{[['']]}
Πολεμική του Κάουτσκυ προς τους οπορτουνιστές.
Χωρίς αμφιβολία ένας ασύγκριτα μεγαλύτερος αριθμός έργων του Κάουτσκυ είναι μεταφρασμένα στα Ρωσικά παρά σε κάθε άλλη γλώσσα. Και έχουν κάποιο δίκιο οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες όταν λένε χάριν αστειότητας, ότι ο Κάουτσκυ διαβάζεται περισσότερο στη Ρωσία παρά στη Γερμανία -και πρέπει να πούμε, σε παρένθεση, ότι υπάρχει μια βαθύτερη ιστορική σημασία στην αστειότητα αυτή, παρ’ όσο πιστεύεται συνήθως.
Γιατί στα 1905 οι Ρώσοι εργάτες εκδήλωσαν μια εξαιρετικά ζωηρή, μια πρωτοφανή ζήτηση των καλύτερων έργων της καλύτερης σοσιαλδημοκρατικής φιλολογίας του κόσμου, και οι μεταφράσεις και εκδόσεις των έργων αυτών εκδίδονταν σε απίστευτο αριθμό, παρά στις άλλες χώρες. Έτσι λοιπόν, η τεράστια πείρα τής γειτονικής πιο προοδευμένης χώρας, μεταφυτεύτηκε στο εντελώς παρθένο έδαφος τού προλεταριακού μας κινήματος.
Ο Κάουτσκυ εκτός της εκλαΐκευσης που έκαμε στον Μαρξισμό, είναι ιδιαίτερα γνωστότατος στη χώρα μας με τις συζητήσεις του προς τους οπορτουνιστές που έχουν επικεφαλής των τον Μπερνστάιν. Ένα γεγονός όμως σχεδόν άγνωστο, πού μολαταύτα δεν πρέπει να το παραβλέψουμε, αν θέλουμε να ερευνήσουμε πως ο Κάουτσκυ εξέπεσε σε τέτοιο σημείο σύγχυσης, ώστε να γίνει δικηγόρος του Σοσιαλ-σωβινισμού, στην εποχή της μεγαλύτερης κρίσης, στα 1914-15. Το γεγονός αυτό είναι ότι, πριν εκστρατεύσει εναντίον των κυριοτέρων αντιπροσώπων τον οπορτουνισμού στη Γαλλία (Μιλλεράν, Ζωρές) και στη Γερμανία (Μπερνστάιν), ο Κάουτσκυ, είχε δείξει πολύ μεγάλους δισταγμούς.
Η Ρωσική μαρξική εφημερίδα, Η Αυγή, πού εκδιδόταν στη Στουτγάρδη στα 1901-2, υποστηρίζοντας την επαναστατική προλεταριακή τακτική, αποκάλυψε τον Κάουτσκυ χαρακτηρίζοντας την πρόταση του στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο των Παρισίων στα 1900, ως «ελαστική», εξαιτίας τής ακαθόριστης, μετριοπαθούς και συμβιβαστικής στάσης του απέναντι των οπορτουνιστών. Στα Γερμανικά είχαν δημοσιευθεί επιστολές τού Κάουτσκυ που μαρτυρούσαν την ίδια διστακτικότητα πριν ταχθεί εναντίον του Μπερνστάιν. Ασύγκριτα όμως μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι στις συζητήσεις του αυτές με τους οπορτουνιστές, στην διατύπωση του ζητήματος απ’ αυτόν, και στην μέθοδο με την οποία ,το εξετάζει, μπορούμε να παρατηρήσουμε, τώρα που ερευνούμε την Ιστορία τής τελευταίας προδοσίας του κατά του μαρξισμού, τον συστηματικό προσανατολισμό του προς τον οπορτουνισμό και προπάντων στο ζήτημα αυτό του Κράτους.
Ας πάρουμε το πρώτο μεγάλο έργο του Κάουτσκυ κατά του οπορτουνισμού : Ο Μπερνστάιν και το Σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Ο Κάουτσκυ αντικρούει τον Μπερνστάιν λεπτομερώς, το χαρακτηριστικό όμως σημείο είναι το εξής:
Ο Μπερνστάιν στο διαβόητο βιβλίο του, Σοσιαλιστικά Θεμέλια, κατηγορεί τον μαρξισμό επί «Μπλανκισμώ», κατηγορία που από τότε επαναλαμβάνεται χιλιάδες φορές από τους οπορτουνιστές και τους φιλελευθέρους της Ρωσίας κατά των αντιπροσώπων του επαναστατικού μαρξισμού, των Μπολσεβίκων. Στο σημείο αυτό ο Μπερνστάιν επιμένει κυρίως στο έργο του Μαρξ 0 εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, και προσπαθεί -όπως είδαμε, εντελώς ανεπιτυχώς να συνταυτίσει την άποψη του Μαρξ για τα διδάγματα τής Κομμούνας με την άποψη του Προυντόν.
Επίσης δίνει ξεχωριστή σημασία στο συμπέρασμα του Μαρξ που τονίζεται από τον ίδιον στον πρόλογο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στα 1872, ότι δηλαδή «η εργατική τάξη δεν μπορεί άπλα να πάρει στα χέριά της την έτοιμη κρατική μηχανή και να την χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς». Η έκφραση αυτή άρεσε τόσο πολύ στον Μπερνστάιν, ώστε την επαναλαμβάνει τουλάχιστον τρεις φορές μέσα στο βιβλίο του -εξηγώντας την με την πιο διαστρεβλωμένη οπορτουνιστική έννοια. Είδαμε πώς ο Μαρξ εννοεί, ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να σπάσει, να ανατινάξει (sprengen, εκρηγνύω είναι η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Ένγκελς) ολόκληρη την κρατική μηχανή, ενώ κατά τον Μπερνστάιν, φαίνεται ότι ο Μαρξ με τα λόγια αυτά συμβούλευε την εργατική τάξη ενάντια του υπερβολικού επαναστατικού ζήλου κατά την κατάληψη τής εξουσίας
Δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί πιο χυδαία και αναιδή διαστροφή των ιδεών του Μαρξ. Τι κάνει όμως ο Κάουτσκυ στην λεπτομερή του καταπολέμηση του Μπερνσταϊνισμου;
Αποφεύγει την εξέταση ολόκληρης της έκτασης της διαστροφής του Μαρξισμού σ’ αυτό το σημείο. Αναφέρει το ανωτέρω απόσπασμα από τον πρόλογο του Ένγκελς στο βιβλίο του Μαρξ Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, λέγοντας ότι, κατά τον Μαρξ, η εργατική τάξη δεν μπορεί άπλα να κατακτήσει την έτοιμη κρατική μηχανή, αλλά, εν γένει, μπορεί να την κατακτήσει και αυτό είναι όλο... Για το γεγονός ότι ο Μπερνστάιν απέδωσε στον Μαρξ ακριβώς τις αντίθετες από τις πραγματικές του απόψεις, και ότι το πραγματικό έργο της προλεταριακής επανάστασης, όπως το καθόρισε ο Μαρξ από τα 1852, ήταν η συντριβή της κρατικής μηχανής- ούτε μια λέξη δεν βρίσκεται για όλα αυτά στο έργο του Κάουτσκυ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η κυριότερη διάκριση μεταξύ Μαρξισμού και Οπορτουνισμού στο ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης αποσιωπήθηκε !
«Την λύση του προβλήματος της προλεταριακής δικτατορίας», έγραφε ο Κάουτσκυ «εν αντιθέσει» προς τον Μπερνστάιν, «μπορούμε να την αφήσουμε για το μέλλον».
Αυτό δεν είναι μια πολεμική κατά του Μπερνστάιν, αλλά μάλλον μια παραχώρηση προς αυτόν, μια υποστήριξη της θέσης του οπορτουνισμού : γιατί σήμερα οι οπορτουνιστές δεν ζητούν άλλο καλύτερο παρά «απλά να αφήσουν για το μέλλον» όλα τα θεμελιώδη προβλήματα της προλεταριακής επανάστασης.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, από τα 1852 έως τα 1891 επί σαράντα χρόνια δίδαξαν το προλεταριάτο ότι πρέπει να συντρίψει την κρατική μηχανή, αλλά ο Κάουτσκυ, στα 1899, αντιμετωπίζοντας στο σημείο αυτό την μεγαλύτερη διαστροφή του μαρξισμού από τους οπορτουνιστές, μεταστρέφει δόλια το ζήτημα των συγκεκριμένων μορφών της καταστροφής της κρατικής μηχανής, στο γενικότερο ζήτημα περί τής ανάγκης τής καταστροφής της, και έτσι σώζει τον εαυτό του πίσω από το πρόσχημα της «αναμφισβήτητου» -και στείρας- αλήθειας, ότι οι συγκεκριμένες μορφές δεν μπορούν να είναι γνωστές από πριν....
Μεταξύ του Μαρξ και του Κάουτσκυ, μεταξύ της στάσης του καθενός σε σχέση με το πρόβλημα που τίθεται μπροστά στο προλεταριακό κόμμα, πως δηλαδή, θα προετοιμασθεί η εργατική τάξη για την Επανάσταση, υπάρχει μια πλατειά άβυσσος.
Ας πάρουμε το επόμενο, ωριμότερο έργο του Κάουτσκυ αφιερωμένο επίσης κατά μέγα μέρος στην αντίκρουση των οπορτουνιστικών σφαλμάτων. Είναι το βιβλίο του για την Κοινωνική Επανάσταση.
Ο συγγραφέας εκλέγει ως ειδικό θέμα του το ζήτημα της «προλεταριακής επανάστασης» και του «προλεταριακού καθεστώτος». Μάς παρέχει αρκετά σημαντική ύλη, αλλά ακριβώς το ζήτημα αυτό του Κράτους αγνοείται,
Μέσα στο βιβλίο του ο συγγραφέας μιλάει για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας -και αυτό είναι όλο. Δηλαδή, το ζήτημα διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε αποτελεί μια παραχώρηση στον οπορτουνισμό, αφού γίνεται δεκτό ότι η κατάληψη της εξουσίας μπορεί να γίνει χωρίς την καταστροφή τής κρατικής μηχανής.
Το ίδιο πράγμα που ο Μαρξ στα 1872, είχε διακηρύξει ότι είναι πια παράκαιρο στο πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ανασταίνεται από τον Κάουτσκυ στα 1902.
Το βιβλίο επίσης περιέχει μια ειδική παράγραφο για τις «μορφές και τα όπλα της Κοινωνικής Επανάστασης».
Σ’ αυτήν εξετάζει την γενική πολιτική απεργία, το ζήτημα του εμφύλιου πολέμου, και «τα όργανα της βίας που διαθέτουν τα νεώτερα μεγάλα κράτη, όπως είναι η γραφειοκρατία και ο στρατός», για εκείνο όμως που η Κομμούνα τόσα δίδαξε τους εργάτες, ούτε μια συλλαβή.
Βλέπουμε ότι ο Ένγκελς δεν έδινε μάταια συμβουλές, για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες ιδιαίτερα, εναντίον του «μοιρολατρικού σεβασμού» προς το Κράτος.
Ο Κάουτσκυ θέτει το ζήτημα ότι: το νικηφόρο προλεταριάτο «θα πραγματοποιήσει το δημοκρατικό πρόγραμμα» και διατυπώνει τα άρθρα του, άλλά γι’ αυτό που μας δίδαξε το έτος 1871, για την μικροαστική δημοκρατία που αντικαθίσταται από μια προλεταριακή –ούτε μια λέξη. Μεταχειρίζεται γι’ αυτό το ζήτημα διάφορες ευλογοφανείς και τετριμμένες φράσεις, όπως: «είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να επιτύχουμε την κυριαρχία υπό την σημερινή τάξη των πραγμάτων. Αυτή η επανάσταση προϋποθέτει μια μακρά και βαθιά πάλη που καθώς προχωρεί, θα αλλάξει τον πολιτικό και κοινωνικό οργανισμό μας».
Χωρίς αμφιβολία αυτό είναι «φοβερό» τόσο όσο τα άλογα τρώνε κριθάρι, ή ο Βόλγας χύνεται στην Κασπία θάλασσα. Το μόνο λυπηρό είναι ότι χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει αυτή την κενή και πομπώδη φράση για την «βαθιά» πάλη, για να υπερπηδήσει το ουσιαστικό πρόβλημα του επαναστατικού προλεταριάτου, δηλαδή που ακριβώς βρίσκεται αυτό το «βάθος» της επανάστασης του σε σχέση με το Κράτος και την Δημοκρατία, σε αντίθεση, προς τις μη προλεταριακές επαναστάσεις του παρελθόντος.
Εδώ είναι ένα σημαντικότατο σημείο, το οποίο αγνοώντας ο Κάουτσκυ, παραδίδει πραγματικά ολόκληρο, το πεδίο στους οπορτουνιστές, ενώ κηρύσσει πόλεμο εναντίον τους με φοβερές και τρομερές λέξεις, τονίζοντας την σημασία τής «ιδέας της επανάστασης» πόσο αξίζει αυτή η «ιδέα», όταν κανείς φοβάται να την διαδώσει μεταξύ, των εργατών; -ή του «Επαναστατικού ιδεαλισμού υπεράνω όλων...», και διακηρύσσοντας ότι οι Άγγλοι εργάτες μόλις διαφέρουν από την μικροαστική τάξη....
«Σε μια Σοσιαλιστική κοινωνία (γράφει ο Κάουτσκυ) μπορούν και συνυπάρχουν συγχρόνως οι πιο ποικίλες μορφές βιομηχανικών επιχειρήσεων –γραφειοκρατικές (;;), εμπορικές, συνεταιριστικές, ατομικές. Είναι παραδείγματος χάριν μερικές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς μια γραφειοκρατική (;;) οργάνωση: έτσι είναι οι σιδηρόδρομοι. Η δημοκρατική οργάνωση θα πάρει εδώ την ακόλουθη μορφή: Οι εργάτες εκλέγουν αντιπρόσωπους που αποτελούν ένα είδος Κοινοβουλίου και αυτό το κοινοβούλιο καθορίζει τους όρους της εργασίας και επιστατεί στην λειτουργία του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Άλλες επιχειρήσεις πρέπει να μεταβιβασθούν στις εργατικές ενώσεις που θα μπορούσαν πάλι να οργανωθούν επάνω σε μια συνεταιριστική βάση».
Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη και οπισθοδρομική σε σύγκριση με τα συμπεράσματα του Μαρξ και του Ένγκελς ύστερα από το 1870, μετά τα διδάγματα της Κομμούνας.
Για την δήθεν αναγκαία «γραφειοκρατική» οργάνωση, δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ των σιδηροδρόμων και οποιασδήποτε άλλης μορφής της μεγάλης βιομηχανίας, των εργοστασίων, των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων ή των μεγάλων κεφαλαιοκρατικών κτημάτων. Η λειτουργία όλων αυτών των επιχειρήσεων απαιτεί την αυστηρότερη πειθαρχία, την μεγαλύτερη τυπικότητα στην εκτέλεση τής εργασίας, γιατί αλλιώς υπάρχει κίνδυνος βλάβης του μηχανισμού ή του προϊόντος, ή και σύγχυση ή σταμάτημα ολόκληρης της εργασίας. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις, οι εργάτες «θα εκλέγουν αντιπροσώπους που θα αποτελούν ένα είδος κοινοβουλίου».
Αλλά εδώ είναι το φλέγον ζήτημα : αυτό το «είδος Κοινοβουλίου» δεν θα είναι κοινοβούλιο με την αστική έννοια. Αυτό το «είδος κοινοβουλίου» δεν θα «καθορίζει τους όρους τής εργασίας και θα επιβλέπει τη λειτουργία του γραφειοκρατικού μηχανισμού» όπως φαντάζεται ο Κάουτσκυ, του οποίου οι σκέψεις δεν ξεφεύγουν πολύ από το πλαίσιο του αστικού κοινοβουλευτισμού. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, αυτό το «είδος κοινοβουλίου», που αποτελείται από αντιπροσώπους των εργατών, θα καθορίζει τους όρους της εργασίας, και θα επιβλέπει την λειτουργία του «μηχανισμού» αυτός όμως ο μηχανισμός δεν θα είναι «γραφειοκρατικός».
Οι εργάτες κατακτώντας την πολιτική εξουσία, θα συντρίψουν τον παλιό γραφειοκρατικό μηχανισμό, θα τον ξεριζώσουν από τα θεμέλιά του, ώσπου να μη μείνει ούτε λίθος επί λίθου, και η νέα μηχανή που θα κάνουν για να βάλουν στη θέση της θα δημιουργηθεί από τους ίδίους τους εργάτες και υπαλλήλους. Για να προληφθεί η μετατροπή τους σε γραφειοκράτες, θα ληφθούν άμεσα μέτρα τα οποία λεπτομερώς ανέλυσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς: 1) Όχι μόνο θα εκλέγονται, αλλά και θα μπορούν σε κάθε στιγμή να ανακληθούν. 2) Δεν θα περνούν ανώτερη πληρωμή από τους κοινούς εργάτες: 3) θα γίνει άμεση προετοιμασία για ένα καθεστώς, στο οποίο όλοι θα εκπληρώνουν το έργο του ελέγχου και της επίβλεψης, ώστε όλοι θα γίνονται «δημόσιοι υπάλληλοι» προσωρινά, και κανείς δεν θα έχει έτσι την ευκαιρία να γίνει «γραφειοκράτης».
Ο Κάουτσκυ δεν σκέφθηκε καθόλου τους λόγους του Μαρξ: «Η Κομμούνα δεν ήταν ένας κοινοβουλευτικός αλλά ένας εργατικός οργανισμός, που συγχρόνως εξέδιδε και εκτελούσε τους νόμους».
Δεν κατάλαβε καθόλου την διαφορά μεταξύ ενός μικροαστικού κοινοβουλίου που συνδυάζει την δημοκρατία (όχι για το λαό) με την γραφειοκρατία (κατά του λαού), και της προλεταριακής δημοκρατίας, η οποία θα λάβει άμεσα μέτρα για να ξεριζώσει την γραφειοκρατία και η οποία θα είναι ικανή να φέρει τα μέτρα αυτά στη λογική τους κατάληξη, στην τέλεια καταστροφή της γραφειοκρατίας και την τελική εγκατάσταση της δημοκρατίας για το λαό. Ο Κάουτσκυ φανερώνει έτσι πάλι τον ίδιο παλιό «μοιρολατρικό σεβασμό» προς το Κράτος, την «μοιρολατρική πίστη» στην γραφειοκρατία.
Ας έρθουμε στο τελευταίο και καλύτερο από τα έργα του Κάουτσκυ κατά των οπορτουνιστών, το βιβλιαράκι του Ο Δρόμος προς την εξουσία, που δημοσιεύθηκε στα 1909. Το βιβλιαράκι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, γιατί δεν εξετάζει απλώς το επαναστατικό πρόγραμμα εν γένει (όπως στο βιβλίο το 1899 κατά του Μπερνστάιν) ούτε τα προβλήματα της κοινωνικής επανάστασης ανεξάρτητα του χρόνου της έκρηξης της (όπως στο βιβλίο του Η Κοινωνική Επανάσταση στα 1902), αλλά τους συγκεκριμένους όρους που μάς αναγκάζουν να αναγνωρίσουμε ότι η επαναστατική περίοδος προσεγγίζει.
Ο συγγραφέας εκθέτει σαφέστατα την ένταση του ανταγωνισμού των τάξεων γενικά και την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού, που παίζει ρόλο εξαιρετικά σημαντικό στο ζήτημα τούτο. Ύστερα από την «επαναστατική περίοδο του 1789-1871» στην Δυτική Ευρώπη, μια ανάλογη περίοδος αρχίζει για την Ανατολή στα 1905. Ένας παγκόσμιος πόλεμος έρχεται με απειλητική ταχύτητα. «Το προλεταριάτο δεν μπορεί να μιλάει πια για μια πρόωρη επανάσταση». «Μπήκαμε σε μια επαναστατική περίοδο». «Η επαναστατική εποχή αρχίζει».
Οι ομολογίες αυτές είναι τελείως σωστές. Το βιβλιαράκι μας προσφέρει ένα μέτρο σύγκρισης μεταξύ του ύψους των υποσχέσεων τής Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας πριν από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και του βάθους της κατάπτωσης στην οποία κατέληξε -παίρνοντας μαζί της κι’ αυτόν τον Κάουτσκυ- όταν εξερράγη ο πόλεμος.
«Η παρούσα κατάσταση» έγραφε ο Κάουτσκυ στο βιβλίο του αυτό, «περιέχει ένα κίνδυνο, μήπως εμείς, η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, θεωρηθούμε εύκολα ως περισσότερο μετριοπαθείς από ότι είμαστε πραγματικά». Όταν όμως έφθασε στην πράξη το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, έγινε ακόμη πιο μετριοπαθές και οπορτουνιστικό απ’ ότι είχε φανεί. Και το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ ομολογεί τόσο καθαρά ότι η επαναστατική περίοδος άρχισε ήδη, ο Κάουτσκυ, στο βιβλίο αυτό που ο ίδιος λέει ότι αφιερώνεται ακριβώς στην «πολιτική επανάσταση» παραλείπει πάλι το ζήτημα του Κράτους.
Το σύνολο όλων αυτών των υπεκφυγών του θέματος, των παραλείψεων και των παρασιωπήσεων, έφερε μοιραία στην οριστική πτώση προς τον οπορτουνισμό, για την οποία θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω.
Η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, σαν να πούμε, στο πρόσωπο τον Κάουτσκυ, διακήρυξε: Υποστηρίζω ακόμη τις επαναστατικές απόψεις (1899), αναγνωρίζω ιδιαίτερα ότι η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη (1902) αναγνωρίζω ότι μια νέα επαναστατική περίοδος άρχισε ήδη (1909), αποκρούω όμως αυτό που είπε ο Μαρξ από τα 1852 -όταν προβλήθηκε οριστικά το ζήτημα των καθηκόντων που θα παρουσιασθούν σε μια προλεταριακή επανάσταση σε σχέση με το Κράτος (1913).
Και ακριβώς με τον τρόπο αυτό έθεσε το ζήτημα στη συζήτηση του με τον Παννέκεκ.
Η πολεμική μεταξύ Κάουτσκυ και Παννέκεκ.
Χωρίς αμφιβολία ένας ασύγκριτα μεγαλύτερος αριθμός έργων του Κάουτσκυ είναι μεταφρασμένα στα Ρωσικά παρά σε κάθε άλλη γλώσσα. Και έχουν κάποιο δίκιο οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες όταν λένε χάριν αστειότητας, ότι ο Κάουτσκυ διαβάζεται περισσότερο στη Ρωσία παρά στη Γερμανία -και πρέπει να πούμε, σε παρένθεση, ότι υπάρχει μια βαθύτερη ιστορική σημασία στην αστειότητα αυτή, παρ’ όσο πιστεύεται συνήθως.
Γιατί στα 1905 οι Ρώσοι εργάτες εκδήλωσαν μια εξαιρετικά ζωηρή, μια πρωτοφανή ζήτηση των καλύτερων έργων της καλύτερης σοσιαλδημοκρατικής φιλολογίας του κόσμου, και οι μεταφράσεις και εκδόσεις των έργων αυτών εκδίδονταν σε απίστευτο αριθμό, παρά στις άλλες χώρες. Έτσι λοιπόν, η τεράστια πείρα τής γειτονικής πιο προοδευμένης χώρας, μεταφυτεύτηκε στο εντελώς παρθένο έδαφος τού προλεταριακού μας κινήματος.
Ο Κάουτσκυ εκτός της εκλαΐκευσης που έκαμε στον Μαρξισμό, είναι ιδιαίτερα γνωστότατος στη χώρα μας με τις συζητήσεις του προς τους οπορτουνιστές που έχουν επικεφαλής των τον Μπερνστάιν. Ένα γεγονός όμως σχεδόν άγνωστο, πού μολαταύτα δεν πρέπει να το παραβλέψουμε, αν θέλουμε να ερευνήσουμε πως ο Κάουτσκυ εξέπεσε σε τέτοιο σημείο σύγχυσης, ώστε να γίνει δικηγόρος του Σοσιαλ-σωβινισμού, στην εποχή της μεγαλύτερης κρίσης, στα 1914-15. Το γεγονός αυτό είναι ότι, πριν εκστρατεύσει εναντίον των κυριοτέρων αντιπροσώπων τον οπορτουνισμού στη Γαλλία (Μιλλεράν, Ζωρές) και στη Γερμανία (Μπερνστάιν), ο Κάουτσκυ, είχε δείξει πολύ μεγάλους δισταγμούς.
Η Ρωσική μαρξική εφημερίδα, Η Αυγή, πού εκδιδόταν στη Στουτγάρδη στα 1901-2, υποστηρίζοντας την επαναστατική προλεταριακή τακτική, αποκάλυψε τον Κάουτσκυ χαρακτηρίζοντας την πρόταση του στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο των Παρισίων στα 1900, ως «ελαστική», εξαιτίας τής ακαθόριστης, μετριοπαθούς και συμβιβαστικής στάσης του απέναντι των οπορτουνιστών. Στα Γερμανικά είχαν δημοσιευθεί επιστολές τού Κάουτσκυ που μαρτυρούσαν την ίδια διστακτικότητα πριν ταχθεί εναντίον του Μπερνστάιν. Ασύγκριτα όμως μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι στις συζητήσεις του αυτές με τους οπορτουνιστές, στην διατύπωση του ζητήματος απ’ αυτόν, και στην μέθοδο με την οποία ,το εξετάζει, μπορούμε να παρατηρήσουμε, τώρα που ερευνούμε την Ιστορία τής τελευταίας προδοσίας του κατά του μαρξισμού, τον συστηματικό προσανατολισμό του προς τον οπορτουνισμό και προπάντων στο ζήτημα αυτό του Κράτους.
Ας πάρουμε το πρώτο μεγάλο έργο του Κάουτσκυ κατά του οπορτουνισμού : Ο Μπερνστάιν και το Σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα. Ο Κάουτσκυ αντικρούει τον Μπερνστάιν λεπτομερώς, το χαρακτηριστικό όμως σημείο είναι το εξής:
Ο Μπερνστάιν στο διαβόητο βιβλίο του, Σοσιαλιστικά Θεμέλια, κατηγορεί τον μαρξισμό επί «Μπλανκισμώ», κατηγορία που από τότε επαναλαμβάνεται χιλιάδες φορές από τους οπορτουνιστές και τους φιλελευθέρους της Ρωσίας κατά των αντιπροσώπων του επαναστατικού μαρξισμού, των Μπολσεβίκων. Στο σημείο αυτό ο Μπερνστάιν επιμένει κυρίως στο έργο του Μαρξ 0 εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, και προσπαθεί -όπως είδαμε, εντελώς ανεπιτυχώς να συνταυτίσει την άποψη του Μαρξ για τα διδάγματα τής Κομμούνας με την άποψη του Προυντόν.
Επίσης δίνει ξεχωριστή σημασία στο συμπέρασμα του Μαρξ που τονίζεται από τον ίδιον στον πρόλογο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στα 1872, ότι δηλαδή «η εργατική τάξη δεν μπορεί άπλα να πάρει στα χέριά της την έτοιμη κρατική μηχανή και να την χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς». Η έκφραση αυτή άρεσε τόσο πολύ στον Μπερνστάιν, ώστε την επαναλαμβάνει τουλάχιστον τρεις φορές μέσα στο βιβλίο του -εξηγώντας την με την πιο διαστρεβλωμένη οπορτουνιστική έννοια. Είδαμε πώς ο Μαρξ εννοεί, ότι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να σπάσει, να ανατινάξει (sprengen, εκρηγνύω είναι η έκφραση που χρησιμοποιεί ο Ένγκελς) ολόκληρη την κρατική μηχανή, ενώ κατά τον Μπερνστάιν, φαίνεται ότι ο Μαρξ με τα λόγια αυτά συμβούλευε την εργατική τάξη ενάντια του υπερβολικού επαναστατικού ζήλου κατά την κατάληψη τής εξουσίας
Δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί πιο χυδαία και αναιδή διαστροφή των ιδεών του Μαρξ. Τι κάνει όμως ο Κάουτσκυ στην λεπτομερή του καταπολέμηση του Μπερνσταϊνισμου;
Αποφεύγει την εξέταση ολόκληρης της έκτασης της διαστροφής του Μαρξισμού σ’ αυτό το σημείο. Αναφέρει το ανωτέρω απόσπασμα από τον πρόλογο του Ένγκελς στο βιβλίο του Μαρξ Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, λέγοντας ότι, κατά τον Μαρξ, η εργατική τάξη δεν μπορεί άπλα να κατακτήσει την έτοιμη κρατική μηχανή, αλλά, εν γένει, μπορεί να την κατακτήσει και αυτό είναι όλο... Για το γεγονός ότι ο Μπερνστάιν απέδωσε στον Μαρξ ακριβώς τις αντίθετες από τις πραγματικές του απόψεις, και ότι το πραγματικό έργο της προλεταριακής επανάστασης, όπως το καθόρισε ο Μαρξ από τα 1852, ήταν η συντριβή της κρατικής μηχανής- ούτε μια λέξη δεν βρίσκεται για όλα αυτά στο έργο του Κάουτσκυ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η κυριότερη διάκριση μεταξύ Μαρξισμού και Οπορτουνισμού στο ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης αποσιωπήθηκε !
«Την λύση του προβλήματος της προλεταριακής δικτατορίας», έγραφε ο Κάουτσκυ «εν αντιθέσει» προς τον Μπερνστάιν, «μπορούμε να την αφήσουμε για το μέλλον».
Αυτό δεν είναι μια πολεμική κατά του Μπερνστάιν, αλλά μάλλον μια παραχώρηση προς αυτόν, μια υποστήριξη της θέσης του οπορτουνισμού : γιατί σήμερα οι οπορτουνιστές δεν ζητούν άλλο καλύτερο παρά «απλά να αφήσουν για το μέλλον» όλα τα θεμελιώδη προβλήματα της προλεταριακής επανάστασης.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς, από τα 1852 έως τα 1891 επί σαράντα χρόνια δίδαξαν το προλεταριάτο ότι πρέπει να συντρίψει την κρατική μηχανή, αλλά ο Κάουτσκυ, στα 1899, αντιμετωπίζοντας στο σημείο αυτό την μεγαλύτερη διαστροφή του μαρξισμού από τους οπορτουνιστές, μεταστρέφει δόλια το ζήτημα των συγκεκριμένων μορφών της καταστροφής της κρατικής μηχανής, στο γενικότερο ζήτημα περί τής ανάγκης τής καταστροφής της, και έτσι σώζει τον εαυτό του πίσω από το πρόσχημα της «αναμφισβήτητου» -και στείρας- αλήθειας, ότι οι συγκεκριμένες μορφές δεν μπορούν να είναι γνωστές από πριν....
Μεταξύ του Μαρξ και του Κάουτσκυ, μεταξύ της στάσης του καθενός σε σχέση με το πρόβλημα που τίθεται μπροστά στο προλεταριακό κόμμα, πως δηλαδή, θα προετοιμασθεί η εργατική τάξη για την Επανάσταση, υπάρχει μια πλατειά άβυσσος.
Ας πάρουμε το επόμενο, ωριμότερο έργο του Κάουτσκυ αφιερωμένο επίσης κατά μέγα μέρος στην αντίκρουση των οπορτουνιστικών σφαλμάτων. Είναι το βιβλίο του για την Κοινωνική Επανάσταση.
Ο συγγραφέας εκλέγει ως ειδικό θέμα του το ζήτημα της «προλεταριακής επανάστασης» και του «προλεταριακού καθεστώτος». Μάς παρέχει αρκετά σημαντική ύλη, αλλά ακριβώς το ζήτημα αυτό του Κράτους αγνοείται,
Μέσα στο βιβλίο του ο συγγραφέας μιλάει για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας -και αυτό είναι όλο. Δηλαδή, το ζήτημα διατυπώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε αποτελεί μια παραχώρηση στον οπορτουνισμό, αφού γίνεται δεκτό ότι η κατάληψη της εξουσίας μπορεί να γίνει χωρίς την καταστροφή τής κρατικής μηχανής.
Το ίδιο πράγμα που ο Μαρξ στα 1872, είχε διακηρύξει ότι είναι πια παράκαιρο στο πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ανασταίνεται από τον Κάουτσκυ στα 1902.
Το βιβλίο επίσης περιέχει μια ειδική παράγραφο για τις «μορφές και τα όπλα της Κοινωνικής Επανάστασης».
Σ’ αυτήν εξετάζει την γενική πολιτική απεργία, το ζήτημα του εμφύλιου πολέμου, και «τα όργανα της βίας που διαθέτουν τα νεώτερα μεγάλα κράτη, όπως είναι η γραφειοκρατία και ο στρατός», για εκείνο όμως που η Κομμούνα τόσα δίδαξε τους εργάτες, ούτε μια συλλαβή.
Βλέπουμε ότι ο Ένγκελς δεν έδινε μάταια συμβουλές, για τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες ιδιαίτερα, εναντίον του «μοιρολατρικού σεβασμού» προς το Κράτος.
Ο Κάουτσκυ θέτει το ζήτημα ότι: το νικηφόρο προλεταριάτο «θα πραγματοποιήσει το δημοκρατικό πρόγραμμα» και διατυπώνει τα άρθρα του, άλλά γι’ αυτό που μας δίδαξε το έτος 1871, για την μικροαστική δημοκρατία που αντικαθίσταται από μια προλεταριακή –ούτε μια λέξη. Μεταχειρίζεται γι’ αυτό το ζήτημα διάφορες ευλογοφανείς και τετριμμένες φράσεις, όπως: «είναι φανερό ότι δεν μπορούμε να επιτύχουμε την κυριαρχία υπό την σημερινή τάξη των πραγμάτων. Αυτή η επανάσταση προϋποθέτει μια μακρά και βαθιά πάλη που καθώς προχωρεί, θα αλλάξει τον πολιτικό και κοινωνικό οργανισμό μας».
Χωρίς αμφιβολία αυτό είναι «φοβερό» τόσο όσο τα άλογα τρώνε κριθάρι, ή ο Βόλγας χύνεται στην Κασπία θάλασσα. Το μόνο λυπηρό είναι ότι χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει αυτή την κενή και πομπώδη φράση για την «βαθιά» πάλη, για να υπερπηδήσει το ουσιαστικό πρόβλημα του επαναστατικού προλεταριάτου, δηλαδή που ακριβώς βρίσκεται αυτό το «βάθος» της επανάστασης του σε σχέση με το Κράτος και την Δημοκρατία, σε αντίθεση, προς τις μη προλεταριακές επαναστάσεις του παρελθόντος.
Εδώ είναι ένα σημαντικότατο σημείο, το οποίο αγνοώντας ο Κάουτσκυ, παραδίδει πραγματικά ολόκληρο, το πεδίο στους οπορτουνιστές, ενώ κηρύσσει πόλεμο εναντίον τους με φοβερές και τρομερές λέξεις, τονίζοντας την σημασία τής «ιδέας της επανάστασης» πόσο αξίζει αυτή η «ιδέα», όταν κανείς φοβάται να την διαδώσει μεταξύ, των εργατών; -ή του «Επαναστατικού ιδεαλισμού υπεράνω όλων...», και διακηρύσσοντας ότι οι Άγγλοι εργάτες μόλις διαφέρουν από την μικροαστική τάξη....
«Σε μια Σοσιαλιστική κοινωνία (γράφει ο Κάουτσκυ) μπορούν και συνυπάρχουν συγχρόνως οι πιο ποικίλες μορφές βιομηχανικών επιχειρήσεων –γραφειοκρατικές (;;), εμπορικές, συνεταιριστικές, ατομικές. Είναι παραδείγματος χάριν μερικές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς μια γραφειοκρατική (;;) οργάνωση: έτσι είναι οι σιδηρόδρομοι. Η δημοκρατική οργάνωση θα πάρει εδώ την ακόλουθη μορφή: Οι εργάτες εκλέγουν αντιπρόσωπους που αποτελούν ένα είδος Κοινοβουλίου και αυτό το κοινοβούλιο καθορίζει τους όρους της εργασίας και επιστατεί στην λειτουργία του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Άλλες επιχειρήσεις πρέπει να μεταβιβασθούν στις εργατικές ενώσεις που θα μπορούσαν πάλι να οργανωθούν επάνω σε μια συνεταιριστική βάση».
Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη και οπισθοδρομική σε σύγκριση με τα συμπεράσματα του Μαρξ και του Ένγκελς ύστερα από το 1870, μετά τα διδάγματα της Κομμούνας.
Για την δήθεν αναγκαία «γραφειοκρατική» οργάνωση, δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ των σιδηροδρόμων και οποιασδήποτε άλλης μορφής της μεγάλης βιομηχανίας, των εργοστασίων, των μεγάλων εμπορικών επιχειρήσεων ή των μεγάλων κεφαλαιοκρατικών κτημάτων. Η λειτουργία όλων αυτών των επιχειρήσεων απαιτεί την αυστηρότερη πειθαρχία, την μεγαλύτερη τυπικότητα στην εκτέλεση τής εργασίας, γιατί αλλιώς υπάρχει κίνδυνος βλάβης του μηχανισμού ή του προϊόντος, ή και σύγχυση ή σταμάτημα ολόκληρης της εργασίας. Σε όλες αυτές τις επιχειρήσεις, οι εργάτες «θα εκλέγουν αντιπροσώπους που θα αποτελούν ένα είδος κοινοβουλίου».
Αλλά εδώ είναι το φλέγον ζήτημα : αυτό το «είδος Κοινοβουλίου» δεν θα είναι κοινοβούλιο με την αστική έννοια. Αυτό το «είδος κοινοβουλίου» δεν θα «καθορίζει τους όρους τής εργασίας και θα επιβλέπει τη λειτουργία του γραφειοκρατικού μηχανισμού» όπως φαντάζεται ο Κάουτσκυ, του οποίου οι σκέψεις δεν ξεφεύγουν πολύ από το πλαίσιο του αστικού κοινοβουλευτισμού. Σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, αυτό το «είδος κοινοβουλίου», που αποτελείται από αντιπροσώπους των εργατών, θα καθορίζει τους όρους της εργασίας, και θα επιβλέπει την λειτουργία του «μηχανισμού» αυτός όμως ο μηχανισμός δεν θα είναι «γραφειοκρατικός».
Οι εργάτες κατακτώντας την πολιτική εξουσία, θα συντρίψουν τον παλιό γραφειοκρατικό μηχανισμό, θα τον ξεριζώσουν από τα θεμέλιά του, ώσπου να μη μείνει ούτε λίθος επί λίθου, και η νέα μηχανή που θα κάνουν για να βάλουν στη θέση της θα δημιουργηθεί από τους ίδίους τους εργάτες και υπαλλήλους. Για να προληφθεί η μετατροπή τους σε γραφειοκράτες, θα ληφθούν άμεσα μέτρα τα οποία λεπτομερώς ανέλυσαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς: 1) Όχι μόνο θα εκλέγονται, αλλά και θα μπορούν σε κάθε στιγμή να ανακληθούν. 2) Δεν θα περνούν ανώτερη πληρωμή από τους κοινούς εργάτες: 3) θα γίνει άμεση προετοιμασία για ένα καθεστώς, στο οποίο όλοι θα εκπληρώνουν το έργο του ελέγχου και της επίβλεψης, ώστε όλοι θα γίνονται «δημόσιοι υπάλληλοι» προσωρινά, και κανείς δεν θα έχει έτσι την ευκαιρία να γίνει «γραφειοκράτης».
Ο Κάουτσκυ δεν σκέφθηκε καθόλου τους λόγους του Μαρξ: «Η Κομμούνα δεν ήταν ένας κοινοβουλευτικός αλλά ένας εργατικός οργανισμός, που συγχρόνως εξέδιδε και εκτελούσε τους νόμους».
Δεν κατάλαβε καθόλου την διαφορά μεταξύ ενός μικροαστικού κοινοβουλίου που συνδυάζει την δημοκρατία (όχι για το λαό) με την γραφειοκρατία (κατά του λαού), και της προλεταριακής δημοκρατίας, η οποία θα λάβει άμεσα μέτρα για να ξεριζώσει την γραφειοκρατία και η οποία θα είναι ικανή να φέρει τα μέτρα αυτά στη λογική τους κατάληξη, στην τέλεια καταστροφή της γραφειοκρατίας και την τελική εγκατάσταση της δημοκρατίας για το λαό. Ο Κάουτσκυ φανερώνει έτσι πάλι τον ίδιο παλιό «μοιρολατρικό σεβασμό» προς το Κράτος, την «μοιρολατρική πίστη» στην γραφειοκρατία.
Ας έρθουμε στο τελευταίο και καλύτερο από τα έργα του Κάουτσκυ κατά των οπορτουνιστών, το βιβλιαράκι του Ο Δρόμος προς την εξουσία, που δημοσιεύθηκε στα 1909. Το βιβλιαράκι αυτό αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς τα εμπρός, γιατί δεν εξετάζει απλώς το επαναστατικό πρόγραμμα εν γένει (όπως στο βιβλίο το 1899 κατά του Μπερνστάιν) ούτε τα προβλήματα της κοινωνικής επανάστασης ανεξάρτητα του χρόνου της έκρηξης της (όπως στο βιβλίο του Η Κοινωνική Επανάσταση στα 1902), αλλά τους συγκεκριμένους όρους που μάς αναγκάζουν να αναγνωρίσουμε ότι η επαναστατική περίοδος προσεγγίζει.
Ο συγγραφέας εκθέτει σαφέστατα την ένταση του ανταγωνισμού των τάξεων γενικά και την ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού, που παίζει ρόλο εξαιρετικά σημαντικό στο ζήτημα τούτο. Ύστερα από την «επαναστατική περίοδο του 1789-1871» στην Δυτική Ευρώπη, μια ανάλογη περίοδος αρχίζει για την Ανατολή στα 1905. Ένας παγκόσμιος πόλεμος έρχεται με απειλητική ταχύτητα. «Το προλεταριάτο δεν μπορεί να μιλάει πια για μια πρόωρη επανάσταση». «Μπήκαμε σε μια επαναστατική περίοδο». «Η επαναστατική εποχή αρχίζει».
Οι ομολογίες αυτές είναι τελείως σωστές. Το βιβλιαράκι μας προσφέρει ένα μέτρο σύγκρισης μεταξύ του ύψους των υποσχέσεων τής Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας πριν από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και του βάθους της κατάπτωσης στην οποία κατέληξε -παίρνοντας μαζί της κι’ αυτόν τον Κάουτσκυ- όταν εξερράγη ο πόλεμος.
«Η παρούσα κατάσταση» έγραφε ο Κάουτσκυ στο βιβλίο του αυτό, «περιέχει ένα κίνδυνο, μήπως εμείς, η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, θεωρηθούμε εύκολα ως περισσότερο μετριοπαθείς από ότι είμαστε πραγματικά». Όταν όμως έφθασε στην πράξη το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, έγινε ακόμη πιο μετριοπαθές και οπορτουνιστικό απ’ ότι είχε φανεί. Και το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ ομολογεί τόσο καθαρά ότι η επαναστατική περίοδος άρχισε ήδη, ο Κάουτσκυ, στο βιβλίο αυτό που ο ίδιος λέει ότι αφιερώνεται ακριβώς στην «πολιτική επανάσταση» παραλείπει πάλι το ζήτημα του Κράτους.
Το σύνολο όλων αυτών των υπεκφυγών του θέματος, των παραλείψεων και των παρασιωπήσεων, έφερε μοιραία στην οριστική πτώση προς τον οπορτουνισμό, για την οποία θα μιλήσουμε αμέσως παρακάτω.
Η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, σαν να πούμε, στο πρόσωπο τον Κάουτσκυ, διακήρυξε: Υποστηρίζω ακόμη τις επαναστατικές απόψεις (1899), αναγνωρίζω ιδιαίτερα ότι η κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου είναι αναπόφευκτη (1902) αναγνωρίζω ότι μια νέα επαναστατική περίοδος άρχισε ήδη (1909), αποκρούω όμως αυτό που είπε ο Μαρξ από τα 1852 -όταν προβλήθηκε οριστικά το ζήτημα των καθηκόντων που θα παρουσιασθούν σε μια προλεταριακή επανάσταση σε σχέση με το Κράτος (1913).
Και ακριβώς με τον τρόπο αυτό έθεσε το ζήτημα στη συζήτηση του με τον Παννέκεκ.
Η πολεμική μεταξύ Κάουτσκυ και Παννέκεκ.
Δημοσίευση σχολίου