Αρχική » , » Οι λεπροί - κομπάρσοι στο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Καπετάν Μιχάλης» (Μέρος 3)

Οι λεπροί - κομπάρσοι στο ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Καπετάν Μιχάλης» (Μέρος 3)

{[['']]}



Η λέπρα στην Κρήτη:
Αντικατοπτρισμοί των κολασμένων στην κοινωνία,
την πολιτική και την τέχνη

του Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε.

Οι λεπροί-κομπάρσοι στο ιστορικό μυθιστόρημα
του Νίκου Καζαντζάκη: «Ο Καπετάν Μιχάλης» (3)

Λιμάνι Ηρακλείου 1897


     Λίγες μέρες αργότερα, ξεσπά η επανάσταση. Ενώ ο γερο-καπετάν Σήφακας βάζει να τον μάθουν το αλφάβητο για να μπορέσει να γράψει τις μοιραίες και προφητικές λέξεις: «ελευτερία ή θάνατος», ο γιός του, ο Καπετάν Μιχάλης, τον οποίον όλοι αγαπούν και φοβούνται, τίθεται επικεφαλής της εξέγερσης. Ο πόλεμος μαίνεται και οι Τούρκοι πολιορκούν το μοναστήρι του Αφέντη Χριστού. Με την απουσία του Καπετάν Μιχάλη που φεύγει την πιο κρίσιμη μέρα της πολιορκίας, για να σώσει την Εμινέ, οι Τούρκοι καταφέρνουν να πυρπολήσουν το μοναστήρι και ο Καπετάν Μιχάλης (κατά την προσφιλή συνήθεια του συγγραφέα) τη σκοτώνει, για να ησυχάσει απ’ αυτό το σαρκικό εξάρτημα και να λυτρωθεί από τις τύψεις για το μοναστήρι.
    Λίγο αργότερα, φτάνει στην Κρήτη ο Κοσμάς, γιος του Κωσταρού και ανιψιός του Καπετάν Μιχάλη, φέρνοντας στους επαναστατημένους το μήνυμα της συνθηκολόγησης. Ένας μετά τον άλλον, οι καπεταναίοι καταθέτουν τα όπλα, αλλά ο Καπετάν Μιχάλης αρνείται να υποταχθεί. Ο Κοσμάς πηγαίνει στο λημέρι του για να τον πείσει να παραδώσει τα όπλα, αλλά τελικά μένει και ο ίδιος, καθώς μέσα του ξυπνά η Κρήτη και ο πατέρας του ο Κωσταρός. Μέσα στον πυρετό της μάχης, καταλαβαίνει ότι ο Καπετάν Μιχάλης έχει πια λυτρωθεί από κάθε φόβο κι ελπίδα:
   
    «Ελευτερία ή…

     Μα δεν πρόφτασε να τελειώσει· μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του· μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό· κι ο καπετάν Mιχάλης έπεσε κάτω τ’ ανάσκελα και σκόρπισαν οι μυαλοί του στις πέτρες».
   Με το θάνατο του ανιψιού του και του Καπετάν Μιχάλη, που πέφτουν νεκροί στην τελευταία έφοδο των Τούρκων τελειώνει το συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα, ο συγγραφέας του, ωστόσο, καθόλου δε σβήνει στην παραγνώριση και τη λησμονιά, αντίθετα μεταφράζεται σε 28 γλώσσες και κερδίζει παγκόσμια φήμη, μιας και, όπως έχει ειπωθεί, πλάθει «μια από τις μεγάλες μορφές στο προσκήνιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας».
   Έτσι τελειώνει αυτή η κραυγή της σκλαβωμένης Κρήτης για την ελευθερία, οι λεπροί ωστόσο απουσιάζουν από τον κύριο κορμό της αφήγησης, στέκουν παθητικοί και ανήμποροι ν’ αντιδράσουν, αδυνατούν να φανούν αντάξιοι του συστήματος αξιών που συγκροτεί το κρητικό αγωνιστικό πρότυπο. Είναι στα μάτια του συγγραφέα τέτοιες οι ανθρώπινες αδυναμίες τους που δε βρίσκονται ποτέ μπροστά στο δίλημμα αγώνας ή υποταγή, για να αποδεχτούν την πρόκληση του αγώνα για την Ελευθερία. 

Αδελφοί ΜΑΝΤΑΚΑ, Λάκκοι 1911, (Φώτο Fred Boissonnas)
    Η μόνη πρωτοβουλία που παίρνουν, κι αυτή στο περιθώριο της παραδειγματικής αφήγησης, δεν έχει σχέση με τις παραδοσιακές αξίες της Κρήτης: λεπρό στολίζουν στη Μεσκηνιά τον Χριστό στον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής που, για να δείξει την αγάπη του, παίρνει «απάνω του την αρρώστια τους»:

    «… Είχαν κάνει και οι λεπροί τον Επιτάφιό τους, είχαν ξαπλώσει κι αυτοί απάνω σε λεμονόφυλλα και δάφνες το Χριστό – μα ένα Χριστό δικό τους, που τον είχε ζωγραφίσει στα χρόνια τα παλιά ένας εκατοχρονίτης λωβιασμένος καλόγερος. Λεπρό τον είχε στορίσει ο καλόγερος ετούτος το Χριστό της Μεσκηνιάς, του ’χε φάει η αρρώστια τα δάχτυλα και τη μύτη και το επανωχείλι του είχε αρχίσει κι αυτό να σαπίζει, θύμωσε ο Μητροπολίτης του καιρού εκείνου, φώναξε τον καλόγερο:
    -Αφορεσμένε, μεγάλο αμάρτημα να παρασταίνεις λωβιασμένο το Χριστό. Δε φοβήθηκες το Θεό; Γιατί το ’καμες;
    -Πώς αλλιώς μπορούσε, Δέσποτα μου, ο Χριστός, αποκρίθηκε ο καλόγερος που τσεύδιζε γιατί δεν είχε χείλια να μιλήσει, μονάχα δόντια και γλώσσα, πώς αλλιώς μπορούσε ο Χριστός να δείξει την αγάπη του στους ανθρώπους; Πήρε απάνω του την αρρώστια τους…
    Ετούτον τον λεπρό Θεό τριγυρνούσαν απόψε οι λωβιασμένοι, ξαπλωμένον απάνω σε λεμονόφυλλα και δάφνες. Κι όταν είδαν αντίκρα τους, στις Τρεις Καμάρες, τον Επιτάφιο των γερών ανθρώπων, κούνησαν τα φωσάκια τους απάνω από τον γκρεμό και χαιρέτησαν…» [1].

    Η Λιλή Ζωγράφου ισχυρίζεται πως αυτό το επεισόδιο με τους λεπρούς, καθώς και μερικά άλλα στον Καπετάν Μιχάλη, κάτω από την κωμικοτραγική τους επιφάνεια, κρύβουν τη βαθιά απογοήτευση του συγγραφέα «για την αλλοίωση και τον εξευτελισμό της ιδέας σαν κατεβαίνει στο πεζοδρόμιο. Μεσ’ απ’ αυτές τις ίδιες περιπτώσεις φαίνεται, ακόμα, πόσο πολύμορφα αφομοιώνεται η ιδέα, ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός» [2], στη συγκεκριμένη περίπτωση από τους λεπρούς.
    Πέρα, όμως, απ’ αυτήν την πλευρά της ιδεολογίας του Ν. Καζαντζάκη που «… είχε μάτια στεγνά για τη μοίρα των θνητών, εκτός αν ήταν γι’ ανθρώπους που αγωνίστηκαν να γίνουν αθάνατοι» [3], το συγκεκριμένο απόσπασμα, έστω και διαθλασμένα, μπορεί να αποκαλύψει κάποιες από τις αντιλήψεις των λεπρών για το Θεό και την αρρώστια που κουβαλούσαν ως στίγμα στο σώμα τους. 

Φωτογραφία του 1959 με τα 15 παιδιά μιας από τις οικογένειες που έμεναν στις σπηλιές της Χρυσοπηγής ή Μεσκινιάς στο Ηράκλειο. Στη Χρυσοπηγή του Ηρακλείου, τη Μεσκινιά όπως λεγόταν παλιότερα, οι άνθρωποι ζούσαν σε σπηλιές, επί σχεδόν 2 αιώνες. Το λεπροχώρι της Μεσκινιάς υπήρχε μέχρι το 1904, όταν οι ασθενείς μεταφέρθηκαν στη Σπιναλόγκα. Οι σπηλιές πάντως δεν έμειναν αχρησιμοποίητες, καθώς σ’  αυτές συνέχισαν να μένουν και ασθενείς αλλά και πολλοί άλλοι φτωχοί άνθρωποι.
 
    Ο Θεός στη συνείδηση των λεπρών ήταν πρώτ’ απ’ όλα ένας Θεός-τιμωρός που ταλαιπωρούσε με την αρρώστια τους πιστούς για το αμάρτημα που είχαν διαπράξει ή την κακία που τους χαρακτήριζε [4]. Γιατί οι λεπροί, επηρεασμένοι από τα κηρύγματα των εκκλησιαστικών παραγόντων, θεωρούσαν πως η αιτία της αρρώστιας ήταν ο αφορισμός – aforismo: αυτό τουλάχιστον μας πληροφορεί ο ιταλός γιατρός P. Brunelli που ήρθε στην Κρήτη με σκοπό να ερευνήσει για την λέπρα. Αυτός είναι και ένας πρόσθετος λόγος -πέρα από το φόβο και τη σιχασιά- για την απομόνωσή τους από το υπόλοιπο χριστεπώνυμο πλήθος στην τελετή του Επιταφίου. Επειδή μάλιστα υπήρχε η πεποίθηση πως οι λεπροί ήταν αφορισμένοι, γι’ αυτό επικράτησε εθιμικά η συνήθεια οι νεκροί να ενταφιάζονται σε ειδικό μέρος, εκτός νεκροταφείου. Στο Ηράκλειο, το νεκροταφείο ήταν γνωστό  ως τω(ν) χριστιανώ(ν) το μεσκινιό και που ξύλινοι σταυροί του υπήρχαν μέχρι το 1940.
    Αυτή η πλευρά δεν αφορά μόνο στο μυθιστόρημα «Ο Καπετάν Μιχάλης», αποτυπώνεται ανάγλυφα και στην μορφή του Μανούσου στο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» (1954) [5].  Ο ήρωας αυτός «αντιστέκεται στην ερωτική πρόκληση της Κατερίνας, αλλά όσο ενεδρεύει μέσα του η επιθυμία το σώμα του είναι γεμάτο αποκρουστικές πληγές (ενν. της λέπρας)∙ από τη στιγμή που παύει να υπάρχει ο πειρασμός μέσα του, οι πληγές φεύγουν και μπορεί τώρα έτσι να υποδυθεί το ρόλο του Χριστού στο «σταυρικό μαρτύριο» [6].

Κηδεία Μωαμεθανού στο νεκροταφείο στην πύλη της πόλης του Ηρακλείου.
     Ο Θεός, ωστόσο, στη συνείδηση των λεπρών είναι και φιλεύσπλαχνος, είναι αυτός που «αίρει τας αμαρτίας του κόσμου», όπως έκανε με τη σταύρωσή και τη θυσία του γιού του, γι’ αυτό παριστάνουν και περιφέρουν το Χριστό ως λωβιασμένο. Γιατί ποιος άλλος από τον Χριστό μπορεί να κριθεί άξιος μιας τέτοιας σκληρής δοκιμασίας, για να ελαφρύνει τον πόνο των συνανθρώπων του; Αυτές οι δύο πλευρές αφορούν τη συμβολική σημασία που αποκτά η λέπρα για όσους πιστούς έχουν προσβληθεί απ’ αυτήν.
     Συναφής με την πρώτη, είναι και μια τρίτη συμβολική νοηματοδότηση της λέπρας από τον Ν. Καζαντζάκη, ο οποίος φτάνει κάποτε να την ερμηνεύει ως εκδήλωση της εύνοιας του Θεού για όσους θεωρεί άξιους μιας τέτοιας σκληρής δοκιμασίας. Είναι από αυτήν την άποψη χαρακτηριστικό πως στις επιστολές που έστειλε ο συγγραφέας στην πρώτη του γυναίκα, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη, δίνοντας μυθώδεις διαστάσεις σε μια απλή δερματική πάθηση που τον ταλαιπωρούσε εκείνο το διάστημα, γράφοντας επί λέξει, για να την τρομάξει προφανώς...: «… είναι μια ψυχική ταραχή που εκδηλώνεται στο σώμα. Ένα είδος, λέει, σαν τις πληγές του Αγ. Φραγκίσκου. Μου ’πε (σ.σ.: ο γιατρός) πως έχω surnormale ψυχική κίνηση και το σώμα υφίσταται τον αντίχτυπο…».
    Και παρακάτω συνεχίζει: «…Καταλαβαίνω τους ερημίτες που ξαφνικά γιόμισαν λέπρα, έτσι στη μοναξιά ανατεινόμενοι στο Θεό. Οι δερματικές αρρώστιες είναι η συνηθέστερη εκδήλωση. Ο ψυχολόγος αυτός μου ’δωκε ένα βιβλίο που έχει γράψει για το θέμα τούτο και αναφέρει μια περίπτωση απαράλλαχτη με τη δική μου» [7].
    Η αφορμή για να γράψει αυτές τις γραμμές ο Ν. Καζαντζάκης ήταν ασήμαντη: όταν βρισκόταν στη Βιέννη έπαθε ένα απλό έκζεμα από κακή δίαιτα. Και μπορεί αυτό το γεγονός να αποτελεί απόδειξη της ιδιοσυστασίας του, που αρεσκόταν να δίνει υπερφυσική, ασυνήθιστη, συμβολική σημασία σε οτιδήποτε του συνέβαινε [8], αποτελεί, ωστόσο, έκφραση και μιας πλευράς της θρησκευτικής συνείδησης της εποχής, που ερμηνεύει τη λέπρα ως εκδήλωση της θεϊκής εύνοιας για τους εκλεχτούς της «θείας χάριτος». Η αρρώστια γίνεται –τελικά- το κλειδί που ανοίγει για τους πιστούς  τις πύλες της σωτηρίας. 

Ο Νίκος Καζαντζάκης στη Barcelonette, κοντά στο Sauze, στη Γαλλία. 1954. Φωτογραφία Κίμωνα Φράιαρ.

[1] Καζαντζάκης Νίκος, Ο Καπετάν Μιχάλης, Ελευτερία ή Θάνατος, ο.π., σελ. 193.
[2] Λιλή Ζωγράφου, Νίκος Καζαντζάκης, Ένας τραγικός, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1960, σελ. 291-292.
[3] Π. Πρεβελάκης, Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας, Δοκίμιο. Αθήνα, Εστία, 1958.
[4] Τα ίδια πίστευε ο λαός ότι πάθαιναν κι οι κλέφτες, οι ψευδομάρτυρες και όλοι οι κακοποιοί γενικότερα.
[5] Καζαντζάκης Νίκος, Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1954.
[6] Αλέξης Ζήρας, Ο δυϊσμός του Νίκου Καζαντζάκη, στο συλλογικό έργο Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914 – 1939), τόμος Δ’, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992, σελ. 141-142.
[7] Ν. Καζαντζάκη, Επιστολές προς τη Γαλάτεια, Δίφρος 1950.
[8] Λιλή Ζωγράφου, Νίκος Καζαντζάκης, Ένας τραγικός, ο.π., σελ. 135-136.
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger