{[['']]}
Αριστερά: Κώστας Δ. Κουτσικέλας απ’ το χωριό Ζαράκοβα Μαντινείας. Καθηγητής μαθηματικών. Εφεδρος υπολοχαγός του αστικού στρατού. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Ταγματάρχης - Επίτροπος Μαντινείας του Δ.Σ.Ε. Τον έπιασαν αιχμάλωτο και τον έκαψαν ζωντανό έξω από την Τρίπολη στις 15 Μάρτη 1949 μαζί με έναν άλλο, αφού τους περιέλουσαν με βενζίνη. Δεξιά: Παναγιώτης Δ. Κουτσικέλας, με στολή φαντάρου στ’ Αλβανικά βουνά σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά το 1944 στην Αθήνα, πολεμώντας από τις γραμμές του ΕΛΑΣ
Όπως έμαθα, ο Αντώνης έφθασε στο χωριό του μαζί με τον άλλον. Πήραν επαφή με τον πατέρα του Αντώνη. Ο πατέρας του για να τους σώσει τους παρέδοσε στο στρατό. Κι αυτοί, όπως μάθαμε, σκότωσαν στο δρόμο τον Αντώνη ενώ τους μεταφέρανε στα Τρόπαια. Νόμιζα ότι και ο άλλος σκοτώθηκε. Αυτός όμως ζει. Τον βρήκα πριν από ένα χρόνο. Δεν τον γνώρισα. Αυτός με γνώρισε. Όταν μου είπε ποιος ήταν, δεν τον πίστευα. Χάρηκα πολύ που έζησε. Τον είχα κι αυτόν για σκοτωμένο. Μακάρι να συναντήσω κι άλλους που έχω για σκοτωμένους. Φοβάμαι όμως ότι θα είναι ελάχιστοι.
Μόλις νύχτωσε πήγαμε πάλι στα Χάνια. Όταν φθάναμε εμείς ήρθαν και οι άλλοι, δηλαδή ο Γκιουζέλης με τους λοιπούς. Χαρές και φιλιά. Μας είχαν ξεγράψει. Πίστευαν ότι μας αφνιδίασαν και μας εξόντωσαν. Ο Κονταλώνης ήταν ο μόνος που πίστευε ότι δεν πάθαμε τίποτα. Κι αυτό γιατί από τα πρώτα πυρά, τις πρώτες ριπές, κατάλαβε ότι χτυπήσαμε πρώτοι εμείς. Αυτό το κατάλαβε γιατί οι ριπές είναι μικρές και αραιές, ενώ του εχθρού άδειαζε όλη η ταινία.
Από κει λοιπόν ξεκινήσαμε για το Χελμό. Ακολουθήσαμε το δρομολόγιο που πέρασα εγώ δηλαδή το μονοπάτι δίπλα στο Λάδωνα. Βαδίζαμε όλη νύχτα χωρίς ανάσα. Τα μεσάνυχτα περάσαμε το γεφύρι στο πήδημα και λημεριάσαμε σε κάτι μαντριά μέσα σε μια χαράδρα ακριβώς πέρα από τις στροφές του δρόμου από τα Τρόπαια - Γιοφύρι - Δίβριτσα. Τα μαντριά ήταν άδεια. Οι τσοπάνηδες ήταν υποχρεωμένοι το βράδυ να γυρίζουν με τα πρόβατά τους στο χωριό. Το λημέρι μας ήταν για κλάματα. Αν κινούνταν ο εχθρός θα πιανόμασταν σαν ποντικοί στη φάκα. Όλη μέρα περνούσαν αυτοκίνητα στον αμαξωτό, αλλά δεν έγινε καμιά κίνηση. Ευτυχώς δεν μας πήραν είδηση.
Μόλις νύχτωσε ξεκινήσαμε. Το τμήμα όμως ήταν πεινασμένο. Δύο μέρες τώρα δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Λυποθύμησε από την πείνα ένας σκοπευτής ο Θόδωρος Κλαδούχος από το χωριό Στρέζοβα (Δάφνη) Καλαβρύτων. Του δώσαμε ένα πρόχειρο ωμό τραχανά, απ’ αυτόν που φύλαγαν οι επίτροποι για ώρα ανάγκης. Τον ροκάνισε και συνήλθε. Όταν περνούσαμε την προηγούμενη βραδιά από την Δίβριτσα, μπήκαμε σε κάτι ακρινά σπίτια και πήραμε λίγο ψωμί και αλεύρι. Ο Γκιουζέλης όμως έδωσε εντολή να μην μοιραστεί τίποτε για να μην αργήσουμε. Ούτε και την άλλη μέρα έδωσαν τίποτα. Τα τρόφιμα φυλάγονταν για μια ώρα ανάγκης. Τελικά τα μοίρασαν το άλλο βράδυ. Τρεις κουταλιές της σούπας αλεύρι και είκοσι γραμμάρια ψωμί.
Φθάσαμε σε δύο πέτρινα καλύβια πάνω σε κάτι λόφους που βρίσκονται ανάμεσα στα χωριά Συριάμ και Ποδογορά. Αυτό που κάναμε ήταν σωστή τρέλα. Αλλά ο ανίδεος και ο τρελός δεν είναι μακρυά. Αυτή την πορεία και τα λημέρια, τα εισηγούταν ο Πόνος Γεωργόπουλος, καθηγητής γυμναστικής από το χωριό Κερπινή Γορτυνίας. Ήταν υπολοχαγός αλλά άκαπνος. Όλο τον καιρό δούλευε στην πολιτική οργάνωση και κυρίως στο διδασκαλείο. Ήταν καλός αγωνιστής και πιστός στις ιδέες του. Ο Πάνος ήξερε τα μέρη γιατί ήταν κοντά στο χωριό του. Δεν ήξερε όμως τι θα πει εκκαθαριστικές. Όταν λοιπόν λημεριάσαμε εκεί, ανησύχησα.
Πήγα στον Γκιουζέλη και του είπα τους φόβους μου. Του είπα ότι η Στρέζοβα είναι μια ώρα από εκεί που είμαστε και ότι γύρω μας είναι χωριά γεμάτα στρατό. Ακόμη από κάτω μας έχουμε το Λάδωνα κι αν γίνει κάτι είμαστε χαμένοι. Τάκουγε και ούτε έδωσε σημασία. Μου είπε να γυρίσω στο λόχο μου, που είχε πιάσει το άλλο πέτρινο καλύβι. Γύρισα στενοχωρημένος και πικραμένος. Είχα παγιδευτεί, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Δεν μπορούσα να ξεκόψω από τη διοίκηση της Μεραρχίας. Πέρασα μέχρι το μεσημέρι στιγμές αγωνίας. Από το μεσημέρι κι ύστερα ηρέμησα. Δεν υπήρχε κίνδυνος να κινηθούν. Μόνο αν έπαιρναν πληροφορίες. Εμείς όμως είχαμε αφάνεια. Ευτυχώς χιόνιζε όλη μέρα και σκέπασε τα αχνάρια μας.
Πήγα μετά το μεσημέρι στο καλύβι του Μεράρχου να δω τι θα μου πουν για το βράδυ. Τους βρήκα μια χαρά. Λες και δε συνέβαινε τίποτε. Είχαν ανάψει φωτιά και ο Μέραρχος ξυρίζονταν. Φαίνονταν καθαρά. Δεν είχε καταλάβει που βρισκόμασταν. Νόμιζε ακόμη ότι είχε μεραρχία. Πίστευε ότι τα πράγματα θα γίνουν κάπως έτσι, όπως γίνονταν πρώτα με τις εκκαθαριστικές. Εγώ όμως καταλάβαινα ότι το τελευταίο τμήμα που υπάρχει ακόμη συγκροτημένο στην Κεντρική και Βόρεια Πελοπόννησο ήταν ο λόχος μου.
Είχα μάθει από τον Πανταζόπουλο για τη διάλυση του τάγματος Μπουραζάνη και του λόχου του Γιαλαμά στην Ηραία. Είχα μάθει από τον μπακάλη για τη διάλυση του Πέρδικα στο Ανατολικό Μαίναλο. Μου είπε και ο Παπαβασιλείου για τα γεγονότα στην Ηλεία. Για τον Μανώλη δεν είχαμε μάθει τίποτα. Μάθαμε όμως για τη διάλυση του τμήματος που έφυγε με διοικητή τον Βρεττάκο, από τον Πάρνωνα για το Χελμό. Έτσι λίγο πολύ εγώ είχα μια εικόνα της καταστροφής. Ο Γκιουζέλης φαίνεται ότι ακόμη είχε αυταπάτες. Είχαν χαθεί και οι ασύρματοι με τον Μήτσο Κοντύλη. Τώρα λοιπόν έμενε ο λόχος μου και οι πέντε λόχοι στον Ταΰγετο - Πάρνωνα, αν είχαν κι αυτοί μείνει. Οι ξεκομένοι γύριζαν εδώ και εκεί και κάθε μέρα τους σκότωναν στις εξερευνήσεις.
Καλύτερα θα ήταν να τραβήξουμε και μεις για Ταΰγετο -Πάρνωνα να μαζευτούμε όλοι, να περάσει και ο χειμώνας και να δούμε τι θα κάναμε. Πρώτα - πρώτα αν έμπαινε άνοιξη ο τόπος θα άνοιγε και ο χώρος μας θα τριπλασιάζονταν, γιατί θ' ανεβαίναμε στα βουνά μας. Ενώ τώρα γυροφέρναμε στα ριζά και είμασταν υποχρεωμένοι να μπαίνουμε σε καλύβια, δηλαδή στη φάκα, για να ξενυχτήσουμε ή να κάνουμε αφάνεια. Αν κάναμε αυτό ίσως η άνοιξη να μας έβρισκε με τριακόσιους αντάρτες οργανωμένους, ίσως και παραπάνω. Έτσι θα κρατιόνταν η φυσιογνωμία του αντάρτικου στο Μωριά και ίσως γλύτωναν από τις εκτελέσεις αρκετοί. Αυτό θα ήταν μεγάλο κέρδος για το κίνημα. Τέλος σήμερα, δεν μπορούμε να λέμε και τι θα γίνονταν κι αν κάναμε αυτό ή εκείνο. Αυτό έπρεπε να γίνει τότε. Όμως δεν έγινε κι αντί γι' αυτό τραβάγαμε για το Χελμό. Για μένα και τον Μπασακίδη ήταν δύο φορές άσχημα, γιατί ξέραμε ότι ο Χελμός δεν περνιέται. Κι όμως ακολουθούσαμε. Τι να κάναμε;
Καθώς ξυρίζονταν ο Γκιουζέλης, δηλαδή τον ξύριζε ο Κονταλώνης, άρχισε πάλι συζήτηση. Με ρώτησε που μπορούμε να πιάσουμε λημέρι φεύγοντας από εκεί για το Χελμό. Του απάντησα «πουθενά» ή πρέπει να φθάσουμε την ίδια βραδιά - πράγμα αδύνατο ή πουθενά. Αν μείνουμε προς το Κερπινέϊκο - Τοπόριτσα - Γλόγοβα - Αγρίδι, θα πάθουμε αυτό που έπαθε ο Πέρδικας δηλαδή, ή θα μας σκοτώσουν ή θα πνιγούμε στο Λάδωνα. Αν θέλουμε να περάσουμε προς το Χελμό, πρέπει να περάσουμε πρώτα στο Ανατολικό Μαίναλο, κάπου εκεί στο Βλαχερνέϊκο και μετά να πηδήσουμε στο Σαϊτά, Φενεό, διάσελο Τριανταφυλλιάς κ.λπ.. Εκεί όμως τα χιόνια θα είναι αδιάβατα. Φώναξε και τον Πάνο Γεωργόπουλο. Ο Πάνος του είπε ότι μπορούμε να μείνουμε στα Κερπινέϊκα Καλύβια. Αν δε μας δουν, τότε το άλλο βράδυ περνάμε στον Άρμπουνα - Χελμό. Αν όμως μας αντιληφθούν τι θα γίνουμε; τον ρώτησα εγώ. Ο Πάνος σήκωσε τους ώμους του και δεν είπε τίποτε. Συμπλήρωσα όμως εγώ. «Θα μας πιάσουν σαν ποντικούς στη φάκα. Όποιος ξέρει κολύμπι μπορεί να γλυτώσει βουτώντας στο Λάδωνα που απέχει απ’ τα καλύβια διακόσια μέτρα».
Είπα στο Γκιουζέλη: «Μέραρχε, ξέρεις που είναι τα καλύβια; Είναι σε μια πλαγιά. Από κάτω είναι ο Λάδωνας και από πάνω η Κερπινή - Γλανιτσιά. Εμείς θα είμαστε στη μέση της πλαγιάς. Ούτε εκατό μέτρα ορατότητα δεν θα έχουμε προς το βουνό. Αν κινηθούν από την Κερπινή εμείς θα τους δούμε στην κορυφή στο βράχο, πάνω από τα κεφάλια μας. Βλέπουμε μόνο προς τη Στρέζοβα πέρα από το ποτάμι που δεν μας ενδιαφέρει γιατί κι αυτοί δεν μπορούν να περάσουν το ποτάμι». Ο Μέραρχος άκουσε και είπε: «όλα αυτά εφ’ όσον υπάρχει εχθρός στη Γλανιτσιά και Κερπινή. Θα δούμε όμως αν υπάρχει». Έφυγα εγώ και ο Γεωργόπουλος και πιθανόν να συνεχίστηκε η συζήτηση με τον Κονταλώνη - Μπασακίδη.
Γύρισα στο καλύβι μου με σφιγμένη καρδιά. Σκεφτόμουνα ότι δεν μπορεί να την γλυτώνουμε κάθε φορά λημεριάζοντας σε καλύβια, που τάχουν αφήσει επίτηδες άκαφτα για παγίδες. Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Ο επίτροπος με είδε όπως ήμουνα και κατάλαβε. Με ρώτησε τι έγινε. «Πάμε πάλι για θρακόβολη» του είπα. «Ας βάλει ο διάολος το πόδι του να τη βγάλουμε καθαρή, όπως σήμερα και χτες, αλλιώς θα παραστήσουμε τον Οδυσσέα Αντρούτσο στο Χάνι της Γραβιάς, με το μυαλό που κουβαλάει ο Μέραρχος». Κατάλαβε. Δεν ρώτησε τίποτα άλλο. Έπεσε κι αυτός σε συλλογή.
Καθάρισα το πιστόλι μου και τ’ όπλο μου και μετά έφτιανα μ’ ένα ξύλο κουλούρια στη στάχτη για να περάσει η ώρα. Σκεφτόμουν πότε τόνα πότε τ’ άλλο. Σε μια στιγμή φώτισε τη μαύρη σκέψη μου μια ελπίδα: ίσως μας σώσει ο εχθρός. Ναι ο εχθρός ίσως να μας σώσει. Αν έχει πιάσει το Γεφύρι της Κυράς στο Λάδωνα καθώς θα περάσουμε από κάτω θα μας χτυπήσει και μεις υποχρεωτικά θα γυρίσουμε πίσω και χωρίς άλλο θα ανεβούμε προς το Βαλτεσινίκο, για να μπούμε υποχρεωτικά πια στο Μαίναλο. Ακόμη καλύτερα θα είναι να ντουφεκορίχνει κάπου -κάπου και να έχει πιάσει φυλάκιο πάνω στο γεφύρι κι όχι πάνω από το γεφύρι στο τσιουγγάρι.
Όσο για απώλειες δεν θα είχαμε γιατί θα ανιχνεύαμε το γεφύρι Kat πάντοτε τους ανακαλύπταμε ή με τα αυτιά ή με την μύτη ή με το μάτι. Ποτέ δεν πέσαμε πάνω τους. Αυτοί δεν ήξεραν να λουφάζουν ή μάλλον δεν ήθελαν να πέφτουμε μούτρα με μούτρα. Μόλις άκουγαν τσάχαλο άρχιζαν το ντουφεκίδι με τις ώρες. Δυστυχώς όμως δεν είχαν φυλάκιο στο Γεφύρι και μεις περάσαμε όμορφα κι ωραία. Πάνω στο τσουγγάρι είδαμε φωτιά από τσιγάρο. Μόλις περάσαμε και απομακρυνθήκαμε έριξαν και μια φωτοβολίδα. Δεν ήταν για μας όμως.
Ας έρθουμε λοιπόν τώρα στο καλύβι μας. Αργούσε να νυχτώσει. Το χιόνι δεν σταματούσε όλη μέρα. Έλιωνε όμως γιατί εκεί ήταν χαμηλά. Η πιτουρίδα έκοβε τη θέα. Δεν έβλεπες πάνω από πενήντα μέτρα. Κανείς δεν κινιόνταν. Ούτε τσοπάνηδες βγήκαν από τα χωριά. Ο εχθρός είχε πιάσει τα παραγώνια και κοπάναγε τσίπουρο με συκοκάρυδα. Εμείς σαν αγρίμια σφίγγαμε τη λουρίδα μας, τρεις μέρες τώρα χωρίς φαΐ και ψωμί. Λίγο κατσιαμάκι μόνο με τρεις κουταλιές αλεύρι που μας μοίρασαν. Για την άλλη μέρα δεν έμενε παρά να τινάξουμε τα σακκίδια μας για τα τρίματα.
Αυτό γίνονταν όταν το πράγμα τράβαγε πολύ. Τινάζαμε τα σακίδια για τα τρίματα. Τα μαζεύαμε στη χούφτα του ενός χεριού και φυσάγαμε για να φύγουν οι τρίχες και τα σκουπιδάκια. Μετά τα τρώγαμε ένα - ένα τρίμα για να κρατήσει μερικά λεπτά το κολατσιό και να μας φανεί ότι φάγαμε. Το στόμα μας γέμιζε σάλιο και το κάθε τρίμα, μας φαίνονταν ολόκληρη μπουκιά. Είχαμε όμως και απώλειες και σπατάλες. Με το φύσημα μαζί με τις τρίχες πηδούσε και κανένα τρίμα έξω από τη χούφτα. Γι’ αυτό οι πιο υπομονετικοί δεν φυσούσαν αλλά καθάριζαν τις τρίχες και τα σκουπίδια ένα - ένα με το άλλο χέρι. Αν καμιά φορά δεν είχε τρίματα κάποιος, του έδιναν δύο - τρία οι άλλοι. Μετά το φαγητό δύο γουλιές νερό από το παγούρι κι όλα ήταν εντάξει μόνο που η Λαϊκή Δημοκρατία δεν είχε έρθει ακόμη. Όπου νάναι όμως θα φαίνονταν κι αυτή αφού η Κυβέρνησή μας είχε πια αρχίσει να ετοιμάζει νόμους και διατάγματα. Και ρωτάς αναγνώστη, τι είμασταν: τρελοί ή ονειροπόλοι; Και τα δύο αναγνώστη. Και τρελλοί και ονειροπόλοι. Λεν υπάρχουν πεζοί και γνωστικοί επαναστάτες. Εμείς όμως παραείμασταν.
Όταν νύχτωσε βγήκαμε κι από τα δύο καλύβια και ξεκινήσαμε. Μπροστά τώρα πήγαινε ο λόχος μου και μετά οι δύο ομάδες της σχολής και τέλος η ομάδα διοίκησης. Βαδίζαμε παράλληλα και αντίθετα με το ρεύμα του Λάδωνα. Ο Λάδωνας δεν ακούγονταν ήταν όμως φουσκωμένος μέχρι πάνω. Φαίνονταν σαν να μην κινιόταν. Έτσι είναι αυτό το ποτάμι. Είναι αμίλητο, μουλωχτό. Δεν κάνει φασαρία, δεν αφρίζει, είναι σαν λάδι. Είναι όμως πάντα θολωμένο γιατί περνάει από λασπερά μέρη. Κοιμάται κι όμως αυτή η ακινησία του σε τρομάζει γιατί δίνει την εντύπωση ότι παραμονεύει σαν φίδι για να σε καταπιεί. Όταν έπεσε βαθύ σκοτάδι, οι όχθες και οι πλαγιές αντιφέγγιζαν γιατί ήταν σκεπασμένες με χιόνι και μόνο το ποτάμι μαύριζε σαν μια βαθιά χαραματιά στα σκέλια της γης.
Βαδίζαμε τόσο σιγά και προσεχτικά που δεν ακουγόμασταν ούτε σε δέκα μέτρα. Βοηθούσε σ’ αυτό και το χιόνι. Όταν φθάσαμε στο γεφύρι της Κυράς σταματήσαμε. Μείναμε ακίνητοι για να ανιχνεύσουμε το μέρος ακουστικά και με τη μύτη, μήπως ακούσουμε κανένα τσάχαλο ή μυρίσουμε καπνό. Περιμέναμε έτσι ακίνητοι κάπου δέκα λεπτά. Τίποτα όμως δεν πιάσαμε. Μετά έστειλα δύο να ανιχνεύσουν το γεφύρι. Δεν είχαν ακόμη γυρίσει όταν ήρθε ο Κονταλώνης εκνευρισμένος για την αργοπορία κι έδωσε εντολή να προχωρήσουμε. Εγώ δεν το κούνησα ούτε ένα βήμα. Γύρισαν οι δικοί μου. Ήταν ησυχία. Τότε αρπαχτήκαμε με τον Κονταλώνη, ψιθυριστά όμως. Τέλος προχωρήσαμε.
Περάσαμε δίπλα και κάθετα στην άκρη του γεφυριού. Κόψαμε το δρόμο που έρχεται από τη Γλανιτσιά και φθάσαμε στο μύλο. Κι εκεί ήταν ησυχία. Καθώς περάσαμε από το μύλο πίσω μας κι απέναντι από το ποτάμι, πάνω στο τσιουγγάρι ακριβώς πάνω από το γεφύρι, είδαμε φωτιά σαν τσιγάρο. Ίσως εκεί ήταν φυλάκιο. Λέω ίσως γιατί δεν το εξακριβώσαμε. Προχωρήσαμε πια γρήγορα - γρήγορα και καμιά φορά φτάσαμε στα Κερπινέϊκα Καλύβια. Ήταν έρημα. Και τα σκυλιά ακόμη είχαν χαθεί. Ήταν φανερό ότι αυτά τα Καλύβια τα είχαν αφήσει για παγίδα.
Δεν ήταν δυνατόν σε μια περιοχή να καταστρέφονται όλα τα εξώσπιτα ακόμη και τα ερημοκκλήσια και να μένουν δύο - τρία άθικτα. Εκτός απ’ αυτό ήταν γνωστή η διαταγή του Πετζόπουλου που υποχρέωνε όλους όσους έχουν εξώσπιτα να τα ξεσκεπάσουν. Για τα ερημοκκλήσια το ίδιο. Υποχρέωνε τις εκκλησιαστικές επιτροπές να ξεσκεπάζουν τα εξωκκλήσια. Οι ποινές ήταν βαριές γι’ αυτούς που θα παράκουγαν. Όσα εξώσπιτα δεν ξεσκεπάστηκαν κάηκαν από τους χίτες των χωριών και τους χωροφύλακες. Συνεπώς αυτά που έμειναν άθιχτα ήταν παγίδες. Δεν έχει άλλη εξήγηση αυτό το φαινόμενο. Σ’ αυτή την παγίδα πέφταμε τώρα και μεις τρεις μέρες συνέχεια. Τώρα ήταν η τέταρτη. Η γκρίνια μου με τον Κονταλώνη ήταν αποτέλεσμα αυτού του εκνευρισμού. Περισσότερο τάχα με το Μέραρχο και τον Πάνο Γεωργόπουλο.
Τέλος πιάσαμε τρία εξώσπιτα και ανάψαμε φωτιά. Ζεσταθήκαμε και πριν φωτήσει μου έδωσαν διαταγή να βγάλω μια ομάδα φυλάκιο προς το δρόμο που έρχεται από την Τοπόριστα -Γλόγοβα. Έφερα αντίρρηση. Πήγα και τους είπα: «ή θα κάνουμε αφάνεια και δεν θα ξεμυτίσει κανένας έξω από τα καλύβια και θα σβήσουμε και τις φωτιές να μη βγαίνει ο καπνός, ή θα βάλουμε δύο φυλάκια ένα στο υψωματάκι προς την Τοπορίστα και δύο ομάδες πάνω στο βράχο στην κορυφή του βουνού». Αυτοί επέμεναν να βγει μια ομάδα παρατηρητήριο, να την αλλάζω όταν ρίχνει χιόνι ή έχει καταχνιά κι όταν είναι ανοιχτός ο καιρός να κάνει αφάνεια. Αυτό ήταν κουτουράδα που στοίχισε πενήντα κεφάλια και τριάντα αιχμαλώτους. Δεν μπορεί η ομάδα να κάνει αφάνεια για πολλές ώρες, κατάλακα μέσα στο χιόνι γιατί θα παγώσει, αφού δεν έχει τα εφόδια που πρέπει όπως γούνες άσπρες, μπότες, γάντια κ.λπ.
Τέλος πάντων, έγινε όπως είπαν. Μόλις φώτησε καλά, ξάνοιξε λίγο ο καιρός. Μετά σιγανοχιόνιζε. Ήρθε ένας αντάρτης και μου είπε ότι από το καλύβι της διοίκησης; βγαίνει καπνός. Πήγα και τους το είπα. Πέρα βρέχει. Γύρισα στο δικό μου ανακατεμένος. Καθόμουνα πάνω στα καρφιά και κοίταζα κάθε τόσο το ρολόι. Έτσι μούρχονταν να πάρω όλο το λόχο και να βγω στην κορυφή. Και μακάρι να το έκανα. Πάλι έκανα υπομονή.
Αν είχα τη δύναμη να κάνω να γυρίσει η ημέρα, προχωρώντας τους δείχτες του ρολογιού μπροστά, θα έβγαινα από την αγωνία. Η μαγική ώρα δύο μετά το μεσημέρι αργούσε να έρθει. Δεν άφησα κανέναν να βγάλει τα παπούτσια του. Σαν να με προειδοποιούσε κάτι, ότι γύρω μας στήνει ο χάρος μαντρί για να μας μαντρώσει όλους μια και καλή. Όσο η ώρα προχωρούσε τόσο αισθανόμουνα στεναχώρια σαν να με έπνιγαν.
Φθάσαμε έτσι γύρω στις δώδεκα. Και εκεί που κοίταζα μέσα από τη χαραμάδα της ξυλόπορτας του καλυβιού προς τη Στρέζοβα, είδα μια διμοιρία να κινείται από το δρόμο της Στρέ-ζοβας, προς τα μας δηλαδή το Λάδωνα. Ώσπου να καλοσκεφτώ, μια ριπή έσκισε τη σιγαλιά και μετά άλλες κι άλλες κι άρχισε το νταβαντούρι. Πετάχτηκα έξω. Βλέπω δύο αντάρτες από το φυλάκιο να τρέχουν προς τα μας. Τους ρώτησα τι γίνεται. Μου είπαν ότι τους χτύπησαν στο φυλάκιο από πολλές μεριές γύρω -γύρω. Ήταν φανερό ότι τους αιφνιδίασαν. Εντόπισαν το φυλάκιο και μόλις άρχισε να χιονίζει το πλησίασαν πολύ κοντά. Το αιφνιδίασαν και το εξόντωσαν. Τώρα άρχισαν να χτυπούν τα καλύβια από παντού αλλά όχι από πολύ κοντά.
Μακελειό στα Κερπινέϊκα Καλύβια - Θάνατος Κώστα Μπασακίδη — Διάλυση του λόχου μου-13 Μάρτη 1949
Είχαμε πέσει στην παγίδα. Μας είχαν φαίνεται πάρει είδηση από το πρωί και μας την έστησαν. Υπάρχει και η πληροφορία ότι κάποιος δεξιός τσοπάνης, που τον άφηναν στο καλύβι του επίτηδες, μας άκουσε τη νύχτα που περάσαμε και μας πρόδωσε. Είτε έτσι είτε αλλιώς την πατήσαμε τη φλούδα. Είμασταν πια όλοι έξω. Ήρθε και ο Μπασακίδης Κώστας από το άλλο καλύβι. «Τι κοιτάς» μου λέει, «είμαστε κυκλωμένοι, εμπρός γρήγορα να πιάσουμε το βράχο πάνω από τα καλύβια». Κινήσαμε όλοι ακροβολιστά ν’ ανεβαίνουμε την πλαγιά. Αυτοί μας χτυπούσαν από τρεις μεριές. Μας θέριζαν. Κάθε τόσο και έπεφτε κάποιος. Εμείς συνεχίζαμε. Μόνη ελπίδα να προλάβουμε να
πιάσουμε το βράχο, το τσουγγάρι που δεν ήταν πιασμένο ακόμη. Τρέχαμε στην ανηφόρα και το χιόνι μας γύριζε πίσω.
Τέλος βρεθήκαμε μπροστά, πρώτος ο Μπασακίδης, μετά εγώ και πίσω μου ένας σκοπευτής της σχολής, Δήμο νομίζω τον ελέγαν, το επίθετό του ήταν ή Δημαρόγκωνας ή Λαζαρόγκωνας, ήταν ένας παλήκαρος από τη Μάνη και πιο πίσω ο σύνδεσμος του Μπασακίδη Στράτος Τζώρτζης. Τρέξε - τρέξε - τρέξε όλο και πλησιάζαμε. Να, να, δέκα μέτρα, πέντε μέτρα και φθάσαμε στη ρίζα του βράχου στο στεφάνι. Κι απάνω που νομίσαμε ότι προλάβαμε, βλέπουμε πάνω στο τσουγγάρι τρεις - τέσσερις που μας κάρφωναν με τ’ αυτόματα και μας φώναζαν «Παραδοθείτε». Τους ρίξαμε πρώτοι. Έπεσαν κάτω. Στρίψαμε δεξιά ν’ ανεβούμε στο άλλο τσουγγάρι. Μας κάρφωσαν κι από εκεί. Τους χτύπησε ο σκοπευτής, ενώ εγώ και ο Μπασακίδης στρίψαμε αριστερά ν’ ανεβούμε από πιο πέρα, μας χτύπησαν αυτοί τώρα από μπροστά.
Έπεσε ο Μπασακίδης. Τον χτύπησαν κατακούτελα. Ο σκοπευτής μας τους καθήλωσε. Τραβήξαμε τον Μπασακίδη από την πλάτη: «συναγωνιστή συνταγματάρχη, συναγωνιστή συνταγματάρχη!», τίποτα αυτός. Ήταν πια νεκρός. Εμείς στριμωγμένοι στο βράχο κι αυτοί από πάνω μας. Μόλις ξεμύτιζαν τους χτυπούσε ο σκοπευτής και μεις με τα ατομικά από κάτω προς τα πάνω. Δε δεχόμασταν πολλά πυρά γιατί αυτοί χτυπούσαν στην πλαγιά στο ψητό. Εκεί ήταν ο λόχος μου και οι άλλοι της σχολής. Σκότωναν με την άνεσή τους, σαν να χτυπούσαν τριγώνια κουρασμένα απ’ το ταξίδι.
Εκείνη τη στιγμή ο Στράτος Τζώρτζης από τα χωριά Γιωργίτσι - Καστανιά που, ήταν σύνδεσμος του Μπασακίδη κάτι πήρε από τον Μπασακίδη και γύρισε πίσω με άλματα προς τα κάτω. Ακολούθησα και γω. Ο σκοπευτής ήρθε μετά από μένα. Στην πλαγιά εδώ και εκεί ήταν τραυματίες και σκοτωμένοι. Φώναζα νάρθουν μαζί μου. Ακολούθησαν καμιά δεκαριά. Τράβηξα με άλματα για κάτω, προς το ποτάμι. Κατασκοτώθηκα γιατί όπως ήταν χιόνι δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κι έπεφτα πάνω σε τσουγάρια. Αλλού άλμα αλλού κουτρουβάλα, έφθασα κάτω από μια πτυχή της πλαγιάς. Εκεί ήταν απυρόβλητο. Έκανα εμετό. Είχα χτυπήσει.
Πίσω μου ήταν ο Νίκος Πανταζόπουλος ή Τηλέμαχος από το Πεταλίδι της Μεσσηνίας «πάει χαθήκαμε» μου λέει. « Όχι ακόμη» του λέω. Κοίταξα για τους άλλους. Δε με ακολουθούσαν πια. Έτρεχαν εδώ κι εκεί. Οι περισσότεροι είχαν πέσει στις λούζες. Κοίταξα προς τα καλύβια. Τότε έφθανε ο εχθρός προς τα εκεί. Λέω στο Νίκο: «Βάρα του». Τους ρίξαμε καμιά δεκαριά μπαταριές. Πισωκόλωσαν αλλά άρχισαν από παντού να μας χτυπούν. Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι το ποτάμι θα μας έσωζε. Λέω στο Νίκο. Έλα να περάσουμε το ποτάμι. Τώρα που κινδυνεύαμε μας φαίνονταν σαν αυλάκι. Ξεμύτησε μια ομάδα από τη γωνιά του καλυβιού σε απόσταση εκατό μέτρα. Τους χτυπήσαμε με τα ατομικά μας. Γύρισαν πίσω από το καλύβι. Τότε πεταχτήκαμε τρέχοντας προς το ποτάμι.
Φθάσαμε εκεί. Το ποτάμι ήταν φουσκωμένο. Έβγαλα τη μαντύα μου και μπήκα πρώτος. Ακολούθησε και ο Νίκος. Ευτυχώς μόλις μπήκα δύο τρία μέτρα, το ποτάμι μ’ έκοψε μέχρι το στήθος. «Γύρνα πίσω μου λέει ο Νίκος, θα πνιγούμε». Έκανα να γυρίσω και το ποτάμι με σήκωσε. Μ ’ άρπαξε ο Νίκος από το χιτώνιο. Βγήκα έξω αλλά το ποτάμι μου πήρε τη μαντύα. Λέω στο Νίκο: «να πέσουμε κολυμπώντας και το ποτάμι θα μας βγάλει απέναντι». «Είσαι τρελός» μου λέει. Καθώς λέγαμε αυτά, βλέπουμε απέναντι από το ποτάμι ψηλά όμως στην κορυφή της ράχης, να ξεπροβάλλουν φιγούρες. Μετά άρχισαν να βάζουν προς τα Καλύβια. Τώρα πια ούτε το ποτάμι μας σώζει. Εκεί που είμασταν δε δεχόμασταν πυρά γιατί μας φύλαγε η όχτη.
Αφού είδα ότι δεν μπορώ να περάσω απέναντι, απελπίστηκα. Σήκωσα το κεφάλι μου από την όχτη και είδα το χαλασμό. Τους χτυπούσαν μέσα στις λούζες. Είχαν πιάσει καμιά δεκαριά και τους είχαν καθιστούς πάνω σ’ ένα τουμπάκι εκεί στα καλύβια. «Καλύτερα ο θάνατος παρά να πιαστώ ζωντανός», είπα στο Νίκο. «Εκατό φορές ο θάνατος παρά να μας κόψουν το κεφάλι με το μαχαίρι όπως κάνουν στ’ αρνιά» μου απάντησε. Για καλή μας τύχη γύρισα δεξιά και είδα ότι από εκεί περνούσε το μυλαύλακο. Το μυαλό μου φωτίστηκε. « Έλα κοντά σούρνοντας» του λέω. Ακολούθησε. Σούρνοντας, σούρνοντας πηδήσαμε, το μυλαύλακο και μετά σκυφτοί - σκυφτοί σχεδόν στα τέσσερα, προχωρούσαμε χωρίς να φαινόμαστε από πουθενά. Μας έκρυβαν οι όχτες του μυλαύλακου. Του λέω: «σκυφτά, μπουσουλώντας όσο μπορείς να μη μας δούνε και από δω θα γλυτώσουμε. Θα βγούμε έξω από τον κλοιό. Θα φθάσουμε κάτω στο μύλο κοντά στης Κυράς το Γεφύρι».
Έτσι και έγινε. Σκυφτοί μέσα στο νερό, μπουσουλώντας τραβούσαμε για κάτω. Αυτοί είχαν πιάσει αιχμαλώτους και ασχολούνταν φαίνεται να βρουν κι άλλους μέσα στις λούζες και δεν είχαν στο νου να κλείσουν τ' αυλάκι. Η όχτη του αυλακιού ήταν γεμάτη από κλαδιά πυκνά. Ας μην είχαν φύλλα, μας έκρυβαν. Έτσι σιγά - σιγά βγήκαμε από τον κλοιό. Ακούγαμε πια τις ντουφεκιές πίσω μας. Το αυλάκι έστριβε κι από κεί και πέρα δεν μας έβλεπε κανείς. Τους αφήσαμε πολύ πίσω. Φοβόμουν όμως αυτούς από τη Στρέζοβα. Ούτε και αυτοί μας είδαν. Φθάσαμε σ’ ένα ρέμα. Βγήκαμε από το μυλαύλακο. Πήραμε τη ρεματιά και μετά την πλαγιά του βουνού. Κοντεύαμε να φθάσουμε στην κορυφή και ακόμη δεν μας είχαν δει. Αυτοί ήταν πίσω μας και μακρυά, περίπου χίλια μέτρα ευθεία. Μας χώριζε όμως η ρεματιά. Μόλις όμως φθάσαμε δέκα μέτρα από την κορυφή, μας είδαν. Μας έριξαν πέντε - έξι ντουφεκιές. Τρομάξαμε να βγούμε στην κορυφή. Εκεί ήταν ένα εξώσπιτο. Κρυφτήκαμε πίσω από το σπίτι. Μας παράτησαν. Ερευνήσαμε γύρω. Ήταν ησυχία. Καμιά κίνηση. Μπροστά μας ανατολικά και νότια ήταν το χωριό Γλανιτσιά. Τώρα κινδυνεύαμε από εκεί. Αφού όμως δεν μας έχουν δει, δεν τρέχει τίποτε ακόμη. Καθήσαμε λίγο να ξεκουραστούμε. Είχαμε γλυτώσει.
Πίσω μας το ντουφεκίδι συνέχιζε αραιό πού και πού. Εξόντωναν το λόχο μου. Εξόντωναν το τελευταίο συγκροτημένο τμήμα στο Κεντρικό και Βόρειο Μωριά. Πίστευα ότι εξόντωναν και τη διοίκηση της Μεραρχίας. Επειδή όμως ακόμη δεν ήξερα τι ακριβώς έγινε, δηλαδή πόσοι γλύτωσαν και επειδή ακόμη ο κίνδυνος για μας δεν είχε περάσει, δεν μπορούσα να δω το βάθος της καταστροφής. Ακόμη ήμουν σε υπερένταση, δεν μπορούσα να κλάψω, δεν μπορούσα να ξεσπάσω, δεν μπορούσα να ηρεμήσω και να σκεφτώ. Εκεί που είμασταν κινδυνεύαμε. Σχεδόν είμασταν ακόμη στο στόμα του λύκου. Αν κινούνταν από το χωριό Γλανιτσιά ή αν αυτοί που κινήθηκαν από το χωριό Κερπινή προς το Δρακοβούνι και μας μπλοκάρισαν, στρίψουν προς τα δω, χαθήκαμε. Είμασταν ακόμη στη φάκα. Έπρεπε να περάσουμε πέρα από το δρόμο Γλανιτσιάς - Γεφύρι Κυράς, για να μπορούμε πια να βαδίζουμε κι όχι να τρέχουμε. Δεξιά μας κάτω, ο Λάδωνας μας έζωνε σαν ένα τεράστιο φίδι που, αποτελείτο μόνο από ένα στόμα με δύο τεράστιες μασέλλες, που εκτείνονταν από τη Μαντινεία μέχρι την Ηλεία, έτοιμες να μας ρουφήξουν.
Ο Πανταζόπουλος ήθελε να καθίσουμε εκεί να ξεκουραστούμε. Εγώ επέμενα να φύγουμε. Με χίλια δυό τον έκανα να ακολουθήσει. Πέσαμε πάλι σ’ άλλη ρεματιά κι αφού την ακολουθήσαμε περίπου μισό χιλιόμετρο βγήκαμε δεξιά και πήραμε ένα χαντάκι. Φθάσαμε σ’ ένα δρόμο κάτω από το χωριό Γλανιτσιά. Το χωριό από κει θα ήταν γύρω στα πεντακόσια μέτρα. Εκεί έπεσε επάνω μας μια γυναίκα από το χωριό. Αναγκαστικά την κρατήσαμε. Τραβήξαμε μέσα στο χαντάκι, βρήκαμε μια πατουλιά γερή και κει σταματήσαμε. Την ρώτησα τι γίνεται στο χωριό. Μου είπε ότι είναι γεμάτο στρατό και ότι τώρα ετοιμάζονται να βγουν προς τα Γλανιτσιώτικα Καλύβια και το Γεφύρι της Κυράς. Κατάλαβα ότι κινούνται για να κάνουν κι αυτοί εξερεύνηση για φυγάδες από τα Κερπινέϊκα Καλύβια. Έπρεπε να φύγουμε αμέσως από εκεί.
Είπα στο Νίκο να φύγουμε. Αυτός επέμενε να κρυφτούμε εκεί. Επέμενε ότι εκεί δεν θα μας βρουν γιατί δεν υποψιάζονται ότι, μπορεί να κρυφτεί κανείς πεντακόσια μέτρα από το χωριό. Τότε του είπα ότι «εγώ φεύγω. Αν δεν ακούσεις ντουφεκιές ν’ ακολουθήσεις. Αν ακούσεις ντουφεκιές να καταλάβεις ότι με είδαν από το χωριό και με κυνηγούν ή ότι έπεσα πάνω τους στο δρόμο Γλανιτσιά - Γεφύρι Κυράς. Σε πέντε λεπτά να ακολουθήσεις. Την γυναίκα να την αφήσεις να φύγει όταν φύγεις και συ». Αυτός μου απάντησε: «Δεν μπορώ. Έχουν κοπεί τα πόδια μου. Θα κρυφτώ εδώ. Μείνε και συ για να γλυτώσεις. Αν βγεις από δω θα σε σκοτώσουν οπωσδήποτε. Θα σε βάλουν στο σημάδι από το χωριό. Δεν γλυτώνεις». Του απάντησα ότι ώσπου να με δουν θα έχω κερδίσει τριακόσια μέτρα, θα μένουν άλλα διακόσια. Μετά θα πέσω προς την Τσιάρνη. Έφυγα και του λέω: «ν’ ακολουθήσεις αν δεν ακούσεις ντουφεκιές».
Αυτός δεν ακολούθησε. Κι όχι μόνο αυτό. Όπως έμαθα, άφησε και τη γυναίκα να πάει στο μαντρί της. Αυτή όμως δεν πήγε. Γύρισε στο χωριό. Είπε τι είδε και αμέσως οι στρατιώτες και οι χίτες, ξεχύθηκαν στη ρεματιά. Όπως ήταν κατήφορος έφθασαν σε δυό λεπτά. Ο Πανταζόπουλος έτρεξε τότε προς το ρέμα. Τελικά τον έπιασαν και τον σκότωσαν. Άλλοι λένε ότι σκοτώθηκε τρέχοντας. Ετσι έμαθα. Από εκεί που ήμουνα δεν μπορούσα να δω τι γίνεται στη ρεματιά. Μόνο άκουγα τις ντουφεκιές.
Εγώ τραβώντας λοξά και ανηφορικά από το ρέμα, βγήκα στο δρόμο Γλανιτσιά - Γεφύρι Κυράς και συνέχεια ανέβηκα την πλαγιά. Ήταν όμως μεγάλη απόσταση και το χιόνι μ’ εμπόδιζε. Κάθε τόσο περίμενα να με ντουφεκίσουν από το χωριό. Όμως τίποτα. Είχα υπολογίσει σωστά. Ήταν χειμώνας και όλοι κάθονταν στα παραγώνια. Ο στρατός αφού ετοιμάζονταν να κινήσει δεν είχε λόγους να έχει παρατηρητήριο. Κόπηκαν τα πόδια μου και φοβόμουν ότι θα πέσω στην πλαγιά. Όταν πια κόντευα να φθάσω στην κορυφογραμμή άκουσα τις ντουφεκιές στη ρεματιά. Κατάλαβα τι είχε γίνει. Ταυτόχρονα από το χωριό με ντουφέκισαν και μένα. Όμως κόντευα να βγω πάνω πια. Δέκα - δεκαπέντε μέτρα έμεναν. Βγήκα, ξάπλωσα κι άρχισα και γω να ντουφεκίζω έτσι κουτουρού προς το χωριό. Έρριξα αραιά, αραιά δέκα φυσίγγια. Το ίδιο κι αυτοί μου έριχναν, αλλά αραιά γιατί κι αυτοί δεν έβλεπαν.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου