{[['']]}
Πριν από 68 χρόνια ο Νίκος Μπελογιάννης δολοφονήθηκε από το μετεμφυλιακό κράτος (30 Μαρτίου 1952). Σε μια σειρά άρθρων που θα ακολουθήσουν ξεδιπλώνεται η ζωή και η δράση του αγωνιστή του ΚΚΕ που υπερασπίστηκε ανυποχώρητα την πατρίδα και την ειρήνη.
Συλλήψεις, εξορία, φυλακίσεις και μεταγωγές, τρεις δίκες σε στρατοδικείο και τελικά εκτέλεση διά τουφεκισμού. Η διαδρομή του Νίκου Μπελογιάννη ήταν εξαρχής σε πλήρη αντιπαράθεση με το κράτος και τους μηχανισμούς του. Οπως εξάλλου και η διαδρομή όσων ενστερνίστηκαν και υπηρέτησαν την κομμουνιστική ιδεολογία, αλλά και εκείνων που βρέθηκαν σε έναν ευρύτερο κύκλο και συστρατεύτηκαν με το ΕΑΜικό όραμα για μια μεταπολεμική Ελλάδα ριζικά διαφορετική. «Εχθροί του κρατούντος κοινωνικού και οικονομικού συστήματος» και εντέλει «εχθροί του κράτους», αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο της κρατικής καταστολής, με διώξεις και στέρηση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους αλλά και του υπέρτατου δικαιώματος: της ίδιας της ζωής. Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή.
«Γεννήθηκα στην Αμαλιάδα (Πελοποννήσου) στα τέλη του 1915. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης από τα ορεινά χωριά της περιοχής μας που κατέβηκε στην πόλη και έγινε επαγγελματίας. Επίσης και η μητέρα μου είναι αγρότισσα, αγράμματη αλλά πολύ καλή γυναίκα. Είχα δύο ακόμη μικρότερες αδερφές, από τις οποίες η μία δεν άντεξε στα κυνηγητά και τις κακουχίες που πέρασαν στην πρώτη κατοχή, αρρώστησε και πέθανε. Ολοι οι δικοί μου είναι δοσμένοι στον αγώνα και έχουν υποστεί κάθε είδους καταστροφή. […] Μαθητής ακόμα από το γυμνάσιο μαζί με μια άλλη παρέα συμμαθητών μου αρχίσαμε να συζητάμε για τον Σοσιαλισμό, κάναμε αγώνα με τους καθηγητές για την επιβολή της δημοτικής και οργανώσαμε (1931) δύο απεργίες. […] Το 1934 έγινα μέλος του Κόμματος σε ηλικία 19 χρονών». Ετσι ξεκινά το αυτοβιογραφικό του κείμενο ο Νίκος Μπελογιάννης, κείμενο που συνέταξε το 1947, λίγο μετά την άφιξή του στην έδρα του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ.
Η οικογένεια του πατέρα του κατάγεται από τα Τσίπιανα Ηλείας. Από εκεί λοιπόν ο Γιώργος Μπελογιάννης, ο πατέρας του Νίκου, κατέβηκε στην Αμαλιάδα, ο οποίος το 1916 πήγε στη Βοστώνη. Φτωχός αγρότης ο ίδιος, πηγαίνει μετανάστης στην Αμερική όπου συναντά και άλλους συντοπίτες του. Κάποια στιγμή επενδύει μερικές οικονομίες του στην αγορά ενός οικοπέδου στο κέντρο της πόλης, με σκοπό την εμπορική του εκμετάλλευση. Ετσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ξεκινά η ανέγερση του ξενοδοχείου Ολύμπια του Γιώργου Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα, κτίριο στο οποίο σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Νίκου Μπελογιάννη.
Στο σχολείο ο Νίκος Μπελογιάννης παρουσιάζει έντονη λογοτεχνική και θεατρική δραστηριότητα. Με τη συμμαθήτριά του Βικτωρία Φραγκογιαννοπούλου γράφουν και ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, ενώ ξεκινά τη συνεργασία του με το φιλολογικό περιοδικό της πόλης «Χαραυγή». Ο άνθρωπος που έπαιξε κομβικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του Νίκου Μπελογιάννη είναι ο φιλόλογος-γυμνασιάρχης Ανδρέας Παπαθεοδώρου, ο οποίος τον μυεί στον κόσμο των αριστερών ιδεών. Μαζί με τους συμμαθητές του Ανδρέα Ραγκαβίλα, Αποστόλη Παπαζογανόπουλο και Γιάννη Ντάβο οργάνωσαν την πρώτη μαθητική απεργία. Τα αιτήματά τους πρωτοποριακά για την εποχή: «δωρεάν παιδεία», «καθηγητές για όλα τα μαθήματα» και «φωτεινές αίθουσες διδασκαλίας».
Στον φάκελό του στη Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας έχουν καταχωρηθεί πληροφορίες για τρεις περιόδους της ζωής του, που φέρουν τον τίτλο «Κομμουνιστική δράσις», και η πρώτη αφορά την εποχή της Αμαλιάδας και της Νομικής Σχολής: «Προ της 28 Οκτωβρίου 1940. Κατηχήθη εις τον κομμουνισμόν από μαθητής γυμνασίου υπό του Γυμνασιάρχου Παπαθεοδώρου Ανδρέου, και ως μαθητής γυμνασίου και εν συνεχεία ως φοιτητής Νομικής ανέπτυξεν σοβαράν κομ/στικήν δράσιν εν Αμαλιάδι και Αθήνας. Συνελήφθη και εξετοπίσθη κατ’ επανάληψιν διά την δράσιν του ταύτην».
Το 1934, σε ηλικία 19 ετών, εντάχθηκε στο παράνομο ΚΚΕ και ως γραμματέας της τοπικής οργάνωσης Αμαλιάδας μπήκε στο στόχαστρο του καθεστώτος λόγω της δραστήριας παρουσίας του. Ο ίδιος γράφει στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα: «Με πήρανε κατευθείαν στο Κόμμα γιατί οργάνωση της ΟΚΝΕ δεν υπήρχε τότε στην Αμαλιάδα. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πήγα να δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Γράφτηκα στα Νομικά και ξαναγύρισα στην πατρίδα μου με σκοπό να πηγαίνω στην Αθήνα μόνο για εξετάσεις. Το 1935 τοποθετήθηκα Γραμματέας στην ΚΟ –υπαχτίδα τότε– της πατρίδας μου. Τον Σεπτέμβρη ανέβηκα στην Αθήνα για εξετάσεις. Γνωρίστηκα με τους συντρόφους της Πανεπιστημιακής Αχτίδας της ΟΚΝΕ (Δρακόπουλο, Βέττα κ.λπ.) και χρησιμοποιήθηκα, χωρίς να έχει έρθει ακόμα η σύνδεσή μου, σε διάφορες δουλειές (ομιλητής στις παράνομες φοιτητικές συγκεντρώσεις της Κονδυλικής κοσμογονίας, επίσης στις διαπραγματεύσεις με τις άλλες οργανώσεις της νεολαίας κ.λπ.). Τα Χριστούγεννα του ’35 ξαναπήγα Γραμματέας της Οργάνωσης της πατρίδας μου».
Επιστρέφοντας το 1935 στη γενέθλια πόλη, μέλος πια του Κομμουνιστικού Κόμματος, έλαβε ενεργά μέρος στους κοινωνικούς αγώνες γύρω από τη μακροχρόνια σταφιδική κρίση που μάστιζε από τα τέλη του 19ου αιώνα την Πελοπόννησο. Αφορμή ήταν τα υπερβολικά χρέη των Ελλήνων γεωργών και η καταστροφή της παραγωγής από περονόσπορο και χαλαζόπτωση. Οι σταφιδοπαραγωγοί ζητούσαν τη χορήγηση δανείων, την κατάργηση των κρατικών φόρων και την παροχή μέσων βελτίωσης της σταφιδοπαραγωγής. Το διάστημα 1935-36 οι κινητοποιήσεις τους κορυφώθηκαν. Οπως τονίζει σε στήλη του ο «Ριζοσπάστης» (20-8-1935), δύο χαρακτηριστικά διακρίνουν τους αγώνες που εξελίσσονται εκείνη την περίοδο: «Το πρώτο είναι ότι φέτος οι σταφιδοπαραγωγοί δεν παλεύουν διασπασμένα [...] το δεύτερο γνώρισμα είναι ότι πιο ξεκάθαρα από κάθε άλλη φορά φέτος οι σταφιδοπαραγωγοί ξέρουν πώς να διεκδικήσουν αυτό που θέλουν».
Μαχητικά συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν στις πόλεις της Ηλείας, της Μεσσηνίας και της Αχαΐας, με τον Μπελογιάννη βασικό οργανωτή στην περιοχή του. Οι κινητοποιήσεις μάλιστα πήραν τη μορφή λαϊκής εξέγερσης καταλύοντας τις τοπικές αρχές εξουσίας. Εξαιτίας της σφοδρότητας των συγκρούσεων ο στρατηγός Κονδύλης κήρυξε στη Μεσσηνία στρατιωτικό νόμο, αποστέλλοντας στρατεύματα για την καταστολή του κινήματος. Η λήξη των κινητοποιήσεων έφερε την εξάπλωση ενός κύματος διωγμών εναντίον των συνδικαλιστών και των αγροτών που συμμετείχαν σε αυτές.
Με το που ολοκληρώνει τις σπουδές του στο εξατάξιο γυμνάσιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ιδρύει έναν «προστατευτικό» σύλλογο με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά και από εκείνη την εποχή ξεκινά το κυνηγητό από το κράτος, ένα κράτος που φυσικά δεν περίμενε τη μεταξική δικτατορία, την Κατοχή και το εμφυλιακό καθεστώς έκτακτης ανάγκης για να κηρύξει την έναρξη του κυνηγιού μαγισσών. Το 1934 γίνεται δεκτός στη Νομική Σχολή της Αθήνας – από την οποία διαγράφτηκε εξαιτίας της δράσης του το 1937.
«Τον Μάρτη του ’36 πιάστηκα και εκτοπίστηκα έναν χρόνο στην Ιο και τον Μάη δικάστηκα ερήμην 2 χρόνια για κάτι απεργίες που είχαν γίνει στην Αμαλιάδα. Εν τω μεταξύ η σύγκλητος με απόφασή της με απέβαλε από το Πανεπιστήμιο. […] Η δευτεροβάθμια επιτροπή Ασφαλείας εμείωσε την ποινή εκτοπισμού σε 4 μήνες […] γύρισα από την εξορία στα τέλη του Ιούλη του 1936. Από τότε έζησα καταδιωκόμενος ή στη φυλακή. […]
Τον Οκτώβρη του 1936 που η κλάση μου κλήθηκε στον στρατό, πήρα εντολή να παρουσιαστώ, γιατί η νέα εκτόπιση που είχαν αποφασίσει θα αναστελλόταν εφόσον ήμουνα φαντάρος και η δικαστική απόφαση για να εκτελεστεί, έπρεπε πρώτα να εκδικαστεί η ανακοπή. Από την προηγούμενη χρονιά το περιοδεύον συμβούλιο μην ξέροντας ποιος είμαι με είχε τοποθετήσει στη σχολή εφέδρων αξιωματικών του Μηχανικού. Μόλις όμως παρουσιάστηκα με έδιωξαν αμέσως, γιατί εν τω μεταξύ είχαν πάει από την ασφάλεια τα χαρτιά μου. Με έστειλαν απλό φαντάρο στο σύνταγμα της Πάτρας. Εκεί η Κ.Ο. με τοποθέτησε Γραμματέα της Στρατ. Οργάνωσης. Το Δεκέμβρη του ’36 που πιάστηκε το Πελ/κό Γραφείο της Κ.Ε. και η καθοδήγηση της Πάτρας (Στρίγγος, Σινάκος, Βατουσιανός κ.λπ.), ο σύνδεσμος της έξω οργάνωσης με το Σύνταγμα, στον οποίο ο υπεύθυνος για τη στρατιωτική δουλειά είχε πει το όνομά μου –καθώς και του βοηθού μου Γιάννη Ντάβου–, πιάστηκε και μας μαρτύρησε. Μας έπιασαν και τους δύο, μας βασάνισαν, αλλά δεν απέσπασαν τίποτα και η Στρατιωτική οργάνωση έμεινε άθιχτη. […] Μας δίκασαν 3 μήνες φυλακή και 6 εξορία».
Ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, ένας λοχίας, ένας δεκανέας και ο επίσης στρατιώτης Γιάννης Ντάβος, παραπέμπονται στις 10 Φεβρουαρίου 1937 στο Στρατοδικείο Πατρών για παράβαση του νόμου 117/1936 «Περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου συνεπειών». Στη βελτιωμένη εκδοχή του «μεταξικού ιδιώνυμου» ο δράστης δεν χρειαζόταν πια να προσπαθεί να ανατρέψει βιαίως εκείνο που η δικτατορία όριζε σαν κοινωνικό καθεστώς. Αρκεί να προσπαθούσε να το ανατρέψει έστω και ειρηνικά ή να προσπαθεί να διαδώσει ιδέες «έχουσες ως έκδηλον σκοπόν» τη «διά βιαίων μέσων» ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος με οποιοδήποτε μέσο.
Η αποδιδόμενη κατηγορία ότι «στρατιωτικοί όντες, ήτοι ο μεν πρώτος λοχίας, ο δε δεύτερος δεκανεύς και οι δύο τελευταίοι στρατιώται του 12ου Σ. Πεζικού, εν Πάτραις οι μεν δύο πρώτοι κατά διάφορα χρονικά διαστήματα από Αυγούστου μέχρι τέλους Νοεμβρίου 1936, οι δε δύο τελευταίοι [ανάμεσά τους και ο Ν. Μπελογιάννης] από τέλους Οκτωβρίου μέχρι τέλος Νοεμβρίου 1936 επεδίωκον την διάδοσιν, ανάπτυξιν και εφαρμογήν θεωριών, ιδεών και κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων, τεινόντων εις την ανατροπήν του κρατούντος εν τη Χώρα κοινωνικού καθεστώτος, διανέμοντες εις τους στρατιώτας προκηρύξεις κομμουνιστικού περιεχομένου». Ετσι «μεταφραζόταν» ποινικά το γράψιμο συνθημάτων στους τοίχους και το μοίρασμα προκηρύξεων.
Ηδη από την πρώτη αυτή δίκη ο Μπελογιάννης έδειξε την αφοσίωση και το ήθος το οποίο τον χαρακτήριζε σε όλη τη μετέπειτα αγωνιστική πορεία του. Σε αντίθεση με τους συγκατηγορούμενούς τους που αποκήρυξαν την κομμουνιστική τους ιδεολογία και αθωώθηκαν, ο Μπελογιάννης καθώς και ο Ντάβος ομολόγησαν ότι ήταν κομμουνιστές και καταδικάστηκαν. Ο μεν Μπελογιάννης με ψήφους τρεις έναντι δύο σε φυλάκιση τριών μηνών και εξάμηνη εκτόπιση στη Φολέγανδρο, ο δε συγκατηγορούμενός του Ντάβος κηρύχτηκε ένοχος παμψηφεί και καταδικάστηκε σε ενάμισι έτος φυλάκιση και εξορία.
«Μόλις τελείωσε η φυλακή μου, επειδή την εξορία την έκανες μετά το τέλος της θητείας, με έστειλαν στον πειθαρχικό λόχο της Κεφαλονιάς, που είχε τότε φτιάξει ο Μεταξάς. Τον Ιούλη του ’37 κατάφερα και έφυγα. Ηρθα στην Πάτρα και δούλεψα στην οργάνωση της Π.Ε. Τον Οκτώβρη ήμουνα βοηθός του Γραμματέα της οργάνωσης και όταν οι νομοί Ηλείας - Ολυμπίας και Ζακύνθου έγιναν ξεχωριστή Περιφερειακή Οργάνωση στάλθηκα εκεί Γραμματέας».
Ο Μπελογιάννης με εντολή από το κόμμα πηγαίνει στην Πάτρα με σκοπό τη συγκρότηση μυστικών κομμουνιστικών τριάδων, για μικρό χρονικό διάστημα βρίσκεται στο Αίγιο για το δυνάμωμα των πυρήνων και επιστρέφει στην αχαϊκή πρωτεύουσα επιφορτισμένος με την οργάνωση και την κλιμάκωση αντιδικτατορικών ενεργειών. Από το 1937 αρθρογραφεί στην πολυγραφημένη εφημερίδα «Λαϊκή Γνώμη».
«Το Πάσχα του ’38 προδόθηκα στον Πύργο από τον φοροεισπράκτορα και πιάστηκα στο δρόμο. Πήγα να φύγω, με πυροβόλησαν, έπεσα και με έπιασαν. Επίσης ύστερα από λίγες μέρες έφυγα από το κρατητήριο, αλλά με κυνήγησαν πολύ και επειδή από το πολύ ξύλο δεν μπορούσα να τρέξω, με έπιασαν».
Ο Νίκος Μπελογιάννης μεταφέρεται στις φυλακές της Αίγινας, όπου παραμένει μέχρι την άνοιξη του 1942 και μετά οδηγείται στην Ακροναυπλία. Τα όργανα της ελληνικής φασιστικής κυβέρνησης τον παραδίδουν μαζί με τους άλλους Ακροναυπλιώτες στους Ιταλούς φασίστες, οι οποίοι τον Δεκέμβριο του 1942 τον μετάγουν στις φυλακές Κατούνας, στη συνέχεια της Βόνιτσας και μετά της Κέρκυρας. Στα τέλη Αυγούστου του 1943 οδηγείται –με άλλους επτά άρρωστους συντρόφους του– στις φυλακές του νοσοκομείου Σωτηρία, απ’ όπου απελευθερώνεται με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Πλέον ο Νίκος Μπελογιάννης μπορεί να ριχτεί στον απελευθερωτικό αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Διαβάστε επίσης
Νίκος Μπελογιάννης: Στον αγώνα για τη λευτεριά
Από την επιστροφή στην Ελλάδα μέχρι τη θανατική καταδίκη
Γιατί τους εκτέλεσαν Κυριακή
Ο αφανής ήρωας
Κι εγώ χάραξα με το νύχι μου στον ασβεστωμένο τοίχο: «Είσαι καλά; Σ’ αγαπώ»
Πηγή: Παναγιώτης Φρούτζος - Documento
Συλλήψεις, εξορία, φυλακίσεις και μεταγωγές, τρεις δίκες σε στρατοδικείο και τελικά εκτέλεση διά τουφεκισμού. Η διαδρομή του Νίκου Μπελογιάννη ήταν εξαρχής σε πλήρη αντιπαράθεση με το κράτος και τους μηχανισμούς του. Οπως εξάλλου και η διαδρομή όσων ενστερνίστηκαν και υπηρέτησαν την κομμουνιστική ιδεολογία, αλλά και εκείνων που βρέθηκαν σε έναν ευρύτερο κύκλο και συστρατεύτηκαν με το ΕΑΜικό όραμα για μια μεταπολεμική Ελλάδα ριζικά διαφορετική. «Εχθροί του κρατούντος κοινωνικού και οικονομικού συστήματος» και εντέλει «εχθροί του κράτους», αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο της κρατικής καταστολής, με διώξεις και στέρηση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων τους αλλά και του υπέρτατου δικαιώματος: της ίδιας της ζωής. Ας πιάσουμε όμως το νήμα από την αρχή.
«Γεννήθηκα στην Αμαλιάδα (Πελοποννήσου) στα τέλη του 1915. Ο πατέρας μου ήταν αγρότης από τα ορεινά χωριά της περιοχής μας που κατέβηκε στην πόλη και έγινε επαγγελματίας. Επίσης και η μητέρα μου είναι αγρότισσα, αγράμματη αλλά πολύ καλή γυναίκα. Είχα δύο ακόμη μικρότερες αδερφές, από τις οποίες η μία δεν άντεξε στα κυνηγητά και τις κακουχίες που πέρασαν στην πρώτη κατοχή, αρρώστησε και πέθανε. Ολοι οι δικοί μου είναι δοσμένοι στον αγώνα και έχουν υποστεί κάθε είδους καταστροφή. […] Μαθητής ακόμα από το γυμνάσιο μαζί με μια άλλη παρέα συμμαθητών μου αρχίσαμε να συζητάμε για τον Σοσιαλισμό, κάναμε αγώνα με τους καθηγητές για την επιβολή της δημοτικής και οργανώσαμε (1931) δύο απεργίες. […] Το 1934 έγινα μέλος του Κόμματος σε ηλικία 19 χρονών». Ετσι ξεκινά το αυτοβιογραφικό του κείμενο ο Νίκος Μπελογιάννης, κείμενο που συνέταξε το 1947, λίγο μετά την άφιξή του στην έδρα του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ.
Σε νεαρή ηλικία (στη μέση) με φίλους του στη θάλασσα
Η οικογένεια του πατέρα του κατάγεται από τα Τσίπιανα Ηλείας. Από εκεί λοιπόν ο Γιώργος Μπελογιάννης, ο πατέρας του Νίκου, κατέβηκε στην Αμαλιάδα, ο οποίος το 1916 πήγε στη Βοστώνη. Φτωχός αγρότης ο ίδιος, πηγαίνει μετανάστης στην Αμερική όπου συναντά και άλλους συντοπίτες του. Κάποια στιγμή επενδύει μερικές οικονομίες του στην αγορά ενός οικοπέδου στο κέντρο της πόλης, με σκοπό την εμπορική του εκμετάλλευση. Ετσι, στις αρχές της δεκαετίας του ’30 ξεκινά η ανέγερση του ξενοδοχείου Ολύμπια του Γιώργου Μπελογιάννη στην Αμαλιάδα, κτίριο στο οποίο σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Νίκου Μπελογιάννη.
Στο σχολείο ο Νίκος Μπελογιάννης παρουσιάζει έντονη λογοτεχνική και θεατρική δραστηριότητα. Με τη συμμαθήτριά του Βικτωρία Φραγκογιαννοπούλου γράφουν και ανεβάζουν θεατρικές παραστάσεις, ενώ ξεκινά τη συνεργασία του με το φιλολογικό περιοδικό της πόλης «Χαραυγή». Ο άνθρωπος που έπαιξε κομβικό ρόλο στη μετέπειτα πορεία του Νίκου Μπελογιάννη είναι ο φιλόλογος-γυμνασιάρχης Ανδρέας Παπαθεοδώρου, ο οποίος τον μυεί στον κόσμο των αριστερών ιδεών. Μαζί με τους συμμαθητές του Ανδρέα Ραγκαβίλα, Αποστόλη Παπαζογανόπουλο και Γιάννη Ντάβο οργάνωσαν την πρώτη μαθητική απεργία. Τα αιτήματά τους πρωτοποριακά για την εποχή: «δωρεάν παιδεία», «καθηγητές για όλα τα μαθήματα» και «φωτεινές αίθουσες διδασκαλίας».
Στον φάκελό του στη Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας έχουν καταχωρηθεί πληροφορίες για τρεις περιόδους της ζωής του, που φέρουν τον τίτλο «Κομμουνιστική δράσις», και η πρώτη αφορά την εποχή της Αμαλιάδας και της Νομικής Σχολής: «Προ της 28 Οκτωβρίου 1940. Κατηχήθη εις τον κομμουνισμόν από μαθητής γυμνασίου υπό του Γυμνασιάρχου Παπαθεοδώρου Ανδρέου, και ως μαθητής γυμνασίου και εν συνεχεία ως φοιτητής Νομικής ανέπτυξεν σοβαράν κομ/στικήν δράσιν εν Αμαλιάδι και Αθήνας. Συνελήφθη και εξετοπίσθη κατ’ επανάληψιν διά την δράσιν του ταύτην».
Πρώτος στα γράμματα και στον αγώνα
Το 1934, σε ηλικία 19 ετών, εντάχθηκε στο παράνομο ΚΚΕ και ως γραμματέας της τοπικής οργάνωσης Αμαλιάδας μπήκε στο στόχαστρο του καθεστώτος λόγω της δραστήριας παρουσίας του. Ο ίδιος γράφει στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα: «Με πήρανε κατευθείαν στο Κόμμα γιατί οργάνωση της ΟΚΝΕ δεν υπήρχε τότε στην Αμαλιάδα. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου πήγα να δώσω εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Γράφτηκα στα Νομικά και ξαναγύρισα στην πατρίδα μου με σκοπό να πηγαίνω στην Αθήνα μόνο για εξετάσεις. Το 1935 τοποθετήθηκα Γραμματέας στην ΚΟ –υπαχτίδα τότε– της πατρίδας μου. Τον Σεπτέμβρη ανέβηκα στην Αθήνα για εξετάσεις. Γνωρίστηκα με τους συντρόφους της Πανεπιστημιακής Αχτίδας της ΟΚΝΕ (Δρακόπουλο, Βέττα κ.λπ.) και χρησιμοποιήθηκα, χωρίς να έχει έρθει ακόμα η σύνδεσή μου, σε διάφορες δουλειές (ομιλητής στις παράνομες φοιτητικές συγκεντρώσεις της Κονδυλικής κοσμογονίας, επίσης στις διαπραγματεύσεις με τις άλλες οργανώσεις της νεολαίας κ.λπ.). Τα Χριστούγεννα του ’35 ξαναπήγα Γραμματέας της Οργάνωσης της πατρίδας μου».
Αριστερά στη φωτογραφία με συμμαθητές του
Επιστρέφοντας το 1935 στη γενέθλια πόλη, μέλος πια του Κομμουνιστικού Κόμματος, έλαβε ενεργά μέρος στους κοινωνικούς αγώνες γύρω από τη μακροχρόνια σταφιδική κρίση που μάστιζε από τα τέλη του 19ου αιώνα την Πελοπόννησο. Αφορμή ήταν τα υπερβολικά χρέη των Ελλήνων γεωργών και η καταστροφή της παραγωγής από περονόσπορο και χαλαζόπτωση. Οι σταφιδοπαραγωγοί ζητούσαν τη χορήγηση δανείων, την κατάργηση των κρατικών φόρων και την παροχή μέσων βελτίωσης της σταφιδοπαραγωγής. Το διάστημα 1935-36 οι κινητοποιήσεις τους κορυφώθηκαν. Οπως τονίζει σε στήλη του ο «Ριζοσπάστης» (20-8-1935), δύο χαρακτηριστικά διακρίνουν τους αγώνες που εξελίσσονται εκείνη την περίοδο: «Το πρώτο είναι ότι φέτος οι σταφιδοπαραγωγοί δεν παλεύουν διασπασμένα [...] το δεύτερο γνώρισμα είναι ότι πιο ξεκάθαρα από κάθε άλλη φορά φέτος οι σταφιδοπαραγωγοί ξέρουν πώς να διεκδικήσουν αυτό που θέλουν».
Μαχητικά συλλαλητήρια πραγματοποιήθηκαν στις πόλεις της Ηλείας, της Μεσσηνίας και της Αχαΐας, με τον Μπελογιάννη βασικό οργανωτή στην περιοχή του. Οι κινητοποιήσεις μάλιστα πήραν τη μορφή λαϊκής εξέγερσης καταλύοντας τις τοπικές αρχές εξουσίας. Εξαιτίας της σφοδρότητας των συγκρούσεων ο στρατηγός Κονδύλης κήρυξε στη Μεσσηνία στρατιωτικό νόμο, αποστέλλοντας στρατεύματα για την καταστολή του κινήματος. Η λήξη των κινητοποιήσεων έφερε την εξάπλωση ενός κύματος διωγμών εναντίον των συνδικαλιστών και των αγροτών που συμμετείχαν σε αυτές.
Με το που ολοκληρώνει τις σπουδές του στο εξατάξιο γυμνάσιο, ο Νίκος Μπελογιάννης ιδρύει έναν «προστατευτικό» σύλλογο με έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά και από εκείνη την εποχή ξεκινά το κυνηγητό από το κράτος, ένα κράτος που φυσικά δεν περίμενε τη μεταξική δικτατορία, την Κατοχή και το εμφυλιακό καθεστώς έκτακτης ανάγκης για να κηρύξει την έναρξη του κυνηγιού μαγισσών. Το 1934 γίνεται δεκτός στη Νομική Σχολή της Αθήνας – από την οποία διαγράφτηκε εξαιτίας της δράσης του το 1937.
«Διότι δεν συνεμμορφώθην προς τας υποδείξεις»
«Τον Μάρτη του ’36 πιάστηκα και εκτοπίστηκα έναν χρόνο στην Ιο και τον Μάη δικάστηκα ερήμην 2 χρόνια για κάτι απεργίες που είχαν γίνει στην Αμαλιάδα. Εν τω μεταξύ η σύγκλητος με απόφασή της με απέβαλε από το Πανεπιστήμιο. […] Η δευτεροβάθμια επιτροπή Ασφαλείας εμείωσε την ποινή εκτοπισμού σε 4 μήνες […] γύρισα από την εξορία στα τέλη του Ιούλη του 1936. Από τότε έζησα καταδιωκόμενος ή στη φυλακή. […]
Τον Οκτώβρη του 1936 που η κλάση μου κλήθηκε στον στρατό, πήρα εντολή να παρουσιαστώ, γιατί η νέα εκτόπιση που είχαν αποφασίσει θα αναστελλόταν εφόσον ήμουνα φαντάρος και η δικαστική απόφαση για να εκτελεστεί, έπρεπε πρώτα να εκδικαστεί η ανακοπή. Από την προηγούμενη χρονιά το περιοδεύον συμβούλιο μην ξέροντας ποιος είμαι με είχε τοποθετήσει στη σχολή εφέδρων αξιωματικών του Μηχανικού. Μόλις όμως παρουσιάστηκα με έδιωξαν αμέσως, γιατί εν τω μεταξύ είχαν πάει από την ασφάλεια τα χαρτιά μου. Με έστειλαν απλό φαντάρο στο σύνταγμα της Πάτρας. Εκεί η Κ.Ο. με τοποθέτησε Γραμματέα της Στρατ. Οργάνωσης. Το Δεκέμβρη του ’36 που πιάστηκε το Πελ/κό Γραφείο της Κ.Ε. και η καθοδήγηση της Πάτρας (Στρίγγος, Σινάκος, Βατουσιανός κ.λπ.), ο σύνδεσμος της έξω οργάνωσης με το Σύνταγμα, στον οποίο ο υπεύθυνος για τη στρατιωτική δουλειά είχε πει το όνομά μου –καθώς και του βοηθού μου Γιάννη Ντάβου–, πιάστηκε και μας μαρτύρησε. Μας έπιασαν και τους δύο, μας βασάνισαν, αλλά δεν απέσπασαν τίποτα και η Στρατιωτική οργάνωση έμεινε άθιχτη. […] Μας δίκασαν 3 μήνες φυλακή και 6 εξορία».
Ο Μπελογιάννης και οι σύντροφοί του, ένας λοχίας, ένας δεκανέας και ο επίσης στρατιώτης Γιάννης Ντάβος, παραπέμπονται στις 10 Φεβρουαρίου 1937 στο Στρατοδικείο Πατρών για παράβαση του νόμου 117/1936 «Περί μέτρων προς καταπολέμησιν του κομμουνισμού και των εκ τούτου συνεπειών». Στη βελτιωμένη εκδοχή του «μεταξικού ιδιώνυμου» ο δράστης δεν χρειαζόταν πια να προσπαθεί να ανατρέψει βιαίως εκείνο που η δικτατορία όριζε σαν κοινωνικό καθεστώς. Αρκεί να προσπαθούσε να το ανατρέψει έστω και ειρηνικά ή να προσπαθεί να διαδώσει ιδέες «έχουσες ως έκδηλον σκοπόν» τη «διά βιαίων μέσων» ανατροπή του κρατούντος κοινωνικού συστήματος με οποιοδήποτε μέσο.
Η αποδιδόμενη κατηγορία ότι «στρατιωτικοί όντες, ήτοι ο μεν πρώτος λοχίας, ο δε δεύτερος δεκανεύς και οι δύο τελευταίοι στρατιώται του 12ου Σ. Πεζικού, εν Πάτραις οι μεν δύο πρώτοι κατά διάφορα χρονικά διαστήματα από Αυγούστου μέχρι τέλους Νοεμβρίου 1936, οι δε δύο τελευταίοι [ανάμεσά τους και ο Ν. Μπελογιάννης] από τέλους Οκτωβρίου μέχρι τέλος Νοεμβρίου 1936 επεδίωκον την διάδοσιν, ανάπτυξιν και εφαρμογήν θεωριών, ιδεών και κοινωνικών και οικονομικών συστημάτων, τεινόντων εις την ανατροπήν του κρατούντος εν τη Χώρα κοινωνικού καθεστώτος, διανέμοντες εις τους στρατιώτας προκηρύξεις κομμουνιστικού περιεχομένου». Ετσι «μεταφραζόταν» ποινικά το γράψιμο συνθημάτων στους τοίχους και το μοίρασμα προκηρύξεων.
Ηδη από την πρώτη αυτή δίκη ο Μπελογιάννης έδειξε την αφοσίωση και το ήθος το οποίο τον χαρακτήριζε σε όλη τη μετέπειτα αγωνιστική πορεία του. Σε αντίθεση με τους συγκατηγορούμενούς τους που αποκήρυξαν την κομμουνιστική τους ιδεολογία και αθωώθηκαν, ο Μπελογιάννης καθώς και ο Ντάβος ομολόγησαν ότι ήταν κομμουνιστές και καταδικάστηκαν. Ο μεν Μπελογιάννης με ψήφους τρεις έναντι δύο σε φυλάκιση τριών μηνών και εξάμηνη εκτόπιση στη Φολέγανδρο, ο δε συγκατηγορούμενός του Ντάβος κηρύχτηκε ένοχος παμψηφεί και καταδικάστηκε σε ενάμισι έτος φυλάκιση και εξορία.
«Μόλις τελείωσε η φυλακή μου, επειδή την εξορία την έκανες μετά το τέλος της θητείας, με έστειλαν στον πειθαρχικό λόχο της Κεφαλονιάς, που είχε τότε φτιάξει ο Μεταξάς. Τον Ιούλη του ’37 κατάφερα και έφυγα. Ηρθα στην Πάτρα και δούλεψα στην οργάνωση της Π.Ε. Τον Οκτώβρη ήμουνα βοηθός του Γραμματέα της οργάνωσης και όταν οι νομοί Ηλείας - Ολυμπίας και Ζακύνθου έγιναν ξεχωριστή Περιφερειακή Οργάνωση στάλθηκα εκεί Γραμματέας».
Ο Μπελογιάννης με εντολή από το κόμμα πηγαίνει στην Πάτρα με σκοπό τη συγκρότηση μυστικών κομμουνιστικών τριάδων, για μικρό χρονικό διάστημα βρίσκεται στο Αίγιο για το δυνάμωμα των πυρήνων και επιστρέφει στην αχαϊκή πρωτεύουσα επιφορτισμένος με την οργάνωση και την κλιμάκωση αντιδικτατορικών ενεργειών. Από το 1937 αρθρογραφεί στην πολυγραφημένη εφημερίδα «Λαϊκή Γνώμη».
«Το Πάσχα του ’38 προδόθηκα στον Πύργο από τον φοροεισπράκτορα και πιάστηκα στο δρόμο. Πήγα να φύγω, με πυροβόλησαν, έπεσα και με έπιασαν. Επίσης ύστερα από λίγες μέρες έφυγα από το κρατητήριο, αλλά με κυνήγησαν πολύ και επειδή από το πολύ ξύλο δεν μπορούσα να τρέξω, με έπιασαν».
Ο Νίκος Μπελογιάννης μεταφέρεται στις φυλακές της Αίγινας, όπου παραμένει μέχρι την άνοιξη του 1942 και μετά οδηγείται στην Ακροναυπλία. Τα όργανα της ελληνικής φασιστικής κυβέρνησης τον παραδίδουν μαζί με τους άλλους Ακροναυπλιώτες στους Ιταλούς φασίστες, οι οποίοι τον Δεκέμβριο του 1942 τον μετάγουν στις φυλακές Κατούνας, στη συνέχεια της Βόνιτσας και μετά της Κέρκυρας. Στα τέλη Αυγούστου του 1943 οδηγείται –με άλλους επτά άρρωστους συντρόφους του– στις φυλακές του νοσοκομείου Σωτηρία, απ’ όπου απελευθερώνεται με τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου. Πλέον ο Νίκος Μπελογιάννης μπορεί να ριχτεί στον απελευθερωτικό αγώνα του ΕΑΜ - ΕΛΑΣ με όλη τη δύναμη της ψυχής του.
Διαβάστε επίσης
Νίκος Μπελογιάννης: Στον αγώνα για τη λευτεριά
Από την επιστροφή στην Ελλάδα μέχρι τη θανατική καταδίκη
Γιατί τους εκτέλεσαν Κυριακή
Ο αφανής ήρωας
Κι εγώ χάραξα με το νύχι μου στον ασβεστωμένο τοίχο: «Είσαι καλά; Σ’ αγαπώ»
Πηγή: Παναγιώτης Φρούτζος - Documento
Δημοσίευση σχολίου