Αρχική » » Πλούτος στις στάχτες του πολέμου

Πλούτος στις στάχτες του πολέμου

{[['']]}
Ο οικονομικός δωσιλογισμός την περίοδο της Κατοχής και πώς οι "νεόπολουτοι" βρέθηκαν να χτίζουν το μετεμφυλιακό κράτος

"Σε κάθε τόπο θα βρεθούνε κάμποσα φιλόδοξα και ιδιοτελή καθάρματα, που θα εξυπηρετήσουν πρόθυμα τους σκοπούς μου, γιατί αυτό θα είναι ο μόνος τρόπος για να αναδειχθούν και να πλουτίσουν στη χώρα τους...»

Α. Χίτλερ

Η περίοδος της Κατοχής ήταν από τις πιο μαύρες περιόδους της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η Ελλάδα γνώρισε τριπλή κατοχή με μαζικά αντίποινα και εκτελέσεις ολόκληρων χωριών, βασανιστήρια, στρατόπεδα, πείνα, ορφάνια και θάνατο. Μέσα σε αυτές τις άγριες συνθήκες, μέσα σε αυτό το φοβερό σκηνικό του θανάτου, μέσα από τις στάχτες του πολέμου και την καταπίεση της τριπλής κατοχής, μέσα από τα βογκητά των ανθρώπων που ψυχορραγούσαν στα πεζοδρόμια ξεπήδησαν οι «νεόπλουτοι». 
Μια νέα τάξη πλουσίων, αδίστακτη και χωρίς ενδοιασμούς, η οποία αδιαφόρησε για τη δυστυχία του λαού, συνεργάστηκε οικονομικά με τους κατακτητές και συγκέντρωσε τεράστιο πλούτο και δύναμη.
Την ώρα που άνθρωποι έψαχναν στα σκουπίδια για λίγη τροφή, την ώρα που παιδιά πέθαιναν στους δρόμους, αυτοί κατασπαταλούσαν επιδεικτικά τεράστια ποσά σε θεάματα, ακροάματα και είδη πολυτελείας.

Το ζήτημα του οικονομικού δωσιλογισμού δεν είναι μόνο ηθικό αλλά κυρίως οικονομικό και πολιτικό. Ο στόχος της γερμανικής οικονομικής πολιτικής στην κατεχόμενη Ευρώπη ήταν η μέγιστη απόσπαση, οικειοποίηση και χρησιμοποίηση των στρατηγικών πόρων κάθε χώρας (πρώτες ύλες, παραγωγικές δομές, εργοστάσια κ.λπ.) και ταυτόχρονα εκμετάλλευση μέχρι θανάτου της ανθρώπινης εργατικής, παραγωγικής ικανότητας.

Η υλοποίηση αυτών των στόχων στην Ελλάδα προϋπέθετε τη συνεργασία ενός τμήματος του ντόπιου κεφαλαίου. Εξάλλου την περίοδο του μεσοπολέμου το γερμανικό κεφάλαιο είχε καταφέρει ειρηνικά και με μεγάλη επιτυχία να διεισδύσει στην ελληνική οικονομία. Το 1938 το 40,4% των ελληνικών εξαγωγών κατευθυνόταν στη Γερμανία και την Αυστρία.

Την περίοδο του πολέμου όμως οι ανάγκες των Γερμανών αύξαναν. Παράλληλα πολλαπλασιάζονταν οι «ευκαιρίες» για όσους ήταν πρόθυμοι να εξυπηρετήσουν τους κατακτητές και να αποκομίσουν τεράστιο οικονομικό όφελος. Οσο οι Γερμανοί διεύρυναν τα περιθώρια κέρδους και δημιουργούσαν νέες ευκαιρίες πλουτισμού τόσο αυξανόταν ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων που ήθελαν να δουλέψουν για λογαριασμό του Ράιχ.

Η ολοκληρωτική κατάρρευση της κανονικής ελληνικής οικονομίας (νομισματικό και δημοσιονομικό χάος) και τα τεράστια κέρδη από τη συνεργασία με τους κατακτητές ωθούσαν σταδιακά ακόμη περισσότερες εταιρείες να συνεργάζονται μαζί τους.

Στα πρακτικά της 2ης συνεδρίασης της μεταπολεμικής Επιτροπής Δωσίλογων (26/2/1945) του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ) αναφέρεται ότι τα συνεργασθέντα πρόσωπα μόνο σε Αθήνα και Πειραιά ήταν περίπου 2.500, ενώ στην Τράπεζα της Ελλάδος εμφανίζονται περίπου 8.000 «πληρωθέντες ως συναλλαγέντες μετά του εχθρού».

Συνολικά στη διάρκεια της Κατοχής δημιουργήθηκαν 6.500 νέες ελληνικές επιχειρήσεις και εταιρείες.
Επομένως ο οικονομικός δωσιλογισμός ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής που εφάρμοσαν οι ναζί στις κατακτημένες χώρες της Ευρώπης.
Δεν ήταν η Εθνική Αντίσταση, το ΕΑΜ και η «κόκκινη βία» αυτά που οδήγησαν τους βιομήχανους, τους εμπόρους, τους εισαγωγείς, τους καπνέμπορους, τους μαυραγορίτες, τους εργολάβους κ.ά. να αναλάβουν να συνεργαστούν με τις δυνάμεις κατοχής. Η επιδίωξη του τεράστιου κέρδους και της δύναμης που έδινε η συνεργασία με τους Γερμανούς ήταν το κίνητρο που οδήγησε μέρος του ελληνικού κεφαλαίου στον οικονομικό δωσιλογισμό και στη συνεργασία με το γερμανικό κεφάλαιο.

Συστηματικά πριν από την επίθεση κατά της Ελλάδας κατά τον Απρίλη του 1941 οι Γερμανοί είχαν μελετήσει την οικονομία της Ελλάδας και είχαν σχεδιάσει την οικονομική πολιτική που θα ακολουθούσαν απέναντι της.

Οπως γράφει ο καθηγητής Μιχάλης Ψαλιδόπουλος: «...Πολλοί πίστευαν ότι λόγω της συμπάθειας των εθνικοσοσιαλιστών προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, η συμπεριφορά τους ως κατακτητών στην Ελλάδα θα διαφοροποιήτο προς το ευνοϊκότερο, απ’ ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, διαψεύδοντας επίσης και όσους πίστευαν ότι η Ελλάδα, ως φτωχή σε πρώτες ύλες χώρα, δεν θα ενδιέφερε οικονομικά τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Στο παγκοσμίου κύρους ινστιτούτο Διεθνούς Οικονομίας στο Κίελο εκπονήθηκε πριν και μετά την επίθεση κατά της Ελλάδας έξι μελέτες που αφορούσαν την οικονομία του τόπου: 1. Η βιομηχανία τροφίμων στην Ελλάδα. 2. Η ναυπηγική βιομηχανία της Ελλάδας. 3. Η ελληνική κλωστοϋφαντουργία. 4. Η βιομηχανία καουτσούκ στην Ελλάδα. 5. Η ελληνική σιδηροβιομηχανία. 6. Τα ελληνικά μεταλλεύματα.

Οι μελέτες αυτές που απεστάλησαν στις δυνάμεις κατοχής αποτελούν απόδειξη του συστηματικού τρόπου με τον οποίον επιδιώχθηκε η ολοκληρωτική υποταγή της υπόδουλης Ελλάδας στις επιδιώξεις των κατακτητών.

Σε γενικές γραμμές αυτοί ήταν οι βασικοί τομείς που έστρεψαν την προσοχή τους οι Γερμανοί με την κατοχή της Ελλάδας και οι βασικές πηγές πλούτου και για  τους «πλουτίσαντες κατά την κατοχή».

Ορυχεία - βιομηχανία

Οι Γερμανοί κατέλαβαν τον Απρίλιο του 1941 την Αθήνα, αλλά επέτρεψαν στους Ιταλούς να εισέλθουν στην Αθήνα και την Αττική μόλις στα τέλη Ιουνίου 1941. Μέσε σε δύο μήνες, με συνοπτικές διαδικασίες, όχι μόνο είχε κατασχεθεί και σταλεί στη Γερμανία ό,τι είχε βρεθεί αποθηκευμένο, αλλά -το κυριότερο- οι ελληνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις και τα ορυχεία που είχαν ενδιαφέρον για την πολεμική οικονομία της Γερμανία: αγοράστηκαν, νοικιάστηκαν ή δεσμεύτηκαν να προμηθεύουν τη γερμανική αγορά με πολύτιμα ορυκτά (πυρίτη, σιδηρομετάλλευμα, χρώμιο, νικέλιο, μαγγάνιο, γρανίτη), σε όσες ποσότητες κι αν παράγονταν.

Με διάφορες νομότυπες μεθόδους (δήμευση, ενοικίαση, αγορά από γερμανικές εταιρείες των μετοχών κ,λπ.) οι γερμανικές εταιρείες υπέγραφαν συμφωνίες μακράς διάρκειας (συνήθως 25 ετών) με τις ελληνικές βιομηχανίες. Η αποδοχή τέτοιων συμβολαίων εγγυόταν τη διανομή υλικών και καυσίμων και σε ορισμένες περιπτώσεις τεράστια κέρδη.

Με αυτό τον τρόπο οι Γερμανοί εξασφάλισαν τον έλεγχο των περισσότερων ορυχείων και βιομηχανιών, όπως η Λοκρίς Νικέλιον, οι Βωξίτες Δελφών, Βωξίτες Παρνασσού, το Πυριτιδοποιείο του Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη.

Μακράς διάρκειας συμωνίες υπογράφηκαν επίσης μεταξύ της Krupp και 26 εληνικών εταιρειών - π.χ. το Ράιχ εξασφάλισε ετήσιες αποδόσεις 616.300 τόνων πολύτιμων μετάλλων υπολόμενης αξίας 13.000.000 ράιχσμαρκ.
Η Βέρμαχτ έπαιρνε ημερησίως 2.800.000 τσιγάρα από τις έντεκα μεγαλύτερες ελληνικές καπνοβιομηχανίες.

Στις 31 Μαΐου 1941 η γερμανική οικονομική υπηρεσία κατάρτισε μια τελική αναφορά για την απόκτηση ελέγχων των σημαντικών βιομηχανικών και αγροτικών επιχειρήσεων. Στον πρώτο αυτό κατάλογο συμπεριλαμβάνονταν επιχειρήσεις ηλεκτροδότησης και μεταφορών,ναυπηγεία Βασιλειάδης ΑΕ, η Εταιρεία Ελαστικού ΕΘΕΛ, η Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων ΑΕ, το Εργοστάσιο Τεχνητής Μετάξης (ΕΤΜΑ), το κρατικό εργοστάσιο αεροπλάνων στο Παλαιό Φάληρο, η Ελληνική Αεροπορική Εταιρεία στην Αθήνα, τα εργοστάσια παραγωγής βάμβακος, η Μηχανοβιομηχανία Ροντήρης -Σρουμπουλης, η Μηχανοβιομηχανία Γκλαβούνης ΑΕ, το μηχανουργείο Δρίτσας, το μηχανουργείο Κούππας κ.ά.

Οσον αφορά τα ορυχεία, την περίοδο 1941-44 μεταφέρανε στη Γερμανία περίπου 25.400 τόνοι χρωμίου (το 1942 το ελληνικό χρώμιο αντιστοιχούσε στο 40% των ποσοτήτων που εισήγαγε η Γερμανία) και μεγάλες ποσότητες Βωξίτη, σιδηροπυρίτη, λευκόλιθου βολφραμίου κ,α.

Οταν τελικά οι Ιταλοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας ζήτησαν επίμονα μερίδιο από τη λεηλασία και την αναθεώρηση των «τετελεσμένων» που είχαν επιβάλει οι Γερμανοί. Με μακρές και επίμονες διαπραγματεύσεις οι Ιταλοί κατάφεραν να αποσπάσουν σημαντικές οικονομικές παραχωρήσεις από τους Γερμανούς.
Την άνοιξη του 1942 παραχωρήθηκαν στους Ιταλούς ορισμένα γερμανικά δικαιώματα στα ορυχεία.

Αν και «ριγμένη», η Ιταλία πήρε από τα ελληνικά ορυχεία 2 τόνους ασήμι, 508 τόνους χαλκό, 836 τόνους ορείχαλκο, 12 τόνους νικέλιο, 100 τόνους αλουμίνιο κ.ά.

Ωστόσο οι Γερμανοί συνέχισαν να κυριαρχούν στον οικονομικό και εμπορικό τομέα καθώς το 1942 το 76% των ελληνικών εξαγωγών κατευθυνόταν προς Γερμανία και μόλις το 17% προς Ιταλία.8

Τελικά η εξάπλωση της Αντίστασης και η δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας δυσχέραναν σε μεγάλο βαθμό τη λειτουργία των ορυχείων. Στα τέλη της άνοιξης του 1943 τα ορυχεία της βόρειας Ελλάδας είχαν σταματήσει τη λειτουργία τους.
Οι εργασίες εξόρυξης συνεχίζονταν μόνο στα υπό γερμανική κατοχή ορυχεία, στα οποία υπήρχε πρόβλημα με τους εργάτες, οι οποίοι δεν είχαν διάθεση να εργαστούν για τους Γερμανούς.
Η Αντίσταση είχε καταφέρει να απορρυθμίσει τη λειτουργία των ορυχείων.

Τα κέρδη των εταιρειών και των βιομηχάνων που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς ήταν τεράστια για τους εξής λόγους:

Η χρηματοδότηση για την αγορά πρώτων υλών, καυσίμων, μηχανών και ανταλλακτικών γινόταν από την Τράπεζα της Ελλάδας ως έξοδα κατοχής. Οι βιομήχανοι και όσοι έφτιαξαν εταιρείες εκείνη την εποχή δεν χρησιμοποίησαν από τα δικά τους κεφάλαια ούτε μία δραχμή.

Οι βιομήχανοι και οι εταιρείες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών με τις μακροχρόνιες συμβάσεις αλλά και οι ιδιοκτήτες όσων βιομηχανιών είχαν επιταχτεί δεν παραμερίζονταν. Κατά κανόνα παρέμεναν στις θέσεις τους και αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους. Αυτό εξάλλου ήταν το κίνητρο για να προσελκύσουν για συνεργασία οι κατοχικές αρχές και άλλους βιομηχάνους.

Οι Γερμανοί είχαν οργανώσει με αξιοθαύμαστη προσοχή την επαναλειτουργία των εργοστασίων. Μοίρασαν τμήμα των κατασχεμένων αποθεμάτων σε όσες βιομηχανίες δούλευαν για το Ράιχ. Μετέφεραν καύσιμα και πρώτες ύλες με τη βοήθεια των Ιταλών από την Τεργέστη κι έτσι οι βιομηχανίες άρχισαν να επαναλειτουργούν σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη της Ελλάδας.
 Οι ιδιοκτήτες φυσικά είχαν μερίδιο στις πρώτες ύλες, στα προϊόντα, τα καύσιμα αλλά και τα τρόφιμα που προορίζονταν για το σιτηρέσιο των εργατών των εργοστασίων. Ολα αυτά πουλιόνταν στη μαύρη αγορά και απέδιδαν μεγάλα κέρδη στο κύκλωμα.

Οι βιομηχανίες που συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές δούλευαν τόσο καλά ώστε σε αρκετές περιπτώσεις είχαν πλήρη απόδοση, όπως σε περίοδο ειρήνης. Μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις οι βιομήχανοι πετύχαιναν βελτίωση των υποδομών και των εξοπλισμών των εργοστασίων τους και αύξηση της παραγωγής τους.

Τα παραδείγματα είναι αρκετά: οι έντεκα μεγάλες καπνοβιομηχανίες που προμήθευαν τσιγάρα στον γερμανικό στρατό λειτούργησαν έως τα τέλη της Κατοχής με σχεδόν πλήρη απόδοση. Η κλωστοϋφαντουργία, η οποία προμήθευε στους κατακτητές ρουχισμό, στολές, κλινοσκεπάσματα κ.ά„ πήγαινε τόσο καλά με τις παραγγελίες ώστε 20 μεγάλοι εργοστασιάρχες ζήτησαν ανταλλακτικά και μηχανήματα από τη Γερμανία για τη βελτίωση του μηχανολογικού εξοπλισμού. Επίσης η Αθηναϊκή Χαρτοποιία ζήτησε και πέτυχε την απαλλοτρίωση των γειτονικών οικοπέδων για την επέκταση του εργοστασίου.
Βέβαια όσοι βιομήχανοι δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να συνεργαστούν με τους κατακτητές οδηγήθηκαν μοιραία στην εκπτώχευση.

Εμπόριο - τροφοδοσία στρατευμάτων κατοχής

Τα στρατεύματα των κατακτητών που στάθμευαν στην Ελλάδα έπρεπε να τραφούν και να έχουν όλες εκείνες τις υπηρεσίες που χρειάζεται ένας ξένος στρατός σε μια χώρα. Χρειάζονταν δηλαδή τρόφιμα, οικήματα, ρούχα, σκεπάσματα, στρατόπεδα, ψυχαγωγία και διασκέδαση εργαλεία, καύσιμα κ.λπ. Για να εξυπηρετηθούν αυτές: ανάγκες δομήθηκε ένα ολόκληρο σύστημα εμπορίου-τροφοδοσίας το οποίο περιλάμβανε την ανεύρεση και προμήθεια τροφίμων και έφτανε μέχρι τη λειτουργία χαρτοπαικτικών λεσχών και οίκων ανοχής.

Το σύστημα λειτουργούσε ως εξής: οι Ελληνες έμποροι και οι προμηθευτές έβρισκαν τα προϊόντα, τα αγόραζαν -συνήθως στη μαύρη αγορά σε υψηλές τιμές- και πήγαιναν τα τιμολόγια (κατά κανόνα υπερτιμολογημένα) στην επιμελητεία των αρχών κατοχής. Αυτή τα θεωρούσε και τα υπέγραφε. Υστερα οι έμποροι τα προσκόμιζαν στην Τράπεζα της Ελλάδος και αυτή ήταν υποχρεωμένη να τα εξοφλήσει από τον λογαριασμό των εξόδων κατοχής. Φυσικά με αυτό τον τρόπο oc έμποροι αποκόμιζαν τεράστια κέρδη.

Εννοείται ότι πολλοί έμποροι και προμηθευτές με υπόγειες διαδρομές ενώνονταν με το κύκλωμα της μαύρης αγοράς. Με τη στήριξη, την ανοχή και τη συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων προϊόντα μεταφέρονταν, αποθηκεύονταν (για να ανέβουν οι τιμές τους) και ύστερα πωλούνταν σε υψηλές τιμές. Το κύκλωμα σταδιακά μέσω των επαφών που είχε με τις δωσίλογες κυβερνήσεις πήρε στα χέρια του και τη διανομή ενός τμήματος της διεθνούς βοήθειας.
Ο Ερυθρό; Σταυρός αναγκαστικά συνεργαζόταν με τις υπηρεσίες της δωσίλογης κυβέρνησης. Πρόθυμοι χονδρέμπορο και επιχειρηματίες αναλάμβαναν από την κυβέρνηση τη διακίνηση των τροφίμων. Αυτοί κερδοσκοπούσα, προωθώντας προς τη μαύρη αγορά ένα σημαντικό μέρος της βοήθειας το οποίο είχε κλαπεί.

Τους πρώτους μήνες της Κατοχής οι τιμές των ελληνικών προϊόντων συγκρατούνταν χαμηλά με τεχνητό τρόπο. Ετσι στον λογαριασμό κλίρινγκ η Ελλάδα εμφάνιζε θετικό ισοζύγιο παρά τη λεηλασία. Για να περιοριστεί αυτό το άνοιγμα και να τονωθούν οι εξαγωγές της Γερμανίας και της Ιταλίας προς την Ελλάδα, οι δύο ειδικοί πληρεξούσιοι Χέρμαν Νοϊμπάχερ (Γερμανία) και Αλμπέρτο ντ’ Αγκοστίνο (Ιταλία) ίδρυσαν το 1942 δύο εταιρίες, την Degriges (ελληνογερμανικό εμπόριο) και τη Sacig (ελληνοϊταλικό εμπόριο). Εξαιτίας της νομισματικής κατάρρευσης της Ελλάδας οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων έγιναν ακριβές, ενώ ευνοήθηκαν οι εισαγωγές γερμανικών προϊόντων. Οι εταιρείες αυτές εισέπρατταν τη διαφορά ως παρακράτημα (ένα είδος εισαγωγικού φόρου) που προέκυπτε από τη σταθερή ισοτιμία δραχμής - μάρκου/λιρέτας στις εισαγωγές κυρίως γερμανικών προϊόντων. Φυσικά τα κέρδη για τους Ελληνες εμπόρους ήταν απίθανα. 

Ο Νοϊμπάχερ στην κατάθεσή του στο Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου στη Νυρεμβέργη ανέφερε ότι οι έμποροι στην Αθήνα μπορούσαν να εισάγουν προϊόντα από τη Γερμανία με σταθερή ισοτιμία 1μάρκο=60 δραχμές και να τα μεταπουλήσουν στο εσωτερικό σε τιμές μαύρης αγοράς με ισοτιμία 1 μάρκο=30.000 δραχμές. Δηλαδή κέρδος 5.000%!

Με την Degriges οι Γερμανοί αφαίρεσαν από την Ελλάδα εμπορεύματα αξίας 929.000.000 γερμανικών μάρκων.ενώ οι λογαριασμοί του ελληνογερμανικού κλίρινγκ εμφάνιζαν την Ελλάδα να οφείλει προς τη Γερμανία 264.000.000 μάρκα (200.000 χρυσές λίρες).

Ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, εκατοντάδες έμποροι, προμηθευτές, εισαγωγείς για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των κατακτητών έκαναν μέσω της Degriges και της Sacig εισαγωγές γερμανικών και ιταλικών προϊόντων (από ακριβά τρόφιμα, ποτά και ρουχισμό μέχρι εργαλεία, μηχανές μουσικά όργανα), αποκομίζοντας τεράστια κέρδη και σχηματίζοντας μεγάλες περιουσίες.

Στις δίκες των δωσίλογων ανώτατοι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών κατέθεσαν ως μάρτυρες: "Μετά το ταξείδιον του Γκοτζαμάνη εις Βερολίνον και Ρώμην (Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 42) ήλθον εις την Ελλάδα τα εταιρικά εκτρώματα της “Ντεγκρίκες” και "Σάτιγκ” τα οποία καταληστεύουν την χώραν...» (Αρ. Πέππας, γενικός διευθυντής φορολογίας του υπουργείου Οικονομικών),
«Δεν έχει εξακριβωθεί ακόμη εις τι ποσόν φθάνει η ζημία της Εθνικής μας Οικονομίας από
την δράσιν των εταιρειών αυτών» (Εμ. Δαλαμάγκας, διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους).

Κατασκευή «δημόσιων» έργων

Ο πόλεμος δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στο ήδη ανεπαρκές προπολεμικά οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο της Ελλάδας. Δρόμοι καταστράφηκαν, γέφυρες ανατινάχτηκαν, δημόσια κτίρια και εγκαταστάσεις κατέρρευσαν κ,λπ. Επίσης βομβαρδίστηκαν λιμάνια και αεροδρόμια. Με την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων οι υποδομές που είχαν πληγεί έπρεπε να αποκατασταθούν.

Οι Γερμανοί σχεδίασαν ένα φιλόδοξο μεγάλο σχέδιο δημιουργίας υποδομών για την εξυπηρέτηση και διευκόλυνση των στρατευμάτων τους. Ανακατασκευή και επέκταση αεροδρομίων και λιμανιών, κατασκευή ναυστάθμου, κτίσιμο νέων στρατοπέδων και φυλακών, γέφυρες, νέοι δρόμοι, αποθήκες και διάφορα στρατιωτικά οικήματα, δημόσια κτίρια, πολυβολεία και οχυρωματικά έργα στα νησιά και στις ακτές τις νότιας Ελλάδας.

Η Κατοχή υπήρξε για τους εργολάβους, τους πολιτικούς μηχανικούς και τις κατασκευαστικές εταιρείες κυριολεκτικά «χρυσή εποχή». Η γερμανική προπαγάνδα υποστήριζε ότι τα έργα γίνονταν για την «ανοικοδόμηση της Ελλάδας». Στην πραγματικότητα τα έργα δεν είχαν καμία σχέση με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και των Ελλήνων. Απλώς εξυπηρετούσαν τους κατακτητές. Σε επίσημα γερμανικά έγγραφα αναγνωρίζεται ότι τα έργα αυτά ωφελούσαν:


Τα έργα δίνονταν με ανάθεση από τις δωσίλογες κυβερνήσεις κατ’ απαίτησιν των κατακτητών. Γνωστοί προπολεμικά εργολήπτες και πολιτικοί μηχανικοί με υψηλές γνωριμίες και διασυνδέσεις με κρατικούς υπαλλήλους έσπευδαν «να έρθουν σε επαφή» καταλλήλως με αρμόδιους Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς προκειμένου να παίρνουν τις αναθέσεις.

 Η Τράπεζα της Ελλάδος πλήρωνε τα χρήματα που χρειάζονταν από τον λογαριασμό των εξόδων κατοχής. Οι κατασκευαστές αυτών των «δημόσιων έργων» κέρδιζαν από τις υπερτιμολογήσεις και από την ιδιοποίηση υλικών (καύσιμα μηχανημάτων, τσιμέντο, τρόφιμα των εργατών κ.ά.) και την πώλησή τους στη μαύρη αγορά. Οι πολιτικοί μηχανικοί που είχαν αναλάβει την εκτέλεση τεχνικών και οχυρωματικών έργων από τις αρχές της Κατοχής μέχρι την άνοιξη του 1944 κέρδισαν κυριολεκτικά τεράστια ποσά.

Ναυπηγεία

Ενας άλλος τομέας που ήταν πηγή μεγάλων κερδών για τους κατασκευαστές ήταν το χτίσιμο των περίφημων τσιμεντόπλοιων από τα ελληνικά ναυπηγεία. Εξαιτίας της έλλειψης πρώτων υλών που χρειάζονταν για την κατασκευή μεγάλων φορτηγών πλοίων οι γερμανικές αρχές επιστράτευσαν ή συνεργάστηκαν με ελληνικές εταιρείες δημόσιων έργων και τσιμεντοβιομηχανίες που ναυπηγούσαν για λογαριασμό της Βέρμαχτ τσιμεντόπλοια μεσαίας μεταφορικής ικανότητας -από 250 έως 700 τόνους- χρησιμοποιώντας οπλισμένο σκυρόδεμα.
Οι Γερμανοί θέλησαν να κατασκευάσουν πλοία από μπετό στα ελληνικά ναυπηγεία για να ανεφοδιάζουν τα κατεχόμενα νησιά και κυρίως την Κρήτη αλλά και επειδή οι επιχειρήσεις του Afrika Korps (γερμανικό αφρικανικό σώμα στη βόρεια Αφρική (1943-44) βρίσκονταν σε κρίσιμη καμπή και οι ανάγκες των Γερμανών σε πλοία πιεστικές προκειμένου να συνεχιστεί ο εφοδιασμός των στρατευμάτων τους.

Οπως προκύπτει από γερμανικά αρχεία, είχε καταρτιστεί πρόγραμμα ναυπήγησης 34 τέτοιων σκαφών, αξίας 120.000 χρυσών λιρών Αγγλίας, δαπάνη που αντιστοιχούσε τότε στο 5,5% των γερμανικών εξόδων κατοχής που υποχρεώνονταν να καταβάλλουν από τον προϋπολογισμό τους τα κατεχόμενα κράτη για τη χρηματοδότηση του γερμανικού στρατού.

Το πρόγραμμα ναυπήγησης τσιμεντόπλοιων ήταν επικερδής επιχείρηση για όλους τους εμπλεκόμενους, καθώς συμμετείχαν σε αυτό μεγάλες κατασκευαστικές και εργολαβικές εταιρείες δημόσιων έργων, η σιδηροβιομηχανία και η υλοτομική βιομηχανία της χώρας και απασχο-λούνταν 3.000 εργαζόμενοι. Εννοείται ότι το ελληνικό κράτος κατέβαλε μέσω των εξόδων κατοχής και τα χρήματα για την κατασκευή των τσιμεντόπλοιων.

Ωστόσο τα τσιμεντόπλοια δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες κατασκευές. Από τα αρχικώς 34 σκάφη τελικώς φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν και καθελκύστηκαν 25, τα περισσότερα εκ των οποίων έπασχαν από κατασκευαστικές αστοχίες και βούλιαξαν στα νερά του Αιγαίου. Κάποια από αυτά κατέληξαν μεταπολεμικά «μπλόκια» στους λιμενοβραχίονες (Ραφήνα, Μέθανα κ.α.).18

Εβραϊκές περιουσίες

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ήταν από τις πιο δυναμικές και πολυπληθείς κοινότητες της Μεσογείου. Στις 11/7/1942 οι άντρες Εβραίοι από 18 μέχρι 45 χρόνων διατάχτηκαν να παρουσιαστούν στην πλατεία Ελευθερίας. Εκεί, αφού υποβλήθηκαν σε μαρτύρια και δοκιμασίες, οδηγήθηκαν σε καταναγκαστικά έργα. Στο τέλος του ίδιου χρόνου οι ναζί προχώρησαν στην κατάσχεση των πιο ανθηρών εβραϊκών επιχειρήσεων και κατέστρεψαν το Ισραηλιτικό Νεκροταφείο.

Τον Φεβρουάριο του 1943 έφτασε στη Θεσσαλονίκη ο φοβερός Αντολφ Αϊχμαν μαζί με τον στρατιωτικό σύμβουλο Μαξ Μέρτεν και τους εντεταλμένους εβραϊκώλ υποθέσεων του υπουργείου Εξωτερικών του Γ' Ράιχ Ντίτερ Βισλιτσένι και Αλόις Μπρούνερ, καθώς και τον γενικό πρόξενο Φριτς Σένμπεργκ, και έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο εκτοπισμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Υποχρεώθηκαν να φορούν το κίτρινο άστρο του Δαβίδ και να κατοικούν μόνο σε συγκεκριμένες συνοικίες-γκέτο. Στις 6 Μαρτίου 1943 απαγορεύτηκε η έξοδος των Εβραίων από τα γκέτο, ενώ στον συνοικισμό του Βαρόνου Χιρς στήθηκε το σκηνικό για την τελευταία πράξη της τραγωδίας. Από εκεί θα ξεκινήσει το τεράστιο ανθρώπινο κοπάδι για να παραδοθεί στη σφαγή.

Το πρώτο τρένο προς τα στρατόπεδα-κολαστήρια του Γ' Ράιχ αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη στις 15 Μαρτίου του 1943, μεταφέροντας πάνω από 2.500 άντρες γυναίκες και παιδιά. Σε βαγόνια που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά ζώων στοιβάζονταν εκατοντάδες και χιλιάδες άτομα χωρίς τρόφιμα και νερό, υπό άθλιες συνθήκες, ενώ πολλοί πέθαιναν στη διαδρομή. Μέχρι τις 2
Αυγούστου 1943 οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης με συνολικά 19 σιδηροδρομικές αποστολές οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα Αουσβιτς - Μπίρκεναου, όπου εξοντώθηκαν.
Από τους 46.091 Θεσσαλονικείς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατάφεραν να σωθούν και επέστρεψαν μετά τον πόλεμο μόνο 1.950, δηλαδή ποσοστό μόλις 4%. 

Το σημαντικό εδώ τόσο από ηθικής άποψης όσο και από οικονομικής πλευράς είναι τι απέγιναν οι κινητές και ακίνητες περιουσίες όσων Εβραίων εξοντώθηκαν. Αυτοί που «διαχειρίστηκαν» τις ακίνητες περιουσίες φυσικά έγιναν πλουσιότεροι. Οι νεότερες μελέτες δείχνουν ότι το χρυσάφι που πουλιόταν στην Αθήνα από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1943 προερχόταν από τις δημευμένες και λεηλατημένες περιουσίες των Ελλήνων Εβραίων και κυρίως των Θεσσαλονικιών. Σε αυτό το χρυσάφι επένδυαν οι μεγάλοι έμποροι και εργολάβοι. Ακόμη και την εξόντωση των Εβραίων τη μετέτρεψαν σε πλούτο και αυτή είναι άλλη μία ατιμία όσων συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς.

Φτηνά εργατικά χέρια για το Ράιχ

Για να δουλέψουν τα εργοστάσια, για να ξεκινήσει γρήγορα η ελληνική οικονομία να αποδίδει κέρδη στη Γερμανία, έπρεπε να βρεθούν εργατικά χέρια. Οι κατακτητές εξασφάλιζαν την εργασία με δύο τρόπους: με επίταξη και με ελεύθερη σύμβαση εργασίας. Κατά διαστήματα περίπου το 10% του εργατικού δυναμικού της χώρας εργαζόταν σε επιχειρήσεις Ελλήνων βιομηχάνων, επιχειρηματιών και εργολάβων. Η αμοιβή τους ήταν άθλια και συνεχώς υποβαθμιζόταν, καθώς τα χρήματα που πληρώνονταν έχαναν την αξία τους εξαιτίας του πληθωρισμού ή περιοριζόταν απλώς στο σιτηρέσιο. Πολλές φορές επίσης οι Γερμανοί επέβαλλαν απλήρωτη εργασία με τη μορφή της «αγγαρείας».
Η εκμηδένιση του εργατικού κόστους συσσώρευε μεγάλα κέρδη στους Γερμανούς και τους Ελληνες συνεργάτες τους. 

Το Εργατικό ΕΑΜ για αυτούς τους λόγους κέρδιζε συνεχώς έδαφος στα εργοστάσια και στις επιχειρήσεις. Στις 24 και 25 Μαρτίου 1942 κηρύχθηκε στην Αθήνα η πρώτη απεργία στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Στις 16 Απριλίου κηρύχθηκε νέα πανεργατική απεργία που έληξε στις 21 Απριλίου με ικανοποίηση των αιτημάτων των απεργών. Οι Γερμανοί προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να κρατήσουν όσο το δυνατόν χαμηλότερα το εργατικό κόστος. Απαγόρεψαν τις μισθολογικές αυξήσεις τον Δεκέμβρη του 1942 και στις διαμαρτυρίες των εργατών απάντησαν με την ελεύθερη μετακίνηση με τις συγκοινωνίες και την απαλλαγή από τις ασφαλιστικές εισφορές. Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.

Με την είσοδο του 1943 ο υπόδουλος ελληνικός λαός, εκτός από την πείνα και την καταπίεση αντιμετώπιζε και τον κίνδυνο της πολιτικής επιστράτευσης, παρά τις διαψεύσεις από τις γερμανικές αρχές κατοχής.
Στις 30/1/1943 ο αντιστράτηγος Αλεξάντερ Λερ, στρατιωτικός διοικητής των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων ΝΑ Ευρώπης, εξέδωσε διάταγμα πολιτικής επιστράτευσης και τελικά στις 23/2/1943 δημοσιεύτηκε η διαταγή του στρατηγού Σπάιντελ για την πολιτική επιστράτευση των Ελλήνων.

Οι κατοχικές δυνάμεις σκόπευαν να στείλουν Ελληνες εργάτες στη Γερμανία και ανά τη Μεσόγειο για να δουλέψουν σε καταναγκαστικά έργα.
Το ίδιο βράδυ ο κατοχικός πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος και ο υπουργός Εργασίας Νικόλαος Καλύβας έσπευσαν να δημοσιεύσουν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως σχετικό διάταγμα με τίτλο «Περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδος».

Οταν το διάταγμα στάλθηκε, το βράδυ της 22ας Φεβρουάριου, για να δημοσιευτεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, οι εργάτες του Εθνικού Τυπογραφείου ειδοποίησαν την ηγεσία του ΕΑΜ.
Η μάχη ενάντια στη χιτλερική επιστράτευση άρχισε με τη συντονισμένη απεργία και διαδήλωση στις 24 Φεβρουάριου, όταν οι εργατοϋπάλληλοι σταμάτησαν την εργασία τους και χιλιάδες λαού κατέβηκαν στο κέντρο της Αθήνας για να διαδηλώσουν μπροστά στο πολιτικό γραφείο του κατοχικού πρωθυπουργού, το Εργατικό Κέντρο και το υπουργείο Εργασίας.

«Κάτω η επιστράτευση», «Λευτεριά» φώναζαν ρυθμικά οι διαδηλωτές και έψαλλαν τον εθνικό ύμνο. Μια ομάδα διέσπασε τον αστυνομικό κλοιό και μπήκε στο γραφείο του κατοχικού πρωθυπουργού Λογοθετόπουλου στη Βουλή. Μια άλλη, αφού υπερφαλάγγισε τους Ιταλούς καραμπινιέρους, πυρπόλησε το υπουργείο Εργασίας και τους φακέλους με τα ονόματα των εργατών που θα στέλνονταν στη Γερμανία.
Κατά τις συγκρούσεις τρεις διαδηλωτές σκοτώθηκαν και τριάντα τραυματίστηκαν σοβαρά. Τις επόμενες μέρες η αντίδραση κατά της επιστράτευσης φούντωσε. Τηλεφωνητές, δημόσιοι υπάλληλοι και μαθητές κατέβηκαν στους δρόμους. Η κηδεία σου εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά στις 28 Φεβρουάριου μετατράπηκε σε αντικατοχική διαδήλωση.

Η κυβέρνηση των δωσίλογων εκμεταλλεύτηκε τις συγκρούσεις για να αποσπάσει από τους κατακτητές την απόφαση για μη εφαρμογή των διαταγών της επιστράτευσης. Για να σταματήσουν τις διαμαρτυρίες, τον Μάρτη και τον Απρίλη του 1943 δόθηκαν αυξήσεις ίσες με το 25% του βασικού ημερομισθίου. Σταδιακά, παρ’ όλη τη βία που χρησιμοποιούσαν οι κατακτητές, η Αντίσταση κέρδιζε συνεχώς έδαφος. Το 1944 ο υπουργός Εργασίας Ν. Καλύβας δολοφονήθηκε από την Αντίσταση. Στα τέλη της Κατοχής οι εργοδότες και οι Γερμανοί είχαν χάσει πια κάθε έλεγχο μέσα στα εργοστάσια.

Ασήμαντα ήταν και τα αποτελέσματα της προσπάθειας των Γερμανών για προσέλκυση Ελλήνων εθελοντών εργατών για εργασία στο Ράιχ μέσω συνεχών προπαγανδιστικών εκκλήσεων. Παρά τη φρίκη του λιμού και της πείνας, παρά την υποαπασχόληση και την οικονομική εξαθλίωση, ελάχιστοι Ελληνες εργάτες στήριξαν με την εργασία τους το Ράιχ συγκριτικά με τον αριθμό εθελοντών από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Τα στοιχεία των Γερμανών δίνουν για όλη την Κατοχή 22.794 αναχωρήσεις για Γερμανία. Με βάση τον Τύπο φτάνουμε στις 42.500. Αυτοί οι αριθμοί ως ποσοστό του ενεργού πληθυσμού κυμαίνονται μεταξύ 0,5 και 1,1%.

Ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός μας διηγείται μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία: «Δουλεύω πάνω στο βιβλίο μου για την ΟΠΛΑ και μιλάω με τον Φοίβο Τσέκερη ο οποίος ήταν ΕΠΟΝίτης του Πολυτεχνείου. Μου εξιστόρησε πώς είχε συλληφθεί στη διαδήλωση ενάντια στην πολιτική επιστράτευση και πέρασε μεγάλο διάστημα στην Κομαντατούρ, στα υπόγεια της Κοραή. 
Εκεί τους είχαν μαντρωμένους στους θαλάμους - στο κτίριο μπαινόβγαιναν διάφοροι χαφιέδες και καταδότες οι οποίοι έπαιρναν και έδιναν πληροφορίες. Και μου περιγράφει το εξής περιστατικό ο Τσέκερης: Ή μεγαλύτερη απογοήτευσή μου, εγώ παλιός Αμπελοκηπιώτης και παναθηναϊκός, ήταν όταν είδα να μπαίνει ο τερματοφύλακάς μας, ο Ζώγας, με ιταλική στολή. Ηταν συνεργάτης των Ιταλών! Επαθα σοκ”. Και το κορυφαίο της μαρτυρίας του: ‘Είχαν πιάσει μαζί μας και ποινικούς και σαλταδόρους, χαμίνια της Αθήνας. Αυτούς τους κρατάγανε μια μέρα και τους αφήνανε ή τους ρίχνανε λίγο ξύλο και τους διώχνανε. Και του βγάλανε ένα αυτοσχέδιο ρεμπέτικο στον θάλαμο: Ιταλικό χιτώνιο φοράς και καμαρώνεις/ ρε πούστη Ζώγα κέρατά/ σαν βγω δε μου γλιτώνεις”. Μουρμούρικο της Κομαντατούρ»!  

Το σκοτεινό περιθώριο

Ανάμεσα σε όλα αυτά υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος του περιθωρίου που συνεργαζόταν οικονομικά με τους κατακτητές, όπως το μικρότερο αλλά εξίσου απάνθρωπο κύκλωμα «μεσαζόντων» (καταδότες, «διερμηνείς», πληροφοριοδότες, εκβιαστές κ.ά.) οι οποίοι αναλάμβαναν αντί μεγάλης αμοιβής να μεσολαβήσουν στις αρχές κατοχής για την απελευθέρωση Ελλήνων πατριωτών που ήταν καταδικασμένοι και βασανίζονταν. Αφού κατέδιδαν τους πατριώτες στις κατοχικές αρχές, στη συνέχεια «έγδερναν» κυριολεκτικά τις οικογένειές τους αποσπώντας τεράστια ποσά, πάντα σε χρυσές λίρες, για την τάχα απελευθέρωσή τους.
 Επίσης άνθισαν τα κυκλώματα των προαγωγών που προμήθευαν πόρνες στους κατακτητές, τα καμπαρέ, οι χαρτοπαικτικές λέσχες, οι ρουλέτες κ.λπ.

Για τον αποθησαυρισμό των κερδών, πέρα από τις αγορές ακινήτων και τις σπατάλες σε θεάματα και πανάκριβα είδη, γνώρισε μεγάλη άνθηση και το εμπόριο έργων τέχνης.

Τι απέγιναν οι οικονομικοί δωσίλογοι

Με την απελευθέρωση, παρά τις υποσχέσεις για παραδειγματική και σκληρή τιμωρία των «πλουτισάντων κατά την Κατοχή», τίποτε δεν έγινε. Μετά τα Δεκεμβριανά, με την καθοδήγηση των Αγγλων, τα αστικά κόμματα και η παραδοσιακή αστική τάξη του μεσοπολέμου συμμάχησαν με τους «πλουτίσαντες κατά την Κατοχή» εναντίον του κοινού εχθρού, εναντίον του «κομμουνιστικού κινδύνου».

Οι μεταπολεμικές κρατικές δομές, οι υπηρεσίες και η νέα κυρίαρχη τάξη δημιουργήθηκαν από την ένωση των παλιών αστικών στρωμάτων που ήθελαν να επανακτήσουν την πολιτική και οικονομική τους ισχύ με τα νέα αστικά στρώματα που πλούτισαν από τη συνεργασία τους με τους κατακτητές. Με πρόσχημα την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού» συγκροτήθηκε ένα κράτος «έκτακτης ανάγκης», στο οποίο οι δυνατότητες διερεύνησης των συνθηκών οι οποίες οδήγησαν στον πλουτισμό ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.

Με τη συμμετοχή τους στο «αντικομμουνιστικό μέτωπο» οι οικονομικοί δωσίλογοι εξασφάλιζαν τη νομιμοποίηση των κατοχικών κερδών και την πλήρη ατιμωρησία. Με σειρά νόμων και βουλευμάτων οι «πλουτίσαντες κατά την Κατοχή» απέφυγαν τις δικαστικές περιπέτειες και απαλλάχτηκαν από κάθε φόρο.

Η Συντακτική Πράξη (ΣΠ) 6/45 -προέβλεπε σκληρή τιμωρία για τους συνεργασθέντες με τον εχθρό- στο διάστημα 1945-46 δέχτηκε δώδεκα νομοθετικές τροποποιήσεις! Το γεγονός αυτό εκφράζει την αμηχανία, τους δισταγμούς και την απροθυμία των κυβερνήσεων και των αστικών κομμάτων να ασχοληθούν με τους δωσίλογους της Κατοχής.
Η προσοχή των κρατικών υπηρεσιών, της αστυνομίας, του στρατού και της Δικαιοσύνης είχε επικεντρωθεί στην αποτελεσματική εξόντωση και απάλειψη του «κομμουνιστικού κινδύνου».

Ουσιαστικά οι συμπληρωματικοί νόμοι επί της ΣΠ 6/45 έδιναν τη δυνατότητα στους οικονομικούς δωσίλογους να ξεφεύγουν και να αθωώνονται.
Για παράδειγμα η ΣΠ 107/1946 προέβλεπε ότι για να ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον των οικονομικών δωσίλογων ήταν αναγκαία όχι μόνο η ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων, αλλά έπρεπε να αποδειχτεί ότι ενεργούσαν «προδοτικά κατά συνείδηση», ενεργούσαν «επί σκοπώ πλουτισμού και ουχί εκ βίας ή για επιβίωση», παρείχαν «ουσιαστική βοήθεια στον κατακτητή» και «απεκόμισαν συνήθη κέρδη με δόλια μέσα και με σκοπό τον πλουτισμό». 
Στα δικαστικά συμβούλια όμως δεν μπορούσε να αποδειχτεί καμία από αυτές τις προϋποθέσεις.

Οι δικηγόροι των κατηγορουμένων ισχυρίζονταν ότι οι πελάτες τους αναγκάστηκαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς επειδή κινδύνευαν η ζωή και η περιουσία τους, π.χ. οι εργοστασιάρχες επικαλούνταν τη βίαιη επίταξη των εργοστασίων τους από τις γερμανικές αρχές. Αλλοι ισχυρίζονταν πως εκτελούσαν εντολές της ελληνικής κυβέρνησης προς όφελος της πατρίδας, π.χ. οι εργολάβοι και οι μηχανικοί ισχυρίζονταν ότι οι εταιρείες τους ήταν επιταγμένες, αναλάμβαναν «δημόσια έργα» από τις κατοχικές κυβερνήσεις και πληρώνονταν μέσω των τοπικών επιτροπών Ελέγχου Προμηθειών Αρχών Κατοχής (ΕΠΑΚ) από τις ελληνικές κυβερνήσεις της Κατοχής και όχι από τους Γερμανούς.

Επίσης οι έμποροι και οι μαυραγορίτες ισχυρίζονταν ότι έκαναν αθρόες εισαγωγές προϊόντων από τη Γερμανία και την Ιταλία για να σώσουν τους Ελληνες από την πείνα.
Εφόσον λοιπόν οι κατηγορίες της οικονομικής συνεργασίας δεν μπορούσαν να αποδειχτούν, γίνονταν μαζικές απαλλαγές κατηγορουμένων με νομότυπο τρόπο μέσω απαλλακτικών βουλευμάτων.

Αν υπολογίσουμε ότι κάθε βούλευμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, αφορούσε πολλούς κατηγορούμενους (ολόκληρα διοικητικά συμβούλια εταιρειών ή εμπορικών οίκων ή τους εκατοντάδες εμπόρους - εισαγωγείς μέσω της γερμανικής Degriges κ.λπ.), καταλαβαίνουμε ότι η μεγάλη πλειονότητα των κατηγορουμένων για οικονομικό δωσιλογισμό απαλλασσόταν προτού ακόμη δικαστεί. Η έκδοση των βουλευμάτων ήταν πραγματικό σκάνδαλο όχι για τον αριθμό τους αλλά επειδή ήταν αθωωτικά κατά ποσοστό περίπου 90%!

Σκάνδαλο επίσης ήταν ότι ακόμη και σε όσες υποθέσεις οικονομικού δωσιλογισμού έφτασαν στα Ειδικά Δικαστήρια Δωσίλογων οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν πανηγυρικά ή τιμωρήθηκαν με αστείες ποινές. Δεν έλειψαν βέβαια οι υποψίες και οι κατηγορίες για επηρεασμό και χρηματισμό των δικαστών από μεγάλους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες.

Ο εισαγγελέας Χρ. Τσαμπάσης, γενικός επίτροπος Ειδικού Δικαστηρίου Δωσίλογων, είχε κατηγορηθεί πολλές φορές για τη στάση του στα δικαστήρια και για τις αντικανονικές παρεμβάσεις του υπέρ των οικονομικών δωσίλογων.
Τον Αύγουστο του 1946 απομακρύνθηκε από τη θέση του διότι συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να χρηματίζεται από τη σύζυγο κατηγορούμενου δωσίλογου για να εισηγηθεί στο Συμβούλιο Χαρίτων την αποφυλάκιση του συζύγου της.

Για να αντιληφθούμε τον τρόπο που γίνονταν οι δίκες αξίζει η αναφορά ενδεικτικά σε κάποιες από τις μεγάλες δίκες επωνύμων που προβλημάτισαν και σκανδάλισαν τον λαό με τις προκλητικές αποφάσεις των δικαστών.

• Δίκη Ιωάννη Γκόβερη, 45 ετών, ιχθυέμπορου από τον Πειραιά. Ο Γκόβερης προπολεμικά ήταν ένας φτωχός ψαράς και ζούσε σε μια παράγκα στην πλατεία Καραϊσκάκη. Με τον ερχομό των Γερμανών συνεργάζεται μαζί τους. Προμηθεύει ψάρια, κάνει τραπέζια σε ανώτατους αξιωματικούς, συλλέγει πληροφορίες και καταδίδει πατριώτες κ.λπ. 
Μάλιστα φημολογείται ότι σε συνεργασία με τη γερμανική διοίκηση έστειλε με αεροπλάνο έναν τεράστιο αστακό δώρο στον Χίτλερ.

Παίρνει από τους Γερμανούς το δικαίωμα να ψαρεύει αποκλειστικά με τα καΐκια του στον Σαρωνικό και να μεταφέρει λάδι από τα νησιά. Γίνεται πάμπλουτος, τον αποκαλούν «βασιλιά του λαδιού», αποκτά στόλο καϊκιών. Η περιουσία του από τη μαύρη αγορά ήταν τεράστια σε λίρες, χρυσάφι, κοσμήματα, ακίνητα, χρυσά νομίσματα κ.ά. Τα γλέντια του με τους Γερμανούς αξιωματικούς και τους Ελληνες συνεργάτες τους ήταν από τα μεγάλα κοσμικά γεγονότα της Αθήνας και του Πειραιά. 

Με την Απελευθέρωση, λίγο πριν από τα Δεκεμβριανά, παίρνει την κινητή περιουσία του, φεύγει στην Αίγυπτο και τελικά κρύβεται στην Τουρκία. 
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1946, συλλαμβάνεται και δικάζεται για οικονομικό δωσιλογισμό και επειδή χρωστάει 1 δισ. δρχ. φόρο ως «πλουτίσαντας κατά την Κατοχή». Αθωώνεται πανηγυρικά. Προκαλείται σκάνδαλο από την προκλητική απόφαση και ο εισαγγελέας αναγκάζεται να ζητήσει αναθεώρηση της δίκης.

• Δίκη των «εργολάβων του Χαϊδαρίου»: Μεγάλη δίκη εργολάβων και μηχανικών οι οποίοι στην Κατοχή είχαν συστήσει τεχνική εταιρεία που αναλάμβανε άνευ διαγωνισμού την κατασκευή μεγάλων έργων για τους Γερμανούς (ναύσταθμος Σκαραμαγκά, φυλακές Χαϊδαρίου, δρόμους, πολυβολεία, αεροδρόμια κ.λπ.). Ανάμεσα στους κατηγορούμενους και ο Μιχαήλ Αβέρωφ, μηχανικός, γόνος της μεγάλης, πλούσιας οικογένειας ευεργετών του Μετσόβου, αδερφός του πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ και γαμπρός του καπνοβιομήχανου Παπαστράτου.

Στη δίκη οι μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν φοβερά στοιχεία: οι κατηγορούμενοι χρησιμοποιούσαν για εργάτες Κρήτες αιχμαλώτους, ο λογιστής των εταιρειών πλωτάρχης Αυγέρης καταχράστηκε το αντίτιμο των ημερομισθίων και το σιτηρέσιο των 1.000 εργατών, πήραν για τις εργασίες στις φυλακές Χαϊδαρίου 4.500 χρυσές λίρες και για έργα οδοποιίας 32.000 λίρες! Εκλεψαν ακόμη και τον σίδηρο του Πολεμικού Ναυτικού και ποσότητες βενζίνης. 

Οι δικηγόροι του Αβέρωφ παρουσιάζουν αγγλικά έγγραφα ότι ο πελάτης τους συμμετείχε σε μια μυστική αντιστασιακή οργάνωση «Κόδρος» και ότι συνεργάστηκε με τους Γερμανούς εν γνώσει των Αγγλων και της ελληνικής κυβέρνησης του Κάιρου! 
Η απόφαση εκδόθηκε στις 9/9/1945: Αθώος ο Αβέρωφ, ποινές-χάδια για τους άλλους μηχανικούς. Επίτροποι στο δικαστήριο ήταν αρχικά ο Χρ. Τσαμπάσης και στη συνέχεια ο Σόλων Παπαδόπουλος. Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του κατέληξε ότι ο Αβέρωφ με την αντιστασιακή του δράση αναδείχθηκε «σε έναν εκ των μεγαλυτέρων πατριωτών, έναν υιό που τίμησε την πάτρια γη».

Δίκη των λεσχειαρχών: Στην Κατοχή λειτουργούσαν μεγάλες χαρτοπαικτικές λέσχες, στις οποίες κάθε βράδυ ο υπόκοσμος της Αθήνας (μπράβοι, προαγωγοί, δωσίλογοι, μαυραγορίτες κ.ά.) έπαιζαν στα χαρτοπαίγνια τεράστια ποσά, τα οποία στην κυριολεξία έσταζαν αίμα.

Στη δίκη αυτή πέρασε ως μάρτυρας υπεράσπισης όλος ο «καλός κόσμος της Αθήνας» (πολιτικοί, κοσμικοί, καλλιτέχνες κ.ά.). Ενώ οι λεσχειάρχες βαρύνονταν με βαριές κατηγορίες και υπήρχαν καταγγελίες για συμμετοχή του διευθυντή της αστυνομίας στο κύκλωμα, η δίκη έληξε με ποινές-χάδι.

Από τις αποφάσεις του Ειδικού Δικαστηρίου Δωσίλογων Αθήνας (ΕΔΔΑ) φαίνεται ότι τελικά στα δικαστήρια καταδικάζονταν τα «μικρά ψάρια», όσοι από τους οικονομικούς δωσίλογους αναδείχτηκαν απότομα και απειλούσαν με τη δράση τους τους προπολεμικούς αστούς (π.χ. εμπόριο, τρόφιμα, υφάσματα, κατασκευές κλπ.), όσοι δεν είχαν πολιτικές γνωριμίες και επαφές και όσοι μαζί με τον οικονομικό δωσιλογισμό είχαν ανακατευτεί σε καταδόσεις, φόνους, βασανιστήρια, εκβιασμούς κ.λπ. 

Οι ποινές τους συνήθως ήταν φυλάκιση για κάποια χρόνια και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Και αυτοί όμως στα χρόνια που ακολούθησαν, λόγω του Εμφυλίου, με αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, δικαστικές αποφάσεις και βουλεύματα αποφυλακίζονταν και παραδίνονταν «άσπιλοι και αμόλυντοι» στην ελληνική κοινωνία. 

Από τις αποφάσεις ΕΔΔΑ δίνουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα:

Μ.Δ.: Συνεργάτης και καταδότης των Γερμανών. Εκανε τον φυλακισμένο πατριώτη στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου για να μαζεύει πληροφορίες. Επαιρνε μίζες από εργολάβο (Ι.Μ.) 15% και από καταστήματα οινοπνευματωδών 20% (Ι.Α.). Το 1945 καταδικάστηκε σε φυλάκιση έντεκα ετών. Αποφυλακίστηκε το 1951 με χάρη που του απένειμε ο βασιλιάς Παύλος.

Μ.Κ.: Καταδότης και οικονομικός δωσίλογος. Εφτιαξε το αεροδρόμιο της Καλαμάτας για τους Ιταλούς. Εκλεβε τα τρόφιμα των εργατών, τα μετέφερε στην Αθήνα με ιταλικά φορτηγά και τα πουλούσε στη μαύρη αγορά. Αγόρασε δύο βίλες σε Ψυχικό και Γλυφάδα, πολυτελές αυτοκίνητο και ένα αγρόκτημα 25 στρ. στο Τατόι. Καταδικάστηκε σε φυλάκιση εννέα ετών. Αποφυλακίστηκε το 1950.

Ι.Β.: Καταδότης και δωσίλογος. Καταδικάστηκε το 1946 σε 20 χρόνια φυλάκιση και ισόβια στέρηση πολιτικών του δικαιωμάτων. Με βασιλικό διάταγμα η ποινή του έγινε έξι χρόνια και αποφυλακίστηκε το 1950. Λόγω «έντιμου βίου» το 1958 πήρε πίσω και τα πολιτικά του δικαιώματα.

Οσον αφορά τους νόμους για τη φορολόγηση των πλουτισάντων, λίγο πριν από τις εκλογές του 1946 αποσύρθηκαν και έπαψε κάθε δίωξη εναντίον τους.
Με τον ΑΝ 1040/1946 (άρθρο 2), μετά τις 31/3/1946 οι οικονομικοί έφοροι ήταν υποχρεωμένοι να κλείσουν οριστικά τους καταλόγους με τους οικονομικούς δωσίλογους.
 Οι «πλουτίσαντες κατά την Κατοχή» ήταν πια ελεύθεροι να συνεχίσουν τις κερδοφόρες επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Οι προεκλογικές εξαγγελίες του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος Κ. Τσαλδάρη στην Κόρινθο ήταν αποκαλυπτικές για το ποιος παρείχε τόσους μήνες πολιτική κάλυψη στους πλουτίσαντες και επίσης έδειχναν με σαφήνεια ποια πολιτική θα ακολουθούνταν απέναντι τους μετά τις εκλογές: «...όλες οι αναδρομικές φορολογίες των οικονομικών δωσίλογων θα καταργηθούν γιατί είναι καταστρεπτικοί διά την εθνικήν μας οικονομίαν και την ιδιωτικήν πρωτοβουλία...».

Εννοείται ότι κανένας από τους «πλουτίσαντες επί Κατοχής» δεν ελέγχθηκε ξανά, κανείς δεν φυλακίστηκε και κανένας δεν εξορίστηκε. Εξάλλου τα κρατητήρια, οι φυλακές και τα ξερονήσια ήταν γεμάτα από αριστερούς και δημοκρατικούς πολίτες.

Με την έλευση της αμερικανικής βοήθειας (σχέδιο Μάρσαλ) η νέα οικονομική ελίτ ανέλαβε να την «αξιοποιήσει» και φυσικά την ξεκοκάλισαν και την κατέκλεψαν στην κυριολεξία.
Ο Πολ Πόρτερ, επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα, περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα το ήθος και την ποιότητα της νέας πολιτικής και οικονομικής ηγεσίας:

«Απ’ ό,τι μπόρεσα να διαπιστώσω, η κυβέρνηση δεν έχει καμιάν άλλη πολιτική πρακτική από το να ζητάει συνέχεια ξένη βοήθεια για να διατηρεί την εξουσία της και να διασώζει συνέχεια τα προνόμια μιας μικρής κλίκας εμπόρων και τραπεζιτών, οι οποίοι αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα.

Η κλίκα αυτή είναι αποφασισμένη να υπερασπίσει με κάθε μέσο τα οικονομικά της συμφέροντα και δεν ενδιαφέρεται καθόλου για το τι μπορεί να στοιχίσει αυτό στην οικονομία της χώρας. Τα μέλη αυτής της κλίκας επιθυμούν να διατηρήσουν άθικτο ένα φορολογικό σύστημα που τους ευνοεί με αληθινά σκανδαλώδη τρόπο. Αντιτίθενται στον έλεγχο συναλλάγματος, γιατί αυτό θα τους εμποδίσει να εξάγουν τα κέρδη τους στις τράπεζες του Καΐρου και της Αργεντινής. Δεν διανοήθηκαν ποτέ να επενδύσουν τα κέρδη τους στη δική τους χώρα για να βοηθήσουν στην αναστήλωση της εθνικής οικονομίας.

Τα συμφέροντα των εφοπλιστών προστατεύονται επίσης με σκανδαλώδη τρόπο. Η ελληνική εμπορική ναυτιλία ανθεί στην εποχή μας και οι εφοπλιστές κερδίζουν τεράστια ποσά, αλλά το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος δεν αποκομίζει κανένα όφελος απ’ αυτό. Οι μισθοί των ναυτικών γυρίζουν στην Ελλάδα, αλλά οι εφοπλιστές ασφαλίζουν το μεγαλύτερο μέρος των κερδών τους στις ξένες χώρες...

Η ομάδα πίεσης της καλής κοινωνίας -οι κομψοί κοσμοπολίτες που έχουν την έδρα τους στις Κάννες, στο Σεν Μόριτς και στην αθηναϊκή πλατεία Κολωνακίου- θα ενεργοποιηθεί. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι άνθρωποι πολύ ευχάριστοι, που μιλάνε πολύ καλά τα αγγλικά. Είναι πάντοτε πρόθυμοι όταν πρόκειται να εξυπηρετήσουν την αμερικανική αποστολή για τα δικά τους συμφέροντα. Θυμάμαι ακόμη ένα από τα πιο επίσημα γεύματα ενός από τους σημαντικότερους τραπεζίτες, που με είχε καλέσει στη βίλα του των Αθηνών. Είχε τρεις σερβιτόρους με λιβρέα, μια ποικιλία απ’ τα πιο φίνα κρασιά και φαγητά διάφορα, περίφημα γαρνιρισμένα. Κατά τη διάρκεια του γεύματος ένας από τους αντιπροσώπους της κλίκας που ανέφερα άρχισε να εξυμνεί τις ομορφιές της ζωής κοντά στη θάλασσα, καθώς και τις χαρές των αριστοκρατικών σπορ.

Η αντίθεση ανάμεσα στο γεύμα αυτό και τα παιδιά που πεθαίνουν από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας είναι πραγματικά τρομερή...».

Με τη λήξη του Εμφυλίου το σκοτεινό παρελθόν της Κατοχής έπρεπε να ξεχαστεί. Η Ελλάδα ξεκινούσε μια νέα προσπάθεια «ανάπτυξης, εκβιομηχάνισης και προόδου». Οι «νεόπλουτοι» με την οικονομική ισχύ που απέκτησαν μέσα στις στάχτες της Κατοχής διεκδικούσαν μερίδιο και ρόλο. Οπως τα στελέχη του πολιτικού και ένοπλου δωσιλογισμού αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν σχετικά γρήγορα από το μετεμφυλιακό «κράτος των εθνικοφρόνων», περίπου με τον ίδιο τρόπο οι οικονομικοί δωσίλογοι αφομοιώθηκαν στην οικονομική ζωή του τόπου.

Με την οικονομική τους ισχύ κανείς δεν τόλμησε να τους πειράξει. Πολλοί από αυτούς και οι οικογένειές τους έπαιξαν για χρόνια πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή του τόπου ως βιομήχανοι, καραβοκύρηδες και εφοπλιστές, έμποροι και ιδιοκτήτες αλυσίδων τροφίμων, μεγαλοεργολάβοι και ιδιοκτήτες τεχνικών εταιρειών, καπνοβιομήχανοι, εισοδηματίες ακινήτων, ιδιοκτήτες μεγάλων πολυκαταστημάτων και εργοστασιάρχες. Στα δικά τους κεφάλαια στηρίχτηκε μέρος της ανάπτυξης της δεκαετίας 1950-60.

Ετσι ή αλλιώς κανείς πια δεν νοιαζόταν ούτε μπορούσε να ρωτήσει πώς και πού τα βρήκαν...

Πηγή: Παναγιώτης Δ. Σαμίου - "Dokumento
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger