, να καταγράψει πόσοι δεξιοί σκοτώθηκαν και πόσοι αριστεροί, πόσα δεξιά σπίτια κάηκαν και πόσα αριστερά. Πόσα παιδιά σφάχτηκαν και από ποιους. Πόσες κοπέλες βιάστηκαν και από ποιους. Πόσοι εκτελέστηκαν από τους Γερμανοϊταλούς και Βουλγάρους καταχτητές και από ποιά παράταξη ήταν. Πόσα χωριά εξοντώθηκαν από τους κατακτητές και ποιοι ήταν μαζί τους και ποιοι ήταν οι συνεργάτες τους. Τότε είναι σίγουρο ότι τη μέρα που θα έρχονταν στη Βουλή η επιτροπή για να ανακοινώσει τα πορίσματα της έρευνας, οι δοσίλογοι βουλευτές και οι βουλευτές της ξενόδουλης δεξιάς, δεν θα τολμούσαν ούτε απέξω από τη Βουλή να περάσουν.
Αντί να κάνουν αυτό οι αριστεροί βουλευτές μιλάνε για λήθη και ζητάνε από τον Αβέρωφ, το σφουγγαρόπανο της Φρειδερίκης να αναγνωρίσει την Εθνική Αντίσταση. Αυτό είναι Ντροπή. Έσχατος ξεπεσμός. Είναι σα να ζητά ο ήλιος την άδεια από τα σκοτάδια για ν’ ανατείλει, ενώ με την εμφάνισή του αυτά χάνονται. Το ξαναλέω: Η Αντίσταση δεν χρειάζεται καμιά αναγνώριση, ξεροκέφαλοι! Αυτοί πρέπει να έρθουν με σκυμμένο το κεφάλι και να ζητήσουν από την Αντίσταση συγχώριο και άφεση αμαρτιών.
Ζητάνε μερικοί αριστεροί να δώσει δείγματα, ν’ αποδείξει το Κομμουνιστικό Κόμμα, ότι είναι δημοκρατικό κοινοβουλευτικό κόμμα. Ηλίθιοι που καταντήσατε να κατεβάζετε τόσο χαμηλά το Κομμουνιστικό Κόμμα και δεν καταλαβαίνετε ότι το ΚΚΕ δεν έχει καμιά ανάγκη από αναγνωρίσεις και από τέτοια από κανένα, πολύ περισσότερο από το δοσίλογο κόμμα της κεντροδεξιάς. Οι εκπρόσωποι των κομμάτων που ζητάνε αυτές τις αποδείξεις πρέπει να ξέρουν ότι, οι φορείς τους δεν έχουν το ηθικό και εθνικό ανάστημα να συγκριθούν με το ΚΚΕ. Και σεις μερικοί άλλοι πάτε να συγκρίνετε τον αετό με τα ερπετά της κατοχής και τα παράσιτα της μετακατοχικής ξενοδουλείας. Το κάνετε αυτό για να αμοιφθούν οι αγωνιστές με κάποια ψωροσύνταξη ή αποζημίωση; Ποιος σας το ζήτησε αυτό; Ποιος σας είπε ότι οι υπηρεσίες των αγωνιστών, ότι το αίμα των αγωνιστών αποτιμάται σε χρήμα; Θάρθει η ημέρα που η δοσίλογη δεξιά και οι κεντρώοι υπηρέτες της θα προσπαθήσουν, προσφέροντας συντάξεις και τιμές στους αγωνιστές να σκεπάσουν την πομπή τους, το αίσχος τους, τα εγκλήματά τους. Τότε θα προσπαθήσουν με το χρήμα, τις συντάξεις και τις ψεύτικες τιμές να πετύχουν αυτό που δεν πέτυχαν με τη φωτιά, το σίδερο και κυρίως τη συκοφαντία δηλαδή να εξισωθούν με το ΚΚΕ.
Τη μοναδική υπηρεσία σχετικά μ’ αυτό που μπορούν να προσφέρουν στον τόπο οι κομμουνιστές βουλευτές είναι, να σηκώσουν ψηλά το κεφάλι τους, να απαλλαγούν από κάθε αίσθημα ενοχής που τους δημιουργούν οι φωνές των δολοφόνων κι αν θέλουν να πάρουν δύναμη, ας κοιτάξουν πίσω τους να δουν τα ποτάμια το αίμα των συντρόφων τους, να δουν τους χορούς των εκτελεσμένων στην Καισαριανή, στο Κούρνοβο στη Κοκκινόλουτσα, στις Βίγλες της Μεγαλόπολης, να δουν τις ατέλειωτες φάλαγγες των μαυροφόρων μανάδων, να δουν τα άσπρα κόκαλα των αγωνιστών που μένουν άταφα στα βουνά της Ελλάδας, να δουν τις φάλαγγες των βασανισμένων στη Μακρόνησο και στη Γιούρα, ν ’ ακούσουν το κροτάλισμα των πολυβόλων στην Τρίπολη, τη Λάρισα και σ ’ όλες τις πόλεις της Ελλάδας τα πρωινά όταν τρυπούσαν τις μεγάλες καρδιές των μαχητών του Δ.Σ.Ε. να θυμηθούν το «γεια σας αδέρφια» στις φυλακές της Κέρκυρας, της Κεφαλλονιάς, του Αβέρωφ και αλλού. Κι άλλα κι άλλα θα ακούσουν και θα θυμηθούν και θα πάρουν θάρρος.
Τότε θα πρέπει να κάνουν μια πρόταση αντίθετη απ’ αυτή που έκαναν. Δηλαδή αντί να ζητάνε να σταματήσουν οι γιορτές του μίσους, να ζητήσουν να γιορτάζονται κάθε χρόνο όλες οι γιορτές και η κάθε παράταξη να έχει δικαίωμα να γιορτάσει τις δικές της. Ας γιορτάσουν αυτοί του Μελιγαλά, στο Μακρυγιάννη, το δικό τους το Γράμμο και το Βίτσι. Και μεις θα γιορτάσουμε τα Καλάβρυτα, την Παλιοχούνη, το Μονοδέντρι, την Κάνδανο, το Δίστομο, το Σκοπευτήριο της Καισαριανής, το Μπλόκο της Κοκκινιάς, το Κούρνοβο, το Μεζούρλο της Λάρισας, το σφαγείο της Τρίπολης, τη Μακρόνησο, τα Γιούρα, το Κάστρο του Υμηττού κι όλα τ’ άλλα που είναι τόσα πολλά και κάθε μέρα θα γίνονται δυό και τρεις και τέσσερις επέτειοι σ’ όλες τις κορφές των βουνών σ’ όλα τα περάσματα του κάμπου, σ’ όλες τις γωνίες των πόλεων, σ’ όλα τα νεκροταφεία της Ελλάδας.
Να ζητήσουν από τη Βουλή να αποφασίσει κάθε κόμμα να στήσει μνημεία σ’ όλες τις μεριές που θυσιάστηκαν δικοί του με την υποχρέωση πάνω στην πλάκα να γραφτούν πόσοι σκοτώθηκαν, ποιοι τους σκότωσαν και γιατί τους σκότωσαν, ποιοι έκαψαν, πόσα έκαψαν και γιατί τα έκαψαν. Πόσες βιάστηκαν, ποιοι τις βίασαν και γιατί τις βίασαν. Τότε θα ακούσετε και θα δείτε ότι αυτοί που σήμερα βγάζουν λόγους για εθνικές μνήμες και κρεμούν στεφάνια στην πηγάδα του Μελιγαλά για να τιμήσουν τους ταγματασφαλίτες, θα γίνουν κήρυκες της λήθης, θα τρέξουν να γκρεμίσουν πρώτοι τα ψεύτικα μνημεία τους και θα σωπάσουν γιατί δεν θάχουν μέρος να σταθούνε. Όπου κι αν περνούν, όπου κι αν θα στέκονται μπροστά τους θα βρίσκουν κι ένα μνημείο της Αντίστασης κι ένα έγκλημα της παράταξής τους.
Κι αν δεν γίνει η πρόταση δεκτή, τότε τις ώρες που κάθονται στη Βουλή και τις καταναλώνουν σε λόγους για την αναγνώριση της Αντίστασης να φύγουν και να τις καταναλώσουν για την οργάνωση των γιορτών, των επετείων, των μνημοσύνων, για τα θύματα. Μια επέτειος σ’ ένα μέρος θα γιορτάζει η δεξιά, χίλιες επέτειοι σε χίλιες γωνιές της Ελλάδας την ίδια μέρα θα οργανώνει το ΚΚΕ. Έτσι θα διδαχτούν την ιστορία οι νέοι και οι νέες της Ελλάδας και θα βάλουν τον κάθε κατεργάρη στη θέση του. Τότε θα αποδειχθεί ποιος είναι ο νοικοκύρης και ποιος ο κλέφτης σε τούτο τον τόπο.
Κάθε φορά επανέρχομαι σ’ αυτό και γράφω τα ίδια γιατί δεν μπορώ να συγχωρήσω αυτό το πλέγμα ενοχής που υπάρχει έκδηλα παντού σ’ όλες τις ενέργειες του πολιτικού κόσμου της αριστερός. Είναι ένα σύνδρομο της ήττας, που μερικές φορές οδηγεί τίμιους ανθρώπους να θεωρούν υπεύθυνους για όλα τα κακά και τα δεινοπαθήματα του τόπου, τη δική μας δράση και τα λάθη. Τα λάθη της αριστερές οδήγησαν στην ήττα της και όχι στη δικαίωση της ξενόδουλης δεξιάς. Τα λάθη της αριστερές δεν έσβησαν την προδοτική πολιτική, την αντεθνική δράση της δεξιάς σ ’ όλη αυτήν την περίοδο.
Η ξενόδουλη δεξιά εγκλημάτησε, εγκληματεί και θα εγκληματεί σε βάρος του λαού της Ελλάδας. Γι ’ αυτό δεν υπάρχει καμιά βάση για συνεργασία μαζί της. Αυτά που λένε οι τριτοδρομικοί σοσιαλιστές οι νέοι υπεργολάβοι της κεντροαριστεράς είναι κουραφέξαλα. Είναι άλλο πράγμα η συνεργασία μ’ όλες τις προοδευτικές και δημοκρατικές δυνάμεις κι άλλο πράγμα η υποταγή σ’ αυτές κι άλλο πράγμα είναι η συνεργασία με τις δυνάμεις της δοσίλογης δεξιάς.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει προοδευτική δεξιά. Υπάρχει μόνο αντιδραστική δεξιά σαν ενιαία πολιτική παράταξη που απλώνεται με παραλλαγές μέχρι τη δεξιά του κέντρου και σαν ιδεολογία και πολιτική ακόμη πιο πέρα και πέρα από τον κεντρώο χώρο. Μέσα εκεί δηλαδή στα σπλάχνα της, κάθε φορά υπάρχει κι ένας διαχωρισμός ως προς την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί για να διαιωνιστεί η εξουσία της και τα προνόμιά της. Άλλο πράγμα είναι η ύπαρξη ορισμένων προοδευτικών ανθρώπων στις γραμμές της. Αυτές είναι οι εξαιρέσεις.
Το ΚΚΕ δεν μονοπωλεί τον αγώνα για την πρόοδο. Συνεργάζεται ισότιμα με τις άλλες προοδευτικές δυνάμεις. Φυλάει τα σύνορα του συνεργαζόμενου αλλά τα κανόνια του έχουν πάντα στραμένες τις μπούκες τους προς τα δεξιά.
Ξεκίνησα από τα εγκλήματα της δεξιάς στο νομό Λακωνίας και χωρίς να το καταλάβω πήγα πολύ μακρυά. Δύσκολο πράγμα όμως να ξεχωρίσεις το ένα από το άλλο, το σήμερα από το χθες. Ήταν λάθος το δεύτερο αντάρτικο, ήταν λάθος ακόμη όπως έγινε, αλλά ήταν και δύσκολο, πολύ δύσκολο να καθίσεις να σε σφάζουν οι προδότες όπως έκαναν τότε σ ’ όλο το Μωριά και ιδιαίτερα στους νομούς Λακωνίας και Μεσσηνίας. Και επειδή μερικοί νεόκοποι επαναστάτες και τριτοδρομικοί σοσιαλιστές μιλάνε συνεχώς για λάθη, πρέπει να μάθουν ότι εμείς δεν νοιώθαμε ωραία, ή λίγο δυσάρεστα και πήραμε τα όπλα από ασικλίκι, γιατί είμασταν αράθυμοι αλλά γιατί στον τόπο μας, που εμείς λευτερώσαμε, μας σκότωναν, ατίμαζαν και ρήμαζαν τα σπίτια μας Κύριοι! Αλλά εσείς μιλάτε για λάθη ακολουθώντας την τακτική του Ασβού, που δεν έχει φωλιά δική του και μόλις μπει σε ξένη τη βρωμίζει, για να διώξει το νοικοκύρη που την έφτιασε.
Μέσα σ ’ αυτή τη χιτοθάλασσα, μέσα σ ’ αυτό το ματωμένο «πογκρόμ» της δοσίλογης δεξιάς, ο Πρεκεζές κι άλλοι άξιοι και ίσοι μ’ αυτόν αγωνιστές, όπως ο Κονταλώνης, ο Ρογκάκος, ο Γερμανάκος ή Γάϊος, ο Γιαννούκος, ο Ατζακλής, ο Κωνστανταράκος κι άλλοι πέντε - δέκα, έστησαν την πρώτη ομάδα στον Πάρνωνα.
Ο Πρεκεζές σαν Ταξίαρχος, σαν διοικητής της 55ης Ταξιαρχίας του ΔΣ δεν πρόλαβε να δείξει κάτι εξαιρετικό. Η κατάσταση εξελίχτηκε τόσο γοργά που η Ταξιαρχία έζησε σαν ξεχωριστά συγκροτημένο τμήμα δύο μήνες σχεδόν. Παρακάτω θα δούμε αυτή την ηρωική πορεία, θα παρακολουθήσουμε τη νεκρική πομπή μέχρι την ταφή του αντάρτικου στο Μωριά. Η συγκρότηση της Ταξιαρχίας έγινε στο χωριό Λυκόχια το Νοέμβριο του 1948.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου