Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 22

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 22

{[['']]}
 Τελευταία επαφή με τον Βαγγέλη Ρογκάκο

Έτσι λοιπόν οι δυνάμεις μας που έφυγαν από τον Πάρνωνα για να περάσουν στην Κεντρική Πελοπόννησο από Κορινθία και Ορεινή Μεσσηνία - Ολυμπία διαλύθηκαν πριν φθάσουν. Το
δρομολόγιο που θα ακολουθούσα εγώ, ήταν το πιο κοντινό, αλλά και το πιο επικίνδυνο.

Όταν ο Ρογκάκος με φώναξε στην καλύβα του, μου είπε ότι ο λόχος μου ενισχυμένος θα περάσει σχεδόν μέσα από τις βάσεις του εχθρού και μέχρι το Μαίναλο, ίσως υποχρεωθεί να δώσει πολλές μάχες και να σπάσει πολλές ενέδρες. Μου είπε ότι ανέθεσε σε μένα αυτή την αποστολή γιατί γνώριζα καλά το έδαφος και γιατί ο λόχος μου ήταν ο πλέον αξιόμαχος, ήταν παλαιός λόχος δοκιμασμένος. Μου είπε ότι έχει εμπιστοσύνη στην διοίκηση του λόχου, ότι θα τα βγάλει πέρα. Τέλος μου έδωσε σε λίγες γραμμές την αποστολή μου που ήταν «να περάσω στα μετόπισθεν του εχθρού, να φθάσω στην Κεντρική και Βορειοδυτική Πελοπόννησο μέχρι την Κάπελη - Ηλείας - Ερύμανθο. Σ’ αυτό το χώρο, να συγκεντρώσω όλους τους ξεκομένους αντάρτες και τις ξεκομένες μονάδες, να συγκροτήσω μια ανεξάρτητη δύναμη, να χτυπώ τον εχθρό όπου μπορώ, να κάνω σαμποτάζ και να επιδιώξω συνάντηση με τη διοίκηση της Μεραρχίας, οπότε θα λήξει αυτή η αποστολή. Ακόμη αν δεν συναντηθώ με τη διοίκηση της Μεραρχίας να σταθώ στην Κεντρική Πελοπόννησο αρκετά, για να επιτύχω συνάντηση με τον Μπουραζάνη που θα έρχονταν από Ολυμπία και τον Βρεττάκο από Κορινθία».

Βασικά όμως έπρεπε να ρίξω το βάρος της προσπάθειάς μου στη συγκέντρωση των ξεκομένων ομάδων και ανταρτών που έπρεπε, κατά τους υπολογισμούς του Ρογκάκου να είναι πάρα πολλοί. Μου έδωσε γιάφκες - στέκια για συνάντηση με την διοίκηση της Μεραρχίας, μία στο χωριό Συριάμου, μία στο χωριό Ξεροκαρύταινα και μια στο χωριό Δεχούνι. Του ζήτησα περισσότερες πληροφορίες για τις δυνάμεις του εχθρού και για την κατάσταση των δικών μας. Δεν είχε απολύτως καμιά. Μου έδειξε μόνο μερικά αποκόμματα από κυβερνητικές εφημερίδες. Όσο και να τα έλεγαν εξογκωμένα, η κατάσταση στην Κεντρική και Βόρεια Πελοπόννησο ήταν για μας τραγική. Με ρώτησε τι συμπέρασμα βγάζω. Του απάντησα ότι είναι υπερβολές. Δεν πιστεύω τίποτα απ’ όλα αυτά. Δεν βλέπω να μιλάνε για τα στελέχη μας εκτός από το θάνατο του Κανελλόπουλου, που σκοτώθηκε σε μια μάχη που έδωσε σαν διοικητής της σχολής αξιωματικών στο χωριό Βεσίνι Αχαΐας. Σκοτώθηκε από το πείσμα του. Στη θέση που βρίσκονταν τραυματίστηκε στον ώμο ελαφρά. Επέμενε να κάθεται εκεί και να διευθύνει τη μάχη. Τελικά την έφαγε κατακούτελα.

Μόλις μ’ άκουσε ο Ρογκάκος είπε «μακάρι να είναι έτσι όπως το λες, μα δεν είναι όμως». Δεν ξέρω τι άλλο είχε υπόψη του. Ίσως απ’ αυτούς που έφθαναν στον Πάρνωνα ξεκομένοι να είχε πάρει άσχημες πληροφορίες, που δεν μας τις έλεγε. Το γεγονός όμως ότι επέμενε να μαζέψω τους ξεκομένους και να συγκροτήσω ένα νέο τμήμα, με έβαλε σε σκέψη. Παρ' όλα αυτά εγώ δεν πίστευα, ήμουν αισιόδοξος δηλαδή είχα μεσάνυχτα.

Όταν τέλειωσε τα όσα είχε να πει σχετικά με την αποστολή μου, σταμάτησε για λίγο και μετά, αφού ανακάθησε προς τα πίσω με κοίταξε στα μάτια επίμονα και άρχισε σιγά - σιγά να μου λέει: «Μπελά, τώρα θα χωρίσουμε. Θέλω να χωρίσουμε σαν φίλοι. Θυμήσου το τι έχουμε περάσει από τότε που είμασταν μια χούφτα όλοι κι όλοι. Ψυχραθήκαμε όχι για προσωπικά ζητήματα αλλά για του αγώνα. Η υπόθεση του Τσουκόπουλου μας έφερε σε σύγκρουση και δεν λέμε σχεδόν ούτε καλημέρα. Εγώ όμως δεν έπαψα να σ’ αγαπώ και να σε εκτιμώ σαν αγωνιστή και σαν φίλο. Εσύ όμως πιστεύω ότι δεν με εκτιμάς όπως με εκτιμούσες. Δικαίωμά σου είναι αυτό. Δεν έχεις όμως δίκιο. Είσαι αράθυμος και φουριόζος. Είσαι πολύ συναισθηματικός και πεισματάρης. Πρέπει να ξέρεις ότι όποια απόφαση πήρα μέχρι σήμερα, την πήρα μόνο και μόνο γιατί πίστευα απόλυτα ότι εξυπηρετεί τον αγώνα και το κόμμα. Η πορεία τον αγώνα θα το δείξει ποιος έχει δίκιο. Τώρα όμως χωρίζουμε και ποιος ξέρει αν θα ξαναειδωθούμε. Θέλω να χωρίσουμε σαν φίλοι. Όταν περάσει η μπάρα τότε κάνε αυτό που είπες, κάνε μήνυση στη διοίκηση της Μεραρχίας».

Συγκινήθηκα απ’ αυτά που μου είπε. Όμως ο πάγος δεν έσπασε μέσα μου. Τον σεβόμουν και τον αγαπούσα σαν συναγωνιστή, τον είχα ψηλά τοποθετήσει μέσα στην καρδιά μου και τον εκτιμούσα βαθιά. Τώρα όμως δεν τον εκτιμούσα πια. Είχαν στραπατσαριστεί όλα μέσα μου. Του απάντησα ότι: «Και εγώ θέλω να χωρίσουμε σαν φίλοι. Δεν είναι ώρα τώρα για έχθρητες και καπρίτσια. Όταν περάσει η μπόρα και ξαναβρεθούμε, θάχουμε καιρό να τα κουβεντιάσουμε. Σου υπόσχομαι άλλη μια φορά ότι εγώ θα φθάσω στο τέλος της αποστολής μου και θα βρω την διοίκηση της Μεραρχίας. Ακόμη χέρι - χέρι νάχει πιαστεί ο εχθρός εγώ θα περάσω, θα γλυστρήσω μέσα από τις γραμμές του. Πιστεύω ότι θα περάσω αντουφέκιστος. Πολλές φορές μου είχες αναθέσει δύσκολες δουλειές όπως στο Χρυσοβίτσι, στην Τρίπολη, στις εκκαθαριστικές του 1948, στο Ανεμοδούρι κι άλλες και τις έβγαλα πέρα. Θυμάσαι τα γέλια που έκανες όταν με είδες με παγωμένα μουστάκια στην Σύρνα, που δεν μπορούσαν να κουβεντιάσω σωστά από την παγωνιά. Πιστεύω ότι και τώρα θα με συγχαρείς».

Σηκώθηκα να χαιρετήσω στρατιωτικά και να φύγω. Μ’ αγκάλιασε, φιληθήκαμε σταυρωτά σαν συναγωνιστές και χωρίσαμε. Όταν βγήκα από την καλύβα, βγήκε κι αυτός. Μ’ έπιασε από τον ώμο και σταμάτησα. Μου έδοσε ένα τσιγάρο και φωτιά. Άναψε κι αυτός και γύρισε ξανά στην καλύβα του.

Δεν ήταν τυχερό να ξανασυναντηθούμε. Αυτός χάθηκε και εγώ ζω. Αυτός μπήκε στον κατάλογο των Ηρώων. Πέρασε στην Ιστορία σαν τίμιος και συνεπής επαναστάτης - στέλεχος πρώτης γραμμής. Εγώ ζω με τις αναμνήσεις μου και την πίκρα της ήττας. Κρίνε εσύ τώρα καλέ μου αναγνώστη ποιος ήταν πιο τυχερός. Εγώ ότι κι αν θα πω είναι υποκειμενική κρίση.

Με βαρεία καρδιά γύρισα στο λόχο, για όσα μου είπε. Βιαζόμουν όμως να φύγω από τον Πάρνωνα. Ο τόπος εκεί δεν με χωρούσε, δεν με σήκωνε. Ετοιμάστηκαν όλα, κατατόπισα τα στελέχη και την αυγούλα ξεκινήσαμε. Οι αντάρτες δεν ήξεραν που πάμε. Ήταν όμως με καλό ηθικό και είχαν κέφι. Τους μίλησα αόριστα ότι πήραμε μια δύσκολη αποστολή που θα κρατήσει δύο μήνες και θα. πρέπει να καταβάλει ο καθένας όλες του τις δυνάμεις. Είχα εμπιστοσύνη στο τμήμα μου. Δεν λύγιζε το γόνατό τους εύκολα. Κατάλαβαν όμως ότι φεύγουμε για μεγάλο χορό. Πήρα όλους τους αντάρτες και τις αντάρτισσες του λόχου μου, δηλαδή μ’ όσους είχα πάει στον Πάρνωνα εκτός από τους τραυματίες που είχα στον Άγιο Βασίλειο και οι οποίοι δεν μπορούσαν να κινηθούν, κι ακόμη δυο ομάδες από Μαιναλιώτες.

Οι τραυματίες είχαν τραγικό τέλος. Όταν άρχισαν οι εκκαθοριστικές στον Πάρνωνα τους έκρυψαν μαζί με τους τραυματίες των άλλων τμημάτων, γύρω στους είκοσι σε μια υπόγεια καταπακτή - νοσοκομείο, που την είχαμε φτιάσει για ώρα ανάγκης που την ήξερε ο γιατρός Μάστορης και τρία - τέσσερα στελέχη της απόκρυψης, σ’ όλη την αντάρτικη δύναμη του Πάρνωνα. Εκεί κρύβαμε τους τραυματίες για τρεις και τέσσερες μέρες μέχρι να περάσουν οι εκκαθαριστικές. Ήταν βαθειά δύο μέτρα περίπου. Την είχαν σκεπάσει με τσιγκόφυλλα για να μην κατασταλάζει το νερό. Επάνω είχαν ρίξει χώμα και πάνω ελατόφυλλα και δεν φαίνονταν τίποτα. Τώρα όμως οι τραυματίες ήταν πολλοί και έμειναν πολλές μέρες και τα τραύματα μύρισαν. Η βρώμα έφθανε έως έξω και την μύρισαν τα σκυλιά του στρατού. Έτσι ανακαλύφτηκε το υπόγειο νοσοκομείο. Έβγαλαν τους τραυματίες και μείναν μέσα δύο ή τρεις. Αυτοί δεν ήθελαν να βγουν. Αρνήθηκαν να παραδοθούν. Εκεί τους σκότωσαν οι παληκαράδες. Τους άλλους τους πήγαν στο χωριό Βασσαρά Λακωνίας. Εκεί ήταν η διοίκηση. Τη νύχτα φώναζαν έναν - έναν τον ανάκριναν και μετά αν ήταν ενήλικος τον τραβούσαν έξω από το χωριό και τον εκτελούσαν. Εκτέλεσαν όλους όσους ήταν ομαδάρχες, διμοιρίτες, επίτροποι, σκοπευτές. Σώθηκαν μόνον οι μικροί στην ηλικία όσοι δεν είχαν πόστο.

Αυτό το συμπέρασμα βγάζω εγώ απ’ τα ονόματα των εκτελεσθέντων και αυτών που σώθηκαν. Γεγονός είναι ότι όλοι στην ανάκριση κράτησαν γενναία στάση. Τις απαντήσεις τις άκουγαν όλοι οι αιχμάλωτοι τραυματίες, γιατί γίνονταν στο γραφείο του σχολείου και οι τραυματίες ήταν στην αίθουσα. Τέτοια παληκάρια άφησαν οι αρχηγοί μας άοπλα, χωρίς φυσίγγια, χωρίς καμιά βοήθεια. Αυτά τάμαθα απ’ τον Αντώνη Λυμπερόπουλο απ’ το χωριό Λύκειο Αρκαδίας, που ήταν κι αυτός τραυματίας εκεί, την Τούλα Νιάρχου που ήταν κι αυτή τραυματισμένη, είχε κάταγμα στο μοιρό και την Παναγιώτα Βάκου, απ’ το χωριό Λώτι Γορτυνίας, ήταν η μοναδική νοσοκόμα που έμεινε για να περιποιείται και τους είκοσι τραυματίες δύο μέτρα κάτω από την επιφάνεια της γης. Εκεί εκτέλεσαν τον Θεόδωρο Αργυρόπουλο απ’ το χωριό Σιάλεση της Μεγαλούπολης διμοιρίτη στο λόχο μου, που ήταν τραυματίας και το Γιώργο Κουτσοβασίλη διμοιρίτη, απ’ το χωριό Βρονταμά Λακωνίας .

Σκέφτομε τώρα, ότι, δεν βρέθηκε ένας αξιωματικός με αντρικό φιλότιμο να σταματήσει το έγκλημα; Ούτε ο Παπάς του χωριού μπήκε στη μέση. Όλοι αυτοί είναι χριστιανοί. Τώρα θα καμαρώνουν. Οι κ. αξιωματικοί θα είναι στρατηγοί και θα γράφουν απομνημονεύματα σαν τον Πετζόπουλο και τον Τσακαλώτο. Κρίμα που δεν είναι γνωστές οι διευθύνσεις τους να πάει ο Μάρκος Βαφειάδης να τους χαιρετίσει και να τους συγχαρεί. Έκαμαν οι άνθρωποι το καθήκον τους, έτσι είπε ο Μάρκος. Αυτός είναι ο αρχιστράτηγος!!
Χώρισα από την Ταξιαρχία με δύναμη 92 άντρες και γυναίκες.

Άφησα όμως τα ζώα του λόχου, δύο μουλάρια και τα καζάνια. Στους ανάπηρους διοικητές λόχων, η διοίκηση της Ταξιαρχίας είχε δώσει άλογο ή μουλάρι για να κινούνται όσο μπορούν καβάλα. Και οι διοικητές των ταγμάτων είχαν άλογο, ανεξάρτητα αν ήταν ανάπηροι ή γεροί.

Μου είχαν δώσει και μένα μια ωραία φοράδα, γιατί είχα χάσει το ένα μάτι στην μάχη στα Καλάβρυτα. Όμως ελάχιστες φορές καβαλούσα γιατί πότε είχε ο λόχος κάποιον ξυπόλητο, πότε κάποιον άρρωστο ή κάποια κοπέλα αδιάθετη και ανέβαιναν αυτοί. Δεν ταίριαζε να πηγαίνουν οι άρρωστοι ή οι ξυπόλητοι με τα πόδια και γω να πηγαίνω καβάλα στ’ άλογο. Ο Ταξίαρχος μου είχε κάνει πολλές φορές παρατήρηση που δεν χρησιμοποιούσα το άλογό μου. «Το άλογο στο δώσαμε για να ξεκουράζεσαι επειδή έχεις τόσα τραύματα κι ένα μάτι. Δεν στο δώσαμε για να κάνεις πολιτική. Εάν εσύ κουραστείς και νυστάξεις κινδυνεύει όλος ο λόχος να χαθεί. Πρόσεξέ το αυτό». Εγώ όμως δεν μπορούσα να το κάνω. Εύρισκα πάντα μια δικαιολογία. Τελικά το άλογο τόδωσα πίσω στην Ταξιαρχία γιατί μόνο σκοτούρες μου δημιουργούσε και τίποτα άλλο. Έμεινε κι αυτό στον Πάρνωνα.

Έμεινε εκεί και το ατομικό μου αυτόματο, μια μακρύκανη ιταλική μπερέτα που την είχα αχώριστη συντροφιά και στο κοντάκι είχα γράψει το όνομά μου: «Μπελάς». Την πήραν κι όπλισαν κάτι ομάδες ελεύθερων σκοπευτούν που θα κατέβαιναν στον κάμπο της Λακωνίας για ελευθεροσκοπευτική δράση μέσα στις βάσεις του εχθρού. Δεν ήταν σωστό να πήγαιναν με τα ντουφέκια στο στόμα του λύκου. Πάλεψα πολύ με τον εαυτό μου για να το δώσω. Τελικά λύγισα και τόδωσα. Είχα στο λόχο δέκα αυτόματα ατομικά, όλα εγγλέζικα, αλλά δεν τα εκτιμούσα και πολύ. Προτίμησα ένα μακρύκανο ντουφέκι.

Από Πάρνωνα για Μαίναλο Τέλος Φλεβάρη 1949

Έτσι λοιπόν πήραμε τα στερνά μας και ξεκινήσαμε. Δεν έφυγα όμως την ίδια βραδιά από τον Πάρνωνα. Κάθησα ακόμη δυό βραδιές αλλά μακρυά από τους άλλους, μόνο με το τμήμα το δικό μου. Αυτό τόκανα για να μπερδέψω τα πράγματα και για να κάνω ορισμένες δουλειές. Δεν έπρεπε να φύγω την ίδια νύχτα. Υπήρχε φόβος να πάρει ο εχθρός την κίνησή μου γιατί εκεί στη διοίκηση της Ταξιαρχίας κόσμος πήγαινε και ερχότανε. Ακόμη ήθελα να οργανώσω την δουλειά μου, το πέρασμά μου από τον δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης πρώτα και Τρίπολης - Καλαμάτας μετά. Έπρεπε να πάρω πληροφορίες φρέσκες και σίγουρες. Τα πράγματα άλλαζαν κάθε ώρα. Έβαλα σαν σκοπό μου να περάσω αντουφέκιστος.

Όλη την άλλη μέρα την περάσαμε στην άκρη στα έλατα, πάνω και δεξιά από το χωριό Μπαρμπίτσα κι όλη μέρα με τα κιάλια παρατηρούσαμε το δρόμο από Τυμπάκι - Κοκκινόλουτσα, τα υψώματα πέρα της Βλαχοκερασιάς μέχρι το διάσελο στους Φονεμένους και γύρω πέρα μέχρι τον Άγιο Πέτρο. Ο εχθρός κινείτο συνεχώς στον δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης. Φάλαγγες, φάλαγγες, ουρές ατελείωτες. Ο νέος Μπραΐμης πλάκωσε στο Μωριά, έλειπε όμως ο Κολοκοτρώνης που θα του έσπαζε τα κόκκαλα. Ο Γκιουζέλης δεν ήταν για τέτοια.

Ο Ρογκάκος είχε μπλεχτεί στις μικροϋποθέσεις της Ταξιαρχίας και προσπαθούσε να βρει την λύση ακούγοντας τον σταθμό της Ελεύθερης Ελλάδας, που αμόλαγε σε ρυθμό υπαγορεύσεως σαπουνόφουσκες του Ζαχαριάδη. Η ηγεσία μας δεν είχε την ικανότητα να καταλάβει ότι κάνουμε πόλεμο σε μια μικρή χώρα, σε μια σποριά τόπο, πυκνοκατοικημένη και γεμάτη δρόμους από την μια άκρη στην άλλη και να επεξεργαστεί μια ανάλογη τακτική. Καλούσε τους αντάρτες της άλλης Ελλάδας να λύσουν τα προβλήματα τους όπως τα λύνουν οι αντάρτες του Μωριά. Εμείς όμως ξέραμε ότι δεν είχαμε λύσει κανένα πρόβλημα και αν προσωρινά ξεφεύγαμε από τα αδιέξοδα, τούτο το πετυχαίναμε με πολύ πάρα πολύ αίμα.

Μόλις νύχτωσε έστειλα δύο αντάρτες, τον Αντώνη Δαλαμάγκα που ήταν από την Τεγέα και τον Θεοδωράκη από τα Μαντέϊκα, να κινηθούν όλη νύχτα και να ερευνήσουν την περιοχή, στον δρόμο Τρίπολης - Μεγαλόπολης - Καλογερικό - Ντόριζα. Αν είναι ανοιχτός την άλλη βραδιά να μου ανάψουν μια φωτιά στη Μαναρέϊκη Παναγιά. Έστειλα και στην Κοκκινόλουτσα δύο Παρνωνίτες που είχα για οδηγούς να πάρουν επαφή με το φυλάκιο Κ. Π. που είχαμε στην Κοκκινόλουτσα και να ανάψουν κι αυτοί φωτιά, αν το μέρος ήταν πιασμένο παντού και δεν μπορούσαν να έρθουν να μας βρουν. Το δρομολόγιο αυτό, που δεν το ακολούθησα, θα ξεκινούσε από το Μοναστήρι της Μαλεβής θα έκοβα τον αμαξωτό Άγιος Πέτρος - Καστρί, δεξιά από το χωριό Βούρβουρα, αριστερά από το χωριό Μαυρΐκι ανάμεσα στα χωριά Καπαρέλι - Καμάρι, θα περνούσα το δρόμο Τρίπολης - Σπάρτης, μετά θα περνούσα μεταξύ λίμνης Τάκας και χωριού Βουνό Τεγέας, Μπεσιραμπέρμπατα - Καλογερικό - Βαλτέτσι -Ποτάμι Κομπόνας - Μ'αντέικα - Μαίναλο.

Ο Αντώνης Δαλαμάγκας που ήταν και ομαδάρχης είχε εντολή, αν ο δρόμος είναι πιασμένος παντού, να μη γυρίσει πίσω αλλά να πάει στο χωριό του και να κρυφτεί εκεί μέχρι να περάσει το κακό. Είχε μια κρύπτη ο μπάρμπας του Θεοδωράκης Δαλαμάγκας μέσα στο σπίτι του που έβγαινε, σε περίπτωση κινδύνου, στης πεθεράς του το σπίτι. Αυτοί πήγαν. Τα πάντα ήταν κλειστά και φωτιές δεν άναψαν. Κρύφτηκαν εκεί και γλύτωσαν. Από την Κοκκινόλουτσα ήρθαν πληροφορίες ότι μπορώ να περάσω. Αφού δεν πήρα σήμα από τον Αντώνη Δαλαμάγκα, αποφάσισα να περάσω αριστερά της Κοκκινόλουτσας και να πιάσω, για αφάνεια, το ύψωμα αριστερά από τις Κολλίνες πάνω από τον Ευρώτα. Εκεί χαμηλά δεν υποπτεύονταν ότι μπορεί να λημεριάσει αντάρτικο τμήμα.

Μόλις νύχτωσε, ξεκινήσαμε. Το τμήμα είχε ξεκουραστεί καλά δυό μέρες. Είχαμε κάνει και τις αναγκαίες επισκευές στα παπούτσια και προμήθειες σε τρόφιμα δηλαδή ψωμί και τυρί. Ο καιρός την νύχτα καθάρισε κι έτσι το τμήμα έκοβε δρόμο. Το κρύο ήταν τσουχτερό αλλά μας βοήθησε να φθάσουμε γρηγορότερα, γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε στάσεις. Οι αντάρτες ήταν χαρούμενοι γιατί θα γύριζαν στο Μαίναλο. Είχαμε μουχλιάσει στον Πάρνωνα τρεις μήνες τώρα. Όταν πλησιάσαμε στην δημοσιά, σταματήσαμε για να ελέγξουμε το πέρασμα. Η Κοκκινόλουτσα ήταν πιασμένη. Στο δρόμο ήταν τανκς. Και στα υψωματάκια τα τμήματα του εχθρού είχαν ανάψει φωτιές, σαν να έλεγαν φυλαχτείτε, εδώ είμαστε.

Εμείς περάσαμε αριστερά χωρίς φασαρίες. Αθόρυβα λες και είμασταν σκιές, γλυστρίσαμε μέσα στον καμπάκο και χαθήκαμε μέσα στο σκοτάδι. Πιο κάτω λοξοδρομήσαμε, πέσαμε στο χέρσο, μέσα στην πλαγιά, στα κοντοπούρναρα και τις αφάνες για να χαθούν τ’ αχνάρια μας. Αυτό το έκανα γιατί την ημέρα υπήρχε κίνδυνος να δουν τ’ αχνάρια μας και να μας εντοπίσουν. Αφού βαδίσαμε κάμποσο μέσα στην πλαγιά με τα κοντοπούρναρα, κόψαμε απότομα αριστερά - δυτικά και από τόπο σε τόπο φθάσαμε εκεί που θέλαμε.

Ήταν ακόμη νύχτα. Μάζεψα γύρω τον λόχο και τους είπα ότι βρισκόμαστε στο στόμα του λύκου. Για να μην έχουμε τρεχάλες την μέρα, θα πρέπει να κάνουμε αφάνεια αυστηρή. Θα μείνουμε ακίνητοι μέσα στα κοντοπούρναρα και ούτε για κατούρημα δεν θα σηκωθούμε. Μόνο θα ανασαίνουμε. Αν ένα κλαράκι να κινηθεί και μας δουν, θα έχουμε φασαρίες και το μέρος είναι δύσκολο για μας. Ο λόχος ήταν ψημένος σε τέτοια. Ότι έλεγα γίνονταν απ’ όλους, σαν να ήταν ένας άνθρωπος. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που κατά τη μάχη στο χωριό Άγιος Βασίλειος Κυνουρίας, περάσαμε ανάμεσα σε δύο οπλοπολυβόλα, μέσα από τις γραμμές του εχθρού, χωρίς να μας πάρει είδηση, χωρίς να λυθεί μύτη.

Πιάσαμε τρία υψωματάκια, το ένα κοντά στο άλλο. Μπροστά μας ήταν λακώματα και πίσω μας πλαγιά μισοδασωμένη που κατέβαινε κάτω προς τον Ευρώτα, νοτιοανατολικά από το χωριό Κάτω Κολλίνες. Είχα στο νου μου, αν με ξεπετάξουν, να κρατήσω εκεί στα υψωματάκια όσο μπορέσω δηλαδή δυο - τρεις ώρες και μετά να πέσω κάτω προς το ποτάμι, στις πηγές του, να περάσω απέναντι και να κρατηθώ εκεί υποχωρώντας προς το χωριό Αγριακώνα μέσα στους κουμαρόλογγους μέχρι να νυχτώσει. Μετά θα ανέβαινα στα Αμπελάκια. Δεν φοβόμουνα να με στριμώξουν εκεί, γιατί ο τόπος είναι σκεπασμένος και το κυριότερο δεν έχει δημοσιές και πρέπει ο εχθρός, αν κινηθεί από Κοκκινόλούτσα - Βλαχοκερασιά ή Γεωργίτσι - Καστανιά, να κινηθεί με τα πόδια δηλαδή τρέχα γύρευε. Ούτε σε δύο μέρες δεν έφθαναν εκεί. Κοντά στ’ άλλα έπρεπε να εκδόσουν οι καραβανάδες και τις αναγκαίες διαταγές ενεργείας, δηλαδή βράσε ρύζι.

Φώτισε και μεις χαθήκαμε, μας κατάπιε η γη. Ευτυχώς εκεί είναι χειμαδιό και δεν κάνει κρύο. Ζεστάθηκε λίγο το κόκκαλό μας και ξεράθηκαν οι μαντύες μας. Και πάλι ευτυχώς γιατί ακόμη δεν είχαμε ψείρες, αλλιώς μόλις ζεσταινόμασταν μετανοιώναμε, γιατί μας ρήμαζαν. Οι αντάρτες αποκοιμήθηκαν και μόνο τα παρατηρητήρια αγρυπνούσαν. Πήρα και γω τα κυάλια μου κι έψαξα καλά - καλά γύρω - γύρω μέχρι πέρα μακρυά προς τα χωριά όλους τους δρόμους. Ήταν ησυχία. Ήρθε δέκα η ώρα και αφού δεν υπήρχε καμιά κίνηση ξύπνησα τον επίτροπο του λόχου, τον Γιώργη Σιρεγγέλα από το χωριό Στενό Τρίπολης, ένα καλό παιδί και εγώ έγειρα να κοιμηθώ.

Κατά τις δώδεκα με σκούντησαν στην πλάτη. Τινάχτηκα απότομα. Ο επίτροπος μου έδειξε με το δάχτυλο την απέναντι κορυφογραμμή. Είχαν φανεί οι κουμπάροι. Στάλιζαν σαν γίδια, όρθιοι σειρά - σειρά και έμεναν αναποφάσιστοι. Δεν ανησύχησα και πολύ. Αν μας είχαν πάρει είδηση θα προχωρούσαν με προφυλάξεις. Εμείναμε ακίνητοι εκεί και περιμέναμε. Τι άλλο να κάναμε; Αυτές οι ώρες της αναμονής είναι οι πιο μεγάλες αλλά και σιχαμερές. Δεν κυλούν εύκολα. Τέλος πάντων, κατά τις τρεις πήραν τα πίσω, ξαναχάθηκαν από εκεί που ήρθαν. Τεντωθήκαμε για να ξεκουραστούμε μετά την αναμονή. Οι αντάρτες άρχισαν τα καλαμπούρια. Μόλις άρχισε να μισοσκοτεινιάζει βγήκαμε από τις λούζες. Σε λίγο, πιο πέρα από μας, είδαμε να ξεφυτρώνουν μέσα από τα κλαδιά δύο δικοί μας. Ηταν ο ταγματάρχης Λεωνίδας Κωνστανταράκος μ’ άλλον έναν. Αυτοί μας είχαν δει από την νύχτα γιατί είχαν φθάσει πιο μπροστά. Δεν ήξεραν όμως τι είμαστε και γι’ αυτό δεν έδοσαν σημεία ζωής.

Χάρηκα που τους είδα. Θα μάθαινα νέα από τον Κεντρικό Μωριά. Τραβηχτήκαμε πιο πέρα με τον Λεωνίδα και μου είπε τα άσχημα νέα. Ακόμα δεν είχαμε πάθει ζημιά, αλλά ο εχθρός είχε πολλές δυνάμεις και η πύκνωση των βάσεων του ήταν τρομερή. Επόμενο ήταν. Είχε πρώτα σαράντα χιλιάδες στατικές δυνάμεις από στρατό, χωροφύλακες και μάυδες. Αυτές ήταν κλεισμένες στα αστικά κέντρα γιατί δεν μπορούσαν να ξεμυτίσουν. Τώρα έφερε ακόμη μια μεραρχία, την 9η Μεραρχία, τρεις μοίρες ΛΟΚ, τρία τάγματα χωροφυλακής, ένα σύνταγμα πυροβολικού, στρατολόγησε από τα χωριά και τους ανυπότακτους κι έφθασαν τις εξήντα - εξηνταπέντε χιλιάδες. Ακόμη όπλισε κι όλους τους δεξιούς στα χωριά κι όλοι αυτοί μας έπεσαν επάνω σαν τα κοράκια στο ψοφίμι. Γιόμισε ο τόπος λεφούσια. Τώρα πια δεν είχαν ανάγκη να κρατούν τις πόλεις.

Τέλος ο Κωνστανταράκος μου είπε να γυρίσω πίσω. Του είπα ότι έχω διαταγή να φθάσω μέχρι την Πάτρα και να επιδιώξω συνάντηση με την διοίκηση της Μεραρχίας. Μου είπε ότι αναλαμβάνει αυτός την ευθύνη να γυρίσω πίσω. Του είπα ότι αυτό δεν γίνεται. Η διαταγή του Ρογκάκου θα εκτελεστεί. Του πρότεινα μια ωραία λύση. Εγώ θα σταματήσω στο χωριό της Φαλαισίας Μπούρα. Εκεί, όπως μου λες είναι ο Πέρδικας μ’ ένα λόχο και όλο το Αρχηγείο Μαινάλου. Επίσης εκεί είναι και ο Αρίστος Καμαρινός ο ταγματάρχης μ’ ένα λόχο. Θα σταματήσω κι εγώ για δυό μέρες. Εσύ Λεωνίδα θα φθάσεις απόψε στα Τσίτζινα και θα βρεις τον Ρογκάκο. Αν είναι να γυρίσω πίσω, ας στείλει σύνδεσμο με νέα διαταγή. Αν σε δυό μέρες δεν έρθει σύνδεσμος εγώ θα φύγω, ανεξάρτητα τι θα κάνουν οι άλλοι. Έτσι συμφωνήσαμε και χωριστήκαμε.

Το πρωί έφθασα στο χωριό Μπούρα. Πραγματικά πρόλαβα εκεί τον Πέρδικα και τον Αρίστο Καμαρινό. Ήταν ακόμη εκεί ο γιατρός Γιαννούκος ή Μετερίζης, ανώτερο στέλεχος της Μεραρχίας, κρατούσε το γραφείο πληροφοριών και ο Κωστάκης Μουλόπουλος, που ήταν κυβερνητικός αντιπρόσωπος στο Μωριά. Εκεί λοιπόν μαζευτήκαμε τριακόσιοι περίπου αντάρτες, είμασταν η μόνη συγκροτημένη δύναμη σ’ όλη την περιοχή. Από τη βόρεια Πελοπόννησο έφθαναν ξεκομμένοι και μαθαίναμε άκρες - μέσες τι γίνονταν. Ο εχθρός δεν είχε πετύχει καμιά αποφασιστική μάχη. Οι τριήμερες μάχες στο χωριό Πλανητέρου - Άρμπουνα - Χελμό δεν κατάληξαν πουθενά.

Εκεί όμως έγινε το μεγάλο σφάλμα. Τότε αποφασίστηκε να χωρίσουν τα τμήματα. Ο Μανώλης Σταθάκης να τραβήξει κατά την Ζαρούχλα, ο Σαρήγιαννης για την Ηλεία και η διοίκηση της Μεραρχίας με τη σχολή κατά τον Ερύμανθο. Έτσι όπως σκόρπισαν, δεν μπόρεσαν να δώσουν καμιά μάχη αποφασιστική και διαλύθηκαν από το κρύο και την πείνα. Τα τάγματα έγιναν λόχοι, οι λόχοι διμοιρίες και οι διμοιρίες ομάδες. Έτσι λίγους - λίγους τους εξόντωσαν όλους. Αν έμεναν συγκεντρωμένοι, θα μπορούσαν να δύσουν μάχες με επιτυχία, να λύσουν το πρόβλημα των πυρομαχικών και της τροφοδοσίας και να κινηθούν μέχρι το Μαίναλο και μετά πάλι πίσω. Έγινε περίπου, αυτό που έλεγε να γίνει σ’ όλη την Ελλάδα ο μυαλοκομένος ο στρατηγός Μάρκος. Έτσι ήταν σίγουρο ότι δεν θα γλύτωνε κανένας απ’ αυτούς που πέρασαν συγκεντρωμένοι στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ευτυχώς που οι άλλοι φωστήρες δεν συμφώνησαν.

Καθίσαμε στο χωριό Μπούρα τρεις μέρες. Δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση, όμως ο Μετερίζης έπαιζε ένα ρόλο συντονιστή. Συζητούσαμε όλη μέρα για την πορεία μας. Περιμέναμε και νέα από το Ρογκάκο, αλλά νέα δεν έφθαναν. Ο εχθρός κινήθηκε από τη Μεγαλόπολη κι έπιασε τα χωριά Λεοντάρι - Μεμί - Καμάρες. Μας εντόπισαν και τα αεροπλάνα κι όλη μέρα πολυβολούσαν μέσα στο χωριό και στα γύρω υψώματα. Δεν μας έκαναν ζημιά. Σκότωσαν ένα γάιδαρο και καμιά δεκαριά γίδια. Τα εχθρικά τμήματα δεν πλησίαζαν. Έτσι μόνο τα αεροπλάνα μας ενοχλούσαν.

Σύσκεψη στελεχών στο χωριό Μπούρα

Τελικά οργανώθηκε μια σύσκεψη. Σ’ αυτήν πήραν μέρος ο Μετερίζης, ο Μουλόπουλος, ο Πέρδικας, ο Καμαρινός, ο Γιώργης Κάπας ή Σπυρόπουλος που ήταν επίτροπος του Αρχηγείου Μαίναλου, κι εγώ. Εκεί ήταν και ο Θεόδωρος Κατσίβας, είχε το ψευδώνυμο Φωτιάς. Ανώτερο στέλεχος του κόμματος Καπετάνιος του 11ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Είχα να τον δω από τότε. Τώρα ήταν αξιωματικός πληροφοριών του Αρχηγείου Μαίναλου. Δεν ήταν μέλος καμιάς διοίκησης. Τον Απρίλη του 1946 ο Φωτιάς πήρε εντολή απ’ τον γραμματέα της περιφερειακής Μεσσηνίας Γιώργη Βουνελάκη, ψευδώνυμο Θαλασσινός, να δημιουργήσει αντάρτικη ομάδα στον Ταΰγετο. Ο Φωτιάς έκαμε μια σοβαρή προσπάθεια, δημιούργησε μια ομάδα η οποία τελικά διαλύθηκε. Ο Φωτιάς παράμεινε για μερικό καιρό στην Αλαγωνία και προσπάθησε να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του Κόμματος. Τελικά αναγκάστηκε να φύγει γιατί η κατάσταση ήταν αφόρητη. Ίσως αυτή η αποτυχία ήταν και η αιτία που δεν ανέλαβε μετά κάποιο σοβαρό πόστο. Αυτά μου τα είπε ο Γιώργης Βουνελάκης.

Έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Το θέμα το έθεσε ο Γιαννούκος ή Μετερίζης σαν εκπρόσωπος της διοίκησης της Μεραρχίας. Πρότεινε τελικά, ότι είναι καιρός να περάσουμε στην Κεντρική Πελοπόννησο. Σ’ αυτό συμφωνήσαμε όλοι. Εγώ είχα εντολή από τον Ρογκάκο. Ο Καμαρινός ανήκε στην 22η ταξιαρχία που δρούσε στην Βόρεια Πελοπόννησο κι ακόμη είχε αφίσει ένα λόχο δικό του στην περιοχή εκείνη κι έπρεπε να τον μαζέψει. Μετά μπήκε το θέμα πως θα περάσουμε. Εδώ οι γνώμες μοιράστηκαν.

Ο Καμαρινός υποστήριξε την γνώμη να μην περάσουμε όλοι μαζί αλλά κατά λόχους. Ο Πέρδικας, υποστήριξε την γνώμη μέχρι το Μαίναλο να πάμε όλοι μαζί κι εκεί χωρίζουμε. Εγώ, υποστήριξα την γνώμη να κινηθούμε όλοι μαζί για να αντιμετωπίσουμε μαζί κάθε δυσκολία. Ο Μετερίζης, υποστήριξε τη μέση λύση. Να περάσουμε εγώ και ο Πέρδικας μαζί και την άλλη νύχτα να ακολουθήσει ο Καμαρινός. Συμφώνησαν όλοι.

Ο Καμαρινός έκανε αυτό που νόμιζε σωστό. Δεν είχε στον νου του να περάσει στο Μαίναλο αλλά να τραβηχτεί πίσω βαθειά στον Ταΰγετο που ήταν ακόμη ήσυχος και υπήρχε και αλεύρι και παξιμάδι. Και το κυριότερο, ήταν βουνό που το ήξερε και ήταν κοντά στην Καλαμάτα. Δεν ακολούθησε. Έμεινε στον Ταΰγετο. Εκεί, δεν ξέρω λεπτομέρειες, διαλύθηκε το τμήμα του. Έμεινε με λίγους και συναντήθηκε την Άνοιξη 1949 με τους Γκιουζέλη - Κονταλώνη. Δεν ξέρω τι έγινε στον Ταΰγετο και πως ο Μέραρχος Γκιουζέλης, αφού δεν ήξερε το μέρος, έμεινε μόνος του και σκοτώθηκε. Τέλος ο Καμαρινός μπήκε στην Καλαμάτα, κρύφτηκε σε κάποιο γνωστό του σπίτι, δεν ξέρω πόσα χρόνια και μετά έφυγε για την Σοβιετική Ένωση και γύρισε μετά από τριάντα χρόνια. Έτσι αυτός γλύτωσε όλα αυτά τα βάσανα. Τώρα έγραψε στο Ριζοσπάστη ότι πήγε στην Καλαμάτα να βρει καράβι για να φύγουμε, μα δεν βρήκε. Δεν ξέρω αν το λέει στα σοβαρά αυτό ή καλαμπουρίζει. Πάντως αν πήγαινε στον Πειραιά θα εύρισκε οπωσδήποτε. Δεν μπορεί κανένας να του ζητήσει ευθύνες γιατί λούφαξε και γλύτωσε. Δεν χρειάζονται δικαιολογίες και τα τέτοια. Έγραψε αυτό στην εφημερίδα και μετά το άλλαξε γιατί έφταιξε το δαιμόνιο του τυπογραφείου. Δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά. Άλλα δαιμόνια φταίνε.

Ο Πέρδικας πρότεινε να αλαφρώσουμε τα τμήματα από τους αρρώστους, τραυματίες και αόπλους, και να τους στείλουμε πίσω στον Ταΰγετο. Εγώ είπα, δεν διώχνω κανέναν. Άμα ξεκοπούν θα χαθούν. Αυτός χώρισε τους άοπλους καμιά εικοσαριά και τους έστειλε να περάσουν μόνοι τους από Ανεμοδούρι -Πάπαρι, Βάγγου, Μαίναλο, Γορτυνία. Αυτή η αποστολή ήταν αποστολή για θάνατο. Ήταν αδύνατο αυτό το άοπλο μπουλούκι να περάσει στην Γορτυνία. Αυτή η απόφαση της διοίκησης του Αρχηγείου Μαίναλου, δηλαδή του Πέρδικα και του Κάπα, ήταν απόφαση ανάγκης, ήταν όμως παρατραβηγμένη. Την απόφαση βέβαια την πήραν με σκοπό να κάνουν το τμήμα τους πιο ευέλικτο και κυρίως να αποφύγουν την περίπτωση να παίρνει ο εχθρός φρέσκιες πληροφορίες, από αιχμαλώτους και λιποτάχτες. Αυτό ήταν σωστό. Αλλά ποιος βεβαίωνε ότι δεν θα ξεκόβονταν ή δεν θα λιποταχτούσαν και από αυτούς που κράτησαν στον λόχο; Τους έστειλαν λοιπόν στο στόμα του λύκου.

Αυτοί έφθασαν μέχρι το χωριό Ανεμοδούρι, βρήκαν μπροστά στον δρόμο Τρίπολης - Μεγαλόπολης κίνηση του εχθρού και γύρισαν πίσω. Πρωί - πρωί νάτους κι ήρθανε. Θύμωσε ο Πέρδικας αλλά τι να έκανε. Τους κράτησε να περάσουμε μαζί.
Ακόμη ο Πέρδικας έκοψε μια διμοιρία με επικεφαλής τον Γιαλαμά Αντρέα και τον έστειλε να περάσει από τα χωριά Τουρκολέκα - Χειράδες - Δερβένι - Χράνοι - Λυκούρεση - Άνω Γαράτζα - Άνω Καρυές - Δραγουμάνου - Μάτεσι - Ηραία - Κάπελη. Αυτή η διμοιρία πέρασε σχεδόν ανενόχλητη, έφθασε στην Ηραία, έσμιξε με τον Μπουραζάνη και εκεί διαλύθηκε, όπως και το τάγμα του Μπουραζάνη.

 Πέρασμα στο Μαίναλο

Μόλις λοιπόν νύχτωσε, ξεκινήσαμε ο Πέρδικας και γω, με δύο λόχους και ροβολήσαμε ολοταχώς από τα υψώματα του χωριού Μπούρα Φαλαισίας, να κόψουμε τον κάμπο της Μεγαλόπολης, να περάσουμε ανάμεσα στα χωριά Βάγγου και Καράτουλα, να ανεβούμε στο Μαίναλο και με το φώτισμα να έχουμε μπει στα έλατα ανάμεσα από τα χωριά Λυκόχια - Χρυσοβίτσι. Η διαδρομή ήταν μεγάλη κι έπρεπε να μην χάνουμε καιρό. Έπρεπε να βαδίζουμε σχεδόν τροχάδην. Στα έλατα έπρεπε να φθάσουμε, αν ήταν δυνατόν σύθαμπα, γιατί δεν ξέραμε τι θα βρούμε εκεί. Αν πέφτουμε πάνω τους να έχουμε καιρό να τρυπώσουμε από αλλού. Ακόμη έπρεπε να καλυφθούμε στο δάσος για να μη μας τσακίσει η αεροπορία. Τα βουνά πάνω από τα χωριά Βάγγου -Καράτουλα είναι γυμνά και όπως ήταν σκεπασμένα με χιόνι άσπριζαν σαν αυγά. Εμείς θα φαινόμασταν την ημέρα πάνω σ’ αυτά, σαν μύγες μέσα στο γάλα. Γι5 αυτό έπρεπε με κάθε θυσία να φθάσουμε σύθαμπα πρωί στα έλατα.

Τότε τις αποστάσεις δεν τις λογαριάζαμε. Τώρα που με το μάτι βλέπω τα βουνά, δεν το πιστεύω ότι σε μια βραδιά ήταν δυνατόν, τμήμα να περάσει από τα υψώματα του χωριού Μπούρα -Σπανέικα της Φαλαισίας στο Μαίναλο. Κι αυτή η διαδρομή να γίνει νύχτα., σκοτάδι τύφλα, μέσα στον κάμπο με τα λασπόνερα και στα βουνά με ένα μέτρο χιόνι. Αν δεν το ζούσα ο ίδιος και μου τόλεγε άλλος σήμερα, θα τον περνούσα για -τερατολόγο. Σήμερα τα μέτρα είναι άλλα. Είναι μέτρα του γραφείου και της άνεσης. Είναι μέτρα κρύας εποχής, εποχής της χορτασιάς. Τότε η εποχή ήταν φλογερή, εποχή πείνας και θανατικού. Τότε οι αποστάσεις μετριόνταν με το τι πρέπει να γίνει κι όχι πόσα χιλιόμετρα είναι. Το τι πρέπει να γίνει μέτραγε κι όχι αν είσαι νηστικός, ξυπόλητος, ξενύχτης, τσακισμένος. Αν δεν μπορούσες να κάνεις, αυτό που έπρεπε να γίνει, μια εναλλακτική λύση υπήρχε: να πεθάνεις!!. Τότε θα. χόρταινες, θα κοιμόσουν, θα. ξεκουραζόσουν όσο ήθελες.

Αν δεν ήθελες να φθάσουν τα κεφάλια των συντρόφων σου και το δικό σου, κρεμασμένα με σύρμα από τα αυτιά στα παζάρια των πόλεων και να τα φτύνουν πρώτοι - πρώτοι οι δεσποτάδες και χιτοπαπάδες κι όλη η καλή κοινωνία των δοσιλόγων, έπρεπε να πηδάς από τον Ταΰγετο στο Μαίναλο σε μια νύχτα κι οπό εκεί, στο Χελμό την άλλη νύχτα Έπρεπε να μην πεινάς, να μη νυστάζεις, να μη παγώνεις κι ας βαδίζεις χωρίς παπούτσια μέσα στο χιόνι. Ας βάλουν λοιπόν αυτοί που κρίνουν σήμερα αυτά τα δεδομένα μέσα στα μέτρα τους κι αν τα χωρέσουν, κι αν έχουν τέτοια μέτρα, ας τα μετρήσουν και τότε να κρίνουν εκείνον τον κόσμο που έζησε αυτή την τραγωδία. Ας κρίνουν με την μεγαλύτερη αυστηρότητα αυτούς που είχαν την τύχη, να είναι διοικητές τμημάτων εκείνου του στρατού.

Μπροστά μπήκε ο λόχος μου. Πέσαμε στον κάμπο. Βαδίζαμε περικοπά, από τόπο σε τόπο, πότε στα χωράφια πότε στο δρόμο. Περνάγαμε ανάμεσα από τα χωριά. Μόλις σκοτείνιασε καλά, οι παληκαράδες της Γερμανοφρειδερίκης ντουφεκούσαν στον γάμο του καραγκιόζη και πότε - πότε έριχναν φωτοβολίδες. Ο ουρανός πότε έριχνε κάτασπρες πεταλούδες και πότε καθάριζε γυαλί. Ο βοριάς λυσσομανούσε παγωμένος και η υγρασία τρυπούσε τα κόκκαλα. Ο κάμπος έβραζε από το άσκοπο ντουφεκίδι. Η πρώτη ντουφεκιά αναστάτωσε τα σκυλιά και τα σκυλιά αναστάτωναν τους στρατιώτες, που άρχιζαν το άσκοπο ντουφεκίδι, που με την σειρά του αναστάτωνε τα σκυλιά του διπλανού χωριού κι έτσι πήγαινε σειρά η κωμωδία. Ξένα τρώγανε, ξένα σπαταλάγανε, τι ανάγκη είχανε. Μόνο, που δεν σκέφτονταν πως αυτά χρεώνονταν στην πλάτη τους.

Και μεις τρέχαμε - τρέχαμε σαν διαβόλοι μέσα στην νύχτα. Πότε - πότε ακούγονταν κι ένας βουβός γδούπος. Κάποιος γλιστρούσε κι έπεφτε. Ακολουθούσαν πνιχτές βλαστήμιες. Μετά
σηκώνονταν κι ακολουθούσε. Σε μια στιγμή που σηκώθηκε η κατσκράρα από τις Βίγλες, πάνω στο δρόμο Τρίπολης - Μεγαλόπολης, σαν να καίνε πάνω στον ουρανό, φάνηκαν φωτιές, πολλές φωτιές.

Οι Βίγλες ήταν πιασμένες και οι καλομαθημένοι ήρωες της καραβάνας, άναψαν φωτιές να ζεσταθούν. Πέρα από τα Μαιναλοχώρια, στα ριζά του κάμπου, Βάγγου, Μερζέ, Καράτουλα, Παυλιά, Παλιομοίρι, Σύρνα, Μουλάτσι, κάπου - κάπου έσκιζαν τον ουρανό τροχιοδιωκτικές και φωτοβολίδες. Έτσι πήραμε μια πρώτη εικόνα των θέσεων του εχθρού. Μπροστά μας λοιπόν και γύρω μας πιασμένα τα χωριά, πιασμένος ο τόπος παντού!. Τώρα λοιπόν τι κάνουμε; Πίσω ή μπρος;

Σύσκεψη στελεχών στο πόδι

Σταμάτησα την πορεία. Ήρθε κι ο Πέρδικας κι ο Μετερίζης με τον Μουλόπουλο. Όρθιοι μέσα στο χιονόνερο κάναμε μια πεταχτή σύσκεψη. Ο Γιαννούκος ρώτησε: Μπορούμε να περάσουμε στο Μαίναλο; Ήταν δώδεκα μεσάνυχτα. Ο Πέρδικας κι εγώ απαντήσαμε: Ναι, μπορούμε να περάσουμε κι ας είναι πιασμένοι ακόμη χέρι - χέρι. Το πίσω δεν έχει νόημα. Εγώ πρότεινα κι άλλη λύση. Να κόψουμε αριστερά και να πιάσουμε Λύκειο - Ντερμπουνόραχη - Καρυώτικο. Αλλά κι εκεί τα πράγματα τα ίδια θα ήταν. Αποφάσισαν όλοι, εμπρός. Πάνω στην ώρα φάνηκε και μια φάλαγγα από αυτοκίνητα να ροβολάει σαν αόρατο θηρίο με μια ουρά με διακόσια μάτια, στις στροφές από τις Βίγλες για την Μεγαλόπολη. Οι προβολείς όπως γυρόφερναν στις κοντές στροφές αυλάκωσαν το σκοτάδι γύρω - γύρω μέχρι τον κάμπο.

Το θέαμα ήταν φαντασμαγορικό. Οι φωτοβολίδες και οι τροχιοδιωκτικές αυλάκωναν τον ουρανό, οι προβολείς έριχναν πύρινους αστραφτερούς κρουνούς μέσα στην μαύρη θάλασσα ανάμεσα γης κι ουρανού και μεις στον πάτο αυτής της θάλασσας, βλέπαμε όλα γύρω μας και νοιώθαμε ότι έσπασε η κόλαση κι έρχεται να μας κάψει. Φοβερό νεκρικό σκηνικό γύρω μας. Το χιόνι σαν άσπρο σάββανο μας τύλιγε από παντού και γύρω μας τεράστια κεριά προβολείς. Πότε - πότε έσβυναν τα κεριά και το σκοτάδι μας ράντιζε τα μούτρα με άσπρα πέταλα μυγδαλιάς, με νυφάδες μεγάλες και κρύες από χιόνι.

Μας ήρθε η ιδέα να χτυπήσουμε τη φάλαγγα στην ευθεία από το Μοναστήρι της Παναγιάς της Σιαλεσέικης μέχρι την πόλη. Θα τρώγαμε καλά. Ο Μετερίζης όμως διαφώνησε και είχε δίκιο. Αν στήναμε ενέδρα και μπλέκαμε σε μάχη θα χασομερούσαμε και θα μας έπιανε η μέρα στα ριζά. Τότε η αεροπορία και το πυροβολικό από την Μεγαλόπολη θα μας αφάνιζε. Έτσι λοιπόν αποφασίσαμε να περάσουμε την δημοσιά απ’ έξω από την Μεγαλόπολη, περίπου πεντακόσια μέτρα μέσα στον κάμπο. Εκεί δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει εχθρός. Κι αν πέφταμε σε κανένα φυλάκιο ή καμιά περίπολο θα την ανατρέπαμε για να περάσουμε.

Φθάσαμε στη δημοσιά. Σταματήσαμε σε απόσταση διακοσίων μέτρων. Έστειλα ανιχνευτές. Γύρισαν. Ήταν ησυχία. Πέρασε η πρώτη διμοιρία κι έπιασε θέσεις. Μετά πλησιάσαμε όλοι σχεδόν κατά τριάδες - τετράδες. Γρήγορα γρήγορα όλοι μαζί περάσαμε με δέκα βήματα τη δημοσιά. Το ίδιο ετοιμάστηκε να κάνει και ο Πέρδικας. Σύνταξε τον λόχο του κατά τριάδες - τετράδες. Όμως πάνω στην αρχή της ευθείας φάνηκε το πρώτο αυτοκίνητο και φώτιζε μέχρι τα τελευταία σπίτια της πόλης όλο τον δρόμο. Σταμάτησε ο Πέρδικας. Πέσαμε όλοι μπρούμητα για να μη φαινόμαστε μέσα στο χιόνι. Πέρασαν δέκα αυτοκίνητα. Μετά η φάλαγγα κόπηκε. Τα υπόλοιπα ήταν ακόμη στις τελευταίες στροφές. Τότε πέρασε κι ο Πέρδικας.

Μετά συνεχίσαμε την πορεία μας. Περάσαμε το ποτάμι της Μπαρμπουτσάνας, ευτυχώς δεν είχε πολύ νερό και πήραμε το δρόμο για το χωριό Βάγγου. Μπροστά τώρα πήγαινε ο Πέρδικας γιατί ήξερε δρομάκια μέσα στα αμπέλια, μιας και ήταν το χωριό του. Κάτω από το χωριό, αριστερά από το νεκροταφείο του χωριού, κόψαμε τον δρόμο Βάγγου - Καράτουλα κι ανηφορίσαμε στην πλαγιά. Ήταν πια φανερό ότι περάσαμε πίσω από τις γραμμές του εχθρού. Τώρα πια μόνο στην άκρη στα έλατα υπήρχε κίνδυνος, αλλά όχι σαν αυτόν που υπήρχε στον κάμπο και στα ριζοχώρια.

Κι ενώ τρίβαμε τα χέρια μας, άναψαν οι ριπές από το νεκροταφείο του χωριού Βάγγου. Τι είχε συμβεί. Ο Πέρδικας έσερνε μαζί του κι ένα μουλάρι. Είχε επάνω τα αρχεία του Αρχηγείου Μαινάλου, ένα σακκίδιο με φάρμακα, κάτι ψωμιά κ.λπ. Το μουλάρι στον κάμπο δεν ακούγονταν. Όταν όμως πήραμε την πλαγιά όπου ήταν ξέχιονο και χαλιάς, αρβαλούσε. 'Ακουσαν λοιπόν το θόρυβο από το φυλάκιο στο νεκροταφείο κι άρχισαν τις ριπές και τις φωτοβολίδες. Έριχναν βέβαια στα κουτουρού κατά του θεού. Δεν μας έκαναν τίποτα γιατί εμείς είχαμε πιάσει το γούπατο.

Το κακό είναι ότι πήραν την κίνησή μας και με τον ασύρματο ειδοποίησαν όλες τις βάσεις. Ευτυχώς ώσπου να εκδοθούν οι διαταγές και να ξυπνήσουν οι επιτελάρχες, εμείς τους αφήσαμε τα αχνάρια μας και μπήκαμε στα έλατα. Το δεύτερο κακό είναι ότι αφήνιασε το μουλάρι, έκοψε μέσα στην πλαγιά και οι αντάρτες το παράτησαν. Το πρωί το βρήκε ο εχθρός. Ακόμη ξέκοψε ένας αντάρτης του Πέρδικα και παραδόθηκε. Δεν μας έφταναν όλα αυτά, καυγαδίσαμε και με τον Μήτσο, στα πεταχτά βέβαια. Η φιλονικία πάγωσε εκεί μέσα στο χιόνι. Συνεχίσαμε λοιπόν και μπήκαμε στα πρώτα έλατα, στο Μαντέικο. Έπρεπε όμως να περάσουμε την Λαγκάδα - Μαντέικα - Λυκόχια κι είχαμε φωτίσει για καλά.

Η Λαγκάδα ήταν από τη μια πλαγιά σκεπασμένη με έλατα από την άλλη όμως έπρεπε να ανέβεις διακόσια - τριακόσια μέτρα για να μπεις καλά στα έλατα και το χιόνι ήταν μέτρο και πάνω. Οι αντάρτες ήταν τσακισμένοι από την αγρύπνια και το τροχάδην. Δεκαπέντε ώρες τροχάδην μέσα στη λάσπη και το χιόνι, με είκοσι κιλά στην πλάτη ήταν κάτι παραπάνω από ξεπάτωμα. Έπρεπε όμως να μπούμε στον όγκο του Μαινάλου, βαθειά στα έλατα. Έπιασε θέσεις ο λόχος του Πέρδικα και ο δικός μου άρχισε να ανεβαίνει την γυμνή πλαγιά. Όταν έφθασα στην άκρη στα έλατα, κίνησε και ο Πέρδικας. Ο ουρανός καθάρισε και η ασπρίλα μας θάμπωνε. Δεν είχαμε καλά - καλά καθίσει για να ξεκουραστούμε και φάνηκε ο γαλατάς, ένα ανιχνευτικό αεροπλάνο. Μας είχαν πάρει την κίνηση από το χωριό Βάγγου και τώρα έψαχναν να μας βρουν. Η Ντακότα πετούσε χαμηλά, ξύριζε τις κορφές από τα έλατα. Όταν έφυγε ακούστηκαν δύο μαχητικά αεροπλάνα Σπιτφάιαρ. Ήρθαν θυμωμένα και άρχισαν να πυροβολούν πέρα κατά το Μαντέικο δηλαδή, πέρα από την Λαγκάδα. Έφυγαν οι παληκαράδες και δεν ξαναφάνηκαν όλη μέρα.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger