{[['']]}
Το «εθνικό κεφάλαιο» της θυσίας
Στη συνέχεια, οι επ' ακροατηρίου συζητήσεις εστίαζαν στον «τυπικό» χαρακτήρα των εγκλημάτων, στις συνέπειες δηλαδή που είχαν οι πράξεις των κατηγορουμένων στη ζωή της πλειονότητας του ελληνικού λαού, και όχι στο πώς και με ποια κίνητρα αυτές τελέστηκαν.
Τούτο είχε το πλεονέκτημα ότι προέτασσε μια ενιαία ιδέα του έθνους, που υπέμενε καρτερικά τις συνέπειες του πολέμου. Κάθε μάρτυρας συνέβαλε στο να εμπεδωθεί και να αναδειχθεί η σημασία των καταστροφών. των λεηλασιών και των ανθρώπινων απωλειών. Επρόκειτο. όμως, κυρίως για γενικούς απολογισμούς που δεν υπεισέρχονταν στις εσωτερικές συγκρούσεις ούτε στην πολιτική, εθνική ή θρησκευτική ταυτότητα των θυμάτων.
Έτσι, για παράδειγμα, α μάρτυρες αναφέρθηκαν ρητά στους 25.000 Έλληνες που είχαν εκτελεστεί. ή στους 30.000 εργάτες που είχαν σταλεί στη Γερμανία, αλλά όχι και στους 50.000 Έλληνες Εβραίους που είχαν εκτοπιστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής.1
Τέτοια απολογισμοί αποσκοπούσαν στην κατασκευή μιας συναινετικής αφήγησης ευρείας αποδοχής που ανήγε τις θυσίες του ελληνικού λαού σε εθνικό κεφάλαιο στα διεθνή φόρα, ούτως ώστε το έθνος να διεκδικήσει νομίμως και επί ίσοις όροις τη θέση του «στους κόλπους των Ηνωμένων Εθνών της αντιφασιστικής συμμαχίας». Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν τα στοιχεία που αφορούσαν το κόστος του πολέμου και της Κατοχής όπως παρουσιάστηκαν από τους ανώτερους αξιωματούχους της Δημόσιας Διοίκησης.
0 Αθ. Σμπαρούνης υπουργός Οικονομικών, έκανε τον πρώτο απολογισμό της «καταλήστευσης του εθνικού πλούτου» στην Κατοχή, και κατέθεσε συγκριτικά στοιχεία με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. 2
Ο διευθυντής του Ελεγκτικού Συνεδρίου εκτίμησε τις απώλειες των κρατικών ταμείων σε 9.800.000 χρυσές λίρες (εκ των οποίων. 7.300.000 για τις δαπάνες Κατοχής και 2.500.000 για τα δημόσια έργα). Ο διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος εκτίμησε ότι οι δαπάνες Κατοχής ανέρχονταν σε 7.800.000 χρυσές λίρες. 3
Αυτή η αφήγηση της εθνικής θυσίας έγινε το βάθρο επί του οποίου στήθηκε η επίσημη μνήμη του «αντιφασιστικού έθνους».
Η χρήση της ποινικής διαδικασίας αποσκοπούσε στην καταδίκη και τον στιγματισμό των κατοχικών κυβερνήσεων ως ενόχων για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν προκειμένου να αποκλειστούν άπαξ διά παντός από την πολιτική ζωή του τόπου.
Ωστόσο, ήδη από την εξέταση ορισμένων μαρτύρων κατηγορίας, αυτή η ιδέα υπονομεύθηκε: πρώτα απ’ όλα επειδή ελλείψει διοικητικής εκκαθάρισης, οι γενικοί γραμματείς και τα λoiπά ανώτερα διοικητικά στελέχη υπουργείων, που κλήθηκαν να καταθέσουν, είχαν διατελέσει υφιστάμενοι των κατηγορουμένων και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να θεωρηθούν δυνάμει «συνεργοί». Κατά συνέπεια, δεν ήταν διόλου παράδοξο που αυτοί ακριβώς οι μάρτυρες κατηγορίας έσπευδαν να βρουν ελαφρυντικά για τους κατηγορουμένους.
Στα θετικά σχόλια για την ηθική ακεραιότητα των δοσιλόγων υπουργών, 4 που είχαν διατυπωθεί από την αρχή, έρχονταν πλέον να προστεθούν οι επιβεβαιώσεις των μαρτύρων για τον πατριωτισμό τους. Επαναλαμβάνοντας τις επίσημες περιγραφές για την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας. σύμφωνα με τις οποίες εκείνα είχαν αναλάβει να αποκαταστήσουν την τάξη στη λεηλατούμενη από τους κομμουνιστές ύπαιθρο,
O διευθυντής του Υπουργείου Εφοδιασμού έκανε λόγο για την υπεράνθρωπη προσπάθεια του Ράλλη (και του Πειρουνάκη) να ανεφοδιάσουν τις πόλεις, έστω και αν αυτή η προσπάθεια εντέλει δεν ευοδώθηκε. Ο διευθυντής της Τραπέζης της Ελλάδος διαβεβαίωσε ότι ο -δικαζόμενος ερήμην - πρώην υπουργός Οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης είχε ευσυνείδητα, αλλά επί ματαίω. επιχειρήσει να αναταχθεί στις λεηλασίες τροφίμων και φαρμάκων.
Ο διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, εξάλλου, ανακάλεσε τη θλίψη του Γκοτζαμάνη. όταν κατασχέθηκαν τα αποθέματα καπνών από τους κατακτητές. 5
Προκειμένου να επιβεβαιώσουν τον «τυπικό» χαρακτήρα του εγκλήματος του δοσιλογισμού οι μαρτυρίες των πολιτικών συνέκλιναν στο ότι οι κατοχικές κυβερνήσεις παρείχαν στους κατακτητές μια νομιμοποίηση την οποία θα στερούνταν αν είχαν διορίσει απευθείας έναν «γκαουλάιτερ». 6
Τα στελέχη της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας, ωστόσο. είχαν άλλη άποψη: με αφορμή την αρπαγή ειδών πρώτης ανάγκης (χιλιάδες τόνους σιτάρι, ρύζι, κάρβουνο, λίπος, κλπ.) από τις αποθήκες του Πειραιά, και της κατάσχεσης 120.000 τόνων καπνού, ο γενικός διευθυντής της φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών αρνήθηκε να απαντήσει στην ερώτηση αν οι κυβερνήσεις είχαν συνειδητά βοηθήσει τον εχθρό, επιφυλασσόμενος και αυτός, μέχρι την απόφαση του δικαστηρίου. Στη συνέχεια, συμπλήρωσε ότι οι Γερμανοί ασκούσαν απερίγραπτη βία και δεν άφηναν πολλά περιθώρια ελιγμών. Στην ερώτηση του Επιτρόπου αν εκείνος θα ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο, ο μάρτυς απάντησε καταφατικά.7
Η βία των Ταγμάτων Ασφαλείας
Οπως παρατήρησε ο ιστορικός Τόνυ Τζαντ, το μοτίβο της βίας που υποκινείται έξωθεν, από τον κατακτητή (occupier-driven violence), αποτέλεσε τον ικανό παρονομαστή όλων των επίσημων εθνικών αφηγήσεων των ευρωπαϊκών κρατών σχετικά με την περίοδο κατοχής από τις δυνάμεις του Αξονα. 8
Έτσι και στην Ελλάδα, η γερμανική ναζιστική βία έγινε ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο οικοδομήθηκε το νέο εθνικό αφήγημα Οι μάρτυρες καταδίκασαν σε όλους τους τόνους τη βία που άσκησαν οι κατακτητές, χωρίς ωστόσο να την κατονομάσουν, να την ορίσουν ή να τη περιγράφουν- την επικαλούνταν γενικώς και αορίστως. χωρίς να παραπέμπουν στους υπευθύνους ή στις συγκεκριμένες πράξεις διά των οποίων είχε εκφραστεί αυτή η βία.
Τούτο έγινε σαφέστερο, όταν η συζήτηση έθιξε το θέμα της εμφύλιας βίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
Στην πλειονότητά τους, οι μάρτυρες αρνήθηκαν να υποστηρίξουν την κατηγορία σύμφωνα με την οποία η τελευταία κατοχική κυβέρνηση είχε θέσει τα Τάγματα Ασφαλείας στην υπηρεσία των κατακτητών. προκαλώντας έτσι εμφύλιο πόλεμο:
«- "Οταν έδημιουργήθησαν τά τάγματα υπήρχαν πολλές οργανώσεις άντιστάσεως. Μεταξύ αύτών ό ΕΔΕΣ καί ή ΕΚΚΑ. (...) Ξέρω λοιπόν ότι τά τάγματα ουδέποτε συνεγκρούσθησαν μέ τάς οργανώσεις αύτάς. Επομένως έγιναν διά νά κτυπήσουν τόν ΕΛΑΣ καί όχι διά νά έξυπηρετήσουν τόν έχθρόν». 9
«- Είναι γνωστός ό σκοπός τών ταγμάτων. “Εγιναν διά νά κτυπήσουν τά δήθεν Τάγματα άντιστάσεως τού ΕΑΜ. Διά τής ιδρύσεώς των ή κυβέρνησις θέλησε νά διασφάλιση την δημοσίαν τάξιν». 10
Τέτοιες δηλώσεις, που απηχούσαν ευθέως τις απόψεις και την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, σύντομα επέσυραν τη μήνιν όχι μόνο του εαμικού Τόπου, αλλά και της ευρύτερης δημοκρατικής κοινής γνώμης. Οι θηριωδίες των Ταγμάτων Ασφαλείας εις βάρος του άμαχου πληθυσμού αποσιωπήθηκαν - και α σιωπές ήταν, συχνά, σκανδαλωδώς εύγλωττες.
Σε αυτό το σημείο, η κατάθεση του ιστορικού ηγέτη των φιλελευθέρων Θεμιστοκλή Σοφούλη ήταν αποκαλυπτική. Οπως είδαμε παραπάνω, ο Θ. Τσάτσος, πρώην μέλος του Κόμματος των Φιλελευθέρων, ανέφερε ότι ο Σοφούλης είχε ζητήσει από τον άλλη την «ένταξη» βενιζελικών αξιωματικών στα Τάγματα Ασφαλείας.
Δύο μέρες αργότερα. ο Σοφούλης δεν δίστασε να αναλάβει πλήρως την ευθύνη της πολιτείας του επί Κατοχής Η κατάθεση Σοφούλη συνεχίστηκε ως εξής
«Πρόεδρος τού δικαστηρίου: - Τά τάγματα έτέθησαν όμως υπό τάς διαταγάς τών Γερμανών.
Σοφούλης: - Δεν τό γνωρίζω.
Πρόεδρος: - Τά τάγματα. κατευθυνόμενα ύπό τών Γερμανών ήτο δυνατόν νά προβούν εις έργα αντίθετα τών έθνικών συμφερόντων;
Σοφούλης: - Δεν τό πιστεύω. Δέν πιστεύω ότι θά υπήρχε Ελλην που θα ετίθετο μέ τό πλευρόν τών Γερμανών». 11
Σε αυτό το σημείο, ο Ειδικός Επίτροπος διάβασε στο δικαστήριο την υπ’ αριθ. 44/1943 διαταγή του υπουργού Εσωτερικών της κατοχικής κυβέρνησης Αν. Ταβουλάρη. όπου ανακοινωνόταν η ανάληψη της διοίκησης των Ταγμάτων από τον Γερμανό αξιωματικό Στρόοπ, ως επικεφαλής του αγώνα εναντίον των κομμουνιστικών συμμοριών και των σαμποτάζ. Ο Σοφούλης τότε ανταπάντησε: «Πρώτη φορά λαμβάνω γνώσιν αυτών!»
Ωστόσο, λίγο αργότερα κατά τη συνομιλία του με τον Ράλλη θα φανεί πως ο γηραιός πολιτικός ήξερε περισσότερα από όσα παραδεχόταν:
« Ράλλης: - Σάς έπισκέφθηκε ό διοικητής των Ταγμάτων Ασφαλείας Πλυτζανόπουλος κύριε Σοφούλη;
Σοφούλης: - Τόν έκάλεσα έγώ. Μού έκαναν παράπονα άπό τους συνοικισμούς καί τού έπέστησα την προσοχήν.
Ρ.: Τον γνωρίζατε. Διατί ό διακεκριμένος αύτός αξιωματικός ανήκε στήν παράταξίν σας
Σ.: - "Οχι. δέν τόν γνωρίζω. Συμμετέσχαν όμως εις τά Τάγματα Ασφαλείας πολλά διακεκριμένα τού κόμματός μου αξιωματικοί» 12.
Παρόλο που με αυτές τις δηλώσεις ο Σοφούλης υποστήριζε σαφώς τον ένοπλο δοσιλογισμό. την επομένη προέβη σε επανορθωτική δήλωση, διαβεβαιώνοντας πως καταδίκαζε «την ανάληψη κυβερνητικής εξουσίας κατά την κατοχή».13
Ο χαρακτηρισμός του δοσιλογισμού ως τυπικού εγκλήματος επέτρεψε στους πάντες να τον καταδικάσουν σε όλους τους τόνους εξίσου τυπικά. τύποις. Επρόκειτο για μια καταδίκη που βασιζόταν στην αντικομμουνιστική πολιτική ηθική του δοσιλογισμού.
Θεμέλιος λίθος αυτής της ηθικής ήταν μια εκδοχή της αρχής «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ότι μπορεί κανείς να υποστηρίζει ένα πράγμα και το αντίθετό του, ότι είναι ηθικό, π.χ„ να ράβεις καινούργια στολή και μέσα σε μια νύχια, να μεταμορφώνεσαι από όργανο του ναζισμού σε φέρελπι εδεσίτη 14 και. πάνω απ’ όλα ότι είναι νόμιμο να παρουσιάζεις τους αντιπάλους σου ως αιμοδιψείς δολοφόνους.
Από αυτή τη σκοπιά, η εμφύλια σύγκρουση που ξέσπασε κατά τη διάρκεια της Κατοχής μπορούσε να εμφανίζεται ως «ατυχής» εκτροπή από τον εθνικό αγώνα για την απελευθέρωση, ως ένα ατύχημα, μια πανουργία της ιστορίας ή ακόμα χειρότερα, των κομμουνιστών. 0 Παπανδρέου αποδείχτηκε για μία ακόμα φορά ο αρμοδιότερος και ικανότερος να κατονομάσει τους υπευθύνους αυτού του «ατυχήματος»:
«Τά Τάγματα Ασφαλείας δεν συγκροτήθηκαν ούτε κατά τό πρώτον ούτε κατά τό δεύτερον έτος τής δουλείας, αλλά κατά τό τρίτον, όπότε ψυχολογικώς κατέστησεν τούτο ευχερές ή προηγηθείσα τρομοκρατία τού κομμουνιστικού κόμματος. Τά τάγματα ένίσχυσαν τό ήθικό των έαμικών διατί έδωσαν τήν έντύπωσιν πώς υπήρχαν δύο μέτωπα: τό έαμικό θεωρούμενον ώς έλληνικόν και τό άλλο τό συνεργαζόμενον μέ τόν κατακτητήν. Έδημιουργείτο ούτως ή δυνατότης μονοπωλήσεως τού έθνικού άγώνος ύπό τού ΕAM ». 15
Στον πυρήνα αυτής της αφήγησης βρίσκεται η άρνηση της εσωτερικής σύγκρουσης. Το ενωμένο αγωνιζόμενο έθνος μαρτύρησε από εξωτερικές δυνάμεις. Οι θηριωδίες των μαζικών αντιποίνων ήταν έργο των Γερμανών· τα Τάγματα Ασφαλείας ενεπλάκησαν απλώς επειδή κάποιοι εξετράπησαν από τους αρχικούς τους στόχους· τα «δήθεν Τάγματα αντιστάσεως του ΕΑΜ» εκτροχιάστηκαν πρώτα, έπειτα μπήκαν στη μέση οι Γερμανοί, και όλα πήγαν στραβά. 16
Οι περισσότερα μάρτυρες έτειναν να διακρίνουν σαφώς τις ναζιστικές θηριωδίες από τη βία που ασκούσε ο δοσιλογικός μηχανισμός. Η φρίκη των μπλόκων και οι βασανισμοί πατριωτών αναφέρονταν σπανίως μεταξύ των μαρτυρίων που υπέμεινε το έθνος, ή αποδίδονταν εξ ολοκλήρου στους Γερμανούς. Οι περιγραφές της άμεση; εμπλοκή; των εγχώριων δυνάμεων τη; τάξης ήταν ελάχιστες.17
Αντιθέτως, η απόδοση της ευθύνης της σύγκρουσης στην «κομμουνιστική βία» κατέστη σαφής από το πλήθος των σχετικών αναφορών και την ακρίβεια των περιγραφών. Με αυτό τον τρόπο προωθήθηκε μια προσέγγιση που θεωρούσε τους δύο πόλους της εσωτερικής σύγκρουσης εξωτερικούς ως προς το έθνος.
Η ταύτιση του ενός πόλου με τον γερμανικό ναζισμό και του άλλου με τον σλαβοκομμουνισμό είχε τις ρίζες της στις γεωστρατηγικές αντιλήψεις του μεσοπολέμου, και τις ενέγραφε στις υπό διαμόρφωση διαιρέσεις του Ψυχρού Πολέμου, σηματοδοτώντας έτσι την αρχή του τέλους της «παράθεσης» της μεγάλης αντιφασιστικής συμμαχίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου.18
Αφ’ ης στιγμής αποκλείστηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου η πραγματική εμπειρία του «αγωνιζόμενου έθνους», δεν απέμενε, για να επαναπροσδιοριστεί ο χαρακτήρας της εμφύλιας σύγκρουσης, παρά να αναχθεί συνολικά η εμπειρία της Κατοχής στο εξωτερικό ως προς το έθνος δίπολο Σύμμαχοι-δυνάμεις του Αξονα. Έτσι, με το να παραλείπεται η πραγματική ιστορική εμπειρία του διχασμού και της σύγκρουσης, κατασκευαζόταν μια υπερβατική ενότητα και μια επίπλαστη συνέχεια, που ταύτιζαν το έθνος με τη συνέχεια των κρατικών, στρατιωτικών και διοικητικών μηχανισμών.
Οι δοσίλογοι κυβερνώντες δεν κρίνονταν, πλέον, τόσο ως υπεύθυνοι εγκλημάτων που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, αλλά μάλλον ως συνεργοί ή κακοί διαχειριστές μιας βίας που ερχόταν από κάπου αλλού, από «έξω».
Στη» αντιπαράθεση Παπανδρέου-Ράλλη, που εκτυλίχθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η σύγκρουση μεταξύ των κοινωνικοπολιτικών μπλοκ της αντίστασης και του δοσιλογισμού αξιολογήθηκε ως ήσσονος σημασίας. Η σκηνή αποκαλυπτική, θύμιζε μάλλον κοινοβουλευτική συζήτηση απολογισμού κυβερνητικών πεπραγμένων παρά αντιπαράθεση σε δικαστήριο. Μιλώντας απλώς με την ιδιότητα των πρώην πρωθυπουργών, οι δύο πολιτικοί έριζαν για τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε τα δύο διαδοχικά κυβερνητικά σχήματα, τις ένοπλες δυνάμεις του δοσιλογικού κράτους.
«Ρ.: - Κύριε Παπανδρέου, είμαι σέ θέση νά διαβεβαιώσω ότι και πριν τού κινήματος τού Δεκεμβρίου Ικανός αριθμός άνδρών τών Ταγμάτων ώπλίσθη και ένετάχθη εις διάφορα σώματα μέ τά όποια και έπολέμησεν έναντίον τού ΕΛΑΣ.
Π.: - Δυνατόν, ύπό τό κράτος συγχύσεως νά συνέβησαν τέτοια περιστατικά. Ήτο μία παράβαση βασικής άρχής τήν όποιαν και ό Σκόμπυ διεκήρυξεν διά τήν μή χρησιμοποίησιν τών Ταγμάτων Ασφαλείας.
Ρ.:- Είχα την αφέλειαν νά σχηματίσω παρά τήν έπιθυμίαν τών Γερμανών τά Τάγματα. Αλλά ή δική σας άφέλεια νά συνωμοτήσετε μέ τό Ε.Α.Μ ήτο όλιγωτέρα άπό τη ιδική μου;
Π.: - Ή δική μου αφέλεια συνεργαζομένου με τό ΕΑΜ. ήτο νά άνοιχθούναι πύλαι τής Ελλάδος και νά έλθη ή νομιμότητα εις τήν χώραν τήν 18ην 'Οκτωβρίου». 19
Η Απελευθέρωση παρουσιαζόταν έτσι ως διαδικασία παραλαβής-παράδοσης της κυβερνητικής εξουσίας, η πολιτική αρετή ταυτιζόταν με την ικανότητα αποτροπής ενός «κενού εξουσίας», το οποίο θα άφηνε το κράτος στο έλεος των δυνάμεων που απειλούσαν την κυριαρχία του παλαιού πολιτικού κόσμου.
Καθώς η επιθυμία να κλείσει οριστικά αυτό το επαναστατικό επεισόδιο αποτελούσε εξαρχής τον κοινό τους τόπο, ο μαζικός κοινωνικός χαρακτήρας της σύγκρουσης που έλαβε χώρα κατά την Κατοχή ξεθώριαζε, υποχωρούσε, γινόταν εξωτερικός ως προς το έθνος, περιττός. Μ ε αυτό τον τρόπο, το στρατόπεδο της «νομιμότητας» οριζόταν, εντέλει, αποκλειστικά στη βάση του «Συμμαχικού Αγώνος», μίας ακόμα εξωτερικής, ως προς την εσωτερική πολιτική και κοινωνική σύγκρουση παραμέτρου.
Ο κρατικός μηχανισμός ως πολιορκημένο φρούριο
Οπως είδαμε, η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην αντίσταση και τον δοσιλογισμό σιγά σιγά ατονούσε ή περνούσε σε δεύτερο πλάνο, από τις πρώτες κιόλας αντιπαραθέσεις των δύο πλευρών.
Μια άλλη πτύχη της παράλειψης του αντιστασιακού βιώματος ήταν η τάση να γίνεται αναφορά, σχεδόν αποκλειστικά, στην πρώτη περίοδο της Κατοχής, στο διάστημα 1941-1943, πριν ακόμα καταστεί σαφής η υπεροχή του ΕΑΜ έναντι των άλλων οργανώσεων.20
Ωστόσο, η συμμετοχή στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως εμπειρία ενός μαζικού κινήματος δεν ήταν δυνατό να αποκλειστεί παντελώς από την ακροαματική διαδικασία.
Όσα μέτρα προστασίας και αν είχαν ληφθεί η αίθουσα του δικαστηρίου δεν μπορούσε να διαχωριστεί με στεγανά από τα όσα λέγονταν ή συνέβαιναν στους υπόλοιπους τομείς του δημόσιου βίου.
Ο δικαστικός μηχανισμός έκανε προσεκτική επιλογή, ώστε να εντάξει αυτό το βίωμα σε νέα ερμηνευτικά πλαίσια Έτσι, δύο εβδομάδες μετά την έναρξη της δίκης ιδρύθηκε το Β' Τμήμα του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων της Αθήνας, το οποίο προώθησε αμέσως μια σειρά «αμιγώς εγκληματικών» υποθέσεων τις οποίες είχε ανακοινώσει ο προϊστάμενος Εισαγγελίας Πρωτοδικών Κ. Κόλλιας.21
Οι πρώτοι δεκαεπτά κατηγορούμενοι αυτής της σειράς δικάστηκαν παράλληλα με την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας στη δίκη των κατοχικών κυβερνήσεων. 22
Σε πρώτη φάση, στις αρχές Μαρτίου, δικάστηκαν δύο διαβόητοι πράκτορες και βασανιστές των Ες Ες και της Γκεστάπο.23
Η πρόθεση να αναδειχθούν κυρίως -αν όχι αποκλειστικά - οι αγριότητες που διαπράχθηκαν με εντολή ή υποκίνηση των καταχτητών κατέστη εμφανέστερη στις υποθέσεις που κρίθηκαν από το Β' Τμήμα του Ειδικού Δικαστηρίου. Έτσι, με μια γρήγορη επιλογή από τις δικογραφίες που είχαν καταρτιστεί το φθινόπωρο, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων της Αθήνας δίκασε μια Γερμανίδα παντρεμένη με Έλληνα που είχε εργαστεί ως διερμηνέας στο γερμανικό Αρχηγείο, καθώς και έναν ιδιοκτήτη ταβέρνας ιταλικής καταγωγής που είχε εκφράσει δημοσίως φιλοφασιστικές απόψεις.24
Μεταξύ των λοιπών κατηγορουμένων αυτής της πρώτης σειράς, βρίσκουμε ακόμα δύο πράκτορες της Γκεστάπο και δύο διερμηνείς που εργάζονταν για τον εχθρό. Οι τελευταία, όπως και οι υπόλοιποι κατηγορούμενα αυτής της πρώτης σειράς, διώχθηκαν είτε επειδή είχαν εκφραστεί ανοιχτά υπέρ του Άξονα είτε επειδή είχαν καταδώσει μέλη των δικτύων κατασκοπίας των Βρετανών και της κυβέρνησης του Κάιρου.25
Η βασική διάκριση μεταξύ συνεργασίας με ή χωρίς πρόθεση προδοσίας, που είχε δοκιμαστεί στη δίκη των κυβερνήσεων, βρήκε το αντίστοιχό της όσον αφορά τον δικαστικό χειρισμό των δικογραφιών, στη διάκριση των δοσιλόγων σε συνειδητούς ιδεολογικούς συνοδοιπόρους του φασισμού και της συνεργασίας με τον εχθρό, και «ουδέτερους» ή de factο συνεργάτες που είχαν τεθεί εκ της θέσεώς τους, και χωρίς εντέλει να το επιδιώξουν, στην υπηρεσία του εχθρού (πρβλ. την αντίστοιχη διάκριση ανάμεσα σε «eollaborationnistes» και «collabora-teurs» στη Γαλλία). 26
Αυτή η διάκριση επρόκειτο να βρει το αντίστοιχό της και στη διάκριση ανάμεσα σε μια αντίσταση «εθνική» και μια πολιτικοποιημένη, απομακρυσμένη από τους αρχικούς, αγνούς πατριωτικούς της στόχους.
Εν τω μεταξύ. στη δίκη των κυβερνήσεων, που εισερχόταν πλέον σε νέα φάση, έκανε την εμφάνισή της η ταξική διάσταση της διαχωριστής γραμμής μεταξύ αντίστασης και δοσιλογισμού. Εως τα μέσα Μαρτίου είχε ολοκληρωθεί η εξέταση των δέκα μαρτύρων που εκπροσωπούσαν αποκλειστικά τον πολιτικό κόσμο του μεσοπολέμου και της κυβέρνησης του Κάιρου. Οπως είδαμε παραπάνω, από τις 16 ώς τις 27 Μαρτίου εξετάστηκαν τα έντεκα διοικητικά στελέχη υπουργείων. Παράλληλα εξετάστηκαν έξι μάρτυρες που συνδέονταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τα κινήματα της αντίστασης.
Οι διευθυντές υπουργείων φάνηκαν μεν επιεικείς απέναντι στους κατηγορουμένους που ήταν παρόντες. οι περισσότερα ωστόσο αναγνώρισαν και κατήγγειλαν ως υπεύθυνους για όλα τα δεινά κάποιους από τους κατηγορουμένους που είχαν διαφύγει μαζί με τους Γερμανούς. Κυρίως τον Ε. Τσιρονίκο και τον Σ. Γκοτζαμάνη. 27
Η νέα εθνική αφήγηση διαμορφωνόταν λοιπόν, με την υπόδειξη λίγων αποδιοπομπαίων τράγων, απαλλάσσοντας από κάθε ευθύνη μεγάλα τμήματα της κρατικής γραφειοκρατίας που είχαν συνεργαστεί ή έστω συγχρωτιστεί, με τον κατακτητή.
Αυτή η λογική που ήταν κυρίαρχη στα υψηλόβαθμα στελέχη και τους παλαιούς πολιτικούς, δεν περιορίστηκε στα μέλη της κυβέρνησης που δικάστηκαν ερήμην. Το επιχείρημα της «ασπίδας» επεκτανόταν. για να συνδεθεί και με τη δράση εκείνων των δοσιλόγων που θα επιχειρούσαν να χρησιμοποιήσουν ή να διαφθείρουν τους κρατικούς λειτουργούς.
Έτσι, οι μάρτυρες προέβησαν συχνά σε «αποκαλύψεις» σχετικά με συνειδητούς δοσιλόγους - καπνέμπορους ή καπνοβιομήχανους που στόχευαν στα κέρδη από τις πωλήσεις στο Τρίτο Ράιχ, ή ναζιστικές ομάδες που προετοίμαζαν ελληνικό εκστρατευτικό σώμα το οποίο θα πολεμούσε στο πλευρό των ναζί στο ανατολικό μέτωπο.
Με άλλα λόγια, ο κρατικός μηχανισμός παρουσιαζόταν σαν πολιορκημένο οχυρό, και η ανάγκη να εξασφαλιστεί η συνέχεια της λειτουργίας του ως το μοναδικό καθήκον των δημόσιων λειτουργών, προκειμένου να αποκρουστούν όσοι επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν τις ανώμαλες συνθήκες.28
Η νόμιμη συνέχεια του έθνους ερχόταν, έτσι, να ταυτιστεί με τη συνέχεια των διοικητικών του μηχανισμών.
Οι μάρτυρες που συνδέονταν με τις δυνάμεις της Αντίστασης ήταν ριζικά αντίθετοι με τα επιχειρήματα που μόλις αναφέραμε. Πρώτα απ’ όλα. ανέτρεψαν το επιχείρημα της «ασπίδας», με τον ισχυρισμό ότι κάθε κυβέρνηση στην κατεχόμενη χώρα σφετεριζόταν εκ των προτέρων την εξουσία της νόμιμης κυβέρνησης η οποία συνέχιζε, από τη Μέση Ανατολή, να αγωνίζεται στο πλευρό των Συμμάχων.
Έτσι, συμπλήρωναν το σχήμα που εμφάνιζε το κράτος ως πολιορκημένο οχυρό με ένα άλλα που εμφάνιζε τις κατοχικές κυβερνήσεις σαν «καρκίνωμα» στον εθνικό κορμό.
Όπως σημείωνε στις 16 Μαρτίου ο διευθυντής της Ελευθερίας Π. Κόκκας, οι κυβερνήσεις αυτές γνώριζαν ότι ήταν εχθρικές προς τα συμφέροντα του έθνους, και επιχειρούσαν απεγνωσμένα να βρουν συνεργούς. διευρύνοντας τον κύκλο των υπευθύνων. 29
Στο ίδιο πλαίσιο, κάποιοι καταδίκασαν επιτέλους τα Τάγματα Ασφαλείας ως σώματα που βοηθούσαν την πολεμική προσπάθεια του εχθρού. Εννοείται πως ο τόνος ποίκιλλε, ανάλογα με τις πεποιθήσεις του κάθε μάρτυρα. Πιο συγκρατημένος. ο Λάζαρος Πηνιάτογλου. συντάκτης της παράνομης φιλοβασιλικής εφημερίδας Ελληνικόν Αίμα, επανέλαβε στην κατάθεσή του το μοτίβο περί συνεργασίας με τον εχθρό ελλείψει άλλης επιλογής, συνδέοντάς το με εγκλήματα τα οποία διαπράχθηκαν παρά τις αρχικές προθέσεις που είχαν οδηγήσει στην ίδρυση των Ταγμάτων.
Από την άλλη, ο Αχιλλέας Κύρου, πολιτικός αναλυτής στην ίδια εφημερίδα, και πιθανότατα εμπνευστής του εντύπου Η δίκη της κυβερνήσεως Ράλλη έναν χρόνο νωρίτερα, προχώρησε πολύ περισσότερο. 30
Αναφερόμενος στις ιδιωτικές συνομιλίες του με τον βασιλιά την παραμονή της συνθηκολόγησης των στρατηγών, δήλωσε ότι ο αρχηγός του κράτους ήταν κατηγορηματικά αντίθετος προς κάθε τέτοια προοπτική. Περιγράφοντας την ανάμειξή του στο αντιστασιακό κίνημα, ο μάρτυρας καταλόγισε στον Ράλλη την πλήρη σύνταξή του με τον κατακτητή.
Στη συνέχεια, παρουσίασε τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας με τα μελανότερα χρώματα, και περιέγραψε λεπτομερώς πώς δρούσαν από κοινού και σε απόλυτη συμφωνία με την Ειδική Ασφάλεια 31 και τους Γερμανούς.
Για να ενισχύσει τα λεγόμενά του, μάλιστα, αναφέρθηκε και στις διώξεις Ελλήνων από τα Τάγματα, παραλείποντας, βέβαια, τις απηνείς διώξεις των εαμικών και περιορίζοντας την κατάθεσή του στην εξιστόρηση της εξάρθρωσης ενός βρετανικού κατασκοπευτικού δικτύου, τα μέλη του οποίου είχαν παραδοθεί στους κατακτητές και είχαν εκ τελεστεί λίγο αργότερα. 32
Τέλος, σχετικά με την κερδοσκοπία με τις χρυσές λίρες στο Χρηματιστήριο Αθηνών, κατήγγειλε το λεγόμενο «σκάνδαλο των Πέντε Γιώργηδων». που είχε ήδη αποκαλυφθεί επί Κατοχής. 33
Όταν το δικαστήριο του ζήτησε διευκρινίσεις, εκείνος προτίμησε να υπεκφύγει, δηλώνοντας κατηγορηματικά ότι αρνούνταν να καταθέσει την προσωπική του άποψη ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων. Δέχτηκε, ωστόσο, να αποκαλύψει τα επώνυμα των πέντε κερδοσκόπων μεταξύ των οποίων και εκείνο του υιού Ράλλη.
Θιγμένος από την προσβολή στην οικογενειακή του τιμή, ο Ράλλης διαμαρτυρήθηκε ότι ο μάρτυς αναπαρήγε τις συκοφαντίες των «ρυπαρόφυλλων». «Τα ρυπαράφυλλα εκείνα, όπως τα εχαρακτηρίσατε, διετήρησαν άσβεστον την φλόγαν της εθνικής μας αντιστάσεως!», αποκρίθηκε ο Κύρου.34
Έτσι, από τους τόσους συντελεστές των αντιστασιακών κινημάτων ο παράνομος Τύπος, ο πρώτος που λειτούργησε ανοιχτά μετά την Απελευθέρωση, 35 σηματοδότησε και την είσοδο του εθιικοαπελευθερωτικού κινήματος στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Η δύναμη νομιμοποίησης που διέθετε ήταν τόσο μεγάλη ώστε οι παρευρισκόμενοι εκπρόσωποί του δεν δίστασαν να μιλήσουν εξ ονόματος του συνόλου του αντιστασιακού Τύπου, ζητώντας να κληθούν στην αίθουσα οι συντάκτες σαράντα περίπου εφημερίδων –δημοκρατικών, κομμουνιστικών, βασιλικών, ανεξάρτητων-, «που εκυκλοφορούσαν μόνον εις τας Αθήνας κατά την εφιαλτικήν τετραετίαν». Ο λόγος ήταν ότι:
«Τά φύλλα των υπήρξαν αψευδείς μάρτυρες όχι μόνον τών εγκλημάτων τά οποία διέπραξαν οι δικαζόμενοι, άλλα και τής γνώμης τήν όποιαν είχε τό έθνος περί αυτών, καθ’ ήν στιγμήν ό Ιταλόδουλος και Γερμανόδουλος έλληνόφωνος τύπος ό έπανεμφανισθείς σήμερον-τούς υμνεί καί έκολάκευε». 36
Η συζήτηση για τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο αποκάλυψε τον ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων συντελεστών που διεκδικούσαν το δικαίωμα της δημόσιας αφήγησης της Κατοχής. Εντός του δικαστηρίου γινόταν σιγά αγά αισθητός ο συσχετισμός δυνάμεων που διαμορφωνόταν.
Ενώ οι αντικομμουνιστές δημοσιογράφοι εξακολουθούσαν να συμπεριλαμβάνουν τα θύματα του κομμουνισμού στη δική τους αφήγηση του μαρτυρικού έθνους, ο Τύπος του ΕΑΜ είχε αρχίσει να δέχεται ισχυρά πλήγματα από το πρώτο κύμα «λευκής τρομοκρατίας», που ξέσπασε αμέσως μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας.
Σε αυτή τη συγκυρία, παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ο μοναδικός μάρτυρας που ανήκεστο ΕΑΜ, ο Μιχάλης Κύρκος με την ιδιότητα του διευθυντή της εφημερίδας Μάχη. Ο Κύρκος επιχείρησε να δώσει απάντηση στους αντικομμουνιστές δημοσιογράφους, που στις καταθέσεις τους είχαν περιοριστεί στους «μάρτυρες» του δικού τους στρατοπέδου, καταγγέλλοντας και εκείνος τη συνεργασία με τον εχθρό ως «κρατικό έγκλημα», όχι μόνο εναντίον των Συμμάχων αλλά και εναντίον των Ελλήνων πατριωτών.
0 Κύρκος είχε βέβαια επιλεγεί από τον Ειδικό Επίτροπο να εκπροσωπήσει το ΕΑΜ, όχι επειδή συμβόλιζε τον ριζοσπαστισμό και τις επαναστατικές βλέψεις του κινήματος, αλλά μάλλον γιατί, ως βουλευτής, διαδοχικά, των δύο αστικών κομμάτων (Φιλελευθέρων και Λαϊκού), κατά τον μεσοπόλεμο. εξέφραζε τη συνέχεια με το παλαιό πολιτικό σύστημα.39
Το ίδιο ίσχυε και για τον εκπρόσωπο των αναπήρων πολέμου του 1940-1941. Καταθέτοντας κυρίως στοιχεία σχετικά με τις συλλήψεις και τις δολοφονίες αναπήρων πολέμου από τα Τάγματα Ασφαλείας στα αθηναϊκά νοσοκομεία, τον Νοέμβριο του 1943, ο μάρτυρας προσέθεσε έναν κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα που συνέδεε την αντίσταση με το «έπος της Αλβανίας».
Επιπλέον, η παρουσία ενός εκπροσώπου των αναπήρων «εθνομαρτύρων» προσέθετε έναν κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα της επίσημης αφήγησης, που σχηματιζόταν σιγά σιγά. Οι ανάπηροι του «Σωτηρία» και των άλλων νοσοκομείων είχαν χτυπηθεί από τα Τάγματα ως «κομμουνιστές» και είχαν ήδη ενταχθεί στο ηρωικό αφήγημα του εαμικού κινήματος. Από αυτή τη σκοπιά, επρόκειτο για μια απόπειρα οικειοποίησης αυτού του μνημονκού τόπου - στον βαθμό που το ΕΑΜ παρέμενε επισήμως αποκλεισμένο από την αίθουσα του δικαστηρίου.
Η «εθνικοποίηση» του μαρτυρίου των αναπήρων υπηρετούσε την ιδέα της ρήξης με ένα καθεστώς προδοτικό και καταπιεστικό, προκειμένου να αποκατασταθεί η συνέχεια του εθνικού χρόνου. Μάλιστα, η χρονική στιγμή που επελέγη για τις καταθέσεις της «Εθνικής Αντίστασης» ήταν συμβολική: μεταξύ 15 και 25 Μαρτίου. ημερομηνία λήξης της προθεσμίας κατάθεσης των όπλων για τον ΕΛΑΣ, και της εθνικής εορτής, αντίστοιχα.
Παραπομπές
1. Κατάθεση Θ. Τσάτσου, εφημερίδες της 1ης Μαρτίου 1945.
2. Ελευθερία, 18 Μαρτίου 1945.
3. Ελευθερία. 20 και 22 Μαρτίου 1945. Εθνος 22 Μαρτίου 1945.
4. Ενδεικτικά, ο στρατηγός Πιναλίστρας ανέφερε, για τον Δ. Πολύζο (υπουργό Επισιτισμού της κυβέρνησης Τσολάκογλου για ενάμιση μήνα πως ήταν από τους καλύτερους αξιωματικούς, και ότι ο ίδιος δεν θεωρούσε ότι εκείνος ατιμάστηκε επειδή αποδέχτηκε τη γερμανική νίκη. Παρομοίως. ο Π. Κανελλόπουλος δήλωσε, για τους Ράλλη και Τσολάκογλου, ότι διέπραξαν σφάλμα και όχι προδοσία.
5. Βλ. αντιστοίχως: κατάθεση Βακαλόπουλου. Ελευθερία, 23 Μαρτίου 1945.και κατάθεση Γρηγορίου, Ελεύθερα 22 Μαρτίου 1945. Σχετικά με την κατάθεση του Μαγκριώτη για τον υπουργό Χατζημιχάλη βλ. Ελεύθερη Ελλάδα, 23 Μαρτίου 1945: «Οι “μάρτυρες κατηγορίας" εξυμνούν την πολιτική των εθνοπροδοτών».
6. Κατάθεση Τριανταφυλλόπουλου. καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών (Ελευθερία 15 Μαρτίου 1945).
7. Κατάθεση Πέππα (Ριζοσπάστης. 20 Μαρτίου 1945. Εμπρός. Ελευθερία. 21 Μαρτίου).
8. Τόνυ Τζαντ. «The past is another rountry: Myth and Memory in Postwar Europe», στο Dear. GftO&i JuDT. The Mitics of Ketrijutton. 6. π, σ. 293-323. αυτό στη σ. 296.298. από την εισαγωγή του Istvan Στο ίδιο. σ. 6.
9. Κατάθεση Θ. Τσάτσου, Ελευθερία. 28 Φεβρουαρίου 1945.
10. Κατάθεση θ. Σοφούλη. Ελεύθερη Ελλάδα. Ριζοσπάστης. 5 Μαρτίου 1945.
11. Αυτόθι.
12. Ριζοσπάστης. 2 Μαρτίου 1945.
13. Οι θέσεις αυτές, μόλις δημοσιοποιήθηκαν, προκάλεσαν την έκπληξη των οπαδών του. Ορισμένοι από τους οποίους, μάλιστα, τον αποκήρυξαν. Σχετικά με την επανόρθωση της δήλωσής του. βλ. Καθημερινή. 4 Μαρτίου 1945. σ. 3. Πρβλ. έναν άλλο διάλογο με τον I. Ράλλη όπου ο τελευταίος ρωτά τον Σοφούλη αν είχε ζητήσει ο ίδιος από τους Γερμανούς να τον διορίσουν πρωθυπουργό της κυβέρνησης, και ο Σοφούλης τού απαντά ότι εξ όσων γνωρίζει, εκείνος δίσταζε, και ότι μόνο εφόσον οι Γερμανοί δέχονταν τους όρους του θα δεχόταν, με τη σειρά του. να σχημάτισα κυβέρνηση (Ελεύθερη Ελλάδα. 3 Μαρτίου 1945.σ. 3).
14. Βλ. παραπάνω, κεφ. 1.
15. Ελευθερία, Εμπρός, 16 Μαρτίου 1945.
16. Καθηγητής Μπαλής. Ελευθερία. Ελεύθερη Ελλάδα. Έθνος.& Απριλίου 1945· επιπλέον, ο όρος «Γερμανοί» που υπογράμμιζα τον εξωγενή χαρακτήρα των βιαιοπραγιών, προτιμάται σαφώς έναντι του όρου «ναζί», που έχει πολιτική συνδήλωση
17. Καταγράφουμε μα εν παρόδω αναφορά στην κατάθεση του δημοσιογράφου Αχιλλέα Κύρου, και άλλη μία του Μιχάλη Κύρκου, κατάθεση ωστόσο η οποία διεκόπη από τον πρόεδρο του δικαστηρίου, με τη δικαιολογία ότι ήταν εκτός θέματος (πρβλ. Ελευθερία. 7 Μαρτίου 1945 και Ριζοσπάστης, 27 Μαρτίου 1945).
18. Οι καταθέσεις Σοφούλη (ο.π.) και Κύρου (ο.π.) είναι οι πιο αντιπροσωπευτικές· πόσο μάλλον αφού και οι δύο προερχόμενοι από διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα (φιλελεύθερος ο ένας, βασιλικός ο άλλος), είχαν ήδη περάσει στην «γκρίζα ζώνη» του αντικομμουνισμού κατά τη διάρκεια της Κατοχής.
19. Ελευθερία. 16 Μαρτίου 1945.
20. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που παραθέτει η εφημερίδα Εμπρός, στο φύλλο της 1ης Μαρτίου 1945, ανάμεσα στον Θ. Τσάτσο και τον συνήγορο υπεράσπισης Ν. Κλαπέα. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης του Τσάτσου-και πάλι σχετικά με την αρπαγή τροφίμων από τους Γερμανούς τον χειμώνα της μεγάλης πείνας στην Αθήνα-, ο συνήγορος υπεράσπισης δηλώνει: «Δεν τολμούσαμε να ομιλήσωμεν ενώπιον των Γερμανών». «Με συγχωρείτε, ομιλούσαμε», απαντά οΤσάτσος «Πώς;» ρωτάει ο συνήγορος. Απαντά ο Τσάτσος: «Εγώ πρώτος ήμουν επικεφαλής αντιγερμανικής διαδηλώσεως εις την οποίαν σκοτώθηκαν άνθρωποι. Είναι ντροπή να λέμε πως δεν είχαμε το θάρρος να αντισταθούμε ας τους εχθρούς». «Μη μου λέτε εμέναν ντροπή, γιατί αν εσείς ήσαστε επικεφαλής τότε ήμουν κι εγώ εις την διαδήλωσιν». «Τότε διατί αποκρύπτετε το γεγονός;»
21. Ο Κόλλιας εμφανίστηκε συμβολικά ως Κυβερνητικός Επίτροπος στη πρώτη δίκη αυτής της σειράς (ΕΔΔΑ/Βιβλίο Αποφάσεων 13Α)/1/1945. Δίκη υπ' αριθ. 6).
22. ΕΔΔ Α/ΒΑ/1/1945. δίκες υπ' αριθ. Ζ 6.10.1ZU 15. 16.18.19. 22.23.26. Δύο δίκες(υπ' αριθ. 17.21 αναβλήθηκαν.
23 Πρόκειται για τις δίκες Έξαρχου και Μανδηλάρη. βλ. παρακάτω.
24. ΕΔΛΑ/ΒΑ/Ι/1945. αποφάσεις υπ’ αριθ. 16 και 26. Και οι δύο καταδικάστηκαν σε πέντε χρόνια φυλάκιση χωρίς αναστολή.
25. Σε όλες τις περιπτώσεις, εξαιρούμενου του Εξαρχου, α πράκτορες της Γκεστάπο αντιμετωπίστηκαν με σχετική επιείκεια, και καταδικάστηκαν σε κάθειρξη από δεκαπέντε έως είκοσι χρόνια. Η Α.Χασκ… τριάντα δύο ετών κάτοικος Πειραιά. Ελληνίδα, φανατική οπαδός του Χίτλερ, έλαβε δέκα μήνες χωρίς αναστολή για τις επιδεικτικά φιλοναζιστικές απόψεις της (δίκη υπ' αρώ. 23). Το ότι οι Έλληνες και οι ξένοι κρίνονταν με δύο μέτρα και δύο σταθμά είναι προφανές αν συγκρίνουμε αυτή την ποινή με εκείνες της προηγούμενης υποσημείωσης που αφορούσαν ανάλογες υποθέσεις Ομοίως ο μεγάλος αριθμός γυναικών (έξι από τους δεκατέσσερις) υποδεικνύει επίσης μεροληπτική αντιμετώπιση 0 Π. Μαστρ.., κατηγορούμενος ως καταδότης πατριωτών αθωώθηκε, ενώ στην ίδια δίκη η σύζυγός του. Δ. Μαστρ., και η φίλη της Σ. Λιβ, καταδικάστηκαν σε έξι χρόνια φυλάκιση για κατάδοση μελών του συμμαχικού δικτύου κατασκόπων (δίκη υπ' αριθ. 18).
26. Σχετικά με τη γαλλική διάκριση βλ. Philippe Burk, La derive fascisie: IJoriot. DM. U&gery 1933-1944. LeSeuil Παρίσι 1988. Για την κατηγορία ποίηση βλ. \4femer to.CS. Vwreavec Vennem. Laffont. Παρίσι Ι981.σ. 70-118 (για το συγκεκριμένο, σ. 73κ.ε.Χ
27. Ενδεικτικά, ο Τσιρονίκος χαρακτηρίστηκε αδίστακτος καιροσκόπος» από τον Μαγκριώτη και τον Πέππα. 0 Γκοτζαμάνης χαρακτηρίστηκε «επικίνδυνος» από τον Κανελλόπουλο και τονΤαβουλάρη. Και «χείριστος όλων» από τον Σοφούλη
28. Ελευθερία. 17 Μαρτίου 1945.
29. Αυτόθι
30. Κατάθεση Πηνιάτογλου. Καθημερινή, Εμπρός. Ριζοσπάστης. 17 Μαρτίου. Σχετικά με τη «Δίκη της κυβερνήσεως Ράλλη» (ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ Αίμα, Η δίκη οπ.π).έκδοση για την οποία υπεύθυνος ήταν πιθανόν ο Κύρου. βλ. πιο πάνω. κες>. 2.4.
31. Βλ. παρακάτω, κεςι 6.3.1.
32. 0 Κόκκας κάνει επίσης λόγο σχετικά στην κατάθεσή του. πρβλ. Ελευθερία. 17 Μαρτίου 1945.
33. Βλ. σχετικά Χρ. Χατζηιωσήφ. «Η ελληνική οικονομία. πεδίο μάχης και αντίστασης», στο ΙΕΕΑ. ό.π, τ. Γ2, σ. 181-217.
34. Αυτόθι: Γ. Μαρής, Γ. Μερκαύρης. Γ. Νταλσγτώργης. Γ. Ράλλης. Γ. Ζωγράφος. Ωστόσο, οι λεπτομέρειες εκείνης της υπόθεσης μοιάζουν να έχουν χαθεί.
35. Οι εφημερίδες που κυκλοφορούσαν μέχρι τον Ιανουάριο του 1945 ήταν ως επί το πλείστον έντυπα του παράνομου Τύπου. 0 Σύνδεσμος Λιθογράφων και Συντακτών του Παράνομου Τύπου συστάθηκε αμέσως τον Οκτώβριο του 1944.
36. Κατάθεση Κόκκα, ό.π. Υπάρχει κενό στις έρευνες σχετικά με τον ελληνικό Τύπο της εποχής. Το βέβαιο είναι ότι πολλές εφημερίδες, επωφελούμενες των όρων της Βάρκιζας για την ελευθερία του Τόπου, επανεμφανίστηκαν αμέσως μετά: στις 29 Ιανουάριου το Έθνος, που η κυκλοφορία του είχε διακοπεί στην Κατοχή, και μετά ξανά, με τον στρατιωτικό νόμο· στα μέσα Φεβρουάριου το Εμπρός, που είχε αναστείλει την κυκλοφορία του από το 1928- ομοίως και η Καθημερινή, που είχε αναστείλει την κυκλοφορία της αμέσως μετά την Απελευθέρωση Λίγο αργότερα οι εφημερίδες του Δ. Λαμπράκη (Τα Νέα. Το Βήμα) τροποποίησαν ελαφρώς την ονομασία τους, και επανεμφανίστηκαν με μετριοπαθή φιλοβασιλική γραμμή στις αρχές Μαίου 1945. Η δραστική έρευνα για τους δεκατρείς δημοσιογράφους που είχαν αποπεμφθεί από την Ένωση Συντακτών Αθηνών και Πειραιώς άρχισε δύο εβδομάδες αργότερα. πρβλ. Ελευθερία. Ριζοσπάστης, 3 Απριλίου J945.
37. 0 Κύρκος. διευθυντής της Μάχης. έγινε λίγο αργότερα διευθυντής της επίσημης εφημερίδας του ΕΑΜ Ελεύθερη Ελλάδα. Σχετικά με την κατάθεσή του. πρβλ. Καθημερινή. Ριζοσπάστης. 24 Μαρτίου.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου