{[['']]}
Στη σύγχρονη πολιτική ζωή, ένα ζήτημα που επανέρχεται στην επιφάνεια είναι ο ρόλος της πολιτικής βίας στην ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών.
Η βία που είναι θεσμοθετημένη και νομικά κατοχυρωμένη από το καθεστώς, θεωρείται φυσιολογική και θα πρέπει να είναι, αν όχι απαραίτητα αρεστή, τουλάχιστον ανεκτή από τους πολίτες μιας πολιτισμένης κοινωνίας.
Όσον αφορά στην πρόσφατη ιστορική περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και πιο συγκεκριμένα την περίοδο της Αντιφασιστικής Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου στη χώρα μας, είναι φανερό ότι γίνεται μια προσπάθεια απαξίωσης της έννοιας της ένοπλης Αντίστασης, όπως και προσπάθεια συμψηφισμού της επαναστατικής βίας των μαζών, που παλεύουν για την επιβίωσή τους και για την απελευθέρωση της χώρας τους και της βίας των πιο βαθιά συντηρητικών δυνάμεων, που για να διατηρήσουν τα όποια προνόμιά τους δεν δίστασαν να συνεργαστούν με όλους τους κατακτητές που πέρασαν από αυτόν τον τόπο.
Την ίδια στιγμή μάλιστα που έβλεπαν με τα μάτια τους να πεθαίνουν το χειμώνα του ’41-’42 δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι από την πείνα και μετέπειτα να δολοφονούνται με τον πιο άγριο τρόπο, ακόμα και νεογέννητα βρέφη.
Αυτή η ισοπέδωση «της κακής βίας από όπου κι αν προέρχεται» - το είχε ίσως πρωτοπεί ο Γεώργιος Παπανδρέου που εξίσωνε τη βία των Τ.Α. με αυτήν του Ε.Λ.Α.Σ. Ήταν ο ίδιος όμως άνθρωπος που λίγους μήνες μετά ήρθε στην Ελλάδα με τα τανκς των Αγγλων για να αιματοκυλίσει το λαό της Αθήνας με τα γνωστά σε όλους Δεκεμβριανά.
Είναι λοιπόν ίδια η βία των ποινικών φασιστών του Δάγκουλα, που με μαχαίρια έκοβαν τα δάχτυλα των θυμάτων τους για να τους αρπάξουν τα δαχτυλίδια, με την αντιφασιστική βία των ανταρτών που πολεμούσαν για την ελευθερία του τόπου τους; Προφανώς όχι. Είναι σαν να εξισώνουμε τη δράση του Κολοκοτρώνη με αυτήν του Νενέκου.
Κάποιοι σημερινοί στρατευμένοι ιστοριογράφοι προσπαθούν να συμψηφίσουν την αντιφασιστική λαϊκή βία με την δοσιλογική φασιστική φέροντας στην επιφάνεια την θεωρία των δύο άκρων, του συμψηφισμού του φασισμού με τον κομμουνισμό, σαν δύο απόλυτα κακά που μόνο ένας υγιής καπιταλισμός μπορεί να τα αντιμετωπίσει. Μάλιστα, επιχειρείται να γίνει μια διάκριση ανάμεσα
στον ιδεολόγο εθνικοσοσιαλιστή Πούλο, στον πρώην Ελασίτη Δάγκουλα που κατέληξε ποινικός και τον τουρκόφωνο Πόντιο, οπλαρχηγό της Κατερίνης Κισά-Μπατσάκ που ενώ δεν κατόρθωσε να τον προσεταιριστεί ο Ε.Λ.Α.Σ., αυτός για να προστατέψει τον εαυτό του και την περιουσία του, ζήτησε αναγκαστικά όπλα από τους Γερμανούς, λίγο καιρό πριν από την αποχώρησή τους.
Ο «ιδεολόγος» εθνικοσοσιαλιστής Πούλος που ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα στην οπισθοχώρησή τους στο βορρά για να υπερασπιστεί από ‘κει τη μεγάλη Γερμανία, αυτή των κρεματορίων των Εβραίων και την επικράτηση των Αρίων έναντι των κατώτερων φυλών, ποια ακριβώς σχέση θα μπορούσε να έχει με τον ελληνικό πολιτισμό; Δεν υπάρχει άλλη απάντηση από το ότι ο εθνικοσοσιαλισμός (ναζισμός) που τον γέννησε και τον γιγάντωσε, το μεγάλο κεφάλαιο, όταν έκρινε πως δεν υπήρξε άλλος δρόμος για την επιβίωσή του, δεν είναι τίποτα άλλο από το πολιτικό ιδεολόγημα του κανιβαλισμού, της επιβολής του δυνατού έναντι του αδύνατου με κάθε μέσο, της αντίληψης «ο θάνατός σου η ζωή μου».
Αυτό το φρικτό ιδεολόγημα που λέγεται εθνικοσοσιαλισμός, πού θα μπορούσε άραγε να βρει τους συμμάχους του; «Αυτά τα ιδιοτελή καθάρματα που είναι έτοιμα να μας υπηρετήσουν» όπως είχε δηλώσει ο Χίτλερ σε κάποιον συνεργάτη του, όταν ο τελευταίος αναρωτήθηκε «ποιοι θα είναι αυτοί που θα συνεργαστούν μαζί μας στις κατεχόμενες χώρες;».
Οι σύμμαχοί του δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από τους πρώην και νυν άντρες της Ειδικής Ασφάλειας δίωξης των κομμουνιστών, τον υπόκοσμο (μπράβοι, χασισέμποροι, νταβατζήδες) που ήλεγχαν τα πορνεία στο Βαρδάρη όπως και πρώην μέλη της φασιστικής οργάνωσης Π.Α.Ο.
Αυτές οι τρεις κατηγορίες ατόμων ήταν αυτοί που στελέχωσαν την ομάδα του Δάγκουλα. Χωροφύλακες της Ειδικής Ασφάλειας που προπολεμικά κυνηγούσαν και βασάνιζαν κομμουνιστές εργάτες όταν αυτοί αγωνίζονταν για το οκτάωρο. Ανθρωποι του υποκόσμου, ήταν η δεύτερη κατηγορία. Το βαθύ κράτος αναλάμβανε πάντοτε να κάνει τις βρώμικες δουλειές που το ίδιο το κράτος δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει. Αυτό συνέβαινε πάντα. Οι ίδιοι άνθρωποι τη δεκαετία του ’60 Γιοσμάς, Εμμανουηλίδης κ.λ.π. δολοφόνησαν στη Θεσσαλονίκη το Μάη του 1963 το Γρηγόρη Λαμπράκη. Αλλά και οι σημερινοί απόγονοι των ΕΣ-ΕΣ είναι γνωστό πλέον σε όλους ότι είναι άνθρωποι του υποκόσμου.
Και τέλος, η τρίτη κατηγορία των ανθρώπων του Δάγκουλα ήταν αυτή των μελών φασιστικών οργανώσεων όπως αυτή της Π.Α.Ο. στη Μακεδονία που με συντονισμένες επιθέσεις κατάφερε ο Ε.Λ.Α.Σ. να διαλύσει.
Η διάκριση που προσπαθούν να κάνουν κάποιοι ιστοριογράφοι είναι ότι αυτή η τελευταία κατηγορία δεν εντάσσεται στα Τ.Α. διότι η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη δεν είχε πάρει απόφαση να δημιουργήσει Τάγματα Ευζώνων στη Μακεδονία. Αρα οι άνθρωποι αυτοί, όπως λένε, εξαναγκάστηκαν να φτιάξουν ομάδες και να ζητήσουν όπλα από τους Γερμανούς λίγο πριν αυτοί αποχωρήσουν, για να υπερασπιστούν τις ζωές και τις περιουσίες τους από τον Ε.Λ.Α.Σ. που ήθελε να μονοπωλήσει την Αντίσταση, μην αφήνοντας σε κανέναν άλλον περιθώριο δράσης.
Μέσα σε αυτήν την κατηγορία εντάσσουν το σύνολο των τουρκόφωνων ποντίων της Μακεδονίας, Ανατολικής, Κεντρικής και Δυτικής.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν ιστορικό είναι ότι όλοι αυτοί οι παραπάνω που ο Ε.Λ.Α.Σ. δεν τους άφησε περιθώριο να πολεμήσουν τον κατακτητή γιατί ήθελε να μονοπωλήσει την Αντίσταση και να κατακτήσει μεταπολεμικά την εξουσία, δεν έδωσαν ούτε μια μάχη εναντίον των Γερμανών σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ακόμα κι όταν απόκτησαν όπλα, τίποτα δεν τους εμπόδισε αν ήθελαν να είχαν ένα παράλληλο αντάρτικο με τον Ε.Λ.Α.Σ. που θα πολεμούσε κι αυτό τους Γερμανούς.
Και ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου καταδίκασε επίσημα όλους αυτούς σαν δοσιλογικά τμήματα και τους καλούσε να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των Γερμανών, οι ταγματασφαλίτες όχι μόνο δεν παρέδωσαν τον οπλισμό τους, αλλά και εδώ στη Θεσσαλονίκη όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, προετοίμασαν την αποχώρηση των Γερμανών και περίμεναν όσοι δεν έφυγαν μαζί τους, την εναλλαγή φρουράς από τους Αγγλους.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ιστορία των κοινωνιών αλλά ακόμα κι όταν υπάρξει αυτό το τυχαίο, εντάσσεται πάντα μέσα στο πλαίσιο της ιστορικής αναγκαιότητας. Μπορεί οι εθνικιστές να είχαν κάποιες αψιμαχίες με τους Ιταλούς, να έδωσαν κάποιες μάχες με τους Βούλγαρους, αλλά το ότι δεν πειράχθηκε από αυτούς ούτε ένας Γερμανός στρατιώτης έχει κι αυτό την εξήγησή του. Ο γερμανικός φασισμός ήταν ο βασικός κορμός σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα. Όπως κι αργότερα ο αγγλικός και αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Γι’ αυτό και δεν υπήρξε καμία σύγκρουση ανάμεσα στους εθνικόφρονες και στους Αγγλοαμερικάνους στρατοκράτες.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Ελλάδα, από την απελευθέρωσή της ακόμα από τον τούρκικο ζυγό ήταν μια χώρα εξαρτημένη στο ξένο κεφάλαιο. Η δοσιλογική ελληνική μεγαλοαστική τάξη που ήταν πάντοτε δουλική απέναντι στους ξένους προστάτες της, (κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα και σήμερα), θεώρησε ότι στην κατοχή ‘41-’44 ο γερμανικός φασισμός εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα της για το ξεπέρασμα της κρίσης. Αρκετά γρήγορα κατάλαβε ότι η γερμανική κατοχή ήταν κάτι προσωρινό που όταν θα περνούσε θα έπρεπε η ίδια, σαν τάξη, να παραμείνει στην εξουσία. Γι’ αυτό αρχικά συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, έπειτα δημιούργησε και χρησιμοποίησε τα Τ.Α. και στο τέλος συνεργάστηκε με Αγγλους και Αμερικάνους ιμπεριαλιστές.
Η στρατηγική και η τακτική της ήταν ξεκάθαρη. Το αναφέρει άλλωστε και ο αρχηγός των Τ.Α., I. Ράλλης: «Οι Γερμανοί είναι ζήτημα χρόνου το πότε θα αποχωρήσουν, το θέμα είναι να μην πάρουν οι κομμουνιστές την εξουσία». Έτσι, φαίνεται ολοκάθαρα για ποιο λόγο φτιάχτηκαν τα Τ.Α. και γιατί οι άντρες της Ειδικής Ασφάλειας και της Αστυνομίας Πόλεων έπαιξαν αυτόν το ρόλο.
Και φυσικά η άποψη ότι η Αριστερά βγήκε στο βουνό, όχι για να πολεμήσει τους Γερμανούς αλλά για να αρπάζει την εξουσία, στερείται ιστορικής σοβαρότητας. Το λάθος της Αριστερός βρίσκεται ακριβώς στο ότι ενώ στην Κατοχή ήταν η μόνη συγκροτημένη πολιτικά-οργανωτικά δύναμη που στάθηκε στο λαό και δημιούργησε την ένοπλη Αντίσταση, την κρίσιμη στιγμή άφησε κενό χώρο στους Αγγλους και τον Παπανδρέου με τις γνωστές συμφωνίες Λιβάνου-Καζέρτας, με αποτέλεσμα να έρθει η Βάρκιζα και η ήττα. Ενώ λοιπόν η Αριστερά είχε κάθε λόγο να αναλάβει τα ηνία της χώρας, η έλλειψη ξεκάθαρης στρατηγικής για την κατάκτηση της εξουσίας και κατά συνέπεια τακτικής την οδήγησαν στην ήττα.
Λίγους μήνες πριν φύγουν οι Γερμανοί σε κάποια χωριά της Ελλάδας οι κάτοικοι ζήτησαν όπλα από τους κατακτητές. Ένα συγγενικό μου πρόσωπο μου είπε για το χωριό Αχλαδόκαμπος, ένα χωριό της Νότιας Αργολίδας στα σύνορα με την Αρκαδία, ότι ήταν ένα από αυτά που ήρθαν σε επαφή με τους Γερμανούς και πήραν όπλα για να προστατέψουν, όπως είπαν, το χωριό τους από τους αντάρτες. Αραγε δεν έβλεπαν οι κάτοικοι του χωριού ότι οι Γερμανοί σε όλα τα μέτωπα ηττώνται και είναι ζήτημα χρόνου το πότε θα αποχωρήσουν από την Ελλάδα; Προφανώς και γνώριζαν οι προύχοντες του χωριού τα τεκταινόμενα της εποχής, παρόλα αυτά οδήγησαν τους κατοίκους στο δοσιλογισμό και κατά συνέπεια στην καταστροφή του από τον Ε.Λ.Α.Σ.
Τι ήταν αυτό που τους οδήγησε εκεί; Όταν επισκέφτηκα εκείνα τα μέρη, το καλοκαίρι του 2008, πήγα σε εκείνο το χωριό από περιέργεια και είδα ότι σε εκείνο το ημιορεινό χωριό, από κάτω βρίσκονταν ένα πλούσιος κάμπος. Όλη η αλήθεια ανάμεσα στα χωριά του Κισά-Μπατσάκ, του Σκαπέρδα, που αρχικά επέλεξαν να μην ενταχθούν στα Τ.Α. αλλά αργότερα συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, τα πρώτα Τ.Α. που δημιουργήθηκαν επίσημα από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, τους άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας και τον υπόκοσμο, συνοψίζεται σε μια ρήση του Καρλ Μαρξ που λέει: «ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΙΝΑΙ».
Η ιστορία γράφεται ανάμεσα σε αυτούς που φοβούνται να χάσουν κάτι, (την καπιταλιστική τους ιδιοκτησία), και σε αυτούς που θέλουν να απελευθερώσουν μια κοινωνική κατάσταση, δημιουργώντας μια καινούργια κοινωνική σχέση. Κάπως έτσι διαμορφώνεται η συνείδηση στους ανθρώπους και είναι αυτή που λίγο-πολύ διαμορφώνει τις απόψεις όλων μας. Για να το δούμε ακόμα πιο στενά, εννοώ ακόμα και των αριστερών ιστοριογράφων από τη μία όπως και των υπολοίπων που στοχεύουν στην απαξίωση της Εθνικής Αντίστασης και στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων απέναντι στο σύστημα. Αλλωστε, όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το μέλλον. Και βέβαια, αυτό που πρέπει να συμπληρώσουμε, είναι ότι μπορεί αρκετοί άνθρωποι να μην ήταν τότε κατασταλαγμένοι ιδεολογικοπολιτικά και να μην είχαν τη θεωρητική κατάρτιση για να υπερασπιστούν μια ιδεολογία, λίγο-πολύ όμως όλοι γνώριζαν το τι συνέβαινε στον κόσμο και με τη στάση τους - ενεργή ή απαθή - καθορίζονταν και ο βαθμός συνείδησής τους. Εν τελεί, όπως οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. γνώριζαν τι συνέβαινε στον κόσμο και τι επιδίωκε το Ε.Α.Μ., άλλο τόσο γνώριζε και το άλλο στρατόπεδο το ρόλο των ΕΣ-ΕΣ, το τι έγινε με τους Εβραίους και πού στόχευαν μεταπολεμικά οι ηγέτες των Τ.Α. Είναι άσχημο, μετά από 70 και πλέον χρόνια, να επιχειρείται να μειωθεί η νοημοσύνη των ανθρώπων εκείνης της ιστορικής περιόδου.
Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει με βάση τα παραπάνω στοιχεία είναι το εξής: θα μπορούσαν άνθρωποι σαν τον Δάγκουλα και τον Σκαπέρδα να λειτουργήσουν μέσα στον Ε.Λ.Α.Σ.; Ήταν τυχαίο πως όλος αυτός ο υπόκοσμος, οι μπράβοι, οι νταβατζήδες, οι χασισέμποροι, βρέθηκαν πλάι στην εθνικόφρονη παράταξη; Όσο αφορά τον Ε.Λ.Α.Σ., όταν ξεκίνησε ο Άρης τον αγώνα πήγε με την ομάδα του αρχικά στους «κλαρίτες» και αφού τους εξήγησε με απλά λόγια τους σκοπούς της οργάνωσης που ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας, τους κάλεσε να συμπαραταχθούν στις γραμμές του Ε.Λ.Α.Σ.
Μιλώντας τους με ανθρώπινη γλώσσα, τους είπε ότι με την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, θα απελευθερωθούν και αυτοί από τα δεσμά του ληστή. Πιο συγκεκριμένα τους είπε: «Να κατεβείτε κι εσείς κάτω να φάτε ένα ζεστό πιάτο φαΐ' και να ζήσετε σαν άνθρωποι, όχι όπως τώρα που ζείτε σαν τα αγρίμια. Η πατρίδα σας χρειάζεται γιατί είστε καλοί και έμπειροι πολεμιστές». Συνεχίζοντας, τους διεμήνυσε ότι ο σκοπός που ξεκινάει ο Ε.Λ.Α.Σ. είναι πολύ σοβαρός, εφάμιλλος με αυτόν του 1821 και δεν θα ανεχθεί ο καινούργιος αυτός αντάρτικος στρατός, ενέργειες που θα προσβάλλουν την τιμή του και θα τον οδηγήσουν σε απαξίωση από την πλευρά του ελληνικού λαού. Εννοώντας ληστείες, πλιάτσικα κ.λ.π. Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, ο Ε.Λ.Α.Σ. είναι υποχρεωμένος να τους εξοντώσει. Πράγματι, το σύνολο των «κλεφτών» εκείνης της εποχής δέχθηκε να ακολουθήσει τον Αρη μέχρι το τέλος. Εκτός από μια ομάδα κλαριτών, τους Αγοριδαίους, που δεν υπάκουσαν και που μέσα από τις γραμμές του Ε.Λ.Α.Σ. έκαναν ατασθαλίες, με αποτέλεσμα να περάσουν ανταρτοδικείο και να τουφεκιστούν.
Είναι εκατοντάδες τα παραδείγματα πειθαρχίας που μας έχουν αφηγηθεί οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. που αποδεικνύει γιατί αυτός ο στρατός αναπτύχθηκε και δεν περιθωριοποιήθηκε. Όπως μας έχει πει ένας αντάρτης, όταν περνούσαν από χωριά που δεν ήταν γνωστά σε αυτούς, δεν επιτρέπονταν να κόψουν από τα δέντρα ούτε ένα φρούτο για να μην θεωρηθεί κλεψιά. Η τροφοδοσία του Ε.Λ.Α.Σ. γίνονταν μόνο όταν η αντιπροσωπεία των ανταρτών έρχονταν σε επαφή με την «επιμελητεία του αντάρτη» στα χωριά που ήταν φιλικά προς τον Ε.Λ.Α.Σ. Εννοείται πως σε περιοχές που συνεργάζονταν με τον κατακτητή μετά από μάχη, ακολουθούσε απαλλοτρίωση των προϊόντων τους. Εν ολίγοις, ο Ε.Λ.Α.Σ. δεν ήταν ένα σύνολο από ατομικότητες που πολεμούσαν απλά τους Γερμανούς και από ‘κει και πέρα έκαναν ό,τι ήθελαν, αλλά μια οργάνωση που όλοι όφειλαν να πειθαρχούν στις συλλογικές αποφάσεις και στα καθήκοντά της.
Οι ίδιοι οι αντάρτες μαχητές θεωρούσαν ότι κυοφορούσε μέσα τους ένας άλλος κόσμος, για αυτό και διατηρούσαν συνειδητή πειθαρχία. Έτσι κατορθώθηκε να φτιαχτεί ο μεγαλύτερος εθελοντικός στρατός στην ιστορία της χώρας. Να γιατί άνθρωποι σαν τον Σκαπέρδα και τον Δάγκουλα δεν μπόρεσαν να σταθούν στον Ε.Λ.Α.Σ. και διάφοροι άλλοι τυχοδιώκτες βρέθηκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Και βέβαια, το ερώτημά μας είναι: πώς όλος αυτός ο υπόκοσμος (εκβιαστές, μαυραγορίτες κ.λ.π.) αν δεν βρίσκονταν στο χώρο της εθνικοφροσύνης πλάι στους ναζί του Χίτλερ, πού αλλού θα μπορούσε να βρεθεί;
Ένας από τους κώδικες της αντρικής τιμής λέει πως ένας άντρας οφείλει να κοιτάει τον άλλον μες στα μάτια. Κάποιος αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ.-Ο.Π.Λ.Α., όταν βρέθηκε τυχαία σε έναν έλεγχο από τα Τ.Α., μας είπε ότι οι ταγματασφαλίτες δυσανασχετούσαν όταν κάποιος τους κοιτούσε ευθεία στα μάτια.
Τί να δήλωνε άραγε αυτό; Ψευτομαγκιά, φόβο, ντροπή; Και τα τρία μαζί; Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως μετά την επικράτηση της Ακρας Δεξιάς στον εμφύλιο πόλεμο, οι περισσότεροι από αυτούς ντρέπονταν να δηλώσουν ανοικτά ότι την περίοδο της κατοχής ήταν στα Τ.Α., με προσφιλές παράδειγμα αυτό του δικτάτορα Παπαδόπουλου που το έκρυβε επιμελώς.
Το ίδιο κάνουν και οι σημερινοί απόγονοι των παραπάνω, που ντρέπονται να δηλώσουν ανοιχτά ότι είναι ναζιστές και χωρίς ίχνος τσίπας, από τη μία φωνάζουν «τιμή σε χύτες και ταγματασφαλίτες» και από την άλλη θέλουν να καταθέσουν στεφάνι στο Χορτιάτη για τα θύματα που προξένησαν οι Γερμανοί και τα Τ.Α.
Σίγουρα οι Χρυσαυγίτες έχουν κάθε λόγο να ντρέπονται να δηλώσουν ανοιχτά στον κόσμο το ποιοι είναι και τι πρεσβεύουν, απλά θα θυμίσουμε μια ρήση ενός δικού τους θεωρητικού, που είχε πει κάποτε: «Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες για τις ιδέες σου, τότε δεν αξίζεις είτε εσύ είτε οι ιδέες σου». Και όπως αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πως δεν αξίζουν ούτε αυτοί, ούτε οι ιδέες τους.
Υπάρχει ακόμα η συντηρητική άποψη από την εποχή του εμφυλίου μέχρι και σήμερα, που λέει ότι οι αντάρτες «χτυπούσαν» περισσότερο τους Έλληνες αντιπάλους τους παρά τους Γερμανούς. Η άποψη αυτή στερείται πολιτικής σοβαρότητας γιατί οι γερμανικές απώλειες δεν ήταν λίγες. Από την άλλη, απ’ τη στιγμή που τα Τ.Α. και οι συνεργάτες τους πολεμούσαν πλάι στις γερμανικές ναζιστικές δυνάμεις κατοχής τοποθετούνταν από μόνοι τους στις ξένες δυνάμεις κατοχής και είναι λογικό να είχαν τέτοια αντιμετώπιση από τους αντιστασιακούς.
Αυτό συνέβη σε όλες τις κατεχόμενες χώρες στην Ευρώπη. Στη Γαλλία μάλιστα, αρκετές χιλιάδες δοσίλογοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν μεταπολεμικά. Το σημαντικότερο όμως από όλα, με βάση την έρευνά μας για δημιουργία αυτού του βιβλίου, είναι πως δεν υπήρξε μπλόκο, βασανιστήριο ή ολοκαύτωμα που δεν είχαν συμμετάσχει ή δώσει πληροφορίες οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών.
Με δικές τους πρωτοβουλίες, χωρίς να ασχολούνται πολύ οι Γερμανοί, έκαναν εκκαθαρίσεις ή μαζικές εκτελέσεις όπως αυτές των 101 ατόμων στο Γαλλικό ποταμό και τους 147 σκοτωμένους μέσα σε μια νύχτα σε διάφορα σημεία της πόλης. Αναπόφευκτα λοιπόν οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών αποτελούσαν τον πρώτο στόχο των αντιφασιστικών δυνάμεων και με βάση τις παραπάνω ενέργειες ήρθε σαν αποτέλεσμα ο Μελιγαλάς, οι Γαργαλιάνοι, το Κιλκίς, η Τριάδα κ.λ.π.
Το σημαντικότερο όμως γεγονός που παραμένει αναμφισβήτητο παρά τη ματαιότητα ορισμένων να προσπαθούν να παρουσιάσουν την Αντίσταση ως άσκοπη λόγω των πολλών θυμάτων είναι: ο Ε.Λ.Α.Σ. και ο ελληνικός λαός με την ένοπλη του αντίσταση καθήλωσαν στην Ελλάδα (10-12) Μεραρχίες γερμανικές που σε διαφορετική περίπτωση οι παραπάνω Μεραρχίες θα είχαν φύγει προς το βορά και θα είχε κερδηθεί ο πόλεμος της Ευρώπης απ’τους ναζί. Νά ποια ήταν η σημαντικότερη προσφορά του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος.
Τελευταία συνηθίζεται πολύ να λέγεται ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές.Όμως οι νικημένοι επιστρέφουν πάντοτε για να πάρουν εκδίκηση με την ιστορική μνήμη.Ας μην επιτρέψουμε σήμερα σε ορισμένους να πάρουν τη ρεβάνς απ’την ιστορική μνήμη.
Πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, μεσούσης της καπιταλιστικής κρίσης και αρχή της ανόδου του φασισμού στην Ελλάδα, μου ήρθε η ιδέα να κάνω μια ιστορική έρευνα για την περίοδο της κατοχής που θα περιλαμβάνει ό,τι πληροφορίες υπήρξαν από τις μάχες (μικρές και μεγάλες) που έγιναν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και στις γύρω από αυτήν περιοχές. Θεωρώντας ότι δεν υπήρξε κάποιο παρόμοιο βιβλίο που να καλύπτει αυτή την ύλη, επιχείρησα να προβώ σε αυτό το εγχείρημα. Αν και θεωρώ ότι η δράση εκείνης της εποχής δεν μπορεί να εξαντληθεί μέσα σε ένα βιβλίο. Πάντοτε θα υπάρχουν πληροφορίες που δεν κατόρθωσαν να βρουν τον αποδέκτη τους και που ίσως δεν τον βρουν και ποτέ. Προφανώς η κάθε έρευνα μπορεί να βρει συνεχιστές που θα προσθέσουν νέες πληροφορίες ή ακόμα και να αμφισβητήσουν παλιές και να καταλήξουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Εξάλλου τα επιχειρήματα είναι αυτά που προσδίδουν στην έρευνα την όποια ιστορική βαρύτητα.
Το ξέσπασμα λοιπόν της καπιταλιστικής κρίσης σε συνδυασμό με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη ήταν η αιτία να κάνω αυτή την ιστορική έρευνα.
Σε αυτή τη μάχη της ιστορικής μνήμης απέναντι στη λήθη της εξουσίας, τα μονοπάτια που είχα να διαβώ ήταν γνωστά. Μαρτυρίες ανθρώπων ή συγγενών τους που έδρασαν εκείνη την εποχή, μελέτη πλούσιας ιστορικής βιβλιογραφίας, ψάξιμο σε εφημερίδες και επίσημα έγγραφα της κατοχικής περιόδου.
Όσο για εμάς δεν έχουμε να κρύψουμε κάτι. Αλλωστε από παλαιότερα τις προθέσεις μας τις έχουμε δείξει. Ανήκουμε σε εκείνη τη σχολή όλων αυτών που δεν γράφουν ποίηση, φιλοσοφία, ιστορία για να κάνουν το κέφι τους αλλά για να αλλάξουν τον κόσμο. Και συνάμα είμαστε ελεύθεροι γιατί δεν δεσμευόμαστε από κάποια ακαδημαϊκή καριέρα. Εν ολίγοις θεωρούμε πως δεν έχει ουσία να κάνει κανείς μια ιστορική έρευνα χωρίς να στοχεύει στην εποχή του. Αλλωστε η ιστορική εμπειρία είναι αυτή που καθορίζει και την εξέλιξη των επιστημών, της τεχνολογίας, των κοινωνικών σχέσεων και όλων των πτυχών της ζωής. Κι εμείς, μια επιστήμη γνωρίζουμε πραγματικά, την επιστήμη της ιστορίας.
Πραγματοποιώντας δύο μεγάλες ιστορικές έρευνες γνώρισα αρκετούς παρτιζάνους εκείνης της εποχής. Μιας εποχής που ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης αποτύπωσε σε ένα από τα ποιήματά του σαν «τη χαμένη γενιά». Ο κάθε αγωνιστής είχε κάτι συγκλονιστικό επάνω του.
Μία συνάντηση που θα μου μείνει ανεξίτηλη ήταν εκείνο το Δεκέμβρη του 2008. Είχα προγραμματισμένο ένα ταξίδι στην Αθήνα για κάποιες δουλειές και για να συναντήσω μία από τις μεγαλύτερες μορφές του επαναστατικού κινήματος στην Πελοπόννησο την περίοδο 1941-1949. Τον Αρίστο Καμαρινό.
Εκείνο το απόγευμα της Τετάρτης, τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου βρέθηκα κι εγώ μέσα στο Πολυτεχνείο. Εγκλωβισμένος όλη τη νύχτα μέσα στο κτήριο, εισπνέοντας δεκάδες χημικά ασφυξιογόνα χωρίς να έχω κοιμηθεί ούτε λεπτό. Την άλλη μέρα το πρωί στις 11 είχα ραντεβού με τον Αρίστο Καμαρινό. Κι ενώ ήμουν χάλια λόγω της παραπάνω κατάστασης, στο ραντεβού όμως έπρεπε να πάω. Δεν ξέρω αν θα υπήρχε για μένα άλλη ευκαιρία να ξανασυναντηθώ με αυτό τον άνθρωπο. Παρ'όλα αυτά, και ενώ ψάχναμε με τον οδηγό ταξί που δεν ήξερε ούτε και αυτός το σπίτι, συμπτωματικά βρεθήκαμε εκεί ακριβώς την ώρα του ραντεβού. Εκεί ο Αρ. Καμαρινός με περίμενε έξω και εντυπωσιάστηκε για την ακρίβεια που έφτασα στην ώρα μου ενώ δεν γνώριζα την πόλη.
Όσον αφορά στις εντυπώσεις μου για τον ίδιο, τι να πω; Για την ευγένεια και την απλότητα; Για τη διαύγεια της σκέψης του; Για την αντιμετώπιση που είχα απέναντι του σαν έναν ισότιμο άνθρωπο που άκουγε προσεκτικά; Ένας άνθρωπος ζωντανός θρύλος που είχε πολεμήσει σε όλες τις μεγάλες μάχες της Νοτίου Πελοποννήσου στην Κατοχή Μελιγαλά, Γαργαλιάνους... και σε άλλες τόσες στον εμφύλιο πόλεμο και σώθηκε με μυθιστορηματικό τρόπο.
Πάνω στη συζήτηση δεν μπορούσα να μην ρωτήσω τη γνώμη του για την νεολαιίστικη Δεκεμβριανή εξέγερση του ’08 μετά τη δολοφονία δεκαεξάχρονου μαθητή από μπάτσο. Ο Καμαρινός κουνώντας το κεφάλι καταφατικά και χαμογελώντας σεμνά μου είπε: «Εσείς οι νέοι θα πρέπει να προετοιμάζεστε, να μελετάτε το έδαφος, τους δρόμους, τα στενά, τα πάντα, γιατί όλα θα κριθούν στις πόλεις». Αμέσως μετά μου δημιουργήθηκε η απορία να τον ρωτήσω «Και το Κόμμα;». Δεν πειράζει, μου λέει. Ασε το κόμμα να λέει ότι θέλει. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Μου είπε ακόμα για τους μπολσεβίκους που συμμετείχαν σε αυθόρμητες εξεγέρσεις χωρίς να υπάρχει καμιά προοπτική επιτυχίας, αλλά αυτοί βρίσκονταν εκεί δίπλα στο λαό προσπαθώντας να μετατρέψουν την αυθόρμητη εξέγερση σε συνειδητή δράση. Κάτι που θα μου μείνει αξέχαστο από εκείνη τη συνάντηση με τον Αρ. Καμαρινό ήταν το τραγούδι που μου είπε πως έλεγαν οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. στην Πελοπόννησο λίγο πριν δώσουν μάχη με τις ναζιστικές δυνάμεις:
Ύστερα από αυτή τη συνάντηση μου ήρθε στο μυαλό πως η ιστορία της κατεχόμενης Ελλάδας όπως και ολόκληρη η ιστορία της πάλης των τάξεων μπορούμε να τη δούμε σαν μια σκυταλοδρομία ανθρώπων που πάνε τη ζωή μπροστά ή πίσω ανάλογα με τις δυνάμεις που διαθέτουν. Ο κάθε αθλητής αντιπροσωπεύει την εποχή του, που τελειώνοντας την κούρσα του, δίνει τη σκυτάλη στον επόμενο για να συνεχίσει αυτός.
Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν διαλέγουμε τις εποχές που ζούμε και η σημερινή εποχή είναι δύσκολη γιατί θα πρέπει να διαχειριστούμε την ήττα της συλλογικής σκέψης και πρακτικής του παρελθόντος.
Η πρώτη απόπειρα κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης που επιχειρήθηκε τον 20ο αιώνα με βάση το όραμα και την επιστημονική σκέψη του Μαρξ απέτυχε παντού. Από τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη, την Ασία και την Λατινική Αμερική έως τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που έδωσαν τη θέση τους σε έναν πιο άγριο και αδηφάγο καπιταλισμό στο δυτικό κόσμο από τη μία και σε σκοταδιστικά θρησκευτικά κινήματα στις χώρες του τρίτου κόσμου, που κι αυτά με τη σειρά τους απαξιώνουν πλήρως την ανθρώπινη ύπαρξη.
Και κάπου εδώ είναι η δυσκολία να κινηθούν οι κοινωνίες προς τα εμπρός. Η πρόσφατη με βάση τον ιστορικό χρόνο κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων και η πλήρης κυριαρχία της εξατομίκευσης στην κοινωνική ζωή έκαναν δυνατή την ανάδυση ενός μικροαστικού τρόπου ζωής και σκέψης που τα σημάδια του βιώνουμε ως και σήμερα. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008 είναι φανερό πως οι κοινωνίες βρέθηκαν απότομα σε μια έα εποχή. Τώρα δίνεται η δυνατότητα στους ανθρώπους να αναμετρηθούν πραγματικά με την εποχή τους.
Ο καπιταλισμός μπορεί μέχρι σήμερα να έχει κερδίσει όλες τις μάχες όχι όμως και τον πόλεμο. Οι πολιτικοί-ταξικοί αγώνες που υπάρχουν και που προφανώς θα γενικευτούν λόγω της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης είναι αυτοί που θα βάλουν τις βάσεις για την οργάνωση κάτω από την κόκκινη σημαία του προλεταριάτου με το διαχρονικό σύνθημα «τάξη εναντίον τάξης». Μέσα από τη φωτιά και το σίδερο θα ξεπεταχθούν νέα στελέχη, νέοι ηγέτες, νέοι ποιητές, νέοι επαναστάτες, που ξεπερνώντας την πολιτική σύγχυση και την αστική ιδεολογία θα δημιουργήσουν την επαναστατική θεώρηση που θα αντιπροσωπεύει τις συνθήκες της εποχής. Έτσι, λίγο-πολύ γίνονταν πάντα.
Υπήρξαν αρκετοί σταθμοί στην ιστορία του εργατικού κινήματος που σηματοδότησαν τις προλεταριακές επαναστάσεις. Σίγουρα η ανάλυση του Μαρξ ως προς την καπιταλιστική οικονομία και το σχέδιο προς την κοινωνική και ατομική χειραφέτηση αποτελούν την αρχή όλων. Φυσικά η Κομμούνα του Παρισιού η πρώτη στην ιστορία προλεταριακή επανάσταση και βέβαια η επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917 που για πρώτη φορά νικήθηκε η αστική εξουσία, ανοίγοντας το δρόμο για μια σειρά άλλων επαναστάσεων. Η Ρώσικη επανάσταση πέρα του ότι έλυσε σημαντικά προβλήματα της εποχής υπάρχει για να μας υπενθυμίζει κάτι ακόμα. Πως παρά τις δυσκολίες των καιρών μπορεί να σπάσει ο καπιταλιστικός κρίκος. Προφανώς η σημερινή εποχή δεν είναι ίδια με το 1917 και αυτό φαίνεται και στο ότι κομμουνιστικά κόμματα δεν υπάρχουν στις πιο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες για τουλάχιστον μισό αιώνα. Παρόλα αυτά το ζήτημα της οργάνωσης των λαϊκών τάξεων στην εποχή μας παραμένει ένα σημαντικό στοίχημα για τη σημερινή γενιά.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι συνειδητοποιούν πλέον ότι για να πολεμήσεις και να νικήσεις έναν πολύ ισχυρότερο αντίπαλο θα πρέπει να συγκεντρώσεις τεράστιες δυνάμεις σε όλα τα πεδία. Μια κοινωνία οργανωμένη με στόχους και σχέδιο μπορεί να ελπίζει κάπου, ενώ μια ανοργάνωτη χωρίς όραμα δεν έχει καμιά ελπίδα. Το επαναστατικό κίνημα σήμερα έχει δύο δρόμους να διαλέξει. Ή θα πάρει μια οργανωμένη κομμουνιστική μορφή με ενιαία πολιτική, συνδικαλιστική και ενίοτε ημιστρατιωτική οργάνωση ή θα συνεχίσει να παραπαίει σε μια αναρχίζουσα κατάσταση από μικροοργανώσεις-ομαδοποιήσεις που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αναπαράγουν τα πολιτικά και προσωπικά τους αδιέξοδα.
Η σημερινή περίοδος είναι ιστορικά κρίσιμη και σε περιόδους κρίσεων ο φασισμός βρίσκεται πάντα στη γωνία περιμένοντας τη στιγμή να αρπάξει την εξουσία. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι ο φασισμός είναι καπιταλισμός στην πιο σκληρή του μορφή και πως τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ανθρωπότητα τις προκαλούν σήμερα οι Η.Π.Α., η Ε.Ε. με τους ληστρικούς τους οργανισμούς (Ν.Α.Τ.Ο., Ε.Κ.Τ.-Δ.Ν.Τ. κ.λπ.), από την άλλη όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και την άνοδο σε ολόκληρη την Ευρώπη εθνικιστικών και φασιστικών κομμάτων που σε ορισμένες χώρες μάλιστα συγκυβερνούν. Όπως Ουγγαρία, Ουκρανία ή ακόμα Αυστρία, Εαλλία, Ελλάδα κ.λπ.
Επομένως υπάρχει πάντα ο κίνδυνος σε μια απότομη διάλυση της Ε.Ε. σε συνδυασμό με την απουσία ενός οργανωμένου επαναστατικού κινήματος, το διεθνές κεφάλαιο να παραδώσει την εξουσία στα παραπάνω κόμματα σε μια προσπάθειά του να ξεπεράσει την κρίση.
Όσο αφορά τη χώρα μας, προφανώς δεν περιμένουμε μια χώρα σαν την Ελλάδα με ένα Α.Ε.Π. 0,2% της Ε.Ε. να καθοδηγήσει κοινωνικές επαναστάσεις. Έχει παίξει όμως σημαντικό ρόλο την τελευταία οκταετία και μπορεί να παίξει ακόμα μεγαλύτερο στη διαμόρφωση ενός οργανωμένου επαναστατικού κινήματος. Δεδομένου όμως ότι η σημερινή «αριστερή» κυβέρνηση γελοιοποιείται καθημερινά θεωρούμε πως το ελληνικό επαναστατικό κίνημα οφείλει να δώσει τρεις σημαντικές μάχες για να αποτρέψει την όποια προσπάθεια φασιστικής εκτροπής. Τη μάχη της ιστορικής μνήμης που πρέπει να δοθεί σε κάθε τόπο. Με συγγραφή και επανέκδοση ιστορικών βιβλίων εκείνης της ταραγμένης περιόδου των δεκαετιών 1920-1970 τη δημιουργία αντιφασιστικών εκδηλώσεων και προβολών ανάλογου περιεχομένου ταινιών και ντοκιμαντέρ που αφορούν την Ελλάδα αλλά και τις χώρες της Ευρώπης.
Όπως ακόμα, οι αντιφασιστικές δυνάμεις της χώρας οφείλουν να καθιερώσουν την ημέρα απελευθέρωσης από τον Ε.Λ.Α.Σ. της κάθε πόλης, από τους Εερμανούς ναζί κατακτητές και τους συνεργάτες τους.
Η μάχη του δρόμου είναι μια άλλη μάχη που δίνεται μέχρι στιγμής με επιτυχία. Κανένας ζωτικός χώρος, καμία περιοχή δεν πρέπει να αφεθεί στους ρατσιστές και μισαλλόδοξους νεοναζί που το μόνο που γνωρίζουν να κάνουν είναι πογκρόμ, μαχαιρώματα, δολοφονίες. Δυστυχώς αυτήν την μάχη τη δίνει σχεδόν μόνη της η αναρχική νεολαία, χωρίς την ουσιαστική στήριξη κομματιών της αριστεράς και αυτό είναι προς τιμήν του αντιεξουσιαστικού κινήματος.
Τρίτον και σημαντικότερο που είναι ταυτόχρονα ζήτημα θεωρητικό και πρακτικό και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον κόσμο είναι: για να νικήσεις το φασισμό θα πρέπει να αποδείξεις στους ανθρώπους ότι θα μπορεί να υπάρξει ζωή μετά τον καπιταλισμό. Έναν καπιταλισμό που θα πρέπει να τον δούμε σαν μια κοινωνική σχέση που κρατάει τα κλειδιά της επιβίωσης και με αυτά εκβιάζει τους ανθρώπους.
Εν αντιθέσει με το δικό μας στρατόπεδο, το επαναστατικό, που αναμένει από τους ανθρώπους εθελοντικό, συνειδητό και μακροχρόνιο αγώνα για τη δημιουργία αταξικής κοινωνίας και κάπου εκεί είναι η δυσκολία.
Για να προχωρήσει παραπέρα η θεωρητική σκέψη θα πρέπει να απαντηθούν τρία σημαντικά ερωτήματα του παρελθόντος που παραμένουν μετά το 1917 έως και σήμερα άλυτα: Γιατί κανένα επαναστατικό κίνημα στον κόσμο δεν κατόρθωσε να νικήσει τη σοσιαλδημοκρατία; Τι ήταν αυτό που απέτυχε στις νικηφόρες επαναστάσεις του 20ου αιώνα και φθάσαμε ως εδώ; Όπως και γιατί το άλλο ρεύμα του εργατικού κινήματος, ο αναρχισμός δεν κατόρθωσε να επικρατήσει πουθενά στον κόσμο;
Παρόλα αυτά οφείλουμε να παίρνουμε υπόψη μας ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους τις περισσότερες φορές ασυνείδητα, ενώ κάποιες λίγες φορές περισσότερο συνειδητά όπως η εποχή που αναφερόμαστε στο βιβλίο. Ιδιαίτερα η σημερινή γενιά έχει πολλά να μάθει από τη διαδρομή του αντιφασιστικού κινήματος της Θεσσαλονίκης (1941-1944) που παρόλη την καθυστέρησή του να ξεκινήσει το μαζικό ένοπλο αντάρτικο στην πόλη ολοκλήρωσε την αποστολή του όπως οφείλει να ολοκληρώνει ένα επαναστατικό κίνημα.
Μια υπόσχεση που παραμένει ανοιχτή από την εποχή εκείνη είναι πως πέρα από τη ρήξη με τον παλιό παρηκμασμένο κόσμο, την πίστη για την κοινωνική χειραφέτηση και τη βεβαιότητα της προόδου, ο επαναστάτης κομμουνιστής ενσάρκωνε ταυτόχρονα την πίστη του στο άτομο και τη δυνατότητά του να εξελιχθεί και να προοδεύσει παρά τις όποιες δυσκολίες της ζωής.
Όπως έχει πει και ο Μαρξ μέσα από την ίδια τους την πράξη οι άνθρωποι αλλάζουν ταυτόχρονα τόσο την κοινωνία όσο και την ίδια τους τη συνείδηση.
Η ανθρωπότητα έχει ανάγκη σήμερα όσο ποτέ άλλοτε από ανθρώπους που να αγαπούν τη ζωή και να πιστεύουν στο δίκιο, που η ανιδιοτέλεια και το ήθος τους να μπορούν να συγκριθούν με εκείνη των πρώτων κομμουνιστών. Όλων εκείνων των νέων παιδιών που προτίμησαν ένα υγρό σκοτεινό κελί από μια αναξιοπρεπή ελευθερία. Όλων εκείνων των ανθρώπων που «έπεσαν» για να θριαμβεύσει η ζωή, έστω και αν αυτό το όνειρο έμεινε ανολοκλήρωτο. Κάποιοι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. κατεβαίνοντας από κάποιο βουνό της Ηπειρωτικής Ελλάδας για να βρεθούν στη μάχη, γνωρίζοντας καλά πως ορισμένοι από αυτούς δε θα γυρίσουν πίσω... τραγουδούσαν ένα τραγούδι προτρέποντας τους ίδιους και τον κόσμο γύρω τους να μην αναβάλουν τίποτα για το αύριο. Σε περιόδους πολέμων και καταστροφών οι άνθρωποι ζούνε πιο έντονα και πιο αληθινά την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Το τραγούδι αυτό έλεγε:
«Κόψε το ρόδο πριν μαραθεί. Ο χρόνος φεύγει πετάει Κι ο ανθός που σήμερα χαμογελά Αύριο θα ’χει πεθάνει».
Όλα τα παραπάνω αποτελούν για εμάς ίσως τη μόνη μας κληρονομιά.
Πιστεύοντας ακράδαντα πως όπως κάθε θεωρητικό ζήτημα που βρίσκει την απάντησή του στην πράξη, έτσι και οι μελλούμενες γενιές μέσα από τους αγώνες τους θα δώσουν τις απαντήσεις για τα λάθη του παρελθόντος, δημιουργώντας ταυτόχρονα τον κόσμο του μέλλοντος. Εκείνο όμως που μας έχει δείξει ολόκληρη η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών είναι ότι: χωρίς επαναστατική θεώρηση δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική οργάνωση. Χωρίς επαναστατική οργάνωση δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική επανάσταση. Και αυτό που λείπει σήμερα είναι σίγουρα η επαναστατική θεώρηση που θα αντιπροσωπεύσει τις συνθήκες της εποχής.
Τότε έννοιες όπως ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, θα αποκτήσουν πραγματικό περιεχόμενο, αγκαλιάζοντας την ανθρωπότητα σαν ένα όμορφο τριαντάφυλλο στο μακρύ ταξίδι της Ιστορίας.
Η βία που είναι θεσμοθετημένη και νομικά κατοχυρωμένη από το καθεστώς, θεωρείται φυσιολογική και θα πρέπει να είναι, αν όχι απαραίτητα αρεστή, τουλάχιστον ανεκτή από τους πολίτες μιας πολιτισμένης κοινωνίας.
Όσον αφορά στην πρόσφατη ιστορική περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και πιο συγκεκριμένα την περίοδο της Αντιφασιστικής Αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου στη χώρα μας, είναι φανερό ότι γίνεται μια προσπάθεια απαξίωσης της έννοιας της ένοπλης Αντίστασης, όπως και προσπάθεια συμψηφισμού της επαναστατικής βίας των μαζών, που παλεύουν για την επιβίωσή τους και για την απελευθέρωση της χώρας τους και της βίας των πιο βαθιά συντηρητικών δυνάμεων, που για να διατηρήσουν τα όποια προνόμιά τους δεν δίστασαν να συνεργαστούν με όλους τους κατακτητές που πέρασαν από αυτόν τον τόπο.
Την ίδια στιγμή μάλιστα που έβλεπαν με τα μάτια τους να πεθαίνουν το χειμώνα του ’41-’42 δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι από την πείνα και μετέπειτα να δολοφονούνται με τον πιο άγριο τρόπο, ακόμα και νεογέννητα βρέφη.
Αυτή η ισοπέδωση «της κακής βίας από όπου κι αν προέρχεται» - το είχε ίσως πρωτοπεί ο Γεώργιος Παπανδρέου που εξίσωνε τη βία των Τ.Α. με αυτήν του Ε.Λ.Α.Σ. Ήταν ο ίδιος όμως άνθρωπος που λίγους μήνες μετά ήρθε στην Ελλάδα με τα τανκς των Αγγλων για να αιματοκυλίσει το λαό της Αθήνας με τα γνωστά σε όλους Δεκεμβριανά.
Είναι λοιπόν ίδια η βία των ποινικών φασιστών του Δάγκουλα, που με μαχαίρια έκοβαν τα δάχτυλα των θυμάτων τους για να τους αρπάξουν τα δαχτυλίδια, με την αντιφασιστική βία των ανταρτών που πολεμούσαν για την ελευθερία του τόπου τους; Προφανώς όχι. Είναι σαν να εξισώνουμε τη δράση του Κολοκοτρώνη με αυτήν του Νενέκου.
Κάποιοι σημερινοί στρατευμένοι ιστοριογράφοι προσπαθούν να συμψηφίσουν την αντιφασιστική λαϊκή βία με την δοσιλογική φασιστική φέροντας στην επιφάνεια την θεωρία των δύο άκρων, του συμψηφισμού του φασισμού με τον κομμουνισμό, σαν δύο απόλυτα κακά που μόνο ένας υγιής καπιταλισμός μπορεί να τα αντιμετωπίσει. Μάλιστα, επιχειρείται να γίνει μια διάκριση ανάμεσα
στον ιδεολόγο εθνικοσοσιαλιστή Πούλο, στον πρώην Ελασίτη Δάγκουλα που κατέληξε ποινικός και τον τουρκόφωνο Πόντιο, οπλαρχηγό της Κατερίνης Κισά-Μπατσάκ που ενώ δεν κατόρθωσε να τον προσεταιριστεί ο Ε.Λ.Α.Σ., αυτός για να προστατέψει τον εαυτό του και την περιουσία του, ζήτησε αναγκαστικά όπλα από τους Γερμανούς, λίγο καιρό πριν από την αποχώρησή τους.
Ο «ιδεολόγος» εθνικοσοσιαλιστής Πούλος που ακολούθησε τα γερμανικά στρατεύματα στην οπισθοχώρησή τους στο βορρά για να υπερασπιστεί από ‘κει τη μεγάλη Γερμανία, αυτή των κρεματορίων των Εβραίων και την επικράτηση των Αρίων έναντι των κατώτερων φυλών, ποια ακριβώς σχέση θα μπορούσε να έχει με τον ελληνικό πολιτισμό; Δεν υπάρχει άλλη απάντηση από το ότι ο εθνικοσοσιαλισμός (ναζισμός) που τον γέννησε και τον γιγάντωσε, το μεγάλο κεφάλαιο, όταν έκρινε πως δεν υπήρξε άλλος δρόμος για την επιβίωσή του, δεν είναι τίποτα άλλο από το πολιτικό ιδεολόγημα του κανιβαλισμού, της επιβολής του δυνατού έναντι του αδύνατου με κάθε μέσο, της αντίληψης «ο θάνατός σου η ζωή μου».
Αυτό το φρικτό ιδεολόγημα που λέγεται εθνικοσοσιαλισμός, πού θα μπορούσε άραγε να βρει τους συμμάχους του; «Αυτά τα ιδιοτελή καθάρματα που είναι έτοιμα να μας υπηρετήσουν» όπως είχε δηλώσει ο Χίτλερ σε κάποιον συνεργάτη του, όταν ο τελευταίος αναρωτήθηκε «ποιοι θα είναι αυτοί που θα συνεργαστούν μαζί μας στις κατεχόμενες χώρες;».
Οι σύμμαχοί του δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από τους πρώην και νυν άντρες της Ειδικής Ασφάλειας δίωξης των κομμουνιστών, τον υπόκοσμο (μπράβοι, χασισέμποροι, νταβατζήδες) που ήλεγχαν τα πορνεία στο Βαρδάρη όπως και πρώην μέλη της φασιστικής οργάνωσης Π.Α.Ο.
Αυτές οι τρεις κατηγορίες ατόμων ήταν αυτοί που στελέχωσαν την ομάδα του Δάγκουλα. Χωροφύλακες της Ειδικής Ασφάλειας που προπολεμικά κυνηγούσαν και βασάνιζαν κομμουνιστές εργάτες όταν αυτοί αγωνίζονταν για το οκτάωρο. Ανθρωποι του υποκόσμου, ήταν η δεύτερη κατηγορία. Το βαθύ κράτος αναλάμβανε πάντοτε να κάνει τις βρώμικες δουλειές που το ίδιο το κράτος δεν θα μπορούσε να πραγματοποιήσει. Αυτό συνέβαινε πάντα. Οι ίδιοι άνθρωποι τη δεκαετία του ’60 Γιοσμάς, Εμμανουηλίδης κ.λ.π. δολοφόνησαν στη Θεσσαλονίκη το Μάη του 1963 το Γρηγόρη Λαμπράκη. Αλλά και οι σημερινοί απόγονοι των ΕΣ-ΕΣ είναι γνωστό πλέον σε όλους ότι είναι άνθρωποι του υποκόσμου.
Και τέλος, η τρίτη κατηγορία των ανθρώπων του Δάγκουλα ήταν αυτή των μελών φασιστικών οργανώσεων όπως αυτή της Π.Α.Ο. στη Μακεδονία που με συντονισμένες επιθέσεις κατάφερε ο Ε.Λ.Α.Σ. να διαλύσει.
Η διάκριση που προσπαθούν να κάνουν κάποιοι ιστοριογράφοι είναι ότι αυτή η τελευταία κατηγορία δεν εντάσσεται στα Τ.Α. διότι η κατοχική κυβέρνηση Ράλλη δεν είχε πάρει απόφαση να δημιουργήσει Τάγματα Ευζώνων στη Μακεδονία. Αρα οι άνθρωποι αυτοί, όπως λένε, εξαναγκάστηκαν να φτιάξουν ομάδες και να ζητήσουν όπλα από τους Γερμανούς λίγο πριν αυτοί αποχωρήσουν, για να υπερασπιστούν τις ζωές και τις περιουσίες τους από τον Ε.Λ.Α.Σ. που ήθελε να μονοπωλήσει την Αντίσταση, μην αφήνοντας σε κανέναν άλλον περιθώριο δράσης.
Μέσα σε αυτήν την κατηγορία εντάσσουν το σύνολο των τουρκόφωνων ποντίων της Μακεδονίας, Ανατολικής, Κεντρικής και Δυτικής.
Αυτό όμως που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν ιστορικό είναι ότι όλοι αυτοί οι παραπάνω που ο Ε.Λ.Α.Σ. δεν τους άφησε περιθώριο να πολεμήσουν τον κατακτητή γιατί ήθελε να μονοπωλήσει την Αντίσταση και να κατακτήσει μεταπολεμικά την εξουσία, δεν έδωσαν ούτε μια μάχη εναντίον των Γερμανών σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ακόμα κι όταν απόκτησαν όπλα, τίποτα δεν τους εμπόδισε αν ήθελαν να είχαν ένα παράλληλο αντάρτικο με τον Ε.Λ.Α.Σ. που θα πολεμούσε κι αυτό τους Γερμανούς.
Και ενώ η κυβέρνηση Παπανδρέου καταδίκασε επίσημα όλους αυτούς σαν δοσιλογικά τμήματα και τους καλούσε να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον των Γερμανών, οι ταγματασφαλίτες όχι μόνο δεν παρέδωσαν τον οπλισμό τους, αλλά και εδώ στη Θεσσαλονίκη όπως και σε ολόκληρη τη χώρα, προετοίμασαν την αποχώρηση των Γερμανών και περίμεναν όσοι δεν έφυγαν μαζί τους, την εναλλαγή φρουράς από τους Αγγλους.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο στην ιστορία των κοινωνιών αλλά ακόμα κι όταν υπάρξει αυτό το τυχαίο, εντάσσεται πάντα μέσα στο πλαίσιο της ιστορικής αναγκαιότητας. Μπορεί οι εθνικιστές να είχαν κάποιες αψιμαχίες με τους Ιταλούς, να έδωσαν κάποιες μάχες με τους Βούλγαρους, αλλά το ότι δεν πειράχθηκε από αυτούς ούτε ένας Γερμανός στρατιώτης έχει κι αυτό την εξήγησή του. Ο γερμανικός φασισμός ήταν ο βασικός κορμός σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήματος στην Ελλάδα. Όπως κι αργότερα ο αγγλικός και αμερικάνικος ιμπεριαλισμός. Γι’ αυτό και δεν υπήρξε καμία σύγκρουση ανάμεσα στους εθνικόφρονες και στους Αγγλοαμερικάνους στρατοκράτες.
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Ελλάδα, από την απελευθέρωσή της ακόμα από τον τούρκικο ζυγό ήταν μια χώρα εξαρτημένη στο ξένο κεφάλαιο. Η δοσιλογική ελληνική μεγαλοαστική τάξη που ήταν πάντοτε δουλική απέναντι στους ξένους προστάτες της, (κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα και σήμερα), θεώρησε ότι στην κατοχή ‘41-’44 ο γερμανικός φασισμός εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα της για το ξεπέρασμα της κρίσης. Αρκετά γρήγορα κατάλαβε ότι η γερμανική κατοχή ήταν κάτι προσωρινό που όταν θα περνούσε θα έπρεπε η ίδια, σαν τάξη, να παραμείνει στην εξουσία. Γι’ αυτό αρχικά συνεργάστηκε με τους Γερμανούς, έπειτα δημιούργησε και χρησιμοποίησε τα Τ.Α. και στο τέλος συνεργάστηκε με Αγγλους και Αμερικάνους ιμπεριαλιστές.
Η στρατηγική και η τακτική της ήταν ξεκάθαρη. Το αναφέρει άλλωστε και ο αρχηγός των Τ.Α., I. Ράλλης: «Οι Γερμανοί είναι ζήτημα χρόνου το πότε θα αποχωρήσουν, το θέμα είναι να μην πάρουν οι κομμουνιστές την εξουσία». Έτσι, φαίνεται ολοκάθαρα για ποιο λόγο φτιάχτηκαν τα Τ.Α. και γιατί οι άντρες της Ειδικής Ασφάλειας και της Αστυνομίας Πόλεων έπαιξαν αυτόν το ρόλο.
Και φυσικά η άποψη ότι η Αριστερά βγήκε στο βουνό, όχι για να πολεμήσει τους Γερμανούς αλλά για να αρπάζει την εξουσία, στερείται ιστορικής σοβαρότητας. Το λάθος της Αριστερός βρίσκεται ακριβώς στο ότι ενώ στην Κατοχή ήταν η μόνη συγκροτημένη πολιτικά-οργανωτικά δύναμη που στάθηκε στο λαό και δημιούργησε την ένοπλη Αντίσταση, την κρίσιμη στιγμή άφησε κενό χώρο στους Αγγλους και τον Παπανδρέου με τις γνωστές συμφωνίες Λιβάνου-Καζέρτας, με αποτέλεσμα να έρθει η Βάρκιζα και η ήττα. Ενώ λοιπόν η Αριστερά είχε κάθε λόγο να αναλάβει τα ηνία της χώρας, η έλλειψη ξεκάθαρης στρατηγικής για την κατάκτηση της εξουσίας και κατά συνέπεια τακτικής την οδήγησαν στην ήττα.
Λίγους μήνες πριν φύγουν οι Γερμανοί σε κάποια χωριά της Ελλάδας οι κάτοικοι ζήτησαν όπλα από τους κατακτητές. Ένα συγγενικό μου πρόσωπο μου είπε για το χωριό Αχλαδόκαμπος, ένα χωριό της Νότιας Αργολίδας στα σύνορα με την Αρκαδία, ότι ήταν ένα από αυτά που ήρθαν σε επαφή με τους Γερμανούς και πήραν όπλα για να προστατέψουν, όπως είπαν, το χωριό τους από τους αντάρτες. Αραγε δεν έβλεπαν οι κάτοικοι του χωριού ότι οι Γερμανοί σε όλα τα μέτωπα ηττώνται και είναι ζήτημα χρόνου το πότε θα αποχωρήσουν από την Ελλάδα; Προφανώς και γνώριζαν οι προύχοντες του χωριού τα τεκταινόμενα της εποχής, παρόλα αυτά οδήγησαν τους κατοίκους στο δοσιλογισμό και κατά συνέπεια στην καταστροφή του από τον Ε.Λ.Α.Σ.
Τι ήταν αυτό που τους οδήγησε εκεί; Όταν επισκέφτηκα εκείνα τα μέρη, το καλοκαίρι του 2008, πήγα σε εκείνο το χωριό από περιέργεια και είδα ότι σε εκείνο το ημιορεινό χωριό, από κάτω βρίσκονταν ένα πλούσιος κάμπος. Όλη η αλήθεια ανάμεσα στα χωριά του Κισά-Μπατσάκ, του Σκαπέρδα, που αρχικά επέλεξαν να μην ενταχθούν στα Τ.Α. αλλά αργότερα συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, τα πρώτα Τ.Α. που δημιουργήθηκαν επίσημα από την κατοχική κυβέρνηση Ράλλη, τους άνδρες της Ειδικής Ασφάλειας και τον υπόκοσμο, συνοψίζεται σε μια ρήση του Καρλ Μαρξ που λέει: «ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΙΝΑΙ».
Η ιστορία γράφεται ανάμεσα σε αυτούς που φοβούνται να χάσουν κάτι, (την καπιταλιστική τους ιδιοκτησία), και σε αυτούς που θέλουν να απελευθερώσουν μια κοινωνική κατάσταση, δημιουργώντας μια καινούργια κοινωνική σχέση. Κάπως έτσι διαμορφώνεται η συνείδηση στους ανθρώπους και είναι αυτή που λίγο-πολύ διαμορφώνει τις απόψεις όλων μας. Για να το δούμε ακόμα πιο στενά, εννοώ ακόμα και των αριστερών ιστοριογράφων από τη μία όπως και των υπολοίπων που στοχεύουν στην απαξίωση της Εθνικής Αντίστασης και στην πλήρη υποταγή των συνειδήσεων απέναντι στο σύστημα. Αλλωστε, όποιος ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το μέλλον. Και βέβαια, αυτό που πρέπει να συμπληρώσουμε, είναι ότι μπορεί αρκετοί άνθρωποι να μην ήταν τότε κατασταλαγμένοι ιδεολογικοπολιτικά και να μην είχαν τη θεωρητική κατάρτιση για να υπερασπιστούν μια ιδεολογία, λίγο-πολύ όμως όλοι γνώριζαν το τι συνέβαινε στον κόσμο και με τη στάση τους - ενεργή ή απαθή - καθορίζονταν και ο βαθμός συνείδησής τους. Εν τελεί, όπως οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. γνώριζαν τι συνέβαινε στον κόσμο και τι επιδίωκε το Ε.Α.Μ., άλλο τόσο γνώριζε και το άλλο στρατόπεδο το ρόλο των ΕΣ-ΕΣ, το τι έγινε με τους Εβραίους και πού στόχευαν μεταπολεμικά οι ηγέτες των Τ.Α. Είναι άσχημο, μετά από 70 και πλέον χρόνια, να επιχειρείται να μειωθεί η νοημοσύνη των ανθρώπων εκείνης της ιστορικής περιόδου.
Ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει με βάση τα παραπάνω στοιχεία είναι το εξής: θα μπορούσαν άνθρωποι σαν τον Δάγκουλα και τον Σκαπέρδα να λειτουργήσουν μέσα στον Ε.Λ.Α.Σ.; Ήταν τυχαίο πως όλος αυτός ο υπόκοσμος, οι μπράβοι, οι νταβατζήδες, οι χασισέμποροι, βρέθηκαν πλάι στην εθνικόφρονη παράταξη; Όσο αφορά τον Ε.Λ.Α.Σ., όταν ξεκίνησε ο Άρης τον αγώνα πήγε με την ομάδα του αρχικά στους «κλαρίτες» και αφού τους εξήγησε με απλά λόγια τους σκοπούς της οργάνωσης που ήταν η απελευθέρωση της πατρίδας, τους κάλεσε να συμπαραταχθούν στις γραμμές του Ε.Λ.Α.Σ.
Μιλώντας τους με ανθρώπινη γλώσσα, τους είπε ότι με την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, θα απελευθερωθούν και αυτοί από τα δεσμά του ληστή. Πιο συγκεκριμένα τους είπε: «Να κατεβείτε κι εσείς κάτω να φάτε ένα ζεστό πιάτο φαΐ' και να ζήσετε σαν άνθρωποι, όχι όπως τώρα που ζείτε σαν τα αγρίμια. Η πατρίδα σας χρειάζεται γιατί είστε καλοί και έμπειροι πολεμιστές». Συνεχίζοντας, τους διεμήνυσε ότι ο σκοπός που ξεκινάει ο Ε.Λ.Α.Σ. είναι πολύ σοβαρός, εφάμιλλος με αυτόν του 1821 και δεν θα ανεχθεί ο καινούργιος αυτός αντάρτικος στρατός, ενέργειες που θα προσβάλλουν την τιμή του και θα τον οδηγήσουν σε απαξίωση από την πλευρά του ελληνικού λαού. Εννοώντας ληστείες, πλιάτσικα κ.λ.π. Σε περίπτωση που συμβεί αυτό, ο Ε.Λ.Α.Σ. είναι υποχρεωμένος να τους εξοντώσει. Πράγματι, το σύνολο των «κλεφτών» εκείνης της εποχής δέχθηκε να ακολουθήσει τον Αρη μέχρι το τέλος. Εκτός από μια ομάδα κλαριτών, τους Αγοριδαίους, που δεν υπάκουσαν και που μέσα από τις γραμμές του Ε.Λ.Α.Σ. έκαναν ατασθαλίες, με αποτέλεσμα να περάσουν ανταρτοδικείο και να τουφεκιστούν.
Είναι εκατοντάδες τα παραδείγματα πειθαρχίας που μας έχουν αφηγηθεί οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. που αποδεικνύει γιατί αυτός ο στρατός αναπτύχθηκε και δεν περιθωριοποιήθηκε. Όπως μας έχει πει ένας αντάρτης, όταν περνούσαν από χωριά που δεν ήταν γνωστά σε αυτούς, δεν επιτρέπονταν να κόψουν από τα δέντρα ούτε ένα φρούτο για να μην θεωρηθεί κλεψιά. Η τροφοδοσία του Ε.Λ.Α.Σ. γίνονταν μόνο όταν η αντιπροσωπεία των ανταρτών έρχονταν σε επαφή με την «επιμελητεία του αντάρτη» στα χωριά που ήταν φιλικά προς τον Ε.Λ.Α.Σ. Εννοείται πως σε περιοχές που συνεργάζονταν με τον κατακτητή μετά από μάχη, ακολουθούσε απαλλοτρίωση των προϊόντων τους. Εν ολίγοις, ο Ε.Λ.Α.Σ. δεν ήταν ένα σύνολο από ατομικότητες που πολεμούσαν απλά τους Γερμανούς και από ‘κει και πέρα έκαναν ό,τι ήθελαν, αλλά μια οργάνωση που όλοι όφειλαν να πειθαρχούν στις συλλογικές αποφάσεις και στα καθήκοντά της.
Οι ίδιοι οι αντάρτες μαχητές θεωρούσαν ότι κυοφορούσε μέσα τους ένας άλλος κόσμος, για αυτό και διατηρούσαν συνειδητή πειθαρχία. Έτσι κατορθώθηκε να φτιαχτεί ο μεγαλύτερος εθελοντικός στρατός στην ιστορία της χώρας. Να γιατί άνθρωποι σαν τον Σκαπέρδα και τον Δάγκουλα δεν μπόρεσαν να σταθούν στον Ε.Λ.Α.Σ. και διάφοροι άλλοι τυχοδιώκτες βρέθηκαν στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Και βέβαια, το ερώτημά μας είναι: πώς όλος αυτός ο υπόκοσμος (εκβιαστές, μαυραγορίτες κ.λ.π.) αν δεν βρίσκονταν στο χώρο της εθνικοφροσύνης πλάι στους ναζί του Χίτλερ, πού αλλού θα μπορούσε να βρεθεί;
Ένας από τους κώδικες της αντρικής τιμής λέει πως ένας άντρας οφείλει να κοιτάει τον άλλον μες στα μάτια. Κάποιος αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ.-Ο.Π.Λ.Α., όταν βρέθηκε τυχαία σε έναν έλεγχο από τα Τ.Α., μας είπε ότι οι ταγματασφαλίτες δυσανασχετούσαν όταν κάποιος τους κοιτούσε ευθεία στα μάτια.
Τί να δήλωνε άραγε αυτό; Ψευτομαγκιά, φόβο, ντροπή; Και τα τρία μαζί; Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως μετά την επικράτηση της Ακρας Δεξιάς στον εμφύλιο πόλεμο, οι περισσότεροι από αυτούς ντρέπονταν να δηλώσουν ανοικτά ότι την περίοδο της κατοχής ήταν στα Τ.Α., με προσφιλές παράδειγμα αυτό του δικτάτορα Παπαδόπουλου που το έκρυβε επιμελώς.
Το ίδιο κάνουν και οι σημερινοί απόγονοι των παραπάνω, που ντρέπονται να δηλώσουν ανοιχτά ότι είναι ναζιστές και χωρίς ίχνος τσίπας, από τη μία φωνάζουν «τιμή σε χύτες και ταγματασφαλίτες» και από την άλλη θέλουν να καταθέσουν στεφάνι στο Χορτιάτη για τα θύματα που προξένησαν οι Γερμανοί και τα Τ.Α.
Σίγουρα οι Χρυσαυγίτες έχουν κάθε λόγο να ντρέπονται να δηλώσουν ανοιχτά στον κόσμο το ποιοι είναι και τι πρεσβεύουν, απλά θα θυμίσουμε μια ρήση ενός δικού τους θεωρητικού, που είχε πει κάποτε: «Αν δεν μπορείς να κάνεις θυσίες για τις ιδέες σου, τότε δεν αξίζεις είτε εσύ είτε οι ιδέες σου». Και όπως αποδεικνύεται για άλλη μια φορά πως δεν αξίζουν ούτε αυτοί, ούτε οι ιδέες τους.
Υπάρχει ακόμα η συντηρητική άποψη από την εποχή του εμφυλίου μέχρι και σήμερα, που λέει ότι οι αντάρτες «χτυπούσαν» περισσότερο τους Έλληνες αντιπάλους τους παρά τους Γερμανούς. Η άποψη αυτή στερείται πολιτικής σοβαρότητας γιατί οι γερμανικές απώλειες δεν ήταν λίγες. Από την άλλη, απ’ τη στιγμή που τα Τ.Α. και οι συνεργάτες τους πολεμούσαν πλάι στις γερμανικές ναζιστικές δυνάμεις κατοχής τοποθετούνταν από μόνοι τους στις ξένες δυνάμεις κατοχής και είναι λογικό να είχαν τέτοια αντιμετώπιση από τους αντιστασιακούς.
Αυτό συνέβη σε όλες τις κατεχόμενες χώρες στην Ευρώπη. Στη Γαλλία μάλιστα, αρκετές χιλιάδες δοσίλογοι καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν μεταπολεμικά. Το σημαντικότερο όμως από όλα, με βάση την έρευνά μας για δημιουργία αυτού του βιβλίου, είναι πως δεν υπήρξε μπλόκο, βασανιστήριο ή ολοκαύτωμα που δεν είχαν συμμετάσχει ή δώσει πληροφορίες οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών.
Με δικές τους πρωτοβουλίες, χωρίς να ασχολούνται πολύ οι Γερμανοί, έκαναν εκκαθαρίσεις ή μαζικές εκτελέσεις όπως αυτές των 101 ατόμων στο Γαλλικό ποταμό και τους 147 σκοτωμένους μέσα σε μια νύχτα σε διάφορα σημεία της πόλης. Αναπόφευκτα λοιπόν οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών αποτελούσαν τον πρώτο στόχο των αντιφασιστικών δυνάμεων και με βάση τις παραπάνω ενέργειες ήρθε σαν αποτέλεσμα ο Μελιγαλάς, οι Γαργαλιάνοι, το Κιλκίς, η Τριάδα κ.λ.π.
Το σημαντικότερο όμως γεγονός που παραμένει αναμφισβήτητο παρά τη ματαιότητα ορισμένων να προσπαθούν να παρουσιάσουν την Αντίσταση ως άσκοπη λόγω των πολλών θυμάτων είναι: ο Ε.Λ.Α.Σ. και ο ελληνικός λαός με την ένοπλη του αντίσταση καθήλωσαν στην Ελλάδα (10-12) Μεραρχίες γερμανικές που σε διαφορετική περίπτωση οι παραπάνω Μεραρχίες θα είχαν φύγει προς το βορά και θα είχε κερδηθεί ο πόλεμος της Ευρώπης απ’τους ναζί. Νά ποια ήταν η σημαντικότερη προσφορά του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος.
Τελευταία συνηθίζεται πολύ να λέγεται ότι την ιστορία την γράφουν οι νικητές.Όμως οι νικημένοι επιστρέφουν πάντοτε για να πάρουν εκδίκηση με την ιστορική μνήμη.Ας μην επιτρέψουμε σήμερα σε ορισμένους να πάρουν τη ρεβάνς απ’την ιστορική μνήμη.
Πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, μεσούσης της καπιταλιστικής κρίσης και αρχή της ανόδου του φασισμού στην Ελλάδα, μου ήρθε η ιδέα να κάνω μια ιστορική έρευνα για την περίοδο της κατοχής που θα περιλαμβάνει ό,τι πληροφορίες υπήρξαν από τις μάχες (μικρές και μεγάλες) που έγιναν στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και στις γύρω από αυτήν περιοχές. Θεωρώντας ότι δεν υπήρξε κάποιο παρόμοιο βιβλίο που να καλύπτει αυτή την ύλη, επιχείρησα να προβώ σε αυτό το εγχείρημα. Αν και θεωρώ ότι η δράση εκείνης της εποχής δεν μπορεί να εξαντληθεί μέσα σε ένα βιβλίο. Πάντοτε θα υπάρχουν πληροφορίες που δεν κατόρθωσαν να βρουν τον αποδέκτη τους και που ίσως δεν τον βρουν και ποτέ. Προφανώς η κάθε έρευνα μπορεί να βρει συνεχιστές που θα προσθέσουν νέες πληροφορίες ή ακόμα και να αμφισβητήσουν παλιές και να καταλήξουν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Εξάλλου τα επιχειρήματα είναι αυτά που προσδίδουν στην έρευνα την όποια ιστορική βαρύτητα.
Το ξέσπασμα λοιπόν της καπιταλιστικής κρίσης σε συνδυασμό με την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη ήταν η αιτία να κάνω αυτή την ιστορική έρευνα.
Σε αυτή τη μάχη της ιστορικής μνήμης απέναντι στη λήθη της εξουσίας, τα μονοπάτια που είχα να διαβώ ήταν γνωστά. Μαρτυρίες ανθρώπων ή συγγενών τους που έδρασαν εκείνη την εποχή, μελέτη πλούσιας ιστορικής βιβλιογραφίας, ψάξιμο σε εφημερίδες και επίσημα έγγραφα της κατοχικής περιόδου.
Όσο για εμάς δεν έχουμε να κρύψουμε κάτι. Αλλωστε από παλαιότερα τις προθέσεις μας τις έχουμε δείξει. Ανήκουμε σε εκείνη τη σχολή όλων αυτών που δεν γράφουν ποίηση, φιλοσοφία, ιστορία για να κάνουν το κέφι τους αλλά για να αλλάξουν τον κόσμο. Και συνάμα είμαστε ελεύθεροι γιατί δεν δεσμευόμαστε από κάποια ακαδημαϊκή καριέρα. Εν ολίγοις θεωρούμε πως δεν έχει ουσία να κάνει κανείς μια ιστορική έρευνα χωρίς να στοχεύει στην εποχή του. Αλλωστε η ιστορική εμπειρία είναι αυτή που καθορίζει και την εξέλιξη των επιστημών, της τεχνολογίας, των κοινωνικών σχέσεων και όλων των πτυχών της ζωής. Κι εμείς, μια επιστήμη γνωρίζουμε πραγματικά, την επιστήμη της ιστορίας.
Πραγματοποιώντας δύο μεγάλες ιστορικές έρευνες γνώρισα αρκετούς παρτιζάνους εκείνης της εποχής. Μιας εποχής που ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης αποτύπωσε σε ένα από τα ποιήματά του σαν «τη χαμένη γενιά». Ο κάθε αγωνιστής είχε κάτι συγκλονιστικό επάνω του.
Μία συνάντηση που θα μου μείνει ανεξίτηλη ήταν εκείνο το Δεκέμβρη του 2008. Είχα προγραμματισμένο ένα ταξίδι στην Αθήνα για κάποιες δουλειές και για να συναντήσω μία από τις μεγαλύτερες μορφές του επαναστατικού κινήματος στην Πελοπόννησο την περίοδο 1941-1949. Τον Αρίστο Καμαρινό.
Εκείνο το απόγευμα της Τετάρτης, τέσσερις μέρες μετά τη δολοφονία Γρηγορόπουλου βρέθηκα κι εγώ μέσα στο Πολυτεχνείο. Εγκλωβισμένος όλη τη νύχτα μέσα στο κτήριο, εισπνέοντας δεκάδες χημικά ασφυξιογόνα χωρίς να έχω κοιμηθεί ούτε λεπτό. Την άλλη μέρα το πρωί στις 11 είχα ραντεβού με τον Αρίστο Καμαρινό. Κι ενώ ήμουν χάλια λόγω της παραπάνω κατάστασης, στο ραντεβού όμως έπρεπε να πάω. Δεν ξέρω αν θα υπήρχε για μένα άλλη ευκαιρία να ξανασυναντηθώ με αυτό τον άνθρωπο. Παρ'όλα αυτά, και ενώ ψάχναμε με τον οδηγό ταξί που δεν ήξερε ούτε και αυτός το σπίτι, συμπτωματικά βρεθήκαμε εκεί ακριβώς την ώρα του ραντεβού. Εκεί ο Αρ. Καμαρινός με περίμενε έξω και εντυπωσιάστηκε για την ακρίβεια που έφτασα στην ώρα μου ενώ δεν γνώριζα την πόλη.
Όσον αφορά στις εντυπώσεις μου για τον ίδιο, τι να πω; Για την ευγένεια και την απλότητα; Για τη διαύγεια της σκέψης του; Για την αντιμετώπιση που είχα απέναντι του σαν έναν ισότιμο άνθρωπο που άκουγε προσεκτικά; Ένας άνθρωπος ζωντανός θρύλος που είχε πολεμήσει σε όλες τις μεγάλες μάχες της Νοτίου Πελοποννήσου στην Κατοχή Μελιγαλά, Γαργαλιάνους... και σε άλλες τόσες στον εμφύλιο πόλεμο και σώθηκε με μυθιστορηματικό τρόπο.
Πάνω στη συζήτηση δεν μπορούσα να μην ρωτήσω τη γνώμη του για την νεολαιίστικη Δεκεμβριανή εξέγερση του ’08 μετά τη δολοφονία δεκαεξάχρονου μαθητή από μπάτσο. Ο Καμαρινός κουνώντας το κεφάλι καταφατικά και χαμογελώντας σεμνά μου είπε: «Εσείς οι νέοι θα πρέπει να προετοιμάζεστε, να μελετάτε το έδαφος, τους δρόμους, τα στενά, τα πάντα, γιατί όλα θα κριθούν στις πόλεις». Αμέσως μετά μου δημιουργήθηκε η απορία να τον ρωτήσω «Και το Κόμμα;». Δεν πειράζει, μου λέει. Ασε το κόμμα να λέει ότι θέλει. Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Μου είπε ακόμα για τους μπολσεβίκους που συμμετείχαν σε αυθόρμητες εξεγέρσεις χωρίς να υπάρχει καμιά προοπτική επιτυχίας, αλλά αυτοί βρίσκονταν εκεί δίπλα στο λαό προσπαθώντας να μετατρέψουν την αυθόρμητη εξέγερση σε συνειδητή δράση. Κάτι που θα μου μείνει αξέχαστο από εκείνη τη συνάντηση με τον Αρ. Καμαρινό ήταν το τραγούδι που μου είπε πως έλεγαν οι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. στην Πελοπόννησο λίγο πριν δώσουν μάχη με τις ναζιστικές δυνάμεις:
“Θύελλες άνεμοι γύρω μας πνέουν τέκνα του σκότους εμάς τριγυρνούν σε ύστερες μάχες καλούμαστε πάλι και άγνωστες τύχες εμάς καρτερούν στη μάχη, στην πάλη, στον τίμιο αγώνα κείνοι που πέσανε θα δοξαστούν και οι απόγονοι στις συγκεντρώσεις τα ονόματά τους θα διαλαλούν”
Ύστερα από αυτή τη συνάντηση μου ήρθε στο μυαλό πως η ιστορία της κατεχόμενης Ελλάδας όπως και ολόκληρη η ιστορία της πάλης των τάξεων μπορούμε να τη δούμε σαν μια σκυταλοδρομία ανθρώπων που πάνε τη ζωή μπροστά ή πίσω ανάλογα με τις δυνάμεις που διαθέτουν. Ο κάθε αθλητής αντιπροσωπεύει την εποχή του, που τελειώνοντας την κούρσα του, δίνει τη σκυτάλη στον επόμενο για να συνεχίσει αυτός.
Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν διαλέγουμε τις εποχές που ζούμε και η σημερινή εποχή είναι δύσκολη γιατί θα πρέπει να διαχειριστούμε την ήττα της συλλογικής σκέψης και πρακτικής του παρελθόντος.
Η πρώτη απόπειρα κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης που επιχειρήθηκε τον 20ο αιώνα με βάση το όραμα και την επιστημονική σκέψη του Μαρξ απέτυχε παντού. Από τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις στην Ευρώπη, την Ασία και την Λατινική Αμερική έως τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα που έδωσαν τη θέση τους σε έναν πιο άγριο και αδηφάγο καπιταλισμό στο δυτικό κόσμο από τη μία και σε σκοταδιστικά θρησκευτικά κινήματα στις χώρες του τρίτου κόσμου, που κι αυτά με τη σειρά τους απαξιώνουν πλήρως την ανθρώπινη ύπαρξη.
Και κάπου εδώ είναι η δυσκολία να κινηθούν οι κοινωνίες προς τα εμπρός. Η πρόσφατη με βάση τον ιστορικό χρόνο κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων και η πλήρης κυριαρχία της εξατομίκευσης στην κοινωνική ζωή έκαναν δυνατή την ανάδυση ενός μικροαστικού τρόπου ζωής και σκέψης που τα σημάδια του βιώνουμε ως και σήμερα. Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008 είναι φανερό πως οι κοινωνίες βρέθηκαν απότομα σε μια έα εποχή. Τώρα δίνεται η δυνατότητα στους ανθρώπους να αναμετρηθούν πραγματικά με την εποχή τους.
Ο καπιταλισμός μπορεί μέχρι σήμερα να έχει κερδίσει όλες τις μάχες όχι όμως και τον πόλεμο. Οι πολιτικοί-ταξικοί αγώνες που υπάρχουν και που προφανώς θα γενικευτούν λόγω της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης είναι αυτοί που θα βάλουν τις βάσεις για την οργάνωση κάτω από την κόκκινη σημαία του προλεταριάτου με το διαχρονικό σύνθημα «τάξη εναντίον τάξης». Μέσα από τη φωτιά και το σίδερο θα ξεπεταχθούν νέα στελέχη, νέοι ηγέτες, νέοι ποιητές, νέοι επαναστάτες, που ξεπερνώντας την πολιτική σύγχυση και την αστική ιδεολογία θα δημιουργήσουν την επαναστατική θεώρηση που θα αντιπροσωπεύει τις συνθήκες της εποχής. Έτσι, λίγο-πολύ γίνονταν πάντα.
Υπήρξαν αρκετοί σταθμοί στην ιστορία του εργατικού κινήματος που σηματοδότησαν τις προλεταριακές επαναστάσεις. Σίγουρα η ανάλυση του Μαρξ ως προς την καπιταλιστική οικονομία και το σχέδιο προς την κοινωνική και ατομική χειραφέτηση αποτελούν την αρχή όλων. Φυσικά η Κομμούνα του Παρισιού η πρώτη στην ιστορία προλεταριακή επανάσταση και βέβαια η επανάσταση των Μπολσεβίκων το 1917 που για πρώτη φορά νικήθηκε η αστική εξουσία, ανοίγοντας το δρόμο για μια σειρά άλλων επαναστάσεων. Η Ρώσικη επανάσταση πέρα του ότι έλυσε σημαντικά προβλήματα της εποχής υπάρχει για να μας υπενθυμίζει κάτι ακόμα. Πως παρά τις δυσκολίες των καιρών μπορεί να σπάσει ο καπιταλιστικός κρίκος. Προφανώς η σημερινή εποχή δεν είναι ίδια με το 1917 και αυτό φαίνεται και στο ότι κομμουνιστικά κόμματα δεν υπάρχουν στις πιο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες για τουλάχιστον μισό αιώνα. Παρόλα αυτά το ζήτημα της οργάνωσης των λαϊκών τάξεων στην εποχή μας παραμένει ένα σημαντικό στοίχημα για τη σημερινή γενιά.
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι συνειδητοποιούν πλέον ότι για να πολεμήσεις και να νικήσεις έναν πολύ ισχυρότερο αντίπαλο θα πρέπει να συγκεντρώσεις τεράστιες δυνάμεις σε όλα τα πεδία. Μια κοινωνία οργανωμένη με στόχους και σχέδιο μπορεί να ελπίζει κάπου, ενώ μια ανοργάνωτη χωρίς όραμα δεν έχει καμιά ελπίδα. Το επαναστατικό κίνημα σήμερα έχει δύο δρόμους να διαλέξει. Ή θα πάρει μια οργανωμένη κομμουνιστική μορφή με ενιαία πολιτική, συνδικαλιστική και ενίοτε ημιστρατιωτική οργάνωση ή θα συνεχίσει να παραπαίει σε μια αναρχίζουσα κατάσταση από μικροοργανώσεις-ομαδοποιήσεις που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να αναπαράγουν τα πολιτικά και προσωπικά τους αδιέξοδα.
Η σημερινή περίοδος είναι ιστορικά κρίσιμη και σε περιόδους κρίσεων ο φασισμός βρίσκεται πάντα στη γωνία περιμένοντας τη στιγμή να αρπάξει την εξουσία. Χωρίς να παραβλέπουμε ότι ο φασισμός είναι καπιταλισμός στην πιο σκληρή του μορφή και πως τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ανθρωπότητα τις προκαλούν σήμερα οι Η.Π.Α., η Ε.Ε. με τους ληστρικούς τους οργανισμούς (Ν.Α.Τ.Ο., Ε.Κ.Τ.-Δ.Ν.Τ. κ.λπ.), από την άλλη όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε και την άνοδο σε ολόκληρη την Ευρώπη εθνικιστικών και φασιστικών κομμάτων που σε ορισμένες χώρες μάλιστα συγκυβερνούν. Όπως Ουγγαρία, Ουκρανία ή ακόμα Αυστρία, Εαλλία, Ελλάδα κ.λπ.
Επομένως υπάρχει πάντα ο κίνδυνος σε μια απότομη διάλυση της Ε.Ε. σε συνδυασμό με την απουσία ενός οργανωμένου επαναστατικού κινήματος, το διεθνές κεφάλαιο να παραδώσει την εξουσία στα παραπάνω κόμματα σε μια προσπάθειά του να ξεπεράσει την κρίση.
Όσο αφορά τη χώρα μας, προφανώς δεν περιμένουμε μια χώρα σαν την Ελλάδα με ένα Α.Ε.Π. 0,2% της Ε.Ε. να καθοδηγήσει κοινωνικές επαναστάσεις. Έχει παίξει όμως σημαντικό ρόλο την τελευταία οκταετία και μπορεί να παίξει ακόμα μεγαλύτερο στη διαμόρφωση ενός οργανωμένου επαναστατικού κινήματος. Δεδομένου όμως ότι η σημερινή «αριστερή» κυβέρνηση γελοιοποιείται καθημερινά θεωρούμε πως το ελληνικό επαναστατικό κίνημα οφείλει να δώσει τρεις σημαντικές μάχες για να αποτρέψει την όποια προσπάθεια φασιστικής εκτροπής. Τη μάχη της ιστορικής μνήμης που πρέπει να δοθεί σε κάθε τόπο. Με συγγραφή και επανέκδοση ιστορικών βιβλίων εκείνης της ταραγμένης περιόδου των δεκαετιών 1920-1970 τη δημιουργία αντιφασιστικών εκδηλώσεων και προβολών ανάλογου περιεχομένου ταινιών και ντοκιμαντέρ που αφορούν την Ελλάδα αλλά και τις χώρες της Ευρώπης.
Όπως ακόμα, οι αντιφασιστικές δυνάμεις της χώρας οφείλουν να καθιερώσουν την ημέρα απελευθέρωσης από τον Ε.Λ.Α.Σ. της κάθε πόλης, από τους Εερμανούς ναζί κατακτητές και τους συνεργάτες τους.
Η μάχη του δρόμου είναι μια άλλη μάχη που δίνεται μέχρι στιγμής με επιτυχία. Κανένας ζωτικός χώρος, καμία περιοχή δεν πρέπει να αφεθεί στους ρατσιστές και μισαλλόδοξους νεοναζί που το μόνο που γνωρίζουν να κάνουν είναι πογκρόμ, μαχαιρώματα, δολοφονίες. Δυστυχώς αυτήν την μάχη τη δίνει σχεδόν μόνη της η αναρχική νεολαία, χωρίς την ουσιαστική στήριξη κομματιών της αριστεράς και αυτό είναι προς τιμήν του αντιεξουσιαστικού κινήματος.
Τρίτον και σημαντικότερο που είναι ταυτόχρονα ζήτημα θεωρητικό και πρακτικό και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρο τον κόσμο είναι: για να νικήσεις το φασισμό θα πρέπει να αποδείξεις στους ανθρώπους ότι θα μπορεί να υπάρξει ζωή μετά τον καπιταλισμό. Έναν καπιταλισμό που θα πρέπει να τον δούμε σαν μια κοινωνική σχέση που κρατάει τα κλειδιά της επιβίωσης και με αυτά εκβιάζει τους ανθρώπους.
Εν αντιθέσει με το δικό μας στρατόπεδο, το επαναστατικό, που αναμένει από τους ανθρώπους εθελοντικό, συνειδητό και μακροχρόνιο αγώνα για τη δημιουργία αταξικής κοινωνίας και κάπου εκεί είναι η δυσκολία.
Για να προχωρήσει παραπέρα η θεωρητική σκέψη θα πρέπει να απαντηθούν τρία σημαντικά ερωτήματα του παρελθόντος που παραμένουν μετά το 1917 έως και σήμερα άλυτα: Γιατί κανένα επαναστατικό κίνημα στον κόσμο δεν κατόρθωσε να νικήσει τη σοσιαλδημοκρατία; Τι ήταν αυτό που απέτυχε στις νικηφόρες επαναστάσεις του 20ου αιώνα και φθάσαμε ως εδώ; Όπως και γιατί το άλλο ρεύμα του εργατικού κινήματος, ο αναρχισμός δεν κατόρθωσε να επικρατήσει πουθενά στον κόσμο;
Παρόλα αυτά οφείλουμε να παίρνουμε υπόψη μας ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους τις περισσότερες φορές ασυνείδητα, ενώ κάποιες λίγες φορές περισσότερο συνειδητά όπως η εποχή που αναφερόμαστε στο βιβλίο. Ιδιαίτερα η σημερινή γενιά έχει πολλά να μάθει από τη διαδρομή του αντιφασιστικού κινήματος της Θεσσαλονίκης (1941-1944) που παρόλη την καθυστέρησή του να ξεκινήσει το μαζικό ένοπλο αντάρτικο στην πόλη ολοκλήρωσε την αποστολή του όπως οφείλει να ολοκληρώνει ένα επαναστατικό κίνημα.
Μια υπόσχεση που παραμένει ανοιχτή από την εποχή εκείνη είναι πως πέρα από τη ρήξη με τον παλιό παρηκμασμένο κόσμο, την πίστη για την κοινωνική χειραφέτηση και τη βεβαιότητα της προόδου, ο επαναστάτης κομμουνιστής ενσάρκωνε ταυτόχρονα την πίστη του στο άτομο και τη δυνατότητά του να εξελιχθεί και να προοδεύσει παρά τις όποιες δυσκολίες της ζωής.
Όπως έχει πει και ο Μαρξ μέσα από την ίδια τους την πράξη οι άνθρωποι αλλάζουν ταυτόχρονα τόσο την κοινωνία όσο και την ίδια τους τη συνείδηση.
Η ανθρωπότητα έχει ανάγκη σήμερα όσο ποτέ άλλοτε από ανθρώπους που να αγαπούν τη ζωή και να πιστεύουν στο δίκιο, που η ανιδιοτέλεια και το ήθος τους να μπορούν να συγκριθούν με εκείνη των πρώτων κομμουνιστών. Όλων εκείνων των νέων παιδιών που προτίμησαν ένα υγρό σκοτεινό κελί από μια αναξιοπρεπή ελευθερία. Όλων εκείνων των ανθρώπων που «έπεσαν» για να θριαμβεύσει η ζωή, έστω και αν αυτό το όνειρο έμεινε ανολοκλήρωτο. Κάποιοι αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. κατεβαίνοντας από κάποιο βουνό της Ηπειρωτικής Ελλάδας για να βρεθούν στη μάχη, γνωρίζοντας καλά πως ορισμένοι από αυτούς δε θα γυρίσουν πίσω... τραγουδούσαν ένα τραγούδι προτρέποντας τους ίδιους και τον κόσμο γύρω τους να μην αναβάλουν τίποτα για το αύριο. Σε περιόδους πολέμων και καταστροφών οι άνθρωποι ζούνε πιο έντονα και πιο αληθινά την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Το τραγούδι αυτό έλεγε:
«Κόψε το ρόδο πριν μαραθεί. Ο χρόνος φεύγει πετάει Κι ο ανθός που σήμερα χαμογελά Αύριο θα ’χει πεθάνει».
Όλα τα παραπάνω αποτελούν για εμάς ίσως τη μόνη μας κληρονομιά.
Πιστεύοντας ακράδαντα πως όπως κάθε θεωρητικό ζήτημα που βρίσκει την απάντησή του στην πράξη, έτσι και οι μελλούμενες γενιές μέσα από τους αγώνες τους θα δώσουν τις απαντήσεις για τα λάθη του παρελθόντος, δημιουργώντας ταυτόχρονα τον κόσμο του μέλλοντος. Εκείνο όμως που μας έχει δείξει ολόκληρη η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών είναι ότι: χωρίς επαναστατική θεώρηση δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική οργάνωση. Χωρίς επαναστατική οργάνωση δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική επανάσταση. Και αυτό που λείπει σήμερα είναι σίγουρα η επαναστατική θεώρηση που θα αντιπροσωπεύσει τις συνθήκες της εποχής.
Τότε έννοιες όπως ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, θα αποκτήσουν πραγματικό περιεχόμενο, αγκαλιάζοντας την ανθρωπότητα σαν ένα όμορφο τριαντάφυλλο στο μακρύ ταξίδι της Ιστορίας.
Ο επίλογος από το βιβλίο του Τάσου Κατσαρού "Οι αντάρτες δεν προσκυνούν"
Δημοσίευση σχολίου