{[['']]}
ΛΕΝΙΝ: Ο ΠΑΡΤΙΖΙΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
… Το φαινόμενο που μας ενδιαφέρει είναι ή ένοπλη πάλη. Την πάλη αυτή την διεξάγουν μεμονωμένα άτομα και μικρές ομάδες ατόμων. Eνα μέρος από τα άτομα αυτά ανήκουν στις επαναστατικές οργανώσεις, ένα άλλο μέρος (σε μερικές περιοχές της Ρωσίας το μεγαλύτερο μέρος) δεν ανήκουν σε καμιά επαναστατική οργάνωση. Η ένοπλη πάλη επιδιώκει δύο διαφορετικούς σκοπούς, που είναι ανάγκη να ξεχωρίζουμε αυστηρά τον ένα από τον άλλο. Συγκεκριμένα η πάλη αυτή αποβλέπει πρώτο, στην εξόντωση ορισμένων ατόμων, διοικητών και ανδρών της στρατιωτικής-αστυνομικής υπηρεσίας. Δεύτερο, στην κατάσχεση χρημάτων τόσο της κυβέρνησης, όσο και Ιδιωτών.
Ενα μέρος από τα χρήματα που κατάσχονται πηγαίνει στο κόμμα, άλλο μέρος πηγαίνει ειδικά για τον εξοπλισμό και την προετοιμασία της εξέγερσης και άλλο για τη συντήρηση των προσώπων που διεξάγουν την πάλη για την οποία μιλάμε. Οι μεγάλες απαλλοτριώσεις (του Καυκάσου σε ποσό πάνω από 200 χιλ. ρούβλια, της Μόσχας 875 χιλ. ρούβλια) περιέρχονταν ακριβώς στα επαναστατικά κόμματα κατά πρώτο λόγο, ενώ οι μικρές απαλλοτριώσεις χρησιμοποιούνται πριν απ’ όλα, και κάποτε ολοκληρωτικά για τη συντήρηση των «απαλλοτριωτών».
Η μορφή αυτή πάλης πήρε αναμφισβήτητα πλατιά ανάπτυξη και εξάπλωση μόλις το 1906, δηλαδή ύστερα από την εξέγερση τού Δεκέμβρη. Η όξυνση της πολιτικής κρίσης ως το βαθμό της ένοπλης πάλης και ιδιαίτερα η αύξηση της ανέχειας, της πείνας και της ανεργίας στα χωριά και στις πόλεις έπαιξαν μεγάλο ρόλο ανάμεσα στις αιτίες που προκάλεσαν την πάλη πού περιγράφουμε. Τη μορφή αυτή πάλης την αναγνώρισαν σαν κύρια ή ακόμα και σαν αποκλειστική μορφή κοινωνικής πάλης τα αλήτικα στοιχεία του πληθυσμού, οι λούμπεν και οι αναρχικές ομάδες.
Σαν «απαντητική» μορφή πάλης από την πλευρά της απολυταρχίας πρέπει να βλέπουμε το στρατιωτικό νόμο, την επιστράτευση νέων στρατευμάτων, τα μαυροεκατονταρχίτικα πογκρόμ (Σέντλετς), τα έκτακτα στρατοδικεία.
Η συνηθισμένη εκτίμηση της πάλης που εξετάζουμε συνοψίζεται στα εξής: πρόκειται για αναρχισμό, για μπλανκισμό, για την παλιά τρομοκρατία, για ενέργειες μεμονωμένων ατόμων, ξεκομμένων από τις μάζες, ενέργειες που διαφθείρουν τους εργάτες, απωθούν απ’ αυτούς τα πλατιά στρώματα του πληθυσμού, αποδιοργανώνουν το κίνημα, ζημιώνουν την επανάσταση. Παραδείγματα, που να επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή, μπορούν να βρεθούν εύκολα από τα γεγονότα πού αναγράφονται καθημερινά στις εφημερίδες.
Μα είναι πειστικά τα παραδείγματα αυτά; Για να το ελέγξουμε αυτό ας πάρουμε την περιοχή, όπου είναι περισσότερο αναπτυγμένη η μορφή πάλης που εξετάζουμε: την περιοχή της Λεττονίας. Να τί παράπονα έχει για τη δράση της σοσιαλδημοκρατίας της Λεττονίας η εφημερίδα «Νόβογε Βρέμια» (9 και 12 Σεπτέμβρη). Το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Λεττονίας (τμήμα του ΣΔΕΚΡ) εκδίδει τακτικά σε 30.000 φύλλα την εφημερίδα του. Σε ειδική στήλη δημοσιεύονται οι κατάλογοι των χαφιέδων, που η εξόντωση τους είναι υποχρέωση κάθε τίμιου ανθρώπου. Οι συνεργάτες της αστυνομίας κηρύσσονται «εχθροί της επανάστασης» και τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου και με κατάσχεση της περιουσίας τους. Χρήματα για το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ο πληθυσμός υποχρεώνεται να δίνει μόνο εφόσον του παρουσιάζουν σφραγισμένη απόδειξη. Στον τελευταίο απολογισμό τού κόμματος σημειώνεται ότι από τις 48.000 ρούβλια έσοδα το χρόνο, τις 5.600 ρούβλια, που προέρχονται από απαλλοτριώσεις τις έχει προσφέρει το τμήμα της Λιμπάβας για όπλα. Η «Νόβογε Βρέμια» λυσσομανάει, βέβαια, ενάντια σ’ αυτή την «επαναστατική νομοθεσία», σ’ αυτή τη «φοβερή κυβέρνηση».
Κανείς δεν θα τολμήσει να ονομάσει αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία τη δράση αυτή των λεττονών σοσιαλδημοκρατών. Αλλά γιατί; Γιατί εδώ είναι ξεκάθαρη η σχέση της νέας μορφής πάλης με την εξέγερση που έγινε το Δεκέμβρη και που ωριμάζει ξανά. Στην περίπτωση ολόκληρης της Ρωσίας η σχέση αυτή δεν φαίνεται τόσο καθαρά, όμως υπάρχει.
Η εξάπλωση της «παρτιζάνικης» πάλης ύστερα ακριβώς από το Δεκέμβρη, η σχέση της με την όξυνση όχι μόνο της οικονομικής, άλλα και της πολιτικής κρίσης είναι πράγματα αναμφισβήτητα. Η παλιά ρωσική τρομοκρατία ήταν δουλειά του διανοούμενου συνωμότη, σήμερα την παρτιζάνικη πάλη τη διεξάγει, κατά γενικό κανόνα, ο οργανωμένος σε μια μαχητική ομάδα εργάτης ή απλώς ο άνεργος εργάτης. Ο μπλανκισμός και ο αναρχισμός έρχονται εύκολα στο μυαλό των ανθρώπων που έχουν την τάση να σκέπτονται στερεότυπα, μα στις συνθήκες της εξέγερσης, που είναι τόσο ξεκάθαρες στην περιοχή της Λεττονίας, η ακαταλληλότητα των αποστηθισμένων αυτών τύπων χτυπάει στο μάτι.
Στο παράδειγμα των Λετονών φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι εντελώς λαθεμένη, αντεπιστημονική, αντιιατρική η τόσο συνηθισμένη στη χώρα μας εξέταση του παρτιζάνικου πολέμου ανεξάρτητα από τις συνθήκες της εξέγερσης. Πρέπει να πάρουμε υπόψη τις συνθήκες αυτές, να σκεφτούμε τις ιδιομορφίες της περιόδου που μεσολαβεί ανάμεσα στις μεγάλες εκδηλώσεις της εξέγερσης, πρέπει να καταλάβουμε ποιες μορφές πάλης γεννιούνται στο διάστημα αυτό αναπόφευκτα, και όχι να ξοφλάμε με μια αποστηθισμένη επιλογή λέξεων, που είναι ίδιες και για τον καντέτο και για τον νοβοβρεμενίτη: αναρχισμός, ληστεία, αλητεία!
Λένε: η παρτιζάνικη δράση αποδιοργανώνει τη δουλειά μας. Ας εξετάσουμε το συλλογισμό αυτό σε σχέση με τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το Δεκέμβρη του 1905, σε σχέση με την εποχή των μαυροεκατονταρχίτικων πογκρόμ και τού στρατιωτικού νόμου. Τί αποδιοργανώνει περισσότερο το κίνημα σε μια τέτοια εποχή: η έλλειψη αντίστασης ή η οργανωμένη παρτιζάνικη πάλη; Συγκρίνετε την κεντρική Ρωσία με τις δυτικές ακρινές περιοχές της, με την Πολωνία και την περιοχή της Λεττονίας.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η παρτιζάνικη πάλη είναι ευρύτερα διαδομένη και περισσότερο αναπτυγμένη στις δυτικές περιοχές. Και είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι το επαναστατικό κίνημα γενικά, το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα ειδικότερα είναι περισσότερο αποδιοργανωμένο στην κεντρική Ρωσία, παρά στις δυτικές ακρινές περιοχές της. Βέβαια ούτε καν σκεφτόμαστε να βγάλουμε από δω το συμπέρασμα ότι το πολωνικό και το λεττονικό σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είναι λιγότερο αποδιοργανωμένα εξαιτίας του παρτιζάνικου πολέμου. Οχι. Από δω βγαίνει μόνο ότι δεν φταίει ο παρτιζάνικος πόλεμος για την αποδιοργάνωση του σοσιαλδημοκρατικού εργατικού κινήματος στη Ρωσία του 1906.
Στο σημείο αυτό επικαλούνται συχνά την ιδιομορφία των εθνικών συνθηκών. Μα η επίκληση αυτή προδίνει πολύ καθαρά την αδυναμία της χρησιμοποιούμενης επιχειρηματολογίας. Αν είναι ζήτημα εθνικών συνθηκών, σημαίνει ότι δεν πρόκειται εδώ για αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία -αμαρτίες πανρωσικές και μάλιστα ειδικά ρωσικές, - μα για κάτι άλλο. Εξετάστε συγκεκριμένα αυτό το κάτι άλλο, κύριοι! Θα δείτε τότε ότι η εθνική καταπίεση ή ο εθνικός ανταγωνισμός δεν εξηγούν τίποτε, γιατί αυτά υπήρχαν πάντα στις δυτικές ακρινές περιοχές, ενώ την παρτιζάνικη πάλη την γέννησε μόνο η δοσμένη ιστορική περίοδος. Υπάρχουν πολλά μέρη, όπου έχουμε εθνική καταπίεση και εθνικό ανταγωνισμό, μα δεν έχουμε παρτιζάνικη πάλη, που αναπτύσσεται κάποτε χωρίς να υπάρχει καμιά εθνική καταπίεση.
Η συγκεκριμένη εξέταση του ζητήματος θα μας δείξει ότι το ζήτημα δεν βρίσκεται στην εθνική καταπίεση, αλλά στις συνθήκες που προκαλούν την εξέγερση. Η παρτιζάνικη πάλη είναι αναπόφευκτη μορφή πάλης σε μια περίοδο που το μαζικό κίνημα έχει πια φτάσει ουσιαστικά ως την εξέγερση και που δημιουργούνται λίγο-πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα ανάμεσα στις «μεγάλες συγκρούσεις» του εμφυλίου πολέμου.
Το κίνημα δεν το αποδιοργανώνει η παρτιζάνικη δράση, μα η αδυναμία του κόμματος, που δεν μπορεί να πάρει στα χέρια του τη δράση αυτή. Να γιατί τα συνηθισμένα σε μας, τους ρώσους, αναθεματίσματα ενάντια στις παρτιζάνικες εκδηλώσεις συνδέονται με τις κρυφές, συμπτωματικές, ανοργάνωτες παρτιζάνικες ενέργειες που πραγματικά αποδιοργανώνουν το κόμμα. Ανίσχυροι να καταλάβουμε ποιες ιστορικές συνθήκες προκαλούν την πάλη αυτή, είμαστε ανίσχυροι και να παραλύσουμε τις άσχημες πλευρές της. Και παρ ’ όλα αυτά η πάλη διεξάγεται. Την προκαλούν ισχυρές οικονομικές, και πολιτικές αιτίες. Εμείς δεν έχουμε την δύναμη να εξαλείψουμε τις αιτίες αυτές και να εξαλείψουμε αυτή την πάλη. Τα παράπονά μας ενάντια στην παρτιζάνικη πάλη, είναι παράπονα ενάντια στην κομματική μας αδυναμία στο ζήτημα της εξέγερσης.
Οσα είπαμε για την αποδιοργάνωση αφορούν και την ηθική κατάπτωση. Ο παρτιζάνικος πόλεμος δεν φέρνει την ηθική αυτή κατάπτωση, αλλά η ανοργανωσιά, η αταξία, η ακομματικότητα των παρτιζάνικων εκδηλώσεων. Απ’ αυτήν την ολότελα αναμφισβήτητη ηθική κατάπτωση δεν μας γλυτώνουν ούτε κατ ’ ελάχιστο οι επικρίσεις και οι κατάρες κατά των παρτιζάνικων εκδηλώσεων, γιατί αυτές οι επικρίσεις και οι κατάρες είναι τελείως ανίσχυρες να σταματήσουν ένα φαινόμενο που προκαλείται από βαθιές οικονομικές και πολιτικές αιτίες.
Θα μας αντιτείνουν: αν είμαστε ανίσχυροι να σταματήσουμε ένα αντικανονικό και αποσυνθετικό φαινόμενο, αυτό δεν είναι δικαιολογία για να περάσει το κόμμα σε αντικανονικά και αποσυνθετικά μέσα πάλης. Μια τέτοια όμως αντίρρηση θα ήταν πια καθαρά φιλελευθεροαστική, και όχι μαρξιστική αντίρρηση, γιατί ο μαρξιστής δεν μπορεί να θεωρεί γενικά τον εμφύλιο πόλεμο ή τον παρτιζάνικο πόλεμο, που είναι μια από τις μορφές του, σαν αντικανονικό και αποσυνθετικό φαινόμενο. Ο μαρξιστής στηρίζεται πάνω στη βάση της ταξικής πάλης και όχι της κοινωνικής ειρήνης. Σε ορισμένες περιόδους οξύτατων οικονομικών και πολιτικών κρίσεων η ταξική πάλη αναπτύσσεται τόσο που φτάνει ως τον ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή ως την ένοπλη πάλη ανάμεσα σε δύο μερίδες του λαού. Σε τέτοιες περιόδους ο μαρξιστής είναι υποχρεωμένος να υποστηρίζει την άποψη του εμφυλίου πολέμου. Κάθε ηθική καταδίκη του πολέμου αυτού είναι εντελώς απαράδεκτη από μαρξιστική άποψη.
Την εποχή του εμφυλίου πολέμου ιδανικό του κόμματος του προλεταριάτου είναι το μαχόμενο κόμμα. Αυτό είναι απόλυτα αδιαφιλονίκητο. Δεχόμαστε πέρα για πέρα ότι από την άποψη του εμφυλίου πολέμου μπορεί κανείς να αποδείχνει και να αποδείξει ότι είναι άσκοπες τούτες ή εκείνες οι μορφές εμφυλίου πολέμου στην άλφα ή βήτα στιγμή. Παραδεχόμαστε πέρα για πέρα την κριτική των διαφόρων μορφών εμφυλίου πολέμου από την άποψη της στρατιωτικής σκοπιμότητας και συμφωνούμε αναντίρρητα ότι τον τελευταίο λόγο σ ’ αυτό το ζήτημα τον έχουν οι σοσιαλδημοκράτες που κάνουν την πρακτική δουλειά σε κάθε ιδιαίτερη περιοχή.
Εν ονόματι όμως των αρχών του μαρξισμού απαιτούμε κατηγορηματικά να μη ξεφεύγουμε από την ανάλυση των συνθηκών του εμφύλιου πολέμου, με χιλιοειπωμένες και στερεότυπες φράσεις για αναρχισμό, μπλανκισμό, τρομοκρατία, να μην προβάλλονται οι άστοχες μέθοδοι παρτιζάνικης δράσης, που χρησιμοποιήθηκαν από την τάδε πεπεσική οργάνωση στην τάδε περίοδο, σαν σκιάχτρο στο ζήτημα της ίδιας της συμμετοχής της σοσιαλδημοκρατίας στον παρτιζάνικο πόλεμο γενικά.
Τους ισχυρισμούς ότι ο παρτιζάνικος πόλεμος αποδιοργανώνει το κίνημα πρέπει να τους βλέπουμε κριτικά. Κάθε νέα μορφή πάλης, συνδεμένη με νέους κινδύνους και νέες θυσίες, «αποδιοργανώνει» αναπόφευκτα τις οργανώσεις που δεν έχουν προετοιμαστεί γι’ αυτή τη νέα μορφή πάλης. Τους παλιούς μας ομίλους προπαγανδιστών τους αποδιοργάνωνε το πέρασμα στη ζύμωση. Τις επιτροπές μας τις αποδιοργάνωνε σε συνέχεια το πέρασμα στις διαδηλώσεις. Κάθε πολεμική επιχείρηση σ’ ένα οποιοδήποτε πόλεμο προκαλεί μια ορισμένη αποδιοργάνωση στις γραμμές των μαχόμενων. Από δω δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν πρέπει να πολεμάμε. Από δω πρέπει να συμπεράνουμε ότι πρέπει να μάθουμε να πολεμάμε. Τίποτε περισσότερο.
Οταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με υπεροψία και αυτοϊκανοποίηση: εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, δεν είμαστε κλέφτες, δεν είμαστε ληστές, εμείς είμαστε ανώτεροι απ’ αυτά, εμείς αποδοκιμάζουμε τον παρτιζάνικο πόλεμο, τότε αναρωτιέμαι: καταλαβαίνουν μήπως οι άνθρωποι αυτοί τί λένε; Σ’ ολόκληρη τη χώρα γίνονται ένοπλες συγκρούσεις και συμπλοκές της μαυροεκατονταρχίτικης κυβέρνησης με τον πληθυσμό. Το φαινόμενο αυτό είναι εντελώς αναπόφευκτο σε τούτη τη βαθμίδα εξέλιξης της επανάστασης. Ο πληθυσμός αυθόρμητα, ανοργάνωτα — και γι αυτό ακριβώς συχνά με αποτυχημένες και άσχημες μορφές — αντιδρά στο φαινόμενο αυτό επίσης με ένοπλες συγκρούσεις και επιθέσεις.
Καταλαβαίνω ότι, επειδή η οργάνωση μας είναι αδύνατη και απροετοίμαστη, εμείς μπορούμε ν’ αρνηθούμε σε μια ορισμένη περιφέρεια και σε μια ορισμένη στιγμή ν’ αναλάβουμε την κομματική καθοδήγηση της αυθόρμητης αυτής πάλης. Καταλαβαίνω ότι το ζήτημα αυτό οφείλουν να το λύσουν τα τοπικά στελέχη, ότι δεν είναι εύκολο πράγμα η αναδιοργάνωση των αδύνατων και απροετοίμαστων οργανώσεων. Όταν όμως βλέπω ένα θεωρητικό ή ένα δημοσιολόγο της σοσιαλδημοκρατίας να μην αισθάνεται λύπη γι’ αυτή την έλλειψη προετοιμασίας, αλλά να αυτοϊκανοποιείται υπεροπτικά και να επαναλαμβάνει με ναρκισσισμό και θαυμασμό φράσεις, για αναρχισμό, μπλανκισμό και τρομοκρατία, που τις έχει αποστηθίσει από τα μικρά του χρόνια, τότε νοιώθω τον εαυτό μου προσβεβλημένο για τον εξευτελισμό που υφίσταται η πιο επαναστατική στον κόσμο θεωρία.
Λένε: ο παρτιζάνικος πόλεμος φέρνει το συνειδητό προλεταριάτο κοντά στους ξεπεσμένους μεθύστακες, στους άλήτες.
Αυτό είναι σωστό. Μα από δω βγαίνει μόνο ότι το κόμμα του προλεταριάτου δεν μπορεί ποτέ να θεωρεί τον παρτιζάνικο πόλεμο σαν μοναδικό ή ακόμη σαν κύριο μέσο πάλης ότι το μέσο αυτό πρέπει να υποτάσσεται σε άλλα, πρέπει να εναρμονίζεται με τα κύρια μέσα πάλης, να εξευγενίζεται με τη διαφωτιστική και οργανωτική επίδραση του σοσιαλισμού. Ενώ χωρίς αυτόν τον τελευταίο όρο όλα, κυριολεκτικά όλα τα μέσα πάλης στην αστική κοινωνία φέρνουν το προλεταριάτο κοντά στα διάφορα μη προλεταριακά στρώματα που στέκουν πάνω ή κάτω απ’ αυτό και, αν αφεθούν στη διάθεση της αυθόρμητης πορείας των πραγμάτων, κουρελιάζονται, εκφυλίζονται, εκπορνεύονται.
Οι απεργίες που αφήνονται στη διάθεση της αυθόρμητης πορείας των πραγμάτων, εκφυλίζονται σε συμφωνίες των εργατών με τ’ αφεντικά σε βάρος των καταναλωτών. Το κοινοβούλιο εκφυλίζεται σε οίκο ανοχής, όπου η συμμορία των αστών πολιτικάντηδων εμπορεύεται χονδρικά και λιανικά τη «λαϊκή Ελευθερία», το «φιλελευθερισμό», τη «δημοκρατία», το ρεπουμπλικανισμό, τον αντικληρικαλισμό, το σοσιαλισμό και όλα τα άλλα εμπορεύματα που έχουν πέραση. Η εφημερίδα εκφυλίζεται σε κοινό προαγωγό, σε όργανο διαφθοράς των μαζών, χοντροκομμένης κολακείας των ταπεινών ενστίχτων του όχλου κτλ.κτλ.
Για τη σοσιαλδημοκρατία δεν υπάρχουν καθολικά μέσα πάλης, τέτοια, που θα χώριζαν το προλεταριάτο με σινικά τείχη από τα στρώματα πού στέκουν λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω απ’ αυτό. Η σοσιαλδημοκρατία σε διαφορετικές εποχές χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα, εξαρτώντας πάντα τη χρησιμοποίησή τους από αυστηρά καθορισμένους ιδεολογικούς και οργανωτικούς όρους.
Δημοσίευση σχολίου