{[['']]}
Το «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» το 1942 αποτέλεσε την προγραμματική διακήρυξη του μαχόμενου έθνους σαν «κάλεσμα πολεμικής σάλπιγγας». Εθεσε στόχους και μέσα του αγώνα καθώς και τα όρια της λαοκρατίας
Η ιστορία του κειμένου
Τον Απρίλιο του 1941 ξεκίνησε η κατοχή της Ελλάδας ως αποτέλεσμα της εισβολής των γερμανικών στρατευμάτων. Η κατοχή ήταν τριπλή: Ιταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι διαμοίρασαν τα εδάφη της Ελλάδας με βάση τα συμφέροντά τους και τις μεταξύ τους συμφωνίες.
Ο Δημήτρης Γληνός τον Ιούνιο του 1941 συνελήφθη από τους Ιταλούς και κρατούνταν στην Ειδική Ασφάλεια, στην οδό Ελπίδος (πλατεία Κυριακού, σημερινή πλατεία Βικτωρίας) με σκοπό να μεταφερθεί στο στρατόπεδο της Λάρισας. Ομως επειδή ήταν άρρωστος μεταφέρθηκε στο Πολιτικό Νοσοκομείο υπό φρούρηση και αργότερα τέθηκε σε καθεστώς κατ’ οίκον περιορισμού. Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 ιδρύθηκε στην Αθήνα το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ). Ο Γληνός συμμετείχε στις διαδικασίες για τη συγκρότηση του ΕΑΜ και τον Σεπτέμβριο του 1942, έναν χρόνο μετά την ίδρυσή του, έγραψε την μπροσούρα «Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο», η οποία σύμφωνα με τον Βουρνά «μοιάζει με κάλεσμα πολεμικής σάλπιγγας» και σύμφωνα με τον Πέτρο Κόκκαλη είναι «ένα σάλπισμα σε όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς».
Προς το παρόν ας κρατήσουμε αυτές τις δύο φράσεις των Βουρνά και Κόκκαλη. Γιατί το «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» είχε σκοπό να εμψυχώσει τους Ελληνες, να τους παροτρύνει να αγωνιστούν ενάντια στους κατακτητές. Δεν είναι κείμενο κοινωνιολογικής ή ιστορικής ανάλυσης και όπου μέσα στο κείμενο ο Γληνός κάνει τέτοιες αναλύσεις δεν αποκλίνει από τον σκοπό: τον αγώνα εναντίον των κατακτητών.
Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε ότι το χειρόγραφο της μπροσούρας δεν βρέθηκε ποτέ. Ο Δημήτρης Γληνός ήταν άνθρωπος που κρατούσε σχεδόν τα πάντα από τα γραπτά του, ακόμη και σχεδιάσματα κειμένων που δεν έγραψε στην τελική τους μορφή ποτέ, άρθρα που τον ενδιέφεραν, σειρές ολόκληρες από περιοδικά, σχέδια νόμου, ακόμη και εισιτήρια και προγράμματα από θεάματα. Το χειρόγραφο της μπροσούρας ή έστω κάποιο αρχικό της σχεδίασμα δεν υπάρχει στο αρχείο του. Ο λόγος μάλλον είναι φανερός από τις ίδιες τις συνθήκες στις οποίες γράφτηκε η μπροσούρα. Στην Κατοχή και σε συνθήκες κατ’ οίκον περιορισμού το χειρόγραφο, αφού διακινήθηκε παράνομα και στοιχειοθετήθηκε σε κάποιο από τα κρυφά τυπογραφεία του ΕΑΜ, καταστράφηκε. Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογο ο Γληνός να κρατούσε σε συνθήκες κατ’ οίκον περιορισμού από τους Ιταλούς ένα τέτοιο χειρόγραφο που αν το έβρισκαν οι δεσμώτες του θα τον οδηγούσε κατευθείαν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Το «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» δεν ήταν το τελευταίο έργο του Γληνού. Επειτα από αυτό έγραψε το φυλλάδιο «Οι εχτροί του λαού» που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1943 και το «Σημερινά προβλήματα του ελληνισμού» που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 1944, τρεις μήνες μετά τον θάνατό του.
Η επανέκδοση του κειμένου και ο πρόλογος του Γιάννη Ζέβγου
Η Ελλάδα απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 1944. Η μπροσούρα κυκλοφόρησε και πάλι τον Νοέμβριο του 1944 από τον εκδοτικό οργανισμό Ο Ρήγας. Οι εμφύλιες συγκρούσεις που θα οδηγούσαν στα Δεκεμβριανά είχαν ήδη αρχίσει. Ο Γιάννης Ζέβγος, με την ιδιότητα του υπουργού Γεωργίας της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, έγραψε πεντασέλιδο πρόλογο στην έκδοση αυτή. Λίγες μέρες αργότερα ο Ζέβγος παραιτήθηκε από υπουργός. Στον πρόλογό του ο Ζέβγος, αφού εξήρε την προσωπικότητα του Γληνού αναφερόμενος στη φήμη του ως διανοούμενου και τη συμβολή του στους πολιτικούς αγώνες, προχώρησε σε σύντομη παρουσίαση του Γληνού ως αγωνιστή: «Ορθώθηκε ενάντια στον τεταρτοαυγουστιανό φασισμό και έζησε τη ζωή του μάρτυρα και ήρωα στα ξερονήσια και στην Ακροναυπλιά. Κι όταν το προδομένο και ξαρματωμένο από την τυραννία έθνος αναλάβαινε υπέρτατο και σκληρότατο αγώνα για ζωή και λευτεριά και πύκνωνε τις φάλαγγές του στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο –ΕΑΜ–, ο Δ. Γληνός αγωνιζόταν στις πιο επικίνδυνες επάλξεις και έγραφε το πολυδιαβασμένο βιβλιαράκι “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”. Τότε ο διανοητής Γληνός έριχνε στο έθνος την πολεμική κραυγή “Εμπρός όλοι οι Ελληνες, όλοι οι ζωντανοί άνθρωποι τούτης της γης ενταχθείτε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο”».
Στη συνέχεια ο Ζέβγος αναφέρεται στο πώς οι κομμουνιστές –που τους θεωρούσαν «απάτριδες»– μπήκαν μπροστάρηδες στον αγώνα του ελληνικού λαού για την απελευθέρωση, την ίδια ώρα που οι «εθνοκάπηλοι» πολιτικοί τους αντίπαλοι συνεργάστηκαν με τους κατακτητές της χώρας, εξαίροντας και πάλι τον ρόλο του Δημήτρη Γληνού: «Οι κομμουνιστές, που θέλαν να τους θεωρούν απάτριδες και ταραξίες, αποδείχτηκαν, όπως ήταν πάντα, οι καλλίτεροι πατριώτες, οι πιο ηρωικοί πρόμαχοι της λευτεριάς του έθνους και του λαού, άξιοι οδηγητές του στον μεγάλο αγώνα για τη Νεοελληνική αναγέννηση. Σ’ αυτό τον αγώνα ο Δ. Γληνός, ο πιο σοφός και πιο αγνός άνθρωπος της Νεοελληνικής ιστορίας, βρίσκεται στο καθοδηγητικό πόστο του Κ.Κ.Ε.».
Η απελευθέρωση, σύμφωνα με τον Ζέβγο, θέτει τον αγώνα του λαού σε νέα φάση: στόχος τώρα είναι η συντριβή του φασισμού και με «τη βοήθεια των συμμάχων του» να ανοικοδομήσει τη χώρα και να φτιάξει «Ελλάδα λεύτερη και λαοκρατούμενη». Επίσης, αναφέρεται σε ένα μέτωπο με τις «δημοκρατικές δυνάμεις» της χώρας προκειμένου να γίνει δημοψήφισμα, εννοώντας την πρόταση για δημοψήφισμα σχετικά με τον θεσμό της βασιλείας. Τα Δεκεμβριανά δεν έχουν γίνει ακόμη, γι’ αυτό και ο πρόλογος του Ζέβγου αφήνει μια αίσθηση ενότητας: ότι οι δημοκρατικοί Ελληνες θα κατορθώσουν με τη βοήθεια των συμμάχων τους (δηλαδή τους Αγγλους, με τους οποίους λίγες μέρες μετά ο ΕΛΑΣ θα συγκρουστεί στρατιωτικά στην Αθήνα) να φτιάξουν μια «λαοκρατούμενη» Ελλάδα.
Ποιο ήταν όμως το περιεχόμενο της λαοκρατίας, το οποίο έγινε μαζικό σύνθημα του ΚΚΕ μετά την Απελευθέρωση; Το ΚΚΕ και το ΕΑΜ αναφέρονταν στη λαοκρατία από το 1942. Οι αναφορές γίνονταν πιο πυκνές και πιο συγκεκριμένες όσο οι παραδοσιακοί αστοί πολιτικοί, στην πλειονότητά τους, έδειχναν απρόθυμοι να ενταχθούν στο κίνημα της Αντίστασης. Ο Πέτρος Ρούσος το 1943 είχε γράψει ένα φυλλάδιο με τίτλο «Λαοκρατία και σοσιαλισμός». Η λαοκρατία που πρόβαλλε το ΚΚΕ και υιοθετήθηκε από το ΕΑΜ ήταν ένα στάδιο όπου θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Το σύνθημα λειτουργούσε στις λαϊκές συνειδήσεις ως προοπτική ενός άμεσου μέλλοντος χωρίς εθνική υποτέλεια και κοινωνική καταπίεση. Η λαοκρατία παραπέμπει, ταυτόχρονα, στην απόρριψη της αστικής δημοκρατίας και του θεσμού της βασιλείας, στη συνέχιση και εμβάθυνση των λαϊκών οργάνων που είχε δημιουργήσει το ΕΑΜ στη διάρκεια της Κατοχής.
Ο λόγος από το πολιτικό μνημόσυνο του Γληνού
Μετά τον πρόλογο στην ανατύπωση του 1944 έχει προστεθεί ακόμη ένα κείμενο του Ζέβγου. Πρόκειται για ανατύπωση του λόγου που είχε εκφωνήσει ο Ζέβγος στο πολιτικό μνημόσυνο του Δημήτρη Γληνού στο Εθνικό Συμβούλιο, στις 21 Μαΐου 1944. Στο κείμενο αυτό γίνονται αναφορές στον Γληνό ως αγωνιστή, δάσκαλο, φιλόσοφο και δημοτικιστή και ερμηνεύεται η πολιτική του πορεία από τον βενιζελισμό στο ΚΚΕ. Ο Γληνός πάλεψε για την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση «από την πλευρά της πλουτοκρατίας» (ως στέλεχος των κυβερνήσεων του Βενιζέλου), καθώς ο «λαός τότε δεν ήταν οργανωμένος». Ομως η πείρα των αγώνων τράβηξε τον Γληνό προς τα αριστερά. «Μελέτησε και κατανόησε βαθύτατα τη Μαρξιστική κοσμοθεωρία και τους ζωντανούς φορείς της, το εργατικό, το λαϊκό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα… Κι’ η τετράγωνη σα δωρική κολώνα σκέψη του, τοποθετήθηκε οριστικά στο στρατόπεδο του λαού».
Ο Γληνός «είναι από τους πρώτους ιδρυτές του ΕΑΜ και γράφει το περίφημο βιβλιαράκι “Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ”. Μέσα σ’ αυτό βάζει τους σκοπούς του και σηκώνει ψηλά τη σημαία του. Ταυτόχρονα παλεύει για την οργάνωση και τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας στην ΕΠΟΝ. Είναι διαφωτιστής. Γράφει άρθρα και μελέτες για την πάλη του λαού. Παλεύει για την εθνική ενότητα. […] Κι’ όταν ωρίμασαν οι συνθήκες του εθνικού αγώνα, πιστός στρατιώτης του Κόμματος και του λαού, δέχεται απ’ τους πρώτους ν’ ανέβει απάνω στο βουνό για τη συγκρότηση της ΠΕΕΑ. Και σ’ αυτή τη στιγμή πεθαίνει ο αγωνιστής, πεθαίνει ο κομμουνιστής Γληνός που τίποτα δεν μπορεί ν’ αναπληρώσει το κενό που αφήνει». Στη συνέχεια ο Ζέβγος αντιπαραβάλλει την πατριωτική στάση και την αγωνιστικότητα των κομμουνιστών με τη φυγή των αστών πολιτικών από την κατεχόμενη Ελλάδα: «Ολοι αυτοί οι μάρτυρες είναι θύματα των Ιταλογερμανών και Βουλγάρων επιδρομέων. Μα είναι και θύματα της αντίδρασης και του μαυραγοριτισμού, από την πείνα. Και θύματα των Ελλήνων προδοτών. Αυτών των τελευταίων θύματα είναι οι προχτεσινοί ήρωες του Χαϊδαρίου […] Ο ανυπόληπτος Γλύξμπουργκ, φεύγοντας, παράδωσε τους Ακροναυπλίτες στον κατακτητή. Τελευταία, 250 απ’ αυτούς στήθηκαν στο ματωμένο τοίχο της Καισαριανής».
Το κείμενο του Γληνού
Το κείμενο του Γληνού στην έκδοση στην οποία παραπέμπουμε αποτελείται από 42 σελίδες και έχει ως υπότιτλο τη φράση του Ρήγα: «Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Χωρίζεται σε επτά μικρές ενότητες:
1. Η μαύρη σκλαβιά
2. Οι προδότες και τα τσακάλια
3. Η αγωνία ενός λαού
4. Τα συνθήματα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα
5. Ο λαός αναζητεί τους αρχηγούς του
6. Η οργάνωση του αγώνα
7. Οι μορφές της πάλης
Ο Γληνός και η έννοια της συνέχειας του έθνους
Οι γραμμές αυτές του Γληνού έχουν οδηγήσει αρκετούς ερευνητές να υποστηρίξουν ότι ουσιαστικά ο Γληνός αποδέχεται την «ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους». Η Βασιλική Σακκά, σε μια πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα εργασία της, προσπαθεί να «διαβάσει» το κείμενο του Γληνού με τις αναλυτικές κατηγορίες «καθήκον – προδοσία – τιμωρία», «πατριωτισμός», «έμφυλες ταυτότητες», δίνοντας την ευκαιρία να υπάρξει ένας δημιουργικός αναστοχασμός και διάλογος με τα ζητήματα που θέτει στο κείμενό της. Σύμφωνα με τη Σακκά: «Ο Γληνός δεν αφίσταται της κυρίαρχης αντίληψης περί αδιάσπαστης συνέχειας του έθνους, υπενθυμίζοντας επαναληπτικά την τρισχιλιετή ιστορία του Ελληνισμού –τρεις χιλιάδες χρόνια τρικυμισμένης ιστορίας– και τους προαιώνιους αγώνες των Ελλήνων για την ελευθερία».
Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου του Γληνού δείχνει ότι ο συγγραφέας δεν αναφέρεται σε «αδιάσπαστη ενότητα του ελληνικού έθνους». Ο Γληνός στο κείμενό του δεν φαίνεται πουθενά να απεμπολεί τη θέση που είχε διατυπώσει 30 περίπου χρόνια πριν στο δοκίμιό του «Εθνος και γλώσσα». Εκεί ο Γληνός βλέπει το έθνος ως «αίσθημα του ανήκειν» και ως «συνείδηση της ιστορικής συνέχειας». Παράλληλα, το βλέπει ως ιστορικό προϊόν και όχι ως αιώνια οντότητα. Και εδώ τίθενται ερωτήματα που η συζήτησή τους ξεφεύγει από τα όρια αυτού του κειμένου. Πόσο διαφορετική είναι η θέση που διατυπώνει ο Γληνός το 1915 από τη θέση του Μπένεντικτ Αντερσον (1981) που ορίζει το έθνος ως φαντασιακή κοινότητα η οποία στον πυρήνα της έχει τη συνείδηση και το συναίσθημα του «συνανήκειν»;
Οι απόψεις του Γληνού το 1915 φαίνεται να είναι πιο κοντά στις απόψεις του Οτο Μπάουερ, ο οποίος το 1907 στο βιβλίο του «Το εθνικό ζήτημα και η σοσιαλδημοκρατία» υποστήριξε ότι ο σχηματισμός των εθνών συνδέεται με τα κοινά ήθη, τις δοξασίες, τα έθιμα, τους πολιτιστικούς δεσμούς που ενώνουν έναν πληθυσμό. Ο Κάουτσκι διαφοροποιούνταν από τον Μπάουερ καθώς θεωρούσε ότι ο σχηματισμός των εθνών ήταν αποτέλεσμα του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. Ο Λένιν την εποχή εκείνη κλίνει υπέρ της αντίληψης του Κάουτσκι, ενώ η εργασία του Στάλιν «Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα», το 1913, θα δώσει τον γνωστό ορισμό του έθνους που θα γίνει μανιέρα για πολλούς μαρξιστές σε όλο τον κόσμο.
Στην Ελλάδα την ίδια περίοδο στους κόλπους της αριστερής διανόησης φαίνεται να κυριαρχούν οι απόψεις του Κάουτσκι και του Στάλιν. Ο Γιάννης Κορδάτος στις 25 Μαρτίου 1924 έγραψε ένα επετειακό κείμενο στον «Ριζοσπάστη» με το οποίο υποστήριζε ότι η Επανάσταση του 1821 «ήτο καθαρώς κίνημα αστικόν […] επίλογος των υλιστικών όρων της εποχής εκείνης, της μεγάλης αναπτύξεως της αστικής τάξεως (καραβοκυραίων και πραματευτάδων)» και τρεις μήνες μετά, τον Ιούνιο του 1924, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η κοινωνική σημασία της επανάστασης του 1821», όπου κάνει μια αναλυτική προσπάθεια να ερμηνεύσει την Επανάσταση του 1821 με τον ιστορικό υλισμό, χωρίς να κάνει καμία αναφορά στον σχηματισμό του ελληνικού έθνους.
Στα τέλη του 1925 ο Κορδάτος κυκλοφόρησε τη «Νεοελληνική πολιτική ιστορία», την οποία αφιέρωσε στη μνήμη του ηγετικού στελέχους του ΣΕΚΕ Δημοσθένη Λιγδόπουλου. Στο βιβλίο του αυτό ασχολείται με τη δημιουργία του νεοελληνικού έθνους. Αυτό που έχει μεσολαβήσει και δίνει το υλικό στον Κορδάτο για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι η έκδοση της μελέτης του Μπρόιντο «Το εθνικό ζήτημα κάτω από το φως του μαρξισμού» (ένας από τους επιμελητές της έκδοσης ήταν ο Παντελής Πουλιόπουλος, τότε γενικός γραμματέας του ΚΚΕ) στο μεσοδιάστημα της έκδοσης των δύο παραπάνω βιβλίων από το εκδοτικό του ΚΚΕ. Ο Κορδάτος, έχοντας ως οδηγό τη μελέτη του Μπρόιντο για τη γέννηση και εξέλιξη των εθνών, προχώρησε στη διαμόρφωση μιας αφήγησης για τη γέννηση και εξέλιξη του νεοελληνικού έθνους. Οι θέσεις του Μπρόιντο για το έθνος, όπως τις παραθέτει ο Κορδάτος, είναι: α) το έθνος εμφανίζεται με την κεφαλαιοκρατία και θα εξαφανιστεί μαζί της β) ο εθνικισμός είναι η πολιτική της μπουρζουαζίας για να στρέφει τις λαϊκές μάζες ενός έθνους ενάντια στα άλλα.
Η εισαγωγή του Κορδάτου για τον σχηματισμό του νεοελληνικού έθνους θα ανατυπωθεί με διορθώσεις, αλλαγές και προσθήκες σε επόμενες εκδόσεις έργων του. Βασικά σημεία όλων των επανεκδόσεων είναι η απόρριψη της θέσης του Παπαρρηγόπουλου περί αιώνιας ύπαρξης του ελληνικού έθνους. Αποδέχεται όμως την ύπαρξη των Ελλήνων ως λαού που υπάρχει, όπως και άλλοι λαοί, προτού σχηματιστούν τα έθνη. Αυτή η θέση του Κορδάτου δεν είναι άσχετη από μεταγενέστερες πιο ειδικευμένες προσεγγίσεις αριστερών ιστορικών και διανοουμένων στο θέμα. Ο Νίκος Ψυρούκης, ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Αντώνης Αντωνακόπουλος σε μεταγενέστερες μελέτες τους θεωρούν το έθνος ιστορική κατηγορία και τοποθετούν –όπως και ο Νίκος Σβορώνος– τις απαρχές της διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων στην άλωση του 1204. Μάλιστα οι τρεις πρώτοι εμπλέκουν και τις θεωρίες του ανθρωπολόγου Αρη Πουλιανού στην ανάλυσή τους προκειμένου να δείξουν ότι υπάρχουν Ελληνες ως «λαότητα» ή εθνότητα πριν από το έθνος όπως το ξέρουμε σήμερα. «Φυλετικά λοιπόν εμείς οι Νεοέλληνες είμαστε, βασικά, απόγονοι εκείνων που κατοικούσαν τον τόπο πριν από χιλιάδες χρόνια» γράφει ο Δ. Φωτιάδης και συνεχίζει εμπλέκοντας στην όλη συλλογιστική του και τον Δημήτρη Γληνό: «Δεν πρόσεξαν όσο έπρεπε πως κι ο Δημήτρης Γληνός έχει αποδεχτεί τη συνέχεια της ελληνικής εθνότητας και την άμεση καταγωγή της από τους δοξασμένους εκείνους δημιουργούς των μεγάλων και θαυμαστών έργων».
Για να θεμελιώσει τη θέση του αυτή ο Φωτιάδης παραπέμπει σε ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του Γληνού στη μετάφραση του «Σοφιστή» του Πλάτωνα. Ομως σε αυτό το απόσπασμα ο Γληνός πουθενά δεν αναφέρει τη «συνέχεια της ελληνικής εθνότητας» και την «άμεση καταγωγή της» από τους αρχαίους Ελληνες. Αναφέρει πώς η αρχαία ελληνική γραμματεία θα μπορούσε, όχι με υπόβαθρο την προγονοπληξία αλλά τον δημιουργικό διάλογο με την αρχαία γραμματεία, να εμπλουτίσει την ιδέα της άμεσης καταγωγής που ήδη πίστευαν οι Νεοέλληνες. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Μάλιστα στο ίδιο έργο, το οποίο ο Γληνός έγραψε με το ψευδώνυμο Δ. Αλεξάνδρου, τονίζεται ότι το σημαντικό για την κατανόηση του παρελθόντος είναι η «κοσμοθεωρητική και βιοθεωρητική σκοπιά απ’ όπου κοιτάζουμε το ιστορικό γίγνεσθαι». Και με βάση αυτή την οπτική, μάλλον ο Γληνός θα διαφωνούσε με τη «φυλετική συνέχεια» που του αποδίδει ο Φωτιάδης.
Οι αντιλήψεις του Γληνού για το έθνος κινούνται σε εντελώς διαφορετική λογική. Ομως η έρευνα αυτής της διακριτής λογικής δεν έχει γίνει, είτε γιατί οι «αναγνώσεις» και οι «χρήσεις» του Γληνού εμπέδωσαν την πεποίθηση ότι πιστεύει στην ιστορική συνέχεια του έθνους είτε γιατί οι ερευνητές εστίαζαν στη θέση του Γληνού εντός της αριστερής διανόησης, παραβλέποντας τις σπουδές του στη Γερμανία και τις αναλυτικές κατηγορίες που προσέλαβε από εκεί. Η φιλοσοφία της ζωής (Lebensphilosophie) του Rudolf Eucken, που εστίαζε στο «βίωμα» και το πώς νοηματοδοτούν οι άνθρωποι την ιστορία τους, επηρέασε τον νεαρό Γληνό.
Αργότερα στη Λειψία ο Γληνός είχε καθηγητή τον Wilhelm Wundt. Ανάμεσα σε άλλες ιδέες, ο Wundt είχε διαμορφώσει και την αντίληψη της Völkerspsychologie («ψυχολογία των λαών» κατά τον Αλ. Δελμούζο). Η Völkerspsychologie, σύμφωνα με τον Wundt, διερευνά τη γλώσσα, τους μύθους και τα έθιμα, που αποτελούν πνευματικά προϊόντα της κοινωνικής ανάπτυξης των λαών και σ’ αυτά εκφράζονται γενικοί ψυχολογικοί νόμοι. Η μελέτη τους συμβάλλει καταρχάς στην κατανόηση της πνευματικής ζωής των λαών αλλά προσφέρει και χρήσιμο υλικό για τη μελέτη των επιμέρους ατόμων. Ο όρος «ψυχική ροπή» που χρησιμοποιεί ο Γληνός στο δοκίμιό του «Εθνος και γλώσσα» προέρχεται από το έργο του Wundt και την αντίληψή του περί της Völkerspsychologie: «[…] η ιστορία μας δείχνει πως πολύ σημαντικότεροι συντελεστές για την ιστορική συνείδηση από τη γραφτή γλώσσα και τη λόγια παράδοση και γλώσσα της εκκλησίας είναι η γλώσσα που μιλάει ένας λαός, οι παραδόσεις του, τα τραγούδια και τα παραμύθια του, τα ήθη και έθιμα, τα κοινά εθνικά ιδανικά και η ψυχική σύσταση και ροπή του». Επίσης, στο ίδιο δοκίμιο φαίνονται και επιδράσεις από τη Lebensphilosophie: «Η έννοια της ιστορικής ενότητας πρέπει να ξεχωριστή σε δύο ιδιαίτερα στοιχεία. Στην αντικειμενική ιστορική συνέχεια ενός λαού και στη συνείδηση αυτής της συνέχειας».
Προδότες, τσακάλια, γυναίκες και κάλεσμα για αγώνα
Σε όλο το κείμενο ο Γληνός προσπαθεί με απλό και γλαφυρό τρόπο να μιλήσει στην ψυχή του ελληνικού λαού προκειμένου να τον κεντρίσει να εξεγερθεί. Δείχνει ποιες βασικές για τους Ελληνες αξίες καταπάτησαν οι κατακτητές, πώς διέλυσαν τα όνειρα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και λεηλάτησαν τη ζωή τους.
Στηλιτεύει τις κατοχικές κυβερνήσεις ότι δήθεν πήγαν να σώσουν κάτι για τον λαό ενώ ουσιαστικά λειτούργησαν για τον εαυτό τους: «Ετρεξαν πρώτα – πρώτα οι Τσολάκογλοι, οι Μπάκοι, οι Γκοτζαμάνηδες, οι Καραμάνοι, στρατηγοί απάτριδες, πολιτικάντηδες, τυχοδιώκτες. Με την πρόφαση να περισώσουνε τάχα κάτι από την καταστροφή, μα στην πραγματικότητα για να εξασφαλίσουν αξιώματα, πρωτοκαθεδρίες, φαγοπότια, ρεμούλες… και να δίνουνε πρόσχημα νομιμότητας σ’ όλα τα άτιμα κακουργήματα των καταχτητών, να τα κρύβουν από το λαό…».
Επιτίθεται στους μαυραγορίτες που θησαυρίζουν από τον πόνο του ελληνικού λαού: «Τα διακόσια δισεκατομμύρια δραχμές που κυκλοφορούν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, δεν εβγήκαν όξω από τον τόπο μας. Είναι εδώ μέσα. Ποιος τα έχει; Πού πήγαν; Μα από τα χέρια αυτών πέρασαν. Μετατράπηκαν σε πολυκατοικίες, σε πλούσια χτήματα, σε βίλλες, σε διαμαντικά, σε μπριλάντια, σε χρυσές λίρες, σε έπιπλα […] Ο,τι πουλάει ο καθένας από μας για να φτωχοζήσει, το ρολόι του, το χαλί του, τη βέρα του […] όλα πέρασαν στα χέρια των τσακαλιών».
Το κείμενο προσπαθεί να μην προκαλέσει συντηρητικά αντανακλαστικά, όμως κεντρίζει αξίες σημαντικές για τον πληθυσμό (η προίκα των κοριτσιών που ληστεύτηκε από τους κατακτητές) και στέκεται ιδιαίτερα στη θέση και στάση των γυναικών. «Πού είναι τα “πατροπαράδοτα ελληνικά ήθη και έθιμα”; Σε πολιτείες και χωριά τριγυρνάν οι ξένοι στρατιώτες αγκαλιασμένοι με τις γυναίκες μας, τις κόρες μας, τις αδερφάδες μας. Από τα μεγαλόσπιτα που χορεύουν και πίνουν σαμπάνιες και οργιάζουν οι μεταξοφορεμένες κυράδες με ξένους αξιωματικούς, ως τα χωρικά σπίτια που μπαινοβγαίνουνε φανερά οι ξένοι αγαπητικοί. Μπροστά στα μάτια μας είναι ακόμη οι ανάπηροι του πολέμου, με κομμένα χέρια και πόδια, οι τραυματίες και οι σακάτηδες. Ακόμα δεν έβγαλαν τα μαύρα οι χήρες και τα ορφανά του πολέμου. Κι’ οι φονιάδες τους γυρίζουν αγκαλιά με τις γυναίκες μας και τις αδερφές μας. Και έτσι εγέμισαν οι πολιτείες και τα χωριά μας από αρρώστειες αφροδίσιες. Ετσι δώδεκα χρονών κορίτσια είναι γιομάτα σύφιλη. Και κοντά σε όλες τις άλλες πληγές του εκφυλισμού μπαίνει ακόμα και τούτη εδώ, ο εκφυλισμός από τη σύφιλη!».
Η Σακκά επισημαίνει ότι η αναφορά στη σύφιλη έχει σκοπό να προκαλέσει ηθικό πανικό και να στιγματίσει τις γυναίκες που συνάπτουν σχέση με τους κατακτητές. Με στοιχεία που παραθέτει, η Σακκά δείχνει ότι η «σύφιλη δεν ήταν κάτι νέο στην ελληνική κοινωνία και, σίγουρα, δεν την έφεραν οι κατακτητές. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, η σύφιλη καταγραφόταν σε υψηλά ποσοστά κρουσμάτων στην Ελλάδα. Τα δημογραφικά στοιχεία είναι εντυπωσιακά: Περί τις 5.800 γυναίκες νοσηλεύονταν επίσημα στο Νοσοκομείο Ανδ. Συγγρός στο διάστημα 1931-1935, με το 25% από αυτές στην ηλικία από 16 έως 20 χρονών και το 39% προσφυγικής καταγωγής από τη Μ. Ασία, σε ηλικία 21-25 ετών. Ιερόδουλες, εργάτριες, υπηρέτριες και νοικοκυρές αποτελούσαν τον σχετικό πληθυσμό».
Γι’ αυτό, μετά τον στιγματισμό τους, ο Γληνός καταλήγει σε μέτρα ώστε να αποτραπούν οι γυναίκες να συνάπτουν σχέσεις με τους κατακτητές και ενδεχομένως να λειτουργούν και ως πληροφοριοδότες: «Να μην επιτρέπετε στις γυναίκες σας, στις αδερφές σας, στις μαννάδες σας, στις κόρες σας, στους συγγενείς σας γενικά, να συναναστρέφονται με τους ξένους. Να μαστιγώνετε με κάθε τρόπο και να καυτηριάζεται [sic] τις ερωτικές σχέσεις με τους ξένους. Να στιγματίζετε τις γυναίκες που παραδίνονται. Κάθε γυναίκα που παραδίνεται στους ξένους είναι κιόλας χαφιές και προδότισσα. Να μεταχειρίζεστε γι’ αυτές εξευτελιστικά επίθετα και χαρακτηρισμούς και να κάνετε γνωστό πως μετά τον πόλεμο θα χαραχτεί και στα δυο τους μάγουλα με ανεξίτηλα γράμματα ένα μεγάλο “Π”, που θα σημαίνει “Πόρνη” και “Προδότισσα”».
«Παλλαϊκός, εθνικός, εθνικοαπελευθερωτικός, ενωτικός»
Τέλος, ο Γληνός στο κείμενο αυτό που σφράγισε τον αγώνα κατά των κατακτητών δίνει τη φυσιογνωμία αυτού του αγώνα: «απελευθερωτικός, παλλαϊκός, εθνικός, εθνικοαπελευθερωτικός, ενωτικός». Και καλεί σε πάλη για να σταθεί όρθιος ο λαός από τη δοκιμασία της πείνας, σε αντίσταση με κάθε τρόπο και τελικά σε ένοπλο αγώνα. Σκοπός είναι το διώξιμο του κατακτητή και η δημιουργία μιας νέας Ελλάδας με «λαοκρατικό πολίτευμα».
Το «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» και ο θάνατος του Γληνού το 1943 πέρασαν τον Γληνό στην ιστορία της χώρας ως καθολικό διανοούμενο. Ομως, κλείνοντας, δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον πειρασμό της αναφοράς στο ερώτημα που έθεσε ο Γιώργος Μπουμπούς στην επανέκδοση του βιβλίου «Στη μνήμη του Δημήτρη Γληνού». «Αν ο Δημήτρης Γληνός δεν πέθαινε στις 23 Δεκεμβρίου 1943, η χρονιά που ερχόταν και δε γνώρισε θα ήταν ασφαλώς το τέταρτο σημαντικό σημείο της ζωής του. Οπως είναι γνωστό, ο Γληνός θεωρούσε πως τρεις υπήρξαν οι πιο σπουδαίοι από τους σταθμούς της ζωής του. Πρώτα το 1917, η Θεσσαλονίκη και η δημοτική γλώσσα· έπειτα, το 1927 και η διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και, τέλος, το 1936 και η κομμουνιστική δράση… Δε θα ήταν καθόλου παρακινδυνευμένο να υποθέταμε πως αν ο Γληνός είχε αναλάβει πρόεδρος της ΠΕΕΑ, το όνομά του κατά πάσα πιθανότητα θα στόλιζε τους καταλόγους των τυχοδιωκτών, αλιτήριων, λιπόψυχων, πραχτόρων της Ιντέλιτζενς Σέρβις κ.λπ. στελεχών του ΚΚ που, συνήθως άκριτα και επιπόλαια, θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τα πάντα. Ο θάνατος προφύλαξε το Γληνό από μια κακομεταχείριση αυτού του τύπου. Ευτυχώς ίσως γι’ αυτόν που ο τέταρτος σημαντικός σταθμός της ζωής του ήταν και ο τελευταίος».
Πηγή: Κώστας Θεριανός, μέλος του ΔΣ του Ιδρύματος Γληνού - HOT DOC HISTORY
Δημοσίευση σχολίου