{[['']]}
3. Η πρώτη φάση της Κομμουνιστικής Κοινωνίας.
Στην Κριτική του Προγράμματος της Gotha, ο Μαρξ αντικρούει λεπτομερώς την ιδέα του Λασσάλ ότι οι εργάτες στο Σοσιαλιστικό καθεστώς θα περνούν «αμείωτο» ή «ολόκληρο» το προϊόν της εργασίας τους». Ο Μαρξ αποδεικνύει ότι από ολόκληρο το έργο της κοινωνίας, θα είναι ανάγκη να ξεχωρίσουμε ένα αποθεματικό ποσό, ένα ποσό για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, για την αντικατάσταση των φθειρόμενων μηχανών κ.τ.λ.
Επίσης από την συνολική παραγωγή, ένα πόσο για τα έξοδα τής διαχείρισης, για σχολεία, νοσοκομεία, γηροκομεία κ.τ.λ.
Αντί της ακαθορίστου, σκοτεινής και γενικής φράσης του Λασσάλ «ο εργάτης θα παίρνει όλο το προϊόν της εργασίας του» ο Μαρξ δίνει μια λογική εξήγηση πως η Σοσιαλιστική κοινωνία θα διαχειρίζεται τις υποθέσεις της. Ο Μαρξ παίρνει μια συγκεκριμένη ανάλυση των όρων της ζωής μιας κοινωνίας στην οποία δεν θα υπάρχει καπιταλισμός και λέει :
«Έχουμε να εξετάσουμε (εννοεί εδώ το πρόγραμμα του Κόμματος), όχι μια κομμουνιστική κοινωνία, που αναπτύχθηκε πάνω στις δικές της βάσεις, αλλά μια κοινωνία που μόλις προήλθε από την καπιταλιστική κοινωνία, και η οποία κατά συνέπεια, σε όλα τα σημεία -οικονομικό, ηθικό και διανοητικό- έχει ακόμη την σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, απ’ την οποία προέκυψε».
Και αυτή την κομμουνιστική κοινωνία -μια κοινωνία που μόλις βγήκε από τους κόλπους του Καπιταλισμού, και που σε όλα τα σημεία διατηρεί ακόμη την σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, ο Μαρξ την ονομάζει πρώτη, ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Τα μέσα της παραγωγής δεν είναι πια ατομική ιδιοκτησία κανενός. Τα μέσα της παραγωγής ανήκουν στο σύνολο της κοινωνίας. Κάθε μέλος τής κοινωνίας που εκτελεί ένα μέρος κοινωνικά ωφέλιμης εργασίας, παίρνει μια βεβαίωση από την κοινωνία ότι εκτέλεσε τόσο πόσο εργασίας. Σύμφωνα με την βεβαίωση αυτή, παίρνει από τα δημόσια καταστήματα των ειδών της κατανάλωσης μια ανάλογη ποσότητα προϊόντων. Ύστερα από το ξεχώρισμα τού μέρους εκείνου της εργασίας που πηγαίνει στο δημόσιο ταμείο, κάθε εργάτης, παίρνει από την κοινωνία ανάλογα με αυτό που προσέφερε...
Η «ισότητα» βασιλεύει φαινομενικά. Όταν όμως ο Λασσάλ, έχοντας υπ’ όψιν του μια τέτοια κοινωνία (που γενικά λέγεται «Σοσιαλισμός», και την οποία ο Μαρξ ονομάζει πρώτη φάση του Κομμουνισμού), λέει ότι υπάρχει «δίκαιη διανομή» και «ίσο δικαίωμα όλων σε ίσο μερίδιο των προϊόντων της εργασίας», ο Λασσάλ κάνει μεγάλο λάθος και ο Μαρξ εξηγεί την πλάνη του.
«Ίσο δικαίωμα (λέει ο Μαρξ) πραγματικά θα έχουμε τότε, άλλα θα είναι ακόμη «αστικό δικαίωμα» το οποίο όπως κάθε δικαίωμα, προϋποθέτει την ανισότητα. Κάθε «δίκαιο» είναι εφαρμογή του ίδιου μέτρου σε διάφορα πρόσωπα που βεβαία δεν είναι όμοια και ίσα μεταξύ τους. Και έτσι το «ίσο δικαίωμα» είναι πραγματικά παραβίαση της ισότητας και αδικία. Πραγματικά, κάθε άνθρωπος που εκτελεί τόση κοινωνική εργασία όπως και κάθε άλλος, παίρνει ίσο μέρος απ’ τα κοινωνικά προϊόντα σύμφωνα με τους παραπάνω συλλογισμούς). Μολαταύτα όμως οι διάφοροι άνθρωποι δεν είναι όμοιοι μεταξύ τους. Ο ένας είναι δυνατός, ο άλλος αδύνατος. Ο ένας είναι παντρεμένος, ο άλλος όχι. Ο ένας έχει πολλά παιδιά, ο άλλος λιγότερα, και ούτω καθεξής. Με την ίση εργασία, (συμπεραίνει ο Μαρξ) και συνεπώς με ίσο μερίδιο στα παραγόμενα είδη κατανάλωσης, ο ένας θα παίρνει πραγματικά περισσότερο από τον άλλο, θα γίνεται πλουσιότερος, κ.τ.λ. Σύμφωνα με όλα αυτά, τα «δικαιώματα» αντί να είναι ίσα, είναι άνισα».
Η πρώτη λοιπόν φάση τού Κομμουνισμού, δεν μπορεί ακόμη να φέρει δικαιοσύνη και ισότητα, διαφορές, και μάλιστα άδικες διαφορές, στην περιουσία θα υπάρχουν ακόμη, αλλά η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ,θα είναι πια αδύνατη γιατί θα είναι αδύνατο να κρατηθούν ως ατομική ιδιοκτησία τα μέσα τής παραγωγής, τα εργοστάσια, οι μηχανές, τα χωράφια κ.τ.λ. Ενώ αναιρεί τελείως την μικροαστική, συγκεχυμένη φράση του Λασσάλ για την «ισότητα» και την «δικαιοσύνη» γενικά, ο Μαρξ δείχνει συγχρόνως την γραμμή της εξέλιξης της κομμουνιστικής κοινωνίας, που είναι υποχρεωμένη πρώτα-πρώτα να καταστρέψει μόνο την «αδικία» ότι τα μέσα της παραγωγής βρίσκονται στα χέρια ατόμων. Δεν μπορεί να καταστρέψει δια μιας την γενικότερη αδικία που συνίσταται στην διανομή των ειδών της κατανάλωσης σύμφωνα με την «προσφερόμενη εργασία» (και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες του καθενός).
Οι χυδαίοι οικονομολόγοι καθώς και οι αστοί καθηγητές (σαν τον «δικό μας» Τούγαν-Μπαρανόβσκυ) κατηγορούν πάντα τους σοσιαλιστές ότι ξεχνούν την υπάρχουσα ανισότητα των ανθρώπων και «ονειρεύονται» την κατάργηση της. Η κατηγορία αυτή, όπως βλέπουμε, αποδεικνύει μόνο την τέλεια άγνοια των αστών ιδεολόγων.
Ο Μαρξ όχι μόνο λαμβάνει υπ’ όψη του όσο πρέπει την αναπόφευκτη ανισότητα των ανθρώπων, αλλά, αναγνωρίζεί και το γεγονός ότι η μετατροπή των μέσων της παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία του συνόλου της κοινωνίας –ο «σοσιαλισμός» στη σημασία του που είναι γενικά δεκτή- δεν αλλάζει τα επακολουθήματα της διανομής και την ανισότητα της «αστικής δικαιοσύνης», που εξακολουθούν να υπάρχουν εφ’ όσον τα προϊόντα μοιράζονται σύμφωνα με το ποσό τής «παρεχομένης εργασίας».
«Οι αδικίες όμως αυτές (εξακολουθεί ο Μαρξ) είναι μοιραίες στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, με την μορφή που αυτή εμφανίζεται ύστερα από την περίοδο της εγκυμοσύνης της μέσα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί ποτέ να προπορευθεί από το αντίστοιχο στάδιο τής οικονομικής εξέλιξης και της ανάπτυξης του πολιτισμού της κοινωνίας, που καθορίζεται από την οικονομική αυτή εξέλιξη».
Έτσι, στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας (που ονομάζεται γενικά σοσιαλισμός) η «αστική δικαιοσύνη» δεν καταργείται τελείως, αλλά μόνο εν μέρει, μόνο σε αναλογία προς την συντελούμενη οικονομική μεταβολή δηλαδή, μόνο σε σχέση με τα μέσα της παραγωγής. Ο «αστικός νόμος» αναγνωρίζει αυτά τα μέσα ως ατομική ιδιοκτησία ορισμένων προσώπων. Ο σοσιαλισμός τα μετατρέπει σε κοινή ιδιοκτησία και ως προς αυτό, και μόνο αυτό, το σημείο εξαφανίζεται ο «αστικός νόμος». Εξακολουθεί όμως να ζει από τις άλλες του απόψεις, και λειτουργεί ακόμη ως ρυθμιστής στην διανομή τής εργασίας και την κατανομή των προϊόντων μεταξύ των μελών τής κοινωνίας.
«Όποιος δεν δουλεύει, δεν πρέπει να τρώει» -η σοσιαλιστική αυτή αρχή εφαρμόζεται αμέσως. «Σε ορισμένο ποσό εργασίας, ορισμένο ποσό προϊόντων» η σοσιαλιστική αυτή αρχή εφαρμόζεται επίσης αμέσως. Μολαταύτα αυτό δεν είναι ακόμη κομμουνισμός, και δεν καταργεί τον «αστικό νόμο», που παρέχει σε άνισα άτομα απέναντι άνισου (πραγματικά) ποσού εργασίας, ίσο ποσό προϊόντων.
Αυτό είναι «αδικία», λέει ο Μαρξ, αλλά είναι μοιραία στην πρώτη φάση του κομμουνισμού, γιατί μόνο αν βρισκόμαστε στο νησί τής Ουτοπίας μπορούμε να φαντασθούμε ότι ανατρέποντας την Κεφαλαιοκρατία, ο κόσμος θα μάθη αμέσως να εργάζεται για την κοινωνία χωρίς κανένα νομοθετικό κανονισμό, πραγματικά η κατάργηση του καπιταλισμού δεν παρέχει αμέσως τις οικονομικές βάσεις για μια παρόμοια αλλαγή.
Και δεν μπορεί ακόμη να υπάρχει άλλος κανονισμός παρά ο «αστικός νόμος». Στο σημείο λοιπόν αυτό είναι ακόμη αναγκαία μια κρατική μορφή, η οποία ενώ θα διατηρεί την κοινή κατοχή των μέσων της παραγωγής, θα εξασφαλίζει επίσης την ισότητα της διανομής των προϊόντων. Το Κράτος μαραίνεται εφ’ όσον δεν υπάρχουν πια κεφαλαιούχοι και διάφορες τάξεις, και συνεπώς καμιά τάξη καταπιέζουσα. Αλλά το Κράτος δεν έχει ακόμη πεθάνει τελείως γιατί εξακολουθεί να ισχύει ο «αστικός νόμος» που καθιερώνει την σημερινή ανισότητα. Για την τέλεια εξάλειψη του Κράτους χρειάζεται τέλειος κομμουνισμός.
Η ανώτερη φάση της Κομμουνιστικής Κοινωνίας
Στην Κριτική του Προγράμματος της Gotha, ο Μαρξ αντικρούει λεπτομερώς την ιδέα του Λασσάλ ότι οι εργάτες στο Σοσιαλιστικό καθεστώς θα περνούν «αμείωτο» ή «ολόκληρο» το προϊόν της εργασίας τους». Ο Μαρξ αποδεικνύει ότι από ολόκληρο το έργο της κοινωνίας, θα είναι ανάγκη να ξεχωρίσουμε ένα αποθεματικό ποσό, ένα ποσό για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, για την αντικατάσταση των φθειρόμενων μηχανών κ.τ.λ.
Επίσης από την συνολική παραγωγή, ένα πόσο για τα έξοδα τής διαχείρισης, για σχολεία, νοσοκομεία, γηροκομεία κ.τ.λ.
Αντί της ακαθορίστου, σκοτεινής και γενικής φράσης του Λασσάλ «ο εργάτης θα παίρνει όλο το προϊόν της εργασίας του» ο Μαρξ δίνει μια λογική εξήγηση πως η Σοσιαλιστική κοινωνία θα διαχειρίζεται τις υποθέσεις της. Ο Μαρξ παίρνει μια συγκεκριμένη ανάλυση των όρων της ζωής μιας κοινωνίας στην οποία δεν θα υπάρχει καπιταλισμός και λέει :
«Έχουμε να εξετάσουμε (εννοεί εδώ το πρόγραμμα του Κόμματος), όχι μια κομμουνιστική κοινωνία, που αναπτύχθηκε πάνω στις δικές της βάσεις, αλλά μια κοινωνία που μόλις προήλθε από την καπιταλιστική κοινωνία, και η οποία κατά συνέπεια, σε όλα τα σημεία -οικονομικό, ηθικό και διανοητικό- έχει ακόμη την σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, απ’ την οποία προέκυψε».
Και αυτή την κομμουνιστική κοινωνία -μια κοινωνία που μόλις βγήκε από τους κόλπους του Καπιταλισμού, και που σε όλα τα σημεία διατηρεί ακόμη την σφραγίδα της παλιάς κοινωνίας, ο Μαρξ την ονομάζει πρώτη, ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Τα μέσα της παραγωγής δεν είναι πια ατομική ιδιοκτησία κανενός. Τα μέσα της παραγωγής ανήκουν στο σύνολο της κοινωνίας. Κάθε μέλος τής κοινωνίας που εκτελεί ένα μέρος κοινωνικά ωφέλιμης εργασίας, παίρνει μια βεβαίωση από την κοινωνία ότι εκτέλεσε τόσο πόσο εργασίας. Σύμφωνα με την βεβαίωση αυτή, παίρνει από τα δημόσια καταστήματα των ειδών της κατανάλωσης μια ανάλογη ποσότητα προϊόντων. Ύστερα από το ξεχώρισμα τού μέρους εκείνου της εργασίας που πηγαίνει στο δημόσιο ταμείο, κάθε εργάτης, παίρνει από την κοινωνία ανάλογα με αυτό που προσέφερε...
Η «ισότητα» βασιλεύει φαινομενικά. Όταν όμως ο Λασσάλ, έχοντας υπ’ όψιν του μια τέτοια κοινωνία (που γενικά λέγεται «Σοσιαλισμός», και την οποία ο Μαρξ ονομάζει πρώτη φάση του Κομμουνισμού), λέει ότι υπάρχει «δίκαιη διανομή» και «ίσο δικαίωμα όλων σε ίσο μερίδιο των προϊόντων της εργασίας», ο Λασσάλ κάνει μεγάλο λάθος και ο Μαρξ εξηγεί την πλάνη του.
«Ίσο δικαίωμα (λέει ο Μαρξ) πραγματικά θα έχουμε τότε, άλλα θα είναι ακόμη «αστικό δικαίωμα» το οποίο όπως κάθε δικαίωμα, προϋποθέτει την ανισότητα. Κάθε «δίκαιο» είναι εφαρμογή του ίδιου μέτρου σε διάφορα πρόσωπα που βεβαία δεν είναι όμοια και ίσα μεταξύ τους. Και έτσι το «ίσο δικαίωμα» είναι πραγματικά παραβίαση της ισότητας και αδικία. Πραγματικά, κάθε άνθρωπος που εκτελεί τόση κοινωνική εργασία όπως και κάθε άλλος, παίρνει ίσο μέρος απ’ τα κοινωνικά προϊόντα σύμφωνα με τους παραπάνω συλλογισμούς). Μολαταύτα όμως οι διάφοροι άνθρωποι δεν είναι όμοιοι μεταξύ τους. Ο ένας είναι δυνατός, ο άλλος αδύνατος. Ο ένας είναι παντρεμένος, ο άλλος όχι. Ο ένας έχει πολλά παιδιά, ο άλλος λιγότερα, και ούτω καθεξής. Με την ίση εργασία, (συμπεραίνει ο Μαρξ) και συνεπώς με ίσο μερίδιο στα παραγόμενα είδη κατανάλωσης, ο ένας θα παίρνει πραγματικά περισσότερο από τον άλλο, θα γίνεται πλουσιότερος, κ.τ.λ. Σύμφωνα με όλα αυτά, τα «δικαιώματα» αντί να είναι ίσα, είναι άνισα».
Η πρώτη λοιπόν φάση τού Κομμουνισμού, δεν μπορεί ακόμη να φέρει δικαιοσύνη και ισότητα, διαφορές, και μάλιστα άδικες διαφορές, στην περιουσία θα υπάρχουν ακόμη, αλλά η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ,θα είναι πια αδύνατη γιατί θα είναι αδύνατο να κρατηθούν ως ατομική ιδιοκτησία τα μέσα τής παραγωγής, τα εργοστάσια, οι μηχανές, τα χωράφια κ.τ.λ. Ενώ αναιρεί τελείως την μικροαστική, συγκεχυμένη φράση του Λασσάλ για την «ισότητα» και την «δικαιοσύνη» γενικά, ο Μαρξ δείχνει συγχρόνως την γραμμή της εξέλιξης της κομμουνιστικής κοινωνίας, που είναι υποχρεωμένη πρώτα-πρώτα να καταστρέψει μόνο την «αδικία» ότι τα μέσα της παραγωγής βρίσκονται στα χέρια ατόμων. Δεν μπορεί να καταστρέψει δια μιας την γενικότερη αδικία που συνίσταται στην διανομή των ειδών της κατανάλωσης σύμφωνα με την «προσφερόμενη εργασία» (και όχι σύμφωνα με τις ανάγκες του καθενός).
Οι χυδαίοι οικονομολόγοι καθώς και οι αστοί καθηγητές (σαν τον «δικό μας» Τούγαν-Μπαρανόβσκυ) κατηγορούν πάντα τους σοσιαλιστές ότι ξεχνούν την υπάρχουσα ανισότητα των ανθρώπων και «ονειρεύονται» την κατάργηση της. Η κατηγορία αυτή, όπως βλέπουμε, αποδεικνύει μόνο την τέλεια άγνοια των αστών ιδεολόγων.
Ο Μαρξ όχι μόνο λαμβάνει υπ’ όψη του όσο πρέπει την αναπόφευκτη ανισότητα των ανθρώπων, αλλά, αναγνωρίζεί και το γεγονός ότι η μετατροπή των μέσων της παραγωγής σε κοινή ιδιοκτησία του συνόλου της κοινωνίας –ο «σοσιαλισμός» στη σημασία του που είναι γενικά δεκτή- δεν αλλάζει τα επακολουθήματα της διανομής και την ανισότητα της «αστικής δικαιοσύνης», που εξακολουθούν να υπάρχουν εφ’ όσον τα προϊόντα μοιράζονται σύμφωνα με το ποσό τής «παρεχομένης εργασίας».
«Οι αδικίες όμως αυτές (εξακολουθεί ο Μαρξ) είναι μοιραίες στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, με την μορφή που αυτή εμφανίζεται ύστερα από την περίοδο της εγκυμοσύνης της μέσα στην κεφαλαιοκρατική κοινωνία. Η δικαιοσύνη δεν μπορεί ποτέ να προπορευθεί από το αντίστοιχο στάδιο τής οικονομικής εξέλιξης και της ανάπτυξης του πολιτισμού της κοινωνίας, που καθορίζεται από την οικονομική αυτή εξέλιξη».
Έτσι, στην πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας (που ονομάζεται γενικά σοσιαλισμός) η «αστική δικαιοσύνη» δεν καταργείται τελείως, αλλά μόνο εν μέρει, μόνο σε αναλογία προς την συντελούμενη οικονομική μεταβολή δηλαδή, μόνο σε σχέση με τα μέσα της παραγωγής. Ο «αστικός νόμος» αναγνωρίζει αυτά τα μέσα ως ατομική ιδιοκτησία ορισμένων προσώπων. Ο σοσιαλισμός τα μετατρέπει σε κοινή ιδιοκτησία και ως προς αυτό, και μόνο αυτό, το σημείο εξαφανίζεται ο «αστικός νόμος». Εξακολουθεί όμως να ζει από τις άλλες του απόψεις, και λειτουργεί ακόμη ως ρυθμιστής στην διανομή τής εργασίας και την κατανομή των προϊόντων μεταξύ των μελών τής κοινωνίας.
«Όποιος δεν δουλεύει, δεν πρέπει να τρώει» -η σοσιαλιστική αυτή αρχή εφαρμόζεται αμέσως. «Σε ορισμένο ποσό εργασίας, ορισμένο ποσό προϊόντων» η σοσιαλιστική αυτή αρχή εφαρμόζεται επίσης αμέσως. Μολαταύτα αυτό δεν είναι ακόμη κομμουνισμός, και δεν καταργεί τον «αστικό νόμο», που παρέχει σε άνισα άτομα απέναντι άνισου (πραγματικά) ποσού εργασίας, ίσο ποσό προϊόντων.
Αυτό είναι «αδικία», λέει ο Μαρξ, αλλά είναι μοιραία στην πρώτη φάση του κομμουνισμού, γιατί μόνο αν βρισκόμαστε στο νησί τής Ουτοπίας μπορούμε να φαντασθούμε ότι ανατρέποντας την Κεφαλαιοκρατία, ο κόσμος θα μάθη αμέσως να εργάζεται για την κοινωνία χωρίς κανένα νομοθετικό κανονισμό, πραγματικά η κατάργηση του καπιταλισμού δεν παρέχει αμέσως τις οικονομικές βάσεις για μια παρόμοια αλλαγή.
Και δεν μπορεί ακόμη να υπάρχει άλλος κανονισμός παρά ο «αστικός νόμος». Στο σημείο λοιπόν αυτό είναι ακόμη αναγκαία μια κρατική μορφή, η οποία ενώ θα διατηρεί την κοινή κατοχή των μέσων της παραγωγής, θα εξασφαλίζει επίσης την ισότητα της διανομής των προϊόντων. Το Κράτος μαραίνεται εφ’ όσον δεν υπάρχουν πια κεφαλαιούχοι και διάφορες τάξεις, και συνεπώς καμιά τάξη καταπιέζουσα. Αλλά το Κράτος δεν έχει ακόμη πεθάνει τελείως γιατί εξακολουθεί να ισχύει ο «αστικός νόμος» που καθιερώνει την σημερινή ανισότητα. Για την τέλεια εξάλειψη του Κράτους χρειάζεται τέλειος κομμουνισμός.
Η ανώτερη φάση της Κομμουνιστικής Κοινωνίας
Δημοσίευση σχολίου