Αρχική » , » «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου…»

«Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου…»

{[['']]}
Υπήρξε μια εποχή στην Ελλάδα, όπου «Έλληνες αδελφοί μας, γυμνοί και κάτισχνοι, εφ’ ων τα οστά μόνον και η επιδερμίς προσκολλώνται, χρησιμεύουσιν ως τα φορτηγά ζώα των ημεδαπών τυράννων». Ήταν η εποχή που έζησε ο Μαρίνος Αντύπας. Η εποχή, από την οποία εμάς τους ιστορικούς μας ενδιαφέρει να μιλάμε κυρίως για τις κυβερνήσεις, τους πρωθυπουργούς, τους πολέμους, τις ήττες και τις νίκες. Μια εποχή, όμως, και μια χώρα, που πρωτίστως πρέπει να ιστορηθούν ως σημεία μαρτυρίου για την πλειοψηφία του λαού.

Η Ελλάδα είχε βγει από την τουρκοκρατία με πληγές. Και με την ίδια σχεδόν κοινωνική δομή. Οι κοτζαμπάσηδες στην Παλιά Ελλάδα και οι τσιφλικάδες στη Θεσσαλία είχαν αντικαταστήσει απλώς τους τούρκους αγάδες και τους μπέηδες. Κανένας σοβαρός κοινωνικός μετασχηματισμός και βέβαια ούτε λόγος για την ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή οικογένεια των λαών, αυτή τουλάχιστο που είχε προκύψει και μεταλλαχθεί μέσα από το Διαφωτισμό.

Ο Αντύπας ήταν φτωχόπαιδο, από τα Φερεντινάτα της Κεφαλλονιάς. Ο πατέρας του ήταν τεχνίτης ξύλου. Καλός μαθητής, λαμπρό μυαλό, αλλά ατίθασος, ένα συνήθειο που έχουν οι Κεφαλλονίτες. Πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει νομική, αλλά του προέκυψε ο σοσιαλισμός. Αιώνιος φοιτητής, δεν πήρε ποτέ το πτυχίο του. Η έφεσή του στις αναρχικές ή σοσιαλιστικές ιδέες προερχόταν από το χτύπο της καρδιάς του. Δεν ήταν ο πιο πιστός σοσιαλιστής και οι σύντροφοί του δεν χώνευαν την εθνικιστική του διάσταση.

Το 1896 έφυγε για την Κρήτη, για να πάρει μέρος στην επανάσταση. Τραυματίστηκε μάλιστα. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, έζησε τα γεγονότα της ήττας του 1897. Ατρόμητος ομιλητής, βγήκε στο συλλαλητήριο της Ομόνοιας στις 14 Σεπτεμβρίου για να καταγγείλει τους ξένους και τους βασιλικούς πρίγκιπες ως υπαιτίους της ήττας. Συνελήφθη και φυλακίστηκε. Τον κατηγόρησαν για προσπάθεια να οδηγήσει το λαό σε εξέγερση, για εξύβριση των διαδόχων και της Δανίας, αλλά και των μεγάλων δυνάμεων. Σύνολο 1 χρόνος φυλακή στην Αίγινα.

Βγαίνοντας από το κολαστήριο, που είχε φτιαχτεί κάποτε για να περισώσει τα ορφανά του αγώνα, ο Αντύπας μπλέχτηκε σε μια υπόθεση δήθεν σχεδίου για τη δολοφονία του Γεωργίου Α΄ και ξαναφυλακίστηκε. Μετά από το δεύτερο ολιγόμηνο «ταξιδάκι» στην Αίγινα, ξαναγύρισε τελικά στην Κεφαλλονιά περί το 1900. Προσπάθησε να βοηθήσει τον πατέρα του στις δουλειές, αλλά γρήγορα έμπλεξε και πάλι.

Αυτή τη φορά εξέδωσε μια εφημερίδα με το όνομα Ανάστασις, και από το πρώτο φύλλο κιόλας τα έβαλε με όλους: την πολιτική, την θρησκευτική και τη δικαστική εξουσία, τις οποίες κατηγόρησε για την ήττα του ’97. Νέες συστάσεις και απαγόρευση της εφημερίδας του, τον ανάγκασαν να μεταβεί στο Βουκουρέστι, όπου για καλή του τύχη ζούσε ένας θείος του και μάλιστα πλούσιος.

Ο γεωπόνος Γεώργιος Σκιαδαρέσης, φαίνεται πως συμμεριζόταν τις ιδέες του ανιψιού του, και πείστηκε να αγοράσει ένα τσιφλίκι κοντά στην Αγυιά της Λάρισας για να κάνει πράξη ο Αντύπας τις ανατρεπτικές του ιδέες. Πριν πάει ως επιστάτης στα κτήματα του θείου του και του συνεταίρου του, κάποιου Μεταξά, ο Αντύπας επέστρεψε στην Κεφαλλονιά. Εξέδωσε και πάλι την εφημερίδα του κι έφτιαξε ένα λαϊκό σχολείο. Συχνά-πυκνά βρισκόταν στην πρωτεύουσα, είτε για εθνικούς είτε για σοσιαλιστικούς λόγους.

Τον Ιούνιο του 1907, μετά από μια εκλογική αποτυχία, έφυγε για να συναντήσει το πεπρωμένο του. Ανέλαβε την επιστασία των κτημάτων του θείου του. Μίλησε στους κολίγους του κτήματος, και έκανε γρήγορα την υπόθεσή του κατανοητή σε όλους. Έσβησε τα χρέη τους προς το τσιφλίκι. Αντί για το 25% της σοδειάς, τους έδωσε το 75%. Τους έδωσε την Κυριακή για αργία, και υποσχέθηκε την ίδρυση σχολείου και γεωργικής σχολής. Τους παρακίνησε μάλιστα να αγοράσουν φτηνά και με βοήθεια από τον ίδιο γη από το τσιφλίκι και να την κάνουν δική τους.

Οι χωρικοί τον αγκάλιασαν και τον φιλούσαν στα χέρια. Δεν πίστευαν στην τύχη τους και στον άνθρωπο αυτόν που βρέθηκε μπροστά τους. Ο Αντύπας ξεκίνησε περιοδείες στον Θεσσαλικό Κάμπο περπατώντας στα χνάρια της φήμης του, που εξαπλώθηκε ραγδαία. Όπως ήταν φυσικό, μπήκε στο μάτι της εξουσίας. Ο Αγαμέμνων Σλήμαν, γιος του μεγάλου αρχαιολόγου (κατ’ άλλους αρχαιοκάπηλου) εκνευρίστηκε μαζί του. Ήταν τσιφλικάς και βουλευτής.

Ο Σλήμαν, λοιπόν, κατήγγειλε τον Αντύπα στον νομάρχη Λάρισας. Οι δυο τους συναντήθηκαν κάπου στην Αθήνα, και ο αψύς Κεφαλλονίτης ρώτησε τον βουλευτή γιατί τον συκοφαντεί. Ο Σλήμαν απάντησε ότι είναι δικαίωμά του να λέει την άποψή του. Δικαίωμά μου να σε χτυπήσω τότε, είπε ο Αντύπας και του έριξε ένα χαστούκι, του οποίου ο αντίλαλος πρέπει να έφτασε και στην τελευταία χαμοκέλα της Θεσσαλίας.

Είκοσι μέρες φυλακή επέβαλε το δικαστήριο, αλλά η τιμωρία που περίμενε τον επαναστάτη δεν είχε εκτελεστεί ακόμα. Το κτήμα ήταν συνεταιρικό. Επιστάτης από τη μεριά του Μεταξά ήταν κάποιος Ιωάννης Κυριάκος. Ο Αντύπας μαζί με τον ξάδερφό του, Παναγή Σκιαδαρέση, προσπάθησαν να ανέβουν στα δωμάτιά τους. Ο Κυριάκος βρήκε την ευκαιρία και μετά από έναν καυγά πυροβόλησε τον Αντύπα στο κεφάλι. Το βόλι τον πήρε ξυστά. Το δεύτερο βόλι όμως τον πέτυχε χαμηλά στην πλάτη, καθώς προσπαθούσε να φύγει. Εξέπνευσε στην αγκαλιά του Σκιαδαρέση.

Η Αστυνομία έφτασε στο σημείο με διπλό στόχο. Πρώτον, να σώσει τον Κυριάκο από τους εξαγριωμένους χωρικούς. Δεύτερον, να τον αθωώσει για το έγκλημά του. Έγραψε ο αστυνόμος, που έφτασε πρώτος: «Αντύπας ραπίσας Κυριακού εφονεύθη αμυνομένου». Ο Κυριάκος τη γλίτωσε, όντως. Είχε γερές πλάτες. Του είχαν δώσει 12.000 δραχμές οι τσιφλικάδες για να σκοτώσει τον ταραξία.

Άρθρο από το περιοδικό HOTDOC Τεύχος 103 (A' Ιούνιος 2016) 
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger