{[['']]}
Της Βασιλικής Λάζου - Documento
Ηταν 2.15 το πρωί όταν τα πρώτα άρματα μάχης Μ47 ξεπρόβαλαν μουγκρίζοντας στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας.
Με αφετηρία το Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στο Γουδί προχωρούσαν αργά προς τη Βασιλίσσης Σοφίας περνώντας μπροστά από την αμερικανική πρεσβεία. Προορισμός τους ο Ραδιοφωνικός Σταθμός στο Ζάππειο, τα Ανάκτορα και η Βουλή των Ελλήνων.
Επικεφαλής της φάλαγγας ήταν ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός. διοικητής δύναμης 2.500 αντρών και 250 αξιωματικών. Ηταν η πρώτη και η κυριότερη από τις 26 συνολικά αποστολές που εκτέλεσε η μονάδα αυτή εκείνο το μοιραίο βράδυ σύμφωνα με το σχέδιο «Προμηθεύς».
Η 21η Απριλίου 1967 υπήρξε όχι μόνο τομή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία αλλά και ένα σοκ για όλο τον δημοκρατικό λαό. Ηταν αποτέλεσμα των αντιφάσεων των μετεμφυλιακών δομών εξουσίας που είχαν οδηγήσει στην αυτονόμηση του στρατού ως κέντρο εξουσίας.
Εμφορούμενος από ακραίες αντικομμουνιστικές - αυταρχικές αντιλήψεις και περιενδυμένος με την όποια αίγλη του νικητή στην εμφύλια αναμέτρηση. ο στρατός ήταν η αιχμή του δόρατος του κράτους.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα αυτός ο θεσμός είχε ταλαντευτεί μεταξύ της προώθησης του αστικού εκσυγχρονισμού και της επιβολής αυταρχικών πρακτικών εξουσίας. Μετά τον Εμφύλιο διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις καθώς αποτελούσε μαζί με το παλάτι και το κοινοβούλιο έναν από τους πόλους εξουσίας στη χώρα
Καταλύτης των εξελίξεων που θα οδηγήσουν στην κατάληψη της εξουσίας από τον στρατό ήταν οι μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις των ετών 1958-1967. Τα πρωτοφανή εκλογικά ποσοστά της ΕΔΑ του 1958, η πολιτική σύγκλιση της Αριστεράς και του κέντρου στη λαϊκή βάση, η έναρξη του «ανένδοτου», η εξάπλωση της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και οι φωνές για νομιμοποίηση του ΚΚΕ σκιαγραφούν την εικόνα της προαπριλιανής περιόδου.
Κύριο αίτημα ήταν ο εκδημοκρατισμός του κράτους, η άρση των έκτακτων μέτρων και των αποκλεισμών, ο περιορισμός των κοινωνικών ανισοτήτων, η διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών και η ομαλοποίηση της κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Η σαρωτική νίκη των δυνάμεων του κέντρου και η αντοχή της ΕΔΑ στις εκλογές του 1964 σηματοδότησε την καθοριστική παρουσία του λαϊκού παράγοντα, γεγονός που εκλήφθηκε ως απειλή για το μετεμφυλιακό πολιτικό και οικονομικό πλέγμα εξουσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο η στρατιωτική επέμβαση και ανοιχτή στρατιωτική καταστολή στόχευαν στην ανάσχεση των μεταρρυθμίσεων και τον περιορισμό του λαϊκού παράγοντα.
Για την επιβολή της δικτατορίας από ομάδα 15 επίορκων συνταγματαρχών και ενός ταξιάρχου κατασκευάστηκε από το κράτος και το παρακράτος μια εικονική πραγματικότητα που βασιζόταν στην κινδυνολογία και στον φόβο.
Πυρήνας της ήταν ότι η «Ελλάς κινδυνεύει». Σύμφωνα με το αφήγημα των πραξικοπηματιών «η επέμβαση του στρατού ήταν επιβεβλημένη καθώς η χώρα όδευε προς τον κομμουνισμό. Οι πολιτικοί αδυνατούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και με τον βασιλιά ενώ στην ελληνική κοινωνία επικρατούσε αναρχία, η οποία θα οδηγούσε σε καταστροφή αν δεν επενέβαινε ο στρατός, η μόνη πολιτικά ουδέτερη δύναμη ικανή να αποτρέψει την καταστροφή».
Σύμφωνα με τις ελεγχόμενες από τη χούντα εφημερίδες και τις δηλώσεις των πρωταιτίων τις πρώτες ημέρες μετά το πραξικόπημα, βρισκόταν σε εξέλιξη μία συνωμοσία κατά της Ελλάδας η οποία θα κορυφωνόταν στις 23 Απριλίου 1967. Με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη και δράστες «30.000 Λαμπράκηδες και 2.000 πεπειραμένους σαμποτέρ η ανταρσία θα εξαπλωνόταν σ' όλη τη χώρα. Καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας δεν μπορούσαν μόνες τους να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό εχθρό ζήτησαν τη συνδρομή του στρατού, ο οποίος συνέλαβε προληπτικά τους εμπειροπόλεμους σαμποτέρ του Λαϊκού Μετώπου της Ενωσης Κέντρου - κομμουνιστών καθώς και ελάχιστους άλλους πολιτικούς που κινδύνευαν να τους σκοτώσουν οι συνωμότες».
Στα γραφεία μάλιστα της ΕΔΑ «μετά την ανάληψιν της κυβερνήσεως από τον Εθνικόν Στρατόν, ανευρέθησαν πλείστα ως ανεφέρθη στοιχεία, επιβεβαιούντα την προετοιμασίαν της κομμουνιστικής εξεγέρσεως...». Ετσι η Ελλάδα σώθηκε χωρίς να αιματοκυλιστεί ο τόπος. «Ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας διά να προλάβη τον εμφύλιον σπαραγμόν, να αποκαταστήση την τάξιν και να επαναφέρη την ενότητα του Εθνους-..» (Π. Πετρίδης, «Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα 1957-1967», εκδόσεις Προσκήνιο, 2000).
Πρωταρχικός στόχος του νέου καθεστώτος ήταν η ανάπλαση της κοινωνίας ώστε να αποβληθεί η αναρχική αντίληψη ενώ για την Αριστερά θα δημιουργούνταν τέτοιες συνθήκες που θα έκαναν τον κομμουνισμό ακίνδυνο, όπως στις μεγάλες χώρες της δυτικής Ευρώπης.
Τέτοια χονδροειδή ψέματα θα ήταν απλά γελοία, αν δεν παρήγαγαν πολιτικό αποτέλεσμα. Η ελευθερία. η δημοκρατία, ο κοινοβουλευτισμός και πλείστα όσα δικαιώματα των πολιτικών μπήκαν στον γύψο.
Την ίδια στιγμή που τα τεθωρακισμένα των κινηματιών περικύκλωναν νευραλγικές τοποθεσίες στο κέντρο της Αθήνας εξελισσόταν μια παράλληλη επιχείρηση. Υπό τη διεύθυνση του διοικητή της ΕΑΤ-ΕΣΑ συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά πολυάριθμα μικρά αποσπάσματα της ΕΣΑ και διάφορων στρατιωτικών σχήματισμών εξόρμησαν σύμφωνα με λεπτομερώς κατηρτισμένο σχέδιο για να συλλάβουν πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες με καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό.
Πρώτος στόχος ήταν ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Στις 2.45 συνελήφθη ο αρχηγός της Ενωσης Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου -για πέμπτη φορά στην πολιτική του σταδιοδρομία- και ο γιος του Ανδρέας με περιπετειώδη τρόπο.
Ολόκληρη η πολιτική ηγεσία συνελήφθη με καταπληκτική ευκολία.
Ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μανώλης Γλέζος ήταν από τα πρώτα στελέχη της Αριστεράς που συνελήφθησαν. Ακολούθησαν χιλιάδες αριστεροί και αρκετά στελέχη του κέντρου στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τις επαρχιακές πόλεις.
Ο δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης περιέγραψε τη διαδικασία: «...Η ηλικία, το φύλο, η θρησκεία ή η κατάσταση υγείας δεν έπαιζαν κανέναν ανασταλτικό ρόλο. Γέροι 70 και 75 χρονών στοιβάχτηκαν με νέους και κορίτσια 16 και 17 χρονών μέσα σε στρατιωτικά καμιόνια σαν σαρδέλες κονσερβαρισμένες... Ο επικεφαλής αξιωματικός χτυπούσε την πόρτα και, αν δεν άνοιγε αμέσως, την έσπαζαν με τσεκούρια. Συνήθως η οικογένεια ξυπνούσε έντρομη. Τα παιδιά τσίριζαν καθώς έρχονταν αντιμέτωπα με την αγριάδα των νυχτερινών επισκεπτών και τις ξιφολόγχες τους. Τους έδιναν προθεσμία δύο λεπτών για να ντυθούν. Πολλοί σύρθηκαν με τις πιτζάμες και τα εσώρουχα... Οταν υπήρχε εντολή να συλληφθούν και οι δύο γονείς, η μητέρα έπαιρνε μαζί το πιο μωρό...» (Γιάννης Κάτρης, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα»).
Από τη 1.00 μέχρι τις 5.00 αλλά και τις επόμενες ημέρες σε ολόκληρη την Ελλάδα συνελήφθησαν από στρατιωτικές δυνάμεις στα σπίτια τους 8.270 άτομα. Καμιόνια μετέφεραν τους συλληφθέντες στον Ιππόδρομο και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα. Οι συλληφθέντες στον νομό Θεσσαλονίκης και στην Κεντρική Μακεδονία κρατήθηκαν για πέντε ημέρες στα αστυνομικά τμήματα.
Οταν κάποιος διέφευγε τη σύλληψη, οι ασφαλίτες έπιαναν τη γυναίκα, τα παιδιά ή τους γονείς του για να τον εξαναγκάσουν να παραδοθεί. Αρκετοί ήταν αυτοί που ξυλοκοπήθηκαν άγρια και έπεσαν θύματα βάρβαρης κακοποίησης.
Στις 6.30 το πρωί της 21ης Απριλίου ο ραδιοφωνικός σταθμός των ενόπλων δυνάμεων ανακοίνωσε την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον στρατό «λόγω της εκρύθμου καταστάσεως». Στη συνέχεια διαβάστηκε διάταγμα του βασιλιά Κωνσταντίνου με το οποίο ανέστειλε θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος (5,6,8,10,11,12,14,18, 20,95 και 97) «λόγω εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων», θέτοντας τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας με βάση τον νόμο ΔΞΘ του 1912.
Αυτό σήμαινε ότι ανεστάλησαν οι διατάξεις εκείνες που προέβλεπαν ανάμεσα σε άλλα ότι κανένας δεν συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα, το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων, το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.
Οι πολίτες εφεξής όφειλαν να τελούν μέχρι νεωτέρας σε καθεστώς πειθαρχημένης διαβίωσης καθώς απαγορεύτηκε «η κυκλοφορία εις τας οδούς της πόλεως πάσης φύσεως οχημάτων και πεζών, η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και των ταμιευτηρίων, η αγορά χρυσών λιρών και γενικώς ξένου συναλλάγματος» και διακόπηκαν τα μαθήματα των σχολείων».
Το μόνο που επιτράπηκε ήταν η επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα, που σήμαινε ότι μπορούσαν να συσταθούν και να λειτουργήσουν χωρίς ειδικό νόμο έκτακτα στρατοδικεία. Ακολούθησε προληπτική λογοκρισία, απαγόρευση κυκλοφορίας αριστερών έντυπων και εφημερίδων, διάλυση συνδικαλιστικών οργανώσεων, αποστράτευση αξιωματικών του στρατού ξηράς, της ηγεσίας του πολεμικού ναυτικού και τα 9/10 των ανώτερων αξιωματικών της αεροπορίας και απολύσεις στην Δημόσια Διοίκηση.
Ο βασιλιάς οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο όπου παρά την αντίθετη εισήγηση του κρατούμενου πρωθυπουργού Κανελλόπουλου αποδέχθηκε την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και όρκισε 5μελή «Κυβέρνηση» με «Πρωθυπουργό» τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κων. Κάλλια και «αντιπρόεδρο» και «υπουργό Εθνικής Αμύνης» τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατηγό Γρηγόριο Σπαντιδάκη. Αλλα μέλη της ομάδας των πραξικοπηματιών τοποθετήθηκαν ως «γενικοί γραμματείς» στα υπουργεία.
Οκτώ μήνες αργότερα το αντιπραξικόπημα με το οποίο ο βασιλιάς προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο απέτυχε παταγωδώς και ο Κωνσταντίνος διέφυγε στη Ρώμη.
Η χούντα έδειξε εξαρχής τον βάναυσο χαρακτήρα της. Την πρώτη κιόλας μέρα του πραξικοπήματος στον Ιππόδρομο της Αθήνας πυροβολήθηκε εν ψυχρώ το στέλεχος της ΕΔΑ, Μακρονησιώτης αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Παναγιώτης Ελής.
Είχαν προηγηθεί οι δολοφονίες της 24χρονης Μαρία Καλαβρού επί της οδού Πατησίων και του 15άχρονου Βασίλη Πεσλή που βρισκόταν ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία Αμερικής.
Υστερα από ολιγοήμερη φυλάκιση οι κρατούμενοι δημοκράτες επιβιβάστηκαν σε αρματαγωγά και οδηγήθηκαν στο κλειστό από το1960 στρατόπεδο-φυλακή της Γυάρου. Οι πρώτοι 6.118 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν εκεί στις 28 Απριλίου. Τελικά ο αριθμός τους έφτασε τις 7.500. Από αυτούς περίπου 1.000 έμεναν στο κτίριο των φυλακών και οι υπόλοιποι σε σκηνές.
Λίγες ημέρες ύστερα από την επιβολή της η χούντα είχε κατορθώσει ένα πολύ δυνατό πλήγμα στους αντιπάλους της, πιάνοντάς τους κυριολεκτικά στον ύπνο. Παρόλο που το πραξικόπημα συζητιόταν ως πιθανότητα δεν είχαν ληφθεί ουσιαστικά οργανωτικά μέτρα για την αντιμετώπισή του. Κύριο άρθρο της «Αυγής» την ημέρα του πραξικοπήματος τιτλοφορούνταν «Γιατί δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία», ενδεχόμενα ως απάντηση στο επιχείρημα ότι ο λαός δεν έπρεπε να διαμαρτύρεται κατά της «καχεκτικής», υπονομευμένης δημοκρατίας για να μην καταλυθεί από μια ανοιχτή χούντα.
Η πολιτική και οργανωτική ήττα των δυνάμεων της Αριστεράς στον Εμφύλιο είχε αποδιαρθρώσει οργανωτικά τις πολιτικές δυνάμεις της. Δεκάδες χιλιάδες πολιτικά στελέχη είχαν εκτελεστεί, φυλακιστεί και εξοριστεί ή βρεθεί στην πολιτική προσφυγιά. Η νέα γενιά που ήρθε στο προσκήνιο στις αρχές της δεκαετίας 1960 υπέστη σκληρή καταστολή από το δικτατορικό καθεστώς.
Ωστόσο παρά τις συλλήψεις και τις ανηλεείς διώξεις ιδρύθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις από στελέχη της Αριστεράς και του κέντρου που είχαν διαφύγει τη σύλληψη ενώ ακολούθησαν και αντιδικτατορικές οργανώσεις συντηρητικών αξιωματικών.
Η Δημοκρατική Αμυνα, το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο και από τον Δεκέμβριο η Πανελλήνια Αντιδικτατορική Οργάνωση Ρήγας Φεραίος έδειξαν ότι υπήρχε εξαρχής η μαγιά της αντίστασης στη χούντα.
Στα μαύρα χρόνια της επταετίας και μέχρι τη μεγαλειώδη εξέγερση του Πολυτεχνείου τουλάχιστον 46 οργανώσεις έδρασαν ενάντια στη χούντα.
Ηταν 2.15 το πρωί όταν τα πρώτα άρματα μάχης Μ47 ξεπρόβαλαν μουγκρίζοντας στη συμβολή των λεωφόρων Κηφισίας και Αλεξάνδρας.
Με αφετηρία το Κέντρο Εκπαίδευσης Τεθωρακισμένων στο Γουδί προχωρούσαν αργά προς τη Βασιλίσσης Σοφίας περνώντας μπροστά από την αμερικανική πρεσβεία. Προορισμός τους ο Ραδιοφωνικός Σταθμός στο Ζάππειο, τα Ανάκτορα και η Βουλή των Ελλήνων.
Επικεφαλής της φάλαγγας ήταν ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός. διοικητής δύναμης 2.500 αντρών και 250 αξιωματικών. Ηταν η πρώτη και η κυριότερη από τις 26 συνολικά αποστολές που εκτέλεσε η μονάδα αυτή εκείνο το μοιραίο βράδυ σύμφωνα με το σχέδιο «Προμηθεύς».
Η 21η Απριλίου 1967 υπήρξε όχι μόνο τομή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία αλλά και ένα σοκ για όλο τον δημοκρατικό λαό. Ηταν αποτέλεσμα των αντιφάσεων των μετεμφυλιακών δομών εξουσίας που είχαν οδηγήσει στην αυτονόμηση του στρατού ως κέντρο εξουσίας.
Εμφορούμενος από ακραίες αντικομμουνιστικές - αυταρχικές αντιλήψεις και περιενδυμένος με την όποια αίγλη του νικητή στην εμφύλια αναμέτρηση. ο στρατός ήταν η αιχμή του δόρατος του κράτους.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα αυτός ο θεσμός είχε ταλαντευτεί μεταξύ της προώθησης του αστικού εκσυγχρονισμού και της επιβολής αυταρχικών πρακτικών εξουσίας. Μετά τον Εμφύλιο διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις καθώς αποτελούσε μαζί με το παλάτι και το κοινοβούλιο έναν από τους πόλους εξουσίας στη χώρα
Καταλύτης των εξελίξεων που θα οδηγήσουν στην κατάληψη της εξουσίας από τον στρατό ήταν οι μεγάλες πολιτικές κινητοποιήσεις των ετών 1958-1967. Τα πρωτοφανή εκλογικά ποσοστά της ΕΔΑ του 1958, η πολιτική σύγκλιση της Αριστεράς και του κέντρου στη λαϊκή βάση, η έναρξη του «ανένδοτου», η εξάπλωση της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και οι φωνές για νομιμοποίηση του ΚΚΕ σκιαγραφούν την εικόνα της προαπριλιανής περιόδου.
Κύριο αίτημα ήταν ο εκδημοκρατισμός του κράτους, η άρση των έκτακτων μέτρων και των αποκλεισμών, ο περιορισμός των κοινωνικών ανισοτήτων, η διεύρυνση των πολιτικών ελευθεριών και η ομαλοποίηση της κοινοβουλευτικής λειτουργίας. Η σαρωτική νίκη των δυνάμεων του κέντρου και η αντοχή της ΕΔΑ στις εκλογές του 1964 σηματοδότησε την καθοριστική παρουσία του λαϊκού παράγοντα, γεγονός που εκλήφθηκε ως απειλή για το μετεμφυλιακό πολιτικό και οικονομικό πλέγμα εξουσίας.
Σε αυτό το πλαίσιο η στρατιωτική επέμβαση και ανοιχτή στρατιωτική καταστολή στόχευαν στην ανάσχεση των μεταρρυθμίσεων και τον περιορισμό του λαϊκού παράγοντα.
ΧΟΝΔΡΟΕΙΔΗ ΨΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΑΡΗΓΑΓΑΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ
Για την επιβολή της δικτατορίας από ομάδα 15 επίορκων συνταγματαρχών και ενός ταξιάρχου κατασκευάστηκε από το κράτος και το παρακράτος μια εικονική πραγματικότητα που βασιζόταν στην κινδυνολογία και στον φόβο.
Πυρήνας της ήταν ότι η «Ελλάς κινδυνεύει». Σύμφωνα με το αφήγημα των πραξικοπηματιών «η επέμβαση του στρατού ήταν επιβεβλημένη καθώς η χώρα όδευε προς τον κομμουνισμό. Οι πολιτικοί αδυνατούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και με τον βασιλιά ενώ στην ελληνική κοινωνία επικρατούσε αναρχία, η οποία θα οδηγούσε σε καταστροφή αν δεν επενέβαινε ο στρατός, η μόνη πολιτικά ουδέτερη δύναμη ικανή να αποτρέψει την καταστροφή».
Σύμφωνα με τις ελεγχόμενες από τη χούντα εφημερίδες και τις δηλώσεις των πρωταιτίων τις πρώτες ημέρες μετά το πραξικόπημα, βρισκόταν σε εξέλιξη μία συνωμοσία κατά της Ελλάδας η οποία θα κορυφωνόταν στις 23 Απριλίου 1967. Με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη και δράστες «30.000 Λαμπράκηδες και 2.000 πεπειραμένους σαμποτέρ η ανταρσία θα εξαπλωνόταν σ' όλη τη χώρα. Καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας δεν μπορούσαν μόνες τους να αντιμετωπίσουν τον εσωτερικό εχθρό ζήτησαν τη συνδρομή του στρατού, ο οποίος συνέλαβε προληπτικά τους εμπειροπόλεμους σαμποτέρ του Λαϊκού Μετώπου της Ενωσης Κέντρου - κομμουνιστών καθώς και ελάχιστους άλλους πολιτικούς που κινδύνευαν να τους σκοτώσουν οι συνωμότες».
Στα γραφεία μάλιστα της ΕΔΑ «μετά την ανάληψιν της κυβερνήσεως από τον Εθνικόν Στρατόν, ανευρέθησαν πλείστα ως ανεφέρθη στοιχεία, επιβεβαιούντα την προετοιμασίαν της κομμουνιστικής εξεγέρσεως...». Ετσι η Ελλάδα σώθηκε χωρίς να αιματοκυλιστεί ο τόπος. «Ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας διά να προλάβη τον εμφύλιον σπαραγμόν, να αποκαταστήση την τάξιν και να επαναφέρη την ενότητα του Εθνους-..» (Π. Πετρίδης, «Εξουσία και παραεξουσία στην Ελλάδα 1957-1967», εκδόσεις Προσκήνιο, 2000).
Πρωταρχικός στόχος του νέου καθεστώτος ήταν η ανάπλαση της κοινωνίας ώστε να αποβληθεί η αναρχική αντίληψη ενώ για την Αριστερά θα δημιουργούνταν τέτοιες συνθήκες που θα έκαναν τον κομμουνισμό ακίνδυνο, όπως στις μεγάλες χώρες της δυτικής Ευρώπης.
Τέτοια χονδροειδή ψέματα θα ήταν απλά γελοία, αν δεν παρήγαγαν πολιτικό αποτέλεσμα. Η ελευθερία. η δημοκρατία, ο κοινοβουλευτισμός και πλείστα όσα δικαιώματα των πολιτικών μπήκαν στον γύψο.
Η ΕΣΑ ΧΤΥΠΑ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
Την ίδια στιγμή που τα τεθωρακισμένα των κινηματιών περικύκλωναν νευραλγικές τοποθεσίες στο κέντρο της Αθήνας εξελισσόταν μια παράλληλη επιχείρηση. Υπό τη διεύθυνση του διοικητή της ΕΑΤ-ΕΣΑ συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά πολυάριθμα μικρά αποσπάσματα της ΕΣΑ και διάφορων στρατιωτικών σχήματισμών εξόρμησαν σύμφωνα με λεπτομερώς κατηρτισμένο σχέδιο για να συλλάβουν πολιτικές και στρατιωτικές προσωπικότητες με καίριες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό.
Πρώτος στόχος ήταν ο πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Στις 2.45 συνελήφθη ο αρχηγός της Ενωσης Κέντρου Γεώργιος Παπανδρέου -για πέμπτη φορά στην πολιτική του σταδιοδρομία- και ο γιος του Ανδρέας με περιπετειώδη τρόπο.
Ολόκληρη η πολιτική ηγεσία συνελήφθη με καταπληκτική ευκολία.
Ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μανώλης Γλέζος ήταν από τα πρώτα στελέχη της Αριστεράς που συνελήφθησαν. Ακολούθησαν χιλιάδες αριστεροί και αρκετά στελέχη του κέντρου στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τις επαρχιακές πόλεις.
Ο δημοσιογράφος Γιάννης Κάτρης περιέγραψε τη διαδικασία: «...Η ηλικία, το φύλο, η θρησκεία ή η κατάσταση υγείας δεν έπαιζαν κανέναν ανασταλτικό ρόλο. Γέροι 70 και 75 χρονών στοιβάχτηκαν με νέους και κορίτσια 16 και 17 χρονών μέσα σε στρατιωτικά καμιόνια σαν σαρδέλες κονσερβαρισμένες... Ο επικεφαλής αξιωματικός χτυπούσε την πόρτα και, αν δεν άνοιγε αμέσως, την έσπαζαν με τσεκούρια. Συνήθως η οικογένεια ξυπνούσε έντρομη. Τα παιδιά τσίριζαν καθώς έρχονταν αντιμέτωπα με την αγριάδα των νυχτερινών επισκεπτών και τις ξιφολόγχες τους. Τους έδιναν προθεσμία δύο λεπτών για να ντυθούν. Πολλοί σύρθηκαν με τις πιτζάμες και τα εσώρουχα... Οταν υπήρχε εντολή να συλληφθούν και οι δύο γονείς, η μητέρα έπαιρνε μαζί το πιο μωρό...» (Γιάννης Κάτρης, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα»).
Από τη 1.00 μέχρι τις 5.00 αλλά και τις επόμενες ημέρες σε ολόκληρη την Ελλάδα συνελήφθησαν από στρατιωτικές δυνάμεις στα σπίτια τους 8.270 άτομα. Καμιόνια μετέφεραν τους συλληφθέντες στον Ιππόδρομο και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα. Οι συλληφθέντες στον νομό Θεσσαλονίκης και στην Κεντρική Μακεδονία κρατήθηκαν για πέντε ημέρες στα αστυνομικά τμήματα.
Οταν κάποιος διέφευγε τη σύλληψη, οι ασφαλίτες έπιαναν τη γυναίκα, τα παιδιά ή τους γονείς του για να τον εξαναγκάσουν να παραδοθεί. Αρκετοί ήταν αυτοί που ξυλοκοπήθηκαν άγρια και έπεσαν θύματα βάρβαρης κακοποίησης.
Στις 6.30 το πρωί της 21ης Απριλίου ο ραδιοφωνικός σταθμός των ενόπλων δυνάμεων ανακοίνωσε την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον στρατό «λόγω της εκρύθμου καταστάσεως». Στη συνέχεια διαβάστηκε διάταγμα του βασιλιά Κωνσταντίνου με το οποίο ανέστειλε θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος (5,6,8,10,11,12,14,18, 20,95 και 97) «λόγω εκδήλου απειλής κατά της δημοσίας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων», θέτοντας τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας με βάση τον νόμο ΔΞΘ του 1912.
Αυτό σήμαινε ότι ανεστάλησαν οι διατάξεις εκείνες που προέβλεπαν ανάμεσα σε άλλα ότι κανένας δεν συλλαμβάνεται χωρίς δικαστικό ένταλμα, το δικαίωμα της ελεύθερης συγκέντρωσης προσώπων, το δικαίωμα της ίδρυσης και συμμετοχής σε σωματεία, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, το απαραβίαστο της αλληλογραφίας.
Οι πολίτες εφεξής όφειλαν να τελούν μέχρι νεωτέρας σε καθεστώς πειθαρχημένης διαβίωσης καθώς απαγορεύτηκε «η κυκλοφορία εις τας οδούς της πόλεως πάσης φύσεως οχημάτων και πεζών, η ανάληψις καταθέσεων εκ των τραπεζών και των ταμιευτηρίων, η αγορά χρυσών λιρών και γενικώς ξένου συναλλάγματος» και διακόπηκαν τα μαθήματα των σχολείων».
Το μόνο που επιτράπηκε ήταν η επιβολή θανατικής ποινής σε πολιτικά εγκλήματα, που σήμαινε ότι μπορούσαν να συσταθούν και να λειτουργήσουν χωρίς ειδικό νόμο έκτακτα στρατοδικεία. Ακολούθησε προληπτική λογοκρισία, απαγόρευση κυκλοφορίας αριστερών έντυπων και εφημερίδων, διάλυση συνδικαλιστικών οργανώσεων, αποστράτευση αξιωματικών του στρατού ξηράς, της ηγεσίας του πολεμικού ναυτικού και τα 9/10 των ανώτερων αξιωματικών της αεροπορίας και απολύσεις στην Δημόσια Διοίκηση.
Ο βασιλιάς οδηγήθηκε στο Πεντάγωνο όπου παρά την αντίθετη εισήγηση του κρατούμενου πρωθυπουργού Κανελλόπουλου αποδέχθηκε την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και όρκισε 5μελή «Κυβέρνηση» με «Πρωθυπουργό» τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κων. Κάλλια και «αντιπρόεδρο» και «υπουργό Εθνικής Αμύνης» τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου στρατηγό Γρηγόριο Σπαντιδάκη. Αλλα μέλη της ομάδας των πραξικοπηματιών τοποθετήθηκαν ως «γενικοί γραμματείς» στα υπουργεία.
Οκτώ μήνες αργότερα το αντιπραξικόπημα με το οποίο ο βασιλιάς προσπάθησε να ανακτήσει τον έλεγχο απέτυχε παταγωδώς και ο Κωνσταντίνος διέφυγε στη Ρώμη.
Η χούντα έδειξε εξαρχής τον βάναυσο χαρακτήρα της. Την πρώτη κιόλας μέρα του πραξικοπήματος στον Ιππόδρομο της Αθήνας πυροβολήθηκε εν ψυχρώ το στέλεχος της ΕΔΑ, Μακρονησιώτης αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Παναγιώτης Ελής.
Είχαν προηγηθεί οι δολοφονίες της 24χρονης Μαρία Καλαβρού επί της οδού Πατησίων και του 15άχρονου Βασίλη Πεσλή που βρισκόταν ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία Αμερικής.
Υστερα από ολιγοήμερη φυλάκιση οι κρατούμενοι δημοκράτες επιβιβάστηκαν σε αρματαγωγά και οδηγήθηκαν στο κλειστό από το1960 στρατόπεδο-φυλακή της Γυάρου. Οι πρώτοι 6.118 κρατούμενοι μεταφέρθηκαν εκεί στις 28 Απριλίου. Τελικά ο αριθμός τους έφτασε τις 7.500. Από αυτούς περίπου 1.000 έμεναν στο κτίριο των φυλακών και οι υπόλοιποι σε σκηνές.
Λίγες ημέρες ύστερα από την επιβολή της η χούντα είχε κατορθώσει ένα πολύ δυνατό πλήγμα στους αντιπάλους της, πιάνοντάς τους κυριολεκτικά στον ύπνο. Παρόλο που το πραξικόπημα συζητιόταν ως πιθανότητα δεν είχαν ληφθεί ουσιαστικά οργανωτικά μέτρα για την αντιμετώπισή του. Κύριο άρθρο της «Αυγής» την ημέρα του πραξικοπήματος τιτλοφορούνταν «Γιατί δεν πρόκειται να γίνει δικτατορία», ενδεχόμενα ως απάντηση στο επιχείρημα ότι ο λαός δεν έπρεπε να διαμαρτύρεται κατά της «καχεκτικής», υπονομευμένης δημοκρατίας για να μην καταλυθεί από μια ανοιχτή χούντα.
Η πολιτική και οργανωτική ήττα των δυνάμεων της Αριστεράς στον Εμφύλιο είχε αποδιαρθρώσει οργανωτικά τις πολιτικές δυνάμεις της. Δεκάδες χιλιάδες πολιτικά στελέχη είχαν εκτελεστεί, φυλακιστεί και εξοριστεί ή βρεθεί στην πολιτική προσφυγιά. Η νέα γενιά που ήρθε στο προσκήνιο στις αρχές της δεκαετίας 1960 υπέστη σκληρή καταστολή από το δικτατορικό καθεστώς.
Ωστόσο παρά τις συλλήψεις και τις ανηλεείς διώξεις ιδρύθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις από στελέχη της Αριστεράς και του κέντρου που είχαν διαφύγει τη σύλληψη ενώ ακολούθησαν και αντιδικτατορικές οργανώσεις συντηρητικών αξιωματικών.
Η Δημοκρατική Αμυνα, το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο και από τον Δεκέμβριο η Πανελλήνια Αντιδικτατορική Οργάνωση Ρήγας Φεραίος έδειξαν ότι υπήρχε εξαρχής η μαγιά της αντίστασης στη χούντα.
Στα μαύρα χρόνια της επταετίας και μέχρι τη μεγαλειώδη εξέγερση του Πολυτεχνείου τουλάχιστον 46 οργανώσεις έδρασαν ενάντια στη χούντα.
Δημοσίευση σχολίου