{[['']]}
Από το βιβλίο «Λαϊκή βία στην προεπαναστατική Ρωσία»
Για τον Λένιν, ηγέτη της μπολσεβίκικης φράξιας των σοσιαλδημοκρατών, η «σωστή θέση» πάνω στο θέμα του τερρορισμού δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να διευθετηθεί άπαξ και δια παντός. Η θέση του διέφερε αναλόγως των αλλαγών στους πολιτικούς του στόχους και προτεραιότητες. Ως εκ τούτου, το 1902 κατακεραύνωνε τους εσέρους που υπερασπίζονταν τον τερρορισμό «...η αχρηστία του οποίου, τόσο καθαρά αποδεικνύεται από την εμπειρία του ρώσικου επαναστατικού κινήματος».
Τον προηγούμενο μόλις χρόνο δήλωνε πως το κόμμα του «...ποτέ δεν απέρριψε τον τερρορισμό ως αξία, ούτε και μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο». Πριν το ξέσπασμα του Ι905,οΛένιν επέμενε στις παλαιότερες θεωρητικές απόψεις του και χαρακτήριζε κάθε τερροριστικη δράση ως «...ασύμφορο μέσο αγώνα», απορρίπτοντάς την αναλόγως των συγκυριών, «...αναμένοντας μια αλλαγή των συνθηκών».
Μια σειρά δεδομένων ανάγκασε τον Λένιν να λάβει μια τελική στάση. Πρώτον, δε μπορούσε παρά να αναγνωρίσει το γεγονός πως οι εσέρικες και οι αναρχικές τερροριστικές τακτικές ήταν σαφώς αποτελεσματικότερες στην αποσταθεροποίηση του καθεστώτος, σπέρνοντας το φόβο και τη σύγχυση στις αρχές. Ο Λένιν θα έπρεπε επίσης να παραδεχτεί τη βασιμότητα της εσέρικης άποψης πως η τερροριστική δράση μπορούσε να αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στη ριζοσπαστικοποίηση της αγροτιάς και του προλεταριάτου.
Επιπλέον, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν το 1905, με το χάος να απλώνεται -εκτός ελέγχου τόσο από την εξουσία, όσο όμως και από τους επαναστάτες ηγέτες-, ο Λένιν αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα του να στρέψει το «αναπόφευκτα αντάρτικο» προς όφελος του κόμματός του και της επανάστασης -έτσι όπως τουλάχιστον αυτός την αντιλαμβανόταν-. Ακόμα και σε θεωρητικά επίπεδο, η τερροριστική δράση φαινόταν περισσότερο δικαιολογημένη σε μια στιγμή που λάμβανε τεράστιες διαστάσεις και αφορούσε κυριολεκτικά κάθε κοινωνικό στρώμα.
Δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπίζεται ως μέσο ατομικής διαμαρτυρίας, αλλά ως στοιχείο της μαζικής εξέγερσης κατά ολόκληρης της κοινωνικοπολιτικής τάξης. Για τον Λένιν ήταν επίσης πολύ σημαντικό πως «...ο παραδοσιακός ρώσικος τερρερισμός ήταν δουλειά συνωμοτούν των διανοούμενων, ενώ μετά το I905 οι εργάτες έγιναν οι βασικοί του θιασώτες».
Με αυτές τις θεωρήσεις κατά νου, ο Λένιν επιτέλους σύνθεσε τις απόψεις του. Στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, ο τερρορρισμός ήταν κατάλληλος για τους επαναστατικούς σκοπούς, στο βαθμό «...ήταν ικανός να διαχέεται μέσα στο μαζικό κίνημα». Αυτή η θέση ουσιαστικά δε διέφερε από την αντίστοιχη των εσέρων που διακήρυσσε: «.. .καλούμε σε τερρορισμό, όχι αντί της δουλειάς στις μάζες, αλλά προς όφελος αυτής και παράλληλά της». Τώρα που ο καιρός ήταν πια ώριμος, ο Λένιν κάλεσε «...στα πλέον ριζοσπαστικά μέσα, ως τα μοναδικά επαρκή». Δεν απέκλειε την αποκεντρωμένη τερροριστική δράση, συνηγορώντας στο σχηματισμό ένοπλων ομάδων που «...θα διαφέρουν σε μέγεθος, ξεκινώντας ακόμα και από 2-3 άτομα, αυτοοπλισμένων με κάθε μέσο που τους είναι διαθέσιμο». Αυτές οι ομάδες «...πρέπει άμεσα να πάρουν εκπαίδευση μάχης και να αναλάβουν επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με μια από τις πιο στενές συνεργάτιδές του, την Έλενα Στάσοβα, ο Λένιν μετατράπηκε σε «... εξτρεμιστή παρτιζάνο του τερρορισμού». Ήδη από τον Οκτώβρη του 1905, ανοιχτά καλούσε τους οπαδούς του κόμματος να εκτελούν χαφιέδες, αστυνομικούς, κοζάκους και μέλη των Μαύρων Εκατονταρχιών, να ανατινάζουν τις εγκαταστάσεις τους και τα αστυνομικά τμήματα, να ρίχνουν οξέα στους αστυνομικούς. Παρέμενε όμως ανικανοποίητος και σε επιστολή του στην κομματική επιτροπή της Πετρούπολης τους επέπληττε: «Με φρίκη, με πραγματική φρίκη, βλέπω πως εδώ και μισό χρόνο μιλάμε για βόμβες, χωρίς να έχετε βάλει ούτε μία».
Ανυπόμονος για άμεση δράση, ο Λένιν έπαιρνε αναρχίζουσες θέσεις για να αντικρούσει τους συντρόφους του: «...όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με περηφάνια “δεν είμαστε αναρχικοί, ούτε κλέφτες και ληστές, είμαστε υπεράνω, απορρίπτουμε την αντάρτικη δράση”, ρωτώ τον εαυτό μου: “αυτοί οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι τους γίνεται;”». Τελικά, τον Αύγουστο του 1906, η επίσημη θέση των μπολσεβίκων εκφράστηκε μέσω του έντυπου οργάνου τους, του «Προλετάριου». Συμβούλευαν τις ομάδες μάχης «...να τερματίσουν την απραξία τους και να αναλάβουν μια σειρά αντάρτικων ενεργειών με στόχο τη μίνιμουμ καταστροφή της προσωπικής ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών και τη μάξιμουμ καταστροφή της προσωπικής ασφάλειας των χαφιέδων, των ενεργών μελών των Μαύρων Εκατονταρχιών, των υψηλόβαθμων αξιωματούχων της αστυνομίας, του στρατού, του ναυτικού και ούτω καθ’ εξής».
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η ανησυχία του Λένιν περί μπολσεβίκικης τερροριστικής απραξίας, ήταν αβάσιμη. Οι οπαδοί του σε όλη τη χώρα ήταν αναμεμειγμένοι σε αναρίθμητα περιστατικά βίας. Αυτά τα τερροριστικά ξεσπάσματα ήταν κατά βάση ανεξέλεγκτα από την κομματική ηγεσία, η οποία ήταν αποκομμένη από την πραγματική δράση, κι έτσι αυτές οι ενέργειες είχαν ελάχιστη σύνδεση με τους ευρύτερους πολιτικούς σκοπούς του κόμματος ή την άμεση στρατηγική του.
Επιπλέον, αυτές οι ενέργειες σπάνια αναφέρονταν στα κομματικά επιτελεία, κεντρικά ή περιφερειακά. Στην πραγματικότητα, καθώς οι μπολσεβίκοι δε διέθεταν κάποιο επίσημο όργανο επιφορτισμένο αποκλειστικά με τον τερρορισμό, -κατά το πρότυπο της εσέρικης Οργάνωσης Μάχης- η τερροριστική δραστηριότητά τους λάμβανε έναν αναρχίζοντα χαρακτήρα. Ο μπολσεβίκικος τερρορισμός χτυπούσε μια ποικιλία στόχων, αλλά οι πιο κοινοί ήταν οι ύποπτοι για χαφιεδισμό και προδοσία.
Ενώ η φυσική εξάλειψη χαφιέδων θεωρείτο απαραίτητη για την εκκαθάριση των επαναστατικών γραμμών από άτομα που έθεταν σε κίνδυνο την ομάδα, άλλες τερροριστικές ενέργειες είχαν την εκδίκηση ως κεντρικό κίνητρο. Αυτό π.χ. συνέβαινε με την εκτέλεση δήμιων φυλακών, υπεύθυνων για την επιβολή της θανατικής ποινής σε επαναστάτες κρατούμενους. Οι μπολσεβίκοι εκτελεστές μιας τέτοιας ενέργειας δε θα μπορούσαν φυσικά να περιμένουν πως έτσι θα απέτρεπαν μελλοντικές εκτελέσεις συντρόφων τους.
Οι μπολσεβίκοι ήταν υπεύθυνοι για πολλές παρόμοιες πράξεις εκδίκησης με στόχο αστυνομικούς και κοζάκους, που είχαν έρθει σε αιματηρή αντιπαράθεση με επαναστάτες. Η εκδίκηση και η προσπάθεια εξουδετέρωσης των αντιπάλων τους έστρεψε τη βία των μπολσεβίκων και κατά διαφόρων συντηρητικών στοιχείων του πληθυσμού.
Αυτό ήταν το κίνητρο στις 27 Γενάρη 1906 όταν, κατ’ απόφαση της Επιτροπής Πετρούπολης, μια ομάδα μάχης των μπολσεβίκων επιτέθηκε στην ταβέρνα Τβερ, στέκι των εργατών ναυπηγείων, που ήταν μέλη της μοναρχικής Ένωσης του Ρώσικου Λαού. Τριάντα περίπου θαμώνες δέχτηκαν τρεις βόμβες από τους τερροριστές, κι όταν προσπάθησαν να βγουν από την ταβέρνα, δέχτηκαν τα πυρά των όπλων των μπολσεβίκων. Δύο πέθαναν, είκοσι τραυματίστηκαν και οι δράστες διέφυγαν. Αρκετοί από τους διασωθέντες θα εκτελεστούν αργότερα.
Παρομοίως, στην πόλη Εκατερίνμπουργκ των Ουραλίων, μέλη της μπολσεβίκικης ομάδας μάχης, που καθοδηγούνταν από τον Ιακώβ Σβέρλντοφ, επίμονα τρομοκρατούσαν τα μέλη των Μαύρων Εκατονταρχιών, σκοτώνοντας όσους περισσότερους τσαρικούς μπορούσαν.
Παράλληλα με τις εκτελέσεις ως μέσο εξολόθρευσης των υποστηρικτών του τσαρικού καθεστώτος, οι μπολσεβίκοι επιδίωκαν επίσης να ενσπείρουν τη σύγχυση και τον πανικό στις αρχές, υποβαθμίζοντας έτσι την ικανότητά τους να αμυνθούν στην εξαπλούμενη βία. Οι εξτρεμιστές αντιμετώπιζαν ανηλεώς τους στόχους τους, από επιθεωρητές εργοστασίων, μέχρι αστυνομικούς διαφόρων βαθμών. Σχολιάζοντας αυτές τις τερροριστικές επιθέσεις, κάποιοι μπολσεβίκοι δε μπορούσαν παρά να επισημάνουν την «καταστροφική φύση της βίας για τη βία»: «...το φθινόπωρο του 1907, μάχιμοι νέοι έχασαν τον έλεγχο και άρχισαν να ολισθαίνουν προς τον αναρχισμό, σκοτώνοντας φύλακες, αστυνομικούς και χωροφύλακες. Σε πυρετώδη κατάσταση, πίστευαν πως ήταν αναγκαίο το να δράσουν».
Δύο μπολσεβίκοι τερροριστές «...παρακολουθούσαν τους κοζάκους, απλά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να διασκεδάσουν με τις βόμβες τους. Οι κοζάκοι ωστόσο πορεύονταν σε φάλαγγα κατά άντρα, κάνοντας έτσι τις γραμμές τους λιγότερο ευάλωτες σε επιθέσεις. Έτσι οι δύο μαχητές έριξαν τις βόμβες τους σε στρατώνα της αστυνομίας, διασκεδάζοντας με το θέαμα που ακολούθησε: όταν τα αναμμένα φυτίλια σφύριζαν, οι αστυνομικοί πηδούσαν από τα παράθυρα».
Η απόφαση για μια εκτέλεση συχνά προέκυπτε αυθόρμητα από κάποιο κομματικό μέλος, χωρίς τη συγκατάθεση της τοπικής ή κεντρικής ηγεσίας. Τέτοια ήταν η περίπτωση της εκτέλεσης του υπαστυνόμου Νικήτα Περλόφ, στις 21 Φεβρουάριου 1907, στο Ντμιτριέβκι. Εκτελέστηκε από δύο μπολσεβίκους, τον Πάβελ Γκούσεφ και τον Μιχαήλ Φρούνζε: «...η εκτέλεση του Περλόφ δεν ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο, μια προειλημμένη απόφαση της κομματικής οργάνωσης, αλλά μια στιγμιαία παρόρμηση του Φρούνζε. Κατά τη διάρκεια μιας προπαγανδιστικής συνάντησης, κάποιος είδε από το παράθυρο τον Πέρλοφ να περνά. Ο Φρούνζε πήδηξε πάνω και κάλεσε τον Γκούσεφ να τον ακολουθήσει. Παρά τις διαμαρτυρίες των παριστάμενων, έτρεξαν έξω. Σε λίγο ακούστηκαν πυροβολισμοί».
Ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάμειξη του κόμματος στον τερρορισμό λίγο είχε να κάνει με το μαζικό κίνημα, εντούτοις υπήρχαν στιγμές που δικαιολογούσαν τη θεωρητική θέση του κόμματος πάνω στο ζήτημα. Σύμφωνα με τον εξέχοντα μπολσεβίκο Βλαντιμίρ Μπόντς-Μπρούεβιτς, όταν το σύνταγμα Σεμενόφσκι μπήκε στη Μόσχα για να καταστείλει την εξέγερση του Δεκέμβρη, μελετήθηκε από την κομματική επιτροπή Πετρούπολης το σενάριο «...να απαχθούν δύο δούκες και να τεθούν υπό σαφή απειλή άμεσης εκτέλεσης σε περίπτωση που χυνόταν έστω και μια σταγόνα προλεταριακού αίματος στους δρόμους της Μόσχας».
Νωρίτερα, η μπολσεβίκικη ομάδα μάχης της Πετρούπολης είχε πραγματοποιήσει απόπειρα ανατίναξης τρένων, που μετέφεραν κυβερνητικά στρατεύματα στη Μόσχα. Τέλος, απαλλοτρίωσαν ένα κανόνι από ναυτικό φυλάκιο, προκειμένου να κανονιοβολήσουν τα χειμερινά ανάκτορα σε περίπτωση όξυνσης της σύγκρουσης.
Συγκεκριμένες άλλες πλευρές της μπολσεβίκικης τερροριστικής δραστηριότητας μπορούν επίσης να εκληφθούν ως κομμάτι της οικονομικής πάλης των μαζών, κυρίως με τη μορφή των απεργιών. Οι επαναστάτες πραγματοποιούσαν επιθέσεις όχι μόνο ενάντια σε βιομηχάνους, διευθυντές εργοστασίων, αστυνομικούς που τους υπερασπίζονταν, αλλά και κατά εργατών που δεν υποστήριζαν τις προλεταριακές κινητοποιήσεις. Οι ξυλοδαρμοί απεργοσπαστών ήταν συνήθεις, όπως και οι εκτελέσεις των πρωτεργατών τους.
Επίσης χρησιμοποίησαν βία ενάντια στην εκλογική διαδικασία για την πρώτη Δούμα, την οποία οι σοσιαλδημοκράτες είχαν αποφασίσει να μποϋκοτάρουν. Παράλληλα με την αντιεκλογική τους αγκιτάτσια, οργάνωσαν επιθέσεις σε εκλογικά κέντρα, κατάσχοντας και καταστρέφοντας τα επίσημα πρακτικά των εκλογικών αποτελεσμάτων. Επίσης, σημειώθηκαν ένοπλες καταλήψεις τυπογραφείων προκειμένου να τυπωθεί έντυπο υλικό.
Αναπτύχθηκε δίκτυο παράνομης εισαγωγής όπλων και εκρηκτικών, θεωρητικά με αποκλειστικό σκοπό τον εξοπλισμό μελλοντικών μαζικών εξεγέρσεων, στην πραγματικότητα όμως προς χρήση αντάρτικων επιθέσεων. Υπεύθυνος για την εισαγωγή των όπλων ήταν ο Μαξίμ Λίτβινοφ, ένα από τα πιο ενεργά στελέχη της λενινιστικής φράξιας. Ο Λεονίντ Κρασίν, μέλος της κεντρικής επιτροπής και επικεφαλής της ΤΕΧΝΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΧΗΣ, βασικός οργανωτής όλων των μπολσεβίκικων μάχιμων υποθέσεων κατ’ αυτήν την περίοδο και ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λένιν, προσωπικά συμμετείχε στη συναρμολόγηση των βομβών: «...Ο Κρασίν,και όχι ο Λένιν, έθεσε σε κίνηση τα μπολσεβίκικα σχέδια για ένοπλες ομάδες, ικανές να χτυπήσουν την κυβέρνηση το 1905. Το Γενάρη ίδρυσε -υπό την κεντρική επιτροπή- την Τεχνικό Γραφείο Μάχης για να εποπτεύει όλες τις παράνομες δραστηριότητες του κόμματος. Ο ίδιος ο Κρασίν σχεδίαζε τις βόμβες, αν και η πιο πολλή δουλειά γινόταν από δύο χημικούς με κώδικά ονόματα Α και Ω. Το όνειρο του ήταν να κατασκευάσει μια βόμβα σε μέγεθος καρυδιού».
Λειτούργησαν ειδικές σχολές για εκπαίδευση μάχης των τερροριστών (π.χ. στο Κίεβο) ή ακόμα ειδικότερα για την τεχνική τους κατάρτιση στην κατασκευή βομβών (π.χ. στο Λβοβ). Αντίστοιχη σχολή λειτούργησε στο φινλανδικό χωριό Κουοκάλα, καθώς και στη Μπολόνια της Ιταλίας το 1910, χρηματοδοτούμενες από απαλλοτριώσεις που είχαν γίνει στη Ρωσία.
Για τους μπολσεβίκους ο τερρορισμός έγινε ένα αποτελεσματικό και συχνά χρησιμοποιούμενο εργαλείο. Ένα εργαλείο όμως που λίγο είχε να κάνει με τις διακηρυγμένες ιδεολογικές αρχές τους. Παρέμεινε ωστόσο αποτελεσματικό όπλο στο οπλοστάσιο ριζοσπαστικών ομάδων και καθώς «...στον επαναστατικό αγώνα όλα τα μέσα είναι δόκιμα».
Για τον Λένιν, ηγέτη της μπολσεβίκικης φράξιας των σοσιαλδημοκρατών, η «σωστή θέση» πάνω στο θέμα του τερρορισμού δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να διευθετηθεί άπαξ και δια παντός. Η θέση του διέφερε αναλόγως των αλλαγών στους πολιτικούς του στόχους και προτεραιότητες. Ως εκ τούτου, το 1902 κατακεραύνωνε τους εσέρους που υπερασπίζονταν τον τερρορισμό «...η αχρηστία του οποίου, τόσο καθαρά αποδεικνύεται από την εμπειρία του ρώσικου επαναστατικού κινήματος».
Τον προηγούμενο μόλις χρόνο δήλωνε πως το κόμμα του «...ποτέ δεν απέρριψε τον τερρορισμό ως αξία, ούτε και μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο». Πριν το ξέσπασμα του Ι905,οΛένιν επέμενε στις παλαιότερες θεωρητικές απόψεις του και χαρακτήριζε κάθε τερροριστικη δράση ως «...ασύμφορο μέσο αγώνα», απορρίπτοντάς την αναλόγως των συγκυριών, «...αναμένοντας μια αλλαγή των συνθηκών».
Μια σειρά δεδομένων ανάγκασε τον Λένιν να λάβει μια τελική στάση. Πρώτον, δε μπορούσε παρά να αναγνωρίσει το γεγονός πως οι εσέρικες και οι αναρχικές τερροριστικές τακτικές ήταν σαφώς αποτελεσματικότερες στην αποσταθεροποίηση του καθεστώτος, σπέρνοντας το φόβο και τη σύγχυση στις αρχές. Ο Λένιν θα έπρεπε επίσης να παραδεχτεί τη βασιμότητα της εσέρικης άποψης πως η τερροριστική δράση μπορούσε να αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματική στη ριζοσπαστικοποίηση της αγροτιάς και του προλεταριάτου.
Επιπλέον, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν το 1905, με το χάος να απλώνεται -εκτός ελέγχου τόσο από την εξουσία, όσο όμως και από τους επαναστάτες ηγέτες-, ο Λένιν αντιλήφθηκε την αναγκαιότητα του να στρέψει το «αναπόφευκτα αντάρτικο» προς όφελος του κόμματός του και της επανάστασης -έτσι όπως τουλάχιστον αυτός την αντιλαμβανόταν-. Ακόμα και σε θεωρητικά επίπεδο, η τερροριστική δράση φαινόταν περισσότερο δικαιολογημένη σε μια στιγμή που λάμβανε τεράστιες διαστάσεις και αφορούσε κυριολεκτικά κάθε κοινωνικό στρώμα.
Δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπίζεται ως μέσο ατομικής διαμαρτυρίας, αλλά ως στοιχείο της μαζικής εξέγερσης κατά ολόκληρης της κοινωνικοπολιτικής τάξης. Για τον Λένιν ήταν επίσης πολύ σημαντικό πως «...ο παραδοσιακός ρώσικος τερρερισμός ήταν δουλειά συνωμοτούν των διανοούμενων, ενώ μετά το I905 οι εργάτες έγιναν οι βασικοί του θιασώτες».
Με αυτές τις θεωρήσεις κατά νου, ο Λένιν επιτέλους σύνθεσε τις απόψεις του. Στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, ο τερρορρισμός ήταν κατάλληλος για τους επαναστατικούς σκοπούς, στο βαθμό «...ήταν ικανός να διαχέεται μέσα στο μαζικό κίνημα». Αυτή η θέση ουσιαστικά δε διέφερε από την αντίστοιχη των εσέρων που διακήρυσσε: «.. .καλούμε σε τερρορισμό, όχι αντί της δουλειάς στις μάζες, αλλά προς όφελος αυτής και παράλληλά της». Τώρα που ο καιρός ήταν πια ώριμος, ο Λένιν κάλεσε «...στα πλέον ριζοσπαστικά μέσα, ως τα μοναδικά επαρκή». Δεν απέκλειε την αποκεντρωμένη τερροριστική δράση, συνηγορώντας στο σχηματισμό ένοπλων ομάδων που «...θα διαφέρουν σε μέγεθος, ξεκινώντας ακόμα και από 2-3 άτομα, αυτοοπλισμένων με κάθε μέσο που τους είναι διαθέσιμο». Αυτές οι ομάδες «...πρέπει άμεσα να πάρουν εκπαίδευση μάχης και να αναλάβουν επιχειρήσεις».
Σύμφωνα με μια από τις πιο στενές συνεργάτιδές του, την Έλενα Στάσοβα, ο Λένιν μετατράπηκε σε «... εξτρεμιστή παρτιζάνο του τερρορισμού». Ήδη από τον Οκτώβρη του 1905, ανοιχτά καλούσε τους οπαδούς του κόμματος να εκτελούν χαφιέδες, αστυνομικούς, κοζάκους και μέλη των Μαύρων Εκατονταρχιών, να ανατινάζουν τις εγκαταστάσεις τους και τα αστυνομικά τμήματα, να ρίχνουν οξέα στους αστυνομικούς. Παρέμενε όμως ανικανοποίητος και σε επιστολή του στην κομματική επιτροπή της Πετρούπολης τους επέπληττε: «Με φρίκη, με πραγματική φρίκη, βλέπω πως εδώ και μισό χρόνο μιλάμε για βόμβες, χωρίς να έχετε βάλει ούτε μία».
Ανυπόμονος για άμεση δράση, ο Λένιν έπαιρνε αναρχίζουσες θέσεις για να αντικρούσει τους συντρόφους του: «...όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με περηφάνια “δεν είμαστε αναρχικοί, ούτε κλέφτες και ληστές, είμαστε υπεράνω, απορρίπτουμε την αντάρτικη δράση”, ρωτώ τον εαυτό μου: “αυτοί οι άνθρωποι καταλαβαίνουν τι τους γίνεται;”». Τελικά, τον Αύγουστο του 1906, η επίσημη θέση των μπολσεβίκων εκφράστηκε μέσω του έντυπου οργάνου τους, του «Προλετάριου». Συμβούλευαν τις ομάδες μάχης «...να τερματίσουν την απραξία τους και να αναλάβουν μια σειρά αντάρτικων ενεργειών με στόχο τη μίνιμουμ καταστροφή της προσωπικής ασφάλειας των φιλήσυχων πολιτών και τη μάξιμουμ καταστροφή της προσωπικής ασφάλειας των χαφιέδων, των ενεργών μελών των Μαύρων Εκατονταρχιών, των υψηλόβαθμων αξιωματούχων της αστυνομίας, του στρατού, του ναυτικού και ούτω καθ’ εξής».
Στην πραγματικότητα ωστόσο, η ανησυχία του Λένιν περί μπολσεβίκικης τερροριστικής απραξίας, ήταν αβάσιμη. Οι οπαδοί του σε όλη τη χώρα ήταν αναμεμειγμένοι σε αναρίθμητα περιστατικά βίας. Αυτά τα τερροριστικά ξεσπάσματα ήταν κατά βάση ανεξέλεγκτα από την κομματική ηγεσία, η οποία ήταν αποκομμένη από την πραγματική δράση, κι έτσι αυτές οι ενέργειες είχαν ελάχιστη σύνδεση με τους ευρύτερους πολιτικούς σκοπούς του κόμματος ή την άμεση στρατηγική του.
Επιπλέον, αυτές οι ενέργειες σπάνια αναφέρονταν στα κομματικά επιτελεία, κεντρικά ή περιφερειακά. Στην πραγματικότητα, καθώς οι μπολσεβίκοι δε διέθεταν κάποιο επίσημο όργανο επιφορτισμένο αποκλειστικά με τον τερρορισμό, -κατά το πρότυπο της εσέρικης Οργάνωσης Μάχης- η τερροριστική δραστηριότητά τους λάμβανε έναν αναρχίζοντα χαρακτήρα. Ο μπολσεβίκικος τερρορισμός χτυπούσε μια ποικιλία στόχων, αλλά οι πιο κοινοί ήταν οι ύποπτοι για χαφιεδισμό και προδοσία.
Ενώ η φυσική εξάλειψη χαφιέδων θεωρείτο απαραίτητη για την εκκαθάριση των επαναστατικών γραμμών από άτομα που έθεταν σε κίνδυνο την ομάδα, άλλες τερροριστικές ενέργειες είχαν την εκδίκηση ως κεντρικό κίνητρο. Αυτό π.χ. συνέβαινε με την εκτέλεση δήμιων φυλακών, υπεύθυνων για την επιβολή της θανατικής ποινής σε επαναστάτες κρατούμενους. Οι μπολσεβίκοι εκτελεστές μιας τέτοιας ενέργειας δε θα μπορούσαν φυσικά να περιμένουν πως έτσι θα απέτρεπαν μελλοντικές εκτελέσεις συντρόφων τους.
Οι μπολσεβίκοι ήταν υπεύθυνοι για πολλές παρόμοιες πράξεις εκδίκησης με στόχο αστυνομικούς και κοζάκους, που είχαν έρθει σε αιματηρή αντιπαράθεση με επαναστάτες. Η εκδίκηση και η προσπάθεια εξουδετέρωσης των αντιπάλων τους έστρεψε τη βία των μπολσεβίκων και κατά διαφόρων συντηρητικών στοιχείων του πληθυσμού.
Αυτό ήταν το κίνητρο στις 27 Γενάρη 1906 όταν, κατ’ απόφαση της Επιτροπής Πετρούπολης, μια ομάδα μάχης των μπολσεβίκων επιτέθηκε στην ταβέρνα Τβερ, στέκι των εργατών ναυπηγείων, που ήταν μέλη της μοναρχικής Ένωσης του Ρώσικου Λαού. Τριάντα περίπου θαμώνες δέχτηκαν τρεις βόμβες από τους τερροριστές, κι όταν προσπάθησαν να βγουν από την ταβέρνα, δέχτηκαν τα πυρά των όπλων των μπολσεβίκων. Δύο πέθαναν, είκοσι τραυματίστηκαν και οι δράστες διέφυγαν. Αρκετοί από τους διασωθέντες θα εκτελεστούν αργότερα.
Παρομοίως, στην πόλη Εκατερίνμπουργκ των Ουραλίων, μέλη της μπολσεβίκικης ομάδας μάχης, που καθοδηγούνταν από τον Ιακώβ Σβέρλντοφ, επίμονα τρομοκρατούσαν τα μέλη των Μαύρων Εκατονταρχιών, σκοτώνοντας όσους περισσότερους τσαρικούς μπορούσαν.
Παράλληλα με τις εκτελέσεις ως μέσο εξολόθρευσης των υποστηρικτών του τσαρικού καθεστώτος, οι μπολσεβίκοι επιδίωκαν επίσης να ενσπείρουν τη σύγχυση και τον πανικό στις αρχές, υποβαθμίζοντας έτσι την ικανότητά τους να αμυνθούν στην εξαπλούμενη βία. Οι εξτρεμιστές αντιμετώπιζαν ανηλεώς τους στόχους τους, από επιθεωρητές εργοστασίων, μέχρι αστυνομικούς διαφόρων βαθμών. Σχολιάζοντας αυτές τις τερροριστικές επιθέσεις, κάποιοι μπολσεβίκοι δε μπορούσαν παρά να επισημάνουν την «καταστροφική φύση της βίας για τη βία»: «...το φθινόπωρο του 1907, μάχιμοι νέοι έχασαν τον έλεγχο και άρχισαν να ολισθαίνουν προς τον αναρχισμό, σκοτώνοντας φύλακες, αστυνομικούς και χωροφύλακες. Σε πυρετώδη κατάσταση, πίστευαν πως ήταν αναγκαίο το να δράσουν».
Δύο μπολσεβίκοι τερροριστές «...παρακολουθούσαν τους κοζάκους, απλά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να διασκεδάσουν με τις βόμβες τους. Οι κοζάκοι ωστόσο πορεύονταν σε φάλαγγα κατά άντρα, κάνοντας έτσι τις γραμμές τους λιγότερο ευάλωτες σε επιθέσεις. Έτσι οι δύο μαχητές έριξαν τις βόμβες τους σε στρατώνα της αστυνομίας, διασκεδάζοντας με το θέαμα που ακολούθησε: όταν τα αναμμένα φυτίλια σφύριζαν, οι αστυνομικοί πηδούσαν από τα παράθυρα».
Η απόφαση για μια εκτέλεση συχνά προέκυπτε αυθόρμητα από κάποιο κομματικό μέλος, χωρίς τη συγκατάθεση της τοπικής ή κεντρικής ηγεσίας. Τέτοια ήταν η περίπτωση της εκτέλεσης του υπαστυνόμου Νικήτα Περλόφ, στις 21 Φεβρουάριου 1907, στο Ντμιτριέβκι. Εκτελέστηκε από δύο μπολσεβίκους, τον Πάβελ Γκούσεφ και τον Μιχαήλ Φρούνζε: «...η εκτέλεση του Περλόφ δεν ήταν ένα οργανωμένο σχέδιο, μια προειλημμένη απόφαση της κομματικής οργάνωσης, αλλά μια στιγμιαία παρόρμηση του Φρούνζε. Κατά τη διάρκεια μιας προπαγανδιστικής συνάντησης, κάποιος είδε από το παράθυρο τον Πέρλοφ να περνά. Ο Φρούνζε πήδηξε πάνω και κάλεσε τον Γκούσεφ να τον ακολουθήσει. Παρά τις διαμαρτυρίες των παριστάμενων, έτρεξαν έξω. Σε λίγο ακούστηκαν πυροβολισμοί».
Ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η ανάμειξη του κόμματος στον τερρορισμό λίγο είχε να κάνει με το μαζικό κίνημα, εντούτοις υπήρχαν στιγμές που δικαιολογούσαν τη θεωρητική θέση του κόμματος πάνω στο ζήτημα. Σύμφωνα με τον εξέχοντα μπολσεβίκο Βλαντιμίρ Μπόντς-Μπρούεβιτς, όταν το σύνταγμα Σεμενόφσκι μπήκε στη Μόσχα για να καταστείλει την εξέγερση του Δεκέμβρη, μελετήθηκε από την κομματική επιτροπή Πετρούπολης το σενάριο «...να απαχθούν δύο δούκες και να τεθούν υπό σαφή απειλή άμεσης εκτέλεσης σε περίπτωση που χυνόταν έστω και μια σταγόνα προλεταριακού αίματος στους δρόμους της Μόσχας».
Νωρίτερα, η μπολσεβίκικη ομάδα μάχης της Πετρούπολης είχε πραγματοποιήσει απόπειρα ανατίναξης τρένων, που μετέφεραν κυβερνητικά στρατεύματα στη Μόσχα. Τέλος, απαλλοτρίωσαν ένα κανόνι από ναυτικό φυλάκιο, προκειμένου να κανονιοβολήσουν τα χειμερινά ανάκτορα σε περίπτωση όξυνσης της σύγκρουσης.
Συγκεκριμένες άλλες πλευρές της μπολσεβίκικης τερροριστικής δραστηριότητας μπορούν επίσης να εκληφθούν ως κομμάτι της οικονομικής πάλης των μαζών, κυρίως με τη μορφή των απεργιών. Οι επαναστάτες πραγματοποιούσαν επιθέσεις όχι μόνο ενάντια σε βιομηχάνους, διευθυντές εργοστασίων, αστυνομικούς που τους υπερασπίζονταν, αλλά και κατά εργατών που δεν υποστήριζαν τις προλεταριακές κινητοποιήσεις. Οι ξυλοδαρμοί απεργοσπαστών ήταν συνήθεις, όπως και οι εκτελέσεις των πρωτεργατών τους.
Επίσης χρησιμοποίησαν βία ενάντια στην εκλογική διαδικασία για την πρώτη Δούμα, την οποία οι σοσιαλδημοκράτες είχαν αποφασίσει να μποϋκοτάρουν. Παράλληλα με την αντιεκλογική τους αγκιτάτσια, οργάνωσαν επιθέσεις σε εκλογικά κέντρα, κατάσχοντας και καταστρέφοντας τα επίσημα πρακτικά των εκλογικών αποτελεσμάτων. Επίσης, σημειώθηκαν ένοπλες καταλήψεις τυπογραφείων προκειμένου να τυπωθεί έντυπο υλικό.
Αναπτύχθηκε δίκτυο παράνομης εισαγωγής όπλων και εκρηκτικών, θεωρητικά με αποκλειστικό σκοπό τον εξοπλισμό μελλοντικών μαζικών εξεγέρσεων, στην πραγματικότητα όμως προς χρήση αντάρτικων επιθέσεων. Υπεύθυνος για την εισαγωγή των όπλων ήταν ο Μαξίμ Λίτβινοφ, ένα από τα πιο ενεργά στελέχη της λενινιστικής φράξιας. Ο Λεονίντ Κρασίν, μέλος της κεντρικής επιτροπής και επικεφαλής της ΤΕΧΝΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΧΗΣ, βασικός οργανωτής όλων των μπολσεβίκικων μάχιμων υποθέσεων κατ’ αυτήν την περίοδο και ένας από τους στενότερους συνεργάτες του Λένιν, προσωπικά συμμετείχε στη συναρμολόγηση των βομβών: «...Ο Κρασίν,και όχι ο Λένιν, έθεσε σε κίνηση τα μπολσεβίκικα σχέδια για ένοπλες ομάδες, ικανές να χτυπήσουν την κυβέρνηση το 1905. Το Γενάρη ίδρυσε -υπό την κεντρική επιτροπή- την Τεχνικό Γραφείο Μάχης για να εποπτεύει όλες τις παράνομες δραστηριότητες του κόμματος. Ο ίδιος ο Κρασίν σχεδίαζε τις βόμβες, αν και η πιο πολλή δουλειά γινόταν από δύο χημικούς με κώδικά ονόματα Α και Ω. Το όνειρο του ήταν να κατασκευάσει μια βόμβα σε μέγεθος καρυδιού».
Λειτούργησαν ειδικές σχολές για εκπαίδευση μάχης των τερροριστών (π.χ. στο Κίεβο) ή ακόμα ειδικότερα για την τεχνική τους κατάρτιση στην κατασκευή βομβών (π.χ. στο Λβοβ). Αντίστοιχη σχολή λειτούργησε στο φινλανδικό χωριό Κουοκάλα, καθώς και στη Μπολόνια της Ιταλίας το 1910, χρηματοδοτούμενες από απαλλοτριώσεις που είχαν γίνει στη Ρωσία.
Για τους μπολσεβίκους ο τερρορισμός έγινε ένα αποτελεσματικό και συχνά χρησιμοποιούμενο εργαλείο. Ένα εργαλείο όμως που λίγο είχε να κάνει με τις διακηρυγμένες ιδεολογικές αρχές τους. Παρέμεινε ωστόσο αποτελεσματικό όπλο στο οπλοστάσιο ριζοσπαστικών ομάδων και καθώς «...στον επαναστατικό αγώνα όλα τα μέσα είναι δόκιμα».
Δημοσίευση σχολίου