{[['']]}
Ξεφυλλίζοντας το αρχειακό υλικό αυτής της οργάνωσης συναντήσαμε στο περιοδικό της "Προλετάριος Μαχητής" Νο 64, που έχει εκδοθεί τον Νοέμβρη 1985, ένα κείμενο που αναφέρεται στον περιβόητο χαφιές Ντάνο Κρυστάλη και τις αθέατες διαστάσεις που είχε αυτή η υπόθεση. (Στην νέα μας ιστοσελίδα θα υπάρχουν και άλλα κείμενα γ' αυτή την περίπτωση).
Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι το παραθέτουμε:
ΥΠΟΘΕΣΗ ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ
Της Αναστασίας Χριστοδουλοπούλου
Με όσα καταγγέλλει ο Κρυστάλλης, έστω και στην προσπάθεια του να υπερασπιστεί τον εαυτό του, αλλά και μ' όσα, με την ευκαιρία αυτή, έμαθε ο ελληνικός λαός ή συμπέρανε, είναι φανερό ότι η ΚΥΠ στην προσπάθεια της να πλησιάσει τους τρομοκράτες και να τους χτυπήσει, έφτιαξε τρομοκρατική ομάδα με τη βοήθεια του προβοκάτορα Κρυστάλλη. Τι ενέργειες έκανε η τρομοκρατική ομάδα της ΚΥΠ και με τι όνομα δρούσε είναι μέχρι στιγμής άγνωστο. Πάντως αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι ο Αλεξάκης ήξερε τις κινήσεις του Κρυστάλλη, τις καθοδηγούσε ως ένα βαθμό και τις χρυσοπλήρωνε.
Κι εδώ αναδεικνύεται το ζήτημα που μας ενδιαφέρει. Η ΚΥΠ, της οποίας πολιτικοί προϊστάμενοι είναι ο κ. Κουτσόγιωργας και ο κ. Παπανδρέου, νομιμοποιείται να μεταχειρίζεται τέτοια μέσα για να χτυπήσει τους τρομοκράτες; Πού σταματάει η νομιμότητα των ενεργειών της και πού αρχίζει η παρανομία της; Αν η ΚΥΠ μ' αυτά τα μέσα κατάφερνε να διεισδύσει στους τρομοκράτες και να τους εξαρθρώσει, θα νομιμοποιούσε εκ των υστέρων την παρανομία της; (Αλήθεια, σε μια τέτοια περίπτωση θα υπήρχε έστω και ένας δημοσιογράφος για να καταγγείλει τα παράνομα μέσα της ΚΥΠ;
Όσοι διαμαρτυρήθηκαν μήπως διαμαρτυρήθηκαν γιατί αποδείχτηκε «άνθρακες ο θησαυρός»;). Ακόμα το γεγονός ότι δύο αθώοι πολίτες (Μπεχράκης - Τσιτσιλιάνος) διασύρονται, χάνουν τη δουλειά τους, ανοίγουν παρτίδες με τους μηχανισμούς ασφάλειας που σημαίνει ότι η ιστορία τους δεν τελειώνει εδώ, για να έρθει η δικαιοσύνη μετά δέκα μέρες και να τους απελευθερώσει, αποτελεί παραβίαση ή όχι της νομιμότητας της δικαστικής εξουσίας;
Όταν με διάφορους τρόπους διοχετεύεται στον τύπο ότι πιθανοί αρχηγοί της «17 Νοέμβρη» είναι ο Γ. Βότσης, ο Γ. Καραμπελιάς, η Χριστίνα Σταματοπούλου κλπ. παραβιάζεται ή όχι βασική αρχή του δικαίου για την προστασία της αξιοπρέπειας των πολιτών; Κι αν οι συγγενείς του Μαλλιού ή του Μπάμπαλη έκαναν αυτοδικία στους πιο πάνω πολίτες, ποιος θα τους είχε οπλίσει το χέρι και ποιος θα 'παιρνε την ευθύνη; Αυτά και άλλα ερωτήματα βάζουν επί τάπητος τα ζητήματα της κρατικής καταστολής, της νομιμότητας της, των ορίων της και των σκοπών της.
Η κρατική καταστολή δεν είναι σύμπτωμα της φασιστικοποίησης των καπιταλιστικών κυβερνήσεων, αλλά κομβικό σημείο των σύγχρονων αυταρχικών δημοκρατιών ακόμα κι αν ασκείται απ' το κράτος - πρόνοιας. Η αυταρχική δημοκρατία είναι μια πολιτική μορφή που δεν βασίζεται τόσο στην ισχύ, όσο στη συναίνεση στο λεγόμενο δημοκρατικό παιχνίδι. Μόνο που το δημοκρατικό παιχνίδι έχει αλλάξει περιεχόμενο. Παραμένει ο κομματικός πλουραλισμός, ο ανταγωνισμός και η αγορά ψήφου, μόνο που η αγορά χάνει κάθε περιεχόμενο. Ο εκλογέας δεν καλείται ν' αποφανθεί γύρω από συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις, αλλά απλώς να εκφράσει συναινέσεις μέσα σ' ένα πολύ προκαθορισμένο και περιορισμένο πλαίσιο επίλογων.
Το πιο αποκαλυπτικό παράδειγμα αυτής της τάσης είναι η γειτονική Ιταλία, όπου το Ι.Κ.Κ., κόμμα πλειοψηφικό, χρειάστηκε την πολιτική του ιστορικού συμβιβασμού για να χωρέσει σ' αυτό το πλαίσιο, για να νομιμοποιηθεί σαν εσωτερικός - οργανικός παράγοντας στο δημοκρατικό σύστημα, απονομιμοποιώντας ταυτόχρονα όσους δεν δέχονταν αυτή την πορεία. Σ' αυτά τα συστήματα υπάρχουν χώροι εξασφαλισμένης ελευθερίας, μόνο εφ' όσον αυτοί οι χώροι δεν είναι ασυμβίβαστοι με τις καπιταλιστικές δομές.
Βέβαια αυτή η πορεία δεν είναι ευθύγραμμη• προκαλεί κρίσεις. Το γεγονός ότι τα κόμματα όλο και μοιάζουν μεταξύ τους και χάνουν το ρόλο τους σαν πολιτικοί διαμεσολαβητές κι εκφραστές ανταγωνιστικών συμφερόντων, έχει σαν συνέπεια την απώλεια της πολιτικής διαλεχτικής και το μετασχηματισμό της πολιτικής σε διαχείριση, πράγμα που προκαλεί κινδύνους για την ύπαρξη και τη λειτουργία της αυταρχικής δημοκρατίας. Μέσα λοιπόν σ' αυτό το πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την κρατική καταστολή, την κρατική βία, που τουλάχιστον στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες έχει την τάση να εξαπλωθεί και να συμπεριλάβει όλους εκείνους που δεν εντάσσονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σ' αυτά τα πλαίσια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ιταλία άρχισαν να ψηφίζονται οι έκτακτοι νόμοι το 1974 απ' την κυβέρνηση Φανφάνι, ενάντια στη «διάχυτη εγκληματικότητα» όπως έλεγαν, ενώ η τρομοκρατία εμφανίστηκε σαν φαινόμενο με κάποιες υπολογίσιμες διαστάσεις το 1976! Και βέβαια όλοι αυτοί οι έκτακτοι νόμοι δεν είναι αντισυνταγματικοί, με την έννοια ότι παραβιάζουν βασικές αρχές της αστικής εξουσίας. Ούτε είναι έκνομοι όλοι οι χειρισμοί της δικαστικής εξουσίας και των αρχών ασφαλείας, στην ανακάλυψη και τιμωρία των δραστών. Ούτε είναι παράνομο να μείνει στις φυλακές οχτώ χρόνια κάποιος και ν' αποκαλυφθεί ότι είναι αθώος —στην Ιταλία το όριο προφυλάκισης έγινε με την έκτακτη νομοθεσία οχτώ χρόνια— γιατί τελικά πρέπει να τιμωρούνται και οι ύποπτοι, αυτή είναι η σύγχρονη νομική ιδεολογία.
Σύμφωνα με τις αστικές αντιλήψεις, το κράτος δεν έχει νομικά όρια, άρα δεν μπορεί να παρανομεί. Αν πάμε λίγο παραπέρα αυτόν το συλλογισμό καταλήγουμε σε συμπεράσματα όντως αποκαλυπτικά. Το κράτος δεν έχει νομικά όρια όχι με την έννοια ότι η δράση του δεν είναι σύμφωνη με το νόμο, αλλά με την έννοια ότι οτιδήποτε κάνει το κράτος είναι νόμιμο αφ' εαυτού, και άρα κι η παραβίαση του νόμου και του συντάγματος είναι μια πράξη εξίσου νόμιμη. Αυτή είναι η ουσία της σύγχρονης αστικής αυταρχικής δημοκρατίας κι αυτός είναι ο λόγος που όλο και σπανιότερα η αστική τάξη καταφεύγει σε «ένοπλους σωτήρες». Εξάλλου ακόμη και όταν γίνεται εκτροπή από το Σύνταγμα, σύμφωνα με τα παραπάνω και πάλι δημιουργεί δίκαιο και άρα νομιμότητα.
Χαρακτηριστική επί του προκειμένου είναι η πολύκροτη απόφαση του Αρείου Πάγου «περί στιγμιαίου», με την οποία ουσιαστικά αμνηστεύτηκε «η Χούντα των μαύρων συνταγματαρχών». Η παραβίαση του νόμου δεν αντλεί τη νομιμοποίηση της απ' την ανάγνωση του Συντάγματος, αλλά μέσα από ένα συσχετισμό που δεν είναι καθόλου νομικός αλλά είναι συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα σε αντιμαχόμενες κοινωνικές τάξεις. Η ερμηνεία των νόμων και του συντάγματος δεν είναι νομική διαδικασία, αλλά πολιτική. Η συσταλτική (στενή) ερμηνεία ή η διασταλτική (πλατιά) έχει να κάνει πάντα με την πάλη των τάξεων.
Γι' αυτό και όλες αυτές οι φανφάρες της Αριστεράς για παραβίαση του συντάγματος και για ανθρώπινα δικαιώματα έχουν να κάνουν με την αστική νομική σκέψη κι όχι με την πάλη των τάξεων.
Κι ερχόμαστε στα καθ' ημάς. Είναι γεγονός ότι απ' τη μεταπολίτευση και μετά και κύρια επί ΠΑΣΟΚ δεν είναι δυνατόν να μιλάμε πια για αστυνομικό κράτος. Η κρατική καταστολή είναι πια ένα πλέγμα ταχτικών και στρατηγικών επιλογών που στόχο έχουν τον εκσυγχρονισμό της αστικής δημοκρατίας, μέσα απ' την περιθωριοποίηση τάξεων, κοινωνικών ομάδων και πολιτικών δυνάμεων. Κι αυτό γίνεται όχι με την ισχύ, αλλά με τη συναίνεση ή και την απάθεια της πλειοψηφίας.
Σ' όλες τις εκστρατείες καταστολής που έγιναν επί ΠΑΣΟΚ, αρχίζοντας απ' τα Εξάρχεια (γεγονότα Λεπέν, υπόθεση Κρυστάλλη κλπ.) αυτό που φαινόταν καθαρά ήταν ότι η κυβέρνηση ήθελε να εξασφαλίσει τη συναίνεση της κοινής γνώμης. Η συναίνεση βέβαια μπορεί να μην εξασφαλίστηκε και μάλιστα κάποιες φορές να 'γινε και μπούμερανγκ, το κράτος όμως πέτυχε μ' όλα αυτά κάτι εξίσου σημαντικό: τον εθισμό της κοινής γνώμης στις παρανομίες του. Και ασφαλώς δεν είναι καθόλου παράξενο που όλο και λιγότεροι εκπλήσσονται μ' αυτές τις βαρβαρότητες, όλο και λιγότεροι διαμαρτύρονται επί της ουσίας. Αυτός είναι και ο σκοπός της σύγχρονης κρατικής καταστολής.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι η απελευθέρωση κάποιων συντρόφων που πέφτουν κάθε φορά θύματα της κρατικής καταστολής ή σκευωρίας. Για τον πολύ απλό λόγο ότι το κράτος πιθανότατα να μην τους χρειάζεται στη φυλακή, αφού έκανε τη δουλειά του, αφού πέτυχε τους στόχους του. Η κατάληξη της υπόθεσης Κρυστάλλη είναι όντως αποκαλυπτική. Ο Μπεχράκης και ο Τσιτσιλιάνος είναι σήμερα έξω από τις φυλακές όχι μετά από πίεση του κινήματος αλλά γιατί το θέλησε η εξουσία. Και το θέλησε γιατί εκτός των άλλων στόχων που προώθησε και που δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου, κατάφερε ταυτόχρονα να πετύχει τον εθισμό της κοινής γνώμης στην πρακτορολογία, τη χαφιεδολογία, κατάφερε να ενισχύσει τις υποψίες προς το χώρο της Ε.Α.
Το πρόβλημα λοιπόν, αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, δεν βρίσκεται εκεί που νομίζουν πολλοί, δηλαδή στην υπεράσπιση απλά και μόνο της ύπαρξης μας σαν πολιτικός χώρος. Το πρόβλημα της κρατικής καταστολής έχει ευρύτερες διαστάσεις και αφορά ολόκληρη την κοινωνία και όχι κάποιες μαχόμενες ή ανυπότακτες μειοψηφίες. Είναι καιρός λοιπόν να αφήσουμε τις καταγγελίες για αντισυνταγματικότητα των νόμων και για παρανομίες του κράτους, είναι καιρός να εγκαταλείψουμε την εσωστρέφεια και αυτοάμυνα και να εντάξουμε την πάλη ενάντια στην κρατική τρομοκρατία και καταστολή στη συνολική αντικαπιταλιστική πάλη, να την κάνουμε υπόθεση του εργατικού κινήματος.
Όταν πριν χρόνια με πρόταση του Ριζοσπαστικού Κόμματος στην Ιταλία έγινε δημοψήφισμα για την κατάργηση ή όχι των έκτακτων νόμων, μόνο το 10% του ιταλικού λαού ψήφισε υπέρ της κατάργησης!! Εκεί το στοίχημα παίχτηκε, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην πετύχει και εδώ.
Δημοσίευση σχολίου