Αρχική » » HotDoc – Βεντέτα: Ο νόμος της σιωπής

HotDoc – Βεντέτα: Ο νόμος της σιωπής

{[['']]}

 


«Το αίμα ζητεί εκδίκηση»

 Βραδιάζει και το παλιό λιμάνι των Χανίων μοιάζει με πλοίο που αρμενίζει μέσα στην ομίχλη. Είναι Νοέμβριος, ο καιρός όμως παραμένει ζεστός και υγρός και το σκηνικό μοναδικό. Μπροστά μου, το τζαμί του Κιουτσούκ Χασάν, αρχιτεκτονικό κόσμημα, συμμετέχει στην ατμόσφαιρα της βραδιάς με τον ισορροπημένο όγκο του, ενώ στην άκρη του λιμανιού ο βενετσιάνικος φάρος του 16oυ αιώνα στέκει σαν να φωτίζει τις μνήμες, στιγμές που στοιχειώνουν ανάμεσα στους ανθρώπους. Κι εκείνες τις μεγάλες σιωπές που πλανώνται πάνω από έναν κόσμο δυναμικό, αλλά δεμένο ακόμη με παμπάλαιους, συχνά καταστροφικούς νόμους.

Μια έννοια με πολλές εκφάνσεις και πολλούς αποδέκτες. Την ένιωσα να με ακολουθεί από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτό τον όμορφο τόπο. Τη διάβασα στα μάτια πολλών ανθρώπων, φίλων και αγνώστων μέχρι εκείνη τη στιγμή. Την είδα να παγώνει χαμόγελα και να σκοτεινιάζει πρόσωπα. Και άκουσα πολλούς να την αποκαλούν «ευεργετική». Κάτι σαν βάλσαμο για να κατευνάσει τις πληγές που είχε ανοίξει η βεντέτα, ο άγραφος νόμος του γδικιωμού που συνεχίζει να αφήνει πίσω του θύματα.

 «Όλα αυτά έχουν παγώσει πια» μου λέει ο ψηλός άντρας από την οικογένεια των Βλαστών –βεντέτα εικοσαετίας– που ήρθε να μου μιλήσει ζητώντας να μη δημοσιοποιηθεί το όνομά του. «Πίσω όμως απ’ αυτό τον πάγο σιγοκαίει η φλόγα που τινάζει ακόμη στον αέρα ζωές» συνεχίζει.

 Λες και βγήκε κι αυτός μέσα από την ομίχλη. Σύγχρονη φιγούρα, επιχειρηματίας που ήλθε να πιει ένα φρέντο. Θα τον ονομάσουμε Μανώλη ή Σήφη, γιατί από την πρώτη στιγμή ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία του. Αντίθετα από τις γυναίκες που συναντήσαμε, οι περισσότεροι άντρες δεν θέλουν να εκτεθούν. Ισως επειδή ιστορικά έπεφτε σ’ αυτούς ο κλήρος να συνεχίσουν τον κύκλο του αίματος που άνοιγε μια βεντέτα. Το αυστηρό, άγραφο αυτό σύστημα δικαίου, το οποίο κωδικοποιείται στο DNA ολόκληρων οικογενειών, που βάζει το αρσενικό να εκτελέσει τα συμβόλαια τιμής τα οποία συχνά συντηρούν με ευλάβεια και απαιτούν την εφαρμογή τους οι γυναίκες. 

«Εμείς εδώ δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη βεντέτα» λέει ο συνομιλητής μας. «Τα λέμε οικογενειακά, γιατί βασικά είναι η εκδίκηση που παίρνουν οι συγγενείς κάποιου ο οποίος δολοφονήθηκε σκοτώνοντας τον δράστη ή κάποιον δικό του. Ακούς συνήθως τη φράση “ανοίξαμε οικογενειακά” και αυτό σημαίνει ότι ήδη υπάρχει νεκρός και επίκειται άμεσα αντεκδικητικός φόνος ή ότι οι σχέσεις ανάμεσα σε δύο αντιτιθέμενες οικογενειακές ομάδες είναι τόσο τεταμένες ώστε να έχει εκφραστεί πρόθεση για φόνο».

  

Μια πράξη εκδίκησης με άλλα λόγια, αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε τον Σφακιανό φίλο, η οποία, όπως αναφέρει και ο καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Αρης Τσαντηρόπουλος, βάζει σε δοκιμασία τον κοινωνικό δεσμό δύο ατόμων και των αντίστοιχων συγγενών τους. «Τι θες και τα σκαλίζεις τώρα;» ψιθυρίζει με σφιγμένα χείλη ο φίλος μας.

Η γιαγιά του δεν έβγαλε ποτέ τα μαύρα. Της σκοτώσανε το κοπέλι 17 χρόνων, την ώρα που άνοιγε την πόρτα του σπιτιού του στα Σφακιά. Εναν χρόνο πριν από τον πόλεμο. Ο πρώτος του ξάδελφος ήταν ο δράστης, γιος του αδελφού του πατέρα του. Δικαιολογία; Η αρραβωνιαστικιά την οποία δήθεν παρενόχλησε το θύμα. Πίσω όμως από τον φόνο κρύβονταν κτηματικές διαφορές, ζήλια, μίσος, ανταγωνισμός ενδοοικογενειακός. Η συνέχεια ήταν δεκαπέντε φονικά, που υπέβαλε ή πυροδότησε η γιαγιά, κάθε φορά κρατώντας το ματωμένο πουκάμισο του γιου της. Και προκαλούσε κάθε φορά τους πρωτότοκους της δικής της γενιάς και του άντρα της να πάρουν γδικιωμό. Η οικογένεια του σκοτωμένου τελικά μετανάστευσε στα Χανιά για να μη συνεχιστεί το κακό. Σήμερα το οικογενειακό έχει παγώσει. Μέχρι να βρεθεί η σπίθα που θα οπλίσει κάποιο χέρι.

«Χριστέ και να κατέβαινε βρύση απ’ τη Μαδάρα

να πορπατεί κλιτά κλιτά, να ’ρχεται αγάλι αγάλι,

να βρει τσι γούρνες εύκαιρες να μπει να τσι γεμίσει,

να πλύνουν οι ανύπλητες, να πλύνουν κι οι πλυμένες,

να πλύνει κι η Κανάκαινα τα ματωμένα ρούχα»

Είναι το τραγούδι που μολογάει τη συμφορά της μάνας Κανάκαινας που έχασε τους τρεις γιους της σε σφακιανή βεντέτα. Οταν τη γνώρισα, πριν από μερικά χρόνια, η Μαρία Χουβελάκη ήταν μια ηλικιωμένη Κρητικιά με αετίσια μάτια που μας καλοδέχτηκε με μεζέ και ρακή στην αυλή της. Η οικοδέσποινα, που καταγόταν από το ιστορικό χωριό Κεραμιά, μας δέχτηκε περιτριγυρισμένη από συγγενείς και φίλους, καχύποπτους απέναντι σε όσους χώνουν τη μύτη τους στα «έθιμα» και τις φτιαξές του τόπου τους. «Η γυναίκα που αγαπάει τον άντρα της δεν τονε προσβαίνει ούτε τον ατιμεί» λέει η γιαγιά. «Στο χωριό μου το φονικό έγινε γιατί ένας ξένος άντρας πείραζε τη γυναίκα αλλουνού. Σκοτώθηκε κόσμος, οι οικογένειες έφυγαν για το Μάλεμε και το Ρέθυμνο. Ενα θηλυκό ατίμασε τον άντρα κι έγινε το κακό. Αμα σου πειράξουνε μαθές και το κοπέλι, ήντα να κάμεις; Να μείνεις άκρατος; Εγώ τους σέβομαι τους άντρες μας. Οταν δίνουν το χέρι δίνουν συμβόλαιο. Ο Κρητικός όμως πάντα καθάριζε… Αμα ειδικά του πειράξουν τη γυναίκα και τα ζωντανά. Τώρα να σου πω ότι στα είκοσι φονικά το ένα έχει πίσω γυναίκα που βάζει φωτιά ή χρησιμοποιείται γυναίκα σαν λόγος· είναι αλήθεια».

«Μην κάνεις μη σου κάνουνε

μην πεις να μη σου πούνε

την ξένη πόρτα όταν κτυπάς

Τηνε δική σου σπούνε»

«Η γυναίκα σαν αιτία ανοίγματος οικογενειακών συνδέεται άμεσα με το κοινωνικό γόητρο του άντρα στον δημόσιο χώρο» λέει ο Αρης Τσαντηρόπουλος. «Ο άντρας μπορεί να αντιδράσει με τον φόνο του ξένου διεκδικητή της συζύγου ή της αρραβωνιαστικιάς του και το άνοιγμα οικογενειακών με την ομάδα αιματοσυγγενών του. Αυτό, στην περίπτωση που η γυναίκα αποδεικνύει την αθωότητά της. Στην περίπτωση που με άμεσο ή έμμεσο τρόπο υποδηλώνεται η ανηθικότητά της, φονεύεται η ίδια. Εξάλλου η υπόνοια για ερωτικές βλέψεις συνιστά ακραία πρόκληση στην ικανότητα του άντρα να κρατήσει μια γυναίκα. Όπως ακραία πρόκληση είναι και η αθέτηση συμφωνίας γάμου» συνεχίζει ο κ. Τσαντηρόπουλος. «Το μυστήριο της Κρήτης είναι βαθύ» είχε γράψει ο Νίκος Καζαντζάκης.

Ο λίβας που καίει το μυαλό

Η πόλη των Χανίων σφύζει από ζωή. Ηταν 11.00 το πρωί και η Ιωάννα Ντουρουντάκη μας περίμενε στη σχολή αισθητικής που διηύθυνε, κοντά στη δημοτική αγορά, σε ένα μοντέρνο κτίριο που στεγάζει επιχειρήσεις και τηλεοπτικούς σταθμούς. Παλιά δούλευε στη Λυρική Σκηνή και στη Νέα Τηλεόραση Χανίων. Για την ευθύτητα και τον δυναμισμό της συγκεκριμένης κοπέλας μού είχαν μιλήσει πολλοί. Ωστόσο, στον δρόμο προτού φτάσω στο ραντεβού μαζί της θυμάμαι τα λόγια του Λουδοβίκου των Ανωγείων. «Ακόμη και η τραχύτητα, μια μορφή της οποίας είναι η κρητική βεντέτα, αποτελεί έκφραση ευαισθησίας. Για να κρύψει ο Κρητικός την ευαισθησία του, φτιάχνει μια θολούρα με σκόνη και φωνές και οχυρώνεται από πίσω».

Να μια ρομαντική άποψη για την αυτοδικία, που ταλανίζει αιώνες τώρα την ορεινή και κεντρική Κρήτη και μαζί τα Σφακιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, τον Μυλοπόταμο, τα Λιβάδια, το Ασκύφου, τα Ανώγεια. Μια άποψη σύμφωνα με την οποία η ιδιόμορφη ευαισθησία οπλίζει άνετα το χέρι που κρατεί τη λύρα, το λυράκι, το μπουλγαρί και το λαγούτο με καλάσνικοφ, μπερέτες κ.ά. Ακόμη και όπλα που ξέμειναν από τον πόλεμο. Στο παλιό κρητικό δίκαιο οι περιπτώσεις της βεντέτας αντιμετωπίζονταν σαν φόνοι που βασίζονται στο εθιμικό δίκαιο αλλά και στην επίδραση του λίβα. Εφταιγε, λέει, «ο καυτός αφρικανικός άνεμος που λαμπάδιαζε τα μυαλά και τις καρδιές και κινούσε το χέρι του φονιά. Κόσμος και τρέλα είναι ένα» κραυγάζει από τις σελίδες του Καζαντζάκη ο Καπετάν Μιχάλης. Είναι πολύ νέα, όμορφη και άνετη μέσα στο τζιν της. Μας κερνάει εσπρέσο και όταν μιλάει κοιτάζει στα μάτια. «Δεν είναι σε έξαρση η βεντέτα, τα πράγματα κατά κάποιον τρόπο έχουν παγώσει. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν τελειώσει. Εγώ στη Χώρα των Σφακίων, απ’ όπου κατάγομαι, έχω ζήσει φασαρίες και κάποιους σκοτωμούς. Μικρή ανέβαινα στις μαδάρες (βοσκοτόπια), στα τρακτέρ και έχω τέσσερα διπλώματα στη σκοποβολή. Για μένα η αδικία της βεντέτας είναι μία. Όταν το δικαστήριο δεν αποδίδει το δίκαιο. Μακάρι τον θάνατο να τον πληρώναμε με θάνατο. Αλλά πληρώνουμε τα οικόπεδα με θάνατο. Οσο για τους άντρες Κρητικούς, αυτούς μην τους φοβάσαι. Βασικά είναι μανιτζέβελοι (εύκολοι στον χειρισμό) και πίσω τους κάνουν κουμάντο οι γυναίκες. Γι’ αυτό οι άντρες βγάζουν αντίδραση!»

Ο σασμός σταματά τη βεντέτα

Τη λέξη την είχαμε ακούσει από πριν αλλά η Ιωάννα δίνει τη ζωντανή της έννοια. «Ο πατέρας μου ήταν πάντα ένας από αυτούς που τα έσιαχνε ανάμεσα σε δύο οικογένειες που βρίσκονται σε ανοιχτά οικογενειακά. Είναι πολύ δύσκολο εγχείρημα για κάποιον που αποφασίζει να παίξει αυτό τον ρόλο, επειδή είτε προσπαθούν να σε μπερδέψουν στα ενδοοικογενειακά τους ή σε απειλούν γιατί ανακατεύεσαι σ’ αυτά. Ο σασμός είναι η διαδικασία εξομάλυνσης των διαφορών, με απώτερο σκοπό να σταματήσει η βεντέτα. Αυτό γίνεται με την κουβέντα, με αρραβώνες, βαφτίσια, γάμους. Τον παίρνανε τον πατέρα μου τηλέφωνο, ακόμη και μεσάνυχτα: “Γιάννη, τρέχα στην Ανώπολη να τα φτιάξεις”. Κι αυτός αρραβώνιαζε μαύρα μεσάνυχτα, βάφτιζε παιδιά και έκανε χιαστί κουμπαριές προκειμένου να τα βρουν τα αντίπαλα σόγια. Στις περιπτώσεις της βεντέτας η γυναίκα έπαιζε τον καλύτερο και τον χειρότερο ρόλο. Υπήρξε γυναίκα στην Ανώπολη που πήρε πιστόλι και απείλησε άντρα να μη συνεχίσει τη βεντέτα. Άλλες με λόγια φώδιαζαν, έβαζαν δηλαδή φωτιά, άλλες έσβηναν. Η σιωπή δεν είναι πάντα κακή. Συχνά βοηθάει να καταλαγιάσει το πράγμα».

«Από ένα σκούντημα μπορεί να γίνει το κακό. Από ένα στραβό κοίτασμα, μια λέξη. Στα αντίποινα δεν σκοτώνουν συνήθως γυναίκες. Αλλά μπορεί να σκοτώσουν τα ζωντανά του άλλου. Τον γιο μου δεν θα τον άφηνα να ακολουθήσει αυτά τα έθιμα» λέει η Ιωάννα, «αλλά τι να πω; Δεν γίνεται να μην αναλύσει κανείς με προσοχή την πράξη του Ιωάννη Παπαδόσηφου, που το 1988 σκότωσε τον φονιά του γιου του Γιάννη Βενιεράκη μέσα στο Εφετείο Πειραιά. Ο Βενιεράκης, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, είχε φάει τον νεαρό Μανώλη Παπαδόσηφο στο Ρέθυμνο. Ένα παιδί αγαπητό σε όλους, με μόρφωση και παιδεία. Ο φονιάς είχε καταδικαστεί σε ισόβια από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Χανίων. Τον επίλογο όμως τον έγραψε με έξι σφαίρες ο πατέρας του θύματος στο Εφετείο Πειραιά: κατά τη διάρκεια της διαδικασίας άδειασε το όπλο του πάνω στον κατηγορούμενο. Αφήνοντας στη συνέχεια κάτω το λούγκερ είπε στους αστυνομικούς: “Εγώ τώρα λευτερώθηκα. Μπορείτε να κάνετε τώρα τη δουλειά σας”! Μια ωραία βεντέτα ανταπόδοσης; Ποιος μπορεί να κρίνει το σκοτεινό κομμάτι μιας ηπείρου με το όνομα Κρήτη

«Όποιος ξεχνά το παρελθόν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει» μου είχε πει ένας γιγάντιος γέρος από το χωριό Αράδαινα. Ευτυχώς η Ιωάννα ήταν όμορφη, έξυπνη και δεν ξεχνούσε ότι ανήκε στο μέλλον αυτής της ηπείρου!

Τα όμορφα χωριά όμορφα χάνονται

Καθώς φεύγεις από την πόλη των Σφακίων και ακολουθείς τον φιδωτό δρόμο που οδηγεί στα Λευκά Ορη η θέα σού κόβει την ανάσα. Πίσω σου το Λιβυκό Πέλαγος και μπροστά τα βουνά, οι μαδάρες. Αϊ-Γιάννης, Ανώπολη και τέλος Αράδαινα. Ενα χωριό που κυριολεκτικά κρέμεται πάνω σ’ έναν εντυπωσιακό «φάραγγα», ένα χωριό το οποίο ερήμωσε τη δεκαετία του ’50 από τη βεντέτα που άναψε άξαφνα. Επτά άνθρωποι σκοτώθηκαν σε μία νύχτα και οι υπόλοιποι 99 έφυγαν σε άλλους νομούς της Κρήτης, ακόμη και στην Αθήνα, προκειμένου να σταματήσει ο κύκλος του αίματος. Στο χωριό δεν παρέμεινε ψυχή, παρά μόνο μια ταμπέλα στην είσοδο τρυπημένη από σφαίρα. Στο βάθος, μόνο ένα σπίτι μοιάζει να ζει καθώς μια σκοτεινή γυναικεία φιγούρα κινείται μπροστά στο παράθυρο. Σιγή. Και ήλιος.

Όλα έγιναν για το κουδούνι ενός πρόβατου, κοινώς λέρι ή λιέρι. Κάποιος έκλεψε ξένο λιέρι και το κρέμασε στο κριάρι του που πήγαινε μπροστά από το κοπάδι με καμάρι. Τα πήρε ο ιδιοκτήτης, έφερε το συγγενικό λιέρι και το βράδυ στην πλατεία βγήκαν τα πιστόλια, οι μπερέτες, τα κυνηγετικά. Τα θύματα πολλά και η ερήμωση του χωριού ήταν αναπόφευκτη. «Ο φόβος του γδικιωμού τους έδιωξε ούλους» μας είπε ο βοσκός λίγο πιο κάτω. Μένει η γέφυρα που έφτιαξαν οι Βαρδινογιάννηδες πάνω από το φαράγγι να προσπαθεί να ενώσει δύο κόσμους αντίθετους και αντίπαλους. Αυτόν της λογικής με εκείνον του παράλογα λογικού για τους Κρητικούς, ανεξήγητου για τους υπολοίπους.

«Αυτά τα εγκλήματα» λέει ο Λευτέρης Κουλιεράκης, οικονομολόγος, γνωστός συγγραφέας και πολιτευτής Χανίων, «διαθέτουν μια χωρική αναφορά. Συνήθως το μεγαλύτερο ποσοστό των εγκλημάτων που προέρχονται από τη βεντέτα γίνονται σε ορεινές και κλειστές περιοχές της δυτικής κυρίως Κρήτης. Ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι τραχείς σαν το έδαφος, που βιώνουν έντονα τις αντιπαραθέσεις τους αλλά έχουν και συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους, όπως και κτηματικές διαφορές. Η γυναίκα, κατά τη γνώμη μου, έχει σημαντικό ρόλο σε αυτήν τη διαδικασία και ιδιαίτερα στο ψυχολογικό και συναισθηματικό κομμάτι. Δεν είναι τόσο ενεργούμενο σε αυτή καθ’ εαυτή την πράξη, αλλά τροφοδοτεί ή εμποδίζει αυτόν που θα συνεχίσει την ιστορία. Αν κάποιες αξίες, όπως η περηφάνια, ο εγωισμός, η ανάγκη για προστασία των γυναικών και της οικογένειας, περάσουν στο παιδί από τη μάνα στην ακραία τους μορφή, τότε μπορεί να δημιουργήσουμε έναν δυνάμει φονιά». Κατά τον κ. Τσαντηρόπουλο, συνήθως στην Κρήτη «δεν πειράζουν τις γυναίκες επειδή αυτές κρατούν και μετά τον γάμο την αιματοσυγγένεια με την πρώην οικογένειά τους και υπάρχει ο κίνδυνος να μπλεχτούν πολλοί σε περίπτωση που κάποιος θα τις σκοτώσει». Το χωριό Πάτημα Αποκορώνου όμως, χωριό-φάντασμα, ξεκληρίστηκε μετά τη δολοφονία μιας γυναίκας και την αλυσίδα φόνων που ακολούθησε, πρώτα στο Ρέθυμνο, μετά στην Αμαλιάδα, τη Μυτιλήνη και τέλος στην Αθήνα. Ηταν το μαύρο απόγευμα της 23ης Μαΐου 1994 όταν σε αγροτική τοποθεσία έξω από το χωριό βρέθηκε σκοτωμένη και σεξουαλικά κακοποιημένη η Φωτούλα Μουζουράκη, 53 χρόνων, μητέρα τεσσάρων παιδιών. Από εκείνη τη στιγμή θα ανοίξει κρητική βεντέτα ανάμεσα στα παιδιά και στον φονιά Μιχάλη Δικονιμάκη, που θα έχει αποτέλεσμα δέκα νεκρούς και θα ερημώσει ένα χωριό. Εκεί όπου κατοικούν ελάχιστοι ηλικιωμένοι, ριζωμένοι σ’ έναν καταραμένο τόπο. Και όποτε κάποιοι ξένοι ζήτησαν να αγοράσουν έρημα σπίτια, οι ιδιοκτήτες δεν τα πούλησαν γιατί είχαν στοιχεία από τη μνήμη μιας γυναίκας.

Η μπερέτα ταιριάζει στη βεντέτα

Την έψαξα σ’ όλα τα Χανιά. Μου είχαν πει ότι είχε παντοπωλείο στη Δημοτική Αγορά Χανίων. Δεν θέλησε να με δει γιατί είχε βιώσει μια από τις πιο παλιές βεντέτες της Κρήτης που ακόμη σιγοκαίει. Παντρεμένη στο χωριό Ασκύφου, θυμάται με τρόμο τον άντρα της που την περνούσε 30 χρόνια να κοιμάται με το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι. Είχε φύγει πολύ νέα από το Ρέθυμνο, γιατί άλλον αρραβωνιάστηκε κι άλλον αγάπησε. Αθέτησε τον λόγο, μπλέχτηκαν οι οικογένειες και μετανάστευσε στα Χανιά. Ο καινούργιος σύζυγος μπήκε στον κύκλο του αίματος, τελικά σκοτώθηκε, ενώ η φρίκη την ακολουθεί ακόμη μαζί με μια αλυσίδα νεκρών. Η Φιλότσα (βαφτιστήρα της) με παρακάλεσε να την ξεχάσω.

Φουρτουνάκηδες και Βροντάκηδες

Οι Κρητικοί αναφέρονται στην ταινία με τη Βουγιουκλάκη σαν να θέλουν να γελάσουν και να απαλύνουν την ατμόσφαιρα. Η Ανδρονίκη Σαμαρινάκη όμως, που ίσως δεν μας έδωσε το πραγματικό της όνομα, είναι κι αυτή από το Ασκύφου. Σερβιτόρα σ’ ένα από τα γνωστότερα ξενοδοχεία, μας πλησίασε μόνη της όταν άκουσε να μιλάμε για τα οικογενειακά. Πολύ νέα και μητέρα ενός κοριτσιού, έχει φύγει εδώ και αρκετά χρόνια από το χωριό της αφήνοντας, όπως λέει, πίσω της την κόλαση.

«Στον άντρα μου άρεσε το καπετανιλίκι και το πούλαγε κιόλας. Είχαμε ένα μίνι μάρκετ κι αυτός έπαιρνε όλη την είσπραξη για να αγοράζει όπλα από τα 22 και να κυνηγά Ρωσίδες. Για να με αρραβωνιαστεί έπρεπε να παίξω τριανταπεντάρι. Δεν άντεξα, έφυγα. Πήγαν να χαλάσουν στη συνέχεια τον αδελφό μου, αλλά απέτυχε η απόπειρα. Ωστόσο η οικογένειά μου απειλείται».

Τα οικογενειακά του Ασκύφου Σφακίων

Ένα πανέμορφο χωριό με τη δική του ιστορία, τους δικούς του ηρωικούς αγώνες κατά των κατακτητών. Βγάζει λεβέντες Σφακιανούς, ψηλούς και ανοιχτούς, αλλά κάθε οικογένεια εδώ έχει τα δικά της οικογενειακά. Στην είσοδο του αρχοντικού των Αθιτάκηδων η επιγραφή με τις λέξεις «ζωή, υγεία» ταιριάζει με την ευχή ενός ολόκληρου κόσμου. Είναι βράδυ με ψύχρα και στο τσαγκαράδικο του Σήφη Λιοντάκη, όπου γίνονται και τα καλύτερα στιβάλια της περιοχής, τα λόγια είναι κοφτά. Και οι ματιές σκιασμένες. «Δεν είναι ωραία τούτα τα πράγματα» λέει ο Σήφης. «Κανείς δεν τα θέλει αλλά ο Κρητικός είναι ανίκητος και έχει έντονο μέσα του ένα ιδιαίτερο αίσθημα δικαιοσύνης. Ιδιόμορφο θα έλεγα».

Η κρητική ρακή είναι υπέροχη όπως και η φιλοξενία σ’ αυτό τον τόπο. Γύρω από το καζάνι της απόσταξης έχουν μαζευτεί οι φίλοι και ανάμεσά τους ο τότε δημοτικός σύμβουλος Σφακίων Κώστας (δεν επιθυμεί να αναφερθεί το επώνυμό του). «Δεν λειτουργεί σωστά η δικαιοσύνη» μας είχε πει. «Επειδή το έγκλημα της βεντέτας βασίζεται στο εθιμικό δίκαιο και στους ιδιαίτερους κανόνες που διέπουν μια κοινωνία, οι δικαστές το αντιμετωπίζουν πολλές φορές σαν τέτοιο. Δεν νοείται ένας βαρυποινίτης που εκτίει ποινή για φόνο να βγαίνει κάθε τόσο με πενθήμερες άδειες. Είχε έλθει ένας τέτοιος στο Ρέθυμνο και σκότωσε έναν φοιτητή επειδή τον σκούντηξε στην καφετέρια. Και επειδή ήξερε ότι η οικογένεια του παιδιού ήταν “αδύναμη” και δεν θα άνοιγε βεντέτα. Πρέπει να ανεβεί η παιδεία του κόσμου και να μη γίνεται η κακή, που λέμε, αρχή. Πάντως, τα τελευταία χρόνια, παρότι λένε πως οι Σφακιανοί είναι σκληροί, στα Σφακιά έχουμε τα λιγότερα περιστατικά».

Το αίμα ζητεί εκδίκηση

«Οποιος έχει γεννηθεί στην Κρήτη ξέρει τι σημαίνει φάση αντεκδίκησης. Εγώ γεννήθηκα στη Γερμανία, αλλά έχει περάσει στο DNA μου αυτή η γνώση. Η βεντέτα καταγράφεται για πρώτη φορά στη μινωική πολιτεία. Ο Αριστοτέλης στα “Ηθικά Νικομάχεια” αναφέρει ως εισηγητή του δικαίου της ανταπόδοσης τον Ραδάμανθυ, αδελφό του Μίνωα. Σύμφωνα με αυτή την ποινική διάταξη, “όποιος διαπράξει ένα αδίκημα μόνο σαν πάθει ό,τι κάμει δίκη σωστή θα γίνει”. Εμείς σαν σύγχρονες μητέρες οφείλουμε απέναντι στα παιδιά μας να διοχετεύσουμε αυτό το έντονο συναίσθημα εκδίκησης σε άλλες δράσεις». Η Λίτσα Κουρουπάκη είναι οδοντίατρος και πρώην βουλευτής Χανίων. Ανήκει στη νέα γενιά, αλλά δυστυχώς η πολιτική συχνά αναμοχλεύει πάθη για λίγες ψήφους. Γιατί, όπως ισχυρίζεται ο Λευτέρης Κουλιεράκης, «το τοπικό πολιτικό προσωπικό αδυνατεί να διαχειριστεί το πρόβλημα, στον οίκο μπαίνουν τώρα και πιο σύγχρονες μορφές εγκληματικότητας ή βολεύεται με αυτού του είδους τις αντιθέσεις ή κοινωνικές παθογένειες προκειμένου να επενδύσει σε ψήφους. Μόνον με ανοιχτές κοινωνίες θα απαντήσουμε σε αυτά τα προβλήματα».

Ο δρόμος προς το λιμάνι της Σούδας μόλις χαιρέτισε την πρώτη βροχή του Νοεμβρίου. Φτάνουμε στο πλοίο της επιστροφής και σε λίγο μπαίνουν οι μηχανές μπροστά. Εχουν περάσει πέντε χρόνια από τότε, αλλά μόλις τον περασμένο Απρίλιο ήρθε η δολοφονία του 24χρονου Μανώλη Στρατάκη στα Ανώγεια της Κρήτης από τον πρώτο ξάδελφο του πατέρα του, κάποιον Νικολακάκη, για να ανοίξει και πάλι η απειλή μιας νέας αιματηρής βεντέτας. Οι αρχές και οι ειδικοί κάνουν τις εκτιμήσεις τους και εμείς θυμόμαστε πριν από περίπου οκτώ χρόνια την εκτέλεση ενός 27χρονου νέου, του Σταύρου Πολέντα, στο Ασκύφου. Ο πατέρας του Μανώλης είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη για τον θάνατο του Σταύρου Καλπάκη. «Εμείς από την αρχή ζητήσαμε δικαιοσύνη και όχι εκδίκηση. Δεν έχουμε σχέση με το έγκλημα. Είμαστε θύματα όχι θύτες» είχε πει η χήρα Καλπάκη στα ΜΜΕ με το ύφος μιας ακόμη γυναίκας που ακολουθεί τον νόμο της σιωπής. Και τη γνώση πως ζει στον τόπο του ηρωικού και του παράλογου, γνώση δύσκολη αλλά αληθινή.

 Όλγα Μπατή

* Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #131 του HotDoc που κυκλοφόρησε στις 30 Ιουλίου 2017

Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger