{[['']]}
Αυστραλοί στρατιώτες επανδρώνουν ένα αντιεροπορικό Bofors των 40 mim στην Κρήτη την εποχή που αναμενόταν η επίθεση
Η επιχείρηση δεν περιλαμβανόταν στο προπολεμικό σχεδιασμό και έγινε βιαστικά. Το κρυφτούλι των συμμαχικών δυνάμεων και η υπεροπλία τους στην θάλασσα. Κρίση στο γερμανικό αρχηγείο στην Αθήνα μετά τις πρώτες αποτυχίες. Η σιγουριά του Γκέρινγκ. Τι δήλωσε ο Τσόρτσιλ πριν και μετά.
Του Βασίλη Μανουσάκη – Ιστορικού Hot Doc History
«Εάν γνωρίζεις τον εχθρό και τον εαυτό σου, δεν έχεις να φοβάσαι το αποτέλεσμα (ακόμη και εκατό μαχών». Η παραπάνω ρήση του Κινέζου στρατηγού και φιλοσόφου Σουν Ζου (ή Σουν ή Τζου, όπως αλλιώς τον συναντάμε) γράφτηκε περίπου την εποχή που ξεκινούσαν οι περσικοί πόλεμοι στην περιοχή μας. Αν και προηγήθηκε της μάχης της Κρήτης κατά πολλούς αιώνες, η διαχρονική αυτή φράση αποτυπώνει με ακρίβεια τη σημασία που θα έπαιζε η συγκέντρωση και αξιοποίηση των πληροφοριών για τη δύναμη, οργάνωση και προθέσεις του αντιπάλου την άνοιξη του 1941.
Συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάζονται στην Κρήτη τον Απρίλιο του 1941 μετά την εκκένωση της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Οι Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοϊ και Ελληνες που είχαν αναλάβει την άμυνα της Κρήτης μετά την κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας μπορεί να είχαν θεωρητικά το αριθμητικό πλεονέκτημα ωστόσο γνώριζαν καλά πως: α) υστερούσαν σημαντικά στον ποιοτικό τομέα και β) υπήρχε άμεση ανάγκη να αποτραπεί ο επιτιθέμενος από το να εξασφαλίσει ένα προγεφύρωμα που θα του επέτρεπε να στέλνει συνεχώς ενισχύσεις σε συνδυασμό με τη μεγάλη έκταση του νησιού.
Οι δύο αυτές προκλήσεις που οι Σύμμαχοι είχαν να αντιμετωπίσουν έκαναν καίριο τον ρόλο των πληροφοριών σχετικά με τις επιτιθέμενες δυνάμεις και τα σχέδιά τους, έτσι ώστε η άμυνα του νησιού να προσαρμοζόταν κατά τρόπο που θα της επέτρεπε να αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητάς της και να ακυρώσει τα σχέδια του αντιπάλου που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις αδυναμίες της.
Οι επιτιθέμενοι έπρεπε από τη μεριά τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της κυριαρχίας του βρετανικού ναυτικού στη θάλασσα και το γεγονός πως οι αερομεταφερόμενες μονάδες τους θα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες κατά τα πρώτα στάδια της επίθεσής τους. Για να εξασφαλιστεί λοιπόν η επιτυχία των σχεδίων έπρεπε να χαρτογραφηθεί η άμυνα του νησιού και να εντοπιστούν τα αδύναμα σημεία της.
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τις προκλήσεις που αντιμετώπιζαν οι εμπόλεμοι στην κατάστρωση των σχεδίων τους και την προσπάθειά τους να αντεπεξέλθουν σ’ αυτές.
Η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στην Κρήτη, την οποία ο Τσόρτσιλ είχε δηλώσει πως η Βρετανία θα την υπερασπιζόταν. Οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες πίστευαν πως ο πληθυσμός δεν θα προέβαλλε αντίσταση καθώς ήταν αρνητικά διακείμενος απέναντι στην βασιλική κυβέρνηση.
Ο Αξονας
Η γερμανική επιχείρηση εναντίον της Ελλάδας τον Απρίλιο του 1941 και ακόμη περισσότερο εκείνη εναντίον της Κρήτης τον επόμενο μήνα δεν ήταν ανάμεσα σ’ αυτές που είχαν σχεδιαστεί προπολεμικά (όπως συνέβη για παράδειγμα με τις επιχειρήσεις εναντίον της Γαλλίας ή της Πολωνίας).
Ετσι κάποιες πτυχές τους αποδείχθηκαν βιαστικά σχεδιασμένες ή βασίζονταν σε εικασίες, γεγονός που παραλίγο να αποβεί καταστροφικό στην περίπτωση της Κρήτης. Οι αρχικοί γερμανικοί σχεδιασμοί θεωρούσαν πως η πτώση της Ελλάδας θα επέφερε την κατάρρευση κάθε αντίστασης από ελληνικής πλευράς και αν κάποιες ετοιμοπόλεμες μονάδες έμεναν στο νησί αυτές θα ήταν αποκλειστικά μονάδες των Συμμάχων.
Με δεδομένο μάλιστα πως επιπλέον δυνάμεις δεν περίσσευαν από το μέτωπο της βορείου Αφρικής, έμοιαζε λογική η υπόθεση πως το νησί δύσκολα θα μπορούσε να κρατηθεί και δεν αποκλειόταν μάλιστα να εγκαταλειφθεί προτού καν οι Γερμανοί αποστείλουν δυνάμεις σε αυτό. Προκειμένου να αποφύγουν δυσάρεστες εκπλήξεις έπρεπε λοιπόν οι γερμανικές υπηρεσίες να συγκεντρώσουν, με τα περιορισμένα μέσα που διέθεταν, στοιχεία σχετικά με το αν θα αναμενόταν σοβαρή αντίσταση στο νησί ή αν η κατάληψή του θα ήταν απλός περίπατος.
Η προετοιμασία της επιχείρησης "Merkur" (Ερμής). Γερμανοί στρατιώτες εξοπλίζουν και φορτώνουν τα junkers ju 52/3m κάπου στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Σύντομα η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να μεταβεί στην Κρήτη από όπου θα συνέχιζε τον αγώνα, αλλά και οι δηλώσεις του Τσόρτσιλ πως η Βρετανία θα υπερασπιζόταν την Κρήτη έκαναν σαφές πως το νησί δεν θα παραδιδόταν χωρίς να πέσει τουφεκιά. Ωστόσο, οι μονάδες του ελληνικού στρατού στο νησί θεωρούνταν μηδαμινές και έτσι η γερμανική προσπάθεια εστιάστηκε στην ανακάλυψη των ξένων (συμμαχικών) μονάδων που είχαν μεταφερθεί εκεί.
Η κατάστρωση των σχεδίων της αεραποβατικής επιχείρησης στην Κρήτη από τον πτέραρχο Κουρτ Στουντέτ και τον στρατηγό Γιούλιους Ρίνγκελ έγινε με βάση ελλιπέστατες πληροφορίες.
Παρά τις προσπάθειες να ανακαλυφτούν οι μονάδες αυτές, η επιχείρηση «Merkur» (Ερμής), όπως ονομάστηκε η επιχείρηση για την κατάληψη της Κρήτης, υπέφερε σε όλα τα στάδια του σχεδιασμού της από έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης για την ακριβή στρατιωτική κατάσταση στο νησί. Λόγω της χαμηλής προτεραιότητας που είχαν δώσει αρχικά οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες στην Κρήτη αλλά και των μέτρων που είχαν λάβει οι ελληνικές αρχές με την έναρξη του πολέμου (κήρυξη της Κρήτης ως «απαγορευμένης ζώνης για στρατιωτικούς λόγους» και παρακολούθηση των Γερμανών πολιτών από τις ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας), οι γερμανικές δυνάμεις έπρεπε να βασιστούν κυρίως στις πτήσεις αναγνωριστικών αεροσκαφών για την ανακάλυψη του αριθμού, της σύνθεσης, της κατάστασης και της ακριβούς τοποθεσίας των αμυνομένων.
Τα λίγα στοιχεία που διέθεταν οι σχεδιαστές της επιχείρησης ήταν πως βρετανικές δυνάμεις περίπου 5.000 αντρών είχαν φτάσει στο νησί μετά την αναχώρηση της 5ης ελληνικής μεραρχίας για το αλβανικό μέτωπο το 1940 και πως τα υπολείμματα από αρκετές μισοδιαλυμένες συμμαχικές μονάδες είχαν μεταφερθεί από την ηπειρωτική Ελλάδα στην Κρήτη, χωρίς όμως να είναι σαφές αν αναχώρησαν στη συνέχεια για την Αφρική. Σε ό,τι αφορούσε τις ελληνικές δυνάμεις του νησιού, αυτές εξακολουθούσαν να θεωρούνται σχετικά ακίνδυνες μέχρι και την έναρξη της μάχης, αφού δεν είχε αναγνωριστεί καμιά αξιόλογη ελληνική στρατιωτική μονάδα. Επιπλέον, οι γερμανικές υπηρεσίες πίστευαν πως η πιθανότητα αντίστασης από εθελοντές πολίτες ήταν μηδαμινή, αφού ο πληθυσμός ήταν αρνητικά διακείμενος απέναντι στον βασιλιά και στην κυβέρνησή του, η οποία αποτελούσε τη συνέχεια του καθεστώτος Μεταξά.
Αντρες των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας αποβιβάζονται στην περιοχή της Σούδας
Οι πιλότοι των γερμανικών αναγνωριστικών ανέφεραν μια "περίεργη ησυχία" στο έδαφος. Αυτό οφειλόταν στις εντολές απόκρυψης και κατάπαυσης πυρός που είχαν δοθεί από το συμμαχικό αρχηγείο. Νεοζηλανδοί στρατοπεδεύουν σε λιόφυτο.
Λίγες ημέρες πριν από την επιχείρηση ο διοικητής της γερμανικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών και αντικατασκοπείας (Αμπβερ) ναύαρχος Βίλχελμ Κανάρις έφτασε στην κατεχόμενη Αθήνα για να ενημερώσει τους στρατιωτικούς σχετικά με τις δυνάμεις του εχθρού. Η εικόνα που παρουσίασε ήταν αρκετά ικανοποιητική για τους Γερμανούς.
Το μεγαλύτερο μέρος των βρετανικών στρατευμάτων στην Κρήτη έμοιαζε να έχει αναχωρήσει για την Αίγυπτο ή να ετοιμάζεται να το κάνει και όσες δυνάμεις παρέμεναν είχαν χαμηλό ηθικό και ελλιπή εξοπλισμό. Ανέφερε μάλιστα πως ανάμεσα στους απρόθυμους για να συμμετάσχουν στην άμυνα του νησιού Ελληνες υπήρχαν και κάποιοι που ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν με τους Γερμανούς, η επαφή με τους οποίους θα γινόταν με τη χρησιμοποίηση της φράσης «ταγματάρχης Μποκ».
Ο στρατηγός Φραντς Χάλντερ (δεξιά του Χίτρελ σε σύσκεψη του 1940) στις 20 Μαΐου πίστευε πως σε ρίψεις αλεξιπτωτιστών "δεν θα συναντούσαν αντίσταση" ενώ στις 21 Μαϊου ανέφερε εσφαλμένα πως οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το Ρέθυμνο.
Ομως οι αναγνωριστικές πτήσεις της γερμανικής αεροπορίας (Λουφτβάφε) δεν ανακάλυπταν καμιά ένδειξη για παρουσία τόσο ισχυρών δυνάμεων στο νησί, αλλά αντίθετα οι πιλότοι έκαναν λόγο για μια «περίεργη ησυχία» στο έδαφος. Κάποιες αμυντικές θέσεις (κυρίως στην περιοχή της Σούδας) αναγνωρίστηκαν, αλλά πολλές έμοιαζαν εγκαταλειμμένες και δεν παρατηρήθηκε κάποια μεγάλη συγκέντρωση ή κίνηση στρατευμάτων ή αντιαεροπορικά πυρά.
Η αδυναμία των γερμανικών δυνάμεων να ανακαλύψουν τους αμυνομένους στο νησί οφειλόταν αφενός στις εντολές απόκρυψης και παύσης πυρός που είχαν δοθεί από το συμμαχικό αρχηγείο και αφετέρου στην έλλειψη ασυρμάτων, η οποία ανάγκαζε τις μονάδες να βασίζονται στο επίγειο δίκτυο επικοινωνιών (τηλέφωνο), με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σήματα που οι Γερμανοί θα μπορούσαν να υποκλέψουν.
Τα γερμανικά επιθετικά σχέδια και οι υποθέσεις των αρμόδιων αξιωματικών έγιναν λοιπόν με βάση τις περιορισμένες αυτές πληροφορίες. Εξάλλου, περαιτέρω καθυστέρηση που ίσως θα κάλυπτε κάποια κενά πληροφόρησης θα έδινε ενδεχομένως την ευκαιρία στους αμυνομένους να ανασυνταχτούν και μπορεί να δημιουργούσε κάποιες περιπλοκές στη σχεδιαζόμενη εισβολή στη Σοβιετική Ενωση. Η γερμανική επιχείρηση προοριζόταν μάλιστα να ξεκινήσει λίγες ημέρες νωρίτερα από τις 20 Μαΐου, αλλά την καθυστερούσε η μεταφορά των περίπου 11.000.000 λίτρων καυσίμων που απαιτούνταν για τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε.
Από την αρχή τα επιχειρησιακά σχέδια είχαν προσανατολιστεί στην κατάληψη του νησιού μέσω της ρίψης μεγάλου αριθμού αλεξιπτωτιστών, αφού τα ναυτικά μέσα στην περιοχή ήταν περιορισμένα και η παρουσία του βρετανικού ναυτικού δημιουργούσε κινδύνους παρά την πλήρη αεροπορική γερμανική κυριαρχία στην περιοχή.
Τα πρώτα σχέδια του αντιπτέραρχου Αλεξάντερ Λερ (διοικητή του 4ου αεροπορικού στόλου) προέβλεπαν πως αφού το μεγαλύτερο φυσικό λιμάνι (Σούδα) καθώς και ένα αεροδρόμιο (Μάλεμε) αλλά και οι περισσότερες μονάδες των αμυνομένων φαίνονταν να βρίσκονται στο δυτικό μέρος του νησιού, θα έπρεπε να βομβαρδιστεί εντατικά η περιοχή εκείνη και στη συνέχεια να γίνουν μαζικές ρίψεις αλεξιπτωτιστών που θα υπερίσχυαν των συμμαχικών δυνάμεων και θα καταλάμβαναν το νησί.
Από την άλλη ο στρατηγός Κουρτ Στουντέντ των αλεξιπτωτιστών (διοικητής του XI αεροπορικού σώματος) εκτιμούσε πως αφού οι δυνάμεις των αμυνομένων είναι σχετικά ανεπαρκείς και κακά εξοπλισμένες, οι ποιοτικά ανώτερες δικές του δυνάμεις θα μπορούσαν με τη χρήση του αιφνιδιασμού να πετύχουν τον σκοπό τους ταχύτερα πέφτοντας , σε επτά διαφορετικές τοποθεσίες σε όλο το νησί.
Το τελικό σχέδιο που εγκρίθηκε από τον στρατάρχη Χέρμαν Γκέρινγκ αποτελούσε έναν συμβιβασμό, προβλέποντας ρίψεις σε τέσσερα σημεία (περιοχές Μάλεμε, Χανίων - Σούδας, Ρέθυμνου, Ηρακλείου), ώστε να καταληφθούν ταυτόχρονα τα αεροδρόμια και τα σημαντικότερα λιμάνια του νησιού. Αργότερα θα ακολουθούσαν ενισχύσεις από τον αέρα και δευτερευόντως από τη θάλασσα που θα ολοκλήρωναν την επιχείρηση.
Οταν το πρωί της 20ής Μαΐου 1941 οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές προσγειώνονταν στην Κρήτη, η γερμανική στρατιωτική ηγεσία είχε κάθε λόγο να αισθάνεται σίγουρη για την επιτυχία των σχεδίων της και τη σύντομη κατάληψη της Κρήτης. Αυτή η υποτίμηση των αμυνόμενων και η ελλιπής πληροφόρηση για την κατάσταση στο έδαφος εξακολουθούσαν μάλιστα για αρκετό διάστημα μετά την έναρξη της επιχείρησης.
Τα ξημερώματα της 20ής Μαΐου ο στρατηγός Φραντς Χάλντερ, επικεφαλής της ανώτατης διοίκησης του γερμανικού στρατού ξηράς, σημείωνε στο ημερολόγιό του πως οι ρίψεις στα αεροδρόμια στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο «δεν θα συναντούσαν αντίσταση». Μόνο το βράδυ, όταν οι πρώτες δυσάρεστες πληροφορίες είχαν φτάσει στο αρχηγείο, κατέγραφε την ύπαρξη «ισχυρής αντίστασης» και την «αχρήστευση των αεροδρομίων», αν και εξακολουθούσε να θεωρεί τις ρίψεις επιτυχημένες. Ακόμη όμως και τις δύο επόμενες ημέρες η εικόνα που είχε το γερμανικό στρατηγείο παρέμενε ελλιπής, αφού για παράδειγμα ο Χάλντερ σημείωνε λανθασμένα στις 21 Μαΐου πως οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το Ρέθυμνο και πως την επόμενη μέρα είχε καταληφθεί το Ηράκλειο (αν και νέες πληροφορίες είχαν έως τότε διαψεύσει την κατάληψη του Ρέθυμνου).
Οι δυνάμεις των αλεξιπτωτιστών κατόρθωσαν τελικά να αντεπεξέλθουν στα προβλήματα που δημιούργησε η έλλειψη γνώσεων για τον αντίπαλο. Ωστόσο η έλλειψη επαρκών πληροφοριών για τις συμμαχικές δυνάμεις και η επακόλουθη έκπληξη των πρώτων ωρών επέφεραν πολύωρη κρίση στο γερμανικό αρχηγείο στην Αθήνα, η οποία καταλάγιασε μόνο μερικές ημέρες αργότερα, όταν έγινε σαφές πως -παρά τις σοβαρές απώλειες- η επιχείρηση θα είχε τελικά αίσιο τέλος για τα γερμανικά όπλα.
Οι Σύμμαχοι
Η πλευρά των αμυνομένων είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, τα οποία αφορούσαν κυρίως την ανασύνταξη, τοποθέτηση και ενίσχυση των δυνάμεων στην περιοχή. Τα αρχικά σχέδια προέβλεπαν τη δυνατότητα ανάληψης της άμυνας του νησιού από γαλλικές δυνάμεις, περίπου κατά τα πρότυπα του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος του προηγούμενου πολέμου, αλλά η ουδετερότητα της Ελλάδας και βεβαίως η γρήγορη κατάρρευση της ίδιας της Γαλλίας δεν επέτρεψαν την πραγματοποίησή τους.
Μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και την αποχώρηση της 5ης Μεραρχίας, τον Νοέμβριο του 1940, την άμυνα τελικά ανέλαβαν ένα βρετανικό τάγμα και λίγες μονάδες μηχανικού και αντιαεροπορικών που ωστόσο ήταν ανεπαρκείς για να οχυρώσουν ικανοποιητικά το νησί. Επιπλέον η συχνή εναλλαγή των επικεφαλής αξιωματικών (άλλαξαν έξι διοικητές σε περίπου επτά μήνες) δεν συνέβαλε θετικά προς την κατεύθυνση της προετοιμασίας της Κρητικής άμυνας κατά το διάστημα πριν από τη γερμανική εισβολή.
Αρχικά βεβαίως ο άμεσος κίνδυνος έμοιαζε περιορισμένος, αφού η μεταφορά αλεξιπτωτιστών από την Ιταλία ή τα βόρεια Βαλκάνια ήταν δύσκολη λόγω απόστασης, το ενδεχόμενο ναυτικής απόβασης είχε μάλλον αποκλειστεί, μετά και τις σημαντικές απώλειες του ιταλικού στόλου στη βρετανική επιδρομή στον Τάραντα, ενώ τα ιταλοκρατοϋμενα Δωδεκάνησα ήταν σχετικώς απομονωμένα και απαιτούσαν τη μεταστάθμευση σημαντικού αριθμού αεροσκαφών για να χρησιμοποιηθούν ως βάση επίθεσης, ενδεχόμενο για το οποίο δεν υπήρχε καμιά ένδειξη. Τα πράγματα άλλαξαν ασφαλώς με τη γερμανική εισβολή, αλλά τότε ήταν πλέον αργά για τη συστηματική οχύρωση της Κρήτης, η άμυνα της οποίας εξάλλου δεν ήταν από πριν γνωστό με πόσες μονάδες θα ενισχυόταν.
Από ελληνικής πλευράς, οι ελληνικές κυβερνήσεις Μεταξά, Κορυζή και Τσουδερού δεν εμπιστεύονταν αρκετά τους Κρητικούς ώστε να προβούν στην οργάνωση πολιτοφυλακής ούτε πήραν κάποια επιπλέον μέτρα για την οχύρωση του νησιού μέχρι την τελευταία στιγμή. Μια περιορισμένη δύναμη πολιτοφυλακής που εγκρίθηκε τον Ιανουάριο του 1941 παρέμεινε στα χαρτιά και ουσιαστικά μόνο μετά την κατάρρευση του μετώπου έγινε δυνατή η δημιουργία κάποιων ελληνικών στρατιωτικών μονάδων που θα συμμετείχαν στην άμυνα του νησιού. Ετσι το βάρος της υπεράσπισης της Κρήτης έπεσε στις συχνά μισοδιαλυμένες μονάδες κυρίως Αυστραλών και Νεοζηλανδών που έφτασαν χωρίς τον βαρύ οπλισμό και τα σχήματά τους από την ηπειρωτική Ελλάδα. ,
Οι δυνάμεις αυτές, με τις μεγάλες διαφοροποιήσεις που είχαν ως προς την εκπαίδευση και τον εξοπλισμό τους, γνώριζαν πως σύντομα θα είχαν να αντιμετωπίσουν τη γερμανική επίθεση. Αν και μετά την κατάληψη της Αθήνας οι βρετανικές υπηρεσίες είχαν γίνει δέκτες κάποιων αντιφατικών πληροφοριών που ήθελαν τους Γερμανοιταλούς να δίνουν προτεραιότητα στην κατάληψη της Κύπρου ή της Συρίας (με στόχο να βοηθηθεί η αντιβρετανική εξέγερση στο Ιράκ), οι πληροφορίες αυτές δεν επαρκούσαν για να ανατρέψουν την εικόνα των προετοιμασιών για μια εισβολή στην Κρήτη.
Το ενδεχόμενο ναυτικής απόβασης στην Κρήτη είχε αποδυναμωθεί μετά τη βρετανική επιδρομή στον Τάραντα που προξένησε σημαντικές απώλειες στο Ιταλικό ναυτικό στόλο. Φλεγόμενα τα νεότευκτα ιταλικά θωρηκτά "Vittorio" και "Littorio" στις 11 Νοεμβρίου 1940
Οι πληροφορίες για τις γερμανικές προετοιμασίες είχαν διάφορες πηγές. Αρκετοί Ελληνες αλλά και στρατιώτες του συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος που έφταναν από την ηπειρωτική Ελλάδα έκαναν λόγο για μαζικές μετακινήσεις γερμανικών αεροσκαφών και στρατευμάτων προς τα νότια.
Κάποιες φορές μάλιστα οι ίδιοι οι Γερμανοί στρατιώτες παραβίαζαν τα μέτρα μυστικότητας που είχε διατάξει η γερμανική ηγεσία και καυχιόνταν ανοικτά πως σύντομα θα βρίσκονταν στην Κρήτη. Αλλες περισσότερο συγκεκριμένες πληροφορίες έκαναν λόγο για την απόφαση να μη ναρκοθετηθεί το λιμάνι της Σούδας αφού θα καταλαμβανόταν σύντομα ή αφορούσαν ακόμη και την πιθανή ημέρα έναρξης της επίθεσης.
Αν και παραδοσιακά οι επιθέσεις για την κατάληψη νησιών γίνονταν με θαλάσσιες αποβάσεις, η χρήση αλεξιπτωτιστών στη Νορβηγία, στο Βέλγιο και κυρίως στην Ολλανδία (η μεγαλύτερης κλίμακας επιχείρηση αλεξιπτωτιστών μέχρι τότε) είχαν ασφαλώς υποψιάσει το συμμαχικό στρατηγείο για την πιθανότητα συμμετοχής τέτοιων μονάδων και στην Κρήτη. Η παρουσία Γερμανών αλεξιπτωτιστών στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν γνωστή, τόσο από τη χρήση τους στην κατάληψη της γέφυρας της Κορίνθου όσο και από αναφορές ατόμων που έφταναν στην Κρήτη από την υπόλοιπη Ελλάδα τις ημέρες εκείνες.
Δημοσίευμα της "International Herald Tribue" της 21 Μαΐου 1941 με αναφορά στη γερμανική αποτυχία. Την ίδια ώρα εκδηλωνόταν κρίση στο γερμανικό αρχηγείο στην Αθήνα.
Επιπλέον, οι δυνατότητες και οι τακτικές που χρησιμοποιούσαν οι αλεξιπτωτιστές είχαν αρχίσει να γίνονται πλέον γνωστές. Ο ελληνικός στρατός για παράδειγμα είχε συντάξει ειδική έκθεση από τις αρχές του 1941, στην οποία αναλύονταν οι γερμανικές επιχειρήσεις στην Ολλανδία ανάμεσά τους και η χρήση των αλεξιπτωτιστών. Στην έκθεση αυτή γινόταν ειδική μνεία στη χρήση αγρών και παραλιών για τη μεταφορά εφοδίων και ενισχύσεων από γερμανικά αεροσκάφη κατά το παράδειγμα της μάχης της Χάγης.
Ωστόσο η παρουσία μονάδων αλεξιπτωτιστών δεν σήμαινε αυτόματα πως αυτές θα αποτελούσαν και τις κύριες δυνάμεις της εισβολής. Εξάλλου βαρέα όπλα δεν ήταν δυνατόν να μεταφερθούν παρά μόνο από τη θάλασσα. Χωρίς λοιπόν την ακριβή γνώση των σχεδίων, ο στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, ο οποίος είχε αναλάβει τη διοίκηση του νησιού, θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στο να σκορπίσει τις δυνάμεις του σε όλη την Κρήτη προσπαθώντας να καλύψει κάθε ενδεχόμενο και στο να πάρει το ρίσκο να εστιάσει σε όσες περιοχές θεωρούσε σημαντικότερες ή περισσότερο πιθανό να στοχοποιηθούν από τους Γερμανούς, αφήνοντας το υπόλοιπο νησί χωρίς άμυνα.
Η λύση στο πρόβλημα δόθηκε από μια εξέλιξη στον τομέα της αποκρυπτογράφησης. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν από την εποχή του μεσοπολέμου μια ηλεκτρομηχανική συσκευή που ονομαζόταν Enigma και έμοιαζε με γραφομηχανή για την κρυπτογράφηση των επικοινωνιών τους.
Ωστόσο το Enigma δεν ήταν άτρωτο και η χαλάρωση που η χρήση του κάποιες φορές επέφερε στα μέτρα ασφαλείας (π.χ. οι κωδικοί δεν άλλαζαν αρκετά συχνά και δεν χρησιμοποιούνταν πάντα οι δυνατότητες κρυπτογράφησης της συσκευής στο έπακρο) συνέβαλε τελικά στην επιτυχία των Συμμάχων να αποκρυπτογραφήσουν τα γερμανικά σήματα. Οι πρώτες επιτυχίες ήρθαν από τους Πολωνούς, οι οποίοι, συνεργαζόμενοι και με τις γαλλικές μυστικές υπηρεσίες, είχαν κάνει σημαντική πρόοδο στον τομέα αυτό μέχρι το 1939. Εκτός από τη χρήση μαθηματικών μοντέλων, σημαντικό ρόλο στην προσπάθειά τους αυτή έπαιξε και μια συσκευή (Bomba) που κατασκεύασαν ειδικά για τον σκοπό αυτόν.
Λίγο πριν από τη γερμανική επίθεση αποκάλυψαν την πρόοδο που είχαν κάνει στους Γάλλους και τους Βρετανούς. Το βρετανικό πρόγραμμα αποκρυπτογράφησης πήρε την κωδική ονομασία Ultra, αλλά η ύπαρξή του παρέμεινε μυστική έως τη δεκαετία του1970, με αποτέλεσμα αρχικά οι ιστορικοί να έχουν άγνοια για τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε στην έκβαση του πολέμου.
Προσγείωση αλεξιπτωτιστών μαζί με οπλισμό.
Η πιθανότητα οι πληροφορίες να ήταν αποτέλεσμα σχεδίου παραπληροφόρησης ήταν μικρές, αφού όλες οι ενδείξεις συνέτειναν στο ότι οι Γερμανοί συνέχιζαν να θεωρούν την κρυπτογράφηση των επικοινωνιών τους απόλυτα ασφαλή, γεγονός που επιβεβαιώθηκε αργότερα, όταν γερμανικό αεροσκάφος το οποίο μετέφερε τα γερμανικά σχέδια καταρρίφτηκε στην Κρήτη. Λίγες ημέρες πριν από την έναρξη της επίθεσης, οι βρετανικές υπηρεσίες στο Λονδίνο διέθεταν λοιπόν ακριβή εικόνα για την κλίμακα της σχεδιαζόμενης επίθεσης, τα μέσα που θα χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, ακόμη για το πότε περίπου η επίθεση αυτή θα λάμβανε χώρα.
Ωστόσο, ο τρόπος που οι πληροφορίες είχαν αποκτηθεί δημιουργούσε κάποια νέα προβλήματα στη βρετανική ηγεσία. Αν οι πληροφορίες αυτές αξιοποιούνταν στο έπακρο με την τοποθέτηση του συνόλου των δυνάμεων στις περιοχές όπου ήταν γνωστό ότι θα έπεφταν οι αλεξιπτωτιστές, τότε ήταν πολύ πιθανό οι Γερμανοί να υποπτεύονταν την υποκλοπή των σημάτων τους και να λάμβαναν μέτρα που θα ακύρωναν τις επιτυχίες στον τομέα αυτό. Ετσι οι Βρετανοί θα νικούσαν στη μάχη της Κρήτης, αλλά κινδύνευαν να βρεθούν στο σκοτάδι για άλλες πιθανές γερμανικές επιχειρήσεις, σε μια περίοδο μάλιστα όπου η επίθεση στην ίδια τη Βρετανία δεν είχε ακόμη αποκλειστεί. Επιπλέον η βρετανική οικονομία κινδύνευε να στραγγαλιστεί από τη δράση των γερμανικών υποβρυχίων, στη βύθιση των οποίων , το Ultra συνέβαλε καταλυτικά όταν αποκρυπτογραφήθηκαν και οι επικοινωνίες του γερμανικού ναυτικού. |
Ετσι επιλέχτηκε να γίνει μια κάπως περιορισμένη χρήση των επιτυχιών αυτών. Οι πληροφορίες που προέρχονταν από τα Ultra δεν δόθηκαν παρά μόνο στον διοικητή ! (Φράιμπεργκ) και στον επικεφαλής της μικρής τοπικής αεροπορικής δύναμης (Τζορτζ Μπίμις). Τα σχετικά σήματα που έφταναν στα χέρια τους, τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της μάχης, είχαν τον κωδικό Orange Leonard COL) και υποτίθεται πως οι πληροφορίες που περιείχαν προέρχονταν από πράκτορες, ενώ οι εντολές που είχε ο Φράιμπεργκ ήταν να αποφύγει ενέργειες που θα βασίζονταν αποκλειστικά στα σήματα του Orange Leonard.
Ο Νεοζηλανδός στρατηγός Φράιμπεργκ τοποθέτησε τις δυνάμεις του στις παραλίες τις οποίες θεωρούσε περισσότερο ευνοϊκές για γερμανική απόβαση. Οντως μερικοί Γερμανοί αλεξιπτωτιστές έπεσαν ... ακριβώς εκεί.
Με βάση τα παραπάνω λοιπόν, ο 52άχρονος Φράιμπεργκ, ο οποίος έτσι κι αλλιώς ήταν συνηθισμένος στις συμβατικές επιχειρήσεις, αποφάσισε να τοποθετήσει κατά προτεραιότητα τα στρατεύματά του στις παραλίες που ήταν περισσότερο ευνοϊκές για απόβαση και δευτερευόντως στα λιμάνια και τα αεροδρόμια, ενώ τη φύλαξη των πεδιάδων ή άλλων περιοχών ανέλαβαν κυρίως οι ανεπαρκείς σε αριθμό, εκπαίδευση και εξοπλισμό ελληνικές μονάδες. Ο ίδιος, ο οποίος μάλλον δεν έδειχνε να θεωρεί τις πληροφορίες για τα γερμανικά σχέδια ως απολύτως αξιόπιστες, συνέχισε να ανησυχεί μέχρι και την τελευταία στιγμή για το ενδεχόμενο επίθεσης από τη θάλασσα και να παραπονιέται πως οι δυνάμεις του ήταν ανεπαρκείς.
Ο πόλεμος είχε πολύ δρόμο ακόμη. Αντρες του 28ου τάγματος Μαορί μετά την εκκένωση της Κρήτης εκτελούν πολεμικό χορό χάκα ενώπιον του βασιλιά Γεωργίου Β' στην αιγυπτιακή έρημο στις 25 Ιουνίου 1941
Επίλογος
Χρόνια μετά τη μάχη, ο Τσόρτσιλ σημείωνε στα απομνημονεύματά του πως «σε κανένα άλλο σημείο του πολέμου δεν ήταν οι υπηρεσίες μας τόσο πλήρως και με ακρίβεια πληροφορημένες». Ωστόσο οι πληροφορίες αυτές δεν αποδείχτηκαν επαρκείς για να κρίνουν την έκβαση της μάχης θετικά για τους Συμμάχους.
Η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των μονάδων μετά την κοπή των επίγειων καλωδίων από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς, η γερμανική προσαρμοστικότητα μετά την έναρξη της μάχης και η παρανόηση κάποιων πληροφοριών συνέβαλαν στην αποδιοργάνωση των αμυνόμενων και τελικώς στην ακύρωση αρκετών από τα πλεονεκτήματα που προσέφερε η γνώση των γερμανικών σχεδίων πριν από τη μάχη. Υπήρχαν περιπτώσεις που ο Φράιμπεργκ ήταν καλύτερα πληροφορημένος για το πού βρίσκονταν οι γερμανικές μονάδες παρά οι δικές του, ενώ οι τοπικοί διοικητές σπάνια γνώριζαν τι συνέβαινε σε άλλους τομείς.
Η απώλεια επικοινωνίας με κάποιες από τις μονάδες στο Μάλεμε κατά την κρίσιμη πρώτη μέρα της μάχης έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, καθότι οδήγησε τον εκεί τοπικό διοικητή να υποθέσει πως μπορεί να είχαν εξοντωθεί, με αποτέλεσμα να διατάξει την υποχώρηση. Η καλύτερη πληροφόρηση από πλευράς των Συμμάχων τους βοήθησε λοιπόν σημαντικά να προκαλέσουν μεγάλες απώλειες στους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, αλλά δεν αποδείχτηκε τελικώς αρκετή για να εξουδετερώσει τις υπόλοιπες αδυναμίες τους και να κρίνει το αποτέλεσμα της μάχης.
Δημοσίευση σχολίου