Αρχική » » «4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ» ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»…

«4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ» ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια»…

{[['']]}
Τo καθεστώς που εγκαθίδρυσαν στις 4 Αυγούστου 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ήταν μια ανοιχτή δικτατορία ιδεολογία της οποίας ήταν ένας αχταρμάς ιδεών με αναφορές σε διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας και μύθους που διαμόρφωναν κατά καιρούς οι διάφοροι θεωρητικοί τους, με πρότυπα δανεισμένα από τα ιδεολογικά οπλοστάσια της φασιστικής Ιταλίας του Μουσολίνι και της ναζιστικής Γερμανίας του Χίτλερ.

To «Νέο Κράτος» της 4ης Αυγούστου ευαγγελιζόταν τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτισμό και για το σκοπό αυτό αξιοποίησε κάθε θεσμό  που εξυπηρετούσε  τους σκοπούς του. Κεντρικός στόχος ήταν η εξασφάλιση της υποταγής αλλά και της συναίνεσης όλων των τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας.Για να εξασφαλίσει την ηγεμονία του το καθεστώς αξιοποίησε κάθε θεσμό και μέσα σ’ αυτούς ξεχωριστή θέση είχε η Εκκλησία της Ελλάδος που όχι μόνο στήριξε τον Μεταξά αλλά και πριν την επιβολή της δικτατορίας προετοίμασε το έδαφος διαλαλώντας την ανάγκη μιας «ισχυρής εξουσίας» που θα έβγαζε τη χώρα από το «φαύλο κύκλο» των συνεχών αλλαγών κυβερνήσεων και των πραξικοπημάτων. Μια «Εκκλησία κρατική», μια «Ορθοδοξία κρατική» αποτελούσαν ένα χρήσιμο «εργαλείο» εξυπηρέτησης των συμφερόντων του καθεστώτος και του ηγέτη του.

Η ανάγκη μιας «ισχυράς κυβερνήσεως»

Πολλούς μήνες πριν από την κήρυξη της δικτατορίας, πριν ακόμη και από το νόθο δημοψήφισμα με το οποίο επέστρεψε ο Γεώργιος, η Εκκλησία τον αντιμετώπιζε ως ηγέτη μιας συμπαγούς κίνησης που θα έθετε τέρμα στις αντιπαραθέσεις στο αστικό στρατόπεδο ώστε να αντιμετωπισθεί ο κύριος κίνδυνος από το κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα.
Γι αυτό και βλέπουμε ταυτόσημα άρθρα σε όλα τα εκκλησιασικά έντυπα της εποχής λες και μια αόρατη μπαγκέτα κατηύθυνε όλη αυτή τη φιλολογία. 

Χαρακτηριστικά είναι αυτά που περιλαμβάνονται στο μήνυμα του αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου για το νέο έτος 1936. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά:  «Ως εκ των καθηκόντων μου, επικοινωνών αμέσως μετά του λαού, δύναμαι να βεβαιώσω πράγμα άλλωστε εις όλους αντιληπτόν, ότι ο λαός εκουράσθη εκ των συνεχών μεταβολών, διψά δε την αποκατάστασιν της εσωτερικής γαλήνης και ειρήνης. Αι σχετικαί προσπάθειαι της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως ευρίσκουν βαθυτάτην απήχησιν εις την ψυχήν του λαού, αναμφιβόλως δε οι πολιτικοί άνδρες της χώρας θα υποβοηθήσουν τας εθνοσωτηρίους ειρηνευτικάς προσπαθείας ταύτας και θα συνεργασθούν δια το καλόν της χώρας και του έθνους.».

Στο ίδιο πνεύμα η «Ζωή» όργανο της ομώνυμης (παρα)εκκλησιαστικής οργάνωσης εξηγούσε, σε άρθρο για την επάνοδο του βασιλιά, πως έβλεπε την ισχυρή και «συνετή» διακυβέρνηση που θα κατοχύρωνε τις «ηθικές αρχές» θα αναμορφώνε την Παιδεία (σε πλαίσια χριστιανικά) και θα επέβαλε «εξυγίανσιν των ηθών» (τουλάχιστον όπως τα έβλεπαν οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας): «Εισάγουσαν ‘ηθικόν ρυθμόν’ εις την χώραν, δια της τιμίας και σώφρονος οικονομικής δαχειρίσεως, δια της εφαρμογής υγιούς μορφωτικού προγράμματος εις την παιδείαν, δια της προσπαθείας προς εξυγίανσιν των ηθών».

Αλλά και τον Απρίλιο του 1936 όταν με την στήριξη όλων των αστικών κομμάτων ανατέθηκε η πρωθυπουργία στον Ιωάννη Μεταξά η Εκκλησία έσπευσε να χαιρετήσει τις προγραμματικές δηλώσεις του στη Βουλή στις οποίες υποσχέθηκε να ικανοποιήσει κεντρικά αιτήματα της Ιεραρχίας καθώς και να εκφράσει την ικανοποίησή της για την τοποθέτηση στη θέση του υπουργού Παιδείας ενός ανθρώπου στενά συνδεδεμένου με τους ιεράρχες του καθηγητή Ν. Λούβαρη, τον οποίο στα χρόνια της Κατοχής θα τον ξαναβρούμε βασικό στέλεχος των κυβερνήσεων των δοσιλόγων.

«Μας έσωσεν»

Την ίδια στήριξη έδωσαν οι κορυφές της Εκκλησίας και όταν κηρύχθηκε η δικτατορία. Στο πρώτο σχόλιο της «Εκκλησίας» επίσημου οργάνου της Ιεράς Συνόδου, για τον δικτάτορα πλέον Ιωάννη Μεταξά, δηλώνεται η ουσιαστική συμφωνία των ιεραρχών στην κήρυξη της δικτατορίας για την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου και η συμπαράταξή τους στην πολιτική της για την νεολαία. 
Σε σχόλιο με τίτλο «Το πρωθυπουργικόν εγερτήριον» διαβάζουμε: «Τη εσπέρα της 10 ενεστώτος μηνός ο πρωθυπουργός κ. Ιω. Μεταξάς απηύθηνε δια ραδιοφώνου προς την εληνικήν νεολαίαν σπουδαιοτάτης σημασίας διάγγελμα. Διαπιστών ο πρόεδρος της κυβερνήσεως τον από του κομμουνισμού κίνδυνον, ο οποίος επ’ εσχάτων σοβαρότατα ηπείλησε τον ελληνικόν λαόν, ως και πόσον η ελληνική νεολαία »παρεσύρετο από τους ανατροπείς εις ανοήτους και αντεθνικάς ουτοπίας», υπό των οποίων ωδηγείτο »εις την κόλασιν της απελπισίας και του υλισμού» (…) Οφείλομεν να ομολογήσωμεν ότι πρώτην ταύτην φοράν ηκούσθη εξ επισήμων χειλέων και κατά τόσον επίσημον τρόπον και τόνον τοιαύτη φωνή προς τον ελληνικόν λαόν και, ιδιαιτέρως, προς την νέαν γενεάν..».

Ένα μήνα μετά το αλυσόδεμα των ελλήνων η «Ζωή» σε άρθρο για τον ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο ανέφερε: «Άς δοξάσωμεν ημείς οι Έλληνες τον Θεόν, διότι εις την κατάλληλον στιγμήν μας έσωσεν από τοιαύτας φρικτάς συνεπείας του εμφυλίου σπαραγμού».

Και ένα χρόνο μετά την κήρυξη της δικτατορίας, τον Αύγουστο του 1937 η «Εκκλησία» έγραφε: «Απερίγραπτος τυγχάνει ο ενθουσιασμός μεθ’ ου ο εληνικός λαός της πρωτευούσης και απασών των επαρχιών εώρτασε την παρελθούσαν Τετάρτην της επέτειον της υπό του Πρωθυπουργού κ. Ιωάννου Μεταξά και υπό την αιγίδα της Α.Μ. του Βασιλέως επελθούσης εν τη χώρα μεταβολής. Η μεταβολή αύτη, συνισταμένη εις την αναστήλωσιν των εθνικών ιδανικών, εις την επαναγωγήν του έθνους εις την βασιλικήν οδόν της ελληνικής ηθικής και ευγενείας, εις την ανασύνταξιν της ελληνικής ψυχής εν τω στίβω της ορθοδόξου θρησκείας , της κολυμβήθρας ταύτης και της κιβωτού του ημετέρου έθνους».

Δυό μήνες μετά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος μιλώντας στην Ιεραρχία εξέφραζε την υποστήριξή της Εκκλησίας στο έργο της «ανορθώσεως» του έθνους και τις ευχαριστίες της για την βοήθεια που της προσέφερε το δικτατορικό καθεστώς: «Ο ευσεβέστατος ημών Άναξ και η Εθνική Κυβέρνησις ήτις από έτους και πλέον ανέλαβε την γενικήν του Κράτους ανόρθωσιν και επετέλεσε τόσα μεγάλα έργα, δεικνύουσι πάσαν αγαθήν διάθεσιν υπέρ της Εκκλησίας».

Τις ίδιες μέρες ο «Γρηγόριος ο Παλαμάς», όργανο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης υμνεί το βασιλιά και  το δικτάτορα που έσωσαν τη χώρα από τα αστικά κόμματα που είχαν περιέλθει σε τέτοια ηθική έκπτωση που ερωτοτροπούσαν και υπέγραφαν μυστικά σύμφωνα με τον κομμουνισμό (αναφέρεται στο γνωστό σύμφωνο Σοφούλη -Σκλάβαινα ): «Η κατάστασις, ήτις από της 4 π. Αυγούστου τη εγκρίσει του Βασιλέως διεμορφώθη δια της κηρύξεως του Στρατ. Νόμου καθ’ άπασαν την Χώραν, δια της διαλύσεως της Βουλής και της συγκεντρώσεως ολοκλήρου της εξουσίας εις τας χέιρας του αρχηγού της Κυβερνήσεως, εξελίσσεται μετά περιεσκεμένης γοργότητος, περισυλλέγουσα ότι διεσκόρπισε και ανορθούσα ότι κατέρριψεν η αντιπατριωτική ασυνειδησία των κομμάτων, τα οποία είχον περιέλθει εις τοιαύτην ηθικήν έκπτωσιν, ώστε, άλλα μεν ερωτοτρόπουν, άλλα δε υπέγραφον σύμφωνα με τους εχθρούς του πολιτισμού και τους ανατροπείς της κοινωνίας (…) Άς έχη δόξαν ο Θεός, ο οποίος ελύτρωσε πάλιν εκ των επικειμένων δεινών και ηλευθέρωσεν εκ παντοίων κινδύνων την Πατρίδα μας».

Με το πνεύμα αυτό με εντολή της Ιεράς Συνόδου καθιερώθηκε η τέλεση δοξολογιών σε όλους τους ναούς της χώρας στις επετείους της 4ης Αυγούστου και στις ονομαστικές εορτές του βασιλιά και του δικτάτορα…

Το κάψιμο των βιβλίων και η Εκκλησία

Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν η εξαφάνιση κάθε προοδευτικού βιβλίου. Έτσι οργάνωσε, στα πρότυπα των ανάλογων τελετών των γερμανών ναζί, το κάψιμο βιβλίων που είχαν κατασχεθεί σε βιβλιοπωλεία, εκδοτικούς οίκους ακόμη και σε σπίτια συλληφθέντων από τις υπηρεσίες Ασφαλείας.
Στο «πανηγυρικό» κάψιμο των βιβλίων πήραν μέρος μέλη των διαφόρων φασιστικών οργανώσεων αλλά και λούμπεν στοιχεία των μεγαλουπόλεων.
Στις πυρές που στήθηκαν σε δημόσιους χώρους κάηκαν εκατοντάδες τόμοι με έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων όπως του Μπέρναρ Σω, του Μαξίμ Γκόρκυ, του Χάινε, του Φρόυντ, του Στέφαν Τσβάιχ, του Ανατόλ Φρανς, του Ντοστογιέφσκι, του Γκαίτε, του Φίχτε, του Δαρβίνου, του Τολστόι. Κάηκαν ακόμη έργα του Μάρξ, του Ένγκελς και του Λένιν. 
Στην πυρά ρίχτηκαν και έργα Ελλήνων συγγραφέων κάθε άλλο παρά αντιπάλων της θρησκείας (όπως βιβλία του Καρκαβίτσα) ακόμη και έργα του Παπαδιαμάντη που μέσα στο σωρό και στη διάρκεια των συλλήψεων μάζεψαν οι «διανοούμενοι» της Ασφάλειας του καθεστώτος. Αυτές οι ιεροεξεταστικές συγκεντρώσεις οργανώνονταν βραδυνές ώρες και η προπαγάνδισή γινόταν μέσα από τον ελεγχόμενο Τύπο. Επίσης στα σχολεία απαγορεύτηκε η διδασκαλία του Επιταφίου του Περικλή, της Πολιτείας του Πλάτωνα  και της Αντιγόνης του Σοφοκλή. Συνολικά απαγορεύθηκαν 445 βιβλία.


Η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντέδρασε σ' αυτές τις ιεροεξεταστικές πρακτικές που γύριζαν τη χώρα στο Μεσαίωνα αλλά βρέθηκαν και λαϊκά στελέχη της που ζητούσαν να ριφθούν στην πυρά και άλλα βιβλία «βλασφήμων» και «αθέων συγγραφέων».

Το Δεκέμβριο του 1936 ο διευθυντής του περιοδικού της μητρόπολης Θεσσαλονίκης «Γρηγόριος ο Παλαμάς», συνταγματάρχης ε.α. Γεώργιος Σ. Ανδρεάδης όχι μόνο επαίνεσε το κάψιμο των βιβλίων αλλά επέμενε πως μαζί με τα άλλα έπρεπε να καεί και το βιβλίο του πρύτανη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Αβροτέλη Ελυθερόπουλου «Οικονομία και Φιλοσοφία.- Ανάλυσις του βίου των Ελλήνων και των γερμανορωμαϊκών εθνών».
«Έπρεπε», έγραφε ο Ανδρεάδης, «να καεί το σύγγραμμα αυτό μαζί με τα επικίνδυνα αριστερά βιβλία, τα περισσότερα των οποίων θα περιείχον ολιγωτέρας διαστροφάς, ολιγωτέρας ψευδολογίας, ολιγωτέρους αριστερισμούς από το σύγγραμμα του Ελευθερόπουλου».

Αλλά ακόμη και όταν ο Μεταξάς κατήργησε ουσιαστικά την Πρωτομαγιά, μετατρέποντάς την σε μια απλή δοξολογία του «πρώτου εργάτου» της χώρας, η «Εκκλησία» έσπευσε να εκφράσει τον ενθουσιασμό της και να το χαρακτηρίσει «ευλογία Θεού»: «η ημέρα της άλλοτε γενικής ανησυχίας εκ του φόβου διαταράξεως της τάξεως υπό της μερίδος  εκείνης του εργατικού κόσμου, ήτις παρασυρομένη υπό των εκμεταλλευτών αυτού, εχρησιμοποίει αυτήν, ως πολεμικόν κατά του κρατούντος σύμβολον, μετεβλήθη εφέτος ως διά μαγείας εις ειρηνικότατον πανηγυρισμόν της αξίας της εργασίας, χάρις εις το νέον πνεύμα το οποίον πνέει ανά την Ελλάδα από του παρελθόντος Αυγούστου (…) Ούτω ευλογία Θεού διάχυτος  εις πάντα  τα κοινωνικά στρώματα διεδηλώθη και η ειρήνη δια της προς άλληλα εργατικής αλληλεγγύης οριστικώς επαγιώθη εν τη ελληνική κοινωνία».

 Η «πάλη κατά του κακού»

Όμως και ο δικτάτορας έκανε φανερό από την πρώτη στιγμή το πόσο υπολόγιζε στην Εκκλησία. Απευθυνόμενος στον μητροπολίτη Ιωαννίνων τον Ιούνιο του 1937 είπε: «Δύνασθε να είσθε βέβαιος ότι η 4η Αυγούστου αποβλέπει εις την Ελληνικήν Εκλησίαν, ως ένα κύριον παράγοντα της εξωτερικής ψυχικής ενδυναμώσεως του Έθνους και της ανυψώσεως αυτού. Κατόπιν τούτου δύνασθε να είσθε βέβαιος ότι δεν θα παραβλέψωμεν τίποτε από εκείνα , τα οποία δύνανται να δοθούν εις την Εκκλησίαν, δια να έχη τα μέσα του αγώνος και της πάλης εναντίον του κακού (…) Το έργον το οποίον ανέλαβον, και δια το οποίον φέρω πλήρη την ευθύνην, όχι μόνον απέναντι του Ελληνικού Λαού, όχι μόνον απέναντι του Βασιλέως, αλλά και απέναντι του Θεού, θα το φέρω εις πέρας».

Και δεν έμεινε στα λόγια, αλλά προχώρησε και στην ικανοποίηση βασικών αιτημάτων της Εκκλησίας όπως ήταν η κατάργηση της μικτής φοίτησης στα σχολεία. Η κατάργηση ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 1937 και χαιρετίστηκε με ενθουσιώδη σχόλια από τα εκκλησιαστικά έντυπα. Παράλληλα έδωσε μια σειρά προνόμια στους μητροπολίτες (απόλυτος έλεγχος των εκκλησιαστικών συμβουλίων, φορολογικές απαλλαγές, κ.α).

«Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια»

Ο δικτάτορας όπως δείχνουν και αυτά που έγραφε στο ημερολόγιό του ήταν ένας βαθύτατα θρησκευόμενος άνθρωπος. Η Θρησκεία, η Ορθόδοξη Εκκλησία έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Και ως «εθνικός κυβερνήτης» πίστευε ότι η Εκκλησία μπορεί και πρέπει να αποτελεί μαζί με την Πατρίδα και την Οικογένεια βασικό παράγοντα και συντελεστή του «ανώτερου πολιτισμού» που ευαγγελιζόταν το καθεστώς του. 
Ακόμη θεωρούσε ότι η οικογένεια και η θρησκεία έπρεπε να αποτελέσουν τον ισχυρότερο ανασχετικό παράγοντα απέναντι στις υλιστικές ιδέες και τον κομμουνισμό.

Είναι ενδεικτικά αυτά που είπε, αναλύοντας τα καθήκοντά τους στους εκπαιδευτικούς της Θεσσαλονίκης, στις 28 Οκτωβρίου 1936: «Εκείνο που θέλω είναι να πιστεύουν  εις την ανωτέραν δύναμιν του Θεού και να υποτάσσωνται εις αυτήν. Θέλω να ζήσουν σαν Έλληνες Χριστιανοί. Δεν ημπορείτε Έλληνες εκπαιδευτικοί που εργάζεσθε προ παντός εις τα σχολεία της στοιχειώδους και μέσης εκπαιδεύσεως να είσθε ουδέτεροι και αδιάφοροι προς την θρησκείαν και να λέτε δεν μας ενδιαφέρει η θρησκεία, γιατί το παιδί όταν μεγαλώση θα διαλέξη όποια θρησκεία θέλει. Αυτό καθαρά είναι μια προσπάθεια να κάμετε τα παιδιά άθεα για να τους δώσετε για σημαίαν τον αθεϊσμόν». Και το σχόλιο της «Εκκλησίας»: «Ο κ. Πρωθυπουργός ταύτα διακηρύττων προς τους διδασκάλους, προσφέρει μεγάλην υπηρεσίαν και εις το Έθνος αλλά και εις αυτήν την Εκπαίδευσιν».

 Επιστήμη και Πίστη

Στις 20 Νοεμβρίου 1937 ο Μεταξάς μίλησε στους φοιτητές και τους κάλεσε να μην περιορίζονται στις επιστημονικές γνώσεις αλλά να θέτουν ως βάση τους την θρησκευτική πίστη: «…Αλλά εάν δια των μεθόδων αυτών των επιστημονικών αναζητείτε την αλήθειαν, κάμνετε μίαν προσπάθειαν μέσα σας, την οποίαν ουδεμία εμπειρία σας την παρέχει, ουδείς ορθολογισμός την αποδεικνύει, την προυπόθεσιν ότι υπάρχει αλήθεια την οποία αναζητείτε. Και αυτή είναι ζήτημα πίστεως θρησκευτικής. Επί της βάσεως αυτής, της τοιαύτης πίστεως, οικοδομείται ολόκληρον το επιστημονικόν οικοδόμημα διά των μεθόδων, των ακριβών, των επιστημονικών μεθόδων. Εάν δεν έχετε μέσα σας μίαν τοιαύτην πίστιν δεν ημπορείτε να γίνετε πραγματικοί επιστήμονες. Πώς θα αναζητείτε  πράγμα που δεν πιστεύετε ότι υπάρχει;».

Σε άλλους λόγους αναφερόταν αναλυτικά  αναλυτικά στο ρόλο της Εκκλησίας για τη διαπαιδαγώγηση της νέας γενιάς έτσι ώστε να μην επηρεάζεται από άλλα κινήματα νεολαίας. Παράλληλα επέμενε και στην στάση που θα έπρεπε να τηρούν οι γονείς αναλαμβάνοντας και τις σχετικές ευθύνες: «Επομένως πώς είναι δυνατόν να σκέπτονται (οι γονείς) ότι στην ανατροφή των παιδιών δεν είναι δυνατόν να λάβουν μέρος άλλοι; Αυτό είναι σφάλμα τεράστιο (….) Τώρα, πώς θα λυθούν τα ζητήματα αυτά; Ποίαι είναι οι δυνάμεις μέσα στην κοινωνία αι οποίαι δρώσιν; Δύο είναι αι δυνάμεις αυταί. Η Πολιτεία, το Κράτος δηλαδή, και η Εκκλησία (….) Δεν γενάται ζήτημα κατά πόσον η Εκκλησία έχει δικαίωμα να ενδιαφερθή επί της αγωγής των παιδιών».

 Η ΕΟΝ  «Οργάνωσις χριστιανική»

Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε στο ρόλο της οργάνωσης νεολαίας του καθεστώτος, της ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωσις Νεολαίας), που χαρακτηριζόταν από τον ίδιο τον Μεταξά «οργάνωσις χριστιανική, διότι αυτή είνε η θρησκεία με την οποίαν το Έθνος μας είναι από αιώνων στενώτατα συνδεδεμένον». Οργάνωση χριστιανική με «Θεόπνευστο αρχηγό» όπως ανέφερε ένα μικρό προπαγανδιστικό κείμενο της Επιτροπής Διαφωτίσεως της ΕΟΝ για τα καθήκοντα και τις ευθύνες των νεαρών φαλαγγιτών.

Το περιοδικό της ΕΟΝ «η Νεολαία» οριζόταν στο εξώφυλλό του ως «όργανον πνευματικής θρησκευτικής-κοινωνικής και πολιτικής αγωγής» και σε κείμενα που δημοσιεύονταν σ αυτό τονιζόταν ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Θρησκείας, πάντα  σε στενή σύνδεση με την έννοια της Πατρίδας.

Αλλά και από την πλευρά της Εκκλησίας η στήριξη στο έργο της ΕΟΝ ήταν ολόπλευρη. Στις 11 Ιουλίου 1939 η Ιερά Σύνοδος εξέδωσε εγκύκλιο «όπως διαφωτισθή ο Ιερός Κλήρος και οι Μοναχοί περί του θεσμού και του έργου της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας (ΕΟΝ)». Στην εγκύκλιο περίσσευαν τα επαινετικά λόγια για τη φασιστική νεολαία του καθεστώτος: «Θεία συνάρσει το ενσαρκώσαν τα ιδανικά του Έθνους Νέον Εθνικόν Κράτος, ωργάνωσε την Εθνικήν Νεολαίαν, εχειραγώγησεν αυτήν εις τον στίβον του εθνικού ενδιαφέροντος και της εθνικής δράσεως  και έδωκεν εις αυτήν τας νέας κατευθύνσεις της θρησκευτικής και ηθικής πνευματικής αναπτύξεως, επί τη βάσει των αιωνίων αξιών της χριστιανικής πίστεως, του Εθνικού ημών Κυβερνήτου αναλαβόντος προσωπικώς την αρχηγίαν αυτής, αποτελούσης την ψυχήν του Έθνους».


Οι ασφαλίτες και ο νέος αρχιεπίσκοπος

Εκτιμώντας το ρόλο της Εκκλησίας ο Μεταξάς την ήθελε και απόλυτα ελεγχόμενη από αυτόν. Και όταν εμφανίστηκε ο κίνδυνος απώλειας αυτού του ελέγχου, όχι από προοδευτικούς μητροπολίτες που ασφαλώς και δεν υπήρχαν αλλά έστω από το άλλο κέντρο εξουσίας της εποχής, τα Ανάκτορα, παρενέβη αμέσως χρησιμοποιώντας όλους τους μηχανισμούς που είχε στη διάθεσή του, ακόμη και τους πράκτορες του διαβόητου υφυπουργού Ασφαλείας Κώστα Μανιαδάκη. Αυτό έγινε το 1938 όταν προέκυψε θέμα εκλογής νέου  αρχιεπισκόπου.

Στις 11 Οκτωβρίου 1938 ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος εισήχθη στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού «ένεκα ανεπάρκειας της καρδιάς και υπερκοπώσεως» όπως ανέφεραν τα ιατρικά ανακοινωθέντα. Το γεγονός αυτό λειτούργησε ως καταλύτης στους κόλπους της Ιεραρχίας για να ξεκινήσει ένας άγριος και σκληρός προεκλογικός αγώνας για την διαδοχή μεταξύ του μητροπολίτη Κορινθίας, Δαμασκηνού Παπανδρέου, και του αποκρισσάριου του Οικουμενικού Πατριαρχείου μητροπολίτη Τραπεζούντος, Χρύσανθου Φιλιππίδη.   Παράλληλα, μια ανοιχτή σύγκρουση ξέσπασε μέσα στην κυβέρνηση.

Από την μια πλευρά ήταν ενεργούμενα της Βασιλικής Αυλής, με τους υπουργούς Παιδείας Κ. Γεωργακόπουλο (πολιτευτής του Λαϊκού Κόμματος που θα γίνει μετά τον πόλεμο πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού και υπηρεσιακός πρωθυπουργός στις εκλογές του 1958), Διοικήσεως Πρωτευούσης Κ. Κοτζιά και Σιδηροδρόμων Γ. Σπυρίδωνος που υποστήριζαν τον μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνό Παπανδρέου ο οποίος είχε συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη στην Ιεραρχία, ως οικονομικός επίτροπος της Εκκλησίας, από το 1936. Όμως για τον Μεταξά παρέμενε ο βενιζελικός που είχε εκλεγεί στην μητρόπολη Κορινθίας μετά το Κίνημα  του Πλαστήρα το 1922.

Από την άλλη πλευρά ήταν οι υφυπουργοί Τύπου Θεολόγος Νικολούδης και Ασφάλειας Κώστας  Μανιαδάκης που υποστήριζαν τον μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο Φιλιππίδη, ένα από τους σημαντικότερους ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οπαδό της Μεγάλης Ιδέας και βασιλόφρονα που ζούσε εξόριστος στην Αθήνα μετά την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών.

Αρχικά ο Μεταξάς, παρά την αντιπάθειά του για τον «βενιζελογενή» Δαμασκηνό κράτησε ουδέτερη στάση. Όμως μετά τις 22 Οκτωβρίου όταν πέθανε ο Χρυσόστομος οι ζυμώσεις και αντιπαραθέσεις πήραν άγρια μορφή. Από εκείνη τη στιγμή ο Μεταξάς αρχίζει να καταλαβαίνει ότι το παιχνίδι ξεφεύγει από τον έλεγχό του και να υποψιάζεται ότι υπουργοί του τον αμφισβητούν ανοιχτά συνωμοτώντας με κύκλους των ανακτόρων για την εκλογή του Δαμασκηνού. Οι υποψίες γίνονται φόβοι που θα επιβεβαιωθούν με την εκλογή του Δαμασκηνού. Και τότε θα έρθει η ώρα της ωμής παρέμβασης στα εσωτερικά της Εκκλησίας.

Τον πρώτο γύρο της αναμέτρησης τον κέρδισαν οι υποστηρικτές του Δαμασκηνού. Στις 5 Νοεμβρίου η Ιεραρχία εξέλεξε αρχιεπίσκοπο τον μητροπολίτη Κορινθίας που έλαβε  31 ψήφους έναντι 30 που έλαβε ο Χρύσανθος. Η ψήφος που έκρινε το αποτέλεσμα ανήκε στον μητροπολίτη Δριυνουπόλεως Ιωάννη ο οποίος είχε καταδικασθεί από πρωτοβάθμιο συνοδικό δικαστήριο σε έκπτωση από το θρόνο του για «σιμωνιακές» χειροτονίες (χρηματισμός), παράνομες μεταθέσεις κ.λπ. και η υπόθεσή του εκκρεμούσε στο δευτεροβάθμιο  δικαστήριο. Ο Μεταξάς αισθάνθηκε προδομένος όπως δείχνουν κι οι οργισμένες εγγραφές στο ημερολόγιό του.

 Οι υποκλοπές του Μανιαδάκη

Στη σύγκρουση με τους ανθρώπους των ανακτόρων χρησιμοποιούνται όλα τα μέσα. Επιστρατεύονται ακόμη και οι πράκτορες του Μανιαδάκη που παρακολουθούν τα τηλέφωνα του υπουργού Παιδείας. Στο ημερολόγιό του ο Μεταξάς αναφέρει « … Και είχα στα χέρια μου τα δελτία της Αστυνομίας και συνομιλίες του στα τηλέφωνα. Είχα χάσει το κύρος μου».

Ο δικτάτορας περνά στην αντεπίθεση. Όπλο του το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις ανάμιξης της Πολιτείας στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Έγραψε στο ημερολόγιό του. «Ευρήκα το ασθενές σημείο σε όλη αυτή την καλά ετοιμασμένη συνωμοτική επίθεση. Και τους επήγα στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Εκεί είδα τι είχε προετοιμασθή εναντίον μου και τι εκινδύνευσα. Αλλά η υπόθεσις ετράβηξε με καλή τέχνη και πάλι εκερδήθηκε, όχι με ευκολία!…».

Όλα έγιναν με μεγάλη ταχύτητα. Τρεις μητροπολίτες- οι Φθιώτιδος Αμβρόσιος, Μυτιλήνης Ιάκωβος και Σισσανίου  Ειρηναίος – κατέθεσαν προσφυγή με κύριο επιχείρημα την συμμετοχή στην εκλογή του μητροπολίτη Δριυνουπόλεως. Η Ολομέλεια του ΣτΕ συνήλθε στις 16 Νοεμβρίου, ένδεκα ημέρες μετά την εκλογή του Δαμασκηνού και στις 21 του ίδιου μήνα αποφάσισε με ψήφους 8 υπέρ και 7 κατά την ακύρωση της εκλογής. Μετά την απόφαση εξαναγκάστηκε  σε παραίτηση ο υπουργός Παιδείας και κυριότερος υποστηρικτής  του Δαμασκηνού Κ. Γεωργακόπουλος και το  υπουργείο το ανέλαβε ο ίδιος ο Μεταξάς ο οποίος έσπευσε να δηλώσει στις 27 Νοεμβρίου: «Θα επαναφέρω την τάξιν εις την Εκκλησίαν ήτις διεσαλεύθη κατ αυτάς, κατά τρόπον οριστικόν χωρίς τας μέχρι τούδε ανωμαλίας»

 Η δοκιμασμένη συνταγή

Υπέρ της εγκυρότητας της εκλογής του Δαμασκηνού είχαν παρέμβει στο Συμβούλιο της Επικρατείας πολλοί  μητροπολίτες. Έτσι ο Μεταξάς φοβούμενος  ότι μια νέα σύγκληση της Ιεραρχίας θα οδηγούσε σε εκ νέου εκλογή του μητροπολίτη Κορινθίας, εξέδωσε  Αναγκαστικό Νόμο.

Ο Δαμασκηνός, που τον βλέπουμε στη φωτογραφία δίπλα στον Τσόρτσιλ και τον Πλαστήρα, μετά την απελευθέρωση, ήταν ο εκλεκτός των Ανακτόρων. 

Με το νόμο αυτό ανατράπηκε  το μέχρι τότε ισχύον καθεστώς και το έργο της εκλογής ανατέθηκε σε μικρή Σύνοδο από 12 αρχιερείς. Η συνταγή της μικρής ή Αριστίνδην Συνόδου για την εκλογή αρχιεπισκόπου χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες ανώμαλες καταστάσεις με τελευταία αυτή της απριλιανής δικτατορίας.
Η μικρή Σύνοδος είχε δικαίωμα να προτείνει τρία ονόματα από τα οποία ο βασιλιάς θα επέλεγε το ένα μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου. Ο τότε γενικός διευθυντής Θρησκευμάτων Λεωνίδας Φιλιππίδης που εκτελούσε χρέη βασιλικού επιτρόπου απαγόρευσε στους 12 μητροπολίτες να αναγράψουν στο «τριπρόσωπο» το όνομα του Δαμασκηνού και έτσι στις 10  Δεκεμβρίου ο Χρύσανθος εξασφάλισε 11 ψήφους και όπως ήταν αναμενόμενο επελέγη από το βασιλιά και ανέβηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

Ο Δαμασκηνός αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ανάδειξη του Χρύσανθου και επέμενε ότι αυτός είναι ο κανονικός αρχιεπίσκοπος. Η δικτατορία αντέδρασε στην άρνηση του Δαμασκηνού να αναγνωρίσει τα τετελεσμένα διατάσσοντας τον εγκλεισμό του στη μονή Φανερωμένης της  Σαλαμίνας όπου παρέμεινε φρουρούμενος από χωροφύλακες μέχρι την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα.

 Η κατοχή τα αλλάζει όλα

Επί δυόμιση χρόνια ουδείς πολιτικός και εκκλησιαστικός παράγων αμφισβήτησε την κανονικότητα της εκλογής του Χρύσανθου Φιλιππίδη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Όμως, όλα άλλαξαν  με την γερμανική επίθεση τον Απρίλιο του 1941. Μπροστά στην ραγδαία γερμανική προέλαση βασιλιάς και κυβέρνηση εγκατέλειψαν τη χώρα. Ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος παρέμεινε στη θέση του. Και όταν δέχθηκε την πρώτη κρούση να συνεργαστεί με τους κατακτητές και να ορκίσει τον πρώτο δοσίλογο πρωθυπουργό στρατηγό Τσολάκογλου απάντησε αρνητικά.

Η τύχη του Χρύσανθου είχε πλέον πλέον κριθεί. Η απομάκρυνσή του ήταν θέμα ημερών. Ο Δαμασκηνός που βρισκόταν υπό περιορισμό και με αστυνομική φρουρά στο μοναστήρι της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα επέστρεψε στην Αθήνα και ο καθηγητής της Ιατρικής Σχολής Κ. Λογοθετόπουλος υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Τσολάκογλου και στη συνέχεια δεύτερος κατοχικός πρωθυπουργός, μαζί με τον διορισμένο κυβερνητικό επίτροπο της Ιεράς Συνόδου Δ. Πετρακάκο προωθούν τα Διατάγματα για την επάνοδο του στην κορυφή της Εκκλησίας. Η συνταγή ήταν περίπου η ίδια αλλά αυτή τη φορά ο ευνοούμενος ήταν άλλος .

Η Σύνοδος ακύρωσε όλες τις προηγούμενες πολιτικές και εκκλησιαστικές πράξεις και στις 6 Ιουλίου ο Δαμασκηνός εγκαταστάθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Συνεργάσθηκε και με τους κατακτητές για να γίνει μετά την απελευθέρωση αντιβασιλιάς και για ένα διάστημα και πρωθυπουργός..

Πηγή: Γιώργος Καραγιάννης - "Ημεροδρόμος"
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger