{[['']]}
Αλέκος Αναγνωστάκης*
Υπάρχουν δυο βασικοί πολιτισμοί, ενωμένοι και αντίθετοι, μέσα στο γενικό κοινωνικό πολιτισμό, μέσα στον ανεμοστρόβιλο της εκμετάλλευσης της φύσης και της μάχης με την ανθρώπινη εκμετάλλευση. Δυο πολιτισμοί μέσα στο συνολικό αποτέλεσμα της ιστορίας, που έχει άπειρους δημιουργούς, ηγεμόνες και κατακτητές, αλλά κανέναν τελικό αποκλειστικό ιδιοκτήτη.
Το ενδιαφέρον για την ιστορία έχει να κάνει κυρίως με αυτά που έρχονται. Έχει δηλαδή να κάνει με την αχαλίνωτη καπιταλιστική βαρβαρότητα, την εύθραυστη και αντιφατική ριζοσπαστικότητα, την κρισιμότητα ενός ιδιαίτερα μετά την κρίση ρευστού κόσμου που σημαδεύεται από την εκτίναξη όλων των βασικών του αντιθέσεων. Η ίδια η τάση αναζήτησης, επανεκτίμησης και επανάκτησης της ιστορίας είναι μια αντικειμενική ανάγκη, που είτε θα καλυφθεί τελικά από την ηγεμονία της αντιδραστικής ιστορικής αναθεώρησης με τις διάφορες παραλλαγές της, είτε θα σφραγισθεί από το εγχείρημα ενός νέου εργατικού πολιτισμού της κομμουνιστικής επανίδρυσης.
Οι μεγάλοι ιστορικοί σταθμοί, σε αυτή τη χώρα της Ανατολής, της ισχυρής πολιτικής παρουσίας του ευρωπαϊκού Βορρά, της αμερικάνικης Δύσης και των διασταυρούμενων αντιθέσεων, με κορυφαίο παράδειγμα την ΕΑΜική Αντίσταση και τον εμφύλιο, αποτελούν βασικά πεδία της σημερινής ταξικής αντιπαράθεσης. Η επαναπροσέγγιση αυτών των βασικών σταθμών της ιστορίας της πάλης των τάξεων οι οποίοι συνέτειναν στη διαμόρφωση της σύγχρονης πραγματικότητας, της δυναμικής και των συσχετισμών της, αποτελεί για την Αριστερά στοιχείο μετασχηματισμού και χάραξης στρατηγικής και τακτικής. Συνδέεται με τον αγώνα για την κατάκτηση ενός συγκεκριμένου εργατικού ιστορικού πολιτισμού της σύγχρονης πραγματικότητας, των δυνατοτήτων και των προοπτικών της.
Η Πράξη στο παρόν όχι μόνο κρίνει καθοριστικά τη πορεία προς το μέλλον αλλά φωτίζει ταυτόχρονα και ενεργοποιεί ανάλογα το πρόσφατο παρελθόν.
Επομένως η απάντηση για το ποια είναι η αλήθεια και το ποιος έχει δίκιο σήμερα, διαμορφώνεται περισσότερο και πιο καθαρά από ποτέ, εδώ, στη συγκεκριμένη Ιστορία, όπως μεταφέρεται και μετασχηματίζεται στις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες και στους σημερινούς συσχετισμούς της ταξικής πάλης.
Από αυτή την άποψη το ποιος Δεκέμβρης, ποια ΕΑΜική αντίσταση, ποιος εμφύλιος ζει και επιδρά μέσα στην σημερινή ιστορική βαθμίδα, αποτελεί βασικό επίδικο ζήτημα, για την ωρίμανση ή όχι ενός ανώτερου κύκλου ανάπτυξης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Για την αστική τάξη, το ιστορικό παρελθόν που εισβάλλει στο παρόν δεν μπορεί να εξακολουθεί να έχει τη μορφή όπως αυτή αποκαλύπτεται στην εξαιρετικά προσεγμένη έρευνα της Καθημερινής στις 8 Φλεβάρη του 2009:
“Το ενδιαφέρον τη κοινής γνώμης (η «ζήτηση» για Ιστορία), που καταγράφεται, αναφέρεται στην έρευνα, είναι ιδιαιτέρως υψηλό (7 στους 10 ερωτηθέντες δηλώνουν ότι η ιστορία του εμφυλίου τους ενδιαφέρει «πολύ» ή «αρκετά»).” Στην ίδια έρευνα το 32 % των ερωτηθέντων δηλώνει πως θα έπαιρνε το μέρος της Αριστεράς αν ζούσε στον εμφύλιο και μόνο το 14% τη θέση της Δεξιάς. Το 39% δηλώνει πως δεν θα έπαιρνε μέρος και το 24% δεν απαντά.“
Η ιστορία πρέπει επομένως για την αστική τάξη να “ξαναγραφεί”, να προσαρμοστεί στις άμεσες και μακροπρόθεσμες επιδιώξεις της.
Τα τελευταία ειδικότερα χρόνια με αλλεπάλληλα συνέδρια (Κοπεγχάγη 1984, King’s College Λονδίνο, το 99, Πάντειο πανεπιστήμιο το 99 κ.λ.π.), με αφιερώματα στον ελληνικό τύπο, με ντοκιμαντέρ, απομνημονεύματα, βιογραφίες, αφηγήματα, ημερολόγια, ιστοριογραφικά έργα, μαρτυρίες, ντοκουμέντα, συνεντεύξεις, φωτογραφικά λευκώματα, χρονικά, με τεράστιο όγκο ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας, το κρυμμένο ενδιαφέρον για τη διπλή ελληνική επανάσταση, την ΕΑΜική και τον εμφύλιο κορυφώνεται και επιστρέφει εδώ στο πεδίο των υπαρκ
τών κοινωνικών αναμετρήσεων.
Το δίλημμα ή τα διλήμματα για την Ιστορία τίθενται διαρκώς:
Ανακάτεμα των ιστορικών γεγονότων σε ένα αστικό μίξερ που εξομοιώνει το εμβρυακά έστω επαναστατικό, το επαναστατικά λαθεμένο, με το αντεπαναστατικά μεταλλαγμένο; Κατάταξη των ιστορικών γεγονότων στη μεταμοντέρνα γενική κατηγορία μιας «ελεύθερης, αδέσμευτης, και ουδέτερης δήθεν αναζήτησης»;
Ρηχή και αγοραία εκμετάλλευση τους, στα όρια της αστικής ερμηνείας, της εύκολης μηδενιστικής καταδίκης και ανούσιας λαθολογίας; Προσέγγιση της ιστορίας με την Κριτική της στασιμότητας; Θανατηφόρα αυτάρκεια της δικαίωσης “παρά τα λάθη” ή τα “επιμέρους λάθη” ως προς τις προτεινόμενες στρατηγικές λύσεις αλλά και ως προς τη σύνδεση τους με την “άμεση” πολιτική;
Ή νηφάλια, τολμηρή, ριζική κριτική και αυτοκριτική αποτίμηή της, χωρίς απόκρυψη, μυστικοποίηση ή δαιμονοποίηση των ιστορικών γεγονότων με σκοπό τη στρατηγική επανίδρυση μιας μαζικά ακτινοβολούσας νέας νικηφόρας προοπτικής;
Η ιστορία με λίγα λόγια για την Αριστερά του 21ου αιώνα – και δη την επαναστατική – πρέπει με μια έννοια να αποκαλυφθεί. Να ερμηνευθεί με βάση τις υλικές, τις αντικειμενικές ανάγκες του νέου προγράμματος.
Ο αιώνας που πέρασε είναι μια ιστορική εποχή που σφραγίστηκε από τη δημιουργία των μεγάλων μονοπωλιακών σχηματισμών, τα ιμπεριαλιστικά κράτη και ενώσεις. Είναι ταυτόχρονα ένας αιώνας που χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη Οκτωβριανή επανάσταση. Από μια σειρά προλεταριακές, αντιιμπεριαλιστικές, αντιαποικιακές, εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις στις οποίες το ελληνικό αντάρτικο βρίσκεται ψηλά.
Ένας αιώνας στη διάρκεια του οποίου οι μεταβατικές κοινωνίες προς την εργατική δημοκρατία, οι σοσιαλιστικές –κομμουνιστικές σχέσεις, σε εθνική και διεθνή κλίμακα, δεν κυριάρχησαν. Αντίθετα ηττήθηκαν, αντιστράφηκαν και μεταλλάχτηκαν.
Είναι ταυτόχρονα – σε αντίθεση με όσους τον χαρακτηρίζουν αποκλειστικά ως «τον αιώνα της ήττας»- μια εποχή που οι οξύτατες ταξικές αναμετρήσεις οδήγησαν τον κυρίαρχο καπιταλισμό στη σημερινή νέα ιστορική βαθμίδα που σημαδεύεται, κατά τη γνώμη μας, από τον ανώτερο ποιοτικά, σε σχέση με την προηγούμενη ιστορική εποχή, επίπεδο ανάπτυξης της κομμουνιστικής διεθνικής δυνατότητας, αναγκαιότητας αλλά και καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Στα πλαίσια αυτά, το ποιο ΕΑΜ, ποιος Δεκέμβρης και ποιος εμφύλιος ζει και επιδρά σήμερα, 70 χρόνια μετά, αποτελεί βασικό επίδικο για την ωρίμανση ή όχι ενός ανώτερου κύκλου ανάπτυξης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Εξ ου και η διαπάλη που εξελίσσεται.
Ισχυριζόμαστε πως η σημασία και επίδραση της ελληνικής ΕΑΜικής επανάστασης, της νίκης, της αντιφατικής εξέλιξης και της ήττας της, μπορεί να ενισχυθεί με νέο τρόπο, ώστε – αντίθετα με όσους προεξοφλούν από καιρό την εξάντληση της- να διαπαιδαγωγεί τις άμεσες προσπάθειες της εργατικής πολιτικής. Ο μετασχηματισμός του εμφυλίου και του ΕΑΜ σε υλική δύναμη του παρόντος και του μέλλοντος, δεν μπορεί βεβαίως να πραγματοποιηθεί με τον εμφύλιο της αστικής ιστορικής ερμηνείας. Ούτε με τη διαρκή αβεβαιότητα ή τη δογματική ακινησία, το αυτομαστίγωμα και τις πολυποίκιλες μεταμοντέρνες και μη δηλώσεις άρνησης του και μετανοίας. Αλλά με την ανάδειξη των αγωνιστικών, των κριτικών, των προωθητικών στοιχείων, που και οι ήττες, οι δικές μας ήττες, συχνά προσφέρουν για μια νέα επαναστατική σχετική βεβαιότητα, ταυτότητα και αυτοπεποίθηση.
Ισχυριζόμαστε πως η διπλή ελληνική εργατοαγροτική επανάσταση, η ΕΑΜική και του ΔΣΕ, μπορεί να μεγαλώνει και όχι να μικραίνει, μόνο αν αντιμετωπίζεται συνολικά και τελικά όχι ως η επανάσταση των λαθών ή η επανάσταση – ειδικά του δεύτερου αντάρτικου – που επιβλήθηκε από τους άλλους, από τους χίτες, τους ταγματασφαλίτες, Βρετανούς αλλά, ανεξάρτητα από την πολιτική του ΚΚΕ και σε σχέση με αυτήν, ανεξάρτητα από τα λάθη αλλά και με τα λάθη του ΚΚΕ, ως η επανάσταση που από την αυγή της, δηλαδή από την ΕΑΜική εξέγερση, επεχείρησε να πάρει αδύναμες επαναστατικές τελικά πολιτικές μετάβασης στην εργατική δημοκρατία. Μέτρα και πολιτικές που διατάρασσαν, επιχείρησαν ή απείλησαν να διαταράξουν τον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό.
Ως η επανάσταση που με πηγή και μήτρα τη λαϊκή δυναμική της ένοπλης ΕΑΜικής επανάστασης, προχώρησε στο δεύτερο αντάρτικο του 46-49 με επιδίωξη τελικά τη νίκη ακριβώς γιατί αν και ηττημένη το 44 ένοιωθε ακόμη ισχυρή. Γεγονός που επιδρούσε σε όλο τον κομματικό μηχανισμό και στην ηγεσία του.
Ισχύει όμως αυτή η εκτίμηση;
Τα ιστορικά δεδομένα αποκαλύπτουν πως από τη στιγμή που το ΕΑΜ πέρασε από τα μέσα του 42 στον ένοπλο αγώνα με τους 133.500 ΕΛΑΣίτες και πολιτοφύλακες στις 13 μεραρχίες, την αναρίθμητη λαϊκή υποστήριξη, τους 26.000 ένοπλους αντάρτες του δημοκρατικού στρατού στο δεύτερο αντάρτικο, ηγεσία και βάση αγωνίστηκαν με αυτοθυσία και ηρωισμό για τη νικηφόρα έκβαση του. Όταν κατά τη διάρκεια της κατοχής φουντώνει το αντάρτικο και μια σειρά περιοχές ελευθερώνονται, τα διορισμένα από τους συνεργάτες των Γερμανών κοινοτικά συμβούλια, που είχαν χρεοκοπήσει στη συνείδηση του λαού, διαλύονται. Προβάλλει πλέον με οξύτητα το πρόβλημα της διοίκησης, το πρόβλημα της εξουσίας.
Η ανάπτυξη του εθνικο-απελευθερωτικού και ιδιαίτερα του ένοπλου αγώνα έθεσε το πρόβλημα της διαμόρφωσης νέων θεσμών λαϊκής εξουσίας, ανολοκλήρωτης τελικά. Οι πρώτες προσπάθειες για την εγκαθίδρυση της νέας εξουσίας γίνονται στα απελευθερωμένα από τον ΕΛΛΑΣ ορεινά χωριά της Ευρυτανίας, Φουρνά, Βράχα και Κλειτσό,τον Οκτώβρη του 1942. Λίγο αργότερα, το Δεκέμβρη του 1942, στην ίδια περιοχή συντάσσεται ο Κώδικας Ποσειδώνας που αποτέλεσε το πρώτο νομοθέτημα που έθεσε τις βάσεις για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας:
«Πηγή εξουσίας είναι ο λαός. Η Γενική Συνέλευση των κατοίκων είναι το ανώτατο όργανο και κύριος φορέας αυτής της εξουσίας. Η διοικητική εξουσία ασκείται από την Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης (ΕΛΑ). Η ΕΛΑ είναι όργανο αιρετό, ανακλητό και υπόλογο στη Γενική Συνέλευση ενώ το αξίωμα συμμετοχής σε αυτήν είναι τιμητικό, άμισθο και υποχρεωτικό. Η δικαστική εξουσία περνάει στα χέρια του λαού μέσω των Λαϊκών Δικαστηρίων, τα μέλη των οποίων εκλέγονται από τον ίδιο το λαό. Η δικαιοσύνη απονέμεται δωρεάν. Για πρώτη φορά οι γυναίκες αποκτούν δικαίωμα ψήφου και ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες.
Το χαρακτήρα της λαϊκής εξουσίας που δημιουργήθηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα μας δίνει με άμεσο τρόπο η ερμηνευτική εγκύκλιος των Διατάξεων του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ:
«Όταν μιλάμε για αυτοδιοίκηση, δεν εννοούμε 10-15 πρόσωπα που αποτελούν το Κοινοτικό Συμβούλιο και τις διάφορες επιτροπές, αλλά όλο το χωριό. Όλοι οι πολίτες, άνδρες και γυναίκες, με το θεσμό των Γενικών Συνελεύσεων και το δικαίωμα που έχουν σε κάθε στιγμή να ανακαλούν τα όργανα της Αυτοδιοίκησης έχουν το δικαίωμα να κρίνουν, να ελέγχουν, να καθοδηγούν τα όργανα της Αυτοδιοίκησης, δίνοντας έτσι ώθηση και πρωτοβουλία και βοήθεια στη δράση τους, ενώ παράλληλα με το δικαίωμα της ανάκλησης έχουν τη δυνατότητα να ξεκαθαρίζουν άμεσα την Αυτοδιοίκηση από κάθε σάπιο μέλος της».
Η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, (ΠΕΕΑ), η κυβέρνηση του βουνού, που συγκροτήθηκε το Μάρτη του 1944, στήριξε την κεντρική της εξουσία στους λαοκρατικούς θεσμούς της Εθνικής Αντίστασης. Στη μετέπειτα περίοδο του αγώνα του ΔΣΕ εμφανίστηκαν ξανά τα φύτρα νέων θεσμών λαϊκής εξουσίας, συνέχεια της εποποιίας της ΕΑΜικής Αντίστασης..
Στη νέα αυτή εξουσία από ένα στάδιο ανάπτυξης της και μετά στηρίχτηκε η δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στις 23 Δεκέμβρη του 1947. Στη διακήρυξή της προς τον ελληνικό λαό καθόριζε ως εξής τους σκοπούς της:
«Πρώτος και κύριος σκοπός της ΠΔΚ είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξενική, ιμπεριαλιστική επέμβαση και για τη νίκη της δημοκρατίας.
Επίσης να κυβερνήσει πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις, παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων, όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και απελευθερωμένες περιοχές. Το ίδιο για την εθνικοποίηση των ξένων εταιρειών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας». Οι καταστατικές διατάξεις του Γενικού Αρχηγείου του Δ.Σ. που είχαν ήδη από τις 10 Αυγούστου του 1947 δημοσιευθεί καθόριζαν το λαϊκοδημοκρατικό χαρακτήρα της εξουσίας αυτής.
Ως προς το πολίτευμα ορίζεται ότι «η Ελλάδα είναι χώρα ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική» και ότι «οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, ασκούνται από το λαό και υπάρχουν για το λαό». Ως προς τη βασιλική δυναστεία των Γλύξμπρουκ, αυτοί θεωρούνται έκπτωτοι, ενώ το δημοψήφισμα που τους επανέφερε θεωρείται άκυρο.
«Ο ελληνικός λαός θα αποφανθεί ελεύθερα για το οριστικό πολίτευμα της Ελλάδας», λέει χαρακτηριστικά το άρθρο 2. Εκτός της ισότητας ανδρών και γυναικών, καθιερώνεται η ισότητα των εθνικών μειονοτήτων με τους υπόλοιπους Έλληνες ως προς τη δυνατότητα να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα τους κλπ. Κάθε πράξη που αποβλέπει στη δίωξη προσώπων ή ομάδων για τη φυλή τους, την εθνικότητά τους ή τις δημοκρατικές τους πεποιθήσεις θεωρείται έγκλημα κατά του λαού.
Οι λαϊκές ελευθερίες κηρύσσονται ως ιερές και απαραβίαστες και ο λαός μπορεί να υπερασπίζεται τα δημοκρατικά του δικαιώματα ενάντια σε οποιαδήποτε αντιλαϊκή επιβουλή. Ταυτόχρονα διώκεται κάθε φασιστική δράση ή οργάνωση. Η εργασία κηρύσσεται ως η βασική κοινωνική λειτουργία και δημιουργεί δικαίωμα για την απόλαυση όλων των αγαθών της ζωής. Τέλος, οι διατάξεις καθορίζουν και οριοθετούν τις σχέσεις της λαϊκής εξουσίας με τους διεθνείς οργανισμούς:
«Η λαϊκή εξουσία δέχεται και ενθαρρύνει κάθε συνεργασία και βοήθεια από το ξένο κεφάλαιο ή από διεθνείς οργανισμούς που θα συντελεί στην προώθηση της ελληνικής οικονομίας και θα στηρίζεται στην αρχή της ισοτιμίας. Δεν αναγνωρίζει όμως και καταργεί κάθε προνόμιο ή δικαίωμα, που έχει παραχωρηθεί σε ξένους, άτομα ή εταιρείες ή κράτη ασυμβίβαστο με την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Συμβάσεις κρατικές και προνόμια που παραχωρήθηκαν σε ξένους και που είναι ασυμβίβαστα με το λαϊκό και εθνικό συμφέρον δεν αναγνωρίζονται από τη λαϊκή εξουσία».
Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, εκτός από τις καταστατικές διατάξεις για την Ελεύθερη Ελλάδα, εξέδωσε ακόμα στις 10 Αυγούστου 1947 τέσσερις αποφάσεις:
για την οργάνωση της λαϊκής εξουσίας,
για τη λαϊκή δικαιοσύνη,
για τη διανομή της γης και
για την εκμετάλλευση των δασών.
Από την «Εξόρμηση» , την εφημερίδα του ΓΑ του Δ.Σ., στις 22 Νοεμβρίου 1947, παίρνουμε αρκετές πληροφορίες. “Με το πρόβλημα της γης καταπιάστηκαν τα Λαϊκά Συμβούλια και έκαναν διανομή των δημόσιων, κοινοτικών και εκκλησιαστικών κτημάτων στους ακτήμονες. Για παράδειγμα στην περιοχή της Καστοριάς μοιράστηκαν περίπου 700 στρέμματα γης τσιφλικάδων και ορισμένων προδοτών.
Οι νέοι λαϊκοί θεσμοί, που όπως είπαμε, γεννήθηκαν πριν ακόμα τη δημιουργία της ΠΔΚ, επεκτείνονταν σιγά-σιγά σε όλες τις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Η «Εξόρμηση» π.χ. της 2ας Οκτωβρίου 1948 μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για το πως προχώρησε η νέα εξουσία: «Ο θεσμός της λαϊκής αυτοδιοίκησης ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό όλων. Σε 323 ελεύθερα χωριά έγιναν εκλογές με τη συμμετοχή όλου του λαού και εκλέχτηκαν λαϊκά συμβούλια και δικαστήρια. Έγιναν 6 συνελεύσεις λαϊκών δικαστών όπου πήραν μέρος πάνω από 600 λαϊκοί δικαστές.»…
Από τα συνολικά παραπάνω στοιχεία επαληθεύεται επομένως ο ισχυρισμός για το χαρακτήρα της διπλής ελληνικής επανάστασης.
Η Οκτωβριανή επανάσταση είναι πρόσφατη. Το κύρος της συμπλέκεται με τους εξαιρετικά αναγκαίους αλλά περιορισμένους στόχους της εποχής των κομμουνιστικών κομμάτων και σε συνδυασμό με τις λαϊκές δυνάμεις που απελευθερώνονται, δημιουργείται το τελικό αποτέλεσμα που είναι αυτό που τελικά είναι:
Μια επανάσταση που έπρεπε ή να νικήσει ή να συντριβεί. Μια επανάσταση που για τον καπιταλισμό έπρεπε πάση θυσία να συντριβεί ιδεολογικά, πολιτικά και φυσικά. Η συντριβή της ειδικά για τον ελληνικό καπιταλισμό ήταν όρος για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του. Η συντριβή της ήταν επίσης μια από τις δεδηλωμένες προϋποθέσεις περιορισμού των επαναστάσεων όσο και του μέλλοντος των επαναστάσεων στην Ευρώπη:
Στις 5 Μάρτη 1946 στο μικρό πανεπιστήμιο της κωμόπολης Φούλτον του Μισούρι των ΗΠΑ, ένας προσκεκλημένος VIP εκφώνησε ένα βαρυσήμαντο πολιτικό λόγο. Ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, πρώην πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας. Μεταξύ των ακροατών του και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν. Ο λόγος έκανε το γύρο του κόσμου και έμεινε ιστορικός. Και όχι άδικα: Ήταν, στην πραγματικότητα, η επίσημη και τυπική κήρυξη του «Ψυχρού Πολέμου» ενάντια στην ΕΣΣΔ. Με επιχειρήματα ο Τσόρτσιλ κηρύσσει την ΕΣΣΔ λίγο – πολύ σε εχθρό της ανθρωπότητας, ενάντια στον οποίο όλα επιτρέπονται. Εκτίμηση που τέμνεται με αυτήν του Χίτλερ (Μάρτης του 41) «Ο κομμουνισμός είναι ένας τρομαχτικός κίνδυνος για το μέλλον. Πάλη ενάντια στη Ρωσία: Εξολόθρευση των μπολσεβίκων επιτρόπων και της κομμουνιστικής διανόησης.»
Σε αυτή τη λογική στηριζόταν η συνειδητή επεξεργασμένη πολιτική γραμμή των Άγγλων στην Ελλάδα. Γι αυτό και παρουσιάζονται το Δεκέμβρη του 44 με 80.000 στρατό, τανκς και ένα σμήνος βομβαρδιστικών πριν καν ολοκληρωθεί η απρόσκοπτη αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και πριν καν τελειώσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος! Για τη συντριβή της ενεργοποιήθηκαν κατά κύματα, από το 1944 ως το 1949, για πέντε ολόκληρα χρόνια, τρεις καπιταλιστικοί κρατικοί σχηματισμοί:
Ο ελληνικός με το παρακράτος του και το ραγδαία ανασυγκροτούμενο κράτος, ο βρετανικός και ο αμερικάνικος με την παγκόσμια πρώτη στη χρήση ναπάλμ, την οργάνωση του Νταχάου της Μακρονήσου, των εκκενώσεων χωριών, τους συμβούλους, την απεριόριστη οικονομική βοήθεια. Στην περίοδο που εξετάζεται η γενική πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων είχε καθοριστεί από το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935. Τότε που σωστά επιδιώκεται η ανάγκη μιας μορφής αντιφασιστικού μετώπου. Μετώπου που όπως όμως η Πράξη επαληθεύει επικαθορίζεται από έναν στρατηγικής τελικά σημασίας στόχο: Αυτόν της υπεράσπισης και ανάπτυξης της αστικής Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του συνεδρίου
“το δίλημμα δεν είναι αστική ή σοσιαλιστική Δημοκρατία αλλά φασισμός ή αστική δημοκρατία”. (Δημητρώφ)
Τα ΚΚ, και το ΚΚΕ που ακολουθούν πιστά αυτή την πολιτική, υποτιμούν τόσο τη ταξική πάλη μέσα στα μπλοκ της Αντίστασης όσο και τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Έτσι αντί έγκαιρα και οργανωμένα να μετασχηματίσουν και προσανατολίσουν το αντιφασιστικό ρεύμα για το επαναστατικό άλμα, λυγίζουν το ραβδί προς τα «δεξιά». Συμπυκνώνουν και μετατοπίζουν δεξιότερα την πολιτική τους, με βάση το τρίπτυχο “Αναγέννηση της αστικής δημοκρατίας – περιορισμό της ασύδοτης δράσης των μονοπωλίων – Εθνική Ανεξαρτησία”. Τρίπτυχο που επαναλαμβάνεται από τους απανταχού κομμουνιστές ως γενικά ισχύον αλλάζοντας απλώς το όνομα κάθε χώρας.
Η Στρατηγική αυτή συνοδεύτηκε από μια πολιτική συμμαχιών από τη σοσιαλδημοκρατία ως τη δημοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης και τις προοδευτικές αστικές δυνάμεις. Δυνάμεις που το ηγεμονεύουν και το περιορίζουν τελικά στην πολιτική ενός ασαφούς «εθνικού» ρόλου, στην άσκηση φιλολαϊκότερης διαχείρισης του αστικού κράτους. Η στρατηγική αυτή οδηγεί στην απομάκρυνση από τις «επαναστατικές χίμαιρες» και στη μετατόπιση στον αγώνα για «ειρήνη και δημοκρατία». Η ακολουθούμενη αυτή πολιτική αποθαρρύνει τα εγχειρήματα κατάληψης της εξουσίας μετά την αποχώρηση των ναζί από τις κατεχόμενες χώρες όπου οι κομμουνιστές είναι πλέον κοινωνικά ισχυροί και μαζικοί (Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία) εκτός όπου συγκροτούν αρκετά νωρίς μια διαφορετική ανεξάρτητη στρατηγική και επιτυγχάνουν (Γιουγκοσλαβία και Κίνα – Ο Μάο και το ΚΚΚ απορρίπτει την εντολή της Κ.Δ. για συμβιβασμό με τον Τσαγκ Γκαι Σεκ). Τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, οδηγούνται τελικά στη συμμετοχή τους σε αστικές κυβερνήσεις τη διετία 45 -47- υπό το Ντε Γκολ στη Γαλλία, υπό το ντε Γκάσπαρι με σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες στην Ιταλία, υπό τον Γ Παπανδρέου στην Ελλάδα και την αποβολή τους από αυτές.
Το 7ο συνέδριο της ΚΔ ψηφίστηκε ομόφωνα και φέρει την υπογραφή όλων, και της υπό το Ζαχαριάδη ηγεσίας του ΚΚΕ. Επομένως στις υπογραφές των συμφωνιών της Βάρκιζας, του Λιβάνου και της καζέρτας, συνυπάρχουν είτε το θέλουμε είτε όχι, τα ονόματα των τότε επαναστατών, της Ιμπραρούρι και του Σιάντου, του Δημητρώφ και του Τολιάτι, το Ζωρέζ και του Μανουηλίσκι. Στη μεταπολεμική Γαλλία και Ιταλία, σε μια περίοδο που το εργατικό κίνημα είναι πολύ ισχυρό (μεγάλες απεργίες σε Γαλλία και Ιταλία το 1945-48) και που υπάρχουν ακόμη δομές της Αντίστασης και έμβρυα εργατικής εξουσίας, τα ΚΚ αποκηρύσσουν τα όργανα λαϊκής εξουσίας και την επαναστατική δυνατότητα για χάρη της ειρηνικής εξέλιξης, της «δημοκρατίας» και της «εθνικής συμφιλίωσης».
Μετατοπίζονται μάλιστα σε αντιεπιστημονικές εξωιστορικές εκτιμήσεις που με τη μία ή την άλλη μορφή ταξιδεύουν ως τις δεκαετίες του 70 – 80, ότι – σύμφωνα με τον Τολιάτι – τα καθεστώτα που γεννήθηκαν από τη αντιφασιστική αντίσταση είναι ένα μάλλον αστικό καθεστώς με καπιταλιστική οικονομία αλλά με μεγάλη αυτονομία του πολιτικού συστήματος. Τόσο μεγάλη ώστε το μάλλον αυτό αστικό καθεστώς στηρίζεται μετά την αντιφασιστική νίκη κυρίως στο προλεταριάτο το οποίο τελικά, θέλει δεν θέλει εκφράζει. Η υφαρπαγή της εξουσίας έχει αρχίσει από καιρό βαθμιαία ανεπαίσθητα και αμετάκλητα!
Αυτές οι επιλογές, αυτές οι πολιτικές αρλούμπες, εγκαινιάζουν την αρχή ενός στρατηγικού βαθέματος όχι μόνο προς τον ειρηνικό δρόμο, αλλά και τη στροφή προς ένα «νέου νέου τύπου» θεσμικό κομμουνιστικό κόμμα, με έμφαση στις εκλογές, στις κοινοβουλευτικές μάχες, στις μεταρρυθμίσεις, στην ανομολόγητη ανοχή προς αστικές κυβερνήσεις και εντέλει στη συγκυβερνητική εκδοχή. Ο σοσιαλισμός θα είναι προϊόν αυτοσυγκράτησης, νηφαλιότητας, αυτοκυριαρχίας, υπευθυνότητας αλλά και με ρήξεις και γι’ αυτό επαναστατικός. Αυτή η άποψη που επανέρχεται κατά καιρούς στις μέρες μας στα ακραία όρια (Φλωράκης, Κουβέλης) έρχεται επομένως από τα παλιά και με άλλα ρούχα. Σημερινές πολιτικές, κυρίως ατο ΣΥΡΙΖΑ, επιστρέφουν με αγωνία στα πνεύματα του παρελθόντος, δανείζονται τα ονόματα τους, τις φορεσιές και τις πανοπλίες τους για να παρουσιαστούν με αυτή τη μεταμφίεση και αυτή τη δανεισμένη γλώσσα στη καινούρια σκηνή της ιστορίας. Επιστρέφουν και παραμένουν σε ένα μείγμα ενός είδους ανάγνωσης και πολιτικής εφαρμογής ενός ασαφούς σοσιαλισμού ασύνδετων προγραμμάτων πάλης, ρήξεων χωρίς ρήξη, που μοναδικό του σαφές είναι η άρνηση της κοινωνικής ανατροπής για ένα απροσδιόριστο δρόμο ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο δήθεν πρόσωπο.
Οι χρεωκοπημένες αυτές ιδέες δεν είναι καρπός εξωτερικού παράνομου δεσμού της Αριστεράς με το αναγεννημένο εργατικό κίνημα αλλά γέννημα αιμομικτικής γονιμοποίησης εντός της εκφυλιζόμενης παλαιάς κομμουνιστικής οικογένειας.
Αυτές οι πολιτικές είναι η βάση της μη κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ αμέσως με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού. Των εγκληματικών καθυστερήσεων στην κήρυξη του ελληνικού δεύτερου αντάρτικου. Της επιχειρούμενης το 44-47 περιορισμού του δεύτερου αντάρτικου στη στρατηγική των ομαλών δημοκρατικών εξελίξεων.
Το 1943 στην Ελλάδα υπήρχαν τρεις κυβερνήσεις, τρεις στρατοί. Η ελληνική κυβέρνηση των συνεργατών των γερμανών με τα τάγματα ασφαλείας – ταγματασφαλίτες – γερμανοτσολιάδες, η κυβέρνηση του αποδράσαντος στη Μέση Ανατολή αστικού πολιτικού κόσμου με τον εκεί στρατό της και το ασθενές αντιστασιακό τμήμα της στην Ελλάδα, (ΕΔΕΣ-ΕΚΑ) και η κυβέρνηση του ΕΑΜ με τα 2500000 εκατομμύρια μέλη, τους 133.500 ΕΛΑΣίτες και πολιτοφύλακες στις 13 μεραρχίες, την αναρίθμητη λαϊκή υποστήριξη.
Η κατάσταση αυτή – τίποτα να μην έκανε ο ξένος παράγοντας – εγκυμονούσε μόνο ένοπλη επαναστατική λύση την οποία ξεκίνησε από την πλευρά των αστών το Δεκέμβρη του 44. Αντί αυτού το ΕΑΜ προχωρά σε καταιγισμό υποχωρήσεων. Στο υπό τη αιγίδα των Άγγλων Συνέδριο του Λιβάνου , το Βατερλό του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και όλων των αριστερών πολιτικών δυνάμεων, το Μάιο του 1944 διαπραγματευόμενοι το ποσοστό των υπουργών στη κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Στη γνωστή συμφωνία το Σεπτέμβρη του 44 στην Ιταλική πόλη Καζέρτα ανάμεσα στον τότε «επιλεχθέντα και αναγνωρισθέντα ως πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και τέσσερις ΕΑΜικούς υπουργούς (Πορφυρογένης, Ζέβγος, Σβώλος , Τσιριμώκος). Κατά τους όρους της συμφωνίας αυτής, όλες οι ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν στην Ελλάδα θα υπάγονταν στις διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, η οποία στη συνέχεια θα τις έθετε υπό τις διαταγές του στρατηγού Ρ. Σκόμπυ, που θα ηγούνταν των βρετανικών απελευθερωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Οι στρατιωτικοί ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αναλάμβαναν την υποχρέωση να απαγορεύσουν στις ανταρτικές μονάδες οποιαδήποτε δράση που θα απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας. Συγκεκριμένα για την Αθήνα, αναφερόταν ότι «ουδεμία ενέργεια θα αναληφθεί εκτός υπό τας αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ».
Η υποχώρηση οδήγησε στην αντεπίθεση των άγγλων και των ελλήνων αστών πολιτικών η έναρξη της οποίας συμβαίνει στις τρεις και τέσσερεις με τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα, την ένοπλη επίθεση των αστών ενάντια όχι στην ηγεσία την οποία διατηρούν για διαπραγματεύσεις, αλλά στον αγωνιζόμενο Λαό που άφησε πίσω τους περίπου 7.000 μαχητές νεκρούς (230 Άγγλους, 3.500 Κυβερνητικούς, 3.000 ΕΑΜικούς) και απροσδιόριστο αριθμό αμάχων. Επίθεση που έχει αποτέλεσμα αφού μετά από αυτήν το ΚΚΕ χάνει – λένε οι μελέτες μεγάλο αριθμό μελών και οι δυνάμεις του ΕΛΛΑΣ υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την Αττική και τη Θεσσαλονίκη. Με την ανακωχή που υπογράφεται στις 11 Ιανουαρίου 1945 ανάμεσα στους Άγγλους και τον ΕΛΑΣ. Η ένοπλη επίθεση το Δεκέμβρη του 44 εναντίον όχι της ηγεσίας της Αριστεράς αλλά εναντίον του Λαού, είναι η αστική αντεπαναστατική απάντηση στην έλλειψη επαναστατικής απάντησης από το ΕΑΜ.
Οδήγησε στη Συμφωνία της Βάρκιζας που υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αφοπλισμό όλων των ένοπλων σωμάτων της Αντίστασης, ανασύνταξη του Εθνικού Στρατού, εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των Γερμανών, αμνηστία για τα πολιτικά αδικήματα, δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα και εκλογή Συντακτικής Συνέλευσης για την κατάρτιση νέου Συντάγματος. Φυσικά, παρά τις συμφωνίες, το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις δεν έδειχνε να γεφυρώνεται και δεν μπορούσε να γεφυρωθεί εξ αιτίας της κοινωνικής πόλωσης.
Η περίοδος του 44-49 χωρίζεται λοιπόν σε δύο περιόδους διαφορετικές αλλά και όμοιες μεταξύ τους στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο. Η πρώτη (44 – 47) είναι η περίοδος των καταγγελιών για τη προδομένη δημοκρατία, για τον καταποντισμένο από τους ταγματασφαλίτες, τους βρετανούς και τους συνεργάτες των γερμανών, εκδημοκρατισμό της Ελλάδας.
Η περίοδος στην οποία ηγεμονεύουν οι μικρομεσαίες προσδοκίες για ένα ευρύτερο «δημοκρατικό αντιφασιστικό στρατόπεδο» και οι ψευδαισθήσεις για ένα συμβιβασμό με αστικές δημοκρατικές δυνάμεις. Για να επαληθευθεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ που είχε ξεκαθαρίσει από το 1898, ότι η διαφορά μεταξύ επαναστατών-μεταρυθμιστών δεν είναι μόνο ο δρόμος (η τακτική) αλλά ο δρόμος και ο στόχος αυτού του δρόμου, δηλαδή το ίδιο το περιεχόμενο του. Η περίοδος που το ΚΚΕ πεισματικά ακολουθεί την καταστροφική γραμμή όχι της γενικής αλλά της βαθμιαίας ανάπτυξης του αντάρτικου παρά το τρομοκρατικό όργιο 20000 οπλοφορούντων παρακρατικών με τους 1192 νεκρούς, τους 6413 τραυματίες, τους 70000 συλληφθέντες, τις 165 βιασμένες γυναίκες, τις 572 επιδρομές σε τυπογραφεία ΕΑΜικών εντύπων.
Η αλλαγή φρουράς του ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα με την υποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας και την παραχώρηση της πρωτοκαθεδρίας στις ΗΠΑ το Μάρτη του 47 οδηγεί στη συνέχιση με νέους δυσμενέστερους όρους της πολιτικής, συντριβής του αντάρτικου. Με τη ραγδαία ανασυγκρότηση του εθνικού στρατού, τις βόμβες ναπάλμ, το Νταχάου της Μακρονήσου, τις εκκενώσεις χωριών που οδήγησαν στο βίαιο ξεσπίτωμα και μετακίνηση 600.000 ανθρώπους. Το ΚΚΕ τότε πλέον, το Σεπτέμβρη του 47, 22 μήνες από την έναρξη(!), τροποποιεί σοβαρά την πολιτική του και μετατοπίζει του κέντρο βάρους στην συνολική ένοπλη δράση ως προτεραιότητα και με στόχο πλέον την κατάληψη της εξουσίας.
Η δεύτερη περίοδος λοιπόν από το 47 ως το 49 είναι η περίοδος μιας νέας – αναγκαστικής έστω – επαναστατικής επαγγελίας που αρχίζει να σιγοτραγουδά σε διάφορες παραλλαγές. Σε αυτή την περίοδο κυριαρχούν οι πολλαπλές πρωτοπορίες των άγνωστων αγωνιστών μιας ριζικής ανατροπής χωρίς αστικά κοινωνικά όρια, χωρίς ακρωτηριασμένα δικαιώματα, χωρίς απαγορευμένες ζώνες, αλλά και με υπονομευμένη ήδη από το 35 την επαναστατική στρατηγική.
Κυριαρχούν ο Κοβοκλής, η Παναγιώτα, οι 4500 ένοπλες γυναίκες, το μεγαλύτερο αντάρτικο γυναικείο τμήμα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Αυτοί που μετέπειτα τους ονόμασαν αδιακρίτως ηλικίας και τοποθέτησης «συμμορίτες». Αυτοί οι κατάδικοι μας αγωνιστές που ίσως αποδειχθούν ιστορικά οι πιο δικαιωμένοι.
Το 1944 στο κλασικό τοτινό ποίημα, «Ο Γέρος της Ντάουνινγκ Στριτ», που χωρίς περιστροφές αναφέρεται στον Τσόρτσιλ, ο Μπρεχτ είναι κατηγορηματικός:
«Σφίχτε τα πέτσινα ζωνάρια σας, της Φλάνδρας εργάτες! Ο Γέρος της Ντάουνινγκ Στριτ προγευματίζει σήμερα το πρωί με τους 300 σας προδότες. Κρατήστε τους γιους σας μέσα στο σπίτι, μανάδες της Αθήνας! Ή ανάψτε γι” αυτούς ένα κερί: απόψε το βράδυ Ο Γέρος της Ντάουνινγκ Στριτ σας φέρνει πίσω το Βασιλιά σας, Μπρος, σηκωθείτε απ” τα κρεβάτια σας του Εργατικού Κόμματος λόρδοι! Ελάτε να βουρτσίσετε του Γέρου της Ντάουνινγκ Στριτ το αιματόβρεκτο σακάκι!».
Στο ποίημα αυτό αντανακλάται ένα εργατικό ρεύμα που εμφανίζεται αυτή την περίοδο το οποίο δεν έχει ψευδαισθήσεις ως προς το ρόλο των ιμπεριαλιστών, της εγχώριας αστικής τάξης, την αναγκαιότητα μετατροπής του αντιφασιστικού σε αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό μέτωπο. Στην Ελλάδα προσωποποιείται στον Άρη και στους τόσους άλλους λαϊκούς επαναστάτες και διανοούμενους. Ως αποδείχτηκε όμως ιστορικά ήταν αδύναμο πολιτικά και οργανωτικά για να σφραγίσει τις εξελίξεις γι αυτό και συνθλίφτηκε. Ο Άρης δεν μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει παρά μόνο ως σπόρος για τα μελλούμενα.
Το ΕΑΜ και ο Εμφύλιος, αυτή η διπλή ελληνική επανάσταση – γεννήτοράς μας βουβά και ανομολόγητα εξακολουθούν να αποτυπώνουν την παρουσία τους, στην άδηλη καθημερινότητα, στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης ακόμη και στη σχηματοποίηση στάσεων και συμπεριφορών.
Στο ίδιο το ΕΑΜικό αποκαλύπτεται έπος πάνω από όλα η αχαλιναγώγητη δύναμη των ιδεών, αυτών που κινούν τελικά τα νήματα της ιστορίας. Το ΕΑΜ ιδρύθηκε με την απόφαση της 6ης ολομέλειας της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ τον Ιούλη του 1941. Σε αυτήν πήραν μέρος έξι(!) άνθρωποι που συνεδρίαζαν επί τρεις ημέρες: Χρύσα Χατζηβασιλείου, Πέτρος Ρούσος, Παντελής Σίμος- Καραγκίτσης, Ανδρέας Τσίπας, Ανδρέας Τζήμας και Κώστας Λαζαρίδης. Το τότε ΚΚΕ ανασυγκροτείται την ίδια περίοδο από 212 αρχικά κομμουνιστές που δραπέτευσαν μεταξύ Απρίλη και Ιούνη του 1941 από τις φυλακές. Το ίδιο το ΕΑΜ συγκροτείται από αυτό το ΚΚΕ και εξαιρετικά μικρές οργανώσεις: την «Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας», το «Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας» και το «Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας».
Οι ιδέες γινόμενες υλική δύναμη δεν είναι παρά ανθρώπινες προεκτάσεις στο μέλλον που οι ρίζες τους βρίσκονται στο παρελθόν και το παρόν. Αυτές οι πολιτικές ιδέες – γενίκευση της Πράξης, δηλαδή της συλλογικής, κοινωνικής δραστηριότητας που αποβλέπει στην αναπαραγωγή της πραγματικότητας και ταυτόχρονα στο μετασχηματισμό της αναζητούνται στην εποχή μας.
Οι τάσεις, οι δυνάμεις και οι σχέσεις που υπάρχουν μέσα στην σημερινή κοινωνία έχουν στο πυρήνα τους το ανώτερο ποιοτικά στάδιο δυνητικού επιστημονικού μετασχηματισμού της φύσης και της κοινωνίας, την ανώτερη από ποτέ τάση μετάβασης από την «κυρίως καταναγκαστική στη κυρίως δημιουργική εργασία» με την επιστήμη άμεσα ενταγμένη, καθοριστική δύναμη παραγωγής. Και επομένως το ανώτερο στάδιο προσέγγισης στην δυνατότητα αξιοποίησης των «βαθύτερων εσωτερικών και ουσιαστικών συναφειών ύπαρξης και κίνησης της ύλης και του υλικού κόσμου».
Για την Αριστερά, στο βαθμό που η ίδια το κατανοεί, η εποχή μας δημιουργεί συνθήκες στρατηγικότερης αντεπίθεσης. Οφείλει επομένως να μιλήσει, σχεδιάσει και πράξει αυτό που αιτιολογεί το ιστορικά και κοινωνικά αναγκαίο της ύπαρξής της. Όχι για μια καλύτερη κοινωνία, την οποία ψεύτικα ή καλοπροαίρετα υπόσχονται όλοι, από τον Ομπάμα ως τον Ολάντ, τον Σαμαρά ως τον Κουβέλη, αλλά για:
Το αναγκαίο της νικηφόρας αναμέτρησης και ήττας στο σήμερα, της τρομοκρατικής πολιτικής του κεφαλαίου. Την ανακοπή και αντιστροφή των αρνητικών πολιτικών συσχετισμών της γενικότερης ιστορικής περιόδου υπέρ της εργατικής πολιτικής και της κομμουνιστικής προοπτικής. Και επομένως, για ένα πρόγραμμα αναγκαίων και ώριμων στόχων πάλης, αντίστοιχων της νέας εποχής σε σύνδεση με το στρατηγικό της στόχο και τα μέσα υλοποίησής τους: Το κίνημα, το μέτωπο το κόμμα. Δηλαδή συνολικά για τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής.
Η εργατική τάξη δεν χρειάζεται να διανύσει από το μηδέν την ενδιαφέρουσα, αναγκαία και περιπετειώδη πορεία της για την κοινωνική απελευθέρωση. Βασισμένη στις εμπειρίες που χάρισαν οι ήττες και οι νίκες του χθες μπορεί να ξαναρχίσει από την αρχή εκείνο που φαινόταν να έχει πραγματοποιηθεί, γιατί ήδη προβάλουν οι όροι που κάνουν δυνατή και δραματικά αναγκαία αυτή την πραγμάτωση.
Τώρα έχουμε το λαό που ταλαντεύεται ανάμεσα στο σκύψιμο και την υπερηφάνεια του αγώνα, ανάμεσα στην οργή και την απόγνωση, ανάμεσα στο δεν πάει άλλο και στο δεν ξέρω πώς πάει αλλιώς. Σ’ αυτήν τη περίοδο οι επαναστάτες κάνουν κριτική στον ίδιο τους τον εαυτό, γυρίζουν πάλι σε εκείνο που έχουν πραγματώσει, χλευάζουν με ωμή ακρίβεια τις ασυνέπειες, τις αδυναμίες, ή τις ελεεινότητες που παρουσιάζονται στις πρώτες απόπειρες, για να συναντηθούν ξανά με την αυτενέργεια, το πάθος, τη θέληση, τη φαντασία χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών που αναζητούν στο σήμερα τη σύγχρονη δικιά τους επαναστατική Αριστερά.
Πρόοδος -γράφει ο Μπέντζαμιν, είναι εκείνη η τρομερή θύελλα που ωθεί προς το επιθυμητό μέλλον ενώ την ίδια στιγμή τα ερείπια φτάνουν ως τον ουρανό.
Με τη θύελλα λοιπόν του παρόντος, για το επιθυμητό μέλλον, παραμερίζοντας τα ερείπια -ακόμα και τα δικά μας- αλλά με άλλη κουλτούρα και πολιτισμό.
* Εισήγηση στην εκδήλωση για το Δεκέμβρη 1944, στη Λέσχη Αναιρέσεις στην Αθήνα, στις 8/12/2012
Υπάρχουν δυο βασικοί πολιτισμοί, ενωμένοι και αντίθετοι, μέσα στο γενικό κοινωνικό πολιτισμό, μέσα στον ανεμοστρόβιλο της εκμετάλλευσης της φύσης και της μάχης με την ανθρώπινη εκμετάλλευση. Δυο πολιτισμοί μέσα στο συνολικό αποτέλεσμα της ιστορίας, που έχει άπειρους δημιουργούς, ηγεμόνες και κατακτητές, αλλά κανέναν τελικό αποκλειστικό ιδιοκτήτη.
Το ενδιαφέρον για την ιστορία έχει να κάνει κυρίως με αυτά που έρχονται. Έχει δηλαδή να κάνει με την αχαλίνωτη καπιταλιστική βαρβαρότητα, την εύθραυστη και αντιφατική ριζοσπαστικότητα, την κρισιμότητα ενός ιδιαίτερα μετά την κρίση ρευστού κόσμου που σημαδεύεται από την εκτίναξη όλων των βασικών του αντιθέσεων. Η ίδια η τάση αναζήτησης, επανεκτίμησης και επανάκτησης της ιστορίας είναι μια αντικειμενική ανάγκη, που είτε θα καλυφθεί τελικά από την ηγεμονία της αντιδραστικής ιστορικής αναθεώρησης με τις διάφορες παραλλαγές της, είτε θα σφραγισθεί από το εγχείρημα ενός νέου εργατικού πολιτισμού της κομμουνιστικής επανίδρυσης.
Οι μεγάλοι ιστορικοί σταθμοί, σε αυτή τη χώρα της Ανατολής, της ισχυρής πολιτικής παρουσίας του ευρωπαϊκού Βορρά, της αμερικάνικης Δύσης και των διασταυρούμενων αντιθέσεων, με κορυφαίο παράδειγμα την ΕΑΜική Αντίσταση και τον εμφύλιο, αποτελούν βασικά πεδία της σημερινής ταξικής αντιπαράθεσης. Η επαναπροσέγγιση αυτών των βασικών σταθμών της ιστορίας της πάλης των τάξεων οι οποίοι συνέτειναν στη διαμόρφωση της σύγχρονης πραγματικότητας, της δυναμικής και των συσχετισμών της, αποτελεί για την Αριστερά στοιχείο μετασχηματισμού και χάραξης στρατηγικής και τακτικής. Συνδέεται με τον αγώνα για την κατάκτηση ενός συγκεκριμένου εργατικού ιστορικού πολιτισμού της σύγχρονης πραγματικότητας, των δυνατοτήτων και των προοπτικών της.
Η Πράξη στο παρόν όχι μόνο κρίνει καθοριστικά τη πορεία προς το μέλλον αλλά φωτίζει ταυτόχρονα και ενεργοποιεί ανάλογα το πρόσφατο παρελθόν.
Επομένως η απάντηση για το ποια είναι η αλήθεια και το ποιος έχει δίκιο σήμερα, διαμορφώνεται περισσότερο και πιο καθαρά από ποτέ, εδώ, στη συγκεκριμένη Ιστορία, όπως μεταφέρεται και μετασχηματίζεται στις σημερινές αντικειμενικές συνθήκες και στους σημερινούς συσχετισμούς της ταξικής πάλης.
Από αυτή την άποψη το ποιος Δεκέμβρης, ποια ΕΑΜική αντίσταση, ποιος εμφύλιος ζει και επιδρά μέσα στην σημερινή ιστορική βαθμίδα, αποτελεί βασικό επίδικο ζήτημα, για την ωρίμανση ή όχι ενός ανώτερου κύκλου ανάπτυξης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Για την αστική τάξη, το ιστορικό παρελθόν που εισβάλλει στο παρόν δεν μπορεί να εξακολουθεί να έχει τη μορφή όπως αυτή αποκαλύπτεται στην εξαιρετικά προσεγμένη έρευνα της Καθημερινής στις 8 Φλεβάρη του 2009:
“Το ενδιαφέρον τη κοινής γνώμης (η «ζήτηση» για Ιστορία), που καταγράφεται, αναφέρεται στην έρευνα, είναι ιδιαιτέρως υψηλό (7 στους 10 ερωτηθέντες δηλώνουν ότι η ιστορία του εμφυλίου τους ενδιαφέρει «πολύ» ή «αρκετά»).” Στην ίδια έρευνα το 32 % των ερωτηθέντων δηλώνει πως θα έπαιρνε το μέρος της Αριστεράς αν ζούσε στον εμφύλιο και μόνο το 14% τη θέση της Δεξιάς. Το 39% δηλώνει πως δεν θα έπαιρνε μέρος και το 24% δεν απαντά.“
Η ιστορία πρέπει επομένως για την αστική τάξη να “ξαναγραφεί”, να προσαρμοστεί στις άμεσες και μακροπρόθεσμες επιδιώξεις της.
Τα τελευταία ειδικότερα χρόνια με αλλεπάλληλα συνέδρια (Κοπεγχάγη 1984, King’s College Λονδίνο, το 99, Πάντειο πανεπιστήμιο το 99 κ.λ.π.), με αφιερώματα στον ελληνικό τύπο, με ντοκιμαντέρ, απομνημονεύματα, βιογραφίες, αφηγήματα, ημερολόγια, ιστοριογραφικά έργα, μαρτυρίες, ντοκουμέντα, συνεντεύξεις, φωτογραφικά λευκώματα, χρονικά, με τεράστιο όγκο ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας, το κρυμμένο ενδιαφέρον για τη διπλή ελληνική επανάσταση, την ΕΑΜική και τον εμφύλιο κορυφώνεται και επιστρέφει εδώ στο πεδίο των υπαρκ
τών κοινωνικών αναμετρήσεων.
Το δίλημμα ή τα διλήμματα για την Ιστορία τίθενται διαρκώς:
Ανακάτεμα των ιστορικών γεγονότων σε ένα αστικό μίξερ που εξομοιώνει το εμβρυακά έστω επαναστατικό, το επαναστατικά λαθεμένο, με το αντεπαναστατικά μεταλλαγμένο; Κατάταξη των ιστορικών γεγονότων στη μεταμοντέρνα γενική κατηγορία μιας «ελεύθερης, αδέσμευτης, και ουδέτερης δήθεν αναζήτησης»;
Ρηχή και αγοραία εκμετάλλευση τους, στα όρια της αστικής ερμηνείας, της εύκολης μηδενιστικής καταδίκης και ανούσιας λαθολογίας; Προσέγγιση της ιστορίας με την Κριτική της στασιμότητας; Θανατηφόρα αυτάρκεια της δικαίωσης “παρά τα λάθη” ή τα “επιμέρους λάθη” ως προς τις προτεινόμενες στρατηγικές λύσεις αλλά και ως προς τη σύνδεση τους με την “άμεση” πολιτική;
Ή νηφάλια, τολμηρή, ριζική κριτική και αυτοκριτική αποτίμηή της, χωρίς απόκρυψη, μυστικοποίηση ή δαιμονοποίηση των ιστορικών γεγονότων με σκοπό τη στρατηγική επανίδρυση μιας μαζικά ακτινοβολούσας νέας νικηφόρας προοπτικής;
Η ιστορία με λίγα λόγια για την Αριστερά του 21ου αιώνα – και δη την επαναστατική – πρέπει με μια έννοια να αποκαλυφθεί. Να ερμηνευθεί με βάση τις υλικές, τις αντικειμενικές ανάγκες του νέου προγράμματος.
Ο αιώνας που πέρασε είναι μια ιστορική εποχή που σφραγίστηκε από τη δημιουργία των μεγάλων μονοπωλιακών σχηματισμών, τα ιμπεριαλιστικά κράτη και ενώσεις. Είναι ταυτόχρονα ένας αιώνας που χαρακτηρίστηκε από τη μεγάλη Οκτωβριανή επανάσταση. Από μια σειρά προλεταριακές, αντιιμπεριαλιστικές, αντιαποικιακές, εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις στις οποίες το ελληνικό αντάρτικο βρίσκεται ψηλά.
Ένας αιώνας στη διάρκεια του οποίου οι μεταβατικές κοινωνίες προς την εργατική δημοκρατία, οι σοσιαλιστικές –κομμουνιστικές σχέσεις, σε εθνική και διεθνή κλίμακα, δεν κυριάρχησαν. Αντίθετα ηττήθηκαν, αντιστράφηκαν και μεταλλάχτηκαν.
Είναι ταυτόχρονα – σε αντίθεση με όσους τον χαρακτηρίζουν αποκλειστικά ως «τον αιώνα της ήττας»- μια εποχή που οι οξύτατες ταξικές αναμετρήσεις οδήγησαν τον κυρίαρχο καπιταλισμό στη σημερινή νέα ιστορική βαθμίδα που σημαδεύεται, κατά τη γνώμη μας, από τον ανώτερο ποιοτικά, σε σχέση με την προηγούμενη ιστορική εποχή, επίπεδο ανάπτυξης της κομμουνιστικής διεθνικής δυνατότητας, αναγκαιότητας αλλά και καπιταλιστικής βαρβαρότητας. Στα πλαίσια αυτά, το ποιο ΕΑΜ, ποιος Δεκέμβρης και ποιος εμφύλιος ζει και επιδρά σήμερα, 70 χρόνια μετά, αποτελεί βασικό επίδικο για την ωρίμανση ή όχι ενός ανώτερου κύκλου ανάπτυξης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Εξ ου και η διαπάλη που εξελίσσεται.
Ισχυριζόμαστε πως η σημασία και επίδραση της ελληνικής ΕΑΜικής επανάστασης, της νίκης, της αντιφατικής εξέλιξης και της ήττας της, μπορεί να ενισχυθεί με νέο τρόπο, ώστε – αντίθετα με όσους προεξοφλούν από καιρό την εξάντληση της- να διαπαιδαγωγεί τις άμεσες προσπάθειες της εργατικής πολιτικής. Ο μετασχηματισμός του εμφυλίου και του ΕΑΜ σε υλική δύναμη του παρόντος και του μέλλοντος, δεν μπορεί βεβαίως να πραγματοποιηθεί με τον εμφύλιο της αστικής ιστορικής ερμηνείας. Ούτε με τη διαρκή αβεβαιότητα ή τη δογματική ακινησία, το αυτομαστίγωμα και τις πολυποίκιλες μεταμοντέρνες και μη δηλώσεις άρνησης του και μετανοίας. Αλλά με την ανάδειξη των αγωνιστικών, των κριτικών, των προωθητικών στοιχείων, που και οι ήττες, οι δικές μας ήττες, συχνά προσφέρουν για μια νέα επαναστατική σχετική βεβαιότητα, ταυτότητα και αυτοπεποίθηση.
Ισχυριζόμαστε πως η διπλή ελληνική εργατοαγροτική επανάσταση, η ΕΑΜική και του ΔΣΕ, μπορεί να μεγαλώνει και όχι να μικραίνει, μόνο αν αντιμετωπίζεται συνολικά και τελικά όχι ως η επανάσταση των λαθών ή η επανάσταση – ειδικά του δεύτερου αντάρτικου – που επιβλήθηκε από τους άλλους, από τους χίτες, τους ταγματασφαλίτες, Βρετανούς αλλά, ανεξάρτητα από την πολιτική του ΚΚΕ και σε σχέση με αυτήν, ανεξάρτητα από τα λάθη αλλά και με τα λάθη του ΚΚΕ, ως η επανάσταση που από την αυγή της, δηλαδή από την ΕΑΜική εξέγερση, επεχείρησε να πάρει αδύναμες επαναστατικές τελικά πολιτικές μετάβασης στην εργατική δημοκρατία. Μέτρα και πολιτικές που διατάρασσαν, επιχείρησαν ή απείλησαν να διαταράξουν τον ελληνικό καπιταλιστικό σχηματισμό.
Ως η επανάσταση που με πηγή και μήτρα τη λαϊκή δυναμική της ένοπλης ΕΑΜικής επανάστασης, προχώρησε στο δεύτερο αντάρτικο του 46-49 με επιδίωξη τελικά τη νίκη ακριβώς γιατί αν και ηττημένη το 44 ένοιωθε ακόμη ισχυρή. Γεγονός που επιδρούσε σε όλο τον κομματικό μηχανισμό και στην ηγεσία του.
Ισχύει όμως αυτή η εκτίμηση;
Τα ιστορικά δεδομένα αποκαλύπτουν πως από τη στιγμή που το ΕΑΜ πέρασε από τα μέσα του 42 στον ένοπλο αγώνα με τους 133.500 ΕΛΑΣίτες και πολιτοφύλακες στις 13 μεραρχίες, την αναρίθμητη λαϊκή υποστήριξη, τους 26.000 ένοπλους αντάρτες του δημοκρατικού στρατού στο δεύτερο αντάρτικο, ηγεσία και βάση αγωνίστηκαν με αυτοθυσία και ηρωισμό για τη νικηφόρα έκβαση του. Όταν κατά τη διάρκεια της κατοχής φουντώνει το αντάρτικο και μια σειρά περιοχές ελευθερώνονται, τα διορισμένα από τους συνεργάτες των Γερμανών κοινοτικά συμβούλια, που είχαν χρεοκοπήσει στη συνείδηση του λαού, διαλύονται. Προβάλλει πλέον με οξύτητα το πρόβλημα της διοίκησης, το πρόβλημα της εξουσίας.
Η ανάπτυξη του εθνικο-απελευθερωτικού και ιδιαίτερα του ένοπλου αγώνα έθεσε το πρόβλημα της διαμόρφωσης νέων θεσμών λαϊκής εξουσίας, ανολοκλήρωτης τελικά. Οι πρώτες προσπάθειες για την εγκαθίδρυση της νέας εξουσίας γίνονται στα απελευθερωμένα από τον ΕΛΛΑΣ ορεινά χωριά της Ευρυτανίας, Φουρνά, Βράχα και Κλειτσό,τον Οκτώβρη του 1942. Λίγο αργότερα, το Δεκέμβρη του 1942, στην ίδια περιοχή συντάσσεται ο Κώδικας Ποσειδώνας που αποτέλεσε το πρώτο νομοθέτημα που έθεσε τις βάσεις για την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας:
«Πηγή εξουσίας είναι ο λαός. Η Γενική Συνέλευση των κατοίκων είναι το ανώτατο όργανο και κύριος φορέας αυτής της εξουσίας. Η διοικητική εξουσία ασκείται από την Επιτροπή Λαϊκής Αυτοδιοίκησης (ΕΛΑ). Η ΕΛΑ είναι όργανο αιρετό, ανακλητό και υπόλογο στη Γενική Συνέλευση ενώ το αξίωμα συμμετοχής σε αυτήν είναι τιμητικό, άμισθο και υποχρεωτικό. Η δικαστική εξουσία περνάει στα χέρια του λαού μέσω των Λαϊκών Δικαστηρίων, τα μέλη των οποίων εκλέγονται από τον ίδιο το λαό. Η δικαιοσύνη απονέμεται δωρεάν. Για πρώτη φορά οι γυναίκες αποκτούν δικαίωμα ψήφου και ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες.
Το χαρακτήρα της λαϊκής εξουσίας που δημιουργήθηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα μας δίνει με άμεσο τρόπο η ερμηνευτική εγκύκλιος των Διατάξεων του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ:
«Όταν μιλάμε για αυτοδιοίκηση, δεν εννοούμε 10-15 πρόσωπα που αποτελούν το Κοινοτικό Συμβούλιο και τις διάφορες επιτροπές, αλλά όλο το χωριό. Όλοι οι πολίτες, άνδρες και γυναίκες, με το θεσμό των Γενικών Συνελεύσεων και το δικαίωμα που έχουν σε κάθε στιγμή να ανακαλούν τα όργανα της Αυτοδιοίκησης έχουν το δικαίωμα να κρίνουν, να ελέγχουν, να καθοδηγούν τα όργανα της Αυτοδιοίκησης, δίνοντας έτσι ώθηση και πρωτοβουλία και βοήθεια στη δράση τους, ενώ παράλληλα με το δικαίωμα της ανάκλησης έχουν τη δυνατότητα να ξεκαθαρίζουν άμεσα την Αυτοδιοίκηση από κάθε σάπιο μέλος της».
Η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, (ΠΕΕΑ), η κυβέρνηση του βουνού, που συγκροτήθηκε το Μάρτη του 1944, στήριξε την κεντρική της εξουσία στους λαοκρατικούς θεσμούς της Εθνικής Αντίστασης. Στη μετέπειτα περίοδο του αγώνα του ΔΣΕ εμφανίστηκαν ξανά τα φύτρα νέων θεσμών λαϊκής εξουσίας, συνέχεια της εποποιίας της ΕΑΜικής Αντίστασης..
Στη νέα αυτή εξουσία από ένα στάδιο ανάπτυξης της και μετά στηρίχτηκε η δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στις 23 Δεκέμβρη του 1947. Στη διακήρυξή της προς τον ελληνικό λαό καθόριζε ως εξής τους σκοπούς της:
«Πρώτος και κύριος σκοπός της ΠΔΚ είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξενική, ιμπεριαλιστική επέμβαση και για τη νίκη της δημοκρατίας.
Επίσης να κυβερνήσει πάνω σε λαϊκές και δημοκρατικές βάσεις, παίρνοντας όλα τα μέτρα για την ανάπτυξη των λαϊκοδημοκρατικών θεσμών και μεταρρυθμίσεων, όπως των λαϊκών συμβουλίων, της λαϊκής δικαιοσύνης, της αγροτικής μεταρρύθμισης, της λαϊκής παιδείας και για την αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών του λαού στις ελεύθερες και απελευθερωμένες περιοχές. Το ίδιο για την εθνικοποίηση των ξένων εταιρειών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας». Οι καταστατικές διατάξεις του Γενικού Αρχηγείου του Δ.Σ. που είχαν ήδη από τις 10 Αυγούστου του 1947 δημοσιευθεί καθόριζαν το λαϊκοδημοκρατικό χαρακτήρα της εξουσίας αυτής.
Ως προς το πολίτευμα ορίζεται ότι «η Ελλάδα είναι χώρα ελεύθερη, ανεξάρτητη και δημοκρατική» και ότι «οι εξουσίες πηγάζουν από το λαό, ασκούνται από το λαό και υπάρχουν για το λαό». Ως προς τη βασιλική δυναστεία των Γλύξμπρουκ, αυτοί θεωρούνται έκπτωτοι, ενώ το δημοψήφισμα που τους επανέφερε θεωρείται άκυρο.
«Ο ελληνικός λαός θα αποφανθεί ελεύθερα για το οριστικό πολίτευμα της Ελλάδας», λέει χαρακτηριστικά το άρθρο 2. Εκτός της ισότητας ανδρών και γυναικών, καθιερώνεται η ισότητα των εθνικών μειονοτήτων με τους υπόλοιπους Έλληνες ως προς τη δυνατότητα να διατηρήσουν και να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους, τη γλώσσα τους κλπ. Κάθε πράξη που αποβλέπει στη δίωξη προσώπων ή ομάδων για τη φυλή τους, την εθνικότητά τους ή τις δημοκρατικές τους πεποιθήσεις θεωρείται έγκλημα κατά του λαού.
Οι λαϊκές ελευθερίες κηρύσσονται ως ιερές και απαραβίαστες και ο λαός μπορεί να υπερασπίζεται τα δημοκρατικά του δικαιώματα ενάντια σε οποιαδήποτε αντιλαϊκή επιβουλή. Ταυτόχρονα διώκεται κάθε φασιστική δράση ή οργάνωση. Η εργασία κηρύσσεται ως η βασική κοινωνική λειτουργία και δημιουργεί δικαίωμα για την απόλαυση όλων των αγαθών της ζωής. Τέλος, οι διατάξεις καθορίζουν και οριοθετούν τις σχέσεις της λαϊκής εξουσίας με τους διεθνείς οργανισμούς:
«Η λαϊκή εξουσία δέχεται και ενθαρρύνει κάθε συνεργασία και βοήθεια από το ξένο κεφάλαιο ή από διεθνείς οργανισμούς που θα συντελεί στην προώθηση της ελληνικής οικονομίας και θα στηρίζεται στην αρχή της ισοτιμίας. Δεν αναγνωρίζει όμως και καταργεί κάθε προνόμιο ή δικαίωμα, που έχει παραχωρηθεί σε ξένους, άτομα ή εταιρείες ή κράτη ασυμβίβαστο με την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Συμβάσεις κρατικές και προνόμια που παραχωρήθηκαν σε ξένους και που είναι ασυμβίβαστα με το λαϊκό και εθνικό συμφέρον δεν αναγνωρίζονται από τη λαϊκή εξουσία».
Το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ, εκτός από τις καταστατικές διατάξεις για την Ελεύθερη Ελλάδα, εξέδωσε ακόμα στις 10 Αυγούστου 1947 τέσσερις αποφάσεις:
για την οργάνωση της λαϊκής εξουσίας,
για τη λαϊκή δικαιοσύνη,
για τη διανομή της γης και
για την εκμετάλλευση των δασών.
Από την «Εξόρμηση» , την εφημερίδα του ΓΑ του Δ.Σ., στις 22 Νοεμβρίου 1947, παίρνουμε αρκετές πληροφορίες. “Με το πρόβλημα της γης καταπιάστηκαν τα Λαϊκά Συμβούλια και έκαναν διανομή των δημόσιων, κοινοτικών και εκκλησιαστικών κτημάτων στους ακτήμονες. Για παράδειγμα στην περιοχή της Καστοριάς μοιράστηκαν περίπου 700 στρέμματα γης τσιφλικάδων και ορισμένων προδοτών.
Οι νέοι λαϊκοί θεσμοί, που όπως είπαμε, γεννήθηκαν πριν ακόμα τη δημιουργία της ΠΔΚ, επεκτείνονταν σιγά-σιγά σε όλες τις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Η «Εξόρμηση» π.χ. της 2ας Οκτωβρίου 1948 μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για το πως προχώρησε η νέα εξουσία: «Ο θεσμός της λαϊκής αυτοδιοίκησης ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό όλων. Σε 323 ελεύθερα χωριά έγιναν εκλογές με τη συμμετοχή όλου του λαού και εκλέχτηκαν λαϊκά συμβούλια και δικαστήρια. Έγιναν 6 συνελεύσεις λαϊκών δικαστών όπου πήραν μέρος πάνω από 600 λαϊκοί δικαστές.»…
Από τα συνολικά παραπάνω στοιχεία επαληθεύεται επομένως ο ισχυρισμός για το χαρακτήρα της διπλής ελληνικής επανάστασης.
Η Οκτωβριανή επανάσταση είναι πρόσφατη. Το κύρος της συμπλέκεται με τους εξαιρετικά αναγκαίους αλλά περιορισμένους στόχους της εποχής των κομμουνιστικών κομμάτων και σε συνδυασμό με τις λαϊκές δυνάμεις που απελευθερώνονται, δημιουργείται το τελικό αποτέλεσμα που είναι αυτό που τελικά είναι:
Μια επανάσταση που έπρεπε ή να νικήσει ή να συντριβεί. Μια επανάσταση που για τον καπιταλισμό έπρεπε πάση θυσία να συντριβεί ιδεολογικά, πολιτικά και φυσικά. Η συντριβή της ειδικά για τον ελληνικό καπιταλισμό ήταν όρος για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του. Η συντριβή της ήταν επίσης μια από τις δεδηλωμένες προϋποθέσεις περιορισμού των επαναστάσεων όσο και του μέλλοντος των επαναστάσεων στην Ευρώπη:
Στις 5 Μάρτη 1946 στο μικρό πανεπιστήμιο της κωμόπολης Φούλτον του Μισούρι των ΗΠΑ, ένας προσκεκλημένος VIP εκφώνησε ένα βαρυσήμαντο πολιτικό λόγο. Ήταν ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, πρώην πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας. Μεταξύ των ακροατών του και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Χάρι Τρούμαν. Ο λόγος έκανε το γύρο του κόσμου και έμεινε ιστορικός. Και όχι άδικα: Ήταν, στην πραγματικότητα, η επίσημη και τυπική κήρυξη του «Ψυχρού Πολέμου» ενάντια στην ΕΣΣΔ. Με επιχειρήματα ο Τσόρτσιλ κηρύσσει την ΕΣΣΔ λίγο – πολύ σε εχθρό της ανθρωπότητας, ενάντια στον οποίο όλα επιτρέπονται. Εκτίμηση που τέμνεται με αυτήν του Χίτλερ (Μάρτης του 41) «Ο κομμουνισμός είναι ένας τρομαχτικός κίνδυνος για το μέλλον. Πάλη ενάντια στη Ρωσία: Εξολόθρευση των μπολσεβίκων επιτρόπων και της κομμουνιστικής διανόησης.»
Σε αυτή τη λογική στηριζόταν η συνειδητή επεξεργασμένη πολιτική γραμμή των Άγγλων στην Ελλάδα. Γι αυτό και παρουσιάζονται το Δεκέμβρη του 44 με 80.000 στρατό, τανκς και ένα σμήνος βομβαρδιστικών πριν καν ολοκληρωθεί η απρόσκοπτη αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και πριν καν τελειώσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος! Για τη συντριβή της ενεργοποιήθηκαν κατά κύματα, από το 1944 ως το 1949, για πέντε ολόκληρα χρόνια, τρεις καπιταλιστικοί κρατικοί σχηματισμοί:
Ο ελληνικός με το παρακράτος του και το ραγδαία ανασυγκροτούμενο κράτος, ο βρετανικός και ο αμερικάνικος με την παγκόσμια πρώτη στη χρήση ναπάλμ, την οργάνωση του Νταχάου της Μακρονήσου, των εκκενώσεων χωριών, τους συμβούλους, την απεριόριστη οικονομική βοήθεια. Στην περίοδο που εξετάζεται η γενική πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων είχε καθοριστεί από το 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935. Τότε που σωστά επιδιώκεται η ανάγκη μιας μορφής αντιφασιστικού μετώπου. Μετώπου που όπως όμως η Πράξη επαληθεύει επικαθορίζεται από έναν στρατηγικής τελικά σημασίας στόχο: Αυτόν της υπεράσπισης και ανάπτυξης της αστικής Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με τις αποφάσεις του συνεδρίου
“το δίλημμα δεν είναι αστική ή σοσιαλιστική Δημοκρατία αλλά φασισμός ή αστική δημοκρατία”. (Δημητρώφ)
Τα ΚΚ, και το ΚΚΕ που ακολουθούν πιστά αυτή την πολιτική, υποτιμούν τόσο τη ταξική πάλη μέσα στα μπλοκ της Αντίστασης όσο και τον ίδιο τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Έτσι αντί έγκαιρα και οργανωμένα να μετασχηματίσουν και προσανατολίσουν το αντιφασιστικό ρεύμα για το επαναστατικό άλμα, λυγίζουν το ραβδί προς τα «δεξιά». Συμπυκνώνουν και μετατοπίζουν δεξιότερα την πολιτική τους, με βάση το τρίπτυχο “Αναγέννηση της αστικής δημοκρατίας – περιορισμό της ασύδοτης δράσης των μονοπωλίων – Εθνική Ανεξαρτησία”. Τρίπτυχο που επαναλαμβάνεται από τους απανταχού κομμουνιστές ως γενικά ισχύον αλλάζοντας απλώς το όνομα κάθε χώρας.
Η Στρατηγική αυτή συνοδεύτηκε από μια πολιτική συμμαχιών από τη σοσιαλδημοκρατία ως τη δημοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης και τις προοδευτικές αστικές δυνάμεις. Δυνάμεις που το ηγεμονεύουν και το περιορίζουν τελικά στην πολιτική ενός ασαφούς «εθνικού» ρόλου, στην άσκηση φιλολαϊκότερης διαχείρισης του αστικού κράτους. Η στρατηγική αυτή οδηγεί στην απομάκρυνση από τις «επαναστατικές χίμαιρες» και στη μετατόπιση στον αγώνα για «ειρήνη και δημοκρατία». Η ακολουθούμενη αυτή πολιτική αποθαρρύνει τα εγχειρήματα κατάληψης της εξουσίας μετά την αποχώρηση των ναζί από τις κατεχόμενες χώρες όπου οι κομμουνιστές είναι πλέον κοινωνικά ισχυροί και μαζικοί (Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία) εκτός όπου συγκροτούν αρκετά νωρίς μια διαφορετική ανεξάρτητη στρατηγική και επιτυγχάνουν (Γιουγκοσλαβία και Κίνα – Ο Μάο και το ΚΚΚ απορρίπτει την εντολή της Κ.Δ. για συμβιβασμό με τον Τσαγκ Γκαι Σεκ). Τα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης, οδηγούνται τελικά στη συμμετοχή τους σε αστικές κυβερνήσεις τη διετία 45 -47- υπό το Ντε Γκολ στη Γαλλία, υπό το ντε Γκάσπαρι με σοσιαλιστές και χριστιανοδημοκράτες στην Ιταλία, υπό τον Γ Παπανδρέου στην Ελλάδα και την αποβολή τους από αυτές.
Το 7ο συνέδριο της ΚΔ ψηφίστηκε ομόφωνα και φέρει την υπογραφή όλων, και της υπό το Ζαχαριάδη ηγεσίας του ΚΚΕ. Επομένως στις υπογραφές των συμφωνιών της Βάρκιζας, του Λιβάνου και της καζέρτας, συνυπάρχουν είτε το θέλουμε είτε όχι, τα ονόματα των τότε επαναστατών, της Ιμπραρούρι και του Σιάντου, του Δημητρώφ και του Τολιάτι, το Ζωρέζ και του Μανουηλίσκι. Στη μεταπολεμική Γαλλία και Ιταλία, σε μια περίοδο που το εργατικό κίνημα είναι πολύ ισχυρό (μεγάλες απεργίες σε Γαλλία και Ιταλία το 1945-48) και που υπάρχουν ακόμη δομές της Αντίστασης και έμβρυα εργατικής εξουσίας, τα ΚΚ αποκηρύσσουν τα όργανα λαϊκής εξουσίας και την επαναστατική δυνατότητα για χάρη της ειρηνικής εξέλιξης, της «δημοκρατίας» και της «εθνικής συμφιλίωσης».
Μετατοπίζονται μάλιστα σε αντιεπιστημονικές εξωιστορικές εκτιμήσεις που με τη μία ή την άλλη μορφή ταξιδεύουν ως τις δεκαετίες του 70 – 80, ότι – σύμφωνα με τον Τολιάτι – τα καθεστώτα που γεννήθηκαν από τη αντιφασιστική αντίσταση είναι ένα μάλλον αστικό καθεστώς με καπιταλιστική οικονομία αλλά με μεγάλη αυτονομία του πολιτικού συστήματος. Τόσο μεγάλη ώστε το μάλλον αυτό αστικό καθεστώς στηρίζεται μετά την αντιφασιστική νίκη κυρίως στο προλεταριάτο το οποίο τελικά, θέλει δεν θέλει εκφράζει. Η υφαρπαγή της εξουσίας έχει αρχίσει από καιρό βαθμιαία ανεπαίσθητα και αμετάκλητα!
Αυτές οι επιλογές, αυτές οι πολιτικές αρλούμπες, εγκαινιάζουν την αρχή ενός στρατηγικού βαθέματος όχι μόνο προς τον ειρηνικό δρόμο, αλλά και τη στροφή προς ένα «νέου νέου τύπου» θεσμικό κομμουνιστικό κόμμα, με έμφαση στις εκλογές, στις κοινοβουλευτικές μάχες, στις μεταρρυθμίσεις, στην ανομολόγητη ανοχή προς αστικές κυβερνήσεις και εντέλει στη συγκυβερνητική εκδοχή. Ο σοσιαλισμός θα είναι προϊόν αυτοσυγκράτησης, νηφαλιότητας, αυτοκυριαρχίας, υπευθυνότητας αλλά και με ρήξεις και γι’ αυτό επαναστατικός. Αυτή η άποψη που επανέρχεται κατά καιρούς στις μέρες μας στα ακραία όρια (Φλωράκης, Κουβέλης) έρχεται επομένως από τα παλιά και με άλλα ρούχα. Σημερινές πολιτικές, κυρίως ατο ΣΥΡΙΖΑ, επιστρέφουν με αγωνία στα πνεύματα του παρελθόντος, δανείζονται τα ονόματα τους, τις φορεσιές και τις πανοπλίες τους για να παρουσιαστούν με αυτή τη μεταμφίεση και αυτή τη δανεισμένη γλώσσα στη καινούρια σκηνή της ιστορίας. Επιστρέφουν και παραμένουν σε ένα μείγμα ενός είδους ανάγνωσης και πολιτικής εφαρμογής ενός ασαφούς σοσιαλισμού ασύνδετων προγραμμάτων πάλης, ρήξεων χωρίς ρήξη, που μοναδικό του σαφές είναι η άρνηση της κοινωνικής ανατροπής για ένα απροσδιόριστο δρόμο ενός καπιταλισμού με ανθρώπινο δήθεν πρόσωπο.
Οι χρεωκοπημένες αυτές ιδέες δεν είναι καρπός εξωτερικού παράνομου δεσμού της Αριστεράς με το αναγεννημένο εργατικό κίνημα αλλά γέννημα αιμομικτικής γονιμοποίησης εντός της εκφυλιζόμενης παλαιάς κομμουνιστικής οικογένειας.
Αυτές οι πολιτικές είναι η βάση της μη κατάληψης της εξουσίας από το ΕΑΜ αμέσως με την αποχώρηση του γερμανικού στρατού. Των εγκληματικών καθυστερήσεων στην κήρυξη του ελληνικού δεύτερου αντάρτικου. Της επιχειρούμενης το 44-47 περιορισμού του δεύτερου αντάρτικου στη στρατηγική των ομαλών δημοκρατικών εξελίξεων.
Το 1943 στην Ελλάδα υπήρχαν τρεις κυβερνήσεις, τρεις στρατοί. Η ελληνική κυβέρνηση των συνεργατών των γερμανών με τα τάγματα ασφαλείας – ταγματασφαλίτες – γερμανοτσολιάδες, η κυβέρνηση του αποδράσαντος στη Μέση Ανατολή αστικού πολιτικού κόσμου με τον εκεί στρατό της και το ασθενές αντιστασιακό τμήμα της στην Ελλάδα, (ΕΔΕΣ-ΕΚΑ) και η κυβέρνηση του ΕΑΜ με τα 2500000 εκατομμύρια μέλη, τους 133.500 ΕΛΑΣίτες και πολιτοφύλακες στις 13 μεραρχίες, την αναρίθμητη λαϊκή υποστήριξη.
Η κατάσταση αυτή – τίποτα να μην έκανε ο ξένος παράγοντας – εγκυμονούσε μόνο ένοπλη επαναστατική λύση την οποία ξεκίνησε από την πλευρά των αστών το Δεκέμβρη του 44. Αντί αυτού το ΕΑΜ προχωρά σε καταιγισμό υποχωρήσεων. Στο υπό τη αιγίδα των Άγγλων Συνέδριο του Λιβάνου , το Βατερλό του ΕΑΜ, του ΚΚΕ και όλων των αριστερών πολιτικών δυνάμεων, το Μάιο του 1944 διαπραγματευόμενοι το ποσοστό των υπουργών στη κυβέρνηση εθνικής ενότητας.
Στη γνωστή συμφωνία το Σεπτέμβρη του 44 στην Ιταλική πόλη Καζέρτα ανάμεσα στον τότε «επιλεχθέντα και αναγνωρισθέντα ως πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου και τέσσερις ΕΑΜικούς υπουργούς (Πορφυρογένης, Ζέβγος, Σβώλος , Τσιριμώκος). Κατά τους όρους της συμφωνίας αυτής, όλες οι ανταρτικές δυνάμεις που δρούσαν στην Ελλάδα θα υπάγονταν στις διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, η οποία στη συνέχεια θα τις έθετε υπό τις διαταγές του στρατηγού Ρ. Σκόμπυ, που θα ηγούνταν των βρετανικών απελευθερωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Οι στρατιωτικοί ηγέτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ αναλάμβαναν την υποχρέωση να απαγορεύσουν στις ανταρτικές μονάδες οποιαδήποτε δράση που θα απέβλεπε στην κατάληψη της εξουσίας. Συγκεκριμένα για την Αθήνα, αναφερόταν ότι «ουδεμία ενέργεια θα αναληφθεί εκτός υπό τας αμέσους διαταγάς του στρατηγού Σκόμπυ».
Η υποχώρηση οδήγησε στην αντεπίθεση των άγγλων και των ελλήνων αστών πολιτικών η έναρξη της οποίας συμβαίνει στις τρεις και τέσσερεις με τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα, την ένοπλη επίθεση των αστών ενάντια όχι στην ηγεσία την οποία διατηρούν για διαπραγματεύσεις, αλλά στον αγωνιζόμενο Λαό που άφησε πίσω τους περίπου 7.000 μαχητές νεκρούς (230 Άγγλους, 3.500 Κυβερνητικούς, 3.000 ΕΑΜικούς) και απροσδιόριστο αριθμό αμάχων. Επίθεση που έχει αποτέλεσμα αφού μετά από αυτήν το ΚΚΕ χάνει – λένε οι μελέτες μεγάλο αριθμό μελών και οι δυνάμεις του ΕΛΛΑΣ υποχρεώθηκαν να εκκενώσουν την Αττική και τη Θεσσαλονίκη. Με την ανακωχή που υπογράφεται στις 11 Ιανουαρίου 1945 ανάμεσα στους Άγγλους και τον ΕΛΑΣ. Η ένοπλη επίθεση το Δεκέμβρη του 44 εναντίον όχι της ηγεσίας της Αριστεράς αλλά εναντίον του Λαού, είναι η αστική αντεπαναστατική απάντηση στην έλλειψη επαναστατικής απάντησης από το ΕΑΜ.
Οδήγησε στη Συμφωνία της Βάρκιζας που υπογράφηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 και προέβλεπε, μεταξύ άλλων, αφοπλισμό όλων των ένοπλων σωμάτων της Αντίστασης, ανασύνταξη του Εθνικού Στρατού, εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από τους συνεργάτες των Γερμανών, αμνηστία για τα πολιτικά αδικήματα, δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα και εκλογή Συντακτικής Συνέλευσης για την κατάρτιση νέου Συντάγματος. Φυσικά, παρά τις συμφωνίες, το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις δεν έδειχνε να γεφυρώνεται και δεν μπορούσε να γεφυρωθεί εξ αιτίας της κοινωνικής πόλωσης.
Η περίοδος του 44-49 χωρίζεται λοιπόν σε δύο περιόδους διαφορετικές αλλά και όμοιες μεταξύ τους στον πολιτικό χώρο και στο χρόνο. Η πρώτη (44 – 47) είναι η περίοδος των καταγγελιών για τη προδομένη δημοκρατία, για τον καταποντισμένο από τους ταγματασφαλίτες, τους βρετανούς και τους συνεργάτες των γερμανών, εκδημοκρατισμό της Ελλάδας.
Η περίοδος στην οποία ηγεμονεύουν οι μικρομεσαίες προσδοκίες για ένα ευρύτερο «δημοκρατικό αντιφασιστικό στρατόπεδο» και οι ψευδαισθήσεις για ένα συμβιβασμό με αστικές δημοκρατικές δυνάμεις. Για να επαληθευθεί η Ρόζα Λούξεμπουργκ που είχε ξεκαθαρίσει από το 1898, ότι η διαφορά μεταξύ επαναστατών-μεταρυθμιστών δεν είναι μόνο ο δρόμος (η τακτική) αλλά ο δρόμος και ο στόχος αυτού του δρόμου, δηλαδή το ίδιο το περιεχόμενο του. Η περίοδος που το ΚΚΕ πεισματικά ακολουθεί την καταστροφική γραμμή όχι της γενικής αλλά της βαθμιαίας ανάπτυξης του αντάρτικου παρά το τρομοκρατικό όργιο 20000 οπλοφορούντων παρακρατικών με τους 1192 νεκρούς, τους 6413 τραυματίες, τους 70000 συλληφθέντες, τις 165 βιασμένες γυναίκες, τις 572 επιδρομές σε τυπογραφεία ΕΑΜικών εντύπων.
Η αλλαγή φρουράς του ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα με την υποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας και την παραχώρηση της πρωτοκαθεδρίας στις ΗΠΑ το Μάρτη του 47 οδηγεί στη συνέχιση με νέους δυσμενέστερους όρους της πολιτικής, συντριβής του αντάρτικου. Με τη ραγδαία ανασυγκρότηση του εθνικού στρατού, τις βόμβες ναπάλμ, το Νταχάου της Μακρονήσου, τις εκκενώσεις χωριών που οδήγησαν στο βίαιο ξεσπίτωμα και μετακίνηση 600.000 ανθρώπους. Το ΚΚΕ τότε πλέον, το Σεπτέμβρη του 47, 22 μήνες από την έναρξη(!), τροποποιεί σοβαρά την πολιτική του και μετατοπίζει του κέντρο βάρους στην συνολική ένοπλη δράση ως προτεραιότητα και με στόχο πλέον την κατάληψη της εξουσίας.
Η δεύτερη περίοδος λοιπόν από το 47 ως το 49 είναι η περίοδος μιας νέας – αναγκαστικής έστω – επαναστατικής επαγγελίας που αρχίζει να σιγοτραγουδά σε διάφορες παραλλαγές. Σε αυτή την περίοδο κυριαρχούν οι πολλαπλές πρωτοπορίες των άγνωστων αγωνιστών μιας ριζικής ανατροπής χωρίς αστικά κοινωνικά όρια, χωρίς ακρωτηριασμένα δικαιώματα, χωρίς απαγορευμένες ζώνες, αλλά και με υπονομευμένη ήδη από το 35 την επαναστατική στρατηγική.
Κυριαρχούν ο Κοβοκλής, η Παναγιώτα, οι 4500 ένοπλες γυναίκες, το μεγαλύτερο αντάρτικο γυναικείο τμήμα στην ευρωπαϊκή ιστορία. Αυτοί που μετέπειτα τους ονόμασαν αδιακρίτως ηλικίας και τοποθέτησης «συμμορίτες». Αυτοί οι κατάδικοι μας αγωνιστές που ίσως αποδειχθούν ιστορικά οι πιο δικαιωμένοι.
Το 1944 στο κλασικό τοτινό ποίημα, «Ο Γέρος της Ντάουνινγκ Στριτ», που χωρίς περιστροφές αναφέρεται στον Τσόρτσιλ, ο Μπρεχτ είναι κατηγορηματικός:
«Σφίχτε τα πέτσινα ζωνάρια σας, της Φλάνδρας εργάτες! Ο Γέρος της Ντάουνινγκ Στριτ προγευματίζει σήμερα το πρωί με τους 300 σας προδότες. Κρατήστε τους γιους σας μέσα στο σπίτι, μανάδες της Αθήνας! Ή ανάψτε γι” αυτούς ένα κερί: απόψε το βράδυ Ο Γέρος της Ντάουνινγκ Στριτ σας φέρνει πίσω το Βασιλιά σας, Μπρος, σηκωθείτε απ” τα κρεβάτια σας του Εργατικού Κόμματος λόρδοι! Ελάτε να βουρτσίσετε του Γέρου της Ντάουνινγκ Στριτ το αιματόβρεκτο σακάκι!».
Στο ποίημα αυτό αντανακλάται ένα εργατικό ρεύμα που εμφανίζεται αυτή την περίοδο το οποίο δεν έχει ψευδαισθήσεις ως προς το ρόλο των ιμπεριαλιστών, της εγχώριας αστικής τάξης, την αναγκαιότητα μετατροπής του αντιφασιστικού σε αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό μέτωπο. Στην Ελλάδα προσωποποιείται στον Άρη και στους τόσους άλλους λαϊκούς επαναστάτες και διανοούμενους. Ως αποδείχτηκε όμως ιστορικά ήταν αδύναμο πολιτικά και οργανωτικά για να σφραγίσει τις εξελίξεις γι αυτό και συνθλίφτηκε. Ο Άρης δεν μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει παρά μόνο ως σπόρος για τα μελλούμενα.
Οι επαναστάσεις του περασμένου αιώνα είναι οι δικές μας επαναστάσεις που τιμούμε και για αυτό τις κρίνουμε με γνώμονα τη νίκη των επαναστάσεων του 21ου αιώνα.
Το ΕΑΜ και ο Εμφύλιος, αυτή η διπλή ελληνική επανάσταση – γεννήτοράς μας βουβά και ανομολόγητα εξακολουθούν να αποτυπώνουν την παρουσία τους, στην άδηλη καθημερινότητα, στη συγκρότηση της συλλογικής μνήμης ακόμη και στη σχηματοποίηση στάσεων και συμπεριφορών.
Στο ίδιο το ΕΑΜικό αποκαλύπτεται έπος πάνω από όλα η αχαλιναγώγητη δύναμη των ιδεών, αυτών που κινούν τελικά τα νήματα της ιστορίας. Το ΕΑΜ ιδρύθηκε με την απόφαση της 6ης ολομέλειας της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ τον Ιούλη του 1941. Σε αυτήν πήραν μέρος έξι(!) άνθρωποι που συνεδρίαζαν επί τρεις ημέρες: Χρύσα Χατζηβασιλείου, Πέτρος Ρούσος, Παντελής Σίμος- Καραγκίτσης, Ανδρέας Τσίπας, Ανδρέας Τζήμας και Κώστας Λαζαρίδης. Το τότε ΚΚΕ ανασυγκροτείται την ίδια περίοδο από 212 αρχικά κομμουνιστές που δραπέτευσαν μεταξύ Απρίλη και Ιούνη του 1941 από τις φυλακές. Το ίδιο το ΕΑΜ συγκροτείται από αυτό το ΚΚΕ και εξαιρετικά μικρές οργανώσεις: την «Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας», το «Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας» και το «Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας».
Οι ιδέες γινόμενες υλική δύναμη δεν είναι παρά ανθρώπινες προεκτάσεις στο μέλλον που οι ρίζες τους βρίσκονται στο παρελθόν και το παρόν. Αυτές οι πολιτικές ιδέες – γενίκευση της Πράξης, δηλαδή της συλλογικής, κοινωνικής δραστηριότητας που αποβλέπει στην αναπαραγωγή της πραγματικότητας και ταυτόχρονα στο μετασχηματισμό της αναζητούνται στην εποχή μας.
Οι τάσεις, οι δυνάμεις και οι σχέσεις που υπάρχουν μέσα στην σημερινή κοινωνία έχουν στο πυρήνα τους το ανώτερο ποιοτικά στάδιο δυνητικού επιστημονικού μετασχηματισμού της φύσης και της κοινωνίας, την ανώτερη από ποτέ τάση μετάβασης από την «κυρίως καταναγκαστική στη κυρίως δημιουργική εργασία» με την επιστήμη άμεσα ενταγμένη, καθοριστική δύναμη παραγωγής. Και επομένως το ανώτερο στάδιο προσέγγισης στην δυνατότητα αξιοποίησης των «βαθύτερων εσωτερικών και ουσιαστικών συναφειών ύπαρξης και κίνησης της ύλης και του υλικού κόσμου».
Για την Αριστερά, στο βαθμό που η ίδια το κατανοεί, η εποχή μας δημιουργεί συνθήκες στρατηγικότερης αντεπίθεσης. Οφείλει επομένως να μιλήσει, σχεδιάσει και πράξει αυτό που αιτιολογεί το ιστορικά και κοινωνικά αναγκαίο της ύπαρξής της. Όχι για μια καλύτερη κοινωνία, την οποία ψεύτικα ή καλοπροαίρετα υπόσχονται όλοι, από τον Ομπάμα ως τον Ολάντ, τον Σαμαρά ως τον Κουβέλη, αλλά για:
Το αναγκαίο της νικηφόρας αναμέτρησης και ήττας στο σήμερα, της τρομοκρατικής πολιτικής του κεφαλαίου. Την ανακοπή και αντιστροφή των αρνητικών πολιτικών συσχετισμών της γενικότερης ιστορικής περιόδου υπέρ της εργατικής πολιτικής και της κομμουνιστικής προοπτικής. Και επομένως, για ένα πρόγραμμα αναγκαίων και ώριμων στόχων πάλης, αντίστοιχων της νέας εποχής σε σύνδεση με το στρατηγικό της στόχο και τα μέσα υλοποίησής τους: Το κίνημα, το μέτωπο το κόμμα. Δηλαδή συνολικά για τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής.
Η εργατική τάξη δεν χρειάζεται να διανύσει από το μηδέν την ενδιαφέρουσα, αναγκαία και περιπετειώδη πορεία της για την κοινωνική απελευθέρωση. Βασισμένη στις εμπειρίες που χάρισαν οι ήττες και οι νίκες του χθες μπορεί να ξαναρχίσει από την αρχή εκείνο που φαινόταν να έχει πραγματοποιηθεί, γιατί ήδη προβάλουν οι όροι που κάνουν δυνατή και δραματικά αναγκαία αυτή την πραγμάτωση.
Τώρα έχουμε το λαό που ταλαντεύεται ανάμεσα στο σκύψιμο και την υπερηφάνεια του αγώνα, ανάμεσα στην οργή και την απόγνωση, ανάμεσα στο δεν πάει άλλο και στο δεν ξέρω πώς πάει αλλιώς. Σ’ αυτήν τη περίοδο οι επαναστάτες κάνουν κριτική στον ίδιο τους τον εαυτό, γυρίζουν πάλι σε εκείνο που έχουν πραγματώσει, χλευάζουν με ωμή ακρίβεια τις ασυνέπειες, τις αδυναμίες, ή τις ελεεινότητες που παρουσιάζονται στις πρώτες απόπειρες, για να συναντηθούν ξανά με την αυτενέργεια, το πάθος, τη θέληση, τη φαντασία χιλιάδων πρωτοπόρων αγωνιστών που αναζητούν στο σήμερα τη σύγχρονη δικιά τους επαναστατική Αριστερά.
Πρόοδος -γράφει ο Μπέντζαμιν, είναι εκείνη η τρομερή θύελλα που ωθεί προς το επιθυμητό μέλλον ενώ την ίδια στιγμή τα ερείπια φτάνουν ως τον ουρανό.
Με τη θύελλα λοιπόν του παρόντος, για το επιθυμητό μέλλον, παραμερίζοντας τα ερείπια -ακόμα και τα δικά μας- αλλά με άλλη κουλτούρα και πολιτισμό.
* Εισήγηση στην εκδήλωση για το Δεκέμβρη 1944, στη Λέσχη Αναιρέσεις στην Αθήνα, στις 8/12/2012
Δημοσίευση σχολίου