{[['']]}
Το ναζιοτικό καθεστώς κλιμάκωσε τις φυλετικές αντιλήψεις του από τη δημιουργία του «ολοκληρωμένου Γερμανού» στην εφαρμογή ευγονικών πολιτικών και εντέλει στην ομαδική εξόντωση των αδύναμων ή των «κατώτερων» φυλών. Πρώτα θύματα οι Εβραίοι και ακολούθησαν οι Ρομά. Τσιγγάνοι (όπως δείχνει ο τύπος του καπέλου τους) μεταφέρουν το πτώμα ενός ομόφυλού τους, θύματος της ναζιστικής θηριωδίας
Η γενοκτονική βία κατά των Ρομά στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ναζιστικό παζλ της ινδοευρωπαϊκής και άριας καταγωγής. Το «συγκρότημα των Τσιγγάνων» στο Αουσβιτς και το τρομερό Γιασένοβατς
Του Βαγγέλη Τζοϋκα, Διδάκτορα Κοινωνιολογίας Παντείου, -Hothistory
|
Tο Ολοκαύτωμα (ή Shoah), δηλαδή η εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της Ευρώπης από τους ναζί, συνιστά την κορωνίδα της γενοκτονικής βίας που εξαπέλυσε το Τρίτο Ράιχ κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Ομως οι Εβραίοι δεν ήταν η μόνη ομάδα που θεωρούνταν απολύτως αναλώσιμη με βάση την κλίμακα φυλετικής ιεράρχησης του ναζιστικού καθεστώτος. Ανάμεσα στις κατηγορίες που δεν θα είχαν θέση στο «χιλιόχρονο Ράιχ» το οποίο ονειρεύονταν άνθρωποι όπως ο Αλφρεντ Ρόζενμπεργκ ήταν και οι Ρομά (ευρέως γνωστοί ως Τσιγγάνοι), εθνοτική ομάδα με μακραίωνη παρουσία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Ο τρόπος ζωής και η κουλτούρα των Ρομά, τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής τους οργάνωσης, η κινητικότητα και η άρνηση μόνιμης εγκατάστασης, οι δραστηριότητες που ασκούσαν, ακόμη και η εμφάνισή τους προξενούσαν και σε παλαιότερες εποχές αντιδράσεις σε τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών που αναζητούσαν αποδιοπομπαίους τράγους για τα δεινά που αντιμετώπιζαν κατά καιρούς.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί το μέγεθος και την ένταση της βίας που θα ξεσπούσε εναντίον των Ρομά στην κατεχόμενη από τα αξονικά στρατεύματα Ευρώπη τα έτη 1939-1945.
Οι διώξεις εναντίον των Ρομά παραμένουν μέχρι και τις μέρες μας σχετικά άγνωστο κεφάλαιο του πολέμου, αν και τις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα διαφοροποιήθηκαν.
Ασφαλώς το ζήτημα σχετίζεται και με την κοινωνική και ταξική θέση των πληθυσμών αυτών στη σύγχρονη κοινωνία καθώς και με τον βαθμό της πραγματικής κοινωνικής ένταξης και ενσωμάτωσής τους στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη ακόμη και στις μέρες μας.
Παραμένει πάντως άγνωστος ο συνολικός αριθμός των Ρομά και Σίντι που εξοντώθηκαν από τους ναζί: ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό σε 250.000, σχεδόν το 1/4 του συνολικού πληθυσμού τους στην Ευρώπη στις απαρχές της σύγκρουσης.
Ορισμένοι συγγραφείς, όπως ο γνωστός Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, ανεβάζουν τον αριθμό στη δυσθεώρητη κλίμακα των οκτακόσιων χιλιάδων.
Από την άλλη πλευρά φαίνεται να υπάρχουν έντονες αντιπαραθέσεις για την ορολογία που θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για να αποτυπωθούν οι ενέργειες των Γερμανών και των συμμάχων τους εναντίον των Ρομά, αλλά και για την ανάγκη επεξεργασίας του συλλογικού αυτού τραύματος σε μια εποχή αναβίωσης της ακροδεξιάς σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στο συνοπτικό αυτό σημείωμα θα ασχοληθούμε με την ιδεολογική επικάλυψη της διαδικασίας αυτής, με τον τρόπο με τον οποίο επιχειρήθη-κε, αλλά και με τις συνέπειές της.
Ελεγχος πιστοποιητικών φυλετικής κατάταξης μιας Τσιγγάνας από υπαλλήλους του Ράιχ
Η δημιουργία του «ολοκληρωμένου Γερμανού» και το φυλετικό κράτος
Ο ναζισμός, προγραμματικά, ήδη από τη δεκαετία του 1920 στόχευε στη ριζική αναμόρφωση της γερμανικής κοινωνιας με τη δημιουργία του «ολοκληρωμένου Γερμανού», που θα υπάκουε στη γραμμή: νους υγιής εν σώματι υγιεί.
Κεντρική λοιπόν επιδίωξη των ναζί ήταν η σφυρηλάτηση υγιών στο σώμα και στο πνεύμα Γερμανών που θα αποτελούσαν την τελειότερη έκφραση ενός γερμανικού τύπου που παραπέμπει ευθέως στο κλασικό ελληνικό ιδεώδες (κυρίως στο λεγόμενο σπαρτιατικό μοντέλο). Είναι βέβαια σημαντικό να διακρίνει κανείς ότι ο εθνικοσοσιαλισμός προβάλλει περισσότερο το σώμα από το πνεύμα, σε μια λογική σχετικής διατάραξης της μεταξύ τους ισορροπίας. Ετσι, σε κείμενα της περιόδου τονιζόταν χαρακτηριστικά ότι:
«το φυλετικό κράτος πρέπει να πρεσβεύει την αρχή ότι ένας άνθρωπος που η πνευματική του καλλιέργεια είναι στοιχειώδης αλλά το σώμα του δυνατό και ο χαρακτήρας του τίμιος και ισχυρός έτσι που να μπορεί να πάρει μιαν απόφαση και να ’χει την απαιτούμενη δύναμη της θέλησης είναι περισσότερο χρήσιμος στην εθνική κοινότητα από ό,τι ένας αρρωστημένος τύπος όσο προικισμένος πνευματικά κι αν είναι».
Στην Αυστρία οι πιέσεις άρχισαν το 1933, αλλά η κατάσταση επιδεινώθηκε με την ενσωμάτωση στο Ράιχ. Μεταφορά Αυστριακών Τσιγγάνων σε στρατόπεδα της Πολωνίας το 1939
Είναι αναμενόμενο ότι αποσπάσματα σαν κι αυτό αναπαράγουν τον γνωστό δυϊσμό καλού - κακού σε μια απολύτως μανιχαϊστική θεώρηση του κόσμου. Η αναλογία είναι προφανής: άριος - άρτιος - υγιής - σωματικά αναπτυγμένος εναντίον Εβραίου - εκφυλισμένου - άρρωστου - σωματικά καθυστερημένου.
Και πάλι το ιδεώδες της αρχαίας Σπάρτης εμφανιζόταν έντονα στο προσκήνιο καθώς ο ίδιος ο Χίτλερ τη θεωρούσε το πιο εμφανές φυλετικό κράτος στην Ιστορία.
Είναι προφανής στο σημείο αυτό η αντιπαράθεση του σπαρτιατικού ιδεώδους με το αντίστοιχο αθηναϊκό και η υποτίμηση των δημοκρατικών αξιών με τις οποίες συνδέεται το δεύτερο.
Ετσι λοιπόν είναι αναμενόμενη η έμφαση στη σπαρτιατική απόπειρα πλήρους ανάπτυξης των βιολογικών και σωματικών ικανοτήτων, που για τους Λακεδαιμόνιους νέους σήμαινε ένταξη από πολύ νεαρή ηλικία σε ομάδες εκγύμνασης και στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Στην ίδια λογική η εθνικοσοσιαλιστική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ήταν προσανατολισμένη στην υποχρέωση του φυλετικού κράτους να «αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο στη φυσική και τη σωματική εξάσκηση». Οι νέοι ωθούνταν με τον τρόπο αυτό στη συγκρότηση παραστρατιωτικών οργανώσεων που θα υιοθετούσαν τις σπαρτιατικές τακτικές, όπως τουλάχιστον γίνονταν αντιληπτές κυρίως από τη γερμανική διανόηση του 19ου αιώνα.
Τσιγγάνοι στο στρατόπεδο εξόντωσης Μπέλζεκ
Το Τρίτο Ράιχ όμως αποσκοπούσε σε κάτι περισσότερο από την ενίσχυση αυτής της «πρωσικής» πολιτικής. Ηταν προετοιμασμένο όχι μόνο να μεταλαμπαδεύσει τον σκληροπυρηνικό εθνικισμό αλλά και να προχωρήσει στην εφαρμογή ευγονικών πολιτικών που θα απαγόρευαν τις επιμειξίες ανόμιων φυλών και θα εδράζονταν κι αυτές με την σειρά τους στο σπαρτιάτικο ιδεώδες. Οι γονείς έπρεπε να ελέγχονται για την καθαρότητα της άριας φύσης τους, οι ασθενείς δεν είχαν δικαίωμα να τεκνοποιούν, το κράτος όφειλε και έπρεπε να είναι αμείλικτο απέναντι στην απόπειρα διαιώνισης των κατώτερων, των ασθενέστερων, των περιθωριακών (στους οποίους προφανώς συμπεριλαμβάνονταν και οι Ρομά).
Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χίτλερ:
«Η ενδυμασία των νέων μας πρέπει κι αυτή να προσαρμοστεί στον επιδιωκόμενο σκοπό ώστε να φτιάξουν ένα όμορφο κορμί για το οποίο θα υπερηφανεύονται και θα γυμνάζονται για να το αποκτήσουν. Η νέα κοπέλα θα αναγνωρίζει κάτω απ’ αυτό το κορμί τον άντρα που της ταιριάζει. Αν η σωματική ομορφιά δεν ήταν τόσο περιφρονημένη στις μέρες μας και δεν είχε περάσει σε δεύτερο πλάνο λόγω της ηλιθιότητας της μόδας, εκατοντάδες χιλιάδες νέες γυναίκες του λαού μας δεν θ’ αφήνονταν να παρασυρθούν από τους απαίσιους μπάσταρδους Εβραίους με τις στραβές γάμπες. Μέσα στα καθήκοντα του κράτους είναι και η φροντίδα να βρίσκουν οι νέοι μας όμορφα σώματα για να μπορούν να ανανεώνουν την ομορφιά της ράτσας».
Από την άποψη αυτή δεν προξενεί εντύπωση ότι η εθνικοσοσιαλιστική εκπαίδευση παρέπεμπε σε ένα σπαρτιατικό πρότυπο καθώς τα δύο συστήματα ταυτίζονταν στην καθυπόταξη της πνευματικής δημιουργίας στις βιολογικές αξίες και στη συστηματική υγιεινή του σώματος για την υπεράσπιση του στρατιωτικού - αριστοκρατικού - άριου προτύπου.
Στον κόσμο που ήθελαν να δημιουργήσουν οι ναζί δεν θα υπήρχε θέση για τους βιολογικά κατώτερους, τους «ρυπαρούς» (όπως οι Ρομά). Οι τελευταίοι είχαν θεωρηθεί, με βάση τις αντιλήψεις του κοινωνικού δαρβινισμού, «ακάθαρτοι», φυλετικά κατώτεροι, προορισμένοι να εξαφανιστούν.
Η ραγδαία εκβιομηχάνιση, ειδικά στη Γερμανία, καθιστούσε ακόμη πιο ευάλωτη κοινωνικά και οικονομικά τη θέση των πληθυσμών αυτών που παραδοσιακά ασκούσαν δραστηριότητες χειροτέχνη, περιπλανώμενου μουσικού και τεχνίτη.
Ειδικά στη Βαυαρία ήδη από το 1899 είχαν δημιουργηθεί ειδικές υπηρεσίες ασφαλείας επιφορτισμένες με την παρακολούθηση των κοινοτήτων Ρομά. Στην περίοδο της δημοκρατίας της Βαϊμάρης υιοθετήθηκαν στην ίδια περιοχή εξαιρετικά αυστηρές νομικές ρυθμίσεις εναντίον τους, επικεντρωμένες στον εξαναγκασμό τους σε μόνιμη εδραία εγκατάσταση. Επρόκειτο για κομβικό ζήτημα στην όλη αντιμετώπιση των Ρομά, καθώς ο βιοπολιτικός έλεγχος επί των κοινοτήτων αυτών περνούσε υποχρεωτικά από τη στέρηση της ευέλικτης μετακίνησής τους από τόπο σε τόπο.
Το βαυαρικό μοντέλο ουσιαστικά λειτούργησε ως πρότυπο τόσο για τα υπόλοιπα γερμανικά κρατίδια όσο και για άλλες ευρωπαϊκές χώρες που επιθυμούσαν να ελέγξουν τη ζωή των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι θεωρούνταν υπεύθυνοι για εγκληματικές και παραβατικές συμπεριφορές, επαιτεία, σύσταση συμμοριών, φιλήδονο και άσεμνο βίο κ.λπ.
Είναι ενδεικτικό ότι το 1933 στην Αυστρία αντιπρόσωποι των αρχών και των πολιτικών κομμάτων παρέστησαν σε «τσιγγάνικα συνέδρια» προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα που έθετε η συγκατοίκηση με τους Ρομά.
Ανάμεσα στις προβαλλόμενες λύσεις ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου καταυλισμού όπου θα περιοριζόταν ο συνολικός πληθυσμός τους, η εκτόπισή τους σε νησιά του Ειρηνικού και η δημιουργία στρατοπέδων εργασίας. Εξυπακούεται ότι οι ειδικές νομικές ρυθμίσεις που είχαν υιοθετηθεί κατά καιρούς από τις κυβερνήσεις για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας των Ρομά καθιστούσαν εξ ορισμού «ύποπτους» τους πληθυσμούς αυτούς.
Παρ’ όλα αυτά υπήρχε ένα πρόβλημα σχετικά με την καταγωγή των Ρομά και τη συνεπαγόμενη ταξινόμησή τους στην κλίμακα φυλετικής κατάταξης του ναζισμού, το οποίο σχετιζόταν με την υιοθέτηση της ινδοευρωπαϊκής και άριας καταγωγής των πληθυσμών αυτών.
Το ερώτημα ήταν σαφές: από τη στιγμή που γλωσσολογικά και από άποψη καταγωγής είχε αποδειχθεί η έλευση των Ρομά τον 11ο αιώνα από την Ινδία στην Ευρώπη, μήπως κάποια αρχικά παρακλάδια τους αποτελούσαν τμήμα της άριας φυλής όπως την αντιλαμβάνονταν οι Κεντροευρωπαίοι θεωρητικοί στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα;
Το ζήτημα επιλύθηκε έπειτα από παρέμβαση του κορυφαίου φυλετιστή του Τρίτου Ράιχ Χανς Γκίντερ, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι μόνο κάποιοι Ρομά «αριστοκρατικής καταγωγής» έχουν ευγενές αίμα και ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι Τσιγγάνοι συνιστούν προϊόν επιμειξίας με «κατώτερα φύλα». Ανοιγε έτσι ο δρόμος για την αντιμετώπισή τους ως κατώτερων, την περιθωριοποίηση και την τελική εξόντωσή τους.
Στη Ρουμανία θανατώθηκαν 19.000 έως 36.000 Ρομά κυρίως δια της εκτόπισης σε υπαίθρια στρατόπεδα
Οταν λοιπόν ανέλαβε την εξουσία ο Χίτλερ αυτές οι ρατσιστικές αντιλήψεις, που όπως αναφέραμε είχαν διατυπωθεί ανοικτά ήδη από τη δεκαετία του 1920, κωδι-κοποιήθηκαν στους διαβόητους νόμους της Νυρεμβέργης (1935), οι οποίοι αρχικά αφορούσαν τους Εβραίους. Η μετέπειτα διεύρυνση του περιορισμού των δικαιωμάτων και στους Ρομά επισημοποιήθηκε απόλυτα στις 7 Μαρτίου 1936, όταν και τα μέλη της συγκεκριμένης ομάδας αποστερήθηκαν το δικαίωμα στην ψήφο. Είχε προη-γηθεί η αφαίρεση της γερμανικής υπηκοότητας, προπομπός αυτού που θα ακολουθούσε.
Ο Χίτλερ δίνει χο σύνθημα. Στρατόπεδα συγκέντρωσης και κινητοί θάλαμοι αερίων Με την πάροδο των ετών τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον τους άρχισαν να πληθαίνουν. Αρχικά οι Ρομά μεταφέρονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχαν δημιουρ-γηθεί στο εσωτερικό της Γερμανίας. Σε κάποιες περιπτώσεις οι κρατούμενοι Ρομά υποχρεώνονταν να φορούν το διακριτικό του «μαύρου τριγώνου» που αποδιδόταν στα «αντικοινωνικά στοιχεία», ενώ σε άλλα στρατόπεδα φορούσαν το ιδιαίτερο «καφέ τρίγωνο». Πολύ δύσκολη ήταν η κατάσταση των Ρομά και στην Αυστρία, καθώς τα κατασταλτικά μέτρα εναντίον τους είχαν αυξηθεί υπέρμετρα μετά την ενσωμάτωση της χώρας στο Τρίτο Ράιχ. Στη διαδικασία αυτή πρωτοστατούσαν τα μέλη του τοπικού ναζιστικού κόμματος, που μπορούσαν πλέον ανενόχλητα να υλοποιήσουν την πολιτική τους επί του ζητήματος.
Με το ξέσπασμα του πολέμου και τη γερμανική κατάκτηση της Πολωνίας τα πράγματα άρχισαν να διαφοροποιούνται ακόμη περισσότερο. Ηδη από το φθινόπωρο του 1939 ο διαβόητος Ράινχαρντ Χάιντριχ σκόπευε να εκτοπίσει 30.000 Ρομά στην περιοχή της λεγάμενης Γενικής Κυβέρνησης της Πολωνίας, προοπτική την οποία απέρριπτε κατηγορηματικά ο Χανς Φρανκ, τοπικός διοικητής.
Σύντομα όμως θα ξεκινούσε η διαδικασία μεταφοράς Γερμανών και Αυστριακών Ρομά τόσο σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας όσο και στα γκέτο των κατεχόμενων πόλεων, όπως στο Λοτζ. Στην πόλη αυτή μάλιστα ξέσπασε επιδημία τυφοειδούς πυρετού τον Δεκέμβριο του 1941, γεγονός που έδωσε τη δυνατότητα στις γερμανικές αρχές να οδηγήσουν στον θάνατο χιλιάδες Ρομά χρησιμοποιώντας κινητούς θαλάμους αερίων, δηλαδή μετασκευασμένα φορτηγά οχήματα. Οταν συγγενείς και γνωστοί των εκτοπισμένων απευθύνθηκαν στις γερμανικές αρχές για να πληροφορηθούν την τύχη τους και να μπορέσουν να τους επισκεφτούν, η απάντηση που έλαβαν ήταν ότι οι «επανεγκατεστημένοι» στο Λοτζ δεν είχαν δικαίωμα επίσκεψης,
Η προσωρινή, όπως αποδείχθηκε, αναβολή στην τελική εκδίωξη των Τσιγγάνων οδήγησε στη λήψη άλλων μέτρων. Δημιουργήθηκαν ειδικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, όπως το Μάρτζαν και το Δάνγκενμπαχ, στα οποία οι κρατούμενοι Ρομά διαβιούσαν σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, αντιμετωπίζοντας καθημερινά το φάσμα της πείνας και των εξευτελισμών, τις σωματικές και ψυχικές ταλαιπωρίες και τις μολυσματικές ασθένειες.
Η ύπαρξη των στρατοπέδων αυτών οδηγούσε τους τοπικούς πληθυσμούς στην υποβολή συνεχών υπομνημάτων προς τον Χίμλερ, προκειμένου οι«Αριοι» να απαλλαγούν από την «απειλή» των Ρομά. Ο ίδιος ο ηγέτης των SS δίσταζε να λάβει μια τέτοια απόφαση και επιχειρούσε να υπερασπιστεί το θεωρητικό σχήμα της μειοψηφίας των «ευγενών Ρομά άριας καταγωγής», σε αντίθεση με τις θέσεις που υποστήριζε ο γραμματέας του ναζιστικού κόμματος (και μεγάλος προσωπικός του ανταγωνιστής) Μάρτιν Μπόρμαν.
Αφιξη ανθρώπινου φορτίου στο Κέντρο Διαλογής στο Μαλίν του Βελγίου με προορισμό τα γερνμανικά στρατόπεδα
Η κρίσιμη χρονικά στιγμή ήταν ο Δεκέμβριος του 1942, όταν ο Χίμλερ διέταξε την τελική εκτόπιση όλων των Ρομά από το αποκαλούμενο Μείζον Γερμανικό Ράιχ. Εξαιρέθηκαν μερικές χιλιάδες άτομα «ευγενούς άριας καταγωγής», χωρίς όμως η εξαίρεση αυτή να έχει απολύτως δεσμευτικό χαρακτήρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι συνελήφθησαν ακόμη και στρατιώτες που είχαν επιστρέφει με άδεια στις οικογένειές τους. Τα περιθώρια δράσης των τοπικών αρχών ήταν εκτεταμένα, με συνέπεια μαζικές εκτοπίσεις ακόμη και ατόμων που υπάγονταν στις προαναφερθείσες κατηγορίες οι οποίες θεωρητικά εξαιρούνταν των συλλήψεων.
Αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών ήταν η μεταφορά των Γερμανών και Αυστριακών Ρομά στα στρατόπεδα εξόντωσης, ενέργεια που σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις φαινόταν να έχει τη συναίνεση των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες θεωρούσαν ότι είχαν πλέον απαλλαγεί οριστικά από τα «ταραχοποιό στοιχεία».
Δεκάδες χιλιάδες οδηγήθηκαν στο διαβόητο Αουσβιτς - Μπιρκενάου, στο οποίο η συντριπτική πλειονότητα εξοντώθηκε σταδιακά. Μάλιστα η εγκατάστασή τους έγινε σε ειδικό συγκρότημα του στρατοπέδου, το οποίο ονομαζόταν «συγκρότημα των Τσιγγάνων».
Τον Μάρτιο του 1944 οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων 1.700 Ρομά από την περιοχή του Μπιαλιστόκ. Λίγους μήνες αργότερα (Αύγουστος 1944) και ενώ είχε προηγηθεί μια πρώτη ανεπιτυχής απόπειρα διάλυσης του συγκροτήματος εκ μέρους των Γερμανών, τα SS επιτέθηκαν εναντίον του πληθυσμού που είχε απομείνει εκεί (ηλικιωμένοι, παιδιά, γυναίκες ανίκανοι για εργασία κ.λπ.), με αποτέλεσμα τον θάνατο τουλάχιστον 3.000.
Στην υπόλοιπη κατεχόμενη Ευρώπη η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Αναμενόμενη ήταν η κατάσταση στο λεγόμενο Ανατολικό Μέτωπο, καθώς ο πόλεμος έλαβε εκεί την πλέον ακραία μορφή του με τα Einsanzgruppen -Τάγματα Θανάτου και τις «ειδικές μονάδες καταδίωξης συμμοριτών» να επιδίδονται σε μαζικές δολοφονίες των κοινωνικών κατηγοριών που θεωρούνταν αναλώσιμες (κομμουνιστές, Εβραίοι, παρτιζάνοι κ.λπ.).
Στις βαλτικές χώρες και στην Ουκρανία η ένταση της βίας ήταν τεράστια και στο πλαίσιο αυτό δεν προξενεί ιδιαίτερη εντύπωση η τραγική μοίρα των Ρομά που προέρχονταν από τις περιοχές αυτές. Σύμφωνα μάλιστα με εκτιμήσεις ορισμένων ιστορικών έχουν εξακριβωθεί τουλάχιστον 8.000 υποθέσεις εξόντωσης Ρομά από αυτά τα τάγματα.
Ιδιαίτερη ήταν η περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όπου η αντιμετώπιση των πληθυσμών αυτών ήταν επίσης εξαιρετικά βίαιη. Η Σερβία, που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Γερμανών επιτελικών είχε υποστεί τη διαδικασία «ειρηνοποίησης» από τα τέλη του 1941, γνώρισε την εξόντωση χιλιάδων Ρομά. Στην Κροατία το απροκάλυπτο φασιστικό καθεστώς του Αντε Πάβελιτς και τω Ουστάσι οδήγησε το σύνολο ουσιαστικά του τσιγγάνικου πληθυσμού της χώρας στην εξολόθρευση, χρησιμοποιώντας κυρίως το στρατόπεδο συγκέντρωσης Γιασένοβατς. Επρόκειτο για απροκάλυπτη περίπτωση εξόντωσης πληθυσμού που θεωρούνταν απειλή για την εθνική ομογενοποίηση ου κράτους, εντός των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιουργούσε το εθνοτικό ανάγλυφο της Γιουγκοσλαβίας.
Μια χώρα στην οποία οι Ρομά είχαν προπολεμικά αξιοσημείωτη παρουσία ήταν η Ρουμανία, κράτος-μέλος του Αξονα μέχρι το 1944. Και στην περίπτωση της Ρουμανίας η ένταση και η έκταση της βίας κατά του τοπικού πληθυσμού των Τσιγγάνων ήταν μεγάλες, οδηγώντας στον θάνατο από 19.000 έως 36.000 ανθρώπους.
Ο τρόπος που επε-λέγη για την εξόντωση ήταν ο εκτοπισμός το 1941 και 1942 πολλών Ρουμάνων Ρομά στην Υπερδνειστερία, μια περιοχή της νοτιοδυτικής Ουκρανίας υπό τη διοίκηση των ρουμανικών αρχών. Οι εκτοπισμένοι ήταν υποχρεωμένοι να κοιμούνται σε πρόχειρες καλύβες ή στην ύπαιθρο, σε εντελώς πρωτόγονες συνθήκες. Οι εξαιρετικά σκληρές και βάναυσες συνθήκες ζωής εκεί οδήγησαν στην εκδήλωση ασθενειών αλλά και σε πολλούς θανάτους από πείνα.
Στη δυτική Ευρώπη τα πράγματα ήταν σχετικώς καλύτερα, με την εξαίρεση της Ολλανδίας και της Γαλλίας, η οποία εκτόπισε στα γερμανικά στρατόπεδα από 3.000 έως 6.000 Ρομά.
Το κράτος του Βίου επιχείρησε βέβαια να συγκροτήσει ένα ξεχωριστό στρατόπεδο «αναμόρφωσης» στη νοτιοανατολική Γαλλία που επρόκειτο να λειτουργήσει για προπαγανδιστικούς λόγους. Τουλάχιστον 700 Ρομά (κυρίως νεαροί και παιδιά) στεγάστηκαν στο συγκρότημα αυτό, χωρίς φυσικά καμία ευεργετική συνέπεια για τους ίδιους. Από την άλλη πλευρά περίπου χίλιοι υπολογίζεται ότι ήταν οι Ιταλοί Ρομά που χάθηκαν στα χρόνια του πολέμου.
Σε γενικές γραμμές σε όλες τις κατεχόμενες από τον Αξονα χώρες οι Ρομά βρέθηκαν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση και, όπως προαναφέραμε, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις καταστράφηκαν πλήρως ολόκληρες κοινότητες.
Λόγω των μεγάλων απωλειών που υπέστησαν κατά τη διάρκεια του ολοκληρωτικού αυτού πολέμου είναι, συγκριτικά, από τους πληθυσμούς που υπέφεραν περισσότερο από την κατοχική βία, γεγονός όμως που δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερο αντίκτυπο τόσο στη δημόσια ιστορία όσο και στο επίπεδο των θεσμών. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η Γερμανία αρνούνταν επί δεκαετίες να αναγνωρίσει το μερίδιο ευθύνης της για τους θανάτους των Ρομά, κατάσταση η οποία διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πολλοί φορείς και συλλογικότητες Ρομά επιχειρούν τις τελευταίες δεκαετίες να μεταβάλουν την κατάσταση αυτή.
Σταθμό στην απόπειρα ανάδειξης του ζητήματος αποτέλεσε η συγκρότηση της Διεθνούς Ενωσης Ρομά (International Romani Union) στο Λονδίνο το 1971 καθώς και η έκδοση του βιβλίου των Ντόναλντ Κέν-ρικ και Γκράταν Πάχον με τίτλο: «Το πεπρωμένο των Ευρωπαίων Τσιγγάνων» (The destiny of Europe’s Gypsies).
Ενδεικτική ενέργεια της εξέλιξης αυτής είναι η ανέγερση στο Βερολίνο το 2012 του μνημείου που είναι αφιερωμένο στα Ρομά και Σίντι θύματα του εθνικοσοσιαλισμού. Το 2014 διοργανώθηκε μεγάλη μαζική συγκέντρωση για να τιμηθούν τα σχετικά άγνωστα αυτά θύματα του ναζισμού, ενώ και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προχώρησε σε αντίστοιχες εκδηλώσεις αναγνωρίζοντας τη 2α Αυγού-στου ως Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ευρωπαίων Ρομά. Απαιτείται όμως να γίνουν πολλά ακόμη, κυρίως στον τομέα της ιστοριογραφικής αποτίμησης του πραγματικού εύρους της βίας εναντίον των Ρομά αλλά και της ευαισθητοποίησης του ευρύτερου κοινού γύρω από ένα ζήτημα που έως πρόσφατα δεν φαινόταν να συγκινεί ιδιαίτερα τους Ευρωπαίους πολίτες.
Δημοσίευση σχολίου