Ντ. Ν. Αϊντίτ, γραμματέας του Κ.Κ. Ινδονησίας, καλοκαίρι 1965
Yπήρξε μία από τις μεγαλύτερες σφαγές του 20ού αιώνα, συγκρίσιμη σε έκταση και ταχύτητα με τη γενοκτονία των Αρμενίων: μέσα σε λίγους μήνες, πάνω από μισό -ενδεχομένως και ένα- εκατομμύριο άνθρωποι, μέλη ή συμπαθούντες του μεγαλύτερου μη κυβερνητικού Κ.Κ. της υφηλίου, εξολοθρεύτηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από τον στρατό με τη συνδρομή ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, αποτελούμενων από εθνικιστές και, κυρίως, ισλαμιστές.
Κι όμως, τα γεγονότα του φθινοπώρου του 1965 στην Ινδονησία, πέμπτη τότε (τέταρτη σήμερα) σε πληθυσμό χώρα του κόσμου, κάθε άλλο παρά έχουν εγγραφεί σαν αξιοσημείωτο γεγονός στην παγκόσμια συλλογική μνήμη.
Ισως επειδή στον καιρό τους είχαν χαρακτηριστεί από αμερικανικά ΜΜΕ «η καλύτερη είδηση της χρονιάς για τη Δύση στην Ασία».
Το περιοδικό Τάιμ χαιρέτισε τη σφαγή σαν «τα καλύτερα νέα της χρονιάς από την Ασία»
σως, πάλι, επειδή το μεγαλύτερο μέρος του μακελειού διαπράχθηκε μακριά από τα βέβηλα μάτια (και κυρίως τον φακό) των Δυτικών δημοσιογράφων, με αποτέλεσμα τα σχετικά οπτικοακουστικά τεκμήρια να σπανίζουν.
Στην ίδια την Ινδονησία, παρ' όλο που μετά την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού Σουχάρτο και την άρση της προληπτικής λογοκρισίας (1998) έχουν δημοσιευτεί αρκετές μαρτυρίες, η δημόσια συζήτηση για τη σφαγή παραμένει ακόμη ταμπού.
Το πιστοποιεί, μεταξύ άλλων, η πρόσφατη ξαφνική ματαίωση της προγραμματισμένης παρουσίασης τεσσάρων σχετικών εκδόσεων στο τωρινό Φεστιβάλ Βιβλίου του Μπαλί, μετά την απειλή της αστυνομίας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, ο ετήσιος αυτός θεσμός δεν πρόκειται να ξαναπάρει άδεια λειτουργίας.
Ενα Κ.Κ. στα πρόθυρα της εξουσίας
Εν έτει 1965, το Κ.Κ. Ινδονησίας (PKI, Partai Komunis Indonesia) ήταν, όπως είπαμε, το μεγαλύτερο μη κυβερνητικό Κ.Κ. της υφηλίου, με 3.500.000 κομματικά μέλη κι άλλα 20.000.000 ενταγμένα στις μαζικές του οργανώσεις (αγρότες, εργάτες, νεολαία, γυναίκες, διανοούμενοι).
Τα μεγέθη αυτά ήταν το αποκορύφωμα μιας πορείας που ξεκίνησε το 1951 με την ανάδειξη μιας νέας ηγετικής ομάδας, με πρώτο γραμματέα τον -28χρονο τότε- Ντίπα Νουσαντάρα Αϊντίτ.
Αντιστρέφοντας μια πορεία που μέχρι τότε είχε σημαδευτεί από δύο επαναστατικές απόπειρες (1926 και 1948) και ισάριθμες πολύνεκρες πανωλεθρίες, η νέα ηγεσία παρέλαβε το ΡΚΙ με μόλις 10.000 μέλη και σχεδόν αμέσως έθεσε σε εφαρμογή μια στρατηγική «ειρηνικής συνύπαρξης» με την κρατική εξουσία, εφόσον αυτή η τελευταία εγγυόταν τη νόμιμη λειτουργία του κόμματος.
Η στρατηγική αυτή επενδύθηκε θεωρητικά με τις επεξεργασίες του 5ου Συνεδρίου (1954) για την ανάγκη οικοδόμησης ενός «ενιαίου εθνικού μετώπου» των εργατών και αγροτών με την «εθνική αστική τάξη», με στόχο την αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού και τον σταδιακό μετασχηματισμό του «ημιαποικιακού-ημιφεουδαρχικού» καθεστώτος της χώρας σε προοδευτική κατεύθυνση.
Οπως επισημαίνει ο ιστορικός Ρεξ Μόρτιμερ, επρόκειτο για «ένα πρόγραμμα πολιτικών συμμαχιών διατυπωμένο με όρους κοινωνικής συμμαχίας»: εκφραστής της «εθνικής αστικής τάξης» θεωρούνταν το κυβερνητικό Εθνικό Ινδονησιακό Κόμμα (ΡΝΙ), πολιτικός σχηματισμός που εκπροσωπούσε κυρίως την κρατική γραφειοκρατία.
Το 1963 ο Αϊντίτ θα διατυπώσει μια πρώιμη «ευρωκομμουνιστική» θεωρητική σύλληψη, σύμφωνα με την οποία το ινδονησιακό κράτος δεν αποτελούσε όργανο κάποιας συγκεκριμένης τάξης (ή μερίδας) αλλά πεδίο αναμέτρησης αντίρροπων κοινωνικών συνασπισμών, όπου, μάλιστα, «η λαϊκή πλευρά τείνει να κυριαρχήσει».
Πηγή αυτής της αισιόδοξης εκτίμησης αποτελούσε η σταδιακή βελτίωση της θέσης του ΡΚΙ έναντι της κρατικής εξουσίας τα προηγούμενα χρόνια.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (1955) είχε αναδειχτεί τέταρτο κόμμα (με 16,4%) και, μετά την επιτυχία του στις αυτοδιοικητικές κάλπες του 1957, όλοι προεξοφλούσαν ότι στην επόμενη αναμέτρηση θα κατακτούσε την πρώτη θέση.
Εξέλιξη που ματαιώθηκε όμως από τα αποτυχημένα ένοπλα αποσχιστικά κινήματα που υπέθαλψε η CIA το 1957-58 στη Σουμάτρα και την Κελέβη (ώστε να «σωθεί» η περιφέρεια του αρχιπελάγους σε περίπτωση επικράτησης των κομμουνιστών στην Ιάβα), την κατάργηση του κοινοβουλευτισμού το 1959 και την εγκαθίδρυση ενός προσωποπαγούς καθεστώτος «Καθοδηγούμενης Δημοκρατίας» από τον πατέρα της ανεξαρτησίας και ισόβιο -πλέον- πρόεδρο Αχμέτ Σουκάρνο.
Για να καταπολεμήσει τις φυγόκεντρες τάσεις που έθεταν σε κίνδυνο την ενότητα της χώρας, ο Σουκάρνο προέκρινε μια έντονα εθνικιστική πολιτική, τόσο απέναντι στις ΗΠΑ και τους υπόλοιπους Δυτικούς ιμπεριαλιστές, όσο και με την προβολή εδαφικών διεκδικήσεων πάνω στην (ολλανδική) Δυτική Νέα Γουινέα και το (βρετανικό) Βόρειο Βόρνεο, που το 1963 ενοποιήθηκε με την ηπειρωτική Μαλάγια για να αποτελέσει τη σημερινή Μαλαισία.
Στο εσωτερικό της χώρας, η «καθοδήγησή» του εστιάστηκε στην εξισορρόπηση των δύο ανταγωνιστικών πόλων που διεκδικούσαν μακροπρόθεσμα την εξουσία: του ΡΚΙ και του στρατού. Το πρώτο διέθετε τις μάζες, ο δεύτερος τα όπλα.
Η αναγνώριση αυτού του συσχετισμού δυνάμεων επέβαλε στην κομμουνιστική ηγεσία μια γραμμή ουσιαστικής ταύτισης με το καθεστώς του Σουκάρνο, ως η φιλολαϊκή, αδιάφθορη και κατεξοχήν αντιιμπεριαλιστική πτέρυγά του.
Τα όρια αυτής της πολιτικής φάνηκαν το 1964, όταν μετά τη σιτοδεία της προηγούμενης χρονιάς το ΡΚΙ ενθάρρυνε ένα κύμα αγροτικών κινητοποιήσεων για την εφαρμογή «από τα κάτω» της αγροτικής μεταρρύθμισης που είχε μεν θεσπιστεί, αλλά η εφαρμογή της προσέκρουε στην υπόγεια αντίδραση των γαιοκτημόνων και των συμμάχων τους στη δημόσια διοίκηση.
Οι καταλήψεις αγροκτημάτων και η μονομερής μείωση του γεωμόρου απαντήθηκαν από τους γαιοκτήμονες με αντισυσπείρωση των συντηρητικότερων αγροτών σε θρησκευτική βάση, πυροδοτώντας την αναβίωση ενός ισλαμικού κινήματος ενάντια στους «άθεους ταραχοποιούς» και υποχρεώνοντας το κόμμα σε διακριτική αναδίπλωση, παρά την πολιτική κάλυψη των αγροτικών κινητοποιήσεων από τον ίδιο τον πρόεδρο.
Για την υπέρβαση της στρατιωτικής αδυναμίας της, η ηγεσία του ΡΚΙ θα εισηγηθεί έτσι στις αρχές του 1965 τη σύσταση μιας ένοπλης κρατικής πολιτοφυλακής που θα αποτελούσε την «πέμπτη δύναμη» των ενόπλων δυνάμεων (δίπλα στον Στρατό, το Ναυτικό, την Αεροπορία και τη Χωροφυλακή).
Επισήμως προοριζόμενη για την απόκρουση ενδεχόμενης ιμπεριαλιστικής εισβολής και την ενίσχυση του αλυτρωτικού αντάρτικου στο Βόρνεο, η «πέμπτη δύναμη» θα επανδρωνόταν μεν από μέλη όλων των πολιτικών κομμάτων, με ηγεμονική όμως εκ των πραγμάτων παρουσία των κομμουνιστών.
Ο Σουκάρνο δέχτηκε καταρχήν την ιδέα και η Αεροπορία άρχισε το καλοκαίρι να την υλοποιεί, ενώ ο στρατός αντιδρούσε πεισματικά σ’ αυτήν την αμφισβήτηση του μονοπωλίου του στην έννομη βία.
Ηταν προφανές ότι όλα θα κρίνονταν μέσα στο 1965, που ο ίδιος ο Σουκάρνο προανήγγειλε ως «επικίνδυνη χρονιά».
Τον Ιανουάριο η Ινδονησία αποχώρησε από τον «ιμπεριαλιστικό» ΟΗΕ, προαναγγέλλοντας τη σύσταση ενός ανταγωνιστικού άξονα (Τζακάρτα-Πεκίνο-Πιονγιάνγκ), εκφραστή των «αναδυόμενων νέων δυνάμεων», και κάνοντας τους Αμερικανούς αναλυτές να αναρωτιούνται δημόσια αν η χώρα θα αποτελούσε σύντομα την επόμενη «Λαϊκή Δημοκρατία».
Με την υγεία και τη μακροημέρευση του ισορροπιστή εθνάρχη να αποτελούν αντικείμενο εικασιών, οι υποψήφιοι διάδοχοι ετοιμάζονταν απ’ την πλευρά τους για την τελική αναμέτρηση.
Στις 21.1.1965 η αμερικανική πρεσβεία ενημέρωσε την Ουάσινγκτον πως η ηγεσία του στρατού «καταρτίζει ειδικά σχέδια για την ανάληψη της εξουσίας τη στιγμή που ο Σουκάρνο θα εγκαταλείψει τη σκηνή», ή και νωρίτερα, ώστε να εξουδετερώσει προληπτικά τον κομμουνιστικό κίνδυνο.
Τους επόμενους μήνες, η ύπαρξη ενός «συμβουλίου στρατηγών» που συνωμοτούσε για ακροδεξιά εκτροπή ήταν πλέον κοινό μυστικό.
Ηδη από το 1959, το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ είχε προκρίνει ως στρατηγική του επιλογή τον προσεταιρισμό του ινδονησιακού στρατού, ως του μόνου δυνητικού αναχώματος στη μελλοντική κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές.
Παρά τη ραγδαία επιδείνωση των επίσημων σχέσεων των δύο χωρών, 2.658 Ινδονήσιοι αξιωματικοί μετεκπαιδεύτηκαν έτσι στις ΗΠΑ μέσα σε μια εξαετία (1959-64), έναντι μόλις 39 το 1950-58.
Ενα μυστήριο κίνημα
Το 90% των Ινδονησίων έμαθε για τα γεγονότα του 1965 από τη χουντική προπαγανδιστική ταινία που, μεταξύ 1982 και 1998, προβαλλόταν κάθε χρονιά στην TV
Το καταλυτικό συμβάν για την έκβαση αυτής της έρπουσας αναμέτρησης υπήρξε η απόπειρα πραξικοπήματος μιας ομάδας ανώτερων αξιωματικών, τα ξημερώματα της 1ης Οκτωβρίου 1965.
Επικεφαλής του εγχειρήματος, που αυτοονομάστηκε «Κίνημα της 30ής Σεπτεμβρίου» (G30S), ήταν ο αντισυνταγματάρχης Ουντούνγκ, διοικητής ενός από τα τρία τάγματα της προεδρικής φρουράς.
Με ορμητήριο την αεροπορική βάση Χαλίμ, στα περίχωρα της Τζακάρτα, οι κινηματίες ανακοίνωσαν από ραδιοφώνου την πρόθεσή τους να προστατέψουν τον Σουκάρνο από προσχεδιασμένο ακροδεξιό πραξικόπημα και σκότωσαν έξι στρατηγούς που θεωρούνταν μέλη του «συμβουλίου».
Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με τον Σουκάρνο, που απέφυγε να εγκρίνει το κίνημα, και ραδιοφωνική εξαγγελία ενός «επαναστατικού συμβουλίου» με συμμετοχή προσωπικοτήτων απ’ όλο το πολιτικό φάσμα.
Μέχρι το βράδυ το οπερετικό εγχείρημα είχε καταρρεύσει, με αναίμακτη συνθηκολόγηση των πραξικοπηματιών και de facto ανάληψη της εξουσίας απ’ τον διοικητή των στρατιωτικών εφεδρειών της πρωτεύουσας, στρατηγό Σουχάρτο.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του κινηματία συνταγματάρχη Λατίφ, που δημοσιοποιήθηκε μόλις το 1998, ο Σουχάρτο, προσωπικός φίλος των Ουντούνγκ και Λατίφ, όχι μόνο δεν υπήρξε στόχος του G30S αλλά είχε επιπλέον ενημερωθεί προληπτικά (και δώσει τη σιωπηρή συναίνεσή του) για το επικείμενο πραξικόπημα.
Οταν ο φόνος των έξι στρατηγών τού άνοιξε τον δρόμο για την κορυφή, έσπευσε να «αποκαταστήσει την τάξη» με ένα τρομακτικό λουτρό αίματος, στοχοποιώντας ως υπεύθυνο για την εκτροπή το ΡΚΙ.
Η ακριβής σχέση του κόμματος με το G30S αποτελεί εδώ και μισό αιώνα αντικείμενο αλληλοσυγκρουόμενων αναλύσεων, όχι μόνο πολιτικού αλλά και αστυνομικού χαρακτήρα.
◼ Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, που προβλήθηκε ευθύς εξαρχής από την προπαγάνδα του νέου καθεστώτος και «τεκμηριώθηκε» κατόπιν με «ομολογίες» συλληφθέντων, το κίνημα σχεδιάστηκε και καθοδηγήθηκε απ’ τους κομμουνιστές ως προληπτική απάντηση στον διαφαινόμενο εξοστρακισμό τους μετά τον θάνατο του Σουκάρνο.
Οργανωτής του ήταν ένα «Ειδικό Γραφείο», επιφορτισμένο με τη δουλειά μεταξύ των αξιωματικών, η δε τελική απόφαση πάρθηκε από το Π.Γ. στα τέλη Αυγούστου.
Το ΡΚΙ απέφυγε να κινητοποιήσει τη μαζική του βάση για να μην εκτεθεί, η εφημερίδα του εξέφρασε ωστόσο κατόπιν εορτής (2.10.1965) την υποστήριξή της προς τους «πατριώτες» αξιωματικούς και μέλη του, που εκπαιδεύονταν στο πλαίσιο της «πέμπτης δύναμης» και μετείχαν ενεργά στην εκτέλεση των στρατηγών.
◼ Η ίδια άποψη, με επιπλέον ενοχοποίηση του ίδιου του («συνοδοιπόρου») Σουκάρνο, διατυπώθηκε το 1967 σε απόρρητη έκθεση της CIA, που το 2007 εκδόθηκε -με μικροαλλαγές- ως βιβλίο από τη συντάκτριά της, Ελεν Λουίζ Χάντερ.
◼ Η πρώτη συνεκτική αμφισβήτηση των επίσημων ισχυρισμών διατυπώθηκε το 1966 από δύο ιστορικούς, τον Μπένεντικτ Αντερσον και τη Ρουθ Μακβέι, με τη μορφή «προκαταρκτικής ανάλυσης» του κινήματος που κυκλοφόρησε άτυπα σε επιστημονικούς κύκλους, για να εκδοθεί -ως ιστορικό πλέον ντοκουμέντο- το 1971.
Οι συντάκτες της εκτιμούσαν πως το G30S υπήρξε καθαρά ενδοστρατιωτική υπόθεση, η δε ηγεσία του ΡΚΙ το υποστήριξε φοβούμενη τις επιπτώσεις της αποτυχίας του.
Λαμβάνοντας υπόψη τις απολογίες κομματικών στελεχών στα στρατοδικεία, ο Αυστραλός πολιτικός επιστήμονας Χάρολντ Κράουτς τροποποίησε πάλι αισθητά αυτό το σχήμα (1973), θεωρώντας ότι, ναι μεν, οι στρατιωτικοί είχαν τον πρώτο ρόλο, η συμβολή όμως του ΡΚΙ, μέσω του «Ειδικού Γραφείου», υπήρξε επίσης ουσιαστική.
◼ Μια συνωμοτικότερη θεωρία διατυπώθηκε την ίδια εποχή από τον Ολλανδό κοινωνιολόγο Βιμ Βερτχάιμ: το G30S υπήρξε όργανο προβοκάτσιας του ίδιου του Σουχάρτο, με σκοπό την ενοχοποίηση και εξόντωση των κομμουνιστών.
Κεντρικό επιχείρημα συνιστά εδώ η σκοτεινή φυσιογνωμία του επικεφαλής του «Ειδικού Γραφείου», Σιάμ Καμαρουζαμάν –στελέχους παντελώς άγνωστου μέχρι το κίνημα, που μετά τη σύλληψή του (1967) μετατράπηκε σε καταδότη και μάρτυρα κατηγορίας σε δίκες πρώην συντρόφων του, μέχρι την εκτέλεσή του το 1986. Στην ίδια θεωρία προσχώρησε μετά το 1998 και ο Αντερσον, με άρθρο του στο ινδονησιακό «Tempo» (10.4.2000) και το λονδρέζικο «New Left Review» (5-6.2000).
◼ Η πιο εμπεριστατωμένη εκδοχή δημοσιεύτηκε το 2006 απ’ τον ιστορικό Τζον Ρούζα. Με βάση ντοκουμέντα των δικογραφιών που είχαν διαφύγει την προσοχή κατηγόρων και ιστορικών, κυρίως όμως τις μαρτυρίες στελεχών του ΡΚΙ που μίλησαν εμπιστευτικά μετά τη μεταπολίτευση του 1998, ο Ρούζα επιβεβαίωσε την ύπαρξη του «Ειδικού Γραφείου» και τον καθοδηγητικό ρόλο των Σιάμ και Αϊντίτ στο κίνημα.
Το τελευταίο υπήρξε όντως «προβοκάτσια», με την έννοια όμως όχι της τεχνικής υπόθαλψής του αλλά της έντεχνης ώθησης του PKI να κάνει αυτό το πρώτο βήμα προς την τελική αναμέτρηση.
Οπως προκύπτει από τα αμερικανικά αρχεία, ένα πραξικόπημα των στρατηγών εναντίον του Σουκάρνο θεωρούνταν από την Ουάσινγκτον εκ των προτέρων καταδικασμένο· «μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του ΡΚΙ» υποδεικνυόταν, αντίθετα, από τον Αμερικανό πρέσβη (10.3.1965) ως «η αποτελεσματικότερη εξέλιξη για την αντιστροφή των πολιτικών τάσεων στην Ινδονησία».
Στο προβοκάρισμα αυτό απέβλεπε λογικά η καμπάνια «μαύρης και γκρίζας προπαγάνδας» της CIA για την «ανάσχεση της ισχύος και επιρροής του ΡΚΙ», η χρηματοδότηση της οποίας εγκρίθηκε τις ίδιες ακριβώς μέρες (4.3.1965).
Προπαρασκευή που εξηγεί τόσο την ετοιμότητα καταστολής του κινήματος όσο και την άμεση απόδοσή του στο ΡΚΙ, προτού προκύψει το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο.
Οσο για τον Σιάμ, η προσωπική διαδρομή του οποίου σκιαγραφείται ενδελεχώς με βάση τις μαρτυρίες παλιών συναγωνιστών του, υπήρξε απλώς ένας χαρακτηριστικός τύπος αποϊδεολογικοποιημένου γραφειοκράτη που, μετά την καταστροφή, υιοθέτησε μια στρατηγική ατομικής επιβίωσης: αποδεικνύοντας τη χρησιμότητά του με διαδοχικές καταδόσεις στρατιωτικών πρώην συνεργατών του, κατάφερε να αποφύγει την εκτέλεση για 18 ολόκληρα χρόνια.
◼ Την εικόνα συμπληρώνουν τα κινεζικά διπλωματικά αρχεία που μελέτησε πρόσφατα η ιστορικός Ταόμο Τσου.
Κατά την τελευταία συνάντησή του με την κινεζική ηγεσία (5.8.1965), ο Αϊντίτ ενημέρωσε τους συνομιλητές του ότι φοβούνταν περισσότερο τη σταδιακή ενδοκυβερνητική περιθωριοποίηση του ΡΚΙ, με προσεταιρισμό του Κέντρου από τη Δεξιά, παρά μια ολομέτωπη επίθεση· ισχυρίστηκε μάλιστα πως ο υπουργός Αμυνας, στρατηγός Νασουτιόν, είχε πάρει εντολή από τις ΗΠΑ να μην επιχειρήσει επ’ ουδενί πραξικόπημα.
Οταν ο Μάο παρατήρησε πως αυτή η πληροφορία «είναι αναξιόπιστη», καθώς «η κατάσταση έχει πλέον αλλάξει» και «η ινδονησιακή Δεξιά δείχνει αποφασισμένη να πάρει την εξουσία», ο γραμματέας του ΡΚΙ περιέγραψε το σχέδιό του γι’ αυτήν την περίπτωση: σχηματισμός μιας «στρατιωτικής επιτροπής» με μικτή σύνθεση, που «θα μπερδέψει τους εχθρούς μας» και θα αδρανοποιήσει τους μετριοπαθείς στρατιωτικούς, ώσπου να εξοπλιστούν οι εργατικές και αγροτικές κομματικές εφεδρείες. «Φωτογράφισε», δηλαδή, το G30S.
Η τελική ενεργοποίηση αυτού του αμυντικού σχεδιασμού συνάδει με την ανακοίνωση των κινηματιών ότι θέλησαν να προλάβουν ακροδεξιό πραξικόπημα προγραμματισμένο για τις 5 Οκτωβρίου, αλλά και την κατάθεση μάρτυρα στη δίκη του Ουντούνγκ, πως είχαν ακούσει ηχογράφηση σχετικής συνεδρίασης του «συμβουλίου των στρατηγών» (21.9.1965).
Σε κάθε περίπτωση, η διαπλοκή ΡΚΙ – κινηματιών υπήρξε μια υπόθεση μηχανισμών κορυφής, δίχως την παραμικρή ανάμιξη των εκατοντάδων χιλιάδων κομμουνιστών που πλήρωσαν τελικά με τη ζωή τους τον λογαριασμό.
Τελική λύση α λα ινδονησιακά
Η «εκκαθάριση» της Ινδονησίας από το κομμουνιστικό «μόλυσμα» αποφασίστηκε από τους επιζώντες στρατηγούς στις 5 Οκτωβρίου.
Η μαζική εξολόθρευση των κομμουνιστών διαπράχθηκε κατά κύματα, άλλοτε απευθείας από τον στρατό κι άλλοτε από παρακρατικές συμμορίες που αυτός εξόπλιζε και καθοδηγούσε.
Ξεκίνησε με μαζικές συλλήψεις και διαδηλώσεις «αγανακτισμένων πολιτών» που πυρπόλησαν τα γραφεία του ΡΚΙ στην Τζακάρτα (8.10) και την επαρχία, συνεχίστηκε με διάσπαρτα πογκρόμ και ολοκληρώθηκε με τη συστηματική εξόντωση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων, μακριά από τον δημόσιο χώρο.
Το μακελειό διεκπεραιώθηκε με τη συνδρομή χιλιάδων καταδοτών που άδραξαν την ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν προσωπικούς λογαριασμούς ή, στην περίπτωση των γαιοκτημόνων, να απαλλαγούν από το ενοχλητικό αγροτικό κίνημα.
Η έκταση της εκκαθάρισης προκάλεσε δυσαναπλήρωτα κενά σε ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες, όπως οι καλλιτέχνες ξυλογλύπτες του Μπαλί ή οι δάσκαλοι.
Καθοριστικό ρόλο στη δολοφονική κινητοποίηση έπαιξαν οι ισλαμιστές της «Εθνοθρησκευτικής Νεολαίας» (ΡΡ) και της «Ιεροδιδασκαλικής Αναγέννησης» (NU), οι ηγεσίες των οποίων κλήθηκαν από το επιτελείο του Σουχάρτο να προσφέρουν την αναγκαία «λαϊκή συμμετοχή» στην πάταξη των «άθεων».
Ιδίως η παραστρατιωτική νεολαία της NU, που είχε συγκροτηθεί με πρότυπο τα χιτλερικά SA, διέπρεψε στους ομαδικούς -κατά εκατοντάδες- αποκεφαλισμούς κρατουμένων.
Οπως προκύπτει από τα αμερικανικά αρχεία, στελέχη αυτών των οργανώσεων ενημέρωναν τακτικά στη διάρκεια της σφαγής τις διπλωματικές αποστολές των ΗΠΑ για τις προθέσεις και τα έργα τους.
Στις εκθέσεις του προς την Ουάσινγκτον, ο Αμερικανός πρέσβης Μάρσαλ Γκριν δεν έκρυβε άλλωστε καθόλου τον ενθουσιασμό του για τα τεκταινόμενα: «Εν ολίγοις, τώρα ή ποτέ» (5.10)· «Ο στρατός εργάζεται σκληρά για να καταστρέψει το ΡΚΙ κι εγώ αισθάνομαι όλο και μεγαλύτερο σεβασμό για την οργάνωση και την αποφασιστικότητά του να διεκπεραιώσει αυτήν την κρίσιμη αποστολή» (20.10)· «Ο στρατός κάνει μια δουλειά πρώτης τάξης. Η μαρίδα [του ΡΚΙ] συλλαμβάνεται συστηματικά και φυλακίζεται ή εκτελείται» (4.11).
Για τη διευκόλυνση αυτού του έργου, στελέχη της πρεσβείας αντάλλασσαν συμβουλές «με στρατιωτικές και μουσουλμανικές πηγές», ο Γκριν διέσπειρε συνειδητά μέσω USIA τις τερατολογίες περί της «ενοχής» και της «κτηνωδίας» του ΡΚΙ, η δε CIA εφοδίαζε τον στρατό με λίστες κομμουνιστών, διαγράφοντας τακτικά από τις δικές της τα ονόματα των εκτελεσμένων.
Αντανακλώντας την υπηρεσιακή αισιοδοξία, το περιοδικό «Time» θα χαρακτηρίσει έτσι το ινδονησιακό ολοκαύτωμα «τα καλύτερα νέα της χρονιάς για τη Δύση από την Ασία» (15.7.1966, σελ. 44).
Μολονότι το μεγαλύτερο μέρος του μακελειού είχε ολοκληρωθεί τον Μάρτιο του 1966, οι εκκαθαρίσεις συνεχίστηκαν τα επόμενα χρόνια.
Ο εισαγγελέας που προήδρευε στην επιτροπή εκκαθάρισης του νησιού Φλόρες αποκάλυψε λ.χ. πρόσφατα ότι το 1967 παρευρέθη σε ομαδική νυχτερινή σφαγή απ’ τον στρατό, όπου οι κρατούμενοι κομματιάζονταν με μπαλτάδες, και στη δημόσια εκτέλεση -στην πυρά- ενός επώνυμου στελέχους της κομμουνιστικής νεολαίας που κατηγορήθηκε για προσωπική ανάμιξη στο κίνημα του 1965.
Εντυπωσιακή υπήρξε η άκρως περιορισμένη αντίσταση που το ΡΚΙ αντέταξε στην εξολόθρευσή του.
Καθοριστικός ήταν εδώ ο ρόλος της ηγεσίας του, που διέταξε την υιοθέτηση μιας παθητικής στάσης, εναποθέτοντας μέχρι τέλους τις ελπίδες της σε κάποια επικείμενη κατευναστική παρέμβαση του Σουκάρνο.
Ο ίδιος ο Αϊντίτ συνελήφθη και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες (22.11.1965), τύχη που επιφυλάχθηκε και στους στενότερους συνεργάτες του.
Κάποιες τοπικές οργανώσεις προσπάθησαν να αντισταθούν με αυτοσχέδια όπλα ή και με μαζικές κινητοποιήσεις, γρήγορα όμως υπέκυψαν στην ωμή βία και υπεροπλία του αντιπάλου.
Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, τα κομματικά μέλη αποδείχτηκαν απροετοίμαστα -και απρόθυμα- να αντιμετωπίσουν τη νέα κατάσταση, σε αντίθεση με τις παλιότερες γενιές κομμουνιστών που είχαν διαπαιδαγωγηθεί κάτω από διαφορετικές συνθήκες.
Εξίσου θνησιγενές, μετά την εξάλειψη της δυνητικής μαζικής του βάσης, αποδείχτηκε και το αντάρτικο που επιχειρήθηκε από τους επιζώντες στην Κεντρική Ιάβα το 1967-68.
Η αριθμητική αποτίμηση της σφαγής ποικίλλει από πηγή σε πηγή. Τριμελής κυβερνητική επιτροπή κατέγραψε 78.500 νεκρούς τον Δεκέμβριο του 1965, στα απομνημονεύματά του όμως ένα μέλος της ανεβάζει τον τελικό απολογισμό σε 500-600.000.
Τουλάχιστον 1.000.000 σκοτωμένους ανέφερε το 1966 έρευνα της αρμόδιας «Στρατιωτικής Διοίκησης για την Αποκατάσταση του Νόμου και της Τάξης» (KOPKAMPTB), ενώ ο Γκριν σε έκθεσή του τον Φλεβάρη τούς υπολόγιζε σε 400.000.
Αναγνωρίζοντας την αδυναμία πλήρους καταγραφής, οι περισσότεροι ερευνητές καταλήγουν σ’ ένα συμβατικό αριθμό 500.000 νεκρών.
Ουαί τοις ηττημένοις
Τα θύματα της εκκαθάρισης δεν περιορίστηκαν, άλλωστε, στους νεκρούς.
Περίπου 1.800.000 άνθρωποι κλείστηκαν σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης για περισσότερο από μια δεκαετία, μετά δε την απόλυσή τους παρέμειναν θεσμικά στιγματισμένοι ως πολίτες β' κατηγορίας –εφοδιασμένοι με ειδικά δελτία ταυτότητας που συνεπάγονταν περιορισμούς στις κινήσεις τους και μια σειρά από επαγγελματικές απαγορεύσεις.
Διακρίσεις που ουδέποτε καταργήθηκαν επίσημα, παρ' όλο που σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου τις έκρινε αντισυνταγματικές και νομικά ανίσχυρες (2011).
Ακόμη και μετά τη μεταπολίτευση του 1998 διατηρήθηκε, άλλωστε, η απαγόρευση της κομμουνιστικής δραστηριότητας και «προπαγάνδας», με ειδική μάλιστα απόφαση της Βουλής (2003).
Απαγορευμένη παραμένει επίσης εκ των πραγμάτων η αναζήτηση και ταφή των θυμάτων της σφαγής, όπως πιστοποιούν οι βίαιες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών στις ελάχιστες περιπτώσεις που επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο.
Η ίδρυση συλλόγων των θυμάτων του 1965 και η δημοσίευση των βιωμάτων των επιζώντων απαντήθηκαν με τη σύσταση αντισυλλόγων για την προάσπιση της εθνικά ορθής Ιστορίας.
Οταν ο πρώτος μεταπολιτευτικός πρόεδρος Αμπντουραχμάν Ουαχίντ τόλμησε να ζητήσει το 2000 δημόσια συγγνώμη για τη σφαγή και να εισηγηθεί την άρση της απαγόρευσης του (ανύπαρκτου πλέον) ΡΚΙ, οι σφοδρές αντιδράσεις οδήγησαν στην παραίτησή του.
Σύμφωνα με γκάλοπ του περιοδικού «Tempo» (2.8.2000), 97% των ερωτηθέντων γνώριζε τα γεγονότα από το σχολείο και 90% από τον κινηματογράφο –από το άκρως προπαγανδιστικό φιλμ «Η προδοσία του G30S/ΡΚΙ», που γυρίστηκε το 1982 και προβαλλόταν απ’ όλα τα κανάλια κάθε 30ή Σεπτεμβρίου.
Το 2007 τα νέα σχολικά βιβλία που αμφισβήτησαν την επίσημη εκδοχή του στρατού για τα γεγονότα του 1965 αποσύρθηκαν για κάψιμο με εντολή του γενικού εισαγγελέα, ύστερα από διαδηλώσεις οργισμένων εθνικοφρόνων.
Κόκκινες μαινάδες και ξυραφισμένα πέη
Στην ινδονησιακή τους εκδοχή, τα κομμουνιστικά «κονσερβοκούτια» είναι ξυράφια και απειλούν όχι τους λαιμούς, αλλά τα γεννητικά όργανα των εθνικοφρόνων.
Ενα από τα κεντρικότερα θέματα του προπαγανδιστικού μπαράζ, με το οποίο επενδύθηκε η σφαγή των κομμουνιστών την επαύριο του αποτυχημένου Κινήματος της 30ής Σεπτεμβρίου, αφορούσε τον τρόπο εκτέλεσης των έξι ακροδεξιών στρατηγών από τους κινηματίες.
Ολα ξεκίνησαν στις 11 Οκτωβρίου, όταν η εφημερίδα του στρατού «Πολεμικά Νέα» ανακοίνωσε ότι τα πτώματα «είχαν βγαλμένα μάτια και, ορισμένα, κομμένα γεννητικά όργανα».
Ακολούθησε καταιγισμός δημοσιευμάτων, σύμφωνα με τα οποία ο επίμαχος ακρωτηριασμός έγινε με ξυράφια από νεαρές κομμουνίστριες, μέλη του Κινήματος Ινδονήσιων Γυναικών (Gerwani), που εκπαιδεύονταν στην αεροπορική βάση Χαλίμ ως μέλη της «πέμπτης δύναμης».
Κάποιες απ' αυτές φέρονταν μάλιστα να είχαν χορέψει γυμνόστηθες δίπλα στους βασανιζόμενους μελλοθάνατους.
Οπως αποδεικνύεται από την επίσημη ιατροδικαστική έκθεση, που ανακάλυψε και δημοσίευσε ο ιστορικός Μπένεντικτ Αντερσον, όλη αυτή η ιστορία υπήρξε ένα τερατώδες ψέμα: τα πτώματα των στρατηγών έφεραν μόνο τραύματα από σφαίρες, τα δε γεννητικά τους όργανα ήταν άθικτα («How did the Generals die?», περ. Indonesia, 43, 4.1987, σελ. 109-34).
Η «είδηση» για τις γυμνόστηθες κόκκινες μαινάδες με τα ξυράφια ανά χείρας ερέθισε ωστόσο τα ανακλαστικά των συντηρητικότερων στρωμάτων, που έτσι κι αλλιώς σκανδαλίζονταν από την ενεργό συμμετοχή των γυναικών του ΡΚΙ στη δημόσια ζωή κι ενοχλούνταν από τον αγώνα τους για κατάργηση των καταναγκαστικών γάμων και της έννομης (ανδρικής) πολυγαμίας.
Μεταξύ των δημοφιλέστερων συνθημάτων στις αντικομμουνιστικές συγκεντρώσεις των ημερών συγκαταλέγονταν έτσι τα «πουτάνες Gerwani» και «κρεμάστε τις Gerwani».
Απείρως πιο σοβαρές υπήρξαν οι συνέπειες για χιλιάδες μέλη της οργάνωσης, που έπεσαν θύματα συστηματικών -και συχνά ομαδικών- βιασμών από τους ένστολους δεσμώτες τους.
Η έμφυλη αυτή διάσταση του ολοκαυτώματος της ινδονησιακής Αριστεράς αποτυπώθηκε και στο επίσημο μνημείο που το νέο καθεστώς ανήγειρε στον τόπο ανεύρεσης των επιφανών πτωμάτων.
Η ανάγλυφη σκηνή του φόνου των στρατηγών περιλαμβάνει φιγούρες γυναικών με «προκλητική» ένδυση και στάση, εύγλωττη αποτύπωση της κομμουνιστικής πρωτοφεμινιστικής αποχαλίνωσης.
Λίγο παραδίπλα, ο θριαμβευτής στρατηγός Σουχάρτο απεικονίζεται να έχει επαναφέρει τις (χαμηλοβλεπούσες, πλέον) Ινδονήσιες στον παραδοσιακό, «φυσικό» τους προορισμό: dapur, kasur, sumur (κουζίνα, κρεβάτι, πηγάδι).
Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος - ΕφΣυν
Δημοσίευση σχολίου