{[['']]}
Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - "Η αυτολογοκριμένη μνήμη"
Ένα άλλο πεδίο μάχης στο οποίο θα δοθεί μεταπολεμικά ο αγώνας για τη δικαίωση των ταγματασφαλιτών είναι αυτό της εθνικόφρονος ιστοριογραφίας. Σε αντίθεση με τα τεκταινόμενα στη Βουλή, ωστόσο, εδώ μπορεί να διακρίνει κανείς πολλαπλά επίπεδα και σαφείς χρονικές περιοδολογήσεις.
Η πρώτη διάκριση είναι αυτή ανάμεσα στη δημόσια ιστοριογραφία και την ενδοϋπηρεσιακή αλήθεια. Η τελευταία αποτυπώνεται κυρίως στις εκθέσεις που έγραψαν, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μια σειρά από ηγετικά στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οι τελευταίοι ανταποκρίθηκαν σε σχετικό γραπτό αίτημα της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού να συντάξουν «λεπτομερή έκθεσιν» της δράσης τους, με βάση συγκεκριμένο υπόδειγμα, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η επίσημη «συγγραφή της ιστορίας Εθνικής Αντιστάσεως δια την χρονικήν περίοδον 1941-44, με θέμα την συγκρότησιν των Ταγμάτων Ασφαλείας [και] τας διεξαχθείσας υπό τούτων επιχειρήσεις» βάσει «εγκύρων και αδιαβλήτων στοιχείων» 1.
Η διατύπωση του αιτήματος (που υιοθετούσε διακριτικά το σχήμα περί «εθνικής αντιστάσεως» των ταγματασφαλιτών και θεωρούσε εκ προοιμίου τις εκθέσεις των επικεφαλής τους σαν «έγκυρα και αδιάβλητα στοιχεία») ώθησε αρκετούς απ’ αυτούς να καταθέσουν τις αφηγήσεις τους στη ΔΙΣ.
Κάποιοι άλλοι απέφυγαν να απαντήσουν, κρίνοντας προφανώς προτιμότερη τη σιωπή. Ανάμεσα στους τελευταίους συγκαταλέγονται και τα σημαντικότερα στελέχη των Ταγμάτων: Πλυντζανόπουλος (Αθήνα), Ταβουλάρης (Τρίπολη), Κουρκουλάκος (Πάτρα), Παπαθανασόπουλος, Γερακίνης (Εύβοια), Μουστακόπουλος (Ναύπλιο) και Καφετζόπουλος (ΤΦΑΣ Αθηνών) 2.
Αλλοι πάλι, όπως ο υποδιοικητής του Τ.Λ. Ναυπλίου, θα περιοριστούν αποκλειστικά και μόνο στην εξιστόρηση των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στη συνθηκολόγηση της μονάδας τους, το φθινόπωρο του 1944 3.
Σε γενικές γραμμές, περισσότερο πρόθυμοι ν’ ανταποκριθούν φάνηκαν οι επιζώντες των Ταγμάτων Ασφαλείας της νότιας Πελοποννήσου, οι μονάδες των οποίων είχαν δεχτεί το κύριο βάρος των χτυπημάτων του ΕΛΑΣ κατά τις μέρες της απελευθέρωσης, παρά οι υπόλοιποι 4.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι εκθέσεις αυτές ελαχιστοποιούν τις βιαιότητες των Ταγμάτων και κατά κανόνα διακρίνονται από μια «επιθετικά» απολογητική διάθεση.
Από την άλλη, ωστόσο, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικές όσον αφορά τον τρόπο σκέψης, τις αξίες αλλά και τα διανοητικά όρια της ηγεσίας των ταγματασφαλιτών -κυρίως σε σχέση με την επιχειρηματολογία που επιστρατεύεται προκειμένου να δικαιολογηθεί, με ένα τυπικά «εθνικιστικό» σκεπτικό, η ένοπλη συνεργασία τους με τον κατακτητή.
Συχνά, έτσι, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αντεστραμμένη εικόνα της πραγματικής ιεραρχίας των κατοχικών ημερών, όπου οι ταγματασφαλίτες συγκροτούν τον κύριο πόλο της αντιπαράθεσης με το ΕΑΜ, ενώ οι γερμανοί προϊστάμενοί τους απλώς τους «συμπαραστέκονται» 5...
Λιγότερο μονοσήμαντα υπήρξαν τα πράγματα με τη δημόσια ιστοριογραφία των εθνικοφρόνων (η οποία -ελέω λογοκρισίας- μονοπωλεί τη βιβλιοπαραγωγή περί Κατοχής ως το I960 περίπου).
Όσον αφορά την αντιμετώπιση των Ταγμάτων Ασφαλείας, μπορούμε να διακρίνουμε εδώ τρεις διακριτές περιόδους, με τα δικά της η καθεμιά χαρακτηριστικά:
Η πρώιμη φάση (1945-1958) χαρακτηρίζεται από έντονο αντικομμουνισμό, στη συντριπτική τους όμως πλειοψηφία. Οι συγγραφείς είτε αποφεύγουν να αναφερθούν στα Τάγματα είτε σπεύδουν να τα καταδικάσουν χωρίς περιστροφές, ακόμη κι όταν ανακαλύπτουν δικαιολογητικά για την ατομική στάση όσων κατατάχθηκαν σ’ αυτά.
Τα βιώματα της κατοχικής περιόδου είναι πολύ νωπά, και εξίσου ισχυρή η ανάγκη των εθνικοφρόνων αντιστασιακών να αποτινάξουν τις υποψίες δωσιλογισμού που πλανιούνται πάνω από το «χώρο» στο σύνολό του.
Ελάχιστες είναι εκείνες οι στρατευμένες αφηγήσεις, όπως τα απομνημονεύματα του κατοχικού νομάρχη Λακωνίας Ι.Ν. Σκανδαλάκη 6 ή το απολογητικό σύγγραμμα του Γεωργίου Ράλλη 6 που τολμούν να υπερασπίσουν ανοικτά τη συγκρότηση και δράση αυτών των μονάδων.
Για τον πρώτο, «επί μήνας μάκρους, τα τάγματα υπήρξαν ο φάρος που εφώτιζε και εθέρμαινε τις ψυχές εκατοντάδων ανθρώπων», οι δε αξιωματικοί τους «λαϊκοί ήρωες, που και το όνομά τους ακόμα έκανε τις κομμούνες να τρέμουν» 8. Ο δεύτερος καταγγέλλει σαν «ανακριβές» το γεγονός της συμμετοχής των τσολιάδων στα γερμανικά μπλόκα του 1944 και υπεραμύνεται της δράσης τους, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι «εάν «δεν υπήρχεν εν Αθήναις το σύνταγμα ευζώνων, ασφαλώς οι κομμουνισταί θα είχον καταλάβη την πόλιν τας τελευταίας ημέρας του Σεπτεμβρίου 1944».
Στο απολογητικό υπόμνημα του πατέρα του, που αποτελεί και τον κύριο όγκο του βιβλίου, ένα κρίσιμο κεφάλαιο φέρει άλλωστε τον εύγλωττο τίτλο «Με τα τάγματα ασφαλείας και με τους ευζώνους καταφέραμε να εύρουν ο Παπανδρέου και ο Κανελλόπουλος Ελλάδα» 9.
Κάπως πιο συγκροτημένοι είναι την ίδια εποχή συγγραφείς όπως ο ταγματασφαλίτης της Εύβοιας Νίκος Αναγνωστόπουλος, ο τεταρτοαυγουστιανός Αντωνακέας ή ο ανανήψας μεσσήνιος κομμουνιστής Γιάννης Καραμούζης.
Ο πρώτος χαρακτήρισε τα Τάγματα προϊόν «αδηρήτου ιστορικής ανάγκης» για την «προστασίαν του Ελληνικού Λαού από τους ποικίλους (εσωτερικούς) εχθρούς του», την «παγίωσιν της δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως και [την] προστασίαν τον Κοινωνικού (Αστικού) ημών Καθεστώτος», αποδίδοντας μάλιστα τη δημιουργία τους σε ενέργειες του βρετανού λοχαγού Ντον Στοτ 10.
Ο δεύτερος, παρόλες τις επιφυλάξεις του για ορισμένες πλευρές της δράσης των Ταγμάτων, εκτιμά πως αυτά «επετέλεσαν εθνικόν έργον υψίστης σημασίας και ωφελιμότητος» 11.
Όσο για τον τρίτο, που μεταξύ άλλων υπήρξε κι ένας από τους οργανωτές της σφαγής του Μελιγαλά (μέλος της επιτροπής που διάλεξε ποιοι από τους αιχμάλωτους ταγματασφαλίτες θα εκτελούνταν), θεωρεί κι αυτός τα Τάγματα σαν «μία αναγκαία Εθνική άμυνα» κι έκφραση της «αντιστάσεις του Μωραΐτικου λαού κατά της κομμουνιστικής δράσεως», τα δε μέλη τους «μωραίτες πατριώτες» κι ενσάρκωση «του Ελληνικού λαού» (που στα μέσα του 1944 «διεκδικούσε την εξουσία» από το ΕΑΜ). καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «η απόφασίς των να ενταχθούν στα "τάγματα ασφαλείας" ήτο μεστή Πατριωτικού-Εθνικού περιεχομένου» 12.
Οι σοβαρότεροι, ωστόσο, από τους εθνικόφρονες συγγραφείς αυτής της πρώτης φάσης θα φροντίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να κρατήσουν τις αποστάσεις τους.
Χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη η ετυμηγορία του Χρήστου Ζαλοκώστα: παρόλο που «τα τάγματα τα δημιούργησαν χωρίς αμφιβολία οι ατιμίες των κομμουνιστών», γράφει το 1949 στο «Χρονικό της σκλαβιάς», και μολονότι «πολλοί κατατάχθηκαν [σ’ αυτά] για να σώσουν τον τόπο από τον μπολσελβικισμό», τελικά «οι Γερμανοί θέλοντας και μη τους έκαμαν όργανά τους, κατάντησε να οδηγούν τους άντρες αυτούς στις συνοικίες και να τους βάζουν να πολιορκούν τη φτωχολογιά Μπορεί κανείς ν' αμνηστέψη την πρόθεση εκείνων που μπήκαν στα Τάγματα, ποτέ τα έργα τους, ποτέ τα μπλόκο, του Παγκρατιού, Καλλιθέας, Καισαριανής, Δουργούτι, Νέου Κόσμου. Κοκκινιάς» 13.
Ακόμη πιο καταδικαστικοί είναι οι αντικομμουνιστές λογοτέχνες της δεκαετίας του ’50 που ασχολήθηκαν με τις εμφύλιες συγκρούσεις της Κατοχής. Στο πρώτο του λ.χ. μυθιστόρημα, που έχει ως θέμα την αναμέτρηση των «εθελοντικών ομάδων» της Ειδικής Ασφάλειας με το αθηναϊκό ΕΑΜ (και το οποίο παρουσιάζει την ΕΠΟΝ σαν ένα συνονθύλευμα επαγγελματιών φονιάδων κι έκφυλων θηλυκών), ο Νίκος Κάσδαγλης φροντίζει πάντως να διευκρινίσει πως τα Τάγματα Ασφαλείας «ήταν δουλειά τον καταχτητή» κι ότι «κανένας σκλαβομένος δεν τα χώνευε»14.
Το ίδιο και ο Ρόδης Ρούφος, που βάζει τον ήρωα του (μέλος του ΕΣΑΣ, μελλοντικό ΕΔΕΣίτη αλλά και κάτοχο ταυτότητας της Ειδικής Ασφάλειας) να αποφεύγει «την παραμικρή επαφή με τα Τάγματα Ασφαλείας», καθώς «η συνεργασία μαζί τους θ' αποτελούσε προδοσία του αγώνα» 15.
Γλαφυρότερος, ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος θα περιγράφει στην «Τειχομαχία» τους ταγματασφαλίτες σαν «ένα φρικαλέο συρφετό από αληταριό και χυδαιότητα, που προξενούσε τον αποτροπιασμό και την αηδία και στους ίδιους τους πιο λυσσαλέους αντικομμουνιστές», καθώς «κανένας αξιοπρεπής και συνειδητός αγωνιστής, όσο και να τον επίεζαν τα γεγονότα και οι αναμνήσεις της τρομοκρατίας του Εάμ, δεν πήγαινε να γίνει μισθοφόρος των Γερμανών» 16.
Αλλοι εθνικόφρονες θα είναι πιο διακριτικοί. Ενα φυλλάδιο «Εθνικής Διαφωτίσεως» του 1947 φωτογραφίζει π.χ. -και εν μέρει δικαιολογεί- τα Τάγματα Ασφαλείας σαν «έναν ιδιόρρυθμο δωσιλογισμό» και «φυσική συνέπεια του ταξικού και εθνικού πανικού που προκάλεσε η ένοπλη εξόρμησις του κομμουνισμού» 17.
Ένα άλλο βιβλιαράκι της ίδιας σειράς κάνει λόγο για κατοχικό «εμφύλιο σπαραγμό» μεταξύ «κομμουνιστών» κι «αντικομμουνιστών» (ή «πραγματικών Ελλήνων δημοκρατών»), αποφεύγοντας τη ρητή αναφορά στον ένοπλο δωσιλογισμό αλλά καλύπτοντας πολιτικά τη δράση του: «Δεν μπορούσαν να είναι οι μόνοι έξυπνοι" στην Ελλάδα οι κομμουνιστές. [...] Δεν μπορούσαν να τουφεκίζουν χιλιάδες ανθρώπους και να έχουν την αξίωση να μη γίνονται αντεκδικήσεις. Δεν μπορούσαν να μην ξέρουν πως ένας εμφύλιος πόλεμος, όταν αρχίση, δεν μένει μονομερής» 18.
Λακωνικότερος, ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου θα περιοριστεί στη διαπίστωση ότι οι ταγματασφαλίτες (όπως και η «X» ή «οι ένοπλοι χωρικοί του Μιχάλαγα»), λόγω του πρόσφατου παρελθόντος τους «δεν ήτο δυνατόν να χρησιμοποιηθούν δια νομίμους σκοπούς» από την κυβέρνηση Παπανδρέου» 19.
Ο αστυνομικός διευθυντής Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, πάλι, αν και υπήρξε επικεφαλής των «μπουραντάδων» στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς 20, θα διστάσει παρόλες τις συμπάθειές του, να εκφραστεί κατηγορηματικά: «Το αν τα Τάγματα Ασφαλείας ωφέλησαν ή έβλαψαν την Ελλάδα», γράφει το 1955 στο επίσημο περιοδικό της αστυνομίας, «θα είναι δυνατόν να κριθή πολύ βραδύτερον. Πάντως τα Τάγματα Ασφαλείας απετέλεσαν αντίδρασιν εις τα εγκλήματα των κομμουνιστών και, αν μη τι άλλο, εμάκρυναν τον χρόνον της εξεγέρσεως επ' ωφελεία της Ελλάδος» 21.
Ποικιλία χαρακτηρίζει το χειρισμό του θέματος από τις πρωτόλειες τοπικές χρονογραφίες της περιόδου. Στο Ναύπλιο, π.χ., ο Ανδρέας Χριστόπουλος θα καυτηριάσει με κάθε τρόπο τις βαρβαρότητες των «Ούννων» σε βάρος των χωριών της περιοχής, αποφεύγει όμως προσεκτικά την παραμικρή αναφορά στα Τάγματα Ασφαλείας που συμμετείχαν σ’ αυτές τις εξορμήσεις τους 22. Ακόμη και η ανώνυμη μεταθανάτια αγιογραφία του Πάνου Κατσαρέα που εξέδωσε το 1947 το «Εθνικόν Κόμμα Χιτών» στην Καλαμάτα, και η οποία παρουσιάζει τη δράση του εκλιπόντος περίπου σαν ιεραποστολική, αισθάνεται ωστόσο υποχρεωμένη να θέσει έστω και ρητορικά- το ερώτημα «γιατί πήγε και πώς πήγε» ο ήρωας της στα Τάγματα 23.
Η δεύτερη φάση (1958-67) σημαδεύεται από την προσπάθεια να δοθεί μια εθνικόφρων ιστοριογραφική απάντηση στην επανεμφάνιση της Αριστεράς, που μετά την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 και τη φιλελευθεροποίηση του 1964-65 αρχίζει να σηκώνει κεφάλι.
Από τα δημοσιευμένα πρακτικά της «αφανούς» Συντονιστικής Επιτροπής του καραμανλικού παρακράτους γνωρίζουμε πλέον ότι η ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’40 αποτελούσε ένα από τα βασικά πεδία παρέμβασης των μηχανισμών που οργανώθηκαν για να συντρίψουν την πολιτική επιρροή των «ερυθρών», προσφεύγοντας -μεταξύ άλλων- στην «φαιάν και μαύρην προπαγάνδαν»: ως «μέσα αντιδράσεως εις την κίνησιν ΕΔΑ -ΚΚΕ για την αναγνώρισιν του ΕΛΑΣ ως αγώνος Εθνικής Αντιστάσεως», αποφασίστηκε έτσι «η ψυχολογική προπαρασκευή και διαφώτισις του κοινού επί του προδοτικού ρόλου του ΚΚΕ κατά την Κατοχήν», με μια κεντρικά σχεδιασμένη βιβλιοπαραγωγή (η οποία «εν καιρώ» θα περιλάμβανε και την έκδοση μιας «Μαύρης Βίβλου» με τα εγκλήματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) και την ταυτόχρονη κινητοποίηση αντικομμουνιστικών «Οργανώσεων Εθνικής Αντιστάσεως» 24
Φυσικά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσα και ποια από τα σοβαρότερα πονήματα της περιόδου αποτελούν προϊόν αυτού του σχεδιασμού. Η επίδραση, όμως, του γενικότερου κλίματος στη συγγραφή τους είναι προφανής και συχνά ομολογημένη.
Το βιβλίο του δικηγόρου Κώστα Καραλή, με το οποίο εγκαινιάζεται η εκδοτική παραγωγή αυτής της φάσης, αυτοδιαφημίζεται λ.χ. στο εξώφυλλό του ως το «πρώτον βραβείον Ιστορίας Υπουργείου Προεδρίας» (του ίδιου δηλαδή υπουργείου που, μέσω της «Υπηρεσίας Πληροφοριών» του στρατηγού Γωγούση, συντονίζει την επίσημη και ανεπίσημη αντικομμουνιστική προπαγάνδα) 25, ενώ το τρίτομο έργο του δικηγόρου (και πρώην νομάρχη) Κοσμά Αντωνόπουλου που γράφτηκε το 1962 κι εκδόθηκε το 1964 θέτει ως στόχο του «να συμβάλη εις την αποκατάστασή της ιστορικής αλήθειας» και την εκμάθησή της από την «νέα Γενεά», σε μια εποχή που οι πρώτες αφηγήσεις της άλλης πλευράς αρχίζουν να κάνουν τη δημόσια εμφάνισή τους 26.
Είναι σ’ αυτή τη φάση που το αίτημα της επίσημης δικαίωσης των ταγματασφαλιτών διατυπώνεται προγραμματικά πλέον, με αποκορύφωμα την έκδοση (1966) του βιβλίου του Σταυρογιαννόπουλου -του πρώτου που βάζει τα Τάγματα στο κέντρο της αφήγησης, ζητώντας ανοικτά την άρση του χαρακτηρισμού «εχθρικοί σχηματισμοί» με τον οποίο εξακολουθούν, τυπικά τουλάχιστον, να βαρύνονται αυτά 27.
Το βαρύ πυροβολικό της περιόδου θα είναι, ωστόσο, τα απομνημονεύματα ηγετικών στρατιωτικών μορφών της επίσημης εθνικοφροσύνης, όπως οι στρατηγοί Τσακαλώτος και Γρηγορόπουλος, που σπεύδουν επίσης να υπερασπιστούν τους «συκοφαντημένους» ταγματασφαλίτες συνοδοιπόρους τους.
Ο πρώτος χαρακτηρίζει τα Τάγματα «απαραίτητα και ευεργετικά δια το Έθνος» και την ίδρυσή τους «ευλογημένη απόφασιν», δηλώνει ότι το όνομα των ιδρυτών τους (όπως ο «υπέροχος πατριώτης» Ιωάννης Ράλλης) «πρέπει να προφέρεται μ ’ ευγνωμοσύνιν» και, τέλος, διακηρύσσει πως «ο κατά του μεγαλυτέρου εχθρού της Ελλάδος αγών των, ο αγών κατά του Κομμουνισμού, τους δίδει το δικαίωμα να μετέχωσι του δάφνινου στεφάνου των αγωνιστών της πατρώος», αφού και αυτοί «ηγονίσθησαν τον δίκαιον υπέρ της ελευθερίας αγώνα» 28.
Ο δεύτερος υιοθετεί απέναντι στα Τάγματα μια πιο «πραγματιστική» στάση, αποδεχόμενος πολλές από τις εις βάρος τους κατηγορίες αλλά δικαιώνοντάς τα εντέλει, σαν τη μοναδική αξιόπιστη αντικομμουνιστική δύναμη της εποχής -γεγονός που, αν μη τι άλλο, κατέστησε τη δημιουργία τους πράξη «μη αντιβαίνουσαν προς τα εθνικά συμφέροντα» 29.
Η τρίτη φάση (1967-74) είναι αυτή της διατεταγμένης δικαίωσης και της μονομερούς κυριαρχίας του λόγου των ταγματασφαλιτών, καθώς η λογοκρισία της χούντας εγγυάται την απουσία κάθε αντίλογου.
Με τα ειδικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου θα ασχοληθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Εδώ ας σημειωθεί απλά πως, χάρη στην έμμεση αναγνώριση της δράσης των ταγματασφαλιτών σαν αντιστασιακή δραστηριότητα (1969), όσα σε προηγούμενες φάσεις συνιστούσαν απλή διεκδίκηση, κατοχυρώνονται πλέον ως επίσημη κρατική ορθοδοξία.
Τυπικό δείγμα η αλλαγή που παρατηρούμε στη φρασεολογία των επόμενων βιβλίων του στρατηγού Τσακαλώτου. «Με την ψυχραιμίαν και αντικειμενικότητα που δίδει η απόστασις του χρόνου από τα γεγονότα», διαπιστώνει χαρακτηριστικά το 1971, «δυνάμεθα να κατατάξωμεν τα Τάγματα Ασφαλείας εις την πλευράν της Εθνικής Αντιστάσεως», αφού αυτά «εμείωσαν την θανάσιμον δύναμιν του πλέον πιστού συμμάχου του Κατακτητού, του κομμουνισμού».
Οι κατηγορίες που τα βάραιναν, «ως συνεργασθέντα με τον κατακτητήν», δεν ήταν άλλωστε παρά «συκοφαντικά ψεύδη» προερχόμενα από «τους διάφορους πολιτικούς ηγέτας, [τους] υπείκοντας εις τας απαιτήσεις των κομμουνιστών», τα οποία «διέλυσε ήδη η Ιστορία και η σωτηρία της Πατρίδος μας» από το εθνοσωτήριο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 30.
Ακολουθώντας τη στρατιωτικοποιημένη εκδοχή του παρελθόντος, που θέλει μια μόνο οργάνωση (και έναν αρχηγό) της «Εθνικής Αντιστάσεως» σε κάθε περιφέρεια, η επίσημη χουντική εκδοχή για την περίοδο της Κατοχής θα αποτυπωθεί σχεδόν γελοιογραφικά στο βιβλίο ενός άλλου εθνικόφρονα -του κατοχικού νομάρχη Τρικάλων, πολιτικού καθοδηγητή του ΕΑΣΑΔ και μεταπολεμικού βουλευτή Κοζάνης (1946-50), Χρυσόστομου Πιπιλιάγκα. Εκεί, στις «ενόπλους δυνάμεις εθνικοφρόνων πολιτών» που αντιμετώπισαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ καταχωρούνται -χωρίς την παραμικρή διαφοροποίηση- ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα, το 5/42 του Ψαρρού, οι ομάδες του Τσαούς Αντών («Γενικού Αρχηγού ενόπλων δυνάμεων Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης»), του Μιχάλαγα («Γενικού Αρχηγού ενόπλων δυνάμεων Δυτικής Μακεδονίας»), του Κιτσά Μπατζάκ («Γενικού Αρχηγού ενόπλων δυνάμεων Κεντρικής Μακεδονίας»), του Γρηγορίου Σούρλα («Γενικού Αρχηγού ενόπλων δυνάμεων Λαρίσης-Φαρσάλων») και -φυσικά- «τα εκασταχού οργανωθέντα Τάγματα Ασφαλείας και Ευζωνικά. η δράσις των οποίων εναντίον των αναρχοκομμουνιστών υπήρξεν πολυτιμοτάτη. Ήσαν το αντίπαλον δέος και ο χαλινός εις την θρασύτητα και τα εγκληματικά όργανα των κομμουνιστών, ου μην αλλά και ο αμείλικτος εκδικητής και τιμωρός αυτών» 31.
Για την εμβέλεια αυτής της νέας ορθοδοξίας, αποκαλυπτική είναι η μεταχείριση των ταγματασφαλιτών από κάποιες λιγότερο εκτεθειμένες πηγές. Στο βιβλίο του «Φωτιά και τσεκούρι», που πρωτοεκδόθηκε στα γαλλικά το 1972, ο «γεφυροποιός» Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας επιχειρεί λ.χ. να κρατήσει κάποιες λεπτές ισορροπίες: από τη μια εκθειάζει τα Τάγματα, που «περιλάμβαναν μερικούς λαμπρούς αξιωματικούς», «θεωρούσαν ότι ήταν οι προστάτες ενός ταλαιπωρημένου λαού» και «αισθάνονταν ότι ο λαός τους υποστήριζε», ενώ από την άλλη αισθάνεται αναγκασμένος να επισημάνει ότι, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στα μπλόκα, «έχασαν εντελώς το κύρος τους και προεκάλεσαν το μίσος του πληθυσμού» 32.
Πιο απλά είναι τα πράγματα με την επίσημη ιστορία της Χωροφυλακής, που συνέταξε ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης κι εξέδωσε το 1973 το Αρχηγείο του σώματος. Εκεί εκτιμάται χωρίς πολλές περιστροφές ότι τα Τάγματα «ανυπολογίστους εθνικάς υπηρεσίας προσέφερον», οι αξιωματικοί που τα δημιούργησαν αποκαλούνται «γενναίοι» και τα μέλη τους «δήθεν δωσίλογοι», ενώ παράλληλα καταγγέλλεται η επαμφοτερίζουσα στάση της (αντίζηλης) Αστυνομίας Πόλεων απέναντι στο ΕΑΜ 33.
Πιο συγκρατημένη, η επίσημη ιστορία του στρατού για την Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά θα περιοριστεί να καταγράψει τους ταγματασφαλίτες στις «φιλίες» δυνάμεις, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τα όρια που έθετε στην αξιοποίησή τους η προηγούμενη καταδίκη τους από την εξόριστη κυβέρνηση και τους Συμμάχους 34.
Μοναδική εξαίρεση της περιόδου θ’ αποτελέσει το βιβλίο του στρατηγού Λεωνίδα Σπαή, που φέρει άλλωστε και τον προκλητικό (για την εποχή) τίτλο «Πενήντα χρόνια στρατιώτης στην υπηρεσία του 'Εθνους και της Δημοκρατίας».
Επηρεασμένος ίσως από την πρόσφατη ανακήρυξη των ταγματασφαλιτών σε αντιστασιακούς, και κάνοντας έμμεσα την αυτοκριτική του για το ρόλο που ο ίδιος είχε διαδραματίσει στην έμπρακτη συγχώρεσή τους κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ο συγγραφέας δεν μασά τα λόγια του: «Τα Τάγματα Ασφαλείας εδυσφήμισαν, όσον τίποτε άλλο περισσότερον, την χώραν και έβλαψαν αυτήν ηθικώς και υλικώς εις σοβαρόν βαθμόν. Ωργανώθησαν και εξοπλίσθησαν υπό των Γερμανών. Εξεπαιδεύθησαν παρά τούτων και εχρησιμοποιήθησαν εις την εξόντωσιν των πατριωτών, οι οποίοι ηγωνίζοντο δια την απελεωθέρωσιν της Ελλάδος. [...] Εστιγματίσθησαν ως προδότες και εγκληματίες πολέμου εις την συνείδισι του Έθνους», ήταν δε τόσο μισητά στον πληθυσμό, «ώστε ο όρος του προδότου να ευσταθή απολύτως»35.
Ο στρατηγός δεν παραλείπει, τέλος, να απαντήσει εφ’ όλης της ύλης στην κυρίαρχη γραμμή των ημερών: «Κατά συνέπειαν, τα γνωστά εθνικόφρονα επιχειρήματα και οι γνωστοί 'αντικομουνιστικοί υστερισμοί' των συνεργατών και δωσίλογων, τότε και σήμερα, δια την
ανόσιον Γερμανό- "ελληνικήν' (Ραλλικήν) σύμπραξιν κατά την Κατοχή μετά των υποδουλωτών και εχθρών της Ελλάδος, ούτε σοβαρά είναι, ούτε ευσταθούν, ούτε εμπρέπουν εις σοβαρούς πολιτικούς ή συγγραφείς, ούτε εις οιονδήποτε πραγματικόν Έλληνα» 36.
Αυτά όσον αφορά την περιοδολόγηση. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει επίσης η λίγο πολύ διαχρονική επιχειρηματολογία, με την οποία επιχειρήθηκε η πολιτική «δικαίωση» των ταγματασφαλιτών. Τα κυριότερα υπερασπιστικά επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν μπορούν να συνοψιστούν στις παρακάτω γενικές κατηγορίες:
(α) Τα κατά βάση φιλοσυμμαχικά αισθήματα των ταγματασφαλιτών, η απουσία «αντισυμμαχικής» δραστηριότητας τους 37, οι επαφές αρκετών στελεχών τους με τους Βρετανούς 38 και η ουσιαστική νομιμοφροσύνη τους προς την εξόριστη κυβέρνηση.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται λ.χ. στη συμβολική λεπτομέρεια ότι οι ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου έφεραν στα πηλήκια τους το στέμμα ή ότι στις θείες λειτουργίες τους ψαλλόταν το «Πολυχρόνιο» 39. Οσο για την ένοπλη δραστηριότητα τους στο πλευρό της Βέρμαχτ, διευκρινίζεται ότι αυτή στρεφόταν αποκλειστικά και μόνο εναντίον των κομμουνιστών και, ως εκ τούτου, μόνο θετικά μπορεί να αξιολογηθεί.
«Η κατηγορία ότι ωπλίσθησαν παρά των Γερμανών, δεν είναι σοβαρά ούτε δύναται να ευσταθήση δημιουργούσα ευθύνας, δεδομένου ότι τα όπλα ταύτα τα Τάγματα Ασφαλείας τα χρησιμοποίησαν μόνον κατά των Κομμουνιστών, εν τη προασπίσει της Ελληνικής Πατρίδος και των πολιτών της, ουχί εναντίον των Συμμάχων μας ή των Ελλήνων», γράφει χαρακτηριστικά ο Αντωνακέας.
«Η χρησιμοποίησις των όπλων τούτων. εναντίον των βουλγαροδούλων Εαμοελασιτών, υπήρξεν επιβεβλημένη και επιτακτική, διότι ούτοι υπήρξαν και είναι ασπονδότατοι εχθροί του Ελληνικού Έθνους και του Ελληνικού Λαού. Ούτοι φέρουσι μεν κατά σύμπτωσην και τύχην Ελληνικά ονόματα, εις την ψυχήν όμως και εις την καρδίαν είναι βουλγαροσλαύοι» 40.
(β) Η «φαινομενική» μόνο (και, εν πάσει περιπτώσει, «προσωρινή») συνεργασία τους με τον κατακτητή. Χαρακτηριστική είναι η ιστορική αναλογία που επιστρατεύεται, και η οποία συγκρίνει τους ταγματασφαλίτες με τους αρματολούς και τα «καπάκια» της Τουρκοκρατίας (αρνούμενη ωστόσο, είτε ρητά είτε απόρρητα, κάθε ταύτιση των ελασιτών με τους κλέφτες της ίδιας περιόδου) 41. Προς επίρρωση αυτού του θεωρήματος, διατυπώνεται μάλιστα συχνά ο ισχυρισμός ότι ο ΕΛΑΣ δεν έδωσε καμιά απολύτως μάχη με τους κατακτητές, αλλά στην πραγματικότητα συνεργάστηκε μαζί τους 42.
Συμπληρωματικές των παραπάνω είναι οι κατασκευές περί «αυτοτέλειας» των εν λόγω μονάδων απέναντι στις κατοχικές αρχές 43, περί ραδιοφωνικών οδηγιών της εξόριστης κυβέρνησης και των Συμμάχων «ότι δεν πρέπει να ενοχλώμεν τους κατακτητάς» 44 ή για υποτιθέμενα σχέδια των ταγματασφαλιτών να στραφούν εναντίον της Βέρμαχτ σε περίπτωση συμμαχικής απόβασης 45, παραβιάζοντας την «υποχρέωση τιμής» που είχαν αναλάβει έναντι των Γερμανών όταν οπλίστηκαν 46.
Αυτό το τελευταίο σενάριο διαψεύδεται, ωστόσο, μετά βδελυγμίας από τον Γεώργιο Ράλλη. Εκτός από το γεγονός, γράφει, ότι «ο κατά των Γερμανών αγών των Ταγμάτων θα εξησθένιζε μοιραίως ταύτα και θα ημπόδιζε ούτω το έργον των, την άμυναν των Ελλήνων κατά του αναρχικού κινδύνου», μια τέτοια εξέλιξη προσέκρουε και σε λόγους αρχής: «Τα Τάγματα είχον εξοπλιστή με όπλα γερμανικά προς αντιμετώπισην του εκ των αναρχικών κινδύνου και θα ήτο, από απόψεως στρατιωτικής ηθικής, άτιμον να χρησιμοποιηθούν τα όπλα ταύτα εναντίον των Γερμανών. Μία παρασπονδία είναι παρασπονδία, είτε στρέφεται αύτη εναντίον Σκανδιναυού. είτε εναντίον Κάφρου» 47.
(γ) Το ηρωικό παρελθόν των στελεχών τους, σε άλλα μέτωπα ή εποχές (Αλβανία, Μικρασία) 48, το ακραιφνές «εθνικό φρόνημα» των μελών τους (ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα) 49, η συμβολή τους στην «ανύψωσιν του εθνικού φρονήματος» των πολιτών και η στενή συνεργασία τους με την κατά τόπους εκκλησιαστική ιεραρχία 50.
(δ) Ο «αμυντικός» χαρακτήρας τους, ο οποίος (υποτίθεται ότι) περιοριζόταν στην «προστασία» των αστικών κέντρων -ή των περιφρουρούμενων χωριών- και των εθνικοφρόνων κατοίκων τους από την εαμική «τρομοκρατία» 51. Η εκδοχή αυτή υποβαθμίζει ή αποσιωπά ολοκληρωτικά την ενεργό συμμετοχή των ταγματασφαλιτών σε επιθετικές ενέργειες, όπως οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τα μπλόκα των Γερμανών. Κάποιες φορές, μάλιστα, οι σχετικές πληροφορίες καταγγέλλονται σαν δημιουργήματα της «κομμουνιστικής προπαγάνδας» 52·
(ε) Η ιδιότητά τους ως το έλασσον αναγκαίο κακό, προκειμένου να αναχαιτιστεί η πλημμυρίδα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Πρόκειται για το κεντρικό επιχείρημα και ταυτόχρονα, για έναν κρίσιμο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο κατοχικό παρελθόν και το μεταπολεμικό τώρα.
Μεγάλο μέρος της σχετικής παραφιλολογίας εξαντλείται, έτσι, στην απόδειξη αυτού που αποτελεί και το πραγματικό ζητούμενο: ότι, δηλαδή, η εαμική Αντίσταση υπήρξε κάτι πολύ πιο κακό κι επικίνδυνο από την ίδια την Κατοχή. Ως αποδεικτικά στοιχεία επιστρατεύονται, εδώ, τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες επιχειρημάτων:
Το πρώτο επιχείρημα το συναντά κανείς κυρίως στην πρώιμη βιβλιοπαραγωγή ή τα υπηρεσιακά απομνημονεύματα των ταγματασφαλιτών, και αφορά την ανάγκη προστασίας τον κοινωνικού καθεστώτος από το «αναρχικό» εγχείρημα του ΕΑΜ. Οι κομμουνιστές, γράφει χαρακτηριστικά ο Σκανδαλάκης, έπρεπε να καταπολεμηθούν με κάθε μέσο, ως ένα «φοβερό φίδι που μιλάει για "καρπούς γνώσεως". για ισότητες, για δικαιώματα και -Θεέ και Κύριε!- για "διαφώτιση", δηλαδή για την τέλεια αποστράβωσι», κυρίως όμως επειδή είναι δεδηλωμένοι αντίπαλοι του μυστικισμού και προπαγανδιστές του ορθολογισμού» 53.
Λιγότερο φιλοσοφημένοι, οι επικεφαλής των Ταγμάτων της Πελοποννήσου θα περιγράφουν ως βασικό σκοπό της δράσης τους την «διατήρησιν τον κρατούντας κοινωνικού συστήματος», την καταπολέμηση της «αναρχίας», την «επιβολήν της τάξεως» και την «διαφύλαξιν των ηθικών αξιών και Εθνικών αποκτημάτων (Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια)», επισημαίνοντας ότι στις αρχές του 1944 η Αντίσταση «ενεργεί από καιρού ήδη ως κοινωνική επανάστασις» 54.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι η «ερυθρά τρομοκρατία.» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η οποία οδήγησε μεμονωμένα άτομα και τοπικές κοινωνίες στην αναζήτηση οπλισμού -εν ανάγκη κι από τους Γερμανούς- για τη δυναμική αντιμετώπισή της.
Ο Γιάννης Καραμούζης θα εισηγηθεί το 1950 ένα ερμηνευτικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο το ΕΑΜ υπήρξε μέχρι τα μέσα του 1943 «πανεθνική» οργάνωση καθολικής λίγο πολύ αποδοχής, για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε έναν καθαρά τρομοκρατικό μηχανισμό επιβολής της επαναστατικής δικτατορίας του ΚΚΕ.
Η αντίδραση σ’ αυτή την «τρομοκρατία», που εκφράστηκε κυρίως από τα Τάγματα Ασφαλείας, υπήρξε σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα -και κάτι παραπάνω: μια πραγματική «επανάστασις» εναντίον της «κομμουνιστικής κατοχής» 55.
Για την τεκμηρίωση του παραπάνω ισχυρισμού, η εθνικόφρων ιστοριογραφία θα καταφύγει σε μια σειρά πάγια σημεία αναφοράς: την «απρόκλητη» διάλυση από τον ΕΛΑΣ των αντιεαμικών ανταρτοομάδων (με ταυτόχρονη αγιοποίηση των τελευταίων) 56 την αναγόρευση των αυτοσχέδιων χώρων κράτησης των αιχμαλώτων του ΕΑΜ σε «στρατόπεδα συγκέντρωσης» (όρος που, μετά τη ναζιστική εμπειρία, έχει αποκτήσει ένα περιεχόμενο ποιοτικά διαφορετικό απ’ ό,τι υποδήλωνε νωρίτερα)· 57 και, φυσικά, τις εκτελέσεις «εθνικοφρόνων» από τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ -συχνά με πρωθύστερη παράθεση, έτσι ώστε οι φόνοι των ταγματασφαλιτών να «νομιμοποιούν», αναδρομικά, των εξοπλισμό τους 58.
Τελικό στάδιο αυτής της επιχειρηματολογίας είναι η απόπειρα καταμέτρησης των εκατέρωθεν φόνων και σύγκρισης των αριθμών που προκύπτουν από αυτή. Ήδη από τις μέρες του περιορισμού του στο νησάκι Κρανάη. το φθινόπωρο του 1944, ο διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Γυθείου Παναγιώτης Δεμέστιχας θα αποπειραθεί να καταγράψει το σύνολο των σκοτωμένων από τον ΕΛΑΣ στο νομό Λακωνίας, απαριθμώντας 346 συνολικά περιπτώσεις (απ’ τις οποίες οι 58 πριν από τη δημιουργία του Τάγματος Ασφαλείας Σπάρτης και μόλις 14 πριν από την έναρξη των συγκρούσεων μεταξύ ΕΑΜ και ΕΣ) 59.
Καθώς όμως η εν λόγο στατιστική δεν του βγήκε και τόσο πρόσφορη ως επιχείρημα, στα υπηρεσιακά απομνημονεύματά του θα προτιμήσει μια πιο βολική σύγκριση: αυτήν ανάμεσα στους εαμίτες που εκτελέστηκαν με επίσημη απόφαση των έκτακτων στρατοδικείων Λακωνίας («περί τους τριάκοντα», σε σύνολο 80 περίπου θανατοποινιτών) και τον αυθαίρετο αριθμό των 10.000 ανθρώπων που ισχυρίζεται ότι «κατέσφαζαν οι κομμουνισταί» στην ίδια περιφέρεια 60.
Σοβαρότερη υπήρξε η αντίστοιχη δουλειά του Κοσμά Αντωνόπουλου, στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Σε 203 συνεχόμενες σελίδες του έργου του παραθέτει τα ονόματα 8.716 ανθρώπων που σκοτώθηκαν το 1941-44 στην Πελοπόννησο, είτε από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είτε από τους κατακτητές και τα όργανά τους.
Προχωρά, μάλιστα, και σε αθροιστική παράθεση των αποτελεσμάτων αυτής της καταμέτρησης ανά περιοχή, αποδίδοντας 4.537 φόνους στους κατακτητές (52,05%) και 4.179 στο ΕΑΜ (47,95%) 61 (βλ. Πίνακα].
Ένα άλλο πεδίο μάχης στο οποίο θα δοθεί μεταπολεμικά ο αγώνας για τη δικαίωση των ταγματασφαλιτών είναι αυτό της εθνικόφρονος ιστοριογραφίας. Σε αντίθεση με τα τεκταινόμενα στη Βουλή, ωστόσο, εδώ μπορεί να διακρίνει κανείς πολλαπλά επίπεδα και σαφείς χρονικές περιοδολογήσεις.
Η πρώτη διάκριση είναι αυτή ανάμεσα στη δημόσια ιστοριογραφία και την ενδοϋπηρεσιακή αλήθεια. Η τελευταία αποτυπώνεται κυρίως στις εκθέσεις που έγραψαν, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, μια σειρά από ηγετικά στελέχη των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Οι τελευταίοι ανταποκρίθηκαν σε σχετικό γραπτό αίτημα της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού να συντάξουν «λεπτομερή έκθεσιν» της δράσης τους, με βάση συγκεκριμένο υπόδειγμα, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η επίσημη «συγγραφή της ιστορίας Εθνικής Αντιστάσεως δια την χρονικήν περίοδον 1941-44, με θέμα την συγκρότησιν των Ταγμάτων Ασφαλείας [και] τας διεξαχθείσας υπό τούτων επιχειρήσεις» βάσει «εγκύρων και αδιαβλήτων στοιχείων» 1.
Η διατύπωση του αιτήματος (που υιοθετούσε διακριτικά το σχήμα περί «εθνικής αντιστάσεως» των ταγματασφαλιτών και θεωρούσε εκ προοιμίου τις εκθέσεις των επικεφαλής τους σαν «έγκυρα και αδιάβλητα στοιχεία») ώθησε αρκετούς απ’ αυτούς να καταθέσουν τις αφηγήσεις τους στη ΔΙΣ.
Κάποιοι άλλοι απέφυγαν να απαντήσουν, κρίνοντας προφανώς προτιμότερη τη σιωπή. Ανάμεσα στους τελευταίους συγκαταλέγονται και τα σημαντικότερα στελέχη των Ταγμάτων: Πλυντζανόπουλος (Αθήνα), Ταβουλάρης (Τρίπολη), Κουρκουλάκος (Πάτρα), Παπαθανασόπουλος, Γερακίνης (Εύβοια), Μουστακόπουλος (Ναύπλιο) και Καφετζόπουλος (ΤΦΑΣ Αθηνών) 2.
Αλλοι πάλι, όπως ο υποδιοικητής του Τ.Λ. Ναυπλίου, θα περιοριστούν αποκλειστικά και μόνο στην εξιστόρηση των διαπραγματεύσεων που κατέληξαν στη συνθηκολόγηση της μονάδας τους, το φθινόπωρο του 1944 3.
Σε γενικές γραμμές, περισσότερο πρόθυμοι ν’ ανταποκριθούν φάνηκαν οι επιζώντες των Ταγμάτων Ασφαλείας της νότιας Πελοποννήσου, οι μονάδες των οποίων είχαν δεχτεί το κύριο βάρος των χτυπημάτων του ΕΛΑΣ κατά τις μέρες της απελευθέρωσης, παρά οι υπόλοιποι 4.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι εκθέσεις αυτές ελαχιστοποιούν τις βιαιότητες των Ταγμάτων και κατά κανόνα διακρίνονται από μια «επιθετικά» απολογητική διάθεση.
Από την άλλη, ωστόσο, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικές όσον αφορά τον τρόπο σκέψης, τις αξίες αλλά και τα διανοητικά όρια της ηγεσίας των ταγματασφαλιτών -κυρίως σε σχέση με την επιχειρηματολογία που επιστρατεύεται προκειμένου να δικαιολογηθεί, με ένα τυπικά «εθνικιστικό» σκεπτικό, η ένοπλη συνεργασία τους με τον κατακτητή.
Συχνά, έτσι, ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αντεστραμμένη εικόνα της πραγματικής ιεραρχίας των κατοχικών ημερών, όπου οι ταγματασφαλίτες συγκροτούν τον κύριο πόλο της αντιπαράθεσης με το ΕΑΜ, ενώ οι γερμανοί προϊστάμενοί τους απλώς τους «συμπαραστέκονται» 5...
Λιγότερο μονοσήμαντα υπήρξαν τα πράγματα με τη δημόσια ιστοριογραφία των εθνικοφρόνων (η οποία -ελέω λογοκρισίας- μονοπωλεί τη βιβλιοπαραγωγή περί Κατοχής ως το I960 περίπου).
Όσον αφορά την αντιμετώπιση των Ταγμάτων Ασφαλείας, μπορούμε να διακρίνουμε εδώ τρεις διακριτές περιόδους, με τα δικά της η καθεμιά χαρακτηριστικά:
Η πρώιμη φάση (1945-1958) χαρακτηρίζεται από έντονο αντικομμουνισμό, στη συντριπτική τους όμως πλειοψηφία. Οι συγγραφείς είτε αποφεύγουν να αναφερθούν στα Τάγματα είτε σπεύδουν να τα καταδικάσουν χωρίς περιστροφές, ακόμη κι όταν ανακαλύπτουν δικαιολογητικά για την ατομική στάση όσων κατατάχθηκαν σ’ αυτά.
Τα βιώματα της κατοχικής περιόδου είναι πολύ νωπά, και εξίσου ισχυρή η ανάγκη των εθνικοφρόνων αντιστασιακών να αποτινάξουν τις υποψίες δωσιλογισμού που πλανιούνται πάνω από το «χώρο» στο σύνολό του.
Ελάχιστες είναι εκείνες οι στρατευμένες αφηγήσεις, όπως τα απομνημονεύματα του κατοχικού νομάρχη Λακωνίας Ι.Ν. Σκανδαλάκη 6 ή το απολογητικό σύγγραμμα του Γεωργίου Ράλλη 6 που τολμούν να υπερασπίσουν ανοικτά τη συγκρότηση και δράση αυτών των μονάδων.
Για τον πρώτο, «επί μήνας μάκρους, τα τάγματα υπήρξαν ο φάρος που εφώτιζε και εθέρμαινε τις ψυχές εκατοντάδων ανθρώπων», οι δε αξιωματικοί τους «λαϊκοί ήρωες, που και το όνομά τους ακόμα έκανε τις κομμούνες να τρέμουν» 8. Ο δεύτερος καταγγέλλει σαν «ανακριβές» το γεγονός της συμμετοχής των τσολιάδων στα γερμανικά μπλόκα του 1944 και υπεραμύνεται της δράσης τους, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι «εάν «δεν υπήρχεν εν Αθήναις το σύνταγμα ευζώνων, ασφαλώς οι κομμουνισταί θα είχον καταλάβη την πόλιν τας τελευταίας ημέρας του Σεπτεμβρίου 1944».
Στο απολογητικό υπόμνημα του πατέρα του, που αποτελεί και τον κύριο όγκο του βιβλίου, ένα κρίσιμο κεφάλαιο φέρει άλλωστε τον εύγλωττο τίτλο «Με τα τάγματα ασφαλείας και με τους ευζώνους καταφέραμε να εύρουν ο Παπανδρέου και ο Κανελλόπουλος Ελλάδα» 9.
Κάπως πιο συγκροτημένοι είναι την ίδια εποχή συγγραφείς όπως ο ταγματασφαλίτης της Εύβοιας Νίκος Αναγνωστόπουλος, ο τεταρτοαυγουστιανός Αντωνακέας ή ο ανανήψας μεσσήνιος κομμουνιστής Γιάννης Καραμούζης.
Ο πρώτος χαρακτήρισε τα Τάγματα προϊόν «αδηρήτου ιστορικής ανάγκης» για την «προστασίαν του Ελληνικού Λαού από τους ποικίλους (εσωτερικούς) εχθρούς του», την «παγίωσιν της δημοσίας Ασφαλείας και Τάξεως και [την] προστασίαν τον Κοινωνικού (Αστικού) ημών Καθεστώτος», αποδίδοντας μάλιστα τη δημιουργία τους σε ενέργειες του βρετανού λοχαγού Ντον Στοτ 10.
Ο δεύτερος, παρόλες τις επιφυλάξεις του για ορισμένες πλευρές της δράσης των Ταγμάτων, εκτιμά πως αυτά «επετέλεσαν εθνικόν έργον υψίστης σημασίας και ωφελιμότητος» 11.
Όσο για τον τρίτο, που μεταξύ άλλων υπήρξε κι ένας από τους οργανωτές της σφαγής του Μελιγαλά (μέλος της επιτροπής που διάλεξε ποιοι από τους αιχμάλωτους ταγματασφαλίτες θα εκτελούνταν), θεωρεί κι αυτός τα Τάγματα σαν «μία αναγκαία Εθνική άμυνα» κι έκφραση της «αντιστάσεις του Μωραΐτικου λαού κατά της κομμουνιστικής δράσεως», τα δε μέλη τους «μωραίτες πατριώτες» κι ενσάρκωση «του Ελληνικού λαού» (που στα μέσα του 1944 «διεκδικούσε την εξουσία» από το ΕΑΜ). καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «η απόφασίς των να ενταχθούν στα "τάγματα ασφαλείας" ήτο μεστή Πατριωτικού-Εθνικού περιεχομένου» 12.
Οι σοβαρότεροι, ωστόσο, από τους εθνικόφρονες συγγραφείς αυτής της πρώτης φάσης θα φροντίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να κρατήσουν τις αποστάσεις τους.
Χαρακτηριστική είναι από αυτή την άποψη η ετυμηγορία του Χρήστου Ζαλοκώστα: παρόλο που «τα τάγματα τα δημιούργησαν χωρίς αμφιβολία οι ατιμίες των κομμουνιστών», γράφει το 1949 στο «Χρονικό της σκλαβιάς», και μολονότι «πολλοί κατατάχθηκαν [σ’ αυτά] για να σώσουν τον τόπο από τον μπολσελβικισμό», τελικά «οι Γερμανοί θέλοντας και μη τους έκαμαν όργανά τους, κατάντησε να οδηγούν τους άντρες αυτούς στις συνοικίες και να τους βάζουν να πολιορκούν τη φτωχολογιά Μπορεί κανείς ν' αμνηστέψη την πρόθεση εκείνων που μπήκαν στα Τάγματα, ποτέ τα έργα τους, ποτέ τα μπλόκο, του Παγκρατιού, Καλλιθέας, Καισαριανής, Δουργούτι, Νέου Κόσμου. Κοκκινιάς» 13.
Ακόμη πιο καταδικαστικοί είναι οι αντικομμουνιστές λογοτέχνες της δεκαετίας του ’50 που ασχολήθηκαν με τις εμφύλιες συγκρούσεις της Κατοχής. Στο πρώτο του λ.χ. μυθιστόρημα, που έχει ως θέμα την αναμέτρηση των «εθελοντικών ομάδων» της Ειδικής Ασφάλειας με το αθηναϊκό ΕΑΜ (και το οποίο παρουσιάζει την ΕΠΟΝ σαν ένα συνονθύλευμα επαγγελματιών φονιάδων κι έκφυλων θηλυκών), ο Νίκος Κάσδαγλης φροντίζει πάντως να διευκρινίσει πως τα Τάγματα Ασφαλείας «ήταν δουλειά τον καταχτητή» κι ότι «κανένας σκλαβομένος δεν τα χώνευε»14.
Το ίδιο και ο Ρόδης Ρούφος, που βάζει τον ήρωα του (μέλος του ΕΣΑΣ, μελλοντικό ΕΔΕΣίτη αλλά και κάτοχο ταυτότητας της Ειδικής Ασφάλειας) να αποφεύγει «την παραμικρή επαφή με τα Τάγματα Ασφαλείας», καθώς «η συνεργασία μαζί τους θ' αποτελούσε προδοσία του αγώνα» 15.
Γλαφυρότερος, ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος θα περιγράφει στην «Τειχομαχία» τους ταγματασφαλίτες σαν «ένα φρικαλέο συρφετό από αληταριό και χυδαιότητα, που προξενούσε τον αποτροπιασμό και την αηδία και στους ίδιους τους πιο λυσσαλέους αντικομμουνιστές», καθώς «κανένας αξιοπρεπής και συνειδητός αγωνιστής, όσο και να τον επίεζαν τα γεγονότα και οι αναμνήσεις της τρομοκρατίας του Εάμ, δεν πήγαινε να γίνει μισθοφόρος των Γερμανών» 16.
Αλλοι εθνικόφρονες θα είναι πιο διακριτικοί. Ενα φυλλάδιο «Εθνικής Διαφωτίσεως» του 1947 φωτογραφίζει π.χ. -και εν μέρει δικαιολογεί- τα Τάγματα Ασφαλείας σαν «έναν ιδιόρρυθμο δωσιλογισμό» και «φυσική συνέπεια του ταξικού και εθνικού πανικού που προκάλεσε η ένοπλη εξόρμησις του κομμουνισμού» 17.
Ένα άλλο βιβλιαράκι της ίδιας σειράς κάνει λόγο για κατοχικό «εμφύλιο σπαραγμό» μεταξύ «κομμουνιστών» κι «αντικομμουνιστών» (ή «πραγματικών Ελλήνων δημοκρατών»), αποφεύγοντας τη ρητή αναφορά στον ένοπλο δωσιλογισμό αλλά καλύπτοντας πολιτικά τη δράση του: «Δεν μπορούσαν να είναι οι μόνοι έξυπνοι" στην Ελλάδα οι κομμουνιστές. [...] Δεν μπορούσαν να τουφεκίζουν χιλιάδες ανθρώπους και να έχουν την αξίωση να μη γίνονται αντεκδικήσεις. Δεν μπορούσαν να μην ξέρουν πως ένας εμφύλιος πόλεμος, όταν αρχίση, δεν μένει μονομερής» 18.
Λακωνικότερος, ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου θα περιοριστεί στη διαπίστωση ότι οι ταγματασφαλίτες (όπως και η «X» ή «οι ένοπλοι χωρικοί του Μιχάλαγα»), λόγω του πρόσφατου παρελθόντος τους «δεν ήτο δυνατόν να χρησιμοποιηθούν δια νομίμους σκοπούς» από την κυβέρνηση Παπανδρέου» 19.
Ο αστυνομικός διευθυντής Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, πάλι, αν και υπήρξε επικεφαλής των «μπουραντάδων» στο μεγάλο μπλόκο της Κοκκινιάς 20, θα διστάσει παρόλες τις συμπάθειές του, να εκφραστεί κατηγορηματικά: «Το αν τα Τάγματα Ασφαλείας ωφέλησαν ή έβλαψαν την Ελλάδα», γράφει το 1955 στο επίσημο περιοδικό της αστυνομίας, «θα είναι δυνατόν να κριθή πολύ βραδύτερον. Πάντως τα Τάγματα Ασφαλείας απετέλεσαν αντίδρασιν εις τα εγκλήματα των κομμουνιστών και, αν μη τι άλλο, εμάκρυναν τον χρόνον της εξεγέρσεως επ' ωφελεία της Ελλάδος» 21.
Ποικιλία χαρακτηρίζει το χειρισμό του θέματος από τις πρωτόλειες τοπικές χρονογραφίες της περιόδου. Στο Ναύπλιο, π.χ., ο Ανδρέας Χριστόπουλος θα καυτηριάσει με κάθε τρόπο τις βαρβαρότητες των «Ούννων» σε βάρος των χωριών της περιοχής, αποφεύγει όμως προσεκτικά την παραμικρή αναφορά στα Τάγματα Ασφαλείας που συμμετείχαν σ’ αυτές τις εξορμήσεις τους 22. Ακόμη και η ανώνυμη μεταθανάτια αγιογραφία του Πάνου Κατσαρέα που εξέδωσε το 1947 το «Εθνικόν Κόμμα Χιτών» στην Καλαμάτα, και η οποία παρουσιάζει τη δράση του εκλιπόντος περίπου σαν ιεραποστολική, αισθάνεται ωστόσο υποχρεωμένη να θέσει έστω και ρητορικά- το ερώτημα «γιατί πήγε και πώς πήγε» ο ήρωας της στα Τάγματα 23.
Η δεύτερη φάση (1958-67) σημαδεύεται από την προσπάθεια να δοθεί μια εθνικόφρων ιστοριογραφική απάντηση στην επανεμφάνιση της Αριστεράς, που μετά την εκλογική επιτυχία της ΕΔΑ στις εκλογές του 1958 και τη φιλελευθεροποίηση του 1964-65 αρχίζει να σηκώνει κεφάλι.
Από τα δημοσιευμένα πρακτικά της «αφανούς» Συντονιστικής Επιτροπής του καραμανλικού παρακράτους γνωρίζουμε πλέον ότι η ιστοριογραφία της δεκαετίας του ’40 αποτελούσε ένα από τα βασικά πεδία παρέμβασης των μηχανισμών που οργανώθηκαν για να συντρίψουν την πολιτική επιρροή των «ερυθρών», προσφεύγοντας -μεταξύ άλλων- στην «φαιάν και μαύρην προπαγάνδαν»: ως «μέσα αντιδράσεως εις την κίνησιν ΕΔΑ -ΚΚΕ για την αναγνώρισιν του ΕΛΑΣ ως αγώνος Εθνικής Αντιστάσεως», αποφασίστηκε έτσι «η ψυχολογική προπαρασκευή και διαφώτισις του κοινού επί του προδοτικού ρόλου του ΚΚΕ κατά την Κατοχήν», με μια κεντρικά σχεδιασμένη βιβλιοπαραγωγή (η οποία «εν καιρώ» θα περιλάμβανε και την έκδοση μιας «Μαύρης Βίβλου» με τα εγκλήματα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) και την ταυτόχρονη κινητοποίηση αντικομμουνιστικών «Οργανώσεων Εθνικής Αντιστάσεως» 24
Φυσικά δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσα και ποια από τα σοβαρότερα πονήματα της περιόδου αποτελούν προϊόν αυτού του σχεδιασμού. Η επίδραση, όμως, του γενικότερου κλίματος στη συγγραφή τους είναι προφανής και συχνά ομολογημένη.
Το βιβλίο του δικηγόρου Κώστα Καραλή, με το οποίο εγκαινιάζεται η εκδοτική παραγωγή αυτής της φάσης, αυτοδιαφημίζεται λ.χ. στο εξώφυλλό του ως το «πρώτον βραβείον Ιστορίας Υπουργείου Προεδρίας» (του ίδιου δηλαδή υπουργείου που, μέσω της «Υπηρεσίας Πληροφοριών» του στρατηγού Γωγούση, συντονίζει την επίσημη και ανεπίσημη αντικομμουνιστική προπαγάνδα) 25, ενώ το τρίτομο έργο του δικηγόρου (και πρώην νομάρχη) Κοσμά Αντωνόπουλου που γράφτηκε το 1962 κι εκδόθηκε το 1964 θέτει ως στόχο του «να συμβάλη εις την αποκατάστασή της ιστορικής αλήθειας» και την εκμάθησή της από την «νέα Γενεά», σε μια εποχή που οι πρώτες αφηγήσεις της άλλης πλευράς αρχίζουν να κάνουν τη δημόσια εμφάνισή τους 26.
Είναι σ’ αυτή τη φάση που το αίτημα της επίσημης δικαίωσης των ταγματασφαλιτών διατυπώνεται προγραμματικά πλέον, με αποκορύφωμα την έκδοση (1966) του βιβλίου του Σταυρογιαννόπουλου -του πρώτου που βάζει τα Τάγματα στο κέντρο της αφήγησης, ζητώντας ανοικτά την άρση του χαρακτηρισμού «εχθρικοί σχηματισμοί» με τον οποίο εξακολουθούν, τυπικά τουλάχιστον, να βαρύνονται αυτά 27.
Το βαρύ πυροβολικό της περιόδου θα είναι, ωστόσο, τα απομνημονεύματα ηγετικών στρατιωτικών μορφών της επίσημης εθνικοφροσύνης, όπως οι στρατηγοί Τσακαλώτος και Γρηγορόπουλος, που σπεύδουν επίσης να υπερασπιστούν τους «συκοφαντημένους» ταγματασφαλίτες συνοδοιπόρους τους.
Ο πρώτος χαρακτηρίζει τα Τάγματα «απαραίτητα και ευεργετικά δια το Έθνος» και την ίδρυσή τους «ευλογημένη απόφασιν», δηλώνει ότι το όνομα των ιδρυτών τους (όπως ο «υπέροχος πατριώτης» Ιωάννης Ράλλης) «πρέπει να προφέρεται μ ’ ευγνωμοσύνιν» και, τέλος, διακηρύσσει πως «ο κατά του μεγαλυτέρου εχθρού της Ελλάδος αγών των, ο αγών κατά του Κομμουνισμού, τους δίδει το δικαίωμα να μετέχωσι του δάφνινου στεφάνου των αγωνιστών της πατρώος», αφού και αυτοί «ηγονίσθησαν τον δίκαιον υπέρ της ελευθερίας αγώνα» 28.
Ο δεύτερος υιοθετεί απέναντι στα Τάγματα μια πιο «πραγματιστική» στάση, αποδεχόμενος πολλές από τις εις βάρος τους κατηγορίες αλλά δικαιώνοντάς τα εντέλει, σαν τη μοναδική αξιόπιστη αντικομμουνιστική δύναμη της εποχής -γεγονός που, αν μη τι άλλο, κατέστησε τη δημιουργία τους πράξη «μη αντιβαίνουσαν προς τα εθνικά συμφέροντα» 29.
Η τρίτη φάση (1967-74) είναι αυτή της διατεταγμένης δικαίωσης και της μονομερούς κυριαρχίας του λόγου των ταγματασφαλιτών, καθώς η λογοκρισία της χούντας εγγυάται την απουσία κάθε αντίλογου.
Με τα ειδικά χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου θα ασχοληθούμε εκτενέστερα παρακάτω. Εδώ ας σημειωθεί απλά πως, χάρη στην έμμεση αναγνώριση της δράσης των ταγματασφαλιτών σαν αντιστασιακή δραστηριότητα (1969), όσα σε προηγούμενες φάσεις συνιστούσαν απλή διεκδίκηση, κατοχυρώνονται πλέον ως επίσημη κρατική ορθοδοξία.
Τυπικό δείγμα η αλλαγή που παρατηρούμε στη φρασεολογία των επόμενων βιβλίων του στρατηγού Τσακαλώτου. «Με την ψυχραιμίαν και αντικειμενικότητα που δίδει η απόστασις του χρόνου από τα γεγονότα», διαπιστώνει χαρακτηριστικά το 1971, «δυνάμεθα να κατατάξωμεν τα Τάγματα Ασφαλείας εις την πλευράν της Εθνικής Αντιστάσεως», αφού αυτά «εμείωσαν την θανάσιμον δύναμιν του πλέον πιστού συμμάχου του Κατακτητού, του κομμουνισμού».
Οι κατηγορίες που τα βάραιναν, «ως συνεργασθέντα με τον κατακτητήν», δεν ήταν άλλωστε παρά «συκοφαντικά ψεύδη» προερχόμενα από «τους διάφορους πολιτικούς ηγέτας, [τους] υπείκοντας εις τας απαιτήσεις των κομμουνιστών», τα οποία «διέλυσε ήδη η Ιστορία και η σωτηρία της Πατρίδος μας» από το εθνοσωτήριο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 30.
Ακολουθώντας τη στρατιωτικοποιημένη εκδοχή του παρελθόντος, που θέλει μια μόνο οργάνωση (και έναν αρχηγό) της «Εθνικής Αντιστάσεως» σε κάθε περιφέρεια, η επίσημη χουντική εκδοχή για την περίοδο της Κατοχής θα αποτυπωθεί σχεδόν γελοιογραφικά στο βιβλίο ενός άλλου εθνικόφρονα -του κατοχικού νομάρχη Τρικάλων, πολιτικού καθοδηγητή του ΕΑΣΑΔ και μεταπολεμικού βουλευτή Κοζάνης (1946-50), Χρυσόστομου Πιπιλιάγκα. Εκεί, στις «ενόπλους δυνάμεις εθνικοφρόνων πολιτών» που αντιμετώπισαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ καταχωρούνται -χωρίς την παραμικρή διαφοροποίηση- ο ΕΔΕΣ του Ζέρβα, το 5/42 του Ψαρρού, οι ομάδες του Τσαούς Αντών («Γενικού Αρχηγού ενόπλων δυνάμεων Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης»), του Μιχάλαγα («Γενικού Αρχηγού ενόπλων δυνάμεων Δυτικής Μακεδονίας»), του Κιτσά Μπατζάκ («Γενικού Αρχηγού ενόπλων δυνάμεων Κεντρικής Μακεδονίας»), του Γρηγορίου Σούρλα («Γενικού Αρχηγού ενόπλων δυνάμεων Λαρίσης-Φαρσάλων») και -φυσικά- «τα εκασταχού οργανωθέντα Τάγματα Ασφαλείας και Ευζωνικά. η δράσις των οποίων εναντίον των αναρχοκομμουνιστών υπήρξεν πολυτιμοτάτη. Ήσαν το αντίπαλον δέος και ο χαλινός εις την θρασύτητα και τα εγκληματικά όργανα των κομμουνιστών, ου μην αλλά και ο αμείλικτος εκδικητής και τιμωρός αυτών» 31.
Για την εμβέλεια αυτής της νέας ορθοδοξίας, αποκαλυπτική είναι η μεταχείριση των ταγματασφαλιτών από κάποιες λιγότερο εκτεθειμένες πηγές. Στο βιβλίο του «Φωτιά και τσεκούρι», που πρωτοεκδόθηκε στα γαλλικά το 1972, ο «γεφυροποιός» Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας επιχειρεί λ.χ. να κρατήσει κάποιες λεπτές ισορροπίες: από τη μια εκθειάζει τα Τάγματα, που «περιλάμβαναν μερικούς λαμπρούς αξιωματικούς», «θεωρούσαν ότι ήταν οι προστάτες ενός ταλαιπωρημένου λαού» και «αισθάνονταν ότι ο λαός τους υποστήριζε», ενώ από την άλλη αισθάνεται αναγκασμένος να επισημάνει ότι, ως αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στα μπλόκα, «έχασαν εντελώς το κύρος τους και προεκάλεσαν το μίσος του πληθυσμού» 32.
Πιο απλά είναι τα πράγματα με την επίσημη ιστορία της Χωροφυλακής, που συνέταξε ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης κι εξέδωσε το 1973 το Αρχηγείο του σώματος. Εκεί εκτιμάται χωρίς πολλές περιστροφές ότι τα Τάγματα «ανυπολογίστους εθνικάς υπηρεσίας προσέφερον», οι αξιωματικοί που τα δημιούργησαν αποκαλούνται «γενναίοι» και τα μέλη τους «δήθεν δωσίλογοι», ενώ παράλληλα καταγγέλλεται η επαμφοτερίζουσα στάση της (αντίζηλης) Αστυνομίας Πόλεων απέναντι στο ΕΑΜ 33.
Πιο συγκρατημένη, η επίσημη ιστορία του στρατού για την Απελευθέρωση και τα Δεκεμβριανά θα περιοριστεί να καταγράψει τους ταγματασφαλίτες στις «φιλίες» δυνάμεις, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τα όρια που έθετε στην αξιοποίησή τους η προηγούμενη καταδίκη τους από την εξόριστη κυβέρνηση και τους Συμμάχους 34.
Μοναδική εξαίρεση της περιόδου θ’ αποτελέσει το βιβλίο του στρατηγού Λεωνίδα Σπαή, που φέρει άλλωστε και τον προκλητικό (για την εποχή) τίτλο «Πενήντα χρόνια στρατιώτης στην υπηρεσία του 'Εθνους και της Δημοκρατίας».
Επηρεασμένος ίσως από την πρόσφατη ανακήρυξη των ταγματασφαλιτών σε αντιστασιακούς, και κάνοντας έμμεσα την αυτοκριτική του για το ρόλο που ο ίδιος είχε διαδραματίσει στην έμπρακτη συγχώρεσή τους κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ο συγγραφέας δεν μασά τα λόγια του: «Τα Τάγματα Ασφαλείας εδυσφήμισαν, όσον τίποτε άλλο περισσότερον, την χώραν και έβλαψαν αυτήν ηθικώς και υλικώς εις σοβαρόν βαθμόν. Ωργανώθησαν και εξοπλίσθησαν υπό των Γερμανών. Εξεπαιδεύθησαν παρά τούτων και εχρησιμοποιήθησαν εις την εξόντωσιν των πατριωτών, οι οποίοι ηγωνίζοντο δια την απελεωθέρωσιν της Ελλάδος. [...] Εστιγματίσθησαν ως προδότες και εγκληματίες πολέμου εις την συνείδισι του Έθνους», ήταν δε τόσο μισητά στον πληθυσμό, «ώστε ο όρος του προδότου να ευσταθή απολύτως»35.
Ο στρατηγός δεν παραλείπει, τέλος, να απαντήσει εφ’ όλης της ύλης στην κυρίαρχη γραμμή των ημερών: «Κατά συνέπειαν, τα γνωστά εθνικόφρονα επιχειρήματα και οι γνωστοί 'αντικομουνιστικοί υστερισμοί' των συνεργατών και δωσίλογων, τότε και σήμερα, δια την
ανόσιον Γερμανό- "ελληνικήν' (Ραλλικήν) σύμπραξιν κατά την Κατοχή μετά των υποδουλωτών και εχθρών της Ελλάδος, ούτε σοβαρά είναι, ούτε ευσταθούν, ούτε εμπρέπουν εις σοβαρούς πολιτικούς ή συγγραφείς, ούτε εις οιονδήποτε πραγματικόν Έλληνα» 36.
Αυτά όσον αφορά την περιοδολόγηση. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει επίσης η λίγο πολύ διαχρονική επιχειρηματολογία, με την οποία επιχειρήθηκε η πολιτική «δικαίωση» των ταγματασφαλιτών. Τα κυριότερα υπερασπιστικά επιχειρήματα που επιστρατεύθηκαν μπορούν να συνοψιστούν στις παρακάτω γενικές κατηγορίες:
(α) Τα κατά βάση φιλοσυμμαχικά αισθήματα των ταγματασφαλιτών, η απουσία «αντισυμμαχικής» δραστηριότητας τους 37, οι επαφές αρκετών στελεχών τους με τους Βρετανούς 38 και η ουσιαστική νομιμοφροσύνη τους προς την εξόριστη κυβέρνηση.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται λ.χ. στη συμβολική λεπτομέρεια ότι οι ταγματασφαλίτες της Πελοποννήσου έφεραν στα πηλήκια τους το στέμμα ή ότι στις θείες λειτουργίες τους ψαλλόταν το «Πολυχρόνιο» 39. Οσο για την ένοπλη δραστηριότητα τους στο πλευρό της Βέρμαχτ, διευκρινίζεται ότι αυτή στρεφόταν αποκλειστικά και μόνο εναντίον των κομμουνιστών και, ως εκ τούτου, μόνο θετικά μπορεί να αξιολογηθεί.
«Η κατηγορία ότι ωπλίσθησαν παρά των Γερμανών, δεν είναι σοβαρά ούτε δύναται να ευσταθήση δημιουργούσα ευθύνας, δεδομένου ότι τα όπλα ταύτα τα Τάγματα Ασφαλείας τα χρησιμοποίησαν μόνον κατά των Κομμουνιστών, εν τη προασπίσει της Ελληνικής Πατρίδος και των πολιτών της, ουχί εναντίον των Συμμάχων μας ή των Ελλήνων», γράφει χαρακτηριστικά ο Αντωνακέας.
«Η χρησιμοποίησις των όπλων τούτων. εναντίον των βουλγαροδούλων Εαμοελασιτών, υπήρξεν επιβεβλημένη και επιτακτική, διότι ούτοι υπήρξαν και είναι ασπονδότατοι εχθροί του Ελληνικού Έθνους και του Ελληνικού Λαού. Ούτοι φέρουσι μεν κατά σύμπτωσην και τύχην Ελληνικά ονόματα, εις την ψυχήν όμως και εις την καρδίαν είναι βουλγαροσλαύοι» 40.
(β) Η «φαινομενική» μόνο (και, εν πάσει περιπτώσει, «προσωρινή») συνεργασία τους με τον κατακτητή. Χαρακτηριστική είναι η ιστορική αναλογία που επιστρατεύεται, και η οποία συγκρίνει τους ταγματασφαλίτες με τους αρματολούς και τα «καπάκια» της Τουρκοκρατίας (αρνούμενη ωστόσο, είτε ρητά είτε απόρρητα, κάθε ταύτιση των ελασιτών με τους κλέφτες της ίδιας περιόδου) 41. Προς επίρρωση αυτού του θεωρήματος, διατυπώνεται μάλιστα συχνά ο ισχυρισμός ότι ο ΕΛΑΣ δεν έδωσε καμιά απολύτως μάχη με τους κατακτητές, αλλά στην πραγματικότητα συνεργάστηκε μαζί τους 42.
Συμπληρωματικές των παραπάνω είναι οι κατασκευές περί «αυτοτέλειας» των εν λόγω μονάδων απέναντι στις κατοχικές αρχές 43, περί ραδιοφωνικών οδηγιών της εξόριστης κυβέρνησης και των Συμμάχων «ότι δεν πρέπει να ενοχλώμεν τους κατακτητάς» 44 ή για υποτιθέμενα σχέδια των ταγματασφαλιτών να στραφούν εναντίον της Βέρμαχτ σε περίπτωση συμμαχικής απόβασης 45, παραβιάζοντας την «υποχρέωση τιμής» που είχαν αναλάβει έναντι των Γερμανών όταν οπλίστηκαν 46.
Αυτό το τελευταίο σενάριο διαψεύδεται, ωστόσο, μετά βδελυγμίας από τον Γεώργιο Ράλλη. Εκτός από το γεγονός, γράφει, ότι «ο κατά των Γερμανών αγών των Ταγμάτων θα εξησθένιζε μοιραίως ταύτα και θα ημπόδιζε ούτω το έργον των, την άμυναν των Ελλήνων κατά του αναρχικού κινδύνου», μια τέτοια εξέλιξη προσέκρουε και σε λόγους αρχής: «Τα Τάγματα είχον εξοπλιστή με όπλα γερμανικά προς αντιμετώπισην του εκ των αναρχικών κινδύνου και θα ήτο, από απόψεως στρατιωτικής ηθικής, άτιμον να χρησιμοποιηθούν τα όπλα ταύτα εναντίον των Γερμανών. Μία παρασπονδία είναι παρασπονδία, είτε στρέφεται αύτη εναντίον Σκανδιναυού. είτε εναντίον Κάφρου» 47.
(γ) Το ηρωικό παρελθόν των στελεχών τους, σε άλλα μέτωπα ή εποχές (Αλβανία, Μικρασία) 48, το ακραιφνές «εθνικό φρόνημα» των μελών τους (ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα) 49, η συμβολή τους στην «ανύψωσιν του εθνικού φρονήματος» των πολιτών και η στενή συνεργασία τους με την κατά τόπους εκκλησιαστική ιεραρχία 50.
(δ) Ο «αμυντικός» χαρακτήρας τους, ο οποίος (υποτίθεται ότι) περιοριζόταν στην «προστασία» των αστικών κέντρων -ή των περιφρουρούμενων χωριών- και των εθνικοφρόνων κατοίκων τους από την εαμική «τρομοκρατία» 51. Η εκδοχή αυτή υποβαθμίζει ή αποσιωπά ολοκληρωτικά την ενεργό συμμετοχή των ταγματασφαλιτών σε επιθετικές ενέργειες, όπως οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τα μπλόκα των Γερμανών. Κάποιες φορές, μάλιστα, οι σχετικές πληροφορίες καταγγέλλονται σαν δημιουργήματα της «κομμουνιστικής προπαγάνδας» 52·
(ε) Η ιδιότητά τους ως το έλασσον αναγκαίο κακό, προκειμένου να αναχαιτιστεί η πλημμυρίδα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Πρόκειται για το κεντρικό επιχείρημα και ταυτόχρονα, για έναν κρίσιμο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο κατοχικό παρελθόν και το μεταπολεμικό τώρα.
Μεγάλο μέρος της σχετικής παραφιλολογίας εξαντλείται, έτσι, στην απόδειξη αυτού που αποτελεί και το πραγματικό ζητούμενο: ότι, δηλαδή, η εαμική Αντίσταση υπήρξε κάτι πολύ πιο κακό κι επικίνδυνο από την ίδια την Κατοχή. Ως αποδεικτικά στοιχεία επιστρατεύονται, εδώ, τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες επιχειρημάτων:
Το πρώτο επιχείρημα το συναντά κανείς κυρίως στην πρώιμη βιβλιοπαραγωγή ή τα υπηρεσιακά απομνημονεύματα των ταγματασφαλιτών, και αφορά την ανάγκη προστασίας τον κοινωνικού καθεστώτος από το «αναρχικό» εγχείρημα του ΕΑΜ. Οι κομμουνιστές, γράφει χαρακτηριστικά ο Σκανδαλάκης, έπρεπε να καταπολεμηθούν με κάθε μέσο, ως ένα «φοβερό φίδι που μιλάει για "καρπούς γνώσεως". για ισότητες, για δικαιώματα και -Θεέ και Κύριε!- για "διαφώτιση", δηλαδή για την τέλεια αποστράβωσι», κυρίως όμως επειδή είναι δεδηλωμένοι αντίπαλοι του μυστικισμού και προπαγανδιστές του ορθολογισμού» 53.
Λιγότερο φιλοσοφημένοι, οι επικεφαλής των Ταγμάτων της Πελοποννήσου θα περιγράφουν ως βασικό σκοπό της δράσης τους την «διατήρησιν τον κρατούντας κοινωνικού συστήματος», την καταπολέμηση της «αναρχίας», την «επιβολήν της τάξεως» και την «διαφύλαξιν των ηθικών αξιών και Εθνικών αποκτημάτων (Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια)», επισημαίνοντας ότι στις αρχές του 1944 η Αντίσταση «ενεργεί από καιρού ήδη ως κοινωνική επανάστασις» 54.
Το δεύτερο επιχείρημα είναι η «ερυθρά τρομοκρατία.» του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, η οποία οδήγησε μεμονωμένα άτομα και τοπικές κοινωνίες στην αναζήτηση οπλισμού -εν ανάγκη κι από τους Γερμανούς- για τη δυναμική αντιμετώπισή της.
Ο Γιάννης Καραμούζης θα εισηγηθεί το 1950 ένα ερμηνευτικό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο το ΕΑΜ υπήρξε μέχρι τα μέσα του 1943 «πανεθνική» οργάνωση καθολικής λίγο πολύ αποδοχής, για να εξελιχθεί στη συνέχεια σε έναν καθαρά τρομοκρατικό μηχανισμό επιβολής της επαναστατικής δικτατορίας του ΚΚΕ.
Η αντίδραση σ’ αυτή την «τρομοκρατία», που εκφράστηκε κυρίως από τα Τάγματα Ασφαλείας, υπήρξε σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση ένα αυθεντικό λαϊκό κίνημα -και κάτι παραπάνω: μια πραγματική «επανάστασις» εναντίον της «κομμουνιστικής κατοχής» 55.
Για την τεκμηρίωση του παραπάνω ισχυρισμού, η εθνικόφρων ιστοριογραφία θα καταφύγει σε μια σειρά πάγια σημεία αναφοράς: την «απρόκλητη» διάλυση από τον ΕΛΑΣ των αντιεαμικών ανταρτοομάδων (με ταυτόχρονη αγιοποίηση των τελευταίων) 56 την αναγόρευση των αυτοσχέδιων χώρων κράτησης των αιχμαλώτων του ΕΑΜ σε «στρατόπεδα συγκέντρωσης» (όρος που, μετά τη ναζιστική εμπειρία, έχει αποκτήσει ένα περιεχόμενο ποιοτικά διαφορετικό απ’ ό,τι υποδήλωνε νωρίτερα)· 57 και, φυσικά, τις εκτελέσεις «εθνικοφρόνων» από τον ΕΛΑΣ και την ΟΠΛΑ -συχνά με πρωθύστερη παράθεση, έτσι ώστε οι φόνοι των ταγματασφαλιτών να «νομιμοποιούν», αναδρομικά, των εξοπλισμό τους 58.
Τελικό στάδιο αυτής της επιχειρηματολογίας είναι η απόπειρα καταμέτρησης των εκατέρωθεν φόνων και σύγκρισης των αριθμών που προκύπτουν από αυτή. Ήδη από τις μέρες του περιορισμού του στο νησάκι Κρανάη. το φθινόπωρο του 1944, ο διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Γυθείου Παναγιώτης Δεμέστιχας θα αποπειραθεί να καταγράψει το σύνολο των σκοτωμένων από τον ΕΛΑΣ στο νομό Λακωνίας, απαριθμώντας 346 συνολικά περιπτώσεις (απ’ τις οποίες οι 58 πριν από τη δημιουργία του Τάγματος Ασφαλείας Σπάρτης και μόλις 14 πριν από την έναρξη των συγκρούσεων μεταξύ ΕΑΜ και ΕΣ) 59.
Καθώς όμως η εν λόγο στατιστική δεν του βγήκε και τόσο πρόσφορη ως επιχείρημα, στα υπηρεσιακά απομνημονεύματά του θα προτιμήσει μια πιο βολική σύγκριση: αυτήν ανάμεσα στους εαμίτες που εκτελέστηκαν με επίσημη απόφαση των έκτακτων στρατοδικείων Λακωνίας («περί τους τριάκοντα», σε σύνολο 80 περίπου θανατοποινιτών) και τον αυθαίρετο αριθμό των 10.000 ανθρώπων που ισχυρίζεται ότι «κατέσφαζαν οι κομμουνισταί» στην ίδια περιφέρεια 60.
Σοβαρότερη υπήρξε η αντίστοιχη δουλειά του Κοσμά Αντωνόπουλου, στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Σε 203 συνεχόμενες σελίδες του έργου του παραθέτει τα ονόματα 8.716 ανθρώπων που σκοτώθηκαν το 1941-44 στην Πελοπόννησο, είτε από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είτε από τους κατακτητές και τα όργανά τους.
Προχωρά, μάλιστα, και σε αθροιστική παράθεση των αποτελεσμάτων αυτής της καταμέτρησης ανά περιοχή, αποδίδοντας 4.537 φόνους στους κατακτητές (52,05%) και 4.179 στο ΕΑΜ (47,95%) 61 (βλ. Πίνακα].
411. Στις στατιστικές των περιφερειών Τριφυλλίας & Μεσσηνίας, περιλαμβάνονται τα θύματα της μάχης και των μαζικών εκτελέσεων του Μελιγαλά, στης δε Αχαίας οι εκτελεσμένοι των Καλαβρύτων.
412. Αριθμός αισθητά χαμηλότερος από τον πραγματικό. Μια ελλιπής καταμέτρηση μόνο των επίσημων εκτελέσεων κατοίκων του νομού Μεσσηνίας, καταγράφει τουλάχιστον 841 θύματα (Κριμπάς, όπ.π., σ.274-5), ενώ ένα πρόσφατο αναλυτικό μαρτυρολογίο παραθέτει τα ονόματα 924 εκτελεσμένων και τουλάχιστον 59 ομήρων που πέθαναν σε γερμανοιταλικά στρατόπεδα (Τάσος Αποστολόπουλος, Μεσσηνιακή εκατόμβη 1940-1944, Καλαμάτα 2000).
413. Διαφορετικά νούμερα παραθέτει ο Στάθης Καλύβας, περιορίζοντας ταυτόχρονα την καταμέτρηση στο διάστημα «φθινόπωρο 1943 – Φθινόπωρο 1944»: 368 «θύματα της κόκκινης βίας» (54,6%) έναντι 306 «θυμάτων της μαύρης βίας» (Στάθης Καλύβας, «Μορφές, διαστάσεις και πρακτικές της βίας στον Εμφύλιο», στο συλλογικό Ο Εμφύλιος πόλεμος. Από τη Βάρκιζα στο Γράμμο, Αθήνα 2002, σ.197).
Μια ενδιαφέρουσα -και κατά πάσα πιθανότητα αθέλητη συνέπεια αυτού του καταμερισμού, αφορά ωστόσο τη θέση των Ταγμάτων Ασφαλείας στην όλη σύγκρουση: τα θύματά τους καταχωρούνται από το συγγραφέα ως «εκτελεσθέντες υπό Ιταλογερμανών»!.
Το τρίτο επιχείρημα που επιστρατεύεται είναι η εθνική επικινδυνότητα (ακριβέστερα: ο εθνοπροδοτικός χαρακτήρας) του εαμικού κινήματος. Το τελευταίο υποτίθεται ότι βρισκόταν κάτω από την άμεση καθοδήγηση ξένων κέντρων και ως απώτερο στόχο του είχε τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας, αν όχι την ολοκληρωτική παράδοσή της στους Σλάβους.
Εκτός από τα συνηθισμένα πλαστά «σύμφωνα» του Πετριτσιού, της Καρυδιάς ή του Μελισσοχωρίου, που χαλκεύτηκαν από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της ΠΑΟ για να υιοθετηθούν σχεδόν αμέσως από το σύνολο των αντιεαμικών οργανώσεων 62 αλλά και τον ίδιο τον επίσημο δωσιλογικό μηχανισμό 63, επιστρατεύονται κι άλλα «αποδεικτικά στοιχεία» αυτής της προδοσίας: η απελευθέρωση 27 σλαβόφωνων στελεχών του ΚΚΕ από την Ακροναυπλία τον Ιούνιο του Ι941 64, η έκδοση γραμματοσήμων του ΕΑΜ Έβρου με αποτίμηση σε λέβα (στο νόμισμα που χρησιμοποιούνταν, δηλαδή, στην περιοχή) 65, καθώς και μια καταφανώς πλαστή διαταγή κάποιου «Σ. Πετρών» που υπογράφει σαν «Ανώτατος Πολιτικός Κομισάριος του Στρατού του ΕΑΜ στην Ελλάδα» 66.
Για πιο προχωρημένα γούστα, τέλος, ανακαλύπτονται συγκεκριμένες λεπτομερείς διαταγές του «ρωσικού επιτελείου» προς τον ΕΛΑΣ της Πελοποννήσου 67, στις τάξεις του οποίου υποτίθεται επίσης ότι μάχονται εκατοντάδες βούλγαροι στρατιωτικοί 68.
Κάποιες στιγμές, πάντως, δυσκολεύεσαι να καταλάβεις που σταματά η κοροϊδία και πού αρχίζει η μεγαλομανιακή παράνοια: στην ενδοϋπηρεσιακή λ.χ. μεταπολεμική εξιστόρηση της δράσης του Τάγματος Ασφαλείας Γυθείου, ο (ταξίαρχος πλέον) Διονύσιος Παπαδόπουλος ισχυρίζεται με κάθε σοβαρότητα ότι στις μονάδες του ΕΛΑΣ Λακωνίας πολεμούσε αυτοπροσώπως, με τον ταπεινό μάλιστα βαθμό του λοχαγού, ο ίδιος ο ηγέτης της Γ" Διεθνούς και μελλοντικός πρωθυπουργός της Βουλγαρίας, Γκέοργκι Ντιμιτρώφ· επιπλέον, παραλίγο να πιανόταν κι αιχμάλωτος σε κάποια συμπλοκή, αν δεν είχε τη φαεινή ιδέα να πετάξει ένα «πιστόλιον με φίλντεσι», η λάμψη του οποίου απέσπασε το ενδιαφέρον του απλοϊκού ταγματασφαλίτη που τον καταδίωκε! 69
Το τέταρτο και τελευταίο επιχείρημα που προβάλλεται από τους απολογητές των ταγμάτων έχει να κάνει με την καταπολέμηση της έκλυσης των ηθών που επέφερε η ανάπτυξη του ΕΑΜ, ιδιαίτερα στο χώρο των νέων. Ας μου επιτραπεί να παραθέσω εδώ ένα κάπως εκτενές σχετικό απόσπασμα, από τα δημοσιευμένα εν έτει 1952 απομνημονεύματα του προαναφερθέντος Παπαδόπουλου:
«Μα η πιο μεγάλη συμφορά που μας έκανε ο κομμουνισμός, είναι ότι κατόρθωσαν να διαφθείρη ψυχικός και σωματικός τα παιδιά μας. Την Ελληνικήν Νεολαίαν μας, την οποίαν επότισε με το δηλητήριον της διαφθοράς και της ακολασίας και ιδού κατά ποιον απαίσιον και σατανικόν τρόπον.
Ένα παρακλάδι της οργανώσεως του ΕΑΜ είναι το παιδικό κίνημα. [...] Η οργάνωσις αυτή παρελάμβανε τα παιδιά, (αγόρια και κορίτσια) από 10 μέχρι 14 ετών. Οπως όπως όλοι γνωρίζετε εις την ηλικίαν αυτήν αρχίζει το σεξουαλικόν ένστικτον.
Ακόλαστοι διαφθορείς, που ήσαν φυσικά αξιόλογα στελέχη του ΚΚΕ, εχρησίμευαν ως "Δάσκαλοι" των αθώων αυτών παιδιών και η σπουδαιότερη διδασκαλία τους ήτανε να γαργαλίζουν και να εξάπτουν μεθοδικά το γεννετήσιον ένστικτον.
Τα εδίδασκον π.χ. όταν ένα αγόρι συναντά στο δρόμο ένα κορίτσι να του λέη καλημέρα χρυσό μου ...να το πιάνη από το χέρι και να κάθωνται παράμερα κάτω από ένα ίσκιο ή στην λιακάδα και να συζητούν ελεύθερα για ό,τι θέλουν.
Ταυτοχρόνως οι ακόλαστοι αυτοί παιδαγωγοί (ήσαν συνήθως ένας κομμουνιστής και μία κομμουνίστρια σε κάθε συγκέντρωσιν) παρουσιάζουν εις τα παιδιά αισχρές σκηνές εκ τον φυσικού. Άλλοτε πάλι εχάϊδευαν και αγκάλιαζαν τα πιο μεγαλύτερα παιδιά και τα έσπρωχναν να ακολουθούν μόνα των τον δρόμον τον ορμεμφύτου.
Για να εξουδετερώσουν την επιρροήν των γονέων, τους έλεγαν συγχρόνως ότι αυτοί δεν έχουν κανένα δικαίωμα να τα συμβουλεύουν, να τα μαλώνουν ή να τα κτυπούν. Τα μπόλιαζαν έτσι με μίσος για τους πραγματικούς προστάτας, για εκείνους που λαχταρούσαν να τα φέρουν στον δρόμον της αρετής και εμπότιζαν τας ψυχάς των με την αποστροφή για το καλό και την ηθική. Και το παιδί, όπως ξέρουμε όλοι, στερείται λογικής και ακολουθεί τον δρόμον του ενστίκτου, που είναι σ' αυτή την ηλικία η ροπή προς το κακό. [...]
Η ΕΠΟΝ, άλλο παρακλάδι του ΕΑΜ, οι νέοι από 15-24 ετών ανήκον εις τούτην, ήτανε μία οργάνωσις για τα αγόρια και άλλη για τα κορίτσια. Εγίνοντο όμως από καιρού εις καιρόν και συνεδριάσεις μικταί. Αύται εκανονίζοντο με τέτοιο τρόπο που να μην επέρχεται ο κόρος και να διατηρήται ο νέος εις διαρκή έξαψιν και έτσι να κατέχεται από διαρκή ζωηράν επιθυμίαν δια την οργάνωσιν.
Στας συνεδριάσεις αυτός εγίνοντο ανάλογοι διδασκαλίαι, όπως και στο παιδικό κίνημα, αλλά βαθύτερες και μεθοδικότερες. Τους εδίδασκαν πως οι γονείς μας, οι διδάσκαλοί μας, οι προϊστάμενοί μας, και οι άνθρωποι γενικά που κατέχουν θέσεις και αξιώματα είναι ολέθριοι εχθροί μας, γιατί μας εμποδίζουν να χαρούμε την ελευθερία, που η φύσις εχάρισε εις όλα τα όντα.
Δεν έχουν κανένα δικαίωμα εις τας πράξεις μας. και να μας δίδουν οδηγίες και διαταγές. Όλοι είμαστε ίσοι με τα αυτά δικαιώματα. [...] Aι κοιναί συνεδριάσεις που κρατούσαν συνήθως έως τας πρωινάς ώρας εγίνοντο άλλοτε εις το ύπαιθρο και άλλοτε μέσα στα σπίτια, όπου ωρισμένας στιγμάς έσβηναν το φως δι’ ευνόητους σκοπούς. [...]
Το αποτέλεσμα: Κατά τας εκστρατείας του Τάγματος ανευρέθησαν στις σπηλιές, στα βουνά, στις ρεματιές και στους λόγγους μαζί με τους αντάρτες και φυγοδικούντας κομμουνιστάς πλήθος κοριτσιών με σημεία κατά και παρά φύσιν ασελγείας.
Εξ αυτών το 40% εις ενδιαφέρουσαν κατάστασιν. Εις όλα τα κρυσφύγετα. αλλά και στις τσέπες πολλών κοριτσιών, ανευρέθησαν φάρμακα δια αφροδίσια νοσήματα. Να γιατί αυτή η συμφορά που μας βρήκε είναι η μεγαλύτερη. [...]
Κατάρα εις τους απαίσιους διαφθορείς της Ελληνικής νεότητος. Κατάρα εις τους εχθρούς της φυλής μας» 70.
Ένα παρακλάδι της οργανώσεως του ΕΑΜ είναι το παιδικό κίνημα. [...] Η οργάνωσις αυτή παρελάμβανε τα παιδιά, (αγόρια και κορίτσια) από 10 μέχρι 14 ετών. Οπως όπως όλοι γνωρίζετε εις την ηλικίαν αυτήν αρχίζει το σεξουαλικόν ένστικτον.
Ακόλαστοι διαφθορείς, που ήσαν φυσικά αξιόλογα στελέχη του ΚΚΕ, εχρησίμευαν ως "Δάσκαλοι" των αθώων αυτών παιδιών και η σπουδαιότερη διδασκαλία τους ήτανε να γαργαλίζουν και να εξάπτουν μεθοδικά το γεννετήσιον ένστικτον.
Τα εδίδασκον π.χ. όταν ένα αγόρι συναντά στο δρόμο ένα κορίτσι να του λέη καλημέρα χρυσό μου ...να το πιάνη από το χέρι και να κάθωνται παράμερα κάτω από ένα ίσκιο ή στην λιακάδα και να συζητούν ελεύθερα για ό,τι θέλουν.
Ταυτοχρόνως οι ακόλαστοι αυτοί παιδαγωγοί (ήσαν συνήθως ένας κομμουνιστής και μία κομμουνίστρια σε κάθε συγκέντρωσιν) παρουσιάζουν εις τα παιδιά αισχρές σκηνές εκ τον φυσικού. Άλλοτε πάλι εχάϊδευαν και αγκάλιαζαν τα πιο μεγαλύτερα παιδιά και τα έσπρωχναν να ακολουθούν μόνα των τον δρόμον τον ορμεμφύτου.
Για να εξουδετερώσουν την επιρροήν των γονέων, τους έλεγαν συγχρόνως ότι αυτοί δεν έχουν κανένα δικαίωμα να τα συμβουλεύουν, να τα μαλώνουν ή να τα κτυπούν. Τα μπόλιαζαν έτσι με μίσος για τους πραγματικούς προστάτας, για εκείνους που λαχταρούσαν να τα φέρουν στον δρόμον της αρετής και εμπότιζαν τας ψυχάς των με την αποστροφή για το καλό και την ηθική. Και το παιδί, όπως ξέρουμε όλοι, στερείται λογικής και ακολουθεί τον δρόμον του ενστίκτου, που είναι σ' αυτή την ηλικία η ροπή προς το κακό. [...]
Η ΕΠΟΝ, άλλο παρακλάδι του ΕΑΜ, οι νέοι από 15-24 ετών ανήκον εις τούτην, ήτανε μία οργάνωσις για τα αγόρια και άλλη για τα κορίτσια. Εγίνοντο όμως από καιρού εις καιρόν και συνεδριάσεις μικταί. Αύται εκανονίζοντο με τέτοιο τρόπο που να μην επέρχεται ο κόρος και να διατηρήται ο νέος εις διαρκή έξαψιν και έτσι να κατέχεται από διαρκή ζωηράν επιθυμίαν δια την οργάνωσιν.
Στας συνεδριάσεις αυτός εγίνοντο ανάλογοι διδασκαλίαι, όπως και στο παιδικό κίνημα, αλλά βαθύτερες και μεθοδικότερες. Τους εδίδασκαν πως οι γονείς μας, οι διδάσκαλοί μας, οι προϊστάμενοί μας, και οι άνθρωποι γενικά που κατέχουν θέσεις και αξιώματα είναι ολέθριοι εχθροί μας, γιατί μας εμποδίζουν να χαρούμε την ελευθερία, που η φύσις εχάρισε εις όλα τα όντα.
Δεν έχουν κανένα δικαίωμα εις τας πράξεις μας. και να μας δίδουν οδηγίες και διαταγές. Όλοι είμαστε ίσοι με τα αυτά δικαιώματα. [...] Aι κοιναί συνεδριάσεις που κρατούσαν συνήθως έως τας πρωινάς ώρας εγίνοντο άλλοτε εις το ύπαιθρο και άλλοτε μέσα στα σπίτια, όπου ωρισμένας στιγμάς έσβηναν το φως δι’ ευνόητους σκοπούς. [...]
Το αποτέλεσμα: Κατά τας εκστρατείας του Τάγματος ανευρέθησαν στις σπηλιές, στα βουνά, στις ρεματιές και στους λόγγους μαζί με τους αντάρτες και φυγοδικούντας κομμουνιστάς πλήθος κοριτσιών με σημεία κατά και παρά φύσιν ασελγείας.
Εξ αυτών το 40% εις ενδιαφέρουσαν κατάστασιν. Εις όλα τα κρυσφύγετα. αλλά και στις τσέπες πολλών κοριτσιών, ανευρέθησαν φάρμακα δια αφροδίσια νοσήματα. Να γιατί αυτή η συμφορά που μας βρήκε είναι η μεγαλύτερη. [...]
Κατάρα εις τους απαίσιους διαφθορείς της Ελληνικής νεότητος. Κατάρα εις τους εχθρούς της φυλής μας» 70.
Δύσκολα, όντως, μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τι από το παραπάνω παραλήρημα συνιστά συνειδητά προπαγανδιστικά ψεύδη και τι αντανακλά τον πραγματικό φόβο των πιο αντιδραστικών και καθυστερημένων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της εποχής απέναντι στα νεωτερικά χαρακτηριστικά του εαμικού κινήματος.
Η παρουσία και δραστηριότητα της ΕΠΟΝ στα χωριά είναι γεγονός ότι σκανδάλιζε πολλούς και προκαλούσε αντιδράσεις, όχι μόνο στη διάρκεια της Κατοχής αλλά και στο σύντομο διάστημα της νόμιμης λειτουργίας της μετά την Απελευθέρωση 71.
Γεγονός είναι, επίσης, ότι οι κατηγορίες για «καταστροφή της οικογένειας», «εξαχρείωση των αγοριών και διαφθορά των κοριτσιών», αποτελούσαν ένα από τα βασικά όπλα του ευρύτερου αντιεαμικού οπλοστασίου της εποχής 72, ενώ η εικόνα της «έκφυλης» επονίτισσας (ή «συμμορίτισσας») κυριαρχεί στα σατιρικά τραγουδάκια της «X» και των άλλων εθνικοφρόνων οργανώσεων 73.
Για τη γενεαλογία αυτών των αντιλήψεων, αποκαλυπτική είναι επίσης η προϋπάρχουσα φιλολογία του μεσοπολεμικού αντικομμουνισμού, σχετικά με την εγγενή «ανηθικότητα» των μπολσεβίκων 74.
Για να δούμε τα πράγματα στην αληθινή τους διάσταση, θα πρέπει ωστόσο να λάβουμε υπόψη, όχι μόνο την πανθομολογούμενη «αυτοσυγκράτηση» των εαμικών οργανώσεων σε ζητήματα «οικογενειακής ηθικής» 75, αλλά και αυτά καθεαυτά τα ήθη της εποχής, όπως αποτυπώνονται στο περιθώριο των αυτοβιογραφιών αφηγήσεων: στην πελοποννησιακή ύπαιθρο του 1940, πληροφορούμαστε λ.χ. από τα απομνημονεύματα ενός ελασίτη της Πυλίας, ακόμη και το δημόσιο φιλί του αποχαιρετισμού ανάμεσα στο νέο που φεύγει φαντάρος και την (επίσημη) αρραβωνιαστικιά του εκλαμβάνεται σαν πρόκληση στα χρηστά ήθη και σχολιάζεται δυσμενώς από τον κοινωνικό περίγυρο 76.
Το βέβαιο είναι, πάντως, ότι οι προαναφερθείσες φαιδρότητες ανακυκλώθηκαν ανεπιφύλακτα τα επόμενα χρόνια από την αντικομμουνιστική φιλολογία που ανέλαβε να υπερασπίσει τα Τάγματα Ασφαλείας.
Ο Κοσμάς Αντωνόπουλος αναπαράγει λ.χ. στο βιβλίο του σχεδόν αυτούσιο το παραπάνω απόσπασμα του Παπαδόπουλου, με ελάχιστες μικροδιαφορές στις διατυπώσεις: το περίφημο «σβήσιμο των φώτων», και μάλιστα «απότομα και συστηματικώς», διευκρινίζεται εδώ χωρίς περιστροφές ότι οφειλόταν στην πρόθεση των κομμουνιστών «να επιβάλλουν την πορνείαν και την ακολασίαν» 77.
Παραπομπές
1. ΔΙΣ/9Ι5/Α/12, ΓΕΣ.ΔΙΣ (Σ/χης Κ. Ιατρού) προς Ν. Κουρκουλάκο κ.ά., ΒΣΤ 902 [Αθήνα] 6.10.1955. αρ.πρωτ.169/62/401957Λ. Σε άλλη ομοειδή αίτηση της υπηρεσίας προσδιορίζεται ότι οι «επιχειρήσεις» των Ταγμάτων διεξήχθησαν «κατά των αναρχικών» (ΔΙΣ/915/Β/6, Υπ/γος Μ. Παπακωνσταντίνου προς Σ/χη Μουστακόπουλο, 15.5.1957. αρ. Φ.69/6/385840).
2. ΔΙΣ/9!5/Γ/2ε, ΓΕΣ/ΔΙΣ (Αν/χης Λ. Δούβας). «Κατάστασις ονομαστική των διοικησάντων Τάγματα Ασφαλείας κατά την Κατοχήν, παρ' ών εζητήθησαν εκθέσεις δράσεως τούτων και δεν υπέβαλον εισέτι». Εν ΒΣΤ 902 [Αθήνα] 15.3.1958.
3. ΔΙΣ/915/Β/6, Ταξίαρχος Π. Χριστόδουλος, απαντήσεις σε ερωτήματα που του υπέβαλε εκ μέρους της ΔΙΣ ο Σ/χης Ιω. Βιτουλαδίτης, Η ίδια διαπίστωση ισχύει σε μεγάλο βαθμό και στην περίπτωση του υποδιοικητή του ευζωνικού συντάγματος Αθηνών Π. Κυριακού (ΔΙΣ 1998, τ. 8ος. σ.224-34).
4. Από τις 17 εκθέσεις που υποβλήθηκαν (και φυλάσσονται στα αρχεία της ΔΙΣ). οι 9 αφορούν τα Τάγματα της Λακωνίας, ενώ μόλις 3 αναφέρονται σε μονάδες εκτός Πελοποννήσου.
5. Για μια πρώιμη εκδοχή του ισχυρισμού ότι η Βέρμαχτ «συνέτρεχε» τους ταγματασφαλίτες κι όχι το αντίστροφο, βλ. επίσης «Προκήρυξις Τάγματος Ασφαλείας Μεσσηνίας». Εν Μελιγαλά 8.8.44. Τα Νέα - Σημαία - Θάρρος (Καλαμάτα) 12.8.44.
6. Ι.Ν. Σκανδαλάκης. Αγωνίες και φόβοι, Αθήναι 1945.
7. Γ. Ράλλης, Ο Ιωάννης Δ. Ράλλης ομιλεί εκ του τάφου, Αθήναι 1947.
8. Σκανδαλάκης 1945. σ.40 & 44.
9. Ράλλης 1947, σ.123, 118-9 και 69.
10. Αναγνωστόπουλος 1950, σ.314-6.
11. Αντωνακέας 1947, σ.106.
12. Γιάννης Καραμούζης, Πατριώτες και προδότες του Μωρηά, Τρίπολις 1950, σ.53-4. Για το ρόλο του συγγραφέα στο Μελιγαλά, βλ. στο ίδιο, σ.75.
13. Ζαλοκώστας 1949 σ.287-8.
14. Νίκος Κάσδαγλης, Τα δόντια της μυλόπετρας, Αθήνα 1995 (τ.έ.1955), σ.31.
15. Ρόδης Ρούφος, Το χρονικό μιας σταυροφορίας, Αθήνα 1972 (π.έ. 1954-58), σ.267-8.
16. Θεόφιλος Φραγκόπουλος. Τειχομαχία, Αθήνα 1977 (π.έ. 1954), σ. 190.
17. Εκδόσεις Εθνικής Διαφωτίσεως, Ο μπολσεβικισμός πρωταίτιος του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, Αθήναι 1947, σ.16.
18. Εκδόσεις Εθνικής διαφωτίσεως, To μεγάλο ψέμα, Αθήναι 1948, σ. 122-5.
19. Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου. Ανατομία της επαναστάσεως Αθήναι 1952, σ.168.
20 Σύμφωνα με δήλωση του ίδιου στη δίκη του Ν. Μπουραντά (Έθνος 22.11.45).
21. Νικόλαος Αρχιμανδρίτης, «Η Αστυνομία Πόλεων από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερον (1921 - 55)», Αστυνομικά Χρονικά, 1.1.1955. σ. 1579.
22. Ανδρέας Χριστόδουλος Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα, Ναύπλιο 1946. σ.96 κ.ες.
23. Εθνικόν Κόμμα Χιτών. Πάνος Κατσαρέας. Μια ζωή, μια έπαλξη, Καλάμαι 1947, σ.30.
24. «Πρακτικόν υπ’ αριθ. 6 συσκέψεως της Δευτεροβαθμίου Συντονιστικής Επιτροπής» (19.5.61), με πρόεδρο τον Αθαν. Φροντιστή (της ΠΑΟ), δημοσιευμένο σε Παύλος Πετρίδης (επιμ.), Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα (1957-1967). Απόρρητα ντοκουμέντα, Αθήνα 2000. σ.98-101· «Πρακτικόν 14» της ίδιας επιτροπής (14.6.62) και Υπουργείο Προεδρίας-Υπηρεσία Πληροφοριών «Έκθεσις δια την αντιμετώπισιν της κομμουνιστικής επιρροής εις την νεολαίαν» (1961). στο ίδιο, σ. 119-21 και 179-89. Μεταξύ άλλων σχεδιάστηκε «η ενίσχυσις των συγγραφέων» αντικομμουνιστικών βιβλίων και η οργάνωση πανελλαδικού συλλαλητηρίου «αντιστασιακών», με χρηματοδότηση από την ΚΥΠ.
25. Κώστας θ. Καραλής, Ιστορία των δραματικών γεγονότων Πελοποννήσου, 1943-1949, Αθήνα 1958· για την «Υπηρεσία Πληροφοριών» του Γουγούση, βλ. την αυτοπαρουσίαση της τελευταίας (8.2.61) και τη σχετική έκθεση του Γ. Μιτέρτσου (20.4.64) σε Πετρίδης 2001, σ.171-8 και 280-303. Ο δεύτερος τόμος του έργου του Καραλή (για τα χρόνια του Εμφυλίου) κυκλοφόρησε στη διάρκεια της χούντας.
26. Αντωνόπουλος 1964, «πρόλογος» (χωρίς αρίθμηση σελίδας).
27 Βασίλειος Σταυρογιαννόπουλος, Η ζωή της Κατοχής και τα Τάγματα Ασφαλείας, Αθήναι 1966, σ. 116-21.
28 Θρασύβουλος Τσακαλώτος, 40 χρόνια στρατιώτης της Ελλάδος, Αθήναι I960, τ. Α’ σ.600-2.
29. Θεόδωρος Γρηγορόπουλος, Από την κορυφήν του λόφου. Αθήναι 1966, σ.260-8.
30. Θρασύβουλος Τσακαλώτος, Η μάχη των ολίγων, Αθήνα» 1971, σ. 106.
31. Χρυσόστομος Πιπιλιάγκας. Η Ελλάς κατά την από του 1942-1967 περίοδον, Αθήναι 1970, σ. 19-20. Για την κατοχική δραστηριότητα του συγγραφέα, βλ. ΔΣΕ 1947, σ. 21 · για την ευνοϊκή στάση του απέναντι στη βλάχικη «Λεγεώνα» το 1941-42, βλ. Χρ. Χρηστίδης, Χρόνια κατοχής. 1941-1944. Μαρτυρίες ημερολογίου, Αθήνα 1971, σ.241. Ως βουλευτής εκλέχθηκε με το «Κόμμα Εθνικών Φιλελευθέρων» του Γονατά κι αργότερα ( 19.2.48) μεταπήδησε στο «Κόμμα Εθνικοφρόνων του Τουρκοβασίλη (Μητρώον Βουλευτών 1977, σ. 178-9 και213).
32. Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, Φωτιά και τσεκούρι, Αθήνα 1975 (π.έ. 1972), σ. 126-7 & 142.
33. Απόστολος Δασκαλάκης, Ιστορία της Ελληνικής Χωροφυλακής, 1936-1950. Αθήναι 1973, τ. Α', σ.200-1 & 186-8.
34. ΔΙΣ 1973, σ.24, 26. 28. 108. 136 & 172.
35. Σπαής 1970, σ.266-272 & 269.
36. Οπ.π., σ.259-60.
37. Αντωνόπουλος 1964. σ.1487- Φροντιστής 1977. σ.124· Θεοδωρόπουλος 1979, σ.124.
38. Αντωνόπουλος 1964. σ.1473-4· Αναγνωστόπουλος 1950. σ.316 και 1973. σ.345-6.
39. ΔΙΣ/915/Α/Ι, Δ. Παπαδόπουλος, «Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας» (1952). σ.3.
40. Αντωνακέας 1947, σ.105. Για το ίδιο ακριβώς επιχείρημα, βλ. επίσης: Αντωνόπουλος 1964, σ. 1487- Τσακαλώτος Ι960,σ.601- Θεοδωρόπουλος 1979, σ.124· ΔΙΣ/915/Α/Ι, Διονύσιος Παπαδόπουλος, «Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας» (1952), σ.2, -10 & 17· ΔΙΣ/9Ι5/Α/3, Π. Δεμέστιχας «Έκθεσις περί των Ταγμάτων Ασφαλείας εν Λακωνία» (1.11.54), σ.6.
41. Για τους αρματολούς: Ράλλης 1947, σ.58· ΔΙΣ/9Ι5/Α/1, Δ. Παπαδόπουλος, «Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας» (1952), σ.7 & 24. Για τα «καπάκια»: Φροντιστής 1977. σ.377.
42. Σκανδαλάκης 1945, σ.1Ο & 40· Αντωνόπουλος 1964. σ.873-7· Αναγνωστόπουλος 1973. Σ.306· ΔΙΣ/915/A'l, Δ. Παπαδόπουλος, «Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας» (1952), σ.2-3 & 7. Για μια κάπως ηπιότερη εκδοχή του ίδιου ισχυρισμού: Ζαλοκώστας 1949, σ. 177-9.
43. Αντωνόπουλος Ι964,σ.1488· Φροντιστής 1977, σ.377· ΔΙΣ.'915/AM, Δ. Παπαδοπούλας, «Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας» (1952), σ.6-7.
44. ΔΙΣ/915/Α/3, II. Δεμέστιχας «Έκθεσις περί των Ταγμάτων Ασφαλείας εν Λακωνία» (1.11.54), σ.4.44. ΔΙΣ·915/Α-'9, Ν. Καράμπελας «Περιληπτική ιστορική έκθεσις περί συγκροτήσεως του Τάγματος Αστυνομίας Γυθείου», Εν Γυθείο) 27.12.54, σ.4. Αρκετά διαφορετικά στην αντίστοιχη έκθεση του Δ. Παπαδόπουλου (ΔΙΣ 1998, σ.257-8), όπου δηλώνεται απλά η πρόθεση τήρησης «ουδετερότητος».
45. Τάγματα 1944, σ.3.
46 Για τη δημοσιοποίηση αυτής της «υποχρέωσης», βλ. Τα Νέα - Σημαία - θάρρος (Καλαμάτα) 29.8.44.
47. Ράλλης 1947. σ.122.
48. Καραλής 1958, σ.224· Τσακαλώτος 1960, σ.601 και 1971, σ.106· Αντωνόπουλος 1964,σ. 148· Αβέρωφ 1972, σ.127- Αναγνωστόπουλος 1990. σ.25.
49. Αντωνόπουλος 1964, σ. 1487-8· Φροντιστής 1977, σ.376.
50. ΔΙΣ/915/Α/1, Δ. Παπαδόπουλος, «Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας» (1952). σ.5-7· ΔΙΣ/915/Α/3, Π Δεμέστιχας «Έκθεσις περί των Ταγμάτων Ασφαλειας εν Λακωνία» (1.11.54), σ. 1-4 & 7.
51. Σκανδαλάκης 1945, σ.40 Ράλλης 1947, σ.123· Καραμούζης 1950, σ.53-5· Αντωνόπουλος 1964. σ.1487· Δασκαλάκης 1973. σ.208· Θεοδωρόπουλος 1979, σ.124.
52. Ράλλης 1947. σ. 123.
53. Σκανδαλάκης 1945. σ.26-7 & 33.
54. 'Τάγματα 1944'. σ.1-2· ΔΕ/9Ι5/Λ/3, Π. Δεμέστιχας, «Έκθεσις περί των Ταγμάτων Ασφαλείας εν Λακωνία» (1.11.54), σ.3-5.
55 Καραμούζης 1950. Για τον όρο «κομμουνιστική κατοχή»: Αντωνόπουλος 1964. σ. 1487-9. Για τον αυτοχαρακτηρισμό των ταγματασφαλιτών ως «εξέγερσης» ή ««επανάστασης», βλ. Σκανδαλάκης 1945, σ.35· έκθεση Λ. Βρεττάκου (1955) σε ΔΙΣ 1998. τ.8ος. σ. 169 Κ. Ιορδανίδης {1958) σε ΔΙΣ 1998. τ.8ος. σ.310· ΔΙΣ 91)9/ Δ/7, Αλ. Τσακίρογλου προς ΔΕΠΑΘΑ, Αθήνα 14.5.1971, σ.12· ΑΝΠ/5/14α, Μιχαήλ Παπαδόπουλος προς Ν. Πλαστήρα, Κοζάνη 25.4.45, σ 4. Για την ενθουσιώδη ανακάλυψη (και υιοθεσία) αυτού του συτοχαρακτηρισμού από ένα νεώτερο ερευνητή: Staihis Kalyvas, «Red Terror: leftist violence during the Occupation», σε Murk Mazower (cd). After the nrir hy« ovvj-, Πρίνστον 2000, σ. 154- του ίδιου, «Η γκρίζα ζώνη. Όψεις πολιτική: στράτευσης στον κατοχικό εμφύλιο. 1943-1944», Κλειώ, 1 (2004), σ.69.
56. Ενδεικτικά: Καραμούζης 1950, σ.22-42· Ζαλοκώστας 1949, σ.145-78- Καραλής 1958, σ.79 κ.εξ.- Αντωνόπουλος 1964. in passim.
57. Καραλής 1958, σ.230-8· Αντωνόπουλος 1964. σ. 1321 -2· Ζαλοκώστας 1949,σ.158.
58. Ένα τυπικό δείγμα αποτελεί ο Καραλής (1958. σ.239-318), που ανακατεύει σε μια ενιαία αφήγηση τους φόνους «εθνικιστών» από τον ΕΛΑΣ, εθνικοφρόνων αντιστασιακών από τους Γερμανούς κι εαμιτών από τα κατοχικά στρατεύματα και τα Τάγματα Ασφαλείας, χωρίς την παραμικρή διάκριση...
59. ΔΙΣ915/Α/3ι, Τ.Α. Γυθείου (Π. Δεμέστιχας), «Κατάστασις ονομαστική των εκτελεσθέντων εθνικοφρόνων υπό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εις την Λακωνίαν», Εν νήσω Κρανάη 30.10.44. Συγκεκριμένα, σκοτώθηκαν 1 άτομο το Φεβρουάριο του 1943, 5 τον Απρίλιο. 2 τον Μάιο. 2 τον Ιούνιο, 4 τον Ιούλιο και 44 μέσα στο τρίμηνο Αυγούστου-Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς.
60. ΔΙΣ/915/Α/3, Π. Δεμέστιχας, «Έκθεσις περί των Τάγμάτων Ασφαλείας εν Λακωνία» (1.11.54), σ.5.
61. Αντωνόπουλος 1964, σ.1776 (συγκεντρωτικά). 885-993 & 1019-1114 (παράθεση ονομάτων).
62 Φλάϊσερ 1989,σ.368 και 1995, σ.90-2· Evangclos Kotos. Nationalism and Communism in Macedonia, Θεσ-νίκη 1964, σ. 128-31 & 134-5. Για τη διοχέτευσή τους (και) προς τη γερμανική υπηρεσία πληροφοριών, βλ. Ενεπεκίδης 1964, σ.78-82. Ακόμη και πρόσφατα, ωστόσο, η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού έκρινε σκόπιμο να αναπαράγει ασχολίαστα αυτά τα «ντοκουμέντα» στην οκτάτομη έκδοση του αρτίου της (Δ1Σ 1998, τ.5ος, σ.23. 25. 166-7 & 204-5).
63. Ο Πιπιλιάγκας υπενθυμίζει λχ. ότι, ως νομάρχης Τρικάλων, διέταζε «να εκτυπωθή εις πέντε χιλιάδας αντίτυπα και να διανεμηθή ευρύτατα» το υποτιθέμενο Σύμφωνο του Πετριτσιού· ταυτόχρονα, γράφει, «ήλθον εις επαφήν με Γερμανόν συνταγματάρχην. Σύνδεσμον της Γερμανικής Διοικήσεως μετά του Υπουργείου Εσωτερικών, όν και παρεκάλεσα όπως με βοηθήση εις την ευρυτάτην κυκλοφορίαν αυτού. Πράγματι, ο εν λόγω Συνταγματάρχης προθύμους εδέχθη και διέταξε την από ραδιόφωνου μετάδοση· του κειμένου του περί ού ο λόγος συμφώνου» (1970, σ. 12-13). Ανάλογη προβολή του «συμφώνου» έγινε οπό τον κατοχικό προπαγανδιστικό μηχανισμό και σε άλλα μέρη της χώρας, όπως η Κρήτη (Παρατηρητής 17.6.44) ή η Μεσσηνία (Τα Νέα-Σημαία-Θάρρος 13.8 44).
64. Αντωνόπουλος 1964. σ. 181 -2 . Για την υπόθεση των «27», βλ. Αντώνης Φλούντζης, Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες, Αθήνα 1979, σ.407-8· Κυριάκος Πυλάης, Μνήμες - βιώματα - στοχασμοί. Αθήνα 1990. σ. 124-8·
65. Αντωνακέας 1947. σ.139.
66. Αντωνακέας 1947, σ.246· Καραλής 1958,σ.219. Στη δεύτερη εκδοχή του «ντοκουμέντου», οι λέξεις «Στρατός του ΕΑΜ» έχουν μετατραπεί σε «ΕΛΑΣ». Σε μεταγενέστερο δημοσίευμα του χουντικού δελτίου πληροφοριών της Νομαρχίας Μεσσηνίας συναντάμε, τέλος, τον «ταξίαρχο Ποπώφ, πολιτικό καθοδηγητή του ΚΚΕ Πελοποννήσου» (Θάνος Καρβελας, «Μελιγαλάς. Η σταύρωσις ενός λαού», Αριστομένης 9.1970, σ.4).
67 Αντωνόπουλος 1964, σ.1473.
68. Αντωνόπουλος 1964, σ. 1211-7. Μεταξύ άλλων, ο τελευταίος αυτός ισχυρισμός «τεκμηριώνεται» με βάση «μαρτυρίες» πρώην ταγματασφαλιτών, αλλά και από «τα βουλγαρικά τραγούδια των Δημητρώφ και του Πουπώφ. που εδίδαξαν εις τους ένοπλους του ΕΛΑΣ οι ελληνομαθείς Βούλγαροι αξιωματικοί και Βούλγαροι πατριώτες, του ήλθαν εις την Πελοπόννησον να πεθάνουν δια την Βουλγαρίαν ... » Η αρχική «ανακάλυψη» βουλγάρων στρατιωτών στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου έγινε πάντως επί Κατοχής, από την ηγεσία των ταγματασφαλιτών: Τα Νέα-Σημαία- Θάρρος (Καλαμάτα) 26.6.44 & 11.7.44.
69. Έκθεση Δ. Παπαδόπουλου σε ΔΙΣ 1998, τ.8ος, σ.252.
70. ΔΙΣ/9Ι5/Α/1, Διονύσιος Παπαδοπουλος, «Ιστορία των Ταγμάτων Ασφαλείας» (1952), σ.22·4. Ολόκληρο το απόσπασμα δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία Μεσσηνία (1.9.52).
71. Αντωνόπουλος 1953, σ. 122-3-Σινόπουλος 1995,σ.24· Καταφυγιώτης 1946. σ.49-51· Γλεντής 1997, σ.85· Νίκος Κοκονάς, Αρχείο Χρήστου Τζιφάκη, Αθήνα 1986, σ.30· Νίκος & Αργυρώ Κοκοβλή, Αλλος δρόμος δεν υπήρχε, Αθήνα 2002, σ. 169-70. Για την αντιεαμική στράτευση, ως μέσο «προστασίας» των κοριτσιών, βλ. επίσης Αντωνόπουλος 1964, σ. 1134 και Μαραντζίδης 2001, σ. 150-1.
72. Δυο όχι ιδιαίτερα ακραία παραδείγματα: Ζαλοκώστας 1949, σ.327-8 και Κάσδαγλης 1955. Για τυπικά δείγματα προβολής του ίδιου επιχειρήματος από τον κατοχικό προπαγανδιστικό μηχανισμό: «Οι αντεθνικοί και ανήθικοι σκοποί των», Παρατηρητής (Χανιά) 11.7.44· Τα Νέα- Σημαία-Θάρρος (Καλαμάτα) 22.3, 29.6., 17-20.8 & 26.8.44.
73. Τοπικό δείγμα, η χίτικη εκδοχή του γνωστού «Γιούπι-Για»: «Τα κορίτσια που’ταν πρώτα στην ΕΠΟΝ / Τα κορίτσια που ‘ταν πρώτα στην ΕΠΟΝ / πίνουν φάρμακα, πονάνε / και τον Στάλιν βλαστημάνε / που τις έβγαλε στον δρόμο τον κακόν». Παρόμοιας έμπνευσης και το επιγραφόμενο «Εις επονίτισσαν»: «Τώρα που’ναι οι Γερμανοί /η κοιλιά σου ειν'αδειανή /κι όταν έρθουνε οι Ρώσοι / η κοιλιά σου θα φουσκώσει». Επίσης: «Και μπεμπέδες και δώρα πολλά /μας χαρίσαν τα ελληνικά τα βουνά /φουσκωμένες οι κοιλιές / τα φυσίγγια αρμαθιές/του ΕΛΑΣ ηρωίδες ειν' αυτές./Και στους εννέα μήνες ακριβώς /βγαίνει ο μπέμπης ο βουνήσιος στρουμπουλός /Μα δεν ξέρει ο φουκαράς / ποιος να είναι ο μπαμπάς / ασφαλώς κάποιος αλήτης του ΕΛΑΣ» (Τραγούδια της Αντίστασης και του Εμφυλίου. ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. ΕΔΕΣ. Εθνικιστικές οργανώσεις. Αθήνα 1975,σ.93-4).
74. Ενδεικτικά: Μαργαρίτας (Ραφτόπουλου) Επιτροπάκη, Το ψυχογράφημα της οικογένειας και το κομμουνιστικόν κράτος. Αθήναι 1929 (έκδοση εγκεκριμένη από τα Υπουργεία Στρατιωτικών & Παιδείας, την Αρχιεπισκοπή, το Αρχηγείο Χωροφυλακής κ.ά. επίσημους φορείς) Αριστείδης Ανδρόνικος, Τι είναι μπολσεβικισμός. Αθήναι 1925, σ.72-81 · Εθνική Εταιρία, Ο κομμουνισμός στην Ελλάδα. Αθήναι 1937, σ. 148-54.
75. Ενδεικτικά: Κουβαράς 1976, σ.193-4· Κλεφτογιάννης 1994, σ.Ι18-9· Παπαστεριόπουλος 1975, τ.Ε', σ.312-6· Νίκος Πασαγιώτης, Αναμνήσεις. Δικτατορία -Πόλεμος -Κατοχή · Μακρονήσι, Αθήνα 1998, σ.92-3 · Στέλιος Γεωργιάδης, Θεσσαλονίκη η ανυπότακτη πόλη, Θεσ/νίκη 1995, σ.235-8· Γιάννης Παπακωνσταντίνου, Ενθυμήματα ποτισμένα με αίμα και δάκρυα, Αθήνα 1985, τ. A', σ.290-2 Τασούλα Βερβεσιώτη, Η γυναίκα της Αντίστασης, Αθήνα 1994. σ. 159-66.
76 Παναγούλιας 1990, σ.52.
77 Αντωνόπουλος 1964. σ. 1336-7.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου