{[['']]}
Μια συμμαχική έκθεση το καλοκαίρι του 1944 κατέτασσε τους ταγματασφαλίτες σε πέντε βασικές κατηγορίες -κατάταξη που επιβεβαιώνεται, σε μεγάλο βαθμό, και από τις υπόλοιπες πηγές:
(α) άνθρωποι «πολύ φτωχοί, που κατατάχθηκαν προκειμένου να επιβιώσουν», αναζητώντας μια μόνιμη πηγή εισοδήματος κι ένα πιάτο φαΐ, αδιαφορώντας για τις συνέπειες αυτής τους της επιλογής. Πρόκειται για την κατεξοχήν «μισθοφορική» εκδοχή ταγματασφαλιτών, συνηθέστερη στα ευζωνικά τάγματα.
Η στρατολογία τέτοιων «λούμπεν» στοιχείων φαίνεται πως υπήρξε μαζική ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα κατοικούμενα από εξαθλιωμένες μάζες χωρίς άλλα μέσα βιοπορισμού 1.
Αναφορές στην πείνα, ως βασικό κίνητρο της κατάταξης στα Τάγματα, έχω ακούσει ωστόσο (ως στοιχείο μιας λίγο πολύ απολογητικής αφήγησης) και σε ορεινά χωριά της Πελοποννήσου 2, ενώ αποκαλυπτική μπορεί να θεωρηθεί και η διαφήμιση των αποδοχών των ταγματασφαλιτών από τον τοπικό Τύπο 3.
Εντυπωσιακή είναι, τέλος, η δημόσια παραδοχή του μισθοφορικού χαρακτήρα των ένοπλων ομάδων της ΠΟΚ από το ίδιο το επίσημο έντυπο της οργάνωσης: «Οι άνθρωποι οι οποίοι επιστρατεύθηκαν και αγωνίζονται εις τα διάφορα σημεία της μείζονος αντιστάσεως των Εαμιτών και εργάζομαι δια να παγιώσουν την απειλουμένην σοβαρούς τάξιν δεν είναι απλώς ιδεολόγοι κινδυνεύοντες δι ’ ένα σκοπόν, [...] αλλ' υπάρχουν και εκείνοι οι οποίοι κακουχούμενοι από τας περιστάσεις ευρίσκουν εις την στράτευσιν και εις τον αγώνα ένα έργον. Διατί να κρύπτωμεν την αλήθειαν;» 4
(β) «Εγκληματικοί τύποι», που βρήκαν στον ένοπλο αντικομμουνισμό μια χρυσή ευκαιρία είτε για ξεκαθάρισμα προσωπικών διαφορών είτε -συχνότερα- για ατομικό πλουτισμό 5. Εκτός από το αναμενόμενο πλιάτσικο στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, η συμμετοχή στο εγχείρημα προσέφερε κι άλλες -«νόμιμες»- πηγές εισοδημάτων, τουλάχιστον για τα στελέχη: επιτάξεις κάθε λογής (ακόμη και δημόσιας περιουσίας), επιβολή φορολογίας «δια τας ανάγκας του Τάγματος» 6, δικαίωμα συγκέντρωσης κι εκποίησης της «δεκάτης» 7 ή πολύτιμων αγροτικών προϊόντων (όπως τα γαλακτοκομικά και η ξυλεία, στην περίπτωση της βλάχικης Λεγεώνας 8), ενώ παράλληλα λειτουργούσε προστατευτικά σε σχέση με την ανάμιξή τους στη μαύρη αγορά 9. Ιδιαίτερη υποπερίπτωση αυτής της κατηγορίας συνιστούσε η δυνατότητα χρηματισμού των ταγματασφαλιτών, για την αποφυγή σύλληψης ή για τη διαμεσολάβησή τους ώστε να απολυθεί κάποιος ήδη κρατούμενος 10.
(γ) «εθελοντές εμπνεόμενοι από μίσος για το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των οποίων συγγενείς σκοτώθηκαν απ' αυτούς». Η περίπτωση του γεωπόνου Λεωνίδα Βρεττάκου, ο αδερφός του οποίου (κι επικεφαλής της αντικομμουνιστικής ανταρτοομάδας «Ελληνικός Στρατός») Τηλέμαχος Βρεττάκος είχε σκοτωθεί από τον ΕΛΑΣ, αποτελεί το γνωστότερο -αλλά όχι και το μοναδικό- τέτοιο παράδειγμα 11.
(δ) «Αξιωματικοί που θεωρούν την καταπολέμηση του "κομμουνισμού" πατριωτικό καθήκον, ή τοποθετήθηκαν στα Τάγματα από τις οργανώσεις τους (ΕΑΕΣ Αθηνών, κλπ)», και
(ε) «Μέλη άλλων οργανώσεων που δέχτηκαν επίθεση από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» όπως τα υπολείμματα του 5/42 της Λωρίδας μετά το φόνο του Ψαρρού ή του πελοποννησιακού ΕΣ μετά την εξόντωση των Βρεττάκου και Καραχάλιου.
Περισσότερο ομοιογενείς εμφανίζονται, αντίθετα, οι τοπικές πολιτοφυλακές των Ταγμάτων στα «οπλισμένα» χωριά. Εκεί, ο ηγετικός πυρήνας τους συγκροτείται συνήθως από την παραδοσιακή ηγεσία και μικροαστική τάξη της κοινότητας (κοινοτάρχης, παπάς κι ενδεχομένως δάσκαλος, συμβολαιογράφος, γιατρός, κλπ), ή τουλάχιστον από ένα μέρος της, η δε στρατολογία των κοινών «οπλιτών» βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε συγγενικά δίκτυα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που η ανάπτυξη αυτού του φαινομένου σημειώθηκε σε κοινότητες που χαρακτηρίζονται από βαθύ κοινωνικό συντηρητισμό, όπως διαπιστώνουν όχι μόνο οι εαμικές πηγές ή ξένοι παρατηρητές 12 αλλά και τα ίδια τα στελέχη των Ταγμάτων 13.
Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι εθνοτικές ή άλλες τοπικές αντιθέσεις, όπως και η νωπή ακόμη αντιπαράθεση γηγενών και προσφύγων.
Η τροφοδότηση των ένοπλων δωσιλογικών σχηματισμών από κάθε λογής εθνικιστικά στοιχεία της μιας ή της άλλης «ράτσας» αποτέλεσε τον κανόνα στη Μακεδονία, κι έχει μελετηθεί αρκετά την τελευταία δεκαετία. Λιγότερο έχουν μελετηθεί οι ποικίλες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό κάθε εθνοτικής ομάδας και η επίδρασή τους στον προσανατολισμό των επιμέρους υποομάδων· στην 'Εδεσσα λ.χ., πόλη με πληθυσμό σλαβόφωνο κατά 65-70%, κύρια πηγή στρατολογίας της Οχράνα -σύμφωνα με εαμικές εκθέσεις της εποχής- υπήρξε η (περιορισμένη αριθμητικά κι υποδεέστερη κοινωνικά) κατηγορία των «γυφτομακεδόνων» 14.
Παρόμοια κριτήρια φαίνεται ωστόσο ότι καθόρισαν τις επιλογές κάποιων ανθρώπων και στη Νότια Ελλάδα. Ο πολιτικός λ.χ. καθοδηγητής των ταγματασφαλιτών της Βόρειας Εύβοιας, δικηγόρος Νίκος Αναγνωστόπουλος, φροντίζει να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στο «προσφυγικόν στοιχείον του νησιού (το οποίο «σχεδόν εν τη ολότητί τον ειργάσθη ανθελληνικός, ενταχθέν εις τας πολλάς και ποικιλλωνύμους Αριστερές οργανώσεις»), από τη μια, και τους συντηρητικούς «πραγματικούς Έλληνες Ευβοείς» (ελληνόφωνους «γηγενείς» και Αρβανίτες), που στήριξαν τα Τάγματα Ασφαλείας, από την άλλη 15.
Καθόλου αμελητέα, αν και συχνά δυσδιάκριτη, υπήρξε επίσης επιλογή του εξοπλισμού ως μέσου προάσπισης συγκεκριμένων ταξικών συμφερόντων: ανάμεσα στους πρωτεργάτες της ταγματασφαλίτικης βάσης στο Βαλτέτσι, π.χ., συναντάμε ευκατάστατους κτηνοτρόφους δυσάρεστημένους από την εργατική πολιτική του ΕΑΜ στα χειμαδιά τους στην Αργολίδα αλλά κι από την απαγόρευση επικοινωνίας με την Τρίπολη, που συνιστούσε τη βασική αγορά για τα προϊόντα τους 16.
Παραπομπές
1. Πεπονής 1970, σ. 114· Λάζαρης 1989, σ. 140-2· Ηλιας Παπαστεριόπουλος, Ο Μωρηάς στο. όπλα, τ. Ε' Αθήνα 1975, σ.239· Μπέτυ Βακαλοπούλου, «Ο νεοφασισμός στην Ελλάδα», συμπλήρωμα στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Γκιουζέππε Γκάντι, Ο νεοφασισμός στην Ευρώπη, Αθήνα 1975, σ.285.
2. Συνεντεύξεις με κατοίκους χωριών της ορεινής Μεσσηνίας, 20-22.4.2004
3. Τα Νέα-Σημαία-Θάρρος (Καλαμάτα) 29.3.44.
4. «Το οικονομικόν ζήτημα», Η Αφύπνιση 9.9.44 (παρατίθεται σε Λουκάτος 1991, σ.468).
5. Για το πλιάτσικο, ως βασικό κίνητρο κίνητρο κατάταξης στα Τάγματα: Δουατζής 1982, σ.68-74- Αντώνης Αντωνόπουλος. Μνήμες ενός αντάρτη του ΕΛΑΣ, Αθήνα 1993, σ.8Ι· Κ. Γλεντής, Εφτά χρόνια στη Σπάρτη (1939-1946), Αθήνα 1977, σ.66· Ανδρέας Γιαννόπουλος, Χρονικό από την Εθνική Αντίσταση του λαού μας, Αθήνα 1980, σ.135.
6. Ελευθερία 26.1.65 (Μιχάλαγας)· Δουατζής 1982, σ.76-85 & 185 (Εύβοια).
7. Ο Κ. Παπαδόπουλος του ΕΕΣ, λ.χ., είχε αναλάβει μαζί με δυο αδέρφια του τη συγκέντρωση κι εκποίηση της «δέκατης» ανατολικά του Αξιού (Ελευθερία 3.2.65).
8. Αβέρωφ 1948, σ. 124-34· Παπαγιάννης 1998, σ.115-32· Αρσενίου 1977, τ. Α', σ.66-8.
9. Κήρυξ (Χανιά) 8 & 10.8.46, για τις μαυραγορίτικες δραστηριότητες του Παπαγιαννάκη.
10. Σωτήρης Εμμανουηλίδης, Μνήμες και βιώματα 1940-1946, Αθήνα 1999, σ.68-70· Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, Το χρονικό της μεγάλης νύχτας, Αθήνα 1999, σ.345· Δημήτριος Πλούμης, Ο Γολγοθάς του έθνους, Αθήναι 197Ι,σ.158.
11. Για άλλες τέτοιες περιπτώσεις: Βάγγιω Βουρνά, Όραμα και μνήμες, Αθήνα 2001, σ.274-5· Σταυρογιαννόπουλος 1974, σ.204. Μια παρόμοια κατηγορία, αποτελούνταν από συγγενείς ταγματασφαλιτών κι ανθρώπους που είχαν νωρίτερα συλληφθεί ή «ενοχληθεί κάπως» από τις εαμικές οργανώσεις (ως «ύποπτοι αντιδραστικής δραστηριότητας»), οι οποίοι φοβόντουσαν για την τύχη τους σε μια ολοένα και πιο πολωμένη κατάσταση (Γιαννόπουλος 19S0, σ. 134-6 & 144).
12. William Hardy McNeill, The Greek dilemma.War and aftermath, N. Υόρκη 1947, σ.59· Μάγερ 2003, σ.558· Γιάννης Μανούσακας, Το χρονικό ενός ο.γώνα. Μετά την Ακροναυπλία, Αθήνα 1986, σ.398-9· Παύλος Δε-λαπόρτας. Το σημειωματάριο ενός Πιλάτου, Αθήνα 1977, σ.106. Βλ. επίσης το χαρακτηρισμό της Αργολίδας ως «ελληνικής Βανδέας» στα απομνημονεύματα ενός ντόπιου εαμίτη: Θόδωρος Κοινής, «Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των γερμανών την άνοιξη του 1944 στην Αργοναυπλία», Εθνική Αντίσταση 72 (9.1991), σ.80.
13. Αποκαλυπτική η περιγραφή ως «υποανάπτυκτου» του «εν γένει πολιτισμού των κατοίκων» των τουρκόφωνοι ποντιακών χωριών, από ένα τοπικό στέλεχος του ΕΕΣ (ΔΙΣ/909/Δ/7, Αλέξανδρος Τσακίρογλου προς ΔΕΓ1ΑΘΑ, Αθήνα 14.5.1971).
14. ΑΣΚ1/ΚΚΕ/412/φ:23/5/22, Γραμματεία της Π.Ε. Έδεσσας (Νίκος) προς Μ.Γ. (6.8.44), σ.1.
15.Αναγνωστόπουλος 1973, σ.320-1· πρβλ. Δουατζής 1982, σ.172.
16. Σαραντόπουλος 2003, σ.107 & 128-31.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου