{[['']]}
Δωδεκαήμερη Οδύσσεια εγκαταλειμένων Τραυματιών
Έπρεπε να φύγουμε όσο μπορούσαμε πιο γρήγορα. Έπρεπε να περάσουμε πάνω στο παγωμένο χιόνι και υπήρχε κίνδυνος από τα αεροπλάνα. Σηκωθήκαμε, ρίξαμε μια ματιά κάτω βαθιά στη ρεματιά, δέσαμε τη καρδιά μας κόμπο και ξεκινήσαμε. Σχεδόν πηγαίναμε έρποντας γιατί το χιόνι γλιστρούσε. Είχαμε όμως καλό οδηγό, έναν αντάρτη από εκείνα τα χωριά που ήταν τσοπάνης. Ο Ναύτης 1 έτσι τον έλεγαν, Λαύρας ήταν το επίθετό του. Τον έλεγαν ναύτη γιατί είχε υπηρετήσει στο ναυτικό. Πηδούσε από βράχο σε βράχο σαν αγριοκάτσικο. Όπου υπήρχε δυσκολία σχεδόν μας περνούσε στην πλάτη. Ανεβαίναμε κι ανεβαίναμε πάνω στο παγωμένο χιόνι και μας φαίνονταν ατέλειωτες οι κορφές. Κι όμως δεν ήταν ούτε μια ώρα δρόμος.
Καμιά φορά γύραμε την πίσω μεριά. Σταματήσαμε να πάρουμε ανάσα. Κάτω από τα πόδια μας στο βάθος απλώνονταν τα χωριά της Ζαρούχλας, πιο κάτω ο κάμπος και μετά η θάλασσα. Τόσο κοντά φαίνονταν από κει που νόμιζες ότι με μια γερή πηδηξιά θα βρεθείς στην άκρη της θάλασσας. Το θέαμα ήταν ωραίο, αλλά η θέση μας τραγική. Δεν υπήρχε για μας καιρός για τέτοια. Τις ομορφιές της πατρίδας μας τις γλεντούσαν οι δοσίλογοι και τα καινούργια τους αφεντικά Οι Αγγλοαμερικάνοι. Το κατακάθι της οικουμένης.Η βρώμα που μόλυνε τον πλανήτη.
Αδελφοί Αθανασόπουλοι απ ’ το χωριό Βάστα Αρκαδίας. Από αριστερά: Ζαχαρίας Αθανασόπουλος. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Πολιτικός Επίτροπος λόχου στο Αρχηγείο Κορινθίας του Δ.Σ. Καταδικάστηκε από το στρατοδικείο της Τρίπολης κι εκτελέστηκε την άνοιξη 1949. Βασίλης Αθανασόπουλος λοχίας του αστικού στρατού σκοτώθηκε στον Αλβανικό πόλεμο. Θανάσης Αθανασόπουλος. Συνταξιούχος Ενωμοτάρχης, Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, μέλος της επιτροπής του ΕΑΜ Μεγαλόπολης. Πέθανε κρατούμενος στο νοσοκομείο στη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών τον Ιούνη 1967. Γιώργος Αθανασόπουλος. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Υπεύθυνος Κέντρου Πληροφοριών Αυκοσούρας του Α.Σ.Ε. Σύνδεσμος του Αρχηγείου Μαινάλου. Τον σκότωσαν με τα ξύλα οι βασανιστές στρατιώτες τον λόχον, που τον συνέλαβαν.
Κατεβήκαμε σιγά - σιγά προς τη βόρεια πλαγιά. Εκεί σταματήσαμε. Ήταν ακόμη νωρίς να χαμηλώσουμε. Έπρεπε να γύρει η μέρα και μετά να ροβολήσουμε. Δεν ξέραμε τι γίνονταν στα χωριά. Η μέρα ήταν θαυμάσια. Ο ήλιος έλαμπε μεσούρανα και καθώς έπεφτε πάνω στο παγωμένο χιόνι αστραφτοβόλαγε ο τόπος. Γύρω μας χαρά θεού. Κάτω το ξέχιονο μέχρι τον κάμπο ήταν ντυμένο φρέσκο πράσινο. Ο κάμπος της Κορινθίας ολόφρεσκος, ζωντανός είχε ζωηρέψει τώρα που έφυγε ο χειμώνας. Τα βλαστάρια των φυτών είχαν μεγαλώσει πια.
Εμείς όμως αρχίσαμε να τουρτουρίζουμε από το κρύο. Τα σωθικά μας άναψαν από την αγωνία και την ανηφοριά. Κάθε τόσο ξύναμε το παγωμένο χιόνι και δροσίζαμε το στόμα μας. Καθώς περνούσε η ώρα, το παγωμένο αεράκι μας μάργωνε. Στην αρχή ήταν ευχάριστο γιατί είχαμε φουντώσει από τον αγώνα που κάναμε, σακατεμμένοι, ν’ ανεβούμε στην κορυφή του Χελμού, γλυστρώντας πάνω στο παγωμένο σεντόνι.
Μοιάζαμε με τον αρχαίο ήρωα του παραμυθιού, που στον Άδη ανεβάζει το λιθάρι στην πλαγιά και μόλις κοντεύει να φθάσει στην κορυφή του ξεφεύγει και παίρνει τα πίσω. Αυτός όμως είναι γερός και δεν τον κυνηγάει κανένας. Εμείς φθάσαμε στην κορυφή αλλά μέχρι να φθάσουμε πηγαίναμε δύο μπρος κι ένα πίσω. Και τώρα που φθάσαμε στην κορυφή, είμαστε πιο δυστυχισμένοι από το Σίσυφο. Δεν μπορούσαμε πια να πάμε προς τα πάνω, μα ούτε να μείνουμε εκεί. Έπρεπε τώρα μόνοι μας να κυλήσουμε το λιθάρι μας προς τα κάτω. Αυτό ήταν φοβερό. Και το φοβερότερο ακόμη, υπήρχε ο κίνδυνος μόλις φθάσουμε κάτω στην άκρη του χωριού,να ξαναπάρουμε την ανηφόρα τσακισμένοι, αν το χωριό ήταν πιασμένο απ’ το στρατό. Με τι δυνάμεις και με τι κουράγιο να ξαναπάρουμε την ανηφόρα; Με τι κότσια να ξανακυλήσουμε το λιθάρι προς την κορυφή; Κι όμως θα το επιχειρήσουμε και γρήγορα - γρήγορα, τρέχοντας μάλιστα. Και σ’ αυτό ο Σίσυφος ήταν πιο τυχερός από μας. Αυτός πήγαινε σιγά - σιγά όπως ήθελε. Εμάς μας κυνηγούσαν. Έπρεπε να ανεβαίνουμε και να κατεβαίνουμε τρέχοντας.
Όσο περνούσε η ώρα, το κρύο έτσουζε. Τα τραύματα πονούσαν. Οι τραυματίες άρχισαν να μουρμουρίζουν. Μετά αγρίεψαν. Τέλος ξέσπασαν. Βλαστήμιες, κατάρες. Τα έβαζαν με θεούς και ανθρώπους. Τέλος τάβαλαν με τη διοίκηση, με το μέραρχο. Έβριζαν, φώναζαν, απειλούσαν. Είχαν δίκιο! Μας παράτησαν σαν τρύπια παλιοπάπουτσα, σαν κουρέλια ματωμένα. Οι Αθηναίοι καταδίκασαν τους στρατηγούς και ναυάρχους που δεν έθαψαν τους νεκρούς. Τώρα εμείς τι πρέπει να κάνουμε τον στρατηγό μας και τους διοικητές μας, που μας ξέχασαν ζωντανούς και σακατεμμένους;
Υπάρχουν όμως στιγμές που πρέπει να υποστηρίζεις αντίθετα απ’ αυτά που πιστεύεις, αντίθετα από τη λογική. Είναι ανάγκη να το κάνεις αυτό, για να σώσεις ζωές, για να σώσεις το κύρος του στρατού που αγαπάς! Δεν πρέπει όμως ποτέ κανένας να ξεχνά τα γεγονότα, τα περιστατικά, τις ευθύνες και πρέπει όταν περάσει η κρίση, να ζητήσει δικαίωση.
Εγώ το πρώτο το έκανα. Πήρα τη θέση της καθοδήγησης. Υπερασπίστηκα το στρατηγό μας, τις υπηρεσίες μας, τους επιτρόπους μας. Αυτό έπρεπε να κάνω. Μια κουβέντα, ίσως αργότερα οδηγούσε αυτόν τον κόσμο στη λιποταξία. Και γω προτιμούσα να μ’ έθαβαν στο χιόνι ζωντανό παρά να γίνω αίτιος για κάτι τέτοιο. Ευτυχώς που ήμουνα και γω τραυματίας και ίσως πονούσα περισσότερο απ’ αυτούς. Λέω ευτυχώς γιατί έτσι τους μίλησα από την ίδια θέση που βρίσκονταν κι αυτοί. Αυτό το γεγονός τους αφαιρούσε κάθε δικαιολογία.
Έβαλα τις φωνές, τους ντρόπιασα, τους έψαλα τον αναβαλόμενο και μετά όταν ησύχασαν το ρίξαμε στην κουβέντα. Μετά αυτοί άρχισαν να δίνουν κουράγιο σε μένα. Πονούσα πολύ. Με έκοβε κρύος ιδρώτας. Πονούσα παντού. Είχα γερό μόνο το δεξί πόδι. Το κρύο με τάραξε. Τα τραύματα δεν τα λογάριαζα. Το μάτι μου με ζάλισε. Οι σουβλιές μπήγονταν στο μυαλό και έφταναν στην ραχοκοκκαλιά. Έκανα όμως το ζόρικο. Καμωνόμουνα ότι δεν πονώ. Έλεγα κάπου - κάπου και κανένα αστείο.
Έτσι σιγά - σιγά πέρασε η ώρα. Ο ήλιος άρχισε να γέρνει. Έστειλα τρία παιδιά να ανιχνεύσουν το χωριό Περιστέρα. Μετά από μισή ώρα ροβολήσαμε σιγά - σιγά και μεις. Βγήκαμε από το χιόνι. Πιάσαμε κάτι λατσούφια και περιμέναμε. Η κατάσταση άλλαξε. Ζεσταθήκαμε. Ο ήλιος κάπως αδύναμος που βασίλευε αλλά μας ζέστανε. Περιμέναμε τα παιδιά. Γύρισαν καμιά φορά και μας έφεραν καλά νέα. Το χωριό ήταν ανοιχτό. Χαρήκάμε όλοι. Μετά από τέτοια ταλαιπωρία τόσων ημερών είχαμε ανάγκη να κοιμηθούμε ζεστά, να πλύνουμε τα τραύματά μας, να φάμε λίγο φαγητό. Όλοι κάναμε όνειρα για τούτη τη βραδυά δηλαδή είχαμε τις επιθυμίες μας, μικροεπιθυμίες αλλά πολύ γλυκιές. Λίγη ζέστα, λίγο φαγητό ζουμερό, λίγο να τεντώσουμε το κορμί μας. Αυτά τα λίγα.
Καθίσαμε μέχρι που σκοτείνιασε καλά. Δεν έπρεπε να μας δει κανένα μάτι που μπαίναμε στο χωριό. Πολύ περισσότερο δεν έπρεπε να δει τα χάλια μας. Σαράντα αντάρτες και οι μισοί απ’ αυτούς τραυματίες σακατεμμένοι. Αν μας έβλεπε κάποιος που θα ήθελε να μας κάνει κακό θα μπορούσε σε δύο ώρες νάχει φέρει το στρατό στο χωριό. Μπήκαμε στο χωριό με χίλιες δυό προφυλάξεις. Το χωριό ήταν ακατοίκητο σχεδόν. Το καλοκαίρι γέμιζε από κόσμο. Το χειμώνα έμεναν μόνον τέσσερις οικογένειες. Τα σπίτια ήταν ανοιχτά. Όλους τους τραυματίες τους έβαλα σε ακατοίκητα σπίτια για να μη τους δουν οι χωρικοί κι ας ήταν δικοί μας. Δεν έπρεπε να μαθαίνουν πράγματα που δεν τους ενδιαφέρουν. Μαζί με τους τραυματίες έμεινα και γω. Ανάψαμε τα τζάκια και ξαπλώσαμε.
Ο γιατρός μας άρχισε να κάνει αλλαγή στα τραύματα. Έβρασε νερό και μ’ αυτό καθάριζε τις πληγές. Στο τέλος έριχνε και δύο τρεις σταγόνες οξυζενέ. Οι γάζες που είχε στο σακκίδιό του δεν έφταναν παρά μόνο για μια αλλαγή κι όχι για όλους. Γι’ αυτό χρησιμοποίησε τους επιδέσμους για γάζες και για επιδέσμους βάζαμε κομμάτια από σεντόνια ή χιτώνια. Του θύμισα ότι «έχουμε χάσει την επαφή με τη διοίκηση και δεν ξέρουμε πότε θα συναντηθούμε». Κατάλαβε ο γιατρός τι γίνονταν. Τον έλεγαν Τάκη και ήταν από τα χωριά της Κορίνθου. Κρίμα που δεν συγκρότησα το επίθετό του. Ηταν φοιτητής της ιατρικής. Για μας όμως, ήταν καθηγητής. Τέλος μας ξεβρώμισε όλους. Βρήκε σαπούνι και έπλυνε τους επιδέσμους. Βαμβάκι δεν είχαμε αρκετό.
Ανακουφιστήκαμε όλοι. Μαγειρέψαμε και τραχανοχιλοπίττες. Οι αντάρτες μόλις έφαγαν έπεσαν σε λήθαργο, εκεί όπως ήταν βολεμένοι με τις σάπιες μαντύες τους και τα τρύπια παπούτσια τους. Κάπου - κάπου κάποιος βογκούσε βαθιά υπόκωφα.
Πότε - πότε κάποιος μουρμούριζε ή ξερομασούσε. Στα πρόσωπά τους, όπως τα φώτιζε η φλόγα από το τζάκι, χλωμά και τραβηγμένα, άξουρα και αγριεμένα όπως ήταν, φαίνονταν καθαρά τα ίχνη της ταλαιπωρίας και του πόνου. Ήταν όλοι τους παιδιά σχεδόν, κι όμως έμοιαζαν σαν γέροι. Σφίγγονταν η καρδιά σου να τα βλέπεις.
Το αντάρτικο δεν είναι γλέντι, είναι κόλαση που φτιάχνει ο άνθρωπος πάνω στη γη, χειρότερη απ’ αυτήν που έχει φτιάξει ο διάβολος για τις ψυχές, όπως λένε. Στη κόλαση του διαβόλου βασανίζονταν οι ψυχές. Στην κόλαση των ανθρώπων βασανίζονται και οι ψυχές και τα σώματα. Εδώ είναι δύο βασανισμοί. Ο ένας βασανισμός υποφέρεται οι δύο είναι ανυπόφοροι. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Μόνο αν το ζήσει κανείς τότε θα καταλάβει. Με το να τ’ ακούσει και να τα διαβάζει παίρνει μόνο μια ξέπετση ιδέα. Παιδιά, ορειβάτες, τραυματισμένους και νηστικούς που να σέρνονται πάνω στο παγωμένο χιόνι του Χελμού, η κόλαση δεν έχει.
Ήθελα να κοιμηθώ. Πονούσα όλος. Όμως η υπερένταση ήταν τόση που δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Είχα εκνευριστεί με την τσαπατσουλιά της διοίκησης. Είχα αγανακτήσει. Με βασάνιζε η σκέψη για την τύχη μας. Δεν είχαμε φάρμακα και σε δυο τρεις μέρες τα τραύματα θα βρωμούσαν, θα σκουλίκιαζαν. Δεν είχαμε τρόφιμα, είμαστε μέσα στον κλοιό του εχθρού. Εΐμασταν πίσω απ’ το Χελμό, στην άκρη της περιοχής που μπορούσαμε να κινηθούμε. Και για να μπούμε στο κέντρο του Μωριά έπρεπε να βαδίσουμε δύο μερόνυχτα, να περάσουμε μέσα απ’ τις γραμμές του εχθρού.
Αυτό δεν μπορούσε να γίνει με κουτσούς και σακατεμμένους. Έπρεπε να κινιέμαι συνεχώς μέσα στις γραμμές του εχθρού μέχρι που να τελειώσουν οι εκκαθαριστικές, ή να πλησιάσω προς τη Γορτυνία να ξεγλιστρήσω από την τανάλια. Με τα τρία οπλοπολυβόλα και τα δεκαπέντε ντουφέκια θα τα καταφέρναμε αν τρακαριζόμασταν με εχθρικές δυνάμεις. Το μέρος ήταν δυνατό. Δεν ήταν εύκολο να μας ξεπετάξει από τα τσουγκάρια μας. Αυτό όμως για μια φορά, για μια μέρα. Μετά όμως τι θα γίνονταν; Όλα αυτά μου τριβόλιζαν το μυαλό.
Φώναξα το διμοιρίτη και αφού κανονίσαμε τις σκοπιές του είπα ότι, μια ώρα νύχτα θα φύγουμε από το χωριό. Θα βγούμε πάνω στα έλατα. Θα τραβήξουμε βγαίνοντας από το χωριό προς τα κάτω και μετά θα φέρουμε γύρω και θα ανεβούμε στο βουνό. Έτσι οι χωρικοί θα νομίσουν ότι φύγαμε για τη Ζαρούχλα. Τα μάτια μου έκλεισαν χωρίς να το καταλάβω. Είχα αποκάνει πια. Κοιμήθηκα δύο ώρες περίπου. Όταν τα νεύρα ξεμέθυσαν από την κούραση ο ύπνος έγινε αντάρτικος, δηλαδή σαν του λαγού. Κοιμάσαι αλλά ακούς και στον πρώτο τσάχαλο είσαι όρθιος. Η πείνα αντιμετωπίζεται για πολλές μέρες, η δίψα για μια - δυό, η αϋπνία όμως σκοτώνει γιατί βαράει στο μυαλό. Έχει όμως το καλό, με λίγο ύπνο, ένα δεκάλεπτο ξεθυμένει.
Οι αντάρτες κοιμόντουσαν πια μετά από δύο ώρες ανήσυχου ύπνου, του καλού καιρού. Αγνοούσαν τη τραγικότητα της θέσης μας. Ο γιατρός μας τώρα που έμαθε την κατάστασή μας, ανασκουμπώθηκε. Ήταν αεικίνητος όλη τη νύχτα περνούσε από όλους και στα τρία σπίτια που είχαμε καταυλιστεί. Μια ώρα νύχτα είχε ετοιμάσει για όλους χαμόμηλο.
Ο διμοιρίτης ήταν νέος, χωρίς πείρα αλλά παλικάρι δυνατό και ψύχραιμος όσο κανένας άλλος. Εκτελούσε τις εντολές μου σαν να ήμουνα διοικητής του. Σέβονταν την πείρα μου και, ας πούμε, την αρχαιότητά μου. Αυτό το γεγονός με διευκόλυνε πολύ να διοικώ εκείνο το παράξενο τμήμα, που έμοιαζε περισσότερο με ναυαγούς στη ζούγκλα κάποιου νησιού του Ειρηνικού, παρά με αντάρτικο του Μωριά. Ξυπνήσαμε την κονταυγή. Όλοι τουρτούριζαν από το πρωινό αγιάζι, όμως δεν μουρμούραγαν. Είχαν κάπως συνέλθει.
Ξεκινήσαμε και μόλις φώτισε είχαμε λουφάξει μέσα στα λατσούφια. Ανησυχούσα μέχρι που να φωτίσει καλά και να δω γύρω - γύρω τι γίνεται. Ήταν ησυχία. Περάσαμε ήσυχη μέρα. Το βραδάκι με το σκοτάδι μπήκαμε πάλι στο χωριό. Τώρα όμως μπήκαμε με προσοχή και μείναμε σε ακατοίκητα σπίτια. Μόνο τέσσερις αντάρτες συναντήθηκαν με τους λίγους κατοίκους και εμφανίστηκαν σαν επιμελητές και καπαπίτες. Πήραν τραχανά και ψωμί και έφυγαν δήθεν από το χωριό. Αυτό το έκανα για να σκορπίσω τα χνάρια να μπερδέψω και τους ντόπιους. Δηλαδή να σχηματίσω τη γνώμη ότι οι τραυματίες έφυγαν από εκεί γύρω. Το άλλο βράδυ κατεβήκαμε στο χωριό Αγία Βαρβάρα. Το ίδιο και εκεί. Μετά από δύο μέρες κατεβήκαμε στο χωριό Ζαρούχλα.
Εδώ όμως τα βρήκαμε μπαστούνια. Στο χωριό όλη μέρα ήταν ένας λόχος στρατού. Το απόγευμα έφυγε, αλλά δεν μπορέσαμε να μάθουμε κατά που πήγαν. Την άλλη μέρα ξαναγυρίσαμε στο χωριό Αγία Βαρβάρα. Ο γιατρός μου είπε ότι τα τραύματα δεν πάνε καλά. Σώθηκε το οξυζενέ και το ιώδιο. Τώρα πρέπει να αποφασίσω σύντομα. Μέσα σε μια - δυό μέρες πρέπει να βρούμε φάρμακα, αλλιώς χαθήκαμε. Αποφάσισα λοιπόν να περάσω από την άλλη μεριά του Χελμού. Υπολόγιζα ότι μετά από τόσες μέρες θα έχουν τελειώσει οι εκκαθαριστικές. Αν έτσι έχουν τα πράγματα θα μπω στο χωριό Σουδενά εκεί θα βρίσκαμε λίγο ιώδιο. Κάποιος θα είχε. Μετά θα περνούσαμε προς τα Μαζέϊκα και από εκεί στην Γορτυνία.
Το πρωί νύχτα φύγαμε από το χωριό Βαρβάρα κι ανεβήκαμε στη θέση Ξερόκαμπος. Εκεί στην κατοχή τα ιταλικά αεροπλάνα είχαν πολυβολήσει τα μπουλούκια των τσοπαναρέων και είχε γεμίσει ο τόπος κρέατα. Έκαναν μεγάλη καταστροφή σε ζώα. Ευτυχώς δεν υπήρχαν ανθρώπινα θύματα. Ο κόσμος τρομοκρατήθηκε πολύ.
Περάσαμε όλη τη μέρα καλά και ήσυχα. Το βραδάκι σιγά -σιγά ξεκινήσαμε για τα κάτω Σουδενά. Μέσα στο δάσος είδαμε πολλά φρέσκα χνάρια. Αυτό ήταν κακό σημάδι. Καθίσαμε έξω από το χωριό και νύχτωσε. Έστειλα τρεις αντάρτες μαζί με το διμοιρίτη να πάρουν πληροφορίες. Αν το χωριό είναι ελεύθερο να μας ειδοποιήσουν να μπούμε και μεις. Αν δεν είναι τότε να πάρουν αν μπορέσουν ψωμί και φάρμακα, αν βρουν.
Πήγαν. Δυστυχώς το χωριό ήταν κλειστό. Κάτω στην πλατεία ήταν στρατοπεδευμένος ένας λόχος στρατού. Ευτυχώς τα παιδιά πήραν τρεις τεψόπιττες ψωμί, λίγο τυρί και από τον μπακάλη, ένα μπουκάλι μικρό, οινόπνευμα. Κάτι ήταν κι αυτό. Τώρα όμως που θα πάμε; Πίσω δεν γίνονταν να γυρίσουμε. Να τραβήξουμε για τα Καστριά - Φίλια για να περάσουμε προς τη Στρέζοβα ήταν αδύνατο, δεν προλαβαίναμε. Δεν είχαμε και πληροφορίες τι γίνονταν εκεί. Αποφασίσαμε να πάμε προς το μέρος του χωριού Πλανητέρου, πάνω στο δάσος βόρεια της χαράδρας. Εκεί μέσα στη χαράδρα ήταν μια σπηλιά κι εκεί είχε τα μαντριά του ένας τσοπάνης δικός μας. Θα παίρναμε πληροφορίες ιδιαίτερα για τους δικούς μας. Αν είχαν φανεί εκεί κοντά θα παίρναμε επαφή και θα ανακουφιζόμασταν. Αν δεν είχαν φανεί τότε τα πράγματα ήταν ακόμη πολύ δύσκολα και θα πρέπει να κανονίσω να φύγουμε.
Έτσι κάναμε. Όλη τη μέρα μείναμε στο δάσος. Ο στρατός ντουφεκόριχνε στα Σουδενά - Καστριά - Μαζέϊκα. Σημάδι ότι ακόμη δεν έφυγαν. Δεν τέλειωσαν οι εκκαθαριστικές. Το βράδυ μόλις νύχτωσε κατεβήκαμε στο μαντρί. Βρήκαμε τον τσοπάνο, πήραμε πληροφορίες. Η κατάσταση είναι άσχημη γύρω μας. Ο στρατός κινιέται συνεχώς και ψάχνει για όπλα και τραυματίες. Να λοιπόν που εμείς ήρθαμε για να τους βρούμε. Ζαλίστηκα. Έφερα τον κόσμο στο στόμα του λύκου. Τι να κάνω όμως που δεν έχω φάρμακα; Αν είχα θα γύριζα πίσω. Δεν με κόφτει τίποτα να περάσω στη Γορτυνία. Ας κάθονταν στο Χελμό όσο ήθελαν. Περάσαμε εκεί και την άλλη μέρα. Το βράδυ κατεβήκαμε στο μαντρί. Ο γιατρός έβαλε ζεστό νερό, έπλυνε τα τραύματα, φάγαμε γάλα μπόλικο και κοιμηθήκαμε. Ο γιατρός μου είπε ότι τα τραύματα αφόρμησαν και μυρίζουν. Πρέπει να φύγουμε λοιπόν όπως - όπως.
Αυτό έπρεπε να το αποφασίσω εγώ, αλλά έπρεπε να συμφωνήσουν και οι άλλοι. Σε τέτοιες στιγμές δεν σηκώνει διαταγές. Καλύτερη δουλειά γίνεται να το θέλουν όλοι κι αυτό θα γίνει όταν πειστούν ότι έτσι είναι να γίνει. Την ημέρα το κουβεντιάσαμε. Όλοι ήταν σκεφτικοί. Οι τραυματίες μετρούσαν τα κότσια τους, οι γεροί τις ευθύνες τους. Τέλος συμφώνησαν να κάνουμε το σάλτο. Επρεπε να περάσουμε μέσα από τις γραμμές του εχθρού. Τα χωριά ήταν πιασμένα όλα. Οπωσδήποτε θα ήταν και τα περάσματα. Ασφαλώς ο εχθρός δεν είχε πιαστεί χέρι - χέρι γύρω μας, αλλά είχε πυκνά φυλάκια στήσει. Έκαναν το καλό και όλη τη νύχτα ντουφεκόριχναν κι έτσι μας ειδοποιούσαν. Γιατί ντουφεκόριχναν δεν μπόρεσα ποτέ να το εξηγήσω. Αυτό έκαναν πάντα όταν έβγαιναν για εκκαθαριστικές. Ίσως έτσι έπαιρναν θάρρος σαν αυτόν που σφυρίζει τη νύχτα, όταν φοβάται.
Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να περάσουμε προς το μέρος του βουνού Σαϊτά και από εκεί να βγούμε σε μια βραδιά στο Ανατολικό Μαίναλο. Δηλαδή υπολόγισα ότι πέρα από το διάσελο της Τριανταφυλλιάς δεν θα υπάρχει πυκνή διάταξη γιατί ήταν η άκρη της διάταξης του εχθρού. Αυτό βγήκε σωστό. Εκεί δεν υπήρχαν καθόλου δυνάμεις του εχθρού. Έκαμα όμως λάθος γιατί το δρομολόγιο αυτό υποχρεωτικά θα περνούσε πάνω από το χωριό Πλανητέρου - Χαλίκι - Βάλτο. Εκεί ήταν το κέντρο της έρευνας που έκανε ο στρατός. Ακόμη έκανα λάθος που υπολόγισα ότι θα περνούσαμε για μια βραδιά από το Σουδενέϊκο, στο Διάσελο της Τριαν/λλιάς.Η απόσταση είναι μικρή αλλά εμείς θα βαδίζαμε μέσα στις πλαγιές του Χελμού που δεν πατιούνταν καλά κι ήμασταν και τραυματίες. Κοντά σ’ αυτά κι ένα τυχαίο περιστατικό μας εμπόδισε να περάσουμε αυτή τη νύχτα από το Σουδενέϊκο, στο Διάσελο της Τριανταφυλλιάς.
Όσο ήταν δάσος βαδίζαμε πριν νυχτώσει. Μόλις νύχτωσε ριχτήκαμε στην απότομη πλαγιά. Παιδευτήκαμε όλη τη νύχτα. Πότε έπεφτε ο ένας, πότε ο άλλος. Κάναμε και σαματά γιατί οι σακατεμμένοι δεν μπορούσαν να στηριχτούν καλά. Άμα πονάς κάπου έστω και στο αυτί δεν ισορροπείς κι ας λέει η παροιμία «κουτσάθηκε η γίδα από το αυτί!» Κουτσαίνεται και παραπατάει. Πότε - πότε τα τραύματα λύνονταν. Άντε να τα δέσουμε. ' Αντε να προχωρήσουμε, άντε να τον βοηθήσουμε. Η ώρα περνούσε και μεις σερνόμασταν σχεδόν. Τι να κάναμε όμως. Το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή. Οι αντάρτες δεν είχαν συναίσθηση της δύσκολης θέσης μας. Εγώ όμως και ο διμοιρίτης καθόμασταν σ’ αναμμένα κάρβουνα.
Σαν τελευταία μου ελπίδα είχα και την πιθανότητα το πρωί, να τέλειωναν οι εκκαθαριστικές. Τι ωραία θα ήταν να βλέπαμε το στρατό να κατεβαίνει προς τα Μαζέϊκα! Όλα θα τέλειωναν μια χαρά. Θα γύριζαν και τα τμήματά και οι διοικητές μας και γω θα λευτερωνόμουνα από τις αναπάντεχες ευθύνες διάσωσης των τραυματιών. Δυό ώρες νύχτα έμεναν ακόμη και μεις βρισκόασταν ακριβώς - ακριβώς στο στόμα του λύκου. Δεν έμενε παρά μόνο να κλείσει τις μασέλες του.
Είμαστε ακριβώς στη μέση της πλαγιάς ξανά πάνω από το χωριουδάκι Μάζι. 'Ενα χωριουδάκι από τσοπανοκάλυβα, δηλαδή εκεί που μας παράτησαν τραυματίες. Τότε είμαστε μέσα στα καλύβια. Τώρα πάνω στην πλαγιά εκεί που τελειώνουν τα έλατα. Ο Αντρέας Αλεξόπουλος που ήταν και διμοιρίτης, πίστευε ότι θα προλάβουμε να καβαλήσουμε απέναντι. Εγώ τον πίστευα γιατί δεν είχα περπατήσει το μέρος. Συνεχίζαμε να βαδίζουμε. Βγήκαμε αγνάντια στο διάσελο του Κυνηγού. Και τότε καρφωθήκαμε στον τόπο. Πάνω στο διάσελο άναβαν φωτιές μεγάλες. Αλίμονο !!! Βγάλαμε αμέσως όλοι το συμπέρασμα ότι ο στρατός έχει πιάσει το διάσελο. Ήταν η πιο λογική σκέψη. Αποκλείονταν να είναι δικοί μας. Βέβαια εμείς είμαστε ψηλά και οι φωτιές φαίνονταν αν και ήταν προς την ανατολική πλαγιά. Αν είμαστε λίγο χαμηλότερα, οι φωτιές δεν θα φαίνονταν.
Αυτό το γεγονός στάθηκε μοιραίο. Θα ήταν αυτοκτονία να προχωρήσουμε. Το πρωί θα μας έβρισκε ακριβώς εκεί. Μια λύση υπήρχε. Εκεί κάπου να κάνουμε λούφα. Να πέσουμε σε αφάνεια αυστηρή. Μόνον αν πέφταμε μέσα σε εξερεύνηση τότε θα μας έβρισκαν. Αν περνούσαμε τη μέρα εκεί, τη νύχτα θα περνούσαμε άνετα. Θα είχαμε τον καιρό. Αυτό όμως προϋπόθετε αυστηρή αφάνεια, πλήρη ακινησία. Όμως οι φωτιές δεν ήταν του στρατού. Ένας λόχος του Αρχηγείου Κορινθίας, ο λόχος του Γιάννη Παππά επέστρεψε στην περιοχή για να ερευνήσει την κατάσταση, δηλαδή να διαπιστώσει αν έφυγε ή όχι ο στρατός. Είχε φθάσει εκείνο το βράδυ. Έπιασε το Διάσελο του Κυνηγού, πήρε τα μέτρα του και σταμάτησε για να ξενυχτήσει. Ποιος να το φανταστεί ότι τόσο κοντά μας ήταν οι δικοί μας;
Άρχισε να χαράζει. Πιάσαμε λούφα και περιμέναμε. Οι αντάρτες κοιμήθηκαν. Ο Αντρέας ανέβηκε σ’ ένα έλατο για να κάνει παρατήρηση. Μόλις πήρε η μέρα είδε ότι στο Χαλίκι ήταν στρατός. Το ίδιο και κάτω στη ρεματιά. Είδε κινήσεις προς τα Καστριά και στο δρόμο προς τα Μαζέϊκα - Πλανητέρου. Κατέβηκε και μου είπε τα όμορφα μαντάτα. Είχαμε λημεριάσει μέσα στη φωλιά του εχθρού, σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων ευθεία. Μόνη σωτηρεία, η αφάνεια. Τα πράγματα πήγαιναν καλά μέχρι τις δέκα το πρωί. Δηλαδή όσο οι αντάρτες κοιμόντουσαν. Όταν ξύπνησαν άρχισαν να σαλεύουν, να κινούνται, να σιγοψιθυρίζουν. Στάθηκε αδύνατο να τους πείσουμε να κάνουν πλήρη ακινησία. Πότε για κατούρημα, πότε για το ένα, πότε για το άλλο, όλο και κάτι έκαναν.
Ο στρατός, σε κάποιο ύψωμα είχε παρατηρητήριο και μας πήραν είδηση. Αυτό ήταν και το χειρότερο που μας βρήκε σ’ αυτή την περιπέτεια. Μπορεί και να μας εντόπισαν από κινήσεις άλλων ή να έκαναν εξερεύνηση ύστερα από τις φωτιές που είδαν τη νύχτα απέναντι στο διάσελο του Κυνηγού. Πιστεύω όμως ότι εμείς μόνοι μας προδοθήκαμε γιατί ήρθαν, όπως έδειξαν τα γεγονότα, συστημένοι.
Φώτισε καλά και οι ώρες αργοκυλούσαν. Μέχρι τις δέκα το πρωί το παρατηρητήριο μας δεν σημείωσε καμιά κίνηση του εχθρού. Αυτό μας έδωσε θάρρος. Πιστέψαμε ότι αφού δεν κινήθηκαν, δεν μας είδαν. Περίμενα να πάει μεσημέρι κι αν μέχρι τότε δεν κινιόνταν θα την περνάγαμε στεγνά. Στις δέκα όμως το παρατηρητήριο σημείωσε κινήσεις. Ένας λόχος από τα καλυβόσπιτα ξεκίνησε προς την πλαγιά και μπήκε στο δάσος. Το ίδιο και από τα καλυβόσπιτα του χωριού Μάζι. Άσχημα τα πράγματα. Δεν τους έβλεπε το παρατηρητήριο πια, γιατί μπήκαν στο δάσος. Ανησυχήσαμε. Ετοιμαστήκαμε και παρακολουθούσαμε τα ξέφωτα ανάμεσα στα έλατα, μήπως δούμε καμιά κίνηση. Δεν αργήσαμε να τους εντοπίσουμε. Είχαν σκορπιστεί κατά ομάδες και έκαναν έρευνα σ’ όλη την πλαγιά. Διακρίναμε πότε δω - πότε κει να κινούνται. Έτσι όμως όπως κινούνταν θα αργούσαν πολύ να φθάσουν σε μας. Ακολουθούσαν τα γιδόστρατα. Αυτό ήταν καλό. Άφηναν κενά μεγάλα.
Τρεις λύσεις υπήρχαν: Να μείνουμε ακίνητοι σε απόμερο μέρος χωμένοι στα λατσούφια. Έτσι ίσως δεν θα έπεφταν πάνω μας. Να κατέβουν δύο ομάδες αποτελούμενες από τρεις αντάρτες να τους χτυπήσουν σε δύο διαφορετικά σημεία μέσα στο δάσος μακρυά από μας και να τους ανακατέψουν. Να πάθουν σύγχυση. Αν μάλιστα έρριχναν και δυό - τρεις κάτω, αυτό θα ήταν ότι χρειάζονταν. Θα τους υποχρέωναν να περιοριστούν και να αφήσουν μεγάλα κενά. Μπορεί και να αλληλοχτυπιόντουσαν.
Η τρίτη ήταν όσο ακόμη βρίσκονταν μακρυά να αρχίσουμε και μεις να κινιόμαστε προς τα πάνω στην πλαγιά του Χελμού, για να ανεβούμε στην κορυφή του Χελμού. Από ένα σημείο όμως και ύστερα θα μας έβλεπαν γιατί η πλαγιά πάνω από το Μάζι είναι γυμνή. Ακόμη, είναι απόκρυμνη αλλά έχει μεγάλα κοτρώνια - βράχους, ταμπούρια άπαρτα. Εκεί θα μπορούσαμε να αμυνθούμε όλη μέρα. Δεν είχαμε όμως πολλά φυσίγγια. Ακόμη δεν ξέραμε τι γίνεται πάνω στο Χελμό. Υπήρχε και η λύση να κάνουμε συνδυασμό ανάμεσα σε αυτές τις τρεις λύσεις.
Ο Αντρέας ο διμοιρίτης απέκλεισε τη δεύτερη λύση δηλαδή να στείλουμε τις ομαδούλες να ανακατευτούν μαζί τους και να τους χορεύουν πότε πίσω, πότε μπρος. Οι αντάρτες της διμοιρίας του, ήταν άπειροι. Αυτή η δουλειά, μόνο έμπειροι, παλιά τσαρούχια μπορούν να την βγάλουν πέρα. Στο Μαίναλο το κάναμε κάθε φορά που έμπαιναν για εκκαθαριστικές. Πολλές φορές ήταν τέτοια η σύγχυση που τους φέρναμε, που αναγκάζονταν να βγουν από το δάσος και να κινούνται σε φάλαγγα κατά λόχους. Έτσι έκαναν έναν ωραίο περίπατο. Είχαμε πιάσει αιχμαλώτους γιατί μας νόμιζαν δικούς τους. Είχαμε κλέψει πυρομαχικά, παγούρια, ζώα κ.λπ. Σε τέτοιες ενέργειες παίζει τον κύριο και αποφασιστικό ρόλο το άτομο. Οι διοικήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο.
Έμεναν λοιπόν οι δύο άλλες λύσεις. Προτίμησα να κάνω συνδυασμό. Δηλαδή να κάνω πλήρη αφάνεια και όταν πέσουν πάνω μας, να τους χτυπήσουμε με ομαδικά πυρά και να πάρουμε πια την πλαγιά. Να πιάσουμε τα βράχια και να πολεμήσουμε μέχρι να νυχτώσει. Μάζεψα όλους, γερούς και τραυματίες σ’ ένα χώρο δέκα τετραγωνικά. Τους εξήγησα το σχέδιο. Ετοιμάστηκαν όλοι και περιμέναμε. Αλίμονο σ’ αυτόν που θα έπεφτε πάνω μας. Θα έμενε εκεί αγροφύλακας. Ήταν όλοι αποφασισμένοι να πολεμήσουν για να σωθούν. Είχανε δει την τύχη των τραυματιών πριν από δέκα μέρες κάτω στη ρεματιά στο Χαλίκι. Από εκεί που είμαστε φαίνονταν καθαρά ο τόπος που τους βασάνισαν. Είμαστε ακριβώς από πάνω σε απόσταση χιλίων μέτρων. Εάν μας στρίμωχναν και δεν μπορούσαμε να ξεφύγουμε θα παίρναμε πολλούς μαζί μας από τους στρατιώτες του εχθρού, για παρεούλα στον τάφο.
Φτιάσαμε πρόχειρα ταμπούρια γύρω - γύρω και τα σκεπάσαμε με ελατοκλάρες. Όσοι ήταν άοπλοι χώθηκαν μέσα στα λατσούφια. Η κάλυψη ήταν καταπληκτική. Το παρατηρητήριό μας πάνω στο έλατο δεν μας έβλεπε, που ήταν και πάνω μας. Ο φόβος φτιάνει πολλά. Η ώρα δεν περνούσε. Φαίνονταν χρόνος. Ο ήλιος μαρμάρωσε και δεν ήθελε να γύρει κατά τη δύση, λες και μας εχθρεύονταν και αυτός. Η αγωνία σιγά - σιγά ανέβηκε στο ζενίθ. Τα χέρια ίδρωναν και ο λαιμός ξεραίνονταν κάθε τόσο. Δε διαμαρτύρονταν όμως κανένας ούτε για κρύο, ούτε για τα τραύματα. Η υπερένταση τα έδιωχνε όλα. Τρεις ώρες περιμέναμε έτσι. Κατά τις μία ακούσαμε τσάχαλο, δυνατό, Έσπασαν κλαδιά μέσα στο δάσος. Σημάδι ότι η παγάνα πλησίασε. Κατέβασα το παρατηρητήριο από το έλατο. Κάποια στιγμή ακούσαμε σιγοσφύριγμα κοφτό από κάτω σε απόσταση εκατό μέτρων. Απάντησε ένα άλλο αριστερά μας. Εμείς ακίνητοι κάτω από τις ελατόκλαρες. Δεν άργησε πολύ και ακούσαμε σφύριγμα από πίσω μας, προς την πλαγιά του βουνού. Τώρα μας έχουν από τρεις μεριές μπλοκάρει.
Σε λίγο μέσα από τα κλαριά διακρίναμε τους φαντάρους. Τώρα ακούστηκε κι άλλο σφύριγμα πίσω μας και λοξά. Οι δύο ομάδες πίσω μας ήταν κοντά η μια στην άλλη και προχωρούσαν φυλαχτά - φυλαχτά. Τότε φάνηκε ένας λοχίας που με το χέρι του έδειχνε προς τα μας. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κίνηση και τον τσακίσαμε με ταυτόχρονες ριπές. Ο διμοιρίτης με το ένα οπλοπολυβόλο και γω με το πιστόλι μου. Σε κλάσμα δευτερολέπτου εκεί έγινε ένας κρατήρας ηφαιστείου που ξέρασε για ένα -δυό λεπτά φωτιά και σίδερο. Αμέσως όλοι σαν ένας άνθρωπος, με σαράντα κεφάλια και ογδόντα πόδια ορμήσαμε προς τα πάνω. Οι φαντάροι κεραυνοβολήθηκαν και σχεδόν δεν έριξαν ούτε μια ντουφεκιά. Έκαναν μεταβολή και χάθηκαν μέσα στα έλατα.
Οι δύο ομάδες που ήταν πίσω μας προς τα πάνω ανατράπηκαν και σκόρπισαν σαν λαγοπούλια μέσα στο δάσος. Εμείς τους ακολουθήσαμε ρίχνοντας στα στραβά. Έπεσαν όλοι προς τα κάτω, προς τη ρεματιά. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός για μας προς τα πάνω. Έτσι τρέχοντας τον ανήφορο φθάσαμε στην άκρη του δάσους. Πάνω μας υψώνονταν βράχος κοφτός που δεν ανέβαινε από πουθενά. Στρίψαμε αριστερά ακολουθώντας τη ρίζα του βράχου. Σε απόσταση τριακοσίων μέτρων τέλειωνε ο βράχος, το στεφάνι και η πλαγιά μαλάκωνε.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Εκεί σ’ ένα τσουγκάρι έστειλα ένα οπλοπολυβόλο για να μας καλύψει αν χρειαστεί. Έτσι σιγά - σιγά άρχισε το σκαρφάλωμα. Σε λίγο κάτω χαμηλά φάνηκε το τσοπανοχώρι Μάζι. Περιμέναμε να μας χτυπήσουν. Τίποτα όμως. Ανεβαίναμε συνεχώς και φώναζα σε όλους να βιαστούν όσο μπορούν για να περάσουμε πάνω από το βράχο. Εκεί πίστευα ότι δεν θα μας έβλεπαν από το Μάζι. Ακόμη ήθελα να βγούμε ψηλά για να δω τι γίνεται πάνω στις κορφές. Αν ήταν ελεύθερες σωθήκαμε, αν ήταν πιασμένες χαθήκαμε. Θα μας σκότωναν όλους ακόμη και με τις πέτρες. Από στιγμή σε στιγμή περίμενα να μας χτυπήσουν από το Μάζι ή και από την άκρη του δάσους. Κι όλο ανεβαίναμε. Ήταν όμως τόσο απότομη η πλαγιά και σάρα μπόλικη, που εκάναμε δύο βήματα μπρος, ένα πίσω.
Μόλις προχωρήσαμε αρκετά άκουσα πίσω στην άκρη στο δάσος, το οπλοπολυβόλο μας να χτυπά αδιάκοπα. Οι φαντάροι αφού έτρεξαν κάμποσο μέσα στο δάσος συνήλθαν, αφού μάλιστα διαπίστωσαν ότι δεν τους κυνηγάει κανένας. Ανασυντάχθηκαν και μας ρίχτηκαν. Πάλι την έπαθαν. Έπεσαν πάνω στο οπλοπολυβόλο που τους αιφνιδίασε από τις πλάτες. Δεν περίμεναν να πάρουμε τη γυμνή πλαγιά γιατί φαίνονταν αδιάβατη. Πραγματικά όταν τη βλέπεις από το Μάζι ή και από τα Μαζέϊκα φαίνεται σαν να είναι κομμένη με το μαχαίρι.
Ξανά σκόρπισαν μέσα στα έλατα. Αλλά για λίγο. Επιασαν θέσεις κι άρχισαν να μας χτυπούν. Για καλή μας όμως τύχη το ανέβασμα της πλαγιάς μας έφερε δυτικά στριφτά και δεν μπορούσαν να μας χτυπούν. Ο διμοιρίτης τράβηξε το οπλοπολυβόλο κι έπιασε κι αυτός πιο πάνω άλλο τσουγκάρι. Κράτησε καλά και μεις προχωρούσαμε ανενόχλητοι. Φοβόμουν όμως την κατάσταση πάνω στην κορυφή.
Έστειλα το Ναύτη με δύο άλλους ν’ ανέβουν στην κορυφή και να με ειδοποιήσουν. Αν είναι ησυχία να πιάσουν την κορυφή με τα δύο μονόκανα και το ατομικό αυτόματο και να την κρατήσουν μέχρι ν’ ανεβούμε και μεις. Ο Ναύτης σαν κατσίκι σκαρφάλωσε και σ’ ένα τέταρτο βρέθηκε κατάκορφα. Στάθηκε όρθιος σημάδι ότι ήταν ελεύθερη. Ήρθε η καρδιά μου στη θέση της. Αν ήταν πιασμένη θα χανόμασταν γι’ αυτό είχα αποφασίσει να ξαναπέσουμε μέσα στο δάσος κι όποιον πάρει ο χάρος από ελάτι σε ελάτι, μέχρι το βράδυ. Ως εδώ καλά.
Τώρα όμως πήραμε το πρώτο μπιλιετάκι από το Μάζι. Πρώτα έσκασε ένα προωθητικό όλμου και μετά πίσω μας μέσα στα έλατα έσκασε το πρώτο βλήμα. Τώρα άρχιζε ο χορός. Σπολάτι μέχρι εδώ. Πολύ άργησαν. Αμέσως άρχισαν να κακκαρίζουν δύο βαρειά πολυβόλα κι από κοντά δύο οπλοπολυβόλα. Μπροστά μου ήταν ο Μαρίνης. όχι ο ναύτης αλλά ο ξάδερφός του, με το μπρεντ. Έτρεξε, σκαρφάλωσε σ’ ένα βράχο πάνω στο στεφάνι. Ήταν ωραία θέση. Έστησε το μπρεντ και καθώς είχε ωραία θέα, άρχισε να χτυπάει το χωριό. Τους τρέλλανε. Οι ηλίθιοι είχαν στήσει τα πολυβόλα τους στο αλωνάκι. Τόκαναν βέβαια γιατί δεν περίμεναν από το βουνό πυρά. Τώρα δεν μπορούσαν να τα πάρουν από εκεί. Ο Μαρίνης άρχισε να τους κοροϊδεύει. Χτυπούσαν με τα ατομικά, αλλά δεν μας έκαναν πολύ δύσκολη την ανάβαση.
Σιγά - σιγά έρποντας άντε και άντε από πέτρα σε πέτρα όλο και ανεβαίναμε. Ακροβολίστηκαν οι αντάρτες μέσα στα βράχια κι άρχισε κανονική μάχη. Ήταν ακόμη η κατάσταση για μας δύσκολη γιατί ήταν πίσω, πολλοί δικοί μας. Καμιά φορά όμως από του Μάζι άρχισε να δουλεύει πάλι ο όλμος. Στόχο τώρα είχε βάλει το Μαρίνη με το μπρεντ. Τώρα είχα προωθήσει και το τρίτο οπλοπολυβόλο αριστερά. Οι βολές του όλμου έπεφταν δεξιά μας και μπροστά πότε πίσω από τον Μαρίνη πότε στην ρίζα του βράχου. Δεν μπορούσαν να τον βρουν.
Σε μια στιγμή βλέπω το διμοιρίτη πίσω μου. Τον είδα χλωμό,να κρατά το αριστερό του χέρι με το δεξί και να ανεβαίνει ακάλυπτος. Ήρθε εκεί που ήμουνα εγώ. Τον ρώτησα τι γίνεται κάτω στα έλατα. Μου είπε ότι από εκεί καλά πάνε, αποσύρονται τμηματικά. Μου είπε ότι τραυματίστηκε στον ώμο και η αιμορραγία δεν σταματά. Πραγματικά μέσα από το μανίκι κυλούσε το αίμα και από το μικρό του δαχτυλάκι έσταζε. Δεν μπορούσαμε να του προσφέρουμε καμιά βοήθεια εκεί. Του είπα κράτα σφιχτά το τραύμα με το γερό σου χέρι και προχώρα προς τα πάνω. Έβλεπα ότι σε απόσταση πενήντα μέτρων ήταν ένα τεράστιο τσουγκάρι, πίσω απ’ αυτό ήταν πλαγιά απυρόβλητη.
Άρχισαν οι πρώτοι να περνούν πίσω. Ήταν το τελευταίο σκαλί. Όσοι περνούσαν πίσω ήταν απυρόβλητοι. Σιγά - σιγά πέρασαν όλοι οι τραυματίες και αρχίσαμε και μεις. Μέχρι εκείνη την ώρα αυτοί χτυπιόνταν με τον Μαρίνη και τους ακροβολιστές. Για κακή μας τύχη τελικά, ένα βλήμα έγραφε το όνομα του Μαρίνη. Τον χτύπησε κατακέφαλα. Σκοτώθηκε κι αυτός και ο προμηθευτής. Έμεινε μάρτυρας πάνω εκεί στο βράχο που από μικρό παιδί ανέβαινε και τραγούδαγε τα περήφανα τραγούδια του λαού μας. Γέννημα θρέμμα του Χελμού, τον κράτησε ο Χελμός για συντροφιά, χειμώνα καλοκαίρι για να του σκουπίζει τα δάκρυα και να του διώχνει τους καημούς για τις ντροπές που βλέπει κατά την Αθήνα και την Πάτρα, εκεί που οι εθελόδουλοι ξεσαλιώθηκαν γλύφοντας Γερμανούς, Ιταλούς, Εγγλέζους και Αμερικάνους αφέντες. Δεν ξέρω αν ο Μαρίνης ήταν άτυχος ή τυχερός, μετά την κατάντια τη δική μας.
Τελικά στριμωχτήκαμε όλοι στο πλάι της σάρας. Το τελευταίο πέρασμα ήταν ένας αυχενάκος τρία μέτρα. Μετά από εκεί βγαίναμε από τα πυρά και τα μάτια του εχθρού. Πέρασε ο πρώτος, πέρασε ο δεύτερος, πέρασε ο τρίτος. Μας επισήμαναν κι άρχισαν να μας βάζουν διαβολεμένα. Εμείς κλειστήκαμε πίσω. Κόντευε πια να βασιλέψει ο ήλιος κι όμως αυτοί άρχισαν να ανεβαίνουν προς τα πάνω. Ποιος ξέρει και από που αλλού ανεβαίνουν. Πρέπει να περάσουμε οπωσδήποτε. Μια λύση υπήρχε. Να πάει ένας γερός και μόλις βγαίνει από το απυρόβλητο, καθώς προχωρεί να χτίζει αριστερά τοιχάκι, τριάντα - σαράντα πόντους το λιγότερο. Έτσι καλυπτόμενος και χτίζοντας θα προχωρεί. Μετά οι άλλοι έρποντας θα περνούν απαρατήρητοι.
Έτσι κι έγινε. Πήγε ένας ομαδάρχης και τα κατάφερε μια χαρά. Άρχισε πάλι το πέρασμα. Είχαμε μείνει πίσω πέντε. Εγώ ο διμοιρίτης κι άλλοι τρεις. Μπροστά μας πήγαινε ο Κώστας Νεστόπουλος, από το χωριό Ποντιά Μεσσηνίας, τραυματίας στο πόδι. Μόλις έφθασε στη μέση της διαδρομής έκαμε τη βλακεία να σηκώσει το κεφάλι του να δει κάτω τι γίνεται. Τους είδε ν’ ανεβαίνουν, έστησε το στάγιερ κι άρχισε να βάζει. Του φώναξα να προχωρήσει για να ανέβουμε και μεις, αυτός τίποτα. Τέλος τον επισήμαναν και τον σκότωσαν. Κοντά σ’ αυτό το κακό, έκλεισε και το πέρασμα με το σώμα του.
Προχώρησα εγώ τώρα έρποντας. Έφθασα σ’ αυτόν. Τον γύρισα στο πλευρό. Έριξα κάμποσα λιθάρια πάνω του και πέρασα. Κοντά ήρθαν και οι άλλοι. Είχαμε ξεφύγει από το θανάσιμο κίνδυνο. Οι ακροβολισμένοι στα βράχια ένας - ένας αποσύρονταν, έπεφταν στη σάρα ακολουθώντας τ’ αχνάρια μας και περνούσαν στο απυρόβλητο. Αμέσως έπιαναν τα τελευταία τσουγκάρια και από εκεί χτυπούσαν. Ο εχθρός αναγκάστηκε να σταματήσει. Μόνο με τους όλμους χτυπούσε.
Ήταν ακόμη μέρα, αλλά όπου νάναι θα νύχτωνε. Συγκρότησα μια ομάδα από πέντε αντάρτες μ ’ ένα οπλοπολυβόλο και τους έστειλα στις απέναντι κορυφές καλού - κακού, μέχρι να νυχτώσει. Ο Αντρέας αιμορραγούσε. Φωνάξαμε το γιατρό μας. Προσπάθησε, με χίλια βάσανα να σταματήσει την αιμορραγία. Φάνηκε ότι σταμάτησε. Ανακουφιστήκαμε όλοι. Σχεδόν τελευταίος πέρασε τον αυχενάκο ο Βασιλάκης Κοντύλης που περπατούσε τώρα κάπως καλά, μετά την αφαίρεση του βλήματος από το γοφό του. Παραπάτησε όμως και κυλίστηκε στη χαράδρα. Ευτυχώς πήγε σούρνωντας πάνω στο παγωμένο χιόνι και δεν χτύπησε. Πήγε όμως διακόσια μέτρα περίπου προς τα κάτω. Άρχισε να φωνάζει. Του δώσαμε κουράγιο. Του είπαμε να χτυπά με τα τακούνια το παγωμένο χιόνι και ν’ ανεβεί σιγά - σιγά. Ο καημένος άρχισε έρποντας σιγά - σιγά να ανεβαίνει. Όταν ήρθε πάνω είχε νυχτώσει πια.
Πάνω στο χιόνι η αστροφεγγιά φώτιζε σα μέρα. Στο χιόνι έβλεπες σα να ήταν μεσημέρι. Το κρύο όμως ήταν τσουχτερό. Είμαστε όλοι μουσκεμένοι. Σφύριξα να μαζευτούμε για να δούμε πόσοι μείναμε και τι θα κάνουμε. Πέρα στο Διάσελο του Κυνηγού ο λόχος δεν άναψε φωτιές. Όπως έμαθα αργότερα από το Γιάννη Παππά που ήταν ο διοικητής του λόχου, όλη μέρα παρακολουθούσαν τη μάχη, αλλά αν δεν ήξεραν που είμαστε εμείς. Δεν περίμεναν να βρεθεί τμήμα δικό μας εκεί. Νομίζω ότι σκέφτηκε καιροσκοπικά. Δεν ήθελε να μπλέξει στον καυγά μήπως στραφούν εναντίον του. Αν έρριχνε δέκα ριπές από κει που ήταν, θα μας αλάφρωνε πολύ. Ο εχθρός θα σταματούσε να μας χτυπά γιατί θα νόμιζε ότι κάποια σοβαρή κίνηση γίνεται από το διάσελο. Εμάς δεν μας υπολόγιζε γιατί μας είδε πόσοι είμασταν. Έτσι μείναμε εμείς οι σακατεμένοι μόνοι μας να τα βγάλουμε πέρα. Μας έσωσαν τα βράχια και τα τσουγκάρια. Λιανιστήκαμε να τα ανεβούμε κι αν δεν ήταν αυτά, θα μας σκότωναν όλους.
Μαζευτήκαμε όλοι και μετρηθήκαμε. Έλλειπαν οκτώ. Τρεις ήταν σκοτωμένοι πάνω στο βράχο. Οι άλλοι ήταν αγνοούμενοι. Αργότερα βρέθηκαν. Ήταν τρυπωμένοι δεξιά μέσα σ’ ένα βράχο και μόλις νύχτωσε έφυγαν κατά τα Σουδενά. Είχαμε μαζί μας και τέσσερις φαντάρους αιχμαλώτους από τα Καλάβρυτα, για να βοηθούν τους τραυματίες, να κουβαλούν τα τρόφιμα και το νερό. Σαν γαλόπουλα όλες αυτές τις μέρες ακολουθούσαν ενώ θα μπορούσαν να φύγουν. Τους είχα υποσχεθεί ότι αν θα περάσουμε έξω από τον κλοιό, θα τους έστελνα στα σπίτια τους. Ήταν όλοι από τα χωριά των Καλαβρύτων. Ήθελα να τους διώξω. Ήταν ένα βάρος κι αυτοί. Αλλά γύρω - γύρω ήταν στρατός. Θα τους έπιαναν και θα μάθαιναν για μας και τα χάλια μας. Έπρεπε να κρατηθούμε στην αφάνεια. Ήτανε καλά παιδιά, όλοι τους πρόθυμοι.
Έτσι χωρίς να έχω δικαίωμα έπαιξα κορώνα - γράμματα τη ζωή όλων των άλλων, για να μη σκοτώσω τέσσερις φαντάρους. Ευτυχώς όλα πήγαν καλά αλλιώς θα την πλήρωνα εγώ που σκέφτηκα συναισθηματικά. Δεν ξέρω γιατί, όταν το σκεφτόμουνα, αμέσως αντιδρούσα. Δεν μου πήγαινε να το κάνω αυτό. Για πρώτη φορά σκεφτόμουνα έτσι.
Ο ένας φαντάρος έλλειπε. Είχα δει μια φοβερή κι ανατριχιαστική σκηνή. Κάτω από μας, περίπου διακόσια μέτρα και παράλληλα με μας, βάδιζε στη μέση της σάρας ο φαντάρος. Καθώς βαδίζαμε εμείς, κόπηκε ένα λιθάρι ίσαμε ένα γυλιό γεμάτο και κατρακύλησε. Πήγαινε πηδώντας με φόρα σβουρίζοντας.
Του φωνάξαμε να φυλαχτεί. Δεν τα κατάφερε και το λιθάρι τον χτύπησε, έτσι μας φάνηκε, στο κεφάλι και μετά ο φαντάρος και το λιθάρι κατρακύλισαν μαζί προς τα κάτω μέχρι τον πάτο της σάρας. Τον χάσαμε από τα μάτια μας. Ακούγαμε μόνο τη βουή. Εγώ νόμισα ότι είδα το κεφάλι του να σκορπίζει στον αέρα σα σπασμένη γυάλα με νερό. Καμιά φορά δεν βλέπεις αυτά που γίνονται αλλά βλέπεις αυτά που φαντάζεσαι. Πάντως πίστευα ότι είδα το κεφάλι του να σκορπίζει στον αέρα, μέχρι τη μέρα που βρήκα το φαντάρο στο χωριό του. Ήταν τραυματίας στο σαγόνι, τότε που τον πιάσαμε στα Καλάβρυτα. Ήρθε λοιπόν και με χαιρέτησε. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Πίστεψα ότι είναι αυτός όταν μου διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια ότι έγινε. Η πέτρα δεν τον χτύπησε στο κεφάλι αλλά στον ώμο. Τον πέταξε κάτω, έχασε τις αισθήσεις του, έμεινε εκεί στον πάτο της χαράδρας μέχρι τα μεσάνυχτα, συνήλθε και σιγά - σιγά, κούτσα - κούτσα έφθασε στο χωριό του. Εγώ φαίνεται είδα το καπέλο του να ανεμίζει στον αέρα καθώς πετάχτηκε από το κεφάλι του με το χτύπημα και τα χιόνια που τινάχτηκαν από το λιθάρι.
Τώρα είχαν μείνει τρεις φαντάροι. Είχαμε όλοι μαζευτεί και είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Πάνω στην κορυφή, στο ζάρι είδαμε τέσσερις φυγούρες. Νομίσαμε ότι ήταν ο Ζαχαρίας Αθανασόπουλος που ήταν επίτροπος της διμοιρίας μαζί με τους άλλους. Βάλαμε τις φωνές για να κατεβεί κάτω εκεί στη λάκκα που είμαστε εμείς. Φωνάξαμε επίμονα πέντε - έξη φορές. Νομίσαμε ότι δεν μας άκουγε και επιμέναμε. Αντί να πάρουμε απάντηση δεχτήκαμε ριπές απανωτές. Δεν ήταν δικοί μας. Ήταν φαντάροι που εκείνη τη στιγμή βγήκαν επάνω στην κορυφή. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα τολμούσαν κάτι τέτοιο. Το τόλμησαν όμως γιατί κατάλαβαν ποιοι είμαστε.
Πιάσαμε έναν όχτο. Δεν πάθαμε τίποτα. Οι φαντάροι πήραν τρέχοντας την πλαγιά για να μας κυνηγήσουν. Δάγκωσαν όμως τα πόδια τους. Στήσαμε το οπλοπολυβόλο και με όλα τα όπλα τους χορέψαμε για καλά. Κάποιος άρχισε να σκούζει και να κλαίει. Τον παράτησαν εκεί και χάθηκαν. Και μεις ορμήσαμε γλιστρώντας πάνω στο χιόνι, σαν να γλιστρούσαμε με έλκηθρο, μέσα στη χούνη προς τα κάτω, για να φύγουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα από εκεί.
Σε λίγο δεν ακούγαμε πια τις φωνές του φαντάρου. Πήραμε στροφή κι όλο αυξάναμε τη ταχύτητα στηρίζοντας τα χέρια μας πάνω στο παγωμένο χιόνι. Τρέχαμε σαν βολίδες προς το θάνατο. Σε απόσταση χιλίων μέτρων θα κάναμε το πήδημα του θανάτου και θα φτάναμε κάτω εκεί, στα μαντριά στους πρόποδες του βουνού. Και δεν θα γλίτωνε κανείς γιατί δεν ήταν δυνατό να ειδοποιήσει ο ένας που θα πηδούσε, τον άλλον που έρχονταν κοντά. Η χούνη όλο και κατηφόριζε μέχρι που έφθανε στο χείλος του βράχου κι από εκεί ανοίγονταν η άβυσσος, το χάος. Σωθήκαμε όμως, τριακόσια μέτρα από το χείλος του γκρεμού, από έναν καπαπίτη που δούλευε στο κέντρο πληροφοριών, τον μπάρμπα Άγγελο Γαλάνη, από το χωριό Βασσαρά της Λακωνίας, που ήξερε το μέρος.
Αυτός ήταν τελευταίος, όταν όμως είδε το δρόμο που πήραμε έβαλε τις φωνές: «Σταματήστε!! είναι βράχος. Χαθήκατε!». Φρενάραμε με τα τακούνια. Στην αρχή δεν καταλάβαμε τι έλεγε. Άρχισα τις βλαστήμιες. Ήρθε κοντά. Μου είπε για που πηγαίναμε. Πάγωσα όλος από την τρομάρα μου!. Τον ρώτησα πως θα βγούμε από κει. Δεν είναι δύσκολο, μου απάντησε. Να εδώ θα κόψουμε δεξιά. Σε διακόσια μέτρα πιάνουμε το δάσος. Έτσι και έγινε. Σιγά - σιγά να μην γλιστρήσουμε φτάσαμε στο δάσος. Εκεί μάθαμε όλες τις λεπτομέρειες. Μείναμε άφωνοι. Λίγο ακόμη και θα κάναμε το πήδημα του θανάτου στο κενό της χαράδρας. Κι όμως πριν από λίγο είχαμε ξεφύγει το σίγουρο θάνατο στην απόκρημνη πλαγιά του Χελμού, από το χωριουδάκι Μάζι προς την κορυφή.
Παλέψαμε όλη μέρα μ’ όλα εναντίον μας. Ξεφύγαμε αναπάντεχα με λίγες σχετικά απώλειες. Και μέσα στον ενθουσιασμό και την ανακούφιση, που δυνάμωνε από το γεγονός που πατινάρουμε πάνω στο παγωμένο χιόνι, χωρίς να το ξέρουμε, ούτε καν να το φανταζόμαστε, είμαστε ταξιδιώτες πάνω στο έλκηθρο του θανάτου. Ανεβήκαμε έρποντας σαν τις χελώνες, όλη τη μέρα από τον πάτο στην κορυφή και τώρα με μιας, σαν αυτόχειρες, θα πηδούσαμε στο χάος για να υποστούμε έναν από τους πιο φριχτούς θανάτους. Θα έμοιαζε σαν φριχτή τιμωρία για μας που τολμήσαμε να σηκώσουμε το κεφάλι και να κοιτάξουμε ψηλά προς τις κορυφές, που τολμήσαμε να πάμε κόντρα με την κληρονομιά μας. Τέτοιες αντιθέσεις, τέτοιες εναλλαγές ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, στη χαρά και τη λύπη, στον ενθουσιασμό και την απογοήτευση, δεν τις ζει κανείς εύκολα. Μόνο η ζωή του αντάρτικου κρύβει τέτοιες δοκιμασίες, τέτοιες αντιθέσεις. Γι’ αυτό είναι συμπυκνωμένη η τέτοια ζωή, ζεις διπλά και τρίδιπλα γιατί τι άλλο είναι η ζωή εκτός από αντιθέσεις; Με συνεπήρε η αφήγηση και τούτο γιατί αν και από τότε έχουν περάσει τριάντα ένα χρόνια, ακόμη όταν θυμάμαι το περιστατικό νοιώθω να σφίγγεται το στήθος μου σαν να γλυστρώ ακάθεκτος τώρα προς το κενό μετά το βράχο.
Έπρεπε να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Μετά από μια ολονύχτια πορεία και με περιπέτεια όλη τη μέρα βρεθήκαμε σχεδόν στο ίδιο μέρος που είχαμε ξεκινήσει. Κι ενώ έτσι είχαν τα πράγματα ο διμοιρίτης, ο Αντρέας Αλεξόπουλος από το χωριό Δασοχώρι της Μεσσηνίας, που ήταν τραυματισμένος στον ώμο, άρχισε να λιποθυμάει από την αιμορραγία. Ο γιατρός μας, έκανε τώρα μια προσπάθεια με την ησυχία του να το δέσει καλά, για να σταματήσει η αιμορραγία. Ευτυχώς, όπως αποδείχτηκε, τα κατάφερε. Αποφάσισα να περάσουμε μέσα από τη διάταξη του εχθρού και να τραβήξουμε προς τη Γορτυνία. Το πράγμα δεν έπαιρνε αναβολή. Θα περνούσαμε κι ότι ήθελε ας γίνει. Φοβόμουνα ότι το πρωί, τώρα που μας εντόπισαν, θα χτένιζαν όλο τον τόπο. Αντί λοιπόν να με φέρνουν γύρω - γύρω σαν ποντικό στη φάκα, καλύτερα να φωτίσουμε πέρα στο Στρεζοβινό και αν εκεί το πρωί βρεθούμε μπροστά τους, τότε θα βλέπαμε προς τα που θα τραβούσαμε. Ήταν ανοιχτός ο τόπος. Δεν μπορεί να έχουν πιάσει όλες τις κορφές και σε τόσο βάθος.
Μίλησα σ’ όλους. Τους είπα τώρα πια τη τραγική πραγματικότητα. Άλλωστε και οι ίδιοι την είχαν συνειδητοποιήσει. Τους είπα ότι είμαστε σακατεμένοι, άυπνοι, νηστικοί, τσακισμένοι. Τα τραύματά μας βρωμούν, φάρμακα πια δεν υπάρχουν και δεν υπάρχει ελπίδα να βρούμε. Ακόμη δεν υπάρχει ελπίδα να βρούμε ψωμί κι έχουμε τρεις μέρες να φάμε. Το μόνο που έχουμε μπόλικο είναι το νερό.
Μόνο μ’ αυτό δεν μπορούμε να ζήσουμε. Κοντά σ’ αυτά είμαστε και παγιδευμένοι. Αύριο θα κλείσει η πόρτα της φάκας. Μια λύση υπάρχει. Να ξεκινήσουμε για να βγούμε από αυτή την φάκα πριν είναι αργά. Συμφώνησαν όλοι. Ο διμοιρίτης ήταν αδύνατο να ακολουθήσει. Φώναξα το γιατρό και του είπα: «Τάκη θα μείνεις με τον τραυματία. Θα κρυφτήτε κάπου. Αν χρειαστεί θα σκεπάσεις τον τραυματία με κλαδιά και συ θα ανέβεις πάνω σε κανένα έλατο ή ,θα κινείσαι συνεχώς. Να περάσετε την αυριανή. Μετά περπατώντας τη νύχτα και λουφάζοντας να έρθετε προς τη Γορτυνία».
Ο Τάκης δεν δίστασε καθόλου. Αποφάσισε να πεθάνει με τον τραυματία. Ζήτησε όμως να μείνει ακόμη ένας για να τον βοηθάει. Είχε δίκιο. Φώναξα ένα ντόπιο αντάρτη. Του είπα να μείνει μαζί τους. Δίστασε αλλά τελικά δέχτηκε. Είχαμε όλα κι όλα δύο κουτιά γάλατα εβαπορέ. Τους τα αφήσαμε για να περάσουν αυτοί μια - δύο μέρες. Ο μπάρμπα Άγγελος Γαλάνης είχε και τρεις καραμέλες, τις έδοσε και αυτές. Ζήτησαν και κανένα τσιγάρο. Δεν τους άφησα να τους δόσουν. Το τσιγάρο ήταν προδότης. Μέσα στο δάσος μυρίζει χιλιόμετρα κι αυτοί έπρεπε να κάνουν λούφα, για να τη βγάλουν.
Μέσα σ’ αυτές τις στιγμές της συγκίνησης κάποιος παρουσίασε κι έναν επίδεσμο που τον φύλαγε σα θησαυρό για τον εαυτό του. Τον έδωσε με μεγάλη συγκίνηση. Φιληθήκαμε και είμαστε πια έτοιμοι. Τα τελευταία μου λόγια ήταν: «Δεν θα μιλάει κανείς, δεν θα βήξει, δεν θα σταματήσουμε πουθενά, δεν θα ανάψει τσιγάρο κανένας, πριν φωτίσει κι αν τα τραύματα λυθούν κανένας δεν θα σταματήσει να τα δέσει. Έχουμε μπροστά μας επτά ώρες νύχτα. Πρέπει το πρωί να μας βρει πέρα από το χωριό Φίλια προς το Στρεζοβινό. Αν πέσουμε σ’ ενέδρα θα την ανατρέψουμε. Αν μας χτυπήσουν από μακρυά δεν θα απαντήσουμε».
Ξεκινήσαμε αποφασισμένοι να περάσουμε. Είχαμε δύο ντόπιους αντάρτες καλούς οδηγούς. Ο ένας πήγαινε μπροστά πολύ, σαν καλός ανιχνευτής μύριζε τον τόπο και τον αέρα, ο άλλος ήταν οδηγός της φάλαγγας. Μετά απ’ αυτούς πήγαινα εγώ. Από κοντά η μια ομάδα, στη μέση οι τραυματίες και στο τέλος η άλλη ομάδα. Βαδίζαμε συνεχώς. Σχεδόν πηγαίναμε τροχάδην.
Όλοι είχαν επιστρατεύσει όλες τους τις δυνάμεις. Ο κίνδυνος κυριαρχούσε και του πόνου και της κούρασης. Βέβαια δεν μπορούσε η φάλαγγα να αποδόσει κι ας φαίνονταν ότι έτρεχε. Όμως βαδίζαμε, βαδίζαμε αθόρυβα σαν φαντάσματα. Μετά από δύο ώρες πλησιάζαμε στην επικίνδυνη ζώνη. Μπήκαμε στο δρόμο. Αυτό ήταν επικίνδυνο. Βαδίζαμε και από στιγμή σε στιγμή περίμενα να ανάψει το ντουφεκίδι. Ο ανιχνευτής όμως προχωρούσε κάπου εκατό - εκατόν πενήντα μέτρα μπροστά και αυτό μου έδινε ελπίδα ότι, θα καταφέρουμε ν’ αποφύγουμε την ενέδρα. Πότε βγαίναμε από το δρόμο, πότε κόβαμε μέσα στα χωράφια, πότε παίρναμε την πλαγιά.
Φθάσαμε κάποτε στο ποτάμι. Εκεί ήταν δύσκολο μέρος. Δεν ήταν ποτάμι μεγάλο, ήταν ξεριάς λίγο νερό. Σταματήσαμε. Πήδησε ο ανιχνευτής από πέτρα σε πέτρα. Πέρασε πέρα. Μετά πέρασε και ο άλλος. Έψαξαν τον τόπο. Πέταξαν ένα χαλίκι. Περάσαμε και μεις. Οι πιο πολλοί πέρασαν μέσα στο νερό. Βράχηκαν. Αυτό ήταν άσχημο. Σε λίγο θα πάγωναν. Περάσαμε τα πιο ύποπτα μέρη. Πηγαίναμε καλά. Τις πρωινές ώρες φθάσαμε στα υψώματα του χωριού Φίλια. Ήταν η τελευταία δαντέλλα από υψώματα. Πάνω στις κορυφές φάνηκαν φωτιές. Οι φαντάροι κρύωναν τις πρωινές ώρες και άναψαν φαίνεται φωτιές. Να λοιπόν τα σύνορα. Έτσι κρίναμε όλοι. Γρήγορα είπα να περάσουμε πίσω. Γρήγορα - γρήγορα, όσο μπορείτε πιο γρήγορα. Τις πρωινές ώρες φεύγει η νύστα, ζωηρεύει ο οργανισμός. Γρήγορα - γρήγορα. Να το τελευταίο υψωματάκι, πριν ανοιχτούμε στον κάμπο του Φίλια.
Τώρα πια ότι και να γίνονταν θα περνούσαμε. Το τουμπάκι θα το καβαλάγαμε. Δεν μπορούσαμε να ανοιχτούμε στον κάμπο χωρίς να το πιάσουμε. Πέρασαν και οι δύο ομάδες μπροστά. Ανέβαιναν από αριστερά και δεξιά. Οι άλλοι πιάσαμε θέσεις φάτσα. Εμείς θα τους χτυπούσαμε με ότι όπλα είχαμε. Θα τραβούσαμε τα πυρά τους πάνω μας. Οι ομάδες θα τους καβάλαγαν από δεξιά - αριστερά και πίσω. Σιγή, νέκρα για ένα τέταρτο. Μετά ακούστηκε το σφύριγμα της κουκουβάγιας, τρεις φορές. Οι δικοί μας είχαν φθάσει στην κορυφή.
Έπαιρνε να γλυκοχαράζει. Ο ουρανός ήταν καθαρός σαν κρύσταλλο. Γρήγορα - γρήγορα, κάνετε γρήγορα να περάσουμε τον κάμπο και να απομακρυνθούμε από τα υψώματα που κρατούσε ο στρατός. Καλού - κακού άφησα μια ομάδα στο υψωματάκι. Αν κινιόνταν ο στρατός, μόλις θα μας δει, να τον χτυπήσει, με σκοπό να τον καθυστερήσει. Να τον χτυπήσει από μακρυά, όσο μπορεί πιο μακρυά για να τους υποχρεώσει να προχωρούν με προφυλάξεις για να αργούν, να μην έρθουν τρέχοντας και μας προλάβουν. Τέλος φωτίσαμε μέσα στον κάμπο. Είμασταν όλοι χαρούμενοι.
Οι αντάρτες είχαν κέφι. Το κέφι τους ήταν σαν κέφι μεθυσμένου ή καλύτερα το κέφι του τρελού, ο οποίος τίποτα δεν έχει κι όμως είναι ευτυχισμένος, γιατί έχουν μουδιάσει και απονεκρωθεί οι αισθήσεις του, τα αισθήματά του και το μυαλό του. Έτσι και οι αντάρτες, ξεματωμένοι, πεινασμένοι, σακατεμένοι, κατάκοποι και άυπνοι με βρωμισμένες τις πληγές, γελούσαν και καλαμπούριζαν. Αυτός ήταν εκείνος ο κόσμος που χάθηκε τελικά, γιατί αγάπησε τη ζωή τόσο δυνατά και πάλεψε για να την καταχτήσει. Να γιατί δεν ήταν δυνατό να νικηθεί όπως και δεν νικήθηκε, αλλά χάθηκε γιατί δεν είχε μυαλωμένη ηγεσία.
Τα ίδια αισθήματα ένοιωθα και γω αλλά συγκρατημένα γιατί ήξερα ότι για να σιγουρευτώ πρέπει να περάσω το Στρεζοβινό ποτάμι, ένα παρακλάδι του Λάδωνα και να πιάσω τη πλαγιά, να πάρω πληροφορίες για τη Στρέζοβα.
Είχε πάρει μέρα για καλά, που φθάσαμε σε κάτι στάνες. Σταματήσαμε να πάρουμε τέλος μια ανάσα. Κοίταξα γύρω, ήταν ησυχία. Πέρα μακρυά φαίνονταν οι καπνοί από τις φωτιές που είχαν ανάψει οι στρατιώτες. Στο βάθος κρέμονταν στο χάος σαν άσπρο περιστέρι ο Χελμός, που τόσες πίκρες μας πότισε. Μου φάνηκε ότι ο Χελμός ανέβηκε ψηλά στον ουρανό σαν να ήθελε να έρθει κοντά μας, ψηλοκρεμαστά για να μας δώσει πίσω τους συντρόφους μας, το Λαύρα και τους άλλους που κείτονταν ακόμη ασάλευτοι πάνω στα βράχια του. Μπορεί και να θύμωσε γιατί δεν πηδήξαμε στο βάραθρο και δεν μείναμε για πάντα δικοί του. Εγώ όμως αναστέναξα βαθιά από ανακούφιση γιατί ξεφύγαμε από κεί και μετά ξαναναστέναξα για τους δικούς μας που έμειναν εκεί.
Μπήκα στο ξώσπιτο. Είπα στους τσοπάνηδες να μας δώσουν γάλα κι ότι ψωμί έχουν. Είχαμε ξελιγωθεί από την πείνα. Πραγματικά σε λίγο άρχισαν ένας - ένας οι αντάρτες να ρουφούν γάλα με την ψυχή τους. Βγήκα έξω. Είδα ότι ήταν ησυχία και σκέφτηκα να στείλω την ομάδα να περάσει το ποτάμι να πιάσει το ύψωμα και μεις να μείνουμε εκεί να ζεστάνουμε νερό, να πλύνουμε τα τραύματα, να βρούμε ζώα για τους πολύ κουρασμένους τραυματίες και να περάσουμε και μεις. Καταλάβαινα ότι τώρα που πέρασε ο κίνδυνος, οι αντάρτες θα κατέρρεαν και θα ήταν αδύνατο ν’ ανέβουν στη Στρέζοβα.
Έτσι έστειλα την ομάδα και γύρισα στο εξωκάλυβο. Είπα στην γυναίκα του τσοπάνη να βράσει νερό. Έστειλα και δύο αντάρτες στο δρόμο να πάρουν τα ζώα που έρχονταν από το χωριό. Μετά ξάπλωσα πάνω σε κάτι ξερά κλαδιά να ξεκουραστώ. Ήρθε και η ομάδα με το μυδράλιο που είχα αφήσει πίσω.
Μετά από ένα τέταρτο άκουσα κάποιον χωρικό να φωνάζει:. «Που είναι ο καπετάνιος, τον θέλω τώρα». Ανασηκώθηκα θυμωμένος γιατί νόμιζα ότι θα μου έκανε παράπονα, γιατί του πήραν το ζώο του. Του φώναξα τι θέλει. Αυτός μου έβαλε τις φωνές: «Τρελός είσαι και κάθεσαι εδώ! Για κοίτα εκεί κάτω!» Κοιτάζω λίγο δεξιά πέρα στον κάμπο, έρχονταν ένας λόχος περίπου τρέχοντος. Κατάλαβα ότι δεν ήταν δικοί μας. Ήταν στρατός. Μας είδαν φαίνεται ή πήραν πληροφορίες. Φώναξα το μυδράλιο. Του υπέδειξα να πιάσει αριστερά το ύψωμα και να τους χτυπήσει. Οι άλλοι να ανεβούν στα ζώα και άλλοι με τα πόδια, να περάσουμε το ποτάμι. Τα πάντα άλλαξαν μέσα σε δευτερόλεπτα.
Το μυδράλιο τους σταμάτησε. Απάντησαν με κάτι ψιλές, αλλά σταμάτησαν. Ίσως είχαν πληροφορίες ότι πρόκειται για τραυματίες και τώρα που άκουσαν μυδράλιο να νόμισαν ότι πρόκειται για ισχυρή δύναμη ανταρτών. Το μέρος μας ήταν δυνατότερο και θέριζε το κάμπο. Όμως στο μυδράλιο είχαμε μόνο 150 φυσίγγια. Εμείς περάσαμε το ποτάμι κι ανεβήκαμε τη πλαγιά. Στη κορυφή βρήκαμε την ομάδα μας. Πίσω προς τη Στρέζοβα ήταν ησυχία, όπως τους είπαν οι χωρικοί. Έτσι τέλειωσε κι αυτή η περιπέτεια.
Μετά από μια ώρα μπήκαμε στο Κεφαλοχώρι της Στρέζοβας. Οι πολίτες ξεπρόβαλλαν από τα σπίτια, μας κοίταξαν και ξανάμπαιναν στα σπίτια τους, φαρμακωμένοι. Ήταν όλο σχεδόν το χωριό αντιδραστικοί. Χάλασε το κέφι τους. Πίστευαν ότι μετά την μάχη των Καλαβρύτων μας έπιασαν όλους. Αυτό είχε διαδοθεί από την επίσημη προπαγάνδα κι αυτά έλεγαν στα χωριά που περνούσαν οι κουραμπιέδες αξιωματικοί του στρατού της γερμανοφρειδερίκης και του στρατηγού της ρεκλάμας Βαν Φλητ. Πολλές φορές μας είχαν εξοντώσει στα χαρτιά. Είναι μαστόροι στο ψέμα. Οι Στρεζοβινοί τα έχαφταν, γιατί τους άρεσαν, κάθε φορά τα τέτοια, κρυφοί τους πόθοι. Τώρα δάγκωναν τα δάχτυλά τους. Σκέφτονταν, αφού ξέφυγαν οι τραυματίες άρα δεν πιάστηκε κανένας. Οι γυναικούλες του χωριού έκαναν το σταυρό τους. Αυτές για όλους χαίρονταν και όλους τους λυπούνταν.
Φθάσαμε στην πλατεία του χωριού. Μαζεύτηκαν οι χωρικοί και μας κοίταζαν. Είχαν ακούσει τις ριπές το πρωί. Απορρούσαν με όσα έβλεπαν. Είμασταν άλλοι κουτσοί, κουλοί, κεφαλοδεμένοι, άξουροι, τα ρούχα μας γεμάτα ξερά αίματα, αλλά το ηθικό μας ακμαίο. Οι αντάρτες τραγουδούσαν κι αν δεν είμαστε σακαταμένοι θα χορεύαμε. Οι Στρεζοβινοί με γνώριζαν από παλιά. Έμαθαν και από μας τα νέα. Ειδοποίησα τον πρόεδρο να ετοιμάσουν φαγητό για σαράντα άτομα. Τους είπα να σφάξουν αρνιά και να τα ετοιμάσουν. Ακόμα τώρα το πρωί, να φέρουν κολατσιό και κρασί. Ανέβασα το μυδράλιο στο καμπαναριό και το άλλο το έστειλα στο νεκροταφείο. Ειδοποίησα την οργάνωσή μας στη Ξεροκαρύταινα να ειδοποιήσει στο χωριό Βάχλια το νοσοκομείο μας, να μας στείλουν έναν νοσοκόμο ή γιατρό αν ήταν εκεί. Να έρθουν στη Ξεροκαρύταινα και να μας περιμένουν.
Όλα αυτά τα τακτοποιούσε ο Παναγιώτης Κλαδούχος ένας από τους λίγους Στρεζοβινούς που ήταν δικός μας. Όλη η οικογένειά του θυσιάστηκε. Ο ένας αδερφός του ήταν στη Μακρόνησο. Ήταν αξιωματικός της σχολής του ΕΛΑΣ. Ακόμη κι άλλος ένας χάθηκε στο Δ.Σ., ο Θεοδωράκης. Ήταν σκοπευτής στο λόχο μου. Γλύτωσε ο Θανάσης που ήταν κι αυτός ομαδάρχης της σχολής. Ήταν στο λόχο μου, για κάμποσο καιρό. Ο Παναγιώτης δικάστηκε σε θάνατο και στη φυλακή αρρώστησε από μία ανίατη δερματική αρρώστια. Υποφέρει ακόμη. Και η γριά μάνα του έβγαλε τρία χρόνια φυλακή. Την είχαν δικάσει για πληροφοριοδότη. Το σπίτι του το έκαψαν και δεν μπόρεσε να πάρει ούτε ένα πηρούνι από μέσα. Σήμερα παρ’ όλα αυτά, κρατάνε καλά και μένουν πιστοί στο δίκιο τους. Μετά ο Κλαδούχος με κατατόπισε για όλη την κατάσταση που υπάρχει γύρω στη Γορτυνία. Είχαμε ησυχία. Μου είπε ακόμη ότι είχε διαδοθεί ότι σκοτώθηκα, αλλά μετά ότι μ’ έχουν κλεισμένο στο Χελμό με όλους τους τραυματίες και από μέρα σε μέρα περίμεναν να με πάνε στα Μαζέικα αιχμάλωτο κι άλλα τέτοια είχαν διαδοθεί για όλους τους γνωστούς.
Πήγαμε μετά στο μπάρμπα Κώστα Μπισιούτη. Μας υποδέχτηκε με χαρά και με φίλησε σταυρωτά. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Με είχε για σκοτωμένο. Τσιμπήσαμε κάτι και κουτσοπίναμε, μέχρι που ήρθε μεσημέρι. Έγινε το φαγητό, φάγαμε και μετά ανεβήκαμε στα ζώα για να πάμε στην Ξεροκαρύταινα. Μου έτυχε ένα μουλάρι που χτυπούσε τη δεκάρα στον αέρα. Κόντεψε να με τσακίσει. Μου καταμάτωσε το πόδι. Τρόμαξα να κατέβω. Ήρθα σε θέση να του τραβήξω μια ριπή στο κεφάλι. Ο χωρικός έβαλε τις φωνές. Τελικά κατέβηκα. Μετά από μια ώρα φθάσαμε στη Ξεροκαρύταινα. Εκεί μας περίμεναν. Είχαν έρθει από το χωριό Βάχλια ο νοσοκόμος Γιώργης Τσουμπρακάκης από την Λακωνία και μια νοσοκόμα με δύο σακίδια φάρμακα και υλικό.
Ο Γιώργης ήταν λεβέντης στη δουλειά του. Έκανε το σταυρό του νάχει τραυματίες. Ταχτοποιηθήκαμε όλοι σε σπίτια. Μας γονάτισε κάτω και μας άλλαξε τα φώτα. Μας καθάρισε για καλά. Μετά όμως ήρθε και μου είπε ότι ανησυχούσε για δύο -τρεις. Τα τραύματά τους ήταν άσχημα. Ειδοποιήσαμε τα Τρόπαια και τα γύρω χωριά να βρουν το γιατρό Ζώταλη, νάρθει αμέσως. Έπρεπε να μπει νυστέρι να καθαρίσουν τα σάπια. Ευτυχώς τις επόμενες μέρες όλα πήγαν καλά. Ο Ζώταλης αν και φοιτητής, έκανε θαύματα. Ήταν ένα καλό παιδί, τον δολοφόνησαν στον Πάρνωνα το 1949 όταν τον έπιασαν αιχμάλωτο μαζί με τραυματίες. Αυτά τα εγκλήματα πρέπει να μαθευτούν για να ξέρουν όλοι, ποιοι είναι οι πατριώτες και ποιοι οι πατριδοκάπηλοι, ποιοι είναι αυτοί που βρωμίζουν το όνομα του Έλληνα και γενικά του ανθρώπου και ποιοι τόχουν ανεβάσει στα ύψη.
Καθίσαμε όλη τη μέρα και τη νύχτα στην Ξεροκαρύταινα. Την άλλη μέρα θα φεύγαμε για το χωριό Βάχλια που είχε στηθεί ένα πρόχειρο νοσοκομείο, για να υποδεχτεί τους τραυματίες από την μάχη στα Καλάβρυτα. Δεν ήταν δυνατό να συνεχίσουμε τη ίδια μέρα την πορεία μας από Ξεροκαρύταινα - Βάχλια γιατί τα μάτια μας κλείνανε από τη νύστα και το κορμί μας ήταν μουδιασμένο από τη κούραση. Έπρεπε να κοιμηθούμε έστω και μια ώρα, αλλιώτικα υπήρχε κίνδυνος να γκρεμιστούμε από τα μουλάρια που θα μας μετέφεραν.
Δημοσίευση σχολίου