Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 17

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 17

{[['']]}


Δεύτερη Σύσκεψη Στελεχών της 55ης Ταξιαρχίας στον Πάρνωνα

Όταν εκδηλώθηκαν οι εκκαθαριστικές στην Κεντρική και Βόρεια Πελοπόννησο, ο Πρεκεζές οργάνωσε και δεύτερη σύσκεψη. Εκεί μας έδωσε περισσότερες πληροφορίες. Τα πράγματα ήταν δύσκολα. Οι δικοί μας δεν τα πήγαιναν καλά. Μας διάβασε και την προκήρυξη του Τσακαλώτου, που μας απειλούσε με αφανισμό. Εκείνος ο παλικαράς έλεγε: «Θα συντρίψω και την πέτρα που θα καθίσετε να ξεκουραστείτε, θα ξεριζώσω και το δέντρο κάτω από το οποίο θα καθίσετε... εδώ δεν είναι Βόρεια Ελλάδα, δεν υπάρχουν σύνορα να διαφύγετε αλλά σας περιβάλουν τα γαλανά νερά της Μεσογείου για να σας πνίξουν», και κάτι τέτοια, δεν τα θυμάμαι καλά.

Μας είπε ότι έχει εξαπολυθεί γερμανικό πογκρόμ συλλήψεων και εκτελέσεων, στα αστικά κέντρα και στα χωριά. Οι παπάδες στις εκκλησίες κάνουν αφορισμούς, χτυπούν τις καμπάνες και καλούν άντρες και γυναίκες να πάρουν τα όπλα, τσεκούρια, δρέπανα κι ότι έχουν για να εξοντώσουν τους αντίχριστους, τους οπαδούς του σατανά και όποιος σκοτώσει έναν αντάρτη αγιάζει η ψυχή του. Όλοι οι παλιοί πολιτευτές, οι κομματάρχες των χωριών, τα τζάκια, όλοι κατέβαιναν από την Αθήνα και έβγαζαν λόγους σε πόλεις και χωριά για να ξεσηκώσουν τον κόσμο εναντίον μας. Το σύνθημά τους ήταν, «Σκοτώστε τους, φαρμακώστε τους, προδώστε τους».

Καταλάβαμε πια τι γίνεται. Μαζεύτηκαν εξήντα χιλιάδες ένοπλοι και πεντακόσιες χιλιάδες δεξιοί, δοσίλογοι, προδότες, ταγμασφαλίτες, παπαδαριό και όλοι οι αλήτες για να νικήσουν τρεις χιλιάδες αντάρτες. Και κορδώνονταν οι στρατηγοί κι άφριζε ο Τσακαλώτος, βρόνταγε ο Μανιδάκης και κακάριζε σαν κόκκορας ο Πετζόπουλος, οι κλανομαρίες της Φρειδερίκης έβγαλαν γλώσσα. Ας είχαμε φυσίγγια και πάτζερ, τίποτα άλλο, τίποτα και θα σας ξεβρακώναμε και τούτη τη φορά όπως και τις άλλες, αλλά δεν είχαμε. Ας έχετε χάρη στους μυαλοκομένους τους αρχηγούς μας, που μας έστελναν μόνο διαταγές και μας πούλαγαν μυαλό.

Έτρεχαν όλοι να δοξαστούν, να νικήσουν τον αντίχριστο εχθρό. Και πρώτα - πρώτα σαν γενναίοι τάβαλαν με τους γέρους και τις γριές, τους γονείς μας, τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας. Γέμισαν οι φυλακές, γέμισαν τα σχολικά κτίρια. Κάθε χωριό και μια φυλακή στο σχολείο. Γέμισαν τα ξερονήσια και περίσσευαν. Έστησαν μέσα στο καταχείμωνο στρατόπεδα κατακαμπής μέσα στα χιόνια και στρίμωξαν, όπως οι Γερμανοί τους Εβραίους, μέσα σε σκηνές, γέρους, γυναίκες παιδιά και όσους άντρες δεν σκότωσαν.

Τότε το ανθρώπινο κεφάλι έφθασε την κατώτερη τιμή, εκατό χιλιάδες δηλαδή ένα κατοστάρικο. Όποιος έκοβε ένα κεφάλι αριστερού ή κάποιου που δεν ψήφισε στις εκλογές του 1946, αν ήταν φαντάρος έπαιρνε άδεια, αν ήταν χίτης ένα κατοστάρικο.

Ακούγαμε αυτές τις πληροφορίες και σκοτείνιασε το μυαλό μας. Κι όλοι μέσα μας λέγαμε: « Ήρθε λοιπόν η ώρα να μετρηθούμε μια και καλή και μεις είμαστε γυμνοί και άοπλοι». Όλοι λοιπόν εναντίον μας ακόμη και η φύση που χιονίζει μέρα νύχτα. Αν ο διοικητής της Μεραρχίας μας είχε το ένα εκατοστό της κομματικής πίστης και αφοσίωσης που διέθετε και σε ικανότητες για μέραρχος, τότε πολλά θα γίνονταν. Δεν θα φθάναμε στην τελική μάχη σ’ αυτά τα χάλια.

Για ένα κίνημα που συνεχίζει την πορεία του έχει σημασία όχι μόνο η νίκη αλλά και η ήττα, δηλαδή το πως χάνει. Γιατί αν χάνει την μάχη, κερδίζει την εμπιστοσύνη. Τώρα πια θα πρέπει να περάσουν χρόνια για να αποκτήσει το κίνημα την εμπιστοσύνη του κόσμου, για την ικανότητά του να κουμαντάρει σωστά.

Κάθε τόσο επανέρχομαι στην ευθύνη της διοίκησης, γιατί δεν εξηγείται αλλιώς το τέτοιο πέσιμό μας. Εγώ έζησα την τραγωδία μέχρι τέλους. Είδα κεφάλια κρεμασμένα στα διάσελα και σώματα χωρίς κεφάλια. Είδα τα λημέρια μας σπαρμένα με κόκαλα και δοκίμασα την πικρή γεύση της λαϊκής κατάρας για το θανατικό που μας βρήκε. Με κυνηγούσαν οι εχθροί για να με σκοτώσουν, με κυνηγούσαν και οι δικοί μας για να σκοτωθώ, να γλυτώσουν. Έτσι ήμουνα στην κόλαση,σαν ελεύθερος και σαν σε παράδεισοι όταν πέρασα για δεύτερη φορά την πόρτα της φυλακής.

Ένοιωσα ανακούφιση όταν δικάστηκα σε θάνατο, ναι όταν δικάστηκα σε θάνατο, γιατί γλίτωσα την ατίμωση, γιατί η ζωή ήταν κόλαση!. Ίσως άλλοι πολλοί να δοκίμασαν χειρότερα. Εγώ όμως ξέρω τα δικά μου κι αυτά με πονούν.

Τριάντα χρόνια από την ζωή στο θάνατο και από το θάνατο στη ζωή, από τα τάρταρα της ήττας, της φυλακής, στα μεσούρανα της δόξας κι από κει πάλι στα τάρταρα και πάλι στα μεσούρανα και πάλι στα τάρταρα. Δυό φορές νικητής, δυό φορές καταραμένος. Τριάντα χρόνια κατηγορούμενος, τριάντα χρόνια απολογούμενος, πότε στον εχθρό και πότε στους δικούς μας. Πρέπει λοιπόν να πω και γω το παράπονό μου, τις απόψεις μου. Να κρίνω τους κριτές μου. Έτσι θα τελειώσει τούτο το κλωτσοσκούφι, που άρχισε σαράντα χρόνια πριν, όταν ήμουνα αμούστακο παιδί. Δεν μετανοιώνω γιατί πήρα το δρόμο της αρετής. Για άλλα μικρότερης σημασίας έχω μετανοιώσει κι είναι πολλά.

Τώρα όμως φθάσαμε στην περίοδο της θανάσιμης πάλης. Ο νέος Μπραΐμης που ήρθε κι αυτός από τη θάλασσα, ξεπέρασε τον άλλον του 1824 σε καταστροφή και κακουργήματα. Γιατί εκείνος ότι έκαμε τόκανε μόνος του, τούτος ο νέος, έβαλε τους ντόπιους υπηρέτες του να καταστρέψουν την πατρίδα μας, για λογαριασμό του. Κι αυτοί για να ευχαριστήσουν τον αφέντη τους, έπρεπε να τον ξεπεράσουν, να ξεπεράσουν τις επιθυμίες του. Τελικά δεν το κατόρθωσαν, όπως τόθελαν. Τους εμπόδισε ο λαός μας, τους εμπόδισαν οι λαοί όλου του κόσμου, που με το στόμα του Βισίνσκυ, αφόπλισαν τους δολοφόνους. Εμείς παλέψαμε, πολεμήσαμε, δεν πανικοβληθήκαμε. Να σταματήσουμε το κακό δεν μπορούσαμε τώρα πια.

Επιχείρηση στην εχθρική Βάση στο Λεωνίδιο Κυνουρίας — 21 Γενάρη 1949


Στην σύσκεψη είπαμε όλοι ότι πρέπει να χτυπήσουμε δυνατά και πολλές φορές. Το ίδιο είχε και στον νου του ο Πρεκεζές: Σχέδιασε λοιπόν ένα μεγάλο χτύπημα που θα είχε σοβαρή επίδραση για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στο Μωριά. Αποφάσισε να χτυπήσουμε την εχθρική βάση στο Λεωνίδιο Κυνουρίας. Η θέση ήταν οχυρή αλλά για μας παρουσίαζε μια σειρά πλεονεκτήματα.

Πρώτα - πρώτα ήταν απομονωμένη από ξηρά. Μόνο από τη θάλασσα θα μπορούσε νάρθουν ενισχύσεις, αλλά αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Ώσπου νάρθουν θα είχε τελειώσει το νταραβέρι. Δεύτερο οι εχθρικές δυνάμεις που το υποστήριζαν ήταν δυνάμεις με μικρή μαχητική αξία, ήταν χωροφύλακες και Μάυδες δειλοί, δολοφόνοι. Τρίτον ήταν γύρω στους διακόσιους και μεις είμασταν επτακόσιοι, δηλαδή θα μπορούσαμε να τους χτυπήσουμε με τρεις λόχους και οι άλλοι να ασφαλίσουν την επιχείρηση. Τέταρτο και το κυριότερο μπορούσαμε να πλησιάσουμε αθέατοι και να τους αιφνιδιάσουμε. Ακόμη αν παρουσίαζε πρόοδο η επιχείρηση, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε και την ημέρα και να κάνουμε πλήρη εκμετάλλευση της επιτυχίας μας.

Το μόνο μειονέκτημα ήταν ότι η πόλη ήταν μέσα σε χαράδρα σχεδόν και οπωσδήποτε έπρεπε να μπούμε από τη βορειοδυτική και δυτική πλευρά, δηλαδή από τη μοναδική είσοδο που την έκλεινε ο ανεμόμυλος, ένα παλιό κτίριο με τοίχους πέτρινους ένα μέτρο πλάτος, που τον είχαν οχυρώσει καλά. Εδώ το λόγο θα τον είχαν τα πάτζερ. Εκεί στον ανεμόμυλο ήταν οχυρωμένη μια διμοιρία. Ακόμη οι πληροφορίες έλεγαν ότι στην θάλασσα περιπολεί μονίμως ένα μικρό και ένα μεγάλο πολεμικό πλοίο. Η παρουσία αυτών των πολεμικών ήταν ένας παράγοντας, που για πρώτη φορά τον αντιμετωπίζαμε και δεν είχαμε πείρα για τη δύναμή του και την σποτελεσματικότητά του.

Στο χωριό Τσίτζινα ο Πρεκεζές σε σύσκεψη των στελεχών από λοχαγό και πάνω, έκαμε ανάλυση του σχεδίου της επιχείρησης σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες. Στην επιχείρηση θα έπαιρνε μέρος όλη η δύναμη της 55ης Ταξιαρχίας δηλαδή 700 περίπου άντρες και η δύναμη του Αρχηγείου Πάρνωνα. Στην επίθεση θα έπαιρναν μέρος δύο ομάδες ελεύθερων σκοπευτών και ανιχνευτών, ένας λόχος του τάγματος της νεολαίας με διοικητή τον Μπουραζάνη και ένας λόχος του Αρχηγείου Πάρνωνα. Το κύριο βάρος της επίθεσης θα το σήκωναν δύο ομάδες η μία που είχε σχηματίσει η διοίκηση της Ταξιαρχίας από τους ελεύθερους σκοπευτές του Αρχηγείου Πάρνωνα και η άλλη ομάδα των ανιχνευτών που είχε σχηματιστεί από διαλεχτά παιδιά. Δηλαδή ο Πρεκεζές ακολούθησε την παλιά δοκιμασμένη ταχτική του, να χρησιμοποιεί επίλεκτες ομάδες σε κρίσιμα σημεία της επιχείρησης. Συνήθως αυτές οι ομάδες δρούσαν εξ επαφής, μέσα στις γραμμές αμύνης του εχθρού. Αυτές οι δύο ομάδες λοιπόν θα χτυπούσαν τον ανεμόμυλο.

Ο λόχος του Μπουραζάνη θα ενεργούσε αριστερά στο ένα φυλάκιο, ο λόχος του Αρχηγείου Πάρνωνα δεξιά, στ’ άλλο φυλάκιο. Πίσω από τις διμοιρίες των ελεύθερων σκοπευτών βρίσκονταν ένας λόχος, του Τζελεκόγιαννη, που θα έμπαινε στην μάχη αμέσως, όταν δημιουργείτο το πρώτο ρήγμα. Ένας λόχος της Ταξιαρχίας θα έπιανε το χωριό Πούλιθρα, για να πλαγιοφυλάξει τις δυνάμεις που έκαναν επίθεση στην πόλη. Επίσης ο λόχος ο δικός μου θα έπιανε το χωριό Μέλανα για να πλαγιοφυλάξει από τα αριστερά τις δυνάμεις που ενεργούσαν στην πόλη, δηλαδή να απαγόρευε την απόβαση δυνάμεων στα Μέλανα. Από τις δυνάμεις που έμεναν, τρεις λόχοι ήταν εφεδρεία, θα έμπαιναν κι αυτοί στην πόλη όταν έσπαγε η εξωτερική άμυνα και συνεχίζονταν πιθανόν η αντίσταση μέσα στην πόλη.

Ορισμένες διμοιρίες είχαν πάει να κάνουν κρούσεις την ίδια ώρα σε διάφορες βάσεις μακρυά, για να δημιουργηθεί σύγχυση στην αρχή, ως προς το σημείο που γίνονταν η κύρια επιχείρηση. Πίσω από τον λόχο το δικό μου πάνω στην πλαγιά του βουνού, θα τοποθετούνταν δύο βαριά πολυβόλα κι ένα μυδράλιο δηλαδή ολόκληρη η πολυβολαρχία της Ταξιαρχίας με αποστολή να ενισχύσει το λόχο το δικό μου και να εμποδίσει πιθανή απόβαση. Τη διοίκηση του αριστερού τομέα την είχε ο Αλέκος Τσουκόπουλος δηλαδή διοικούσε την πολυβολαρχία και τον λόχο το δικό του. Τη διοίκηση του δεξιού, δηλαδή από το χωριό Πούλιθρα την είχε ο Αντζακλής Γιώργης και το δεξιό στην Παραλία ο Ντίνος Βρεττάκος. Στην υποχώρηση ο Τσουκόπουλος θα έπαιρνε και το λόχο του Κουτρουλάκη και το λόχο του Σκάγκου, που είχαν ταχθεί εφεδρικά πίσω και αριστερά της πόλης.

Αυτό σε χοντρές γραμμές ήταν το σχέδιο. Οι διοικητές των ταγμάτων πήραν πρώτοι το λόγο και συμφώνησαν με αυτά που είπε ο Πρεκεζές. Όμως και ο Βρεττάκος και ο Τσουκόπουλος υπέδειξαν να ριχτεί όλο το βάρος στον ανεμόμυλο και να γίνει καλή χρήση των πάτζερ, δηλαδή έβλεπαν ότι αν δεν πέσει ο ανεμόμυλος η επιχείρηση θα αποτύχει. Ακόμη ότι ο ανεμόμυλος είναι δυνατό οχυρό και θα χρειαστεί μεγάλη προσπάθεια για να πέσει. Ο Μπουραζάνης όπως συνήθως, πούλαγε νταηλίκια και λεοντάριζε. Είπε ότι δεν συμφωνεί με τους άλλους δύο ταγματάρχες σχετικά με τον ανεμόμυλο και ότι αναλάμβανε αυτός να τον ρίξει, σε δέκα λεπτά. Οι διοικητές των λόχων δεν είπαν τίποτε διαφορετικό από τους δύο πρώτους ταγματάρχες. Εγώ ζήτησα περισσότερα φυσίγγια γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω από πουθενά κι ούτε να μου στείλουν αν έμπλεκα με τα πολεμικά που θα προσπαθούσαν κατά πάσα πιθανότητα να αποβιβάσουν δυνάμεις. Δυστυχώς δεν μου έδωσαν.

Έτσι λοιπόν ήταν όλα έτοιμα και ξεκινήσαμε για το χωριό Άγιο Βασίλειο Κυνουρίας. Την άλλη μέρα τραβήξαμε έξω από το χωριό. Εκεί χωριστήκαμε. Ο καθένας τράβηξε για την αποστολή του. Μόλις νύχτωσε αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς τη θάλασσα. Κατά τις 12 τα μεσάνυχτα φθάσαμε στο χωριό Μέλανα. Πήραμε πληροφορίες. Ήταν ησυχία. Στα χωριά εκείνα κατοικεί ένα ιδιαίτερο στοιχείο Ελλήνων. Οι τσακώνοι κι έχουν μια δικιά τους διάλεκτο τα τσακώνικα που είναι παράφραση της Αρχαίας Δωρικής γλώσσας. Έχουν καμιά τριακοσαριά λέξεις με ιδιωματισμούς, δηλαδή με δική τους γραμματική και συνταχτικό και συνεννοούνται μεταξύ τους. Με αφορμή τη γλώσσα, οι ίδιοι λένε ότι εκεί τους πήγε από την Μικρά Ασία κάποιος Βυζαντινός Αυτοκράτορας. Είναι πολιτικά αντιδραστικοί, βασιλόφρονες και γενικά δεξιοί. Είναι καχύποπτοι και πονηροί. Μου έκανε όμως εντύπωση η καθαριότητα που είχαν στα σπίτια τους. Ασχολούνται κυρίως με τη θάλασσα. Μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχαν δει αντάρτες.

Τοποθέτησα ένα οπλοπολυβόλο πάνω στο καμπαναριό. Στην παραλία υπήρχαν ακόμη τα χαρακώματα που είχαν φτιάξει οι Ιταλοί. Αυτό για μένα ήταν μπουναμάς. Πιάσαμε τα χαρακώματα και περιμέναμε. Ο Τσουκόπουλος με τα πολυβόλα σταμάτησε στην πλαγιά μέσα σε κάτι βράχους. Εκεί τοποθέτησε τα πολυβόλα μέσα στους βράχους και περίμενε κι αυτός. Κάποτε άρχισε η μάχη. Εγώ δεν άκουγα καλά. Ο Τσουκόπουλος όμως άκουγε. Περίπου δέκα λεπτά πριν από τη μάχη φάνηκε μέσα στη θάλασσα ένα παποράκι. Δεν το ξεχωρίζαμε καλά. Μόλις άρχισε η μάχη έριξε μια φωτοβολίδα κι άρχισε να πλησιάζει σιγά - σιγά. Έπρεπε να χτυπήσω εγώ πρώτος και μετά ο Τσουκόπουλος. Το παπόρι πλησίαζε - πλησίαζε χωρίς να κάνει τίποτα άλλο. Πάνω όμως από την πλαγιά νόμιζαν ότι πλησίασε σχεδόν στην ξηρά και ότι σταμάτησε. Περίμεναν να το χτυπήσουμε εμείς και αφού δεν το χτυπήσαμε αποφάσισαν να το χτυπήσουν αυτοί, χωρίς μάλιστα να επικοινωνήσουν με τον Ταγματάρχη.

Μόλις άρχισε το μυδράλιο, άρχισαν και τα πολυβόλα. Αρχίσαμε και μεις. Όπως φάνηκε αυτοί αιφνιδιάστηκαν. Πάνω στο παπόρι ακούγονταν φωνές, φασαρία και τελικά το παπόρι άρχισε να απομακρύνεται. Ανοίχτηκε περίπου 1000 μέτρα και τότε άστραψαν οι μπούκες του. Χτυπούσε στον βρόντο. Πάνω στα βράχια. Νομίζω ότι δεν σκόπευαν αλλά έβαζαν τέσσερις -τέσσερις έτσι όπου λάχει. Εμείς σταματήσαμε να βάζουμε. Πάνω από τα βράχια κάπου - κάπου τα πολυβόλα έβαζαν καμιά πεντάρα. Το παποράκι όλο και ξεμάκραινε. Θάχε περάσει περίπου μια ώρα κι ήρθε κι άλλο παπόρι. Τότε και τα δύο μαζί άρχισαν τις ομοβροντίες. Περιμέναμε και μεις ότι κάτι θα κάνουν. Τίποτα όμως. Κοπανάγανε τα βράχια.

Πήρα επαφή με τον Ταγματάρχη, του είπα τι βλέπω. Βαρεθήκαμε πια να περιμένουμε. Οι αντάρτες βγήκαν από τα χαρακώματα και κουβέντιαζαν. Αυτοί το βιολί τους, βομβάρδιζαν συνεχώς. Οι αντάρτες άρχισαν τα καλαμπούρια. Έτσι τραβούσαν τα πράγματα, χωρίς τίποτα το σοβαρό στον τομέα μας. Τα χωριά γύρω που άκουγαν το κανονίδι νόμιζαν ότι δεν θα έμεινε κανένας αντάρτης. Κι όμως δεν λύθηκε μύτη. Μετά από κάμποση ώρα άλλαξαν βιολί. Βαρούσαν μια κατά τα Πούλιθρα και μια κατά το Λεωνίδι, μια κατά μας. Αυτό γίνονταν όλη τη νύχτα. Όσο περνούσε η ώρα και η καθορισμένη φωτοβολίδα δεν φαίνονταν ανησυχούσα. Έπρεπε μια ώρα πριν φωτίσει να είχαμε τελειώσει. Έπρεπε να έχουμε μπει στην πόλη.

Τέλος όταν πια είχε φωτίσει με ειδοποίησε ο Τσουκόπουλος να αποσυρθώ γρήγορα, για να μη με επισημάνουν από το καράβι. Γρήγορα - γρήγορα μπήκαμε σε μια χαραδρίτσα και ανεβήκαμε το βουνό. Όταν φώτισε καλά, είχαμε περάσει την κορυφογραμμή. Τότε το καράβι σχεδόν δεν έριχνε κατά μας καθόλου, αλλά έβαζε προς το Λεωνίδιο μέσα στη ρεματιά. Μάλλον πίσω από την πόλη. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι γίνεται. Αντάμωσα με τον Τσουκόπουλο. Ούτε και αυτός ήξερε. Είχε δει μόνο τη φωτοβολίδα της Ταξιαρχίας που σήμαινε, σύμφωνα με το σχεδίασμά της επιχείρησης υποχώρηση όλης της δύναμής μας. Στο δρόμο σμίξαμε και με τον Κουτρουλάκη. Μας είπε ότι οι δικοί μας αποσύρθηκαν χωρίς να μπουν στην πόλη γιατί ο ανεμόμυλος δεν έπεσε. Μετά ήρθε και ο λόχος του Σκάγκου. Τα ίδια και αυτός μας είπε. Δεν μας κόστισε και πολύ, γιατί δεν είχαμε και πολλές απώλειες και γιατί πραγματικά ο ανεμόμυλος ήταν φυσικό, ισχυρό οχυρό. Πολλές ελπίδες είχαμε στα πάτζερς αλλά φαίνεται ότι ο ανεμόμυλος ήθελε μεγαλύτερου διαμετρήματος.

Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα. Και ο ανεμόμυλος είχε πέσει και το Λεωνίδιο είχε καταληφθεί σχεδόν, αλλά από ένα τραγικό λάθος το εγκαταλείψαμε χωρίς λόγο. Τα πράγματα έγιναν έτσι, καθώς μου τα διηγήθηκαν αυτοί που ήταν εκεί. Η αντίσταση του ανεμόμυλου ήταν ισχυρή το ίδιο και στ’ άλλα φυλάκια. Οι δικοί μας τους εκτόπισαν από τα γύρω χαρακώματα, αλλά αυτοί κλείστηκαν στον ανεμόμυλο. Τους είχαν ρίξει 9 πάτζερς αλλά ο μύλος κρατούσε. Η διοίκηση της Ταξιαρχίας για πρώτη φορά δεν είχε άμεση επαφή με τα τμήματα που ενεργούσαν επίθεση, αλλά δια μέσου τηλεφώνου. Καλύτερα να μην έστρωνε ποτέ τηλεφωνική γραμμή παρά αυτό που πάθαμε.

Κόντευε να φωτίσει και ο ανεμόμυλος βαστούσε. Ο Πρεκεζές έχασε την υπομονή του. Έπαιρνε να χαράζει πια, πήρε για τελευταία φορά τηλέφωνο και η απάντηση ήταν η ίδια: «Δεν έπεσε ο ανεμόμυλος». Τότε από το τηλέφωνο έδωσε διαταγή να υποχωρήσουν όλα τα τμήματα όπως πρόβλεπε το σχέδιο. Αυτά γίνονταν από τηλέφωνο σε τηλέφωνο. Στον ανεμόμυλο όμως, γίνονταν άλλα πράγματα.

Μέχρι εκείνη την ώρα, τον χτυπούσαν με ένα - ένα πάτζερ. γι' αυτό δεν άκουγε. Όταν είδαν ότι χάραζε αποφάσισαν να τον χτυπήσουν ταυτόχρονα με πολλά και τον χτύπησαν με τέσσερα ή πέντε μαζί.Τον τρύπησαν πέρα-πέρα.Πήδησαν μέσα στο προαύλιο. Στρατιώτες . λιθάρια, πολυβόλα, έγιναν μια σαλάτα. Όσοι γλύτωσαν απ’ έξω τόβαλαν στα πόδια σαν τρελοί και χάθηκαν μέσα στην ρεματιά. Η άμυνα ξηλώθηκε και τότε κατάρρευσε σαν να ήταν κρεμασμένη από τον ανεμόμυλο. Τότε οι αντάρτες από τον ενθουσιασμό τους μπουκάρισαν στην πόλη και έφθασαν στο κέντρο.

Μια μικροαντίσταση στη διοίκηση της χωροφυλακής την ανέτρεψαν. Τώρα οι χωροφύλακες και οι μάυδες έτρεχαν για την παραλία να τους προστατέψουν τα καράβια. Άλλοι χάθηκαν μέσα στα χωράφια κι άλλοι τρύπωσαν σαν ποντικοί στα υπόγεια. Οι αντάρτες ήταν κύριοι της πόλης. Εκείνο που απόμενε ήτανε η εκκαθάριση. Δυστυχώς κανένας μα κανένας, ούτε αντάρτης ούτε διοικητής τμήματος δεν σκέφτηκε να στείλει έναν αγγελιοφόρο στο τηλέφωνο να ειδοποιήσει τη διοίκηση για την κατάληψη.

Όταν το σκέφτηκαν ήταν αργά. Έπαιρναν και ξαναέπαιρναν τηλέφωνο αλλά απάντηση από την άλλη άκρη του καλωδίου δεν έπαιρναν. Η διοίκηση είχε αποσυνδέσει και υποχωρούσε. Είχε δώσει το σήμα με τις φωτοβολίδες κι όλα τα τμήματα αποσύρονταν. Ο ένας σύνδεσμος πήγαινε με το σημείωμα στη διοίκηση που τη πληροφορούσε ότι η οργανωμένη αντίσταση του εχθρού κατέρευσε και ο άλλος κουβαλούσε τη διαταγή για να υποχωρήσουν τα τμήματα που έκαναν την επίθεση. Όταν οι αντάρτες που ήταν σχεδόν στο κέντρο της πόλης πήραν διαταγή να αποσυρθούν, τάχασαν. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί να φύγουν αφού κατέλαβαν την πόλη. Σ’ αυτές τις στιγμές δεν σηκώνει αντιρρήσεις παρά μόνο πειθαρχία. Υποχώρησαν γρήγορα και πίστευαν ότι κάτι συμβαίνει πίσω μας, κάτι έκτακτο και σοβαρό.

Είχαν δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά από τότε που ο Πρεκεζές έδοσε διαταγή να υποχωρήσουμε και είχαν αποσυνδέσει το τηλέφωνο κι έφθασε ο σύνδεσμος από τα τμήματα που έκαναν την επίθεση, ότι η πόλη καταλήφθηκε. Ο Πρεκεζές τρελλάθηκε. Κόντεψε να κρεπάρει. Αυτό ήταν αναπάντεχο, πρωτάκουστο να εγκαταληφθεί μια πόλη που την καταλάβαμε χωρίς λόγο, από ένα λάθος, από μια μοιραία σύμπτωση. Τώρα ήταν πια αργά. Το κακό δεν διορθώνεται. Τα τμήματα υποχωρούν, αποσύρονται μέσα στη νύχτα και είναι αδύνατο να ειδοποιηθούν, γιατί κανένας δεν μπορεί να τα ειδοποιήσει. Το καθένα υποχωρούσε από δικό του δρόμο, μέσα στα χωράφια και τις πλαγιές. Θα χρειάζονταν τουλάχιστον μια ώρα για να πάρει επαφή με τα πιο κοντινά. Με τις πλαγιοφυλακές όπως εμείς και τα τμήματα που ήταν από τη νότια πλευρά στο χωριό Πούλιθρα, με τον Ατζακλή θα χρειάζονταν δύο ώρες και πάνω. Αφού οι πλαγιοφυλακές αποσύρονταν θα ήταν σωστή τρέλα να ξάναμπούν τμήματα στο Λεωνίδιο μέσα στη χαράδρα. Δυστυχώς το πουλάκι το πιάσαμε και ανοίξαμε τη χούφτα μας και πέταξε.

Η επιχείρηση στο Λεωνίδι ήταν η τελευταία μεγάλη επιχείρηση που έγινε στο Μωριά. Το κακό άρχισε από την επιχείρηση στο Μοναστήρι της Βλασίας, δευτέρωσε στη Δημητσάνα, τρίτωσε στη Ζα-χάρω και τώρα στο Λεωνίδι μπήκε η ταφόπετρα. Τις δύο πρώτες επιχειρήσεις τις χάσαμε από κακή εκλογή του στόχου, δηλαδή ήταν λάθος απόφαση, τις δύο δεύτερες από κακή οργάνωση. Τέσσερις μεγάλες αποτυχίες ήταν για μας πάρα πολλές. Εμείς στο Μωριά δεν είχαμε το δικαίωμα να χάνουμε τέτοιες μάχες. Όχι τέσσερις, ούτε μία.

Πρέπει να γίνει γνωστό ότι, εμείς στο Μωριά δεν είχαμε δικαίωμα να χαλάμε ούτε ένα φυσίγγι χωρίς να το αντικαταστήσουμε. Έπρεπε όλα να τα μετράμε πέντε και δέκα φορές και μετά να το επιχειρούμε. Ο εχθρός μας είχε την πολυτέλεια να χάνει μάχες, να κάνει λάθη απανωτά, χωρίς να είναι μοιραία γι’ αυτόν. Εμείς όμως δεν είχαμε το δικαίωμα να κάνουμε ούτε μικρά λάθη, γιατί οι άντρες μας ήταν μετρημένοι και λιγοστοί και τα φυσίγγια μας μετρημένα και πάρα πολύ λίγα.

Στην πραγματικότητα είμασταν τέσσερα χρόνια τώρα πολιορκημένοι και η μοναδική πηγή εφοδιασμού μας σε πολεμικό υλικό ήταν ο εχθρός. Έπρεπε λοιπόν συνέχεια να παίρνουμε χωρίς να χάνουμε. Και δεν ήταν μόνο ότι είμασταν πολιορκημένοι. Μέσα στο φρούριο μας, στην περιοχή που δρούσαμε είχε στήσει τις βάσεις του ο εχθρός. Έτσι μπροστά μας και πίσω μας, δεξιά κι αριστερά μας, βρίσκονταν ο εχθρός και μεις έπρεπε μέσα σε κείνες τις παγίδες, να ζούμε, να κινούμαστε, να εφοδιαζόμαστε και να μεγαλώνουμε. Εδώ τα πράγματα ήταν καθαρά. Ο αγώνας γίνονταν μέσα κι έξω και γύρω - γύρω στο φρούριο, βοήθεια δεν μπορούσε νάρθει. Συνεπώς ή θα νικούσαμε ή θα μας έσφαζαν σαν αρνιά. Δεύτερη λύση δεν υπήρχε και το ξέραμε από τότε που σηκώσαμε ντουφέκι. Από τον Ισθμό κι επάνω ήταν αλλιώς. Κάτω από τέτοιες συνθήκες δεν επιτρέπονται λάθη και αποτυχίες. Γιατί ένα λάθος φέρνει κι άλλο και η μια αποτυχία την άλλη αλυσιδωτά. Έτσι λοιπόν χάθηκε κι αυτή η επιχείρηση που ίσως θα έδινε άλλη εξέλιξη στο ρυθμό των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του εχθρού στο Μωριά για το 1949. Το κυριότερο, δεν θα μας εύρισκαν οι εκκαθαριστικές άοπλους και χωρίς φυσίγγια.

Το πρωί κατά τις δέκα συναντηθήκαμε με το λόχο του Κουτρουλάκη και λίγο αργότερα με το λόχο του Σκάγκου. Τώρα πια το τάγμα του Τσουκόπουλου ήταν συγκεντρωμένο και πήραμε το δρόμο της επιστροφής προς το χωριό Άγιος Βασίλειος. Τσακισμένοι από την προηγούμενη πορεία και το ξενύχτι, βαδίζαμε σιγά - σιγά. Μόλις φθάσαμε στη θέση Πηγάδι, σταματήσαμε. Υπήρχαν και μερικοί ελαφρά τραυματισμένοι από το λόχο του Μήτσου Κουτρουλάκη. Είχε πέσει ένα βλήμα πυροβολικού από τα παπόρια πάνω σε μια ομάδα και καθώς δεν είχαν αραίωση σκότωσε δύο και τραυμάτισε τρεις. Εκεί μας φώναξε ο Τσουκόπουλος και μας είπε ότι ακόμη δεν επικοινώνησε με τη διοίκηση της Ταξιαρχίας για να δούμε που θα μείνουμε τη νύχτα. Ακόμη δεν είχαμε μάθει τι έγινε στο Λεωνίδιο. Συμπερασματικά υπολογίζαμε ότι δεν πέτυχε η επιχείρηση διότι αν πετύχαινε δεν θα αποσυρόμασταν την κανονισμένη ώρα.

Καταυλισμός του τάγματος στη θέση Πηγάδι

Μια και δεν είχαμε πάρει διαταγή για το που να μείνουμε αποφασίσαμε να μείνουμε έξω από το χωριό μέσα στα έλατα, σ’ ένα ξέχιονο γιατί έτσι θα ξεκουράζονταν καλύτερα οι λόχοι, παρά μέσα στο χωριό που θα είμασταν υποχρεωμένοι να βγάλουμε τη μισή δύναμη σε φυλάκια, περιπολία, κ.λπ. Προτιμήσαμε λοιπόν να ανάψουμε φωτιές κάτω από τα έλατα και να περάσουμε τη νύχτα, παρά να μπούμε στο χωριό. Ακόμη ένας λόγος που μας έκανε να μη θέλουμε να μένουμε στα χωριά, ήταν η ασφάλειά μας. Στο χωριό μπορούσε ο εχθρός να μας βομβαρδίσει ή να μας χτυπήσει αιφνιδιαστικά γιατί ήταν καθορισμένη η θέση μας. Προτιμούσαμε να μείνουμε έξω. Είχαμε το κεφάλι μας ήσυχο. Εμείς σαν υπεύθυνοι, στο χωριό λαγοκοιμόμασταν, είμασταν πάντα ανήσυχοι. Μέσα στα έλατα, ξεκουραζόμασταν, ησυχάζαμε.

Εγώ τόχα σαν απαράβατη αρχή μετά απ’ αυτά που είχαμε πάθει, να μη μένω σε χωριό όταν είμαι μόνο με το τμήμα μου. Το πάθημα στο χωριό Βάγγου, που παραλίγο να με πιάσουν ζωντανό στο σπίτι του Γιάννη Κουτσούλη, το πάθημα του Πέρδικα στην Καστανιά και στα Καλύβια της Τσιάρνης και το πάθημα του Κονταλώνη στο δασικό φυλάκιο της Αλαγωνίας, που τον πιάσαμε εμείς να κοιμάται, με είχαν τρομοκρατήσει.

Σχετικά μ’ αυτό υπήρχε και αυστηρή διαταγή του Γενικού Αρχηγείου δηλαδή να μη μένουμε σε χωριά. Όταν υποχρεωνόμουνα να μείνω σε χωριό δύο ώρες νύχτα, όλος ο λόχος έπιανε θέσεις έξω από το χωριό και μόνο όταν έπαιρνε μέρα καλά - καλά ξανάμπαινα μέσα. Το ίδιο λίγο - πολύ έκαναν και οι άλλοι διοικητές λόχων. Ο Κουτρουλάκης μάλιστα είχε ορκιστεί να μη μπει σε χωριό από τότε που αιφνιδιάστηκε το τμήμα του, μέρα μεσημέρι όταν πήγε να μπει στο χωριό Λινίσταινα της Ολυμπίας και επειδή είχε καταχνιά δεν είδε ότι στο χωριό βρίσκονταν το απόσπασμα του Ζάρα. Ευτυχώς που οι χωροφύλακες πανικοβλήθηκαν αλλιώς θα πάθαινε πανωλεθρία, δεν θα γλίτωνε κανένας.

Είχε χιόνια πολλά η περιοχή. Ο ουρανός ήταν καθαρός. Το κρύο όμως της νύχτας δυνατό. Οι ομάδες έπιασαν από ένα έλατο. Άναψαν φωτιές και ξεκουράζονταν, αν θυμάμαι καλά μοιράσαμε για συσσίτιο πατάτες βραστές που είχαν ετοιμάσει απ’ τη μέρα οι μάγειροι. Είχαμε δεν είχαμε καθίσει μια ώρα και γύρω στις δέκα έφτασε σύνδεσμος από την Ταξιαρχία που βρίσκονταν στο Παλιοχώρι Κυνουρίας και παρέδωσε στον Ταγματάρχη ένα μήνυμα. Φώναξε ο Τσουκόπουλος τις διοικήσεις των λόχων και μας ανακοίνωσε τη διαταγή του Πρεκεζέ. Το τάγμα έπρεπε να μπει τη νύχτα στο χωριό Άγιος Βασίλειος για να ξεκουραστεί, να ετοιμάσει συσσίτιο και να ασφαλίσει τους τραυματίες, ανάπηρους, διωκόμενους και άλλες υπηρεσίες που ήταν εκεί, όπως ραφτάδικο, τσαγκαράδικο, επιμελητεία, κ.λπ. Το χωριό ήταν γεμάτο κόσμο δικό μας, τώρα που ο Πάρνωνας ήταν γεμάτος χιόνια. Στο χωριό σαν φρουρά έμενε ένα τμήμα πολιτοφυλακής, αλλά κι αυτό κινιόνταν. Δεν υπήρχε λόγος να μένει μόνιμη δύναμη ασφαλείας γιατί το χωριό δεν ήταν δυνατό να προσβληθεί από τον εχθρό, που μόνο σε σοβαρές εκκαθαριστικές έφθανε εκεί. Ακόμη στη διαταγή αναφέρονταν ότι «δύο μοίρες Λ.Ο.Κ περίπου 1.200 στρατιώτες αναχώρησαν από. το χωριό Βαμπάκου προς άγνωστη κατεύθυνση».

Μας έδινε ορισμένες πληροφορίες για τα αποτελέσματα της επίθεσης στο Λεωνίδι και συνιστούσε στη διοίκηση του τάγματος, να πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την ασφάλεια του τμήματος και των υπηρεσιών στο χωριό. Ακόμη μας πληροφορούσε ότι η διοίκηση της Ταξιαρχίας ήταν στο Παλιοχώρι με το τάγμα του Βρεττάκου και στο χωριό Κοσμάς βρίσκονταν ο Γ. Ατζακλής με μια διλοχία. Αγανακτήσαμε όλοι για όσα μας έλεγε η διαταγή, δηλαδή και για τα αποτελέσματα της επιχείρησης στο Λεωνίδιο και περισσότερο για την εντολή να μπούμε αμέσως στο χωριό. Όμως η διαταγή ήταν σαφής.

Είσοδος του τάγματος στο κυκλωμένο από τον εχθρό χωριό Άγιος Βασίλης

Ξυπνήσαμε τα τμήματά μας, αποσύραμε τα φυλάκια και ξεκινήσαμε. Τα τμήματα κινούνταν αργά γιατί ήταν σκοτάδι και ακόμη γιατί ήταν τσακισμένοι από την κούραση. Βρίσκονταν σε κίνηση δύο μέρες και δύο νύχτες. Σκουντούφλαγαν στο δρόμο. Τελικά γύρω στις εντεκάμισυ τη νύχτα, μπήκαμε στο χωριό. Πήραμε πληροφορίες από την πολιτοφυλακή και το Κ.Π. Ήταν παντού ησυχία. Το τάγμα συγκεντρώθηκε στην πλατεία και ώσπου να οριστεί ο τομέας που θα έπιανε ο κάθε λόχος, οι αντάρτες τραγουδούσαν διάφορα τραγούδια. Ξύπνησε το χωριό και οι δικοί μας, που ήταν μέσα στο χωριό. Μαζί μ’ αυτούς ήρθαν και μερικοί ελαφρά τραυματισμένοι από τη μάχη στο Λεωνίδιο. Μάθαμε πια λεπτομέρειες και η αγανάκτηση έφθασε στο κατακόρυφο. Μας φώναξε ο Τσουκόπουλος και μας ανακοίνωσε τους τομείς που θα πιάναμε και τις αποστολές των λόχων σε περίπτωση που θα μας επιτίθετο ο εχθρός.

Ετσι ο λόχος του Μήτσου Κουτρουλάκη θα έπιανε τα σπίτια και το δρόμο προς το χωριό Πλατανάκι. Θα έστελνε μια ομάδα να πιάσει ένα σπίτι, που ήταν λίγο έξω από το χωριό, το σπίτι του Μουρτζούκου, έτσι νομίζω τόλεγαν. Η ομάδα αυτή θα προωθούσε όλη τη νύχτα μια περίπολο από τρεις αντάρτες που θα κινείτο πεντακόσια μέτρα ή και παραπάνω από το χωριό μέχρι το ρέμα. Ακόμη στην άκρη του χωριού θα τοποθετούσε μια διμοιρία, που θα έπιανε θέσεις στα τελευταία σπίτια. Η άλλη διμοιρία θα έπιανε το σχολείο. Οι διμοιρίες θα ήταν σε επιφυλακή και θα τοποθετούσαν φυλάκια στις θέσεις τους.

Ο λόχος του Σκάγκου θα έπιανε τον βορειοδυτικό τομέα του χωριού και θα έστελνε μια ομάδα να πιάσει ένα παλαιό ψηλό οίκημα που το λέγαμε Πύργο. Ο λόχος ο δικός μου θα έμενε στο κέντρο του χωριού και μια ώρα νύχτα θα έστελνα μια ομάδα να πιάσει το ύψωμα που βρίσκεται πάνω από το χωριό, το ύψωμα της Αχλάδας. Η διμοιρία πολυβόλων θα έπιανε το νοτιοανατολικό τομέα. Εκεί θα τοποθετούσε το μυδράλιο και θα έμενε όλη τη νύχτα μέχρι να φωτίσει. Ακόμη θα έβγαζε φυλάκιο στο νεκροταφείο, δηλαδή θα έπιανε το δρόμο αυτόν που μπήκαμε.

Σε περίπτωση που μας επιτεθούν η αποστολή των λόχων θα ήταν η παρακάτω: ο Λόχος του Κουτρουλάκη θα κρατούσε τις θέσεις του μέχρι να πάρει νέα διαταγή. Ο λόχος ο δικός μου θα έπιανε το ύψωμα της Αχλάδας μέχρι να πάρει άλλη διαταγή και ο λόχος του Σκάγκου θα έπιανε το Τούμπανο δηλαδή ένα ύψωμα που βρίσκονταν βορειοανατολικά του χωριού. Σαν χώρος συγκέντρωσης με την εκδήλωση της επίθεσης, ορίζονταν η πλατεία του χωριού. Αυτό ήταν λάθος που παραλίγο να μας διαλύσει τα τμήματα, επειδή στην πλατεία, όταν εκδηλώθηκε η επίθεση έφθασε κι όλος ο κόσμος και τρομάξαμε να ξεχωρίσουμε τα τμήματα. Αυτό δεν το υπολογίσαμε, δηλαδή τον κόσμο. Πιστεύαμε ότι ο κόσμος θα σκορπούσε μέσα στις ρεματιές. Δεν σκόρπισε όμως γιατί αντιλήφθηκε ότι εμείς συγκεντρωθήκαμε στην πλατεία κι ήρθε κοντά μας για ασφάλεια.

Μέσα στο χωριό κάθε λόχος στον τομέα του θα έβγαζε και μια περίπολο. Η ομάδα διοίκησης του τάγματος θα τοποθετούσε ακουστικό φυλάκιο στην πλατεία του χωριού. Τέλος μια ώρα
νύχτα όλα τα τμήματα θα έπρεπε να ξυπνήσουν και να είναι έτοιμα να κινηθούν αμέσως. Η επιφυλακή θα λήξει όταν πάρει μέρα και προωθηθούν φυλάκια και πιάσουν θέσεις, στο Τούμπανο και στην Αχλάδα.

Αξιωματικός ασφαλείας, ορίστηκε ο επιτελής του τάγματος Γιώργης Σιαμπάνης, από το χωριό Ασέα της Αρκαδίας. Ήταν παλιός αγωνιστής, σιδηροδρομικός στο επάγγελμα, από τους πρώτους Ελασίτες με δράση μεγάλη στους σιδηροδρόμους. Έπεσε στην παρανομία και κατέβηκε από την Αθήνα την άνοιξη του 1948. Ήταν ένα από τα εξαιρετικά στελέχη, διακρίνονταν για την ηρεμία του και τον υπομονετικό του χαρακτήρα. Ήταν υπόδειγμα κομματικότητας. Δεν είχε ποτέ νεύρα και σαν επιτελής του τάγματος, δούλευε μέρα νύχτα χωρίς να γνωρίζει κούραση. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για τίποτα αν και πολλές φορές ξεσπάγαμε πάνω του χωρίς να φταίει σε τίποτα. ' Ηξερε, σαν παλιός αγωνιστής ότι αντιμετωπίζαμε μεγάλες δυσκολίες, φοβερά προβλήματα και γι’ αυτό δεν μας παρεξηγούσε. Ήταν πάντα συμβιβαστικός και δεν τραβούσε στ ’ άκρα. Ποτέ δεν έδωσε διαταγή ούτε σ’ αντάρτη. Πάντα συνεργάζονταν και μιλούσε σαν συνεργάτης.

Μετά από τη διαταγή που μας ανακοίνωσε ο Τσουκόπουλος, επακολούθησαν μερικές διευκρινήσεις και τέλος ο Επίτροπος της Ταξιαρχίας που ήταν μαζί μας, ο Μήτσος. Κοττής, είπε ότι πρέπει οι επιμελητές των λόχων να ετοιμάσουν φαγητό για τα τμήματα που είναι ταλαιπωρημένα και νηστικά και το πρωί να γίνει διανομή κανονικού φαγητού. Ύστερα απ’ αυτό οι λοχαγοί τράβηξαν για τα τμήματά τους που ήταν στην πλατεία. Σε είκοσι λεπτά όλα ήταν στη θέση τους. Αλίμονο όμως!. Ενώ εμείς συζητούσαμε για όλα αυτά και τραγουδούσαμε, ο εχθρός μας είχε κυκλώσει. Είχαμε πέσει στην παγίδα. Ο εχθρός μας άκουγε που τραγουδούσαμε κι έτριβε τα χέρια του από χαρά.

Μπήκαμε ξεροί από το κρύο και την αϋπνία, στα ζεστά σπίτια και πέσαμε, έτσι όπως είμασταν ντυμένοι και ποδεμένοι, μια και είμασταν σ’ επιφυλακή, να ξεκουραστούμε. Μια ώρα νύχτα ξύπνησα. Έκανε φοβερό κρύο. Η φωτιά είχε χαμηλώσει. Οι αντάρτες ήταν μαζεμένοι στα τέσσερα. Ξύπνησα τον επιλοχία.
Βγήκαμε έξω και πήγαμε στην ομάδα του Στάπα. Εκείνη την ώρα έφευγε, όπως είχε διαταγή, να πάει να.πιάσει το ύψωμα της Αχλάδας. Γύρισα στο σπίτι. Σύμπισα τη φωτιά κι έγειρα. Πριν αποκοιμηθώ άκουσα τις πρώτες ντουφεκιές. Πετάχτηκα έξω. Νόμισα ότι κάποια παρεξήγηση θα ήταν. Όμως το ντουφεκίδι σε λίγο άναψε από παντού. Μέσα σε δυό λεπτά ο λόχος ήταν στο πόδι.

Τον πήρα και ξεκίνησα για την πλατεία. Κάθε τόσο έσκαγε κι ένα βλήμα όλμου. Όταν έφθασα στην πλατεία, βρήκα τον Τσουκόπουλο να περιμένει. Ήμουνα από τους πρώτους που εφθασαν. Από κοντά ήρθε και ο λοχαγός Σκάγκος. Αμέσως μαζεύτηκαν όλοι εκεί. Ο επίτροπος της Ταξιαρχίας, ο επιτελής του τάγματος, και ο επίτροπος του τάγματος Πάνος Κοντογιάννης.

Ο Τσουκόπουλος βρέθηκε στην πλατεία όταν έπεσε η πρώτη ντουφεκιά. Είχε σηκωθεί να κάνει ο ίδιος έλεγχο στα εσωτερικά φυλάκια και να επιβλέψει για την αναχώρηση των διμοιριών για να πιάσουν τα υψώματα. Τελευταίος ήρθε ο Μήτσος Κουτρουλάκης. Ο Τσουκόπουλος μας είπε: «Όπως βλέπετε είμαστε κυκλωμένοι». Συμφωνήσαμε και μεις. Αυτό ήταν το μόνο και το τραγικό σφάλμα του Τσουκόπουλου και δικό μας. Δεν είμασταν κυκλωμένοι τελείως. Ναι δεν είμασταν κυκλωμένοι από βορειοανατολικά. Από το δρόμο προς το Πηγάδι και το ύψωμα Τούμπανο, ήταν ανοιχτό το μέρος. Δηλαδή το μέρος που μπήκαμε στο χωριό ήταν ανοιχτό. Τι ήταν όμως αυτό που έδοσε την εντύπωση ότι είμαστε και από εκεί κλεισμένοι. Απλούστατα, το μυδράλιο που είχαμε τοποθετήσει στο νεκροταφείο έβαζε δαιμονισμένα γιατί είχε επισημάνει τον εχθρό, που προσπαθούσε να προωθήσει δυνάμεις από νότια για να μας κλείσει και από εκείνη τη μεριά. Όπως ήταν γυμνό το μέρος κι είχε χιόνι τους έβλεπε. Τους καθήλωσε κι αναγκάστηκαν να σταματήσουν κι έτσι άρχισε ένα πυκνό ντουφεκίδι και συνεχείς ριπές.

Ο Τσουκόπουλος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα πυρά του μυδραλίου και νόμισε ότι ήταν εχθρικά πυρά. Δεν θυμήθηκε ότι εκεί είχαμε τοποθετήσει το μυδράλιο. Το θυμήθηκε όταν οι λόχοι είχαν ξεκινήσει να σπάσουν τον κλοιό, δηλαδή μετά από είκοσι λεπτά. Έστειλε σύνδεσμο να μας ειδοποιήσει να γυρίσουμε πίσω και να φύγουμε από εκεί που μπήκαμε. Εν τω μεταξύ το κακό είχε γίνει. Το θυμήθηκε, όταν ο ίδιος με μια διμοιρία από το λόχο του Σκάγκου προσπάθησε να σπάσει τον κλοιό στο βορειοδυτικό τομέα και συγκεκριμένα στο δρόμο που πάει προς την κατεύθυνση της Καστάνιτσας. Δεν μπόρεσε, γύρισε πίσω στο χωριό. Θυμήθηκε ή μάλλον κατάλαβε ότι το μυδράλιο κρατά ανοιχτό το δρόμο, προχώρησε προς τα εκεί, πέρασε με τη διμοιρία, έστειλε πίσω τον επιτελή του τάγματος το Γιώργη Σια-μπάνη να μαζέψει όσους είχαν μείνει στο χωριό και να τους στέλνει από κείνο το μέρος κι αυτός έπιασε το Τούμπανο κι από εκεί άρχισε να χτυπά τα εχθρικά τμήματα που έμπαιναν στο χωριό.

Μαζί με τον επιτελή, γύρισε και ο επίτροπος της Ταξιαρχίας, ο Μήτσος Κοττής. Μόλις έφθασαν στο νεκροταφείο έδωσαν εντολή στο μυδράλιο να αποσυρθεί και να πιάσει το Τούμπανο. Εκεί ήταν ο ταγματάρχης και θα τους έλεγε τι θα κάνουν. Αποσύρθηκε και το μυδράλιο κι ανέβηκε στο ύψωμα, βρήκε τον Τσουκόπουλο, ο οποίος το τοποθέτησε σ’ ένα τσιούμπι κι άρχισε να χτυπά τον εχθρό που, άρχισε να μπαίνει στο χωριό. Ο Σιαμπάνης και ο Κοττής γύρισαν μέσα στο χωριό κι όποιον εύρισκαν, τον έστελναν προς το δρόμο που ήταν ανοικτός. Προσπαθούσαν απ ’ ότι φαίνεται να πάρουν επαφή μαζί μας δηλαδή με εμένα και τον Κουτρουλάκη. Έτσι όπως γύριζαν πάνω κάτω, ήρθαν μούτρα με μούτρα με τους λοκατζήδες. 'Αδέιασαν τα πιστόλια τους και σκοτώθηκαν κι αυτοί. Ας γυρίσουμε πάλι στην πλατεία.

Ο Τσουκόπουλος όταν τελείωσε την περιγραφή της κατάστασης και συμφωνήσαμε και μεις, αποφασίσαμε να ενεργήσουμε όπως είχαμε σχεδιάσει τη νύχτα όταν μπήκαμε στο χωριό, δηλαδή ο Σκάγκος να ανατρέψει τον εχθρό και να πιάσει το ύψωμα Τούμπανο. Ο Κουτρουλάκης να πιάσει το σχολείο και τα τελευταία σπίτια προς το χωριό Πλατανάκι. Εγώ να πιάσω το ύψωμα Αχλάδα. Τώρα έγινε μόνο μια αλλαγή. Να κάνουμε πρώτα μια προσπάθεια και οι δυό λόχοι, να ανοίξουμε δρόμο προς το χωριό Πλατανάκι. Αυτό το αποφασίσαμε γιατί πιστεύαμε ότι αν ενεργήσουν και οι δυό λόχοι μαζί, θα ανατρέψουμε τον εχθρό ευκολότερα. Αν συναντήσουμε σοβαρή αντίσταση προς τα εκεί τότε θα στραφούμε δεξιά προς το ύψωμα της Αχλάδας, που είχε μια ιδιομορφία: ήταν γυμνό στην κορυφή, σε συνέχεια είχε μια ζώνη δασωμένη και μετά ήταν πάλι γυμνό προς το χωριό. Ακόμη είχε κάθετα ρεματάκια και οριζόντιες πεζούλες.

Έτσι λοιπόν ξεκινήσαμε από την πλατεία. Εκείνη τη στιγμή ήρθε ο διμοιρίτης του Κουτρουλάκη, ο Τηλέμαχος, Θεοδ. Γιαννόπουλος ή Γκούγκουλης, από το χωριό Ντάρα Αρκαδίας και ανάφερε ότι η ομάδα που έστειλαν να πιάσει το ακριανό σπίτι έπεσε πάνω στον εχθρό κι είχε σοβαρές απώλειες. Τότε διαπιστώθηκε ότι ο λόχος τον Κουτρουλάκη δεν είχε πιάσει τις θέσεις που έπρεπε να πιάσει από τη νύχτα. Ο Κουτρουλάκης δεν έλεγξε από τη νύχτα αν βγήκαν τα φυλάκια. Το πρωί όταν ακούστηκαν οι πρώτες ριπές, τότε προσπάθησε να διορθώσει τα πράγματα και τότε έστειλε την ομάδα να πιάσει το σπίτι που ήταν έξω από το χωριό και το οποίο είχαν πιάσει οι λοκατζήδες. Αν έστελνε την ομάδα τη νύχτα, η επαφή με τον εχθρό θα γίνονταν όταν είχαμε μπει στο χωριό και όλα θα εξελίσσονταν ομαλά, διότι ο εχθρός δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί γύρω στο χωριό και εμείς θα βγαίναμε από το δρόμο που μπήκαμε, αφού τον ξέραμε ότι ήταν ανοιχτός.

Τώρα γιατί έγινε αυτό το λάθος από τον Μήτσο Κουτρουλάκη δε μάθαμε, γιατί ο Κουτρουλάκης και οι τρεις διοικήσεις των διμοιριών, σκοτώθηκαν στη μάχη. Γλύτωσε μόνο ο επίτροπος του λόχου ο Τσαχάς Βαγγέλης, από το νησί Ικαρία. Γλύτωσε τραυματισμένος στο χέρι γιατί κρύφτηκε μέσα στο χωριό κάτω από ένα σωρό καυσόξυλα. Αυτός δεν ήξερε γιατί η ομάδα δεν πήγε στη θέση της. Ίσως να πήρε εντολή ο ομαδάρχης, αλλά επειδή έκανε κρύο και ήταν κουρασμένος να μην πήγε και προτίμησε να μείνει σε κάποιο σπίτι εκεί κοντά. Το πιθανότερο είναι ότι κάθισε να πάρει συσσίτιο και να πήγαινε μετά, πριν φωτίσει. Σ’ αυτό μπορεί να συμφώνησε και ο διμοιρίτης του ακόμα και ο λοχαγός του ο Μήτσος Κουτρουλάκης, γιατί θυμάμαι που μου είπε: «έστειλα την ομάδα να πιάσει το σπίτι και την τσάκισαν». Αυτό με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε συμφωνήσει και ο λοχαγός να μην πάει η ομάδα τη νύχτα εκεί, αλλά μια ώρα νύχτα το πρωί.

Προχώρησε λοιπόν μπροστά ο λόχος του Κουτρουλάκη κι ακολουθούσε ο λόχος ο δικός μου. Όταν όμως μπήκαμε καλά-καλά στο δρόμο μέσα στο χωριό τότε έφτασε ένα κύμα από κόσμο, γυναίκες, παιδιά, γέροι, τρέχοντας και σκούζοντας σαν τρελοί, μας πήραν σβάρνα κι ανακατεύθηκαν με τους λόχους. Τα τμήματα χάθηκαν από τα χέρια μας. Ήταν μια κόλαση. Κάθε φορά που έσκαζε κι ένα βλήμα όλμων πήγαιναν πότε μπρος -πότε πίσω κι ήταν να χάνεις το μυαλό σου. Τότε πήδησα πάνω στη δεξιά μάντρα κι έβαλα τις φωνές: «οι αντάρτες να πηδήσουν πάνω στη μάντρα». Ανέβηκαν οι πρώτοι και φώναζαν ότι έλεγα εγώ, ανέβηκαν κι άλλοι και έτσι φώναζαν πίσω - μπρος: «Οι αντάρτες όλοι ν’ ανέβουν πάνω στη μάντρα».

'Ακούσε και ο λόχος του Κουτρουλάκη. Ανέβηκαν κι αυτοί. Έγινε το θαύμα. Ξεχώρισαν οι αντάρτες. Παρασύρθηκαν και τα γυναικόπαιδα και φώναζαν το ίδιο. Πηδήσαμε πίσω από τη μάντρα και συνεχίσαμε τη δουλειά μας. Αυτό όμως μας καθυστέρησε πέντε - έξι λεπτά.

Όταν φθάσαμε στα τελευταία σπίτια του χωριού ο εχθρός μας υποδέχτηκε με ομαδικά πυρά. Τα πυρά τάφαγε ο λόχος του Κουτρουλάκη. Ήταν όμως άστοχα. Δεν του προξένησαν καμιά απώλεια σχεδόν. Σταμάτησε όμως εκεί και εγώ ετοιμαζόμουνα να αναπτυχθώ από δεξιά. Ήρθε ο Κουτρουλάκης και μου λέει: «Μπελά, είναι αδύνατο να σπάσουμε από εδώ. Όπως κατάλαβα τα πυρά τους είναι πυκνά κι έχουν βάθος». Τότε του απάντησα εγώ: «Πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια προς το ύψωμα της Αχλάδας και να προσπαθήσουμε να μπούμε στο δάσος». «Αυτό λέω και γω» μου απάντησε. Τώρα πια έτσι όπως είμασταν, ο λόχος μου θα έπρεπε να πάει πρώτος. Του λέω: «Προχωρώ και ακολούθησε. Κοίτα όμως, εδώ υπάρχει ένα κενό. Από κείνο το σπίτι μέχρι εκεί πέρα στον Πύργο δεν φαίνεται να βάζουν. Από εδώ θα περάσουμε. Το δάσος είναι κοντά. Γι’ αυτό θα πάρουμε το ρεματάκι που έρχεται κατακόρυφα».

Ήταν μια ρυτίδα μικρή της πλαγιάς. Την μέρα δεν σε κάλυπτε, τη νύχτα όμως σκυφτά - σκυφτά και με προσοχή μπορούσες να γλιστρήσεις. Έδοσα εντολή στο λόχο να μη ντουφεκίσει κανείς παρά μόνο όταν φωνάξω εγώ. Έβαλα τρεις αντάρτες κι έναν ομαδάρχη μπροστά. Πίσω εγώ, μετά από μένα δύο στοιχεία με δύο οπλοπολυβόλα και μετά ακολουθούσε ο λόχος σε φάλαγγα κατ’ άντρα. Συνεννοηθήκαμε με το Μήτσο ν’ ακολουθεί και ο δικός του λόχος, κατ’ άντρα μέσα στο χαντάκι.

Έπαιρνε να γλυκοχαράζει. Ο εχθρός συνεχώς έριχνε φωτοβολίδες. Το χαντακάκι όμως μας έκρυβε. Η πλαγιά ήταν χιονισμένη και οι κορυφές των λατσουφιών εδώ κι εκεί μαύριζαν μέσα στο λευκό και φαίνονταν σαν στρατιώτες καθισμένοι ανακούρκουδα. Δεν μπορούσες να ξεχωρίσεις αν ήταν στρατιώτες ή χαμόλουζες. Μπήκαν και οι δύο λόχοι στο χαντακάκι και χάθηκαν σαν να τους κατάπιε η γη. Προχωρούσαμε αθόρυβα και με τα μάτια ορθάνοιχτα, έτοιμοι να κεραυνοβολήσουμε όποιον βρίσκαμε μπροστά μας. Είχα πει στους αυτοματιστές: «όταν μας χτυπήσουν, αφού αδειάσετε τα αυτόματά σας, να τρέξετε όσο μπορείτε και να πιάσετε την άκρη του δάσους. Από εκεί να χτυπάτε δεξιά κι αριστερά μέχρι να έρθουν και τα οπλοπολυβόλα. Να μην χτυπάτε προς τα κάτω, αλλά μόνο δεξιά και αριστερά».

Είχαμε περάσει τη μέση της πλαγιάς κι ακόμη δεν μας είχαν χτυπήσει. Πίστευα ότι αυτοί θα έχουν πιάσει την παρυφή του δάσους και ότι μέσα στο χαντακάκι θάχουν βάλει κάποιον να επιτηρεί. Κοντεύαμε να φθάσουμε πια στην παρυφή του δάσους, όπως υπολογίζω θα απέχαμε γύρω στα πενήντα μέτρα, όταν δεξιά μας και αριστερά μας, ένα διάστημα εκατό μέτρα, άρχισαν να κακαρίζουν δύο οπλοπολυβόλα αλλά όχι προς τα μας αλλά, προς τα κάτω στο χωριό. Εγώ αφού διαπίστωσα ότι τα οπλοπολυβόλα του εχθρού βάζουν προς τα κάτω συνέχισα να ανεβαίνω κι ακολουθούσε ο λόχος μου.

Σε κάποια στιγμή, ψιθυριστά από στόμα σε στόμα έφθασε και σε μένα: «λοχαγέ πίσω, γύρνα πίσω». Κατάλαβα ότι κάποιος έδωσε τέτοια εντολή και νόμισα ότι την έδωσε ο επίτροπος που θα έπρεπε να ήταν τελευταίος όπως είχαμε συμφωνήσει. Μετά την μάχη εξακριβώθηκε ότι, τη διαταγή την έδωσε ο Κουτρουλάκης. Τώρα γιατί την έδωσε δεν εξακριβώθηκε. Το πιθανότερο είναι ότι μόλις είδε να χτυπούν τα οπλοπολυβόλα του εχθρού, να νόμισε ότι πέσαμε πάνω τους, ενώ υπολογίζαμε κενό και να μας τσάκισαν. Ίσως εκείνη τη στιγμή να έφθασε καθυστερημένα η διαταγή του Τσουκόπουλου να γυρίσουμε πίσω και να φύγουμε από εκεί που ήταν ανοιχτό. Κανείς όμως δεν ξέρει, γιατί όπως είναι γνωστό ο Κουτρουλάκης σκοτώθηκε μετά, μέσα στο χωριό.

Εγώ αντέδρασα αμέσως: «όχι, όχι εμπρός - εμπρός, επάνω -επάνω». Αυτό από στόμα σε στόμα έφθασε στον επίτροπο που ήταν τώρα πια ανάμεσα στην τελευταία διμοιρία, γιατί έτρεχε να με ειδοποιήσει να γυρίσω πίσω. Δυστυχώς ο λόχος του Κουτρουλάκη γύρισε πίσω και παρέσυρε και τρεις - τέσσερις αντάρτες δικούς μου. Εμείς συνεχίσαμε. Κάποια στιγμή ακούσαμε καθαρά πίσω μας τα εχθρικά πολυβόλα. Είχαμε προσπεράσει. Φθάσαμε στο δάσος. Εκεί σταμάτησα μέχρι να έρθουν όλοι. Ήρθε και ο επίτροπος, ο Παναγιώτης Κυριακόπουλος ή Πιπίνος. Μάταια περιμέναμε το λόχο του Κουτρουλάκη. Μισόφεγγε τώρα πια. Δεν φαίνονταν τίποτα να κινείται στο χαντάκι. Το μοιραίο λάθος, το τραγικό λάθος είχε γίνει από τον Κουτρουλάκη. Ο λόχος του γύρισε πίσω. Όταν έπεσε μέσα στο χωριό, έπεσε πάνω σε πεντακόσιους και παραπάνω λοκατζήδες.

Μέσα στο χωριό άρχισε μια συμπλοκή σώμα με σώμα, ανάμεσα στους αντάρτες που είχαν ξεκοπεί και τους λοκατζήδες που έμπαιναν από νοτιοδυτικά και βορειοδυτικά στο χωριό ακόμη και με τα μαχαίρια. Γι’ αυτό δεν υπήρξαν και σοβαρά τραυματισμένοι μέσα στο χωριό, αλλά μόνον νεκροί κι ελαφρά τραυματισμένοι. Ήταν σωστό μακελειό!! Ήταν ανακατεμένοι και κανένας δεν ήξερε μέσα στο σκοτάδι ποιος ήταν εχθρός και ποιός φίλος. Οι λοκατζήδες βέβαια ήταν πιο μαζεμένοι. Κινιόνταν κατά ομάδες. Οι αντάρτες κινιόνταν ένας - ένας, ή δυό - δυό γιατί ήταν ξεκομμένοι, γι ’ αυτό είχαμε και τόσους νεκρούς και αιχμαλώτους. Ογδόντα αντάρτες πιάστηκαν στα χέρια με πεντακόσιους λοκατζήδες. Ο Κουτρουλάκης είχε αδειάσει το πιστόλι του. Το ίδιο και ο διμοιρίτης Θεόδ. Γιαννόπουλος ή Γκουγκούλης. Σκότωσε το λοκατζή αλλά τραυματίστηκε θανάσιμα. Το πιστόλι του το βρήκαμε άδειο και δίπλα του νεκρός ο λοκατζής.
Έμειναν εκεί κάτω από μια πεζούλα, μέχρι που ξαναμπήκαν τα τμήματά μας στο χωριό.

Όταν πια καλύφθηκα στο δάσος σκέφτηκα ότι βρίσκομαι ίσως, ανάμεσα στις γραμμές του εχθρού. Δηλαδή ότι ο εχθρός έχει πιάσει την κορυφή της Αχλάδας και την παρυφή του δάσους. Αποφάσισα να μην ανέβω στην κορυφή αλλά να βαδίσω αριστερά - αριστερά, μέσα στο δάσος, να βγω από το πίσω μέρος του υψώματος και από πίσω να ανέβω, να αιφνιδιάσω τον εχθρό και να πιάσω το ύψωμα. Έτσι αθόρυβα προχωρούσαμε μέσα στο δάσος. Το χιόνι ήταν μαλακό και μας βοηθούσε να προχωρούμε αθόρυβα. Σε κάποια στιγμή όταν κοντεύαμε να στρίψουμε, σταμάτησε ο μπροστινός και γύρισε πίσω και μου ανέφερε ότι μπροστά μας, ήταν ένα μουλάρι. Το μυαλό μου πήγε ότι έπεσα πάνω σε κάποια διοίκηση, αμέσως όμως το θεώρησα απίθανο και είπα μάλλον από το χωριό θάχει φύγει. Ανοιξα μια ομάδα και με προσοχή προχωρήσαμε. Τι να δούμε όμως. Το μουλάρι ήταν γίδα και ο αντάρτης μέσα στην ταραχή του τόκαμε μουλάρι. Από εκεί που θα πιάναμε τον ασύρματο ή το πολυβόλο, πιάσαμε την γίδα.

Βγήκαμε καμιά φορά αριστερά στο ξέφωτο. Βλέπουμε πίσω μας και αριστερά να τρέχει προς το ύψωμα μια διμοιρία. Νομίσαμε ότι ήταν εχθρική. Τρέχουμε και μεις. Έτρεχαν και αυτοί. Τους προσπεράσαμε και βγήκαμε μπροστά τους. Τους γνωρίσαμε. Δεν ήταν εχθρός ήταν μια διμοιρία από το λόχο του Σκάγκου με διμοιρίτισσα την αδερφή του Πρεκεζέ την Παρασκευή ή Τσεβή. Μια παληκαρογυναίκα. Η μοναδική γυναίκα σ’ όλο το Μωριά που διοικούσε μάχιμο τμήμα. Αυτήν αναγνωρίσαμε πρώτα. Μόλις κατάλαβαν ότι είμασταν εμείς, έβαλαν τις φωνές κι έτρεξαν κατά πάνω μας. Ρωτούσαν τι γίνεται. Δεν ήταν ώρα για τέτοια. Βγήκαμε πίσω από το ύψωμα. Έπιασαν δύο ομάδες δυό τσούμπια και εγώ με τον υπόλοιπο λόχο ανεπτυγμένο ανεβήκαμε γρήγορα - γρήγορα στο ύψωμα. Κι ενώ περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή να βρούμε εχθρό δεν βρήκαμε τίποτα. Ο εχθρός δεν είχε πιάσει την κορυφή του υψώματος, παρά μόνο την παρυφή του δάσους. Βέβαια από την κορυφή δεν μπορούσε να βλέπει τίποτε προς το χωριό αλλά μόνο για να ασφαλίσει τα τμήματά
του. Και μεις από εκεί δεν μπορούσαμε να βλέπουμε το χωριό. Έπρεπε να βγούμε στην παρυφή του δάσους, για να το δούμε.

Τώρα έπρεπε να δω τι γίνεται γύρω μου. Να δω που είναι οι δικοί μας, να πάρω επαφή. Έπρεπε να ασφαλίσω τις πλάτες μου. Είχε πια φωτίσει καλά. Η καταχνιά μια σκέπαζε τα πάντα σαν λερωμένο άσπρο σεντόνι και μια σηκωνόταν ψηλά. Άφησα στο ύψωμα μια ομάδα και τραβήχτηκα στο πιο πίσω. Έστειλα περιπόλους να ανιχνεύσουν γύρω και κυρίως να ψάξουν για αχνάρια στο χιόνι. Γύρισαν μετά από μισή ώρα και μου είπαν ότι το χιόνι παντού ήταν απάτητο. Έτσι γύρω μου και πίσω δεν υπήρχε τίποτε. Τώρα πρέπει να δω τι θα κάνω με έναν τραυματία που είχα κι έναν που είχε βγάλει το πόδι του.

Αυτοί δεν ήταν από το τμήμα μου. Ήταν κάπου εκεί κρυμένοι, πίσω από το ύψωμα υπήρχε μια κρύπτη - νοσοκομείο και με την μάχη σύρθηκαν και βγήκαν στην κορυφή. Τους έστειλα μετά από μια ώρα πάλι στο καταφύγιό τους, γιατί δεν υπήρχε κίνδυνος. Τώρα όμως μου ήταν βάρος. Ο ένας ήταν τραυματίας από τη μάχη στο Λεωνίδιο. Απ’ αυτόν μέσες άκρες έμαθα τι έγινε στο Λεωνίδιο από πρώτο χέρι, γιατί ήταν σε θέση να ξέρει αφού ήταν επιτελής του Αρχηγείου Πάρνωνα. Τον έλεγαν Βάκο δεν θυμάμαι και το μικρό του όνομα. Δεν είχα αρκετό χρόνο να κουβεντιάσω πολλές λεπτομέρειες γιατί όλα όσα είπαμε τα είπαμε όταν πια η περιπέτεια στο χωριό Άγιος Βασίλειος είχε πάρει τέλος, δηλαδή ο εχθρός έφευγε κυνηγημένος. Αυτή η παρένθεση ήταν αναγκαία γιατί αποδείχνει ότι οι τραυματίες της μάχης στο Λεωνίδιο, είχαν τακτοποιηθεί όλοι μέσα στο χωριό.

Μόλις ασφαλίστηκα από τις πλάτες, έκανα έναν έλεγχο να δω πόσους άντρες είχα στην διάθεσή μου και τι πυρομαχικά. Είχα μαζί μου επτά ομάδες με επτά οπλοπολυβόλα, του λόχου μου και δύο ομάδες με δύο οπλοπολυβόλα από το λόχο του Σκάγκου. Οι δύο ομάδες μου, είχαν ξεκοπεί. Η μια με τον Στάππα που πήγαινε να πιάσει φυλάκιο στην Αχλάδα και έπεσε πάνω στον εχθρό και η άλλη παρασύρθηκε από τον Κουτρουλάκη, γύρισε πίσω, μπήκε στο χωριό και εξοντώθηκε σχεδόν όλη. Γλύτωσαν μόνο δυο. Και αυτή που είχε πάει με το Δημήτρη Στάππα, διαλύηκε. Άλλοι τραυματίστηκαν, άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι πιάστηκαν. Στο λόχο δεν γύρισε κανένας.

Με τη δύναμη που είχα, μπορούσα να κάνω κάτι. Έταξα τρεις ομάδες στο ύψωμα της Αχλάδας και τις υπόλοιπες ομάδες στο πιο πίσω ύψωμα. Έτσι η διάταξή μου είχε βάθος και πυκνά πυρά. Περίμενα ότι ο εχθρός θα κάνει προσπάθεια να καταλάβει το ύψωμα της Αχλάδας για λόγους ασφαλείας των τμημάτων του, που είχαν μπει στο χωριό. Από το ύψωμα της Αχλάδας δεν ήταν δυνατό να κάνει τίποτα άλλο, γιατί δεν φαίνονταν το χωριό. Για να βλέπεις το χωριό έπρεπε να κατεβείς στην παρυφή του δάσους. Αυτή βέβαια όπως είπαμε, την είχε πιάσει ο εχθρός. Τώρα που είχα ασφαλιστεί από τα νώτα μου θα τους χτυπούσα εγώ από πίσω. Έτσι έκανα.

Έστειλα μια ομάδα να μπει μέσα στο δάσος με προσοχή, να προχωρήσει προς τα κάτω, να φθάσει στην άκρη του δάσους και να τους χτυπήσει από πίσω. Έτσι θα εξακρίβωνα που τελικά βρίσκονταν ο εχθρός. Γιατί μεριά η καταχνιά, μεριά το δάσος, δεν ήμουνα σίγουρος που είναι ο εχθρός και που είναι οι δικοί μας. Ακροβολίστηκε η ομάδα και μπήκε στο δασωμένο. Καθώς προχωρούσε ήρθε μούτρα με μούτρα με μια δύναμη, περίπου δύο διμοιρίες, εχθρική και ντουφεκίστηκαν στα όρθια. Πρώτοι χτύπησαν οι δικοί μου, οι δύο αυτοματιστές που ήταν στις δύο άκρες. Πρέπει να προξένησαν απώλειες αλλά δεν σκότωσαν κανέναν. Βρήκαμε όμως αίματα.

Η ομάδα δεν είχε απώλειες. Δέχτηκε όμως πολλά πυρά και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω. Βγήκε στην κορυφή κι εκεί ενώθηκε με τη διμοιρία που είχε πιάσει θέσεις. Ο εχθρός έκανε μια προσπάθεια να πιάσει το ύψωμα, αλλά γρήγορα παραιτήθη, γιατί φαίνεται ότι αντελήφθη το άσκοπο της προσπάθειας. Αν ανέβαινε τελικά στο ύψωμα δεν θα έκανε τίποτα. Έπρεπε να καταλάβει κι αυτό που κατείχα εγώ πιο πίσω και πιο ψηλά. Αυτό ήταν αδύνατο. Αν ανέβαινε εγώ θα τον λιάνιζα γιατί οι θέσεις που κρατούσα ήταν δυνατές, βραχώδεις και θα τον χτυπούσα μπηχτά προς τα κάτω. Θα τον είχα σαν μεζέ στο πιάτο. Έμεινε λοιπόν εκεί στην άκρη του δάσους έριξε μερικές ριπές και μετά αποσύρθηκε. Φοβήθηκα μήπως πέσω σε καμιά παγίδα και δεν έστειλα αμέσως να ανιχνεύσω ξανά το δάσος.

Σε κάποια στιγμή άναψε φοβερή μάχη από την πλευρά του δρόμου που έρχεται από το χωριό Πλατανάκι. Δεν μπορούσα όμως να δω καλά. Τα πυρά σιγά - σιγά επεκτείνονταν προς το χωριό και στο δρόμο προς το πηγάδι. Τέλος ακούγονταν πυκνά πυρά και από το ύψωμα Τούμπανο. Από το Τούμπανο δεχτήκαμε και μεις μερικές ψιλές. Αυτό με βοήθησε να καταλάβω ότι εκεί είναι δικοί μας. Αν ήταν εχθρός δεν θα μας έστελνε μερικές ψιλές, αλλά ριπές και ριπές.

Έστειλα λοιπόν δύο να πάρουν επαφή. Ήταν όμως μακρυά. Κάναμε σήματα που είχαμε κι άλλοτε χρησιμοποιήσει. Βάλαμε πάνω στην κάννη του όπλου ένα δίκοχο και το σηκώσαμε ψηλά κουνώντας το πέρα δώθε. Σηκώσαμε δύο - τρία τέτοια. Πετάξαμε στον αέρα και δύο χιτώνια αυτό το κάναμε δυό - τρεις φορές. Μας είδαν. Σταμάτησαν τα πυρά. Έκαναν κι αυτοί το ίδιο. Μετά φωνάξαμε ποιοι είμαστε. Φώναξαν κι αυτοί. Τέλος συνεννοηθήκαμε. Έμεινα εκεί μέχρι να φτάσουν οι δικοί μου να πάρουν επαφή. Είχα στείλει το Γιάννη Τσουκάτο κι άλλον έναν.

Σε κάποια στιγμή με ειδοποίησαν ότι δεξιά μας απέναντι και κάτω, βλέπουν κινήσεις. Πήγα εκεί και με τα κιάλια διαπίστωσα ότι μέσα στα έλατα κινείται κάποιο τμήμα δύναμης λόχου περίπου. Κατέβασα δύο ομάδες πιο χαμηλά και περίμενα να βγουν στο γυμνό. Όμως κι αυτοί κινούνταν με προσοχή και δεν έβγαιναν στο γυμνό παρά πήγαιναν όλο στην άκρη - άκρη του δάσους. Πίστευα ότι το τμήμα αυτό ήταν εχθρικό. Δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει εκεί δικό μας τμήμα. Από εκεί είχε έρθει ο εχθρός. Καμιά φορά διέκρινα με τα κιάλια ότι το τμήμα αυτό ήταν παρδαλό. Χακί - μαύρο - γκρί. Σιγουριά πια ότι ήταν αντάρτες. Κάποτε αναγκάστηκαν να βγουν σε γυμνό, για να κυλήσουν γρήγορα στην πλαγιά τη δική μας. Τους αφήσαμε να πλησιάσουν και τους φωνάξαμε. Αιφνιδιάστηκαν. Έπιασαν θέσεις. Φωνάζαμε όλοι μαζί. Σηκωθήκαμε όρθιοι. Τρομάξαμε να συνεννοηθούμε γιατί δεν πίστευαν ότι εκεί ήταν δυνατόν να είμαστε εμείς. Δεν μας πίστευαν παρά μόνο όταν φώναξα το όνομά μου.
Τότε ο διοικητής αυτού του λόχου ο Γιώργης Γκοβάτσος με γνώρισε. Πήραμε επαφή. Ήρθαν επάνω.

Ο Γκοβάτσος μου είπε ότι η διοίκηση της Ταξιαρχίας, που ήταν στο χωριό Παλιοχώρι, έμαθε από φυγάδες ότι το τάγμα μας μπλοκαρίστηκε στο χωριό και αμέσως κίνησε τη δύναμη της Ταξιαρχίας για να μας βοηθήσει. Ειδοποίησε και τον Γιώργη Ατζακλή, που ήταν στο χωριό Κοσμάς, να έρθει όσο πιο γρήγορα μπορεί με το λόχο και τις άλλες δυνάμεις που είχε στη διοίκησή του. Ακόμη ειδοποίησε, όλες τις δυνάμεις ελεύθερων σκοπευτών, διμοιρίες ανιχνευτών, ομάδες πολιτοφυλακής να κινηθούν προς το χωριό Άγιος Βασίλειος και να χτυπήσουν τον εχθρό από τις πλάτες. Αυτό μπορούσε να το κάνει άνετα γιατί όλα τα χωριά και οι γιάφκες ήταν συνδεμένα με τηλεφωνική γραμμή.

Ο Πρεκεζές από την πρώτη στιγμή ήταν στο πόδι και σήμανε συναγερμό, γιατί τα φυλάκια μέσα στη νύχτα άκουσαν το ντουφεκίδι προς την κατεύθυνση του Αγίου Βασίλη και τον ειδοποίησαν. Δεν μπορούσε όμως να καταστρώσει σχέδιο ή να κινηθεί εάν δεν έπαιρνε πληροφορίες με τις οποίες θα διαμόρφωνε μια αντίληψη για την τακτική κατάσταση. Αυτό θα έκανε κάθε μυαλωμένος διοικητής. Όταν έμαθε από τους πρώτους που έφθασαν, κίνησε όλες τις δυνάμεις προς τον Άγιο Βασίλειο.

Το ατύχημα είναι ότι ο Τσουκόπουλος, μέσα σ’ αυτή την κόλαση του Άγιου Βασίλη, δεν σκέφτηκε να ειδοποιήσει τον Πρεκεζέ με το τηλέφωνο το οποίο δούλευε. Ήταν μια παράλειψη. Ενώ έστειλε σύνδεσμο, δεν θυμήθηκε το τηλέφωνο. Αυτά συμβαίνουν όταν ένας διοικητής βρίσκεται μέσα στην κόλαση, σαν εκείνη τη νύχτα. Όταν θυμήθηκε το τηλέφωνο, ο τηλεφωνητής είχε αποσυνδέσει κι είχε φύγει. Τι άλλο βέβαια να έκανε. Ούτε κι ο Τηλεφωνητής σκέφτηκε πριν αποσυνδέσει να πάρει γραμμή με κάποιο απ ’ όλα τα χωριά και τις γιάφκες και να πει τι συμβαίνει. Ένας όταν μάθαινε θα άναβαν τα σύρματα προς όλες τις κατευθύνσεις. Δυστυχώς ούτε και ο τηλεφωνητής το σκέφτηκε. Εμείς οι διοικητές των λόχων δεν ήταν δυνατόν να το σκεφτούμε, γιατί φύγαμε αμέσως για τις αποστολές μας.

Αυτή είναι μια από τις παραλήψεις που έγινε αιτία, να μην μεταβληθεί η παγίδα στον Άγιο Βασίλειο, σε θρίαμβο για μας. Έφθαναν είκοσι λεπτά γρηγορότερη κινητοποίηση για να εγκλωβιστούν οι εχθρικές δυνάμεις μέσα στον Άγιο Βασίλειο, που ή θα παραδίνονταν αναγκαστικά από έλλειψη πυρομαχικών ή θα εξοντώνονταν μέχρι τον τελευταίο άνδρα. Αν προλάβαινε ο Βρεττάκος κι έπιανε το δρόμο προς τη θέση Πηγάδι και το ύψωμα της Κουμαριάς , τότε θα είχαμε πια τον καιρό να παίξουμε το χορό της γάτας με το ποντίκι. Τέλος πάντων έτσι έγιναν.

Ο Πρεκεζές κινήθηκε σωστά, γιατί σωστά εκτίμησε την κατάσταση. Έπιασε αμέσως το όλο πρόβλημα. Υπολόγισε ότι στην χειρότερη περίπτωση το τάγμα είναι κυκλωμένο και αμύνεται από σπίτι σε σπίτι ή στην καλύτερη, να έχει σπάσει τον κλοιό και να βρίσκεται στα γύρω υψώματα. Είτε το ένα έχει συμβεί είτε το άλλο, πρέπει να κινηθεί γρήγορα όλη η δύναμη της Ταξιαρχίας και να προσβάλλει αποφασιστικά τον εχθρό μέσα ή απέξω από το χωριό Άγιος Βασίλειος και ταυτόχρονα να κλείσει όλους τους δρόμους διαφυγής, που ήταν μόνο δύο. Ο δρόμος προς το μοναστήρι της Ελώνας, ή ο δρόμος προς το Πηγάδι. Ο δρόμος προς τον Πάρνωνα ήταν σωστή παγίδα και δεν θα τον έπαιρνε ποτέ ο εχθρός διότι εκεί τα χιόνια ήταν αδιάβατα.

Έστειλε λοιπόν ένα λόχο με τον ταγματάρχη Βρεττάκο να κλείσει το δρόμο προς την χαράδρα, δηλαδή το δρόμο προς την Ελώνα και το δρόμο προς το Πηγάδι. Ένα λόχο του Γιώργη Γκοβάτσου να κινηθεί από το χωριό Πλατανάκι και από τα δυτικά να πιάσει τα υψώματα πάνω από το χωριό του Άι Βασίλη. Η υπόλοιπη δύναμη, τρεις λόχοι και η πολυβολαρχία να χτυπήσουν τον εχθρό από την κατεύθυνση του χωριού Πλατανάκι -Άγιος Βασίλειος. Η κίνηση ήταν γρήγορη. Ο εχθρός δεν πρόλαβε καλά - καλά να μπει στο χωριό και δέχτηκε σφοδρή επίθεση από τα νώτα και τα νοτιοανατολικά. Είχε απώλειες γιατί δεν περίμενε από εκεί επίθεση. Τον χτύπησαν όταν ήταν ακάλυπτος μέσα στα χωράφια. Για να σωθεί χώθηκε στο χωριό. Σε λίγο όμως έφθασαν και οι δικοί μας στο χωριό.

Ανατολικά του χωριού είχε κλείσει την έξοδο ο Τσουκό-πουλος, που με το μυδράλιο και τα ατομικά χτυπούσε από το ύψωμά Τούμπανο. Βορειοδυτικά είχα πιάσει εγώ το ύψωμα της Αχλάδας και τα άλλα υψώματα. Νοτιοανατολικά έπρεπε να πιά-σει ο Βρεττάκος. Έτσι χωρίς καμιά συνεννόηση, επειδή ο Πρεκε-ζές κινήθηκε σωστά, πραγματοποιήθηκε ένα τέλειο σχέδιο που ούτε σε ασκήσεις δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Ήρθε η στιγμή που το παν εξαρτιόταν από την αντοχή και την γρηγοράδα του λόχου που διοικούσε ο Βρεττάκος.

Τελικά αυτό έγινε αντιληπτό και από τον εχθρό. Ο Ψαράκης, που ήταν διοικητής του εχθρικού τμήματος, κατάλαβε την φάκα που του έστηνε ο Πρεκεζές γι’ αυτό βρόντηξε το ακουστικό του ασυρμάτου και παρά την διαταγή της Τρίπολης, διέταξε την γρήγορη εκκένωση του Άι Βασίλη. Ο Ψαράκης σ’ επικοινωνία που είχε με το στρατηγείο στην Τρίπολη, και που την άκουσε η διοίκηση της δικής μας Ταξιαρχίας και μας την διηγήθηκε ο Πρεκεζές και οι άλλοι που την άκουσαν, στο ραδιόφωνο που είχαν πιάσει το μήκος κύματος του ασυρμάτου του Ψαράκη έλεγε: «Στρατηγέ, στρατηγέ μου πιέζομαι, πιέζομαι συνεχώς, γύρω - γύρω μας συμπληρώνεται ένας κλοιός από τμήματα συμμοριτών που καταφθάνουν μέσα από τα έλατα. Πρέπει να φύγω, πρέπει να κινηθούμε, να εγκαταλείψουμε το χωριό». Το στρατηγείο: «Κύριε Ψαράκη, πρέπει να παραμείνετε, πρέπει να καθυστερήσετε, να ερευνήσετε το χωριό, όλα τα σπίτια». Ψαράκης: «δεν μπορώ, δεν μπορώ, κλείνω, κλείνω φεύγουμε». Έτσι κάπως τα έλεγαν. Εγώ βέβαια δεν τα άκουσα για να τα γράψω λέξη προς λέξη. Όμως αυτό ήταν το νόημα.

Στο τέλος αυτής της φάσης έτρεχαν οι λοκατζήδες να πιά-σουν το ύψωμα, Κουμαριάς, ανατολικά του χωριού στο δρόμο προς το Πηγάδι. Έτρεχαν από το δρόμο. Ταυτόχρονα έτρεχε και ο Βρεττάκος να πιάσει το ίδιο ύψωμα. Ο Βρεττάκος όμως ανέβαινε από τη ρεματιά. Μπηχτή και απότομη, ανηφορική πλαγιά. Πρόφτασε ο εχθρός. Έφτασε είκοσι λεπτά πιο νωρίς. Αυτό ήταν!!!. Κέρδισε την τελευταία κίνηση. Ο κλοιός δεν έκλεισε. Ο εχθρός γλύτωσε την καταστροφή και βγήκε νικητής. Μας είχε προξενήσει σοβαρές απώλειες και είχε πιάσει πολλούς πολίτες και αρκετούς αντάρτες τραυματίες και ανάπηρους αιχμαλώτους. Οι απώλειες οι δικές του δεν ήταν σημαντικές. Πιάσαμε και μεις
αιχμαλώτους λοκατζήδες. Τι το όφελος όμως; Η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε.

Τα τμήματά μας εκτόπισαν τον εχθρό από το χωριό και μετά άρχισε η καταδίωξη. Μια αγωνιώδης καταδίωξη που συνεχίστηκε μέχρι που νύχτωσε με πείσμα από δύο διμοιρίες ανιχνευτών και δύο λόχους και είχε σαν κύριο σκοπό την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Το πείσμα φούντωνε γιατί οι αντάρτες καθώς κυνηγούσαν τον εχθρό, κάθε τόσο εύρισκαν στο δρόμο και από έναν - δύο εκτελεσμένους πολίτες ή αντάρτες. Ο στρατός της Γερμανοφρειδερίκης εκτελούσε όσους γέρους πολίτες ή και ανάπηρους ή τραυματίες αντάρτες δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Τέλος με το σκοτάδι και την χιονοθύελλα σταμάτησε η καταδίωξη.

Εγώ όταν πήρα επαφή με το Γιώργη Γκοβάτσο και μου είπε το σχέδιο της Ταξιαρχίας, έστειλα σύνδεσμο να ειδοποιήσει τον Τσουκόπουλο. Εν τω μεταξύ δεν άκουγα δυνατά πυρά από το Τούμπανο. Άκουγα μόνο που και που ντουφεκιές. Ανησύχησα. Δεν ήξερα τι συνέβαινε. Μετά έμαθα ότι ο Τσουκόπουλος εξάντλησε όλα τα φυσίγγια του μυδραλίου. Κράτησε μόνο τα πυρομαχικά ασφαλείας. Συνεννοηθήκαμε με τον Γκοβάτσο, αυτός να μπει στο χωριό και γω να παραμείνω εκεί στα υψώματα. Ο Γκοβάτσος προχώρησε μπήκε στο δάσος, δεν βρήκε αντίσταση, έφτασε στην άκρη του δάσους προς το χωριό και χτυπώντας τον εχθρό μέσα στα σπίτια, στους δρόμους και κήπους, μπήκε μέσα στο χωριό κι εκεί σταμάτησε. 'Εστειλε σύνδεσμο να μπω και γω στο χωριό. Ταυτόχρονα ήρθε και σύνδεσμος από τον Τσουκόπουλο να του στείλω πυρομαχικά και να παραμείνω στις θέσεις μου. Πυρομαχικά δεν πρόλαβα να του στείλω, γιατί κι αυτός κατηφόρησε πια στο χωριό και πήρε επαφή με την Ταξιαρχία. Μετά από μια ώρα μου έστειλε διαταγή να μην κατέβω στον Άγιο Βασίλειο, γιατί το χωριό είναι γεμάτο, αλλά να πάω στο χωριό Πλατανάκι και να μείνω εκεί. Ακόμη δεν είχα μάθει τι είχε γίνει από τη σύγκρουση με τον εχθρό.

Όταν πήγα στο χωριό Πλατανάκι τότε έμαθα τα πρώτα μαύρα μαντάτα για το λόχο του Κουτρουλάκη. Είχαμε χάσει σχεδόν ένα λόχο. Ήταν η δεύτερη σε μέγεθος ζημιά. Πρώτη ήταν η ζημιά που πάθαμε στη μάχη της Δημητσάνας. Στενοχωρήθηκα πολύ, ιδιαίτερα για το θάνατο των συντρόφων - συνεργατών μου. Προς τιμή της μνήμης τους αναφέρω ευλαβικά τα ονόματα όσων θυμάμαι ή πληροφορήθηκα στο μεταξύ. Εύχομαι η αναφορά αυτή να αυξήσει το ενδιαφέρον κι άλλων συντρόφων που επιζούν από κείνες τις θύελλες και να γράψουν τα ονόματα των υπόλοιπων νεκρών.

Κώστας Δ. Ασημάκης, Νίκος Γ. Αρβανίτης από Αράχωβα, Θεόδωρος Γιαννόπουλος ή Γκούγκουλης με το ψευδώνυμο Τηλέμαχος, Διμοιρίτης από Δάρα Μαντινείας. Τ’ αδέρφια Μανόλης Δρίβας και Μεταξία Δρίβα από Κουπιά Μολάων (Δρίβας Μανώλης, δεν σκοτώθηκε στον Άγιο Βασίλειο, τον έκαψαν ζωντανό με βενζίνη. Πληροφορία Γιώργη Σακά), Γιάννης Καλαμπόκης, Δημήτρης Καλαμπόκης και Βασίλης Καλαμπόκης, από Πάκια Λακωνίας. Δημήτρης Καψάλης, Λοχαγός, Τσίτζινας Δημήτρης Κανέλλος, Μπιζάνι Λακωνίας. Δημήτρης Κοττής. Ίσιωμα Mεγαλόπoλης, Παναγιώτης Λ. Κουβούσης. από  Άγιο Βασίλη Κυνουρίας. Δημήτρης Κουτρουλάκης, Λοχαγός από Συκιά Λακωνίας. Ανδρέας Μπακάλης από Γλανιτσιά Γορτυνίας. Αριστείδης Γρ. Μαδούρος, από Μεμί Μεγαλόπολης. Γιάννης Μιχόπουλος από Τόγια ή Πλουτοχώρι Ολυμπίας. Παναγιώτης Α. Ντάρμος, από Αράχωβα. Πέτρος Παπαφάγος, από Σκάλα Λακωνίας. Παναγιώτης Ν. Παπαδόγιαννης, από Αράχωβα. Θανάσης Πανανικολάου ή Ντουνιάς, Λοχαγός από Λαγκάδια Γορτυνίας. Αθανασία Πετροπούλου, από Άγιο Ιωάννη Γορτυνίας. Γιώργος Σιαμπάνης, επιτελής τάγματος από Ασέα. Δημήτρης Στάππας, Διμοιρίτης, από Συκιά Λακωνίας. Γιάννης Π. Χάρακας, από Αράχωβα. Αναστασόπουλος από το Μάζι Ολυμπίας. Ήταν όλοι εξαιρετικά στελέχη και παλιοί αντάρτες.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger