Αρχική » » Δημήτρη Κουσουρή: «Δίκες των Δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, Συνέχεια του Κράτους και Εθνική Μνήμη». Μέρος 6ο

Δημήτρη Κουσουρή: «Δίκες των Δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, Συνέχεια του Κράτους και Εθνική Μνήμη». Μέρος 6ο

{[['']]}
Αλήθεια εναντίον Δικαιοσύνης;

Είναι κοινός τόπος στην πρόσφατη διεθνή συζήτηση πως η απόσταση που χωρίζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα από τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης εξαρτάται από τις αμοιβαίες παραχωρήσεις (trade-off) ανάμεσα στον στόχο της δίκαιης τιμωρίας των εγκλημάτων και εκείνον της δημοσιοποίησης της αλήθειας σχετικά με αυτά - τις δύο κύριες συνιστώσες κάθε μορφής «μεταβατικής δικαιοσύνης», ποινικής ή ιστορικής. 1

Η πολλαπλότητα των εμπειριών του πολέμου και το μέγεθος των απωλειών έθεταν εκ των προτέρων όρια στην επανορθωτική δράση της Δικαιοσύνης ως προς τα εγκλήματα που δικάζονταν. Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου καταδείκνυε μάλλον το πόσο ασήμαντη ήταν η τιμωρία, παρά το πόσο ειδεχθή και ασύλληπτα ήταν τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει οι κατηγορούμενοι. Η άρνηση επιβολής της έσχατης των ποινών ανέβαλλε τη λύτρωση από τα εγκλήματα, και όξυνε τον πόλεμο ανάμεσα στις ανταγωνιστικές μνήμες. 2

Αν, από ποινικής πλευράς, η μεγάλη δίκη των κυβερνήσεων κρίθηκε αποτυχημένη, δεν συνέβη το ίδιο από τη σκοπιά της ιστορικής αλήθειας. Όσον αφορά την εξουσία που κατέχει η Δικαιοσύνη να δημιουργεί αναπαραστάσεις της ιστορικής αλήθειας, 3 η μεγαλύτερη απόδειξη της «επιτυχίας» της αλήθειας που παρήγαγε η εν λόγω δίκη ήταν το γεγονός ότι οι αποκλεισμένοι από αυτήν, το στρατόπεδο του ΕAM δηλαδή- παρέμειναν οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της. Αυτό συνεχίστηκε. μάλιστα, για δεκαετίες μετά. 4

Κινούμενο διαρκώς στο όριο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας το ΕΑΜ προσπάθησε σταθερά να καταλάβει τη θέση του μεταξύ των εθνικών δυνάμεων, ταυτιζόμενο με το δίκαιο και τη νομιμότητα των ποινικών διώξεων. Ο Ειδικός Επίτροπος είχε την ηθική υποστήριξη του ΕΑΜ σε όλη τη διάρκεια της δίκης. Ο εαμικός Τύπος υποστήριξε με θρησκευτική ευλάβια τον παιδαγωγικό ρόλο της διαδικασίας· ο όρος «παρωδία» χρησιμοποιήθηκε αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της, για να καταγγείλει τις σχέσεις συνενοχής ανάμεσα στις δύο αστικές παρατάξεις Ωστόσο, στους ίδιους τους νόμους που εφαρμόστηκαν ασκήθηκε μάλλον διστακτική κριτική - και τούτο, μετά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας

Το πιο χαρακτηριστικό ίσως δείγμα του παιδαγωγικού ρόλου της δίκης είναι το φυλλάδιο του Λευτέρη Αποστόλου -που παρουσίαζε μια σύνοψη των ρεπορτάζ για τη δίκη και εξέθετε τις αποδείξεις μιας «αυτοκαταδίκης» της Δεξιάς -, το οποίο βρισκόταν στο τυπογραφείο, πριν ακόμα εκδοθεί η ετυμηγορία. 5
Και αυτό γιατί η γενική αγανάκτηση δεν ήταν προϊόν έκπληξης Κατά τις εκατό μέρες που διήρκεσε η δίκη οι πολιτικοί αναλυτές δεν παρέλειπαν να περιγράφουν με κυνισμό ένα προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα.

Το έδαφος έμοιαζε ήδη τόσο καλά προεταμασμένο που, παρά την αμφισβήτηση του αποτελέσματος από πολλούς, δεν άργησε να επικρατήσει μια αίσθηση «μη αναστρεψιμότητας» μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων πλευρών. Κάποια αιτήματα που ακούστηκαν για αναθεώρηση της απόφασης ή και αναψηλάφηση της δίκης φαίνεται πως είχαν καθαρά συμβολική σημασία και έπεσαν γρήγορα στο κενό.

Η πιο εύγλωττη διατύπωση ανήκε σε μια φιλελεύθερη εφημερίδα:

«Ή άπόφασις τού δικαστηρίου, που έχει πλέον τό δικαίωμα νά τήν κρίνη και ό τελευταίος πολίτης, διότι είναι κοινόν κτήμα. έκλεισε ένα άπό τά μεγαλειωδέστερα άλλα και τά δραματικώτερα κεφάλαια τής Ελλάδος, με ένα μικρόν, ανάξιον τέρμα». 8

Οπως και αν είχε η κατάσταση, όποιο πρόσημο και αν αποδιδόταν στο «τεχνητό όριο» μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, η αναγνώριση ότι υπήρχε ένα σύνορο που χώριζε το πριν από το μετά ήταν ομόφωνη μετά τη δίκη. 9 Και τούτο επειδή, πέρα από τις ιδιαίτερες βλέψεις κάθε πολιτικού στρατοπέδου, η κοινή προσδοκία για εκείνη την ετυμηγορία της Δικαιοσύνης ανταποκρινόταν, πρώτα απ' όλα στο επείγον αίτημα για ειρήνευση, για ρήξη τόσο με τη συνέχιση της διάχυτης βίας, που εξακολουθούσε να μαίνεται, όσο και με την κληρονομιά μιας ολέθριας οικονομικής πραγματικότητας. Η προοπτική αυτή διανοιγόταν πράγματι με τη δίκη των κυβερνήσεων: η μεγαλύτερη συνεισφορά της συνίστατο στο ότι θεσμοθετούσε και νομιμοποιούσε ένα νέο μοντέλο πολιτειακής μετάβασης (regime transition), με την εκτεταμένη χρήση δικαστικών και διοικητικών διώξεων.

Νέα συμβολική τάξη;

Εν τω μεταξύ, το Β' Τμήμα του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων Αθηνών προχωρούσε στην εκδίκαση των υποθέσεων των κατηγορουμένων με αργούς ρυθμούς, οι οποίοι όμως επιταχύνθηκαν με τις αλλαγές που επέφερε ο Ν. 217/1945. Την ίδια στιγμή, οι καταληκτικές ημερομηνίες άφηναν περιθώριο σαράντα ημερών για την υποβολή μηνύσεων στην Αθήνα, και πέντε μηνών για την υπόλοιπη χώρα, όπου δεν είχαν συγκροτηθεί ακόμα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων. 10 Κατ’ αυτή την έννοια, το μέλλον παρέμενε ανοιχτό - και άδηλο.

Οπως προκύπτει από την πρώτη σειρά δικών, οι υπηρεσίες που παρείχαν οι Έλληνες διερμηνείς στα Ες Ες ήταν ποικίλες -αν βέβαια, πάρουμε κατά γράμμα τις μαρτυρίες που περιέγραφαν τους κατηγορουμένους ως πράκτορες (πληροφοριοδότες, καταδότες ή βασανιστές) των Ες Ες και της Γκεστάπο, ή τις καταθέσεις των ίδιων, που σε γενικές γραμμές ισχυρίστηκαν ότι, ως γερμανόφωνοι, είχαν προσληφθεί για να παρέχουν υπηρεσίες μετάφρασης και διερμηνείας. Παρόλο που, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις μαρτυρίες συγγενών των θυμάτων τους, οι ισχυρισμοί τους δεν φάνηκαν ιδιαίτερα πειστικοί στο δικαστήριο, γλίτωσαν, τελικά, όλοι ανεξαιρέτως τη θανατική ποινή. 11 

Σε ό,τι αφορά τον ένοπλο δοσιλογισμό, από την άλλη, κάποια (λίγα) κατηγορούμενοι -μέλη αντικομμουνιστικών ομάδων της πρωτεύουσας, που είχαν συλληφθεί από τον ΕΛΑΣ το φθινόπωρο, και αρκετοί από τους οποίους είχαν ήδη ενταχθεί στην Εθνοφυλακή- προσήχθησαν πράγματι ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου.

Στο κλίμα της «λευκής τρομοκρατίας», πολλοί μάρτυρες κατηγορίας δεν παρέστησαν καν. Όσο για εκείνους που εντέλει παρουσιάστηκαν, απέσυραν ως επί το πλείστον τις αρχικές τους καταθέσεις, επικαλούμενοι τις ανώμαλες συνθήκες και την πίεση που τους είχαν ασκήσει οι αρχές του ΕAM κατά την προανάκριση. Ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. η κατηγορία καταρρίφθηκε στο πανικό επίπεδο, και οι κατηγορούμενα αθωώθηκαν. 12

Σύμφωνα με τις προτεραιότητες που είχαν τεθεί εξαρχής, ο Επίτροπος έφερε πρώτα στο δικαστήριο τις καθαρά ποινικές υποθέσεις. Τα Ειδικά Δικαστήρια εξέτασαν χαρακτηριστικές περιπτώσεις αστικής εγκληματικότητας, όπως, π.χ, μικρεμπόρους ή υπαλλήλους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που κατηγορούνταν από αστυνομικούς για μαύρη αγορά σε συνεργασία με τον καταχτητή. Ξεχωριστή κατηγορία αποτελούσαν οι γυναίκες στιγματισμένες ως επί το πλείστον από την κυρίαρχη πατριαρχική ηθική για «οριζόντια συνεργασία», και με ποινική ευθύνη για κατάδοση Ελλήνων πολιτών ή Συμμάχων, έλαβαν κατά κανόνα μεσαίες ποινές, από ένα έως πέντε χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή 13.
Οι ευάριθμες βαριές ποινές (θάνατος ή ισόβια) επιβλήθηκαν σε ερήμην δικαζομένους, καθώς η υποψία της φυγής με τον εχθρό λειτουργούσε για τους κατηγορουμένους ως ιδιαιτέρως επιβαρυντική περίσταση. 14

Καθώς οι συνεδριάσεις του Β' Τμήματος του ΕΔΔ Αθηνών είχαν διεξαχθεί διακριτικά, σε κάποια αίθουσα του Εφετείου, χωρίς ιδιαίτερη προβολή, λόγω της φύσης των υποθέσεων και της σκιάς της δίκης των κυβερνήσεων, το δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει ένα στατιστικό αποτέλεσμα που ανταποκρινόταν στο αίτημα να τιμωρηθούν οι προδότες. Εκεί που διασταυρώνονται η πραγματική και η συμβολική πολιτική τάξη, η δραστηριότητα του ΕΔΔ Αθηνών μας βοηθάει να παρακολουθήσουμε πώς, μέσα από τη διαχείριση και την κατηγοριοποίηση των υποθέσεων στα Ειδικά Δικαστήρια, η Δικαιοσύνη διαμόρφωσε, οργάνωσε και «κωδικοποίησε» την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος. Ποιες ήταν όμως οι συντεταγμένες της συμβολικής γραμμής που χάραξαν εκείνες οι δίκες ως ένα είδος διαβατήριας τελετής;
Αν στόχος της δίκης ήταν η αποκατάσταση της νομιμότητας του προπολεμικού κοινοβουλευτικού καθεστώτος, το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσον επιτεύχθηκε κάτι τέτοιο.

 Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι από το βήμα του μάρτυρα παρέλασαν όλοι οι βασικοί εκπρόσωποι των προπολεμικών ελίτ ως νόμιμοι εκπρόσωποι του έθνους, τότε η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι θετική. Και αν αυτός ο στόχος αφορούσε την αποκατάσταση της συνέχειας του κράτους, ποια ήταν η διαχωριστική γραμμή που έθετε η δίκη ανάμεσα στο πριν και το μετά; Σε αυτό το ερώτημα οι ερευνητές της περιόδου έχουν απαντήσει συχνά με έναν συλλήβδην αρνητικό απολογισμό.

Σύμφωνα με μια πολύ διαδεδομένη άποψη, η δίκη απέτυχε, αφού δεν κατόρθωσε να προκαλέσει ρήξη με τη συνέχεια των κοινωνικών μπλοκ και των μηχανισμών βίας που κληροδότησε η Κατοχή. Αν και αυτή η διαπίστωση εν μέρει ευσταθεί, δεν παύει να απηχεί τη μισή αλήθεια, καθώς αφορά αποκλειστικά την πραγματική τάξη, διάσταση στην οποία η δικαστική λειτουργία δεν συμμετέχει παρά μερικώς. Σε ό,τι αφορά τη συμβολική τάξη, υποβαθμίζοντας, διαγράφοντας ή θέτοντας στο περιθώριο τις βαθιές ανατροπές και τις σκληρές συγκρούσεις της Κατοχής η δίκη πετύχαινε διαμιάς έναν διπλό στόχο.

Ως δικαστική διαβατήρια τελετή οι δίκες επαναπροσδιόριζαν την κοινή εμπειρία, ώστε να την εντάξουν στο πλαίσιο μιας νέας συμβολικής τάξης. Σε αυτό το επίπεδο, η επιτυχία της δίκης ήταν αδιαμφισβήτητη.
Οι παλαιές δυνάμεις είχαν αποκτήσει νέες πολιτικές ταυτότητες. Για παράδειγμα, το επίσημο διάβημα των «δημοκρατικών ηγετών» ενάντια στην τρομοκρατία των μοναρχικών συμμοριών έκανε λόγο για συμμορίες της «Ακρας Δεξιάς», και όχι για «λεγόμενους εθνικόφρονες» και «πρώην δοσιλόγους», όπως περιγράφονταν μέχρι πρότινος. Παράλληλα, το ΕAM διέβλεπε «μοναρχική» συνωμοσία πίσω από την ετυμηγορία ενώ ο φιλοβασιλικός Τόπος απαντούσε ότι η απόφαση αντιστάθμιζε απλώς την ατιμωρησία των εγκληματιών της Ακρας Αριστεράς. 15

Μπορεί κανείς να διακρίνει εδώ το «μαγικό ραβδί» της Δικαιοσύνης που μέσα σε λίγους μήνες μεταμόρφωσε τα στρατόπεδα της αντίστασης και του δοσιλογισμού σε «Ακρα Αριστερά» και «Ακρα Δεξιά», αντιστοίχως.

Ασφαλώς οι κατηγορίες αυτές προϋπήρχαν, και δεν επινοήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης. Με ένα ξαφνικό χτύπημα συμβολικό μεν αλλά θεμελιωμένο στην πραγματικότητα όπως συμβαίνει συνήθως με τις πράξεις θέσμισης, η γραμμή της «γκρίζας ζώνης» της Κατοχής ανήχθη σε επίσημη αλήθεια. Θριάμβευε δηλαδή η πολιτική ηθική όσων ανήκαν στις πολιτικές πνευματικές και οικονομικές ελίτ της χώρας και είχαν επιλέξει να μην εκτεθούν μέσα από την ανοιχτή συνεργασία με τον εχθρό, να κρατήσουν αποστάσεις ασφαλείας από τα αντιστασιακά κινήματα και να τηρήσουν στάση αναμονής αντιμετωπίζοντας την Κατοχή σαν μια παροδική κατάσταση και ανάγοντας σε υπέρτατο διακύβευμα την προετοιμασία της υπεράσπισης του «κοινωνικού καθεστώτος» απέναντι στην επαναστατική απειλή.

Βγαίνοντας από τη σκιά, υπάλληλοι του δοσιλογικού κράτους ή πολιτικοί που είχαν παίξει διπλό παιχνίδι εμφανίστηκαν στο δικαστήριο ως μάρτυρες κατηγορίας ή υπεράσπισης πρωταγωνιστώντας στη μεγάλη δίκη και σε πολλές από όσες ακολούθησαν. 16

Συναντώντας τον διάχυτο αντικομμουνισμό του δικαστικού σώματος, η ηθική αυτή στηρίχτηκε στην έννοια του «τυπικού εγκλήματος» για να επαναπροσδιορίσει τα όρια μεταξύ αντίστασης και δοσιλογισμού. Καταδικάζοντας τα μέλη των κατοχικών κυβερνήσεων για συνεργασία με τον εχθρό, αλλά όχι και για προδοσία εκ προθέσεως -με άλλα λόγια, για υπερβολική δημόσια έκθεση και όχι για εθνική προδοσία-, οι εκπρόσωποι της «γκρίζας ζώνης» προστάτευαν το ιδεολογικό οπλοστάσιο και τα κίνητρα που είχαν υπαγορεύσει τις πράξεις και τις παραλείψεις τους κατά τη διάρκεια της Κατοχής.

Το ερώτημα, πάντως, παραμένει: Γιατί, αν στόχος τους ήταν η προστασία του «κοινωνικού καθεστώτος», να μη θυσιάσουν έναν ή δύο από τους κατοχικούς κυβερνήτες προκειμένου να ικανοποιήσουν το μαζικό αίτημα για τιμωρία των προδοτών και, εντέλει, να εξουδετερώσουν εκ των προτέρων κάθε απόπειρα αντεπίθεσης ή αντεκδίκησης από το στρατόπεδο του ΕΑΜ; Γιατί άραγε να μη μιμηθούν το παράδειγμα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών που τόσες φορές το επικαλέστηκαν οι εμπνευστές της δίκης;

Η απάντηση είναι μάλλον ότι αν «η έξοδος από έναν εμφύλιο πόλεμο σημαίνει τη δημιουργία μιας νέας πολιτικής τάξης από τους νικητές, και την εφαρμογή της δικαιοσύνης τους», η ελληνική ιδιαιτερότητα συνίσταται στο γεγονός ότι οι νικητές της εσωτερικής σύγκρουσης βρίσκονταν ταυτόχρονα στο εδώλιο του κατηγορουμένου και στην εισαγγελική έδρα. 

Τα μέλη των κρατικών ελίτ που προσήλθαν να καταθέσουν στη δίκη υπέρ του Ράλλη, προβάλλοντας το επιχείρημα της «ασπίδας» ενάντια στον εσωτερικό εχθρό, διεκδικούσαν κατ’ αυτό τον τρόπο το δικό τους μερίδιο στη νίκη. Σε τελική ανάλυση, αποκαλύπτοντας την υπαρκτή συνέχεια των μηχανισμών καταστολής, επανέφεραν στο προσκήνιο την «υλική δύναμη»-δυναμικά παρούσα και ακόμα ανεξέλεγκτη- την οποία διέθεταν, προκειμένου να διαπραγματευθούν τη θέση τους.

Ιστορικός συμβιβασμός και θερμιδοριανή αντίδραση

Στο άτυπο κοινοβούλιο του ΕΔΔ Αθηνών έγινε η διαπραγμάτευση και επισφραγίστηκε ένας «ιστορικός συμβιβασμός» μεταξύ των δύο αστικών παρατάξεων του μεσοπολέμου. Στο παρελθόν, όταν ακόμα εκφραζόταν με όρους «βενιζελικών» και «βασιλικών», ο κρατικός αντικομμουνισμός υπηρετούσε απλώς μια ιδεολογία προληπτικού πολέμου. Απέναντι στο επαναστατικό κίνημα που αναπτύχθηκε την περίοδο 1942-1944. η αντικομμουνιστική ιδεολογία αποτέλεσε τη συγκολλητική ουσία μεταξύ των αντίπαλων αστικών παρατάξεων.

Μ ε αυτή την έννοια, η άρνηση να επιβληθεί και να εκτελεστεί η θανατική ποινή επισφράγιζε τον συμβιβασμό. Πρόκειται για απόρριψη του παραδείγματος της «δίκης των έξι», συμβόλου της εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Η άρνηση επανάληψης αυτού του μοντέλου έκλεισε, και σε συμβολικό επίπεδο, τον κύκλο του Εθνικού Διχασμού, επαναλαμβάνοντας την ιστορία της δίκης σαν φάρσα και σαν τραγωδία ταυτόχρονα. 

Συνοψίζοντας, λοιπόν, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Δικαιοσύνη χάραξε πράγματι μια συμβολική γραμμή, που χώρισε το «πριν» και το «μετά» ενός εμφυλίου πολέμου: μόνο που δεν επρόκειτο για τον εμφύλιο πόλεμο που βρισκόταν σε εξέλιξη, αλλά για τις συνέπειες ενός άλλου διχασμού, που είχε λάβει χώρα τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Κατά πάσα πιθανότητα, εκείνος ο δημόσιος συμβιβασμός συνοδευόταν από αρκετούς ακόμα, που συνήφθησαν στα παρασκήνια. έξω από το δικαστήριο, και οι οποίοι εγείρουν πλήθος ερωτημάτων σχετικά με την κοινωνική διάσταση της ανασυγκρότησης του κράτους- που θα την εξετάσουμε παρακάτω.

Οπως είδαμε, πρόκειται για μια περίπτωση αμοιβαίων παραχωρήσεων, έναν τυπικό συμβιβασμό (trade-off) μεταξύ δικαιοσύνης και αλήθειας επί σκηνής του Ειδικού Δικαστηρίου: οι προσδοκώμενες ποινές δεν επιβλήθηκαν- αντ' αυτών. αναδείχθηκε μια ιστορική αλήθεια και ένα πρότυπο αφήγημα. ‘Η όπως το έθετε ο Λ. Αποστόλου, «το μέγεθος της προδοσίας ήταν τέτοιο πού δεν μπορούσε να κρυφτεί από αυτή τη στημένη δίκη» 17

Από τις πολλαπλές χρονικότητες που εκφράστηκαν, η αλήθεια διαμορφώθηκε στη βάση της συνέχειας των μηχανισμών του κράτους. Το αποτέλεσμα ήταν η υλική υπεροχή να μεταφραστεί σταδιακά σε ιδεολογική ηγεμονία Μέσα και γύρω από τη δίκη συγκροτήθηκε ένα φιλελεύθερο εθνικό αφήγημα που το οριοθετούσαν η αξία της ελευθερίας και η επίκληση των ανθρωπίνων δικαίωμά των. Η άμεση πολιτική προοπτική που ανοιγόταν -ελεύθερες εκλογές για μια Συντακτική Εθνοσυνέλευση, και δημοψήφισμα για το πολιτειακό- ήταν επίσης φιλελεύθερη, ακριβώς όπως και η ιστορική προοπτική στην οποία ήθελε να εγγραφεί, μια γραμμική αντίληψη της ιστορίας ως αέναης προόδου. Η μορφή με την οποία τέθηκε σε εφαρμογή -η τελετουργία μιας ποινικής διαδικασίας- ήταν επίσης φιλελεύθερη. 18

Η επιδίωξη να αποκατασταθεί το κύρος της Δικαιοσύνης έθετε, σε τελική ανάλυση, και τα όρια της επιτυχίας αυτού του εγχειρήματος, αφού οι ίδιοι οι μηχανισμοί που συγκροτήθηκαν λάμβαναν και πάλι διάταξη μάχης ενάντια στην επαναστατική απειλή. Οι 25.000 ποινικές διώξεις που ασκήθηκαν εναντίον μελών του ΕΑΜ, και οι χιλιάδες προφυλακισμένα, ακύρωναν, στην πράξη, την αμνηστία για τα πολιτικά εγκλήματα. Αυτή η εξέλιξη προσδίδει στο μετά δεκεμβριανό καθεστώς τον χαρακτήρα μας θερμιδοριανής αντίδρασης. Καταρχάς. εφαρμόζοντας μια ψευδεπίγραφη πολιτική αμνηστία. η Δικαιοσύνη χρησιμοποιήθηκε ως αιχμή του δόρατος σε μα πολυεπίπεδη και πολυσύνθετη επιχείρηση, που επιδίωκε ταυτόχρονα να κλείσει την «παρένθεση» της κοινωνικής επανάστασης, να προδικάσει το νομικό της τέλος και να οικειοποιηθεί τις ίδιες της τις αξίες.  Μολονότι τους χώριζε πάντα το ζήτημα της μορφής του Συντάγματος, οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας και αντιμοναρχικοί επέβαλαν από κοινού ένα καθεστώς εκτάκτου ανάγκης, το οποίο παρουσιαζόταν ως εγγύηση για την ειρήνευση και την επιστροφή στην ομολότητα, που ωστόσο αναβάλλονταν διαρκώς για το απώτερο μέλλον.

Η νέα συμβολική τάξη που διαμόρφωσε η δίκη των κυβερνήσεων μπορεί να συνοψιστεί στη μεταφορά της νέας πολιτικής ηγεσίας του τόπου ως (κάποιων άλλων) κομμένων κεφαλών από το «σώμα» του αντιστασιακού αγώνα, από τον κοινωνικό κορμό και την εμπειρία της μάχης ενάντια στην πείνα και την τρομοκρατία του κατακτητή και των συνεργατών του. 

Αν η δίκη πέτυχε κάτι, τούτο συνίσταται στο γεγονός και μόνο ότι έλαβε χώρα. Ενόσω οι εκπρόσωποι των πολιτικών, οικονομικών, πνευματικών και κρατικών ελίτ αντιπαρετίθεντο επί σκηνής του δικαστηρίου, ο κοινωνικός κορμός του έθνους, από την άλλη, παρέμενε σε δεύτερο πλάνο, και εμπλεκόταν στους ποικίλους αυτοματισμούς που προκαλούσε η όξυνση των κοινωνικών ανταγωνισμών.

Η Δικαιοσύνη κατάφερε ένα καίριο πλήγμα συμβολικής βίας, αποσπώντας την εμπειρία της θυσίας και της αντίστασης στον κατακτητή από το ιστορικό της πλαίσιο και επανερμηνεύοντάς τη στη βάση της αντίθεσης κομμουνισμού-αντικομμουνισμού.
Όπως παρατηρεί ο Πιερ Μπουρντιέ, η Δικαιοσύνη δεν είναι η «μαμή» αλλά ένας «ληξίαρχος» της Ιστορίας. Η δύναμή της να δημιουργεί αναπαραστάσεις αναγγέλλει αυτό που ήδη υπάρχει, μια πραγματικότητα που βρίσκεται προ των πυλών. Δεν παράγει ιδεολογικά σχήματα και κοινωνικά υποκείμενα εκ του μηδενός. αλλά στη βάση των προϋπαρχουσών δυνάμεων που συμμετέχουν στη σύγκρουση για τη νομή της πολιτικής εξουσίας. Σε αυτό ακριβώς οφείλεται η ασφάλεια τούτων των προβλέψεων: πρόκειται για αυτοεκπληρούμενες προφητείες, αφού η αντιμετώπιση της επαναστατικής κρίσης ως παρέκκλισης από τον αγνό πατριωτισμό της αντίστασης προδιαγράφει τα γεγονότα που ακολούθησαν.

Η ίδρυση και η λειτουργία των Ειδικών Δικαστηρίων Δοσιλόγων άνοιξε τον δρόμο για την καταστολή του επαναστατικού εγχειρήματος και την εγκαθίδρυση των κρατικών αρχών στις εαμοκρατούμενες περιοχές της χώρας. 19

Η απόσταση της επίσημης μνήμης από την πραγματική ιστορική εμπειρία καθιστούσε έτσι τον αντιφασισμό «κενό σημαίνον», η διεκδίκηση του οποίου θα είχε άμεσες αλλά και μακροπρόθεσμες συνέπειες στην πολιτική κουλτούρα και στη δημόσια μνήμη.

Στο εξής, οι συντελεστές της προδοσίας μπορούσαν να διεκδικήσουν την αποκατάστασή τους στην εθνική μνήμη. 20 Η Δικαιοσύνη κατόρθωσε, λοιπόν, να προσδώσει στο καθεστώς χαρακτήρα θερμιδοριανής αντίδρασης. Ωστόσο, η επιδίωξη των κρατικών ελίτ να θέσουν οριστικό τέλος στο επαναστατικό επεισόδιο που είχε ξεσπάσει στην Κατοχή και να θεμελιώσουν ένα νέο ξεκίνημα για το κοινοβουλευτικό καθεστώς, εντασσόταν σε μια διαδικασία που είχε μόλις ξεκινήσει.

Παραπομπές

1. Πρβλ. τη διάκριση ταυ Teitel. που ονομάζει «πολιτική» δικαιοσύνη αυτήν των δικών μετάβασης, και «ιστορική» εκείνη των «Thut h and Reconcitiatiai Commisions»
2. Πρβλ. RLΑCROU. Memares patridiques et Occupation None. Complete, IHTP/CNRS. Παρίσι 2003: «Ποιος μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε ζήσει τον ίδιο πόλεμο, ότι είχε μοιραστεί την ίδια εμπειρία;» Επίσης ως προς την «απροσμέτρητη» (incommensurable) αγριότητα της Σοά και των εγκλημάτων εναντίον της ανθρωπότητας, βλ. Jorje fcL VlSUALES, « Autour du crime des crimes: au-delA des affaires humaines?». Raisons Ribtiqucs. ap. 17.2005. a. 9-30.
3. Πρβλ. «(η) εξουσία που κατέχει η Δικαιοσύνη να δημιουργεί αναπαραστάσεις δεν εκδηλώνεται πουθενά αλλού τόσο ξεκάθαρα όσο σε περιόδους επαναστατικής κρίσης». R ROURDIQJ. «La force du droit». Οπ.π., σ.13
4. Βλπ_ π.χ.. το έργο «πολεμικής» του Καρκάνη. Οι δοσίλογοι της Κατοχής, ό.π.. γραμμένο τέσσερις δεκαετίες αργότερα.
5. Το βιβλίο του Λευτέρη Αποστόλου «Η δίκη των δοσιλόγων και η αυτοκαταδίκη της Δεξιάς. δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1945. Η σημασία αυτής της παρέμβασης ήταν πλούσια σε μνήμες και συμβολισμούς, αφού ο συγγραφέας ήταν ο πρώτος γραμματέας και ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ. αλλά και αδελφός της Ηλέκτρας. στελέχους και μάρτυρος του ΚΚΕ, που δολοφονήθηκε στις 26 Ιουλίου 1944 από την Ειδική Ασφάλεια.
6. 0 κυνισμός ήταν χαιρέκακος γα τους βασιλικούς («Πολύ αργά!» έγραφε ο Γ. Βλάχος, διευθυντής της Καθημερινής, στις 3 Ιουνίου 1945) και πικρόχολος για τους κομμουνιστές («έλαβαν μίαν απόφαση που είχαν ήδη λάβει και καταδίκασαν σε θάνατο αυτούς που έχουν πεθάνει», σχολίαζε ένα σατιρικό δίστιχο του Ριζοσπάστη την ίδια μέρα).
7. Τέτοιες συμβολικές κινήσεις έγιναν στο πλαίσιο του επίσημου αιτήματος του ΕAM να αναιρεθεί η ετυμηγορία από τον Επίτροπο, με την εφαρμογή του Ν. 217. όπως είχε συμβεί και στην υπόθεση Μανδηλάρη (βλ. Ελεύθερη Ελλάδα. 2 Ιουνίου 1945. Εμπρός 3 Ιουνίου 1945. σ. 2).
8. Καθημερινά Νέα, 1 Ιουνίου 1945.
9. Βλπ. την κλασική περιγραφή της δίκης ως πολιτικής τεχνικής
10. To ζήτημα των στενών καταληκτικών προθεσμιών για την υποβολή των μηνύσεων έγινε με τη σειρά του, αντικείμενο αντεγκλήσεων ανάμεσα στο ΕΑΜ κα την κυβέρνηση.
11. Παρά την προσφυγή ακυρώσεως κατά της δίκης Μανδηλάρη, αυτή εξακολούθησε να συνιστά δεδικασμένο, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα, κατά κανόνα, την επιβολή κάθειρξης δεκαπέντε έως είκοσι ετών σε όσους αποδεδειγμένα είχαν υπηρετήσει τον Άξονα. Πρβ λ. ΕΔ-ΔΑ/ΒΑ και ΕΔΔΑ/ΒΠ/1/1945 (1-200).δίκες υπ’ αριθ. 12.13.30.34.
12. Πρβλ. ΕΔΔΑ'ΒΑ/1/1945. δίκες υπ1 αριθ. 18.36. 53.63.
13. Εννοείται ότι η «ποινική» διάσταση είχε να κάνει με την κατάδοση, το επιχείρημα όμως των «προσωπικών σχέσεων» με τους κατακτητές προβαλλόταν συχνά από την πολιτική αγωγή, την οποία συνήθως εκπροσωπούσε η οικογένεια του συζύγου. Πρβλ. Αυτάθι. δίκες υπ’ αριθ. Ι8. 43.82.
14. Έτσι συνέβη με τις δίκες υπ' αριθ. 36.37.73.99. με μία εξαίρεση, εκείνη ενός Αρμένιου, κατηγορουμένου ως μέλους του ιταλικού φασιστικού κόμματος. Η καταδίκη σε θάνατο του Α. Καρ. αναθεωρήθηκε και μετατράπηκε σε ισόβια, μετά τη σύλληψή του στη Γερμανία και την επιστροφή του στη χώρα, στις 30 Οκτωβρίου (δίκη υπ’ αριθ. 983/194 5).
15. Καθημερινή, 3 Ιουνίου. Ριζοσπάστης, 1 Ιουνίου. Ελευθερία. Βήμα. 6 Ιουνίου.
16. Δεν πρέπει να συγχέουμε αυτή την κατηγορία μαρτύρων με τους αντικομμουνιστές εν γένει - οι οποίοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα. Οι εκπρόσωποι της «γκρίζας ζώνης» δεν εμφανίστηκαν μόνο ως μάρτυρες υπεράσπισης. Στη μεγάλη δίκη αποτελούσαν και το 1/3 των μαρτύρων κατηγορίας - δημόσιοι υπάλληλοι αλλά και πολιτικοί όπως ο Σοφούλης. ο καθηγητής πανεπιστημίου Μπαλής, ή ακόμα και ο Γ. Παπανδρέου, ο οποίος ως το τέλος του 1943 ανήκε σε όσους τηρούσαν στάση αναμονής, διατηρώντας σχέσεις και με τα δύο στρατόπεδα που διαμορφώνονταν στην Αθήνα.
17. Η σαφέστερη διατύπωση ανήκει πάντα στον Αποστόλου, στο σημείο όπου ορίζει τον «ιδεολογκό σχέδιασμό» του βιβλίου του (σ'-π.. σ. 28-29): «Παρ’ όλη αυτή την παράσταση, όμως, το μέγεθος της προδοσίας εναντίον του έθνους ήταν τέτοιο, που δεν μπορούσε να κρυφτεί πίσω από αυτή τη στημένη δίκη. Αυτή η παράσταση είχε, όπως θα δούμε πιο κάτω ένα άλλο δίδαγμα για το έθνος. Αποκάλυψε ότι οι Κουϊσλογκ είναι τα νόμιμα τέκνα, τα άθλια εργαλεία της τοπικής πολίτικο-πολυκέφαλης, παρασιτικής και διεφθαρμένης οικονομικής αντίδρασης».
18.  Υπό την έννοια ότι ακολούθησε τους κανόνες της φιλελεύθερης αντίληψης περί ποινικής διαδικασίας.
19. Με το σχετικό βασιλικό διάταγμα της 2ας Ιουνίου 1945 (που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 152/15.06.194 5) ξεκίνησε η τελική φάση «ανακατάληψης» της υπαίθρου από το κράτος των Αθηνών. 0 Βελουχιώτης θα δολοφονηθεί ακριβώς την ημέρα δημοσίευσής του.
20. Κατά το παράδειγμα της καταδίκης του στρατηγού Τσολάκογλου ως προδότη, και στη συνέχεια της χάριτος που έλαβε ως «στρατιώτης», ο στρατηγός Μπάκας, που κρίθηκε ένοχος από το δικαστήριο επειδή είχε συνυπογράψει τη συνθηκολόγηση του 1941, εμφανίζεται λίγες μέρες αργότερα στην κορυφή του «επίσημου καταλόγου των Θυμάτων της εξέγερσης του Δεκεμβρίου» (Ελευθερία. 8 Ιουνίου 1945). Το αποτέλεσμα ήταν η κομμουνιστική Αριστερά να αφοσιωθεί στην παρελθοντολογία και τη μαρτυρολογία, διεκδικώντας τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην «Εθνική Αντίσταση» - στάση που τη χαρακτηρίζει σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger