Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 42

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 42

{[['']]}
 
Ο Γιώργης Ατζακλής και τα παλικάρια του, μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. «... Εδώ αναγνώστη, πάρε και συ μια ανάσα, μπροστά σε τέτοιο σκοτωμό. Δεν ξέρω, δεν έχω λέξεις για να γράψω. Δεν μπορώ, δεν έχω λόγια αντάξια, για να πω. Μόνο κουκίδες βάζω, θα βάλω δέκα, εκατό, χίλιες και τρεις χιλιάδες. Κάθε κουκίδα και νεκρός, κάθε νεκρός και παλληκάρι. Είναι χιλιάδες οι νεκροί, χιλιάδες οι σφαγμένοι. Αν έχεις λέξεις συνέχισε εσύ. Μα κι αν δεν έχεις μνημόνεψε μόνο ονόματα. Ονόματα φονεμένων. Μνημόνεψε χαροκαμένες μάνες, γυναίκες, παιδιά και αδερφές. Μνημόνεψε τόπους μαρτυρίων. Έτσι θα γίνει τούτο το μνημόσυνο για τους θαμένους κι άταφους νεκρούς. Χωρίς παπά και ψάλτη. Χωρίς κεριά και θυμιατό. ΘΥΜΙΑΜΑ ΘΑΝΑΙ Η ΘΥΜΗΣΗ, ΚΕΡΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΔΑΚΡΥ...»

Μεταγωγή από Μεγαλόπολη στο στρατόπεδο της Τρίπολης

Ηρθε ο καιρός να με διώξουν από τη Μεγαλόπολη και να με στείλουν στην Τρίπολη για να περάσω στρατοδικείο. Έφευγα με μια ικανοποίηση ότι τα κατάφερα καλά. Επί τέλους κάτι κέρδισα κι εγώ. Νικημένος, μοναχός, κέρδισα μια νίκη. Μπροστά στη συμφορά αυτή η νίκη ήταν κάτι εντελώς ασήμαντο. Για μένα όμως και γι’ αυτούς που γλύτωσαν ήταν πολύ σημαντικό. Τώρα φαίνονται τ’ αποτελέσματα. Τώρα μαθαίνουν όλοι ότι το να βοηθάς και να συνεργάζεσαι με το ΚΚΕ είναι τιμή αλλά και σιγουριά. Τώρα όλοι αυτοί βγαίνουν ένας - ένας και επιδεικνύουν την προσφορά τους και επικαλούνται τη μαρτυρία μου. Τώρα οι απόγονοί τους, τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, έρχονται και ρωτούν να μάθουν τι πρόσφεραν οι γονείς τους κι έμεινε μέχρι τώρα άγνωστο. Και ρωτούν εμένα.

Ψάχνουν να με βρουν με κάθε τρόπο για να πάρουν από πρώτο χέρι την πληροφορία και επιβεβαίωση. Άλλοι ρωτούν για να αποκαταστήσουν τους δικούς τους που συκοφαντήθηκαν. Αυτό μου δίνει βαθειά ικανοποίηση και γιατί αποκαθίστανται όλοι όσοι πρόσφεραν, αλλά και το κυριότερο για μένα, γιατί τώρα φαίνεται ότι εγώ κράτησα το μυστικό ανέπαφο και συνεπώς καλή ταχτική ακολούθησα. Αυτή είναι η τελευταία βαθειά ικανοποίηση για την ψυχική αγωνία εκείνης της περιόδου.

Όταν ετοιμάστηκα για να φύγω, πριν μου φορέσουν τις χειροπέδες, με κάλεσε ο διοικητής της υποδιοίκησης στο γραφείο του. Όταν μπήκα μέσα μου είπε: «Γνωρίζεις έναν Αθανάσιο Λαμπρακόπουλο αντισυνταγματάρχη της χωροφυλακής;» «Ναι» του απάντησα, «είναι θείος μου» Και συνέχισε: «Να ξέρεις ότι χάρη σ’ αυτόν δε σε παρέδωσα στους πατριώτες σου. Αν δεν ήταν αυτός, με τον οποίο είμαστε πολύ φίλοι και του έδωσα το λόγο τις τιμής μου ότι θα σε στείλω να δικαστείς όταν τον συνάντησα στο χωριό Ίσσαρι, την ημέρα που παραδόθηκες γιατί σου τσακίσαμε το πόδι, το μικρότερο κομμάτι σου θα ήταν ίσα με το αυτί σου. Θυμάσαι την επίθεση που έκαναν οι μάϋδες στο κρατητήριο στου Ίσσαρι; Εγώ όμως αφού είχα δώσει το λόγο της τιμής μου στον κ. Λαμπρακόπουλο έπρεπε να τον κρατήσω. Είμαι αξιωματικός και δε δέχομαι προσβολές».

Κι άλλα πολλά τέτοια έλεγε, περί ενδόξων και ηρωικών παραδόσεων, περί κράτους και νόμων. Έφθασε, από τη φόρα που είχε, να μου πει και για πράγματα που ήταν για γέλια. Μου είπε μια στιγμή: «Θέλετε να καταργήσετε την εκμετάλλευση. Καλά κάνετε. Και εγώ το θέλω. Και το κράτος το θέλει. Δεν ήταν όμως ανάγκη να σηκώσετε τα όπλα. Εάν κάποιος σ’ εκμεταλλεύεται, σου πουλήσει ένα πράγμα πάνω από την τιμή, νάρθεις να μου το καταγγείλλεις να τον κλείσω μέσα, να του κάνω μήνυση». Τότε κατάλαβα ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μεσάνυχτα και κάτι. Βαθύ σκοτάδι κι έρεβος στη σκέψη του.

Με πονούσε το πόδι μου όπως στεκόμουνα ορθός και έλεγα μέσα μου, άντε να τελειώσεις να φύγω από εδώ. Αυτός όμως συνέχιζε τα περί ενδόξων και Έθνους και Εθνικοφροσύνης και ενδόξων προγόνων και Βασιλέων κ.λπ. Τέλος με ρώτησε: «Σου φερθήκαμε καλά; Έχεις κανένα παράπονο; μήπως σ’ έδειρε κανείς; μήπως σε βασάνισε; Θέλω να μου πεις την αλήθεια». «Καλά μου φερθήκατε» του απάντησα». Δεν έχω κανένα παράπονο» και αυτός κλείνοντας το λόγο του είπε: «Αυτά να τα πεις στον μπάρμπα σου τον κ. Λαμπρακόπουλο. Εγώ θα σε κρατούσα ακόμη εδώ αλλά αυτός μου ζήτησε να σε διώξω για την Τρίπολη. Καλή τύχη».

Κατεβαίνοντας σιγά - σιγά τις σκάλες, έλεγα μέσα μου: «δε φταις εσύ κι άλλοι σαν κι εσένα. Φταίνε οι ξένοι που μας γονάτησαν ακόμη μια φορά». Και τώρα μετράω με το νου μου ότι ήταν δυνατές οι πλάτες μας, αλλά όχι τόσο που να σηκώσουν το βάρος της αποστολής που, από την εξέλιξη των πραγμάτων, μας επιβλήθηκε. Να σηκώσουμε εμείς πρώτοι ντουφέκι στην Παξ -Αμερικάνα. Τότε η Παξ - Αμερικάνα φουρλάτιζε κι άφριζε και βρόνταγε το κομπολόι με τις ατομικές βόμβες και το μαντρόσκυλο της αποικιοκρατίας, ο αδιάντροπος πολιτικός, ο Τσώρτσιλ στο Φούλτον, έριξε το σύνθημα να εξαλειφθεί από το πρόσωπο της γης το κομμουνιστικό καθεστώς με τη χρήση της ατομικής βόμβας.

Τότε η Σοβιετική Ένωση, το στήριγμα της λευτεριάς όλων των σκλαβωμένων, αιμορραγούσε. Είκοσι εκατομμύρια νεκρούς είχε κι ανάμεσα σ' αυτούς επτά εκατομμύρια από τα οκτώ εκατομμύρια, μέλη και στελέχη του κόμματος. Όλα τα χωριά και οι πόλεις, όλα τα νοικοκυριά ακόμη και τα πιο μικρά γεφυράκια, ήταν κατεστραμένα σ ’ όλο το έδαφος που κατέλαβαν οι Γερμανοφασίστες. Έπρεπε να κερδηθεί χρόνος. Κάθε μέρα που περνούσε χωρίς πόλεμο ήταν μεγάλο κέρδος Έπρεπε ο σκλαβωμένοι λαοί να αναθαρρήσουν, έπρεπε να νοιώσουν ότι ο νταής δεν είναι τόσο δυνατός όσο λέει, ότι οι βόμβες του είναι ανίκανες να καταστρέψουν την αντίσταση ενός λαού.

Εμείς λοιπόν, με τα λιανοντούφεκα, λιγοστοί μα σκληροκέφαλοι, αφού μας ανάγκασαν, σηκώσαμε πρώτοι ντουφέκι. Τρία χρόνια χρειάστηκαν οι ζόρικοι καουμπόϋδες για να μας γονατίσουν. Αυτή η αντίσταση, τους πήρε τον αέρα. Κατάλαβαν ότι δεν θα μπορέσουν να περάσουν τόσο εύκολα και φρενάρισαν. Μετά από μας οι βορειοκορεάτες δέχτηκαν την επίθεση κι υποχρεώθηκαν να παλέψουν για ζωή και για θάνατο και μετά απ’ αυτούς οι Βιετναμέζοι, που τους ξεβράκωσαν και τους έκαναν περίγελο των λαών. Έστειλαν ξεβράκωτους τους νταήδες καουμπόϋδες στην πατρίδα τους κι ακόμη το θυμούνται και το φυσάνε μα δε κρυώνει. Έτσι πέρασε ο καιρός και ο γίγας, το σοσιαλιστικό στρατόπεδο έκλεισε τις πληγές του και πήρε την επάνω βόλτα. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Κάθε μέρα ανοίγει μια πληγή στο κορμί της τυραννίας. Κάθε μέρα ανοίγει και από μια και καμιά δεν κλείνει. Οι σκλαβωμένοι λαοί σαν τα μυρμήγκια κατατρώνε το απαίσιο τέρας. Οι λαοί είναι ατέλειωτοι. Το τέρας έχει τέλος.

Σ' αυτήν την προσπάθεια, που τώρα έχει πάρει τέτοια έκταση, ο λαός της Ελλάδας πήρε για κείνη την περίοδο την πρώτη θέση. Συντήρησε τη φωτιά της αντίστασης στο νεοαποικισμό μέχρι να δυναμώσει και τώρα βέβαια συνεχίζει, μα τότε ήτανε μπροστά - μπροστά στην πρώτη γραμμή. Τότε συντηρούσε τη φωτιά με το αίμα των καλύτερων παιδιών του. Αν δούμε τα γεγονότα εκείνης της εποχής σήμερα και τα μετρήσουμε με τα παγκόσμια μεγέθη κι όχι με τα τοπικά ή τα περιφερειακά, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε μόνον, για τυχοδιωκτισμούς που έφεραν την ήττα, αλλά και για αντικειμενικές δυσκολίες που απόκλεισαν την τοπική νίκη. Κι ακόμη ότι δεν υπήρξε μάταιος αγώνας, αλλά τεράστια προσφορά Τα λάθη τακτικής, τα λάθη στην οργάνωση και διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα, επέδρασαν αποφασιστικά εξ αιτίας του συσχετισμού των δυνάμεων σ’ εκείνη την εποχή. Γι ’ αυτό ακριβώς το λόγο και τα αποτελέσματα αυτών των λαθών ήταν φοβερά σ’ έκταση και βάθος.

Για μένα είναι φανερό τώρα ότι κι αν δε γίνονταν αυτά τα λάθη, δε θα είχαμε νικήσει και για να μην είμαι απόλυτος, ελάχιστες πιθανότητες υπήρχαν να πετύχουμε μια μερική νίκη δηλαδή να ανακόψουμε την εξόντωση του κινήματος που είχαν βάλει σαν σκοπό τους οι Αγγλοαμερικάνοι. Ακόμη νομίζω ότι δε θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την ένοπλη σύγκρουση εκτός κι αν σκύβαμε το κεφάλι για να μας το κόψουν, όπως το κάναμε από το 1945 μέχρι το 1946 σ' όλη την Ελλάδα Εάν δεν αντιστεκόμασταν μ’ όλα τα μέσα τότε, όχι μόνο θα μας εξόντωναν αλλά θα είχαμε υποστεί σαν κίνημα, σαν επαναστατικό κόμμα και την ατίμωση, τη διαπόμπευση, όπως το πάθαμε με την ΕΔΑ το 1967 που μας οδήγησαν σαν πρόβατα στη Γιάρο.

Όλοι λοιπόν αυτοί οι όψιμοι, που μιλάνε μόνον για τυχοδιωκτισμούς κι έχουν σηκώσει τη σημαία της λαθολογίας και του αναθεωρητισμού, βιαστήκανε να βγάλουν ιστορικά συμπεράσματα και γι ’ αυτό θα γελοιοποιηθούνε τελικά Δεν έπρεπε και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο εμφύλιος πόλεμος μας επιβλήθηκε από την κατοχή, τα Δεκεμβριανά και το μεταβαρκιζιανό όργιο. Το ΚΚΕ έκαμε ότι μπορούσε για να τον αποφύγει. Έκαμε σοβαρές υποχωρήσεις. Έφθασε μέχρι την άκρη στις υποχωρήσεις και μερικές φορές πέρασε στο όριο από το οποίο η υποχώρηση γίνεται υποταγή κι όμως δεν απέφυγε την ένοπλη σύγκρουση.

Κι' αυτό για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος είναι η γεωγραφική θέση της χώρας μας, που είναι στο σταυροδρόμι των Ηπείρων και των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής. Η Αγγλική αποικιοκρατία είχε συμφέροντα να κρατήσει την Ελλάδα στην επιρροή της και να διαφεντεύει τη Μεσόγειο ανενόχλητα. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι την εποχή εκείνη που ο Αμερικανικός ιμπεριαλισμός έβαζε σαν σκοπό του την επιβολή της Παξ - Αμέρικα σ’ όλο τον κόσμο, στην Ευρώπη η χώρα μας ήταν η μόνη που μπορούσε να ξεκοπεί απ’ την επιρροή του και να γίνει αιτία και γι’ άλλα κακά, γι’ αυτόν. Έπρεπε λοιπόν με κάθε θυσία να μας εξοντώσουν. Κι από τα πράγματα στο κίνημα έμπαινε το δίλημμα: ή να παραδοθεί ή ν’ αντισταθεί σηκώνοντας το κεφάλι απέναντι στην Αμερικανοκρατία τούτη τη φορά. Ήταν πολύ το αίμα που δώσαμε τότε, αλλά για τη λευτεριά τίποτα δεν είναι πολύ.

Οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές θάχαν πνίξει τον κόσμο στο αίμα. Ευτυχώς όμως που οι σοβιετικοί εργάτες κι επιστήμονες άπλωσαν το τιμωρό χέρι των ελευθέρων λαών μέχρι τη φωλιά των φονιάδων. Έτσι τους έκοψαν τη φόρα. Όλα μπορεί να τα κάνουν οι μεγαλοβιομήχανοι και οι μεγαλοτραπεζίτες. Είναι αδίστακτοι. Το μόνο που δεν θα κάνουν ποτέ είναι ν’ αυτοκτονήσουν. Τώρα πια ξέρουν ότι πουθενά δεν είναι ασφαλείς και γι’ αυτό διστάζουν.

Όταν μου πέρασαν τις χειροπέδες και με ανέβασαν στο αυτοκίνητο για να με μεταφέρουν στο σφαγείο της Τρίπολης, γύρισα το κεφάλι μου προς τα κάτω, όπως πάει ο δρόμος για την Καλαμάτα. Στο βάθος φαίνονταν λίγο η πλατεία της πόλης. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά και ο κόσμος πηγαινοέρχονταν ήρεμος όπως συνήθως, σα να μην είχε περάσει από τούτη την πόλη η κοσμοχαλασιά.

Για δεύτερη φορά παίρνω τον ίδιο δρόμο, σκέφτηκα. Η ίδια διαδικασία. Συνοδεία, χειροπέδες, κλούβα, μόνο τώρα οι χειροπέδες είναι Αμερικάνικες, όπως και η κλούβα. Δεν πίστευα ότι θα ξαναπέρναγα τούτον το δρόμο. Πίστευα ότι θα νικούσαμε ή θα σκοτωνόμουνα όπως και τόσοι άλλοι. Κι όμως δεν έγινε το πρώτο μα ούτε και το δεύτερο. Δεν σκοτώθηκα. Την πρώτη φορά ανέβηκα μόνος μου στην κλούβα, τώρα μ’ ανέβασαν αυτοί. Τότε είχα και τα δύο πόδια μου γερά, τώρα το ένα ήταν τσακισμένο και το μισοπατούσα. Τότε τα χέρια μου έστυβαν την πέτρα, τώρα τραυματισμένα γεμάτα σίδερα δεν κρατούσαν όπως τότε καλά. Τότε την πόλη την έβλεπα με τα δυο μου μάτια. Τώρα τη βλέπω με το ένα. Τ’ άλλο ήταν τυφλό, γεμάτο σιδεράκια κι αίμα, τραβηγμένο μέσα στη κόγχη, στο βάθος, σουφρωμένο, σταφιδιασμένο και δάκρυζε συνεχώς. Λες και τόκανεγιανα μου καίει συνεχώς το μάγουλο και να μου θυμίζει τ’ αποκαΐδια των ωραίων ονείρων μου.

Η πόλη μέσα φαίνονταν ήρεμη. Όταν όμως βγήκαμε έξω από τα τελευταία σπίτια άρχισε να διακρίνεται σαν ακάνθινο στεφάνι το συρματόπλεγμα που την περιτρυγύριζε. Κι από ψηλά στις Βίγλες, φάνηκε όλο. Βαθύ, αυλακωτό, συνεχές και κάθε τόσο σα μεγάλα σπυριά φαίνονταν τα πολυβολεία. Το χαράκωμα γεμάτο μ’ αγκαθωτά συρματοπλέγματα έζωνε όλη την πόλη. Ταυτόχρονα σημάδευε και την ελεύθερη περιοχή από την σκλαβωμένη. Μέσα από το χαράκωμα ήταν περιορισμένο για δύο χρόνια το κράτος των δοσίλογων και της αμερικανοκρατίας. Το περιορίσαμε μέσα εκεί μετακινώντας την κυριαρχία του σπιθαμή - σπιθαμή ποτίζοντας το χώμα με αίμα. Όμως δεν μπορέσαμε να το εξαφανίσουμε. Δεν είχαμε άλλο αίμα.

Καθισμένος πάνω στην τάβλα με δεμένα τα χέρια, έβλεπα από το πίσω μέρος της κλούβας τα βουνά, τα δάση, τις χαράδρες, τα ρέματα και παρασύρθηκα σε φαντασιώσεις. Εκεί περπάτησα λεύτερος και δυνατός, γεμάτος όνειρα έξι χρόνια. Εκεί είχε μείνει η ψυχή μου. Το είναι μου. Τώρα εδώ μέσα στην
κλούβα, δεμένος σαν αγρίμι δεν ήμουνα εγώ. Ήταν ένα άδειο κορμί, χωρίς ψυχή, γεμάτο αναμνήσεις. Έτσι είμαι και σήμερα μετά από τριανταπέντε χρόνια. Τότε ένας κόμπος κάθισε στο λαιμό μου κι έκλαιγε η ψυχή μου με δάκρυ πικρό και καφτό όσο θυμόμουνα τις δόξες μας, τις νίκες μας, τους συντρόφους μου. Και μου έσφυγγε το λαιμό η σκέψη ότι δε θα μπορέσω ξανά να περπατήσω εκείνους τους δρόμους, εκείνα τα μονοπάτια, εκείνες τις βουνοκορφές. Τρίτη φορά δε θα γινότανε ο ίδιος κύκλος. Μόνο στα όνειρα πια θα περνούσα από εκεί όσο θα ζούσα.

Μπήκαμε στην Τρίπολη και μαζεύτηκε το μυαλό μου από τα βουνά. Σταματήσαμε σ’ ένα κτίριο, που ήταν τα δικαστήρια. Με πήγαν σ’ ένα στενό γραφείο. Εκεί ήταν ένας αξιωματικός που ήταν εισηγητής, έτσι μου είπαν. Παραξενεύτηκε που με είδε. Ανακάτεψε τα χαρτιά κι ύστερα ρώτησε: «Που ήσουνα τόσο καιρό εσύ;» Δεν του απάντησα. Τι να του έλεγα; Τον κοίταζα μόνο με απορία. Κατάλαβε ότι ρωτούσε κάτι γνωστό. Και συνέχισε: «Σε ρωτώ να μου πεις αν μέχρι τώρα ήσουνα στο βουνό, κατάλαβες;». «Ναι» του απάντησα. «Καλά δεν έμαθες τίποτα, δεν άκουσες τίποτα δηλαδή ότι όλα τέλειωσαν, τι περίμενες; Γιατί δεν παραδόθηκες αυθορμήτως να ησυχάσεις; Τώρα που σε συνέλαβαν θα τιμωρηθείς». «Δε με πιάσανε» του απάντησα. «Με τραυμάτισαν στο πόδι και δεν μπορούσα να κινηθώ και κανείς δε με βοηθούσε, γι’ αυτό είμαι τώρα εδώ». «Καλά» είπε κι άρχισε να ρωτάει τα τυπικά, όνομα κ.λπ. Μετά με ρώτησε τ’ άλλα δηλαδή πόσον καιρό ήμουνα στο βουνό, μάχες κ.λπ. Στα γρήγορα όμως. Ύστερα έγραψε ένα σημείωμα.

Φαίνεται ήταν καλός άνθρωπος στο βάθος γιατί με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Μην απελπίζεσαι, τώρα το κακό πέρασε ώσπου να δικαστείς θα περάσει μήνας και πάνω. Δε θα σε εκτελέσουν». Φώναξε μετά το χωροφύλακα, τούδωσε το σημείωμα και φύγαμε. Από εκεί με την κλούβα ξανά, φθάσαμε στην άκρη της πόλης που πάει ο δρόμος για τα Καλάβρυτα. Εκεί ήταν το στρατόπεδο, δηλαδή η μάντρα που έκλεινε ο φασισμός τα σφαχτά πριν τα οδηγήσει στη σφαγή.
Στρατόπεδο κρατουμένων Τρίπολης

Δεν είχα κείνη την ώρα ξεκάθαρη αντίληψη τι ήταν ακριβώς εκείνο το στρατόπεδο. Γενικά νόμιζα ότι ήταν ένας τόπος οργανωμένος για να κρατηθούν προσωρινά οι αριστεροί και δημοκρατικοί αντίπαλοι του κατεστημένου. Μα δεν ήταν όμως έτσι. Εκεί ήταν ο προθάλαμος της διαλογής για θάνατο και για φυλακή, ήταν ένας τόπος διαφθοράς συνειδήσεων, παραγωγής χαφιέδων, εκβιασμών με την απειλή του θανάτου, για παραγωγή μαρτύρων κατηγορίας. Ήταν ένας τόπος που κάθε νύχτα, μεθυσμένοι δεσμοφύλακες και φρουροί, σα χτήνη, βίαζαν με την απειλή των μαχαιριών και του στραγγαλισμού τις κρατούμενες. Ούτε οι Γερμανοί δεν έκαναν τέτοια, παρά μόνο οι ταγματασφαλίτες. Οι καταχτητές διέφθειραν με την πείνα. Τούτοι βίαζαν με την απειλή του θανάτου. Αμερικανοεγγλέζικα και ταγματασφαλίτικα καμώματα.

Εδώ η δουλειά ήταν επιστημονικά οργανωμένη. Ο σκοπός ήταν ένας Όσοι περνούσαν από δω, να φύγουν με ένοχη και στραπατσαρισμένη συνείδηση, χωρίς προσωπικότητα Με σπασμένη την ψυχή και τη μέση τους. Μερικοί έπρεπε να γίνουν βιαστές, άλλοι βασανιστές, οι πιο πολλοί αλληλοκατηγορούμενοι, πληροφοριοδότες, άλλοι καταδότες. Κανένας, είτε κρατούμενος είτε δεσμοφύλακας, δεν έπρεπε να φύγει από κει με ακαίρια συνείδηση. Δε ζητούσαν εκεί δηλώσεις μετάνοιας. Δεν έφθανε αυτό. Εκεί ζητούσαν πολύ πιο πολλά κι όχι μια υπογραφή. Ζητούσαν τη διαπόμπευση, τον έσχατο εξευτελισμό. Ζητούσαν να γίνεις ανθρωποφάγος. Να ζήσεις σκοτώνοντας τον σύντροφό σου ή ακόμη το διπλανό σου ή έστω κάποιον άλλον. Γι' αυτό δε ζητούσαν δηλώσεις μετάνοιας κι όποιος έκανε, απλώς έπαιρνε σειρά προτεραιότητας για το αλληλοφάγωμα.

Πρώτοι από τους πρώτους πρωτομάστορες, ήταν οι παπάδες. Έμπαιναν μέσα με το πετραχείλι και το σταυρό γραμμένο πάνω στο εξωτερικό ντύμα της Ιεράς Σύνοψης. Αμολούσαν τους φρουρούς με τις σανίδες και τα ματσούκια στο χέρι για να φέρουν «αυθορμήτως» τους κρατούμενους στο κήρυγμα. Και μετά το κήρυγμα για μετάνοια και συγχώρηση, άρχιζε το ψάλσιμο. Και μετά η ατομική εξομολόγηση στην ιδιαίτερη σκηνή. Εκεί γίνονταν το μυστήριο της εξομολόγησης. Το μυστήριο τέλειωνε με μια ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εξομολογούμενου και με μια υπόδειξη να πάει να καταθέσει τα όσα δέχτηκε και είπε στο Α2 γραφείο. Δεν ήταν ανάγκη βέβαια να πάει ο εξομολογηθείς. Θα τον καλούσε, αν δεν πήγαινε, το Α2 γιατί ο παπάς έδινε σε δελτίο τα όσα είπε και δέχτηκε ο εξομοληγηθείς χριστιανός.

Όλη αυτή η διαδικασία, άρχιζε με τις ομοβροντίες των εκτελέσεων που γίνονταν με την ανατολή του ήλιου, πάνω στην άκρη της πόλης, έξω από τις φυλακές. Μετά τις εκτελέσεις άρχιζε στο στρατόπεδο «το αυθόρμητο» με τα στυλιάρια μάζεμα για την προσευχή και το κήρυγμα. Είχε κι άλλες δίπλες ο χορός του εγκλήματος και της διαφθοράς. Θα τις ξεδιπλώσω στη συνέχεια. Και θα το κάνω, όχι τόσο για να φανεί ποιό ήταν εκείνο το κράτος, έχουν γραφτεί τόσα πολλά γι’ αυτό, αλλά για να φανεί τι τράβηξαν όλοι εκείνοι που πέρασαν από εκεί, γιατί μέχρι σήμερα γράψανε για τους άλλους τόπους βασανιστηρίων και θυσίας όπως τη Μακρόνησο, τη Γιάρο, τον Άη Στράτη, τις φυλακές Κέρκυρας και Κεφαλονιάς, μα κανένας ή ελάχιστοι, για τα στρατόπεδα, όπως της Τρίπολης, της Λάρισας, της Πάτρας κ.λπ.

Δεν ήρθε ακόμη ο καιρός να τιμηθεί η Αντίσταση στην Παξ - Αμερικάνα. Τώρα «τιμούνται» όλοι εκείνοι που πήραν μέρος στην Αντίσταση κατά των Γερμανοϊταλοβουλγάρων και ζητάνε από τον Παπαντρέα και τον Δροσογιάννη να μας δώσει το χαρτί με τη σφραγίδα. Για την αντίσταση στην Αγγλοαμερικάνικη κατοχή δεν γίνεται κουβέντα, γιατί ο Παπαντρέας και ο Πατέρας του, ο Παπατζής κι η παρέα του, ήταν από κείνη τη μεριά και είναι ακόμη από κείνη τη μεριά μέχρι σήμερα. Από κείνη τη μεριά που ήταν όλοι οι καλοί πατριώτες, όπως η Γερμανοφρειδερίκη, οι εθνικόφρονες ταγματασφαλίτες, ο ανώτατος κλήρος μ’ αρχηγό τον Σπυρίδωνα των Ιωαννίνων που υπόγραψε τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, ο Στρατηγός Γερακίνης κι όμοιοι του, ο Πλυτζανόπουλος και ο Έβερτ κι άλλοι κι άλλοι πολλοί και διάφοροι, όλα τα λουλούδια της ξενοδουλείας με αρχηγό τον παραλημένο το γέρο Σοφούλη, τον αρχηγό του Κέντρου, που εκατόχρονος στη διαφθορά έσκυβε ευλαβικά και προσκυνούσε το γοβάκι της Γερμανοφρειδερίκης.

Έτσι τώρα όλοι οι κοντυλοφόροι γράφουν για την Εθνική Αντίσταση μέχρι τον Οκτώβρη που ήρθε η κυβέρνηση του Παπατζή στην Αθήνα, εκείνη η γελοία κυβέρνηση. Και ήταν γελοία κυβέρνηση γιατί την έλεγαν «Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας» ενώ δεν ήταν ούτε Ελληνική κυβέρνηση, γιατί κυβερνούσε ο Λήπερ, ο πρεσβευτής της Αγγλίας, δεν ήταν ούτε Εθνική γιατί εξυπηρετούσε ξένα συμφέροντα και δεν ήταν κυβέρνηση Ενότητας αλλά διχασμού κι ας συμμετείχαν και μερικοί «υπουργοί» από την Εθνική Αντίσταση.

Οι γελοιότητες όμως στην πολιτική, όπως ο σχηματισμός της Κυβέρνησης Ενότητας, πληρώνονται πολύ ακριβά. Και την πληρώνει τη λέζα, εκείνος που είναι πιο αδύνατος. Και τούτο, γιατί πίσω από κάθε γελοιότητα στην πολιτική, κρύβεται, καμουφλάρεται για λίγο καιρό, κάποιο καλά μελετημένο σχέδιο δράσης για τον έναν και η ανικανότητα για τον άλλον. Αφού λοιπόν δεν ήρθε ο καιρός μετά από σαράντα χρόνια, να γραφτεί κάτι για τούτη την αντίσταση την τελευταία και κορυφαία ένοπλη μάχη των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης από τους ειδικούς, θα καταγράψω εγώ μερικά γεγονότα που είδα κι άκουσα για νάχουν υλικό αυτοί που θα γράψουν αργότερα.

Με βοήθησαν να κατεβώ από το αυτοκίνητο, κρέμασα το ταγάρι μου στην πλάτη, πήρα παραμάσχαλα το σάϊσμα, που μου έφερε η μάνα μου για να στρώνω και να σκεπάζομαι και στο δεξί μου χέρι τη μαγκούρα μου και κούτσα - κούτσα μπήκαμε με τους συνοδούς μου σ’ ένα γραφείο. Εκεί με κοίταζαν όλοι σα να ήμουνα κάτι παράξενο. Ο λοχίας που κάθονταν στο τραπέζι, ρώτησε «τι είναι αυτός, που τον βρήκατε;». Οι χωροφύλακες χαιρέτησαν και τούδοσαν τα χαρτιά. Τα διάβασε και κουνώντας το κεφάλι του είπε: «ρε τι έχουν να δουν τα μάτια μας» και γυρνώντας προς τα μένα με ρώτησε: «Που γύριζες τόσο καιρό; Δεν έμαθες, δεν άκουσες τίποτα; Εσύ ή πολύ βλάκας είσαι ή πολύ ζόρικος». Σηκώθηκε, πέρασε στο άλλο γραφείο που ήταν ο διοικητής, κάθισε λίγο, ξαναβγήκε και είπε σ ’ ένα δεκανέα που τον έλεγαν Χιώτη: «πάρτον μέσα».

Αυτός μ’ έσπρωξε και βγήκαμε από το γραφείο. Με συνόδεψε μέχρι την είσοδο του στρατοπέδου. Άνοιξε την πόρτα και μούδωσε μια δυνατή κλωτσιά. Τσακίστηκα στα σκαλοπάτια και κουτρουβαλώντας βρέθηκα στο τελευταίο σκαλοπάτι. Εκεί άρχιζε το προαύλιο του στρατοπέδου. Σηκώθηκα, μάζεψα τα πράγματά μου και τη μαγκούρα μου και άρχισα να βαδίζω. Προχωρούσα σα χαμένος. Κοίταζα δεξιά - αριστερά να δω κάποιον γνωστό. Γνωστοί ήταν όλοι σχεδόν, μα εγώ δεν τους γνώριζα. Ούτε κι αυτοί στα κακά χάλια που ήμουνα. Ρώτησα κάποιον για να μου πει που ήταν η σκηνή που έμενε ο αδερφός μου και ο μπάρμπας μου. Με κοίταξε καλά - καλά και μου απάντησε : «περίμενε» κι έφυγε τρέχοντας. Στάθηκα εκεί σα σκύλος δαρμένος και άθελά μου άρχισα να σκουπίζω τα ρούχα μου που ήταν σκονισμένα από την κουτρουβάλα.

Σε λίγο φάνηκε ο μπάρμπας μου ο Αντρέας Παπακωνσταντίνου, ο πατέρας του Βασίλη που τον σκότωσαν και τούκοψαν το κεφάλι και το κρέμασαν στο καμπαναριό του χωριού μου. Έτρεξε μ’ αγκάλιασε με φίλησε και χωρίς να μου πει τίποτε με πήρε από το χέρι για να με πάει στη σκηνή του. Το νέο μαθεύτηκε στο στρατόπεδο. Καθώς προχωρούσαμε, βγήκαν όλοι και με κοίταζαν. Κανένας όμως δεν έλεγε τίποτα. Ήταν σαν να με περνούσαν νεκρό, σα νάβλεπαν το φέρετρό μου. Δεν είχαν άδικο. Δεν ήμουν αυτός που ήξεραν. Μπροστά τους περνούσε ένας σκελετωμένος καμπούρης,κουτσός ζητιάνος που έμοιαζε με κάποιον γνωστό τους.

Έφθασα στην σκηνή, μπήκα μέσα και σωριάστηκα στο στρώμα του αδερφού μου. Αυτός έλειπε σε αγγαρεία. Ένοιωσα ανακούφιση όπως ξάπλωσα κι είδα γύρω μου ανθρώπους που με κοιτούσαν με συμπάθεια. Μούδοσαν, τσιγάρο, νερό, μια καραμέλα κι ένας βγήκε να φέρει καφέ. Με ρωτούσαν για τα τραύματά μου. Μούβγαλαν το παπούτσι για να δουν. Έφεραν ένα νοσοκόμο και το καθάρισε. Με τον καφέ και το τσιγάρο, συνήλθα. Άρχισα και εγώ να τους απαντώ. Ξυπνούσα σιγά - σιγά από το λήθαργο της απογοήτευσης. Να που βρέθηκαν κάποιοι που να ενδιαφέρονται για μένα, που δε με βρίζουν, που δε με καταριόνται, που μ’ αγαπούν. Θησαυρός ατίμητος η εκτίμηση του κόσμου. Πηγή ζωής και δύναμη η συμπαράσταση του συνανθρώπου σου. Ακόμη και νεκρούς ανασταίνει η αγάπη του απλού ανθρώπου. Πήρα και γω δύναμη, αναστήθηκε η ψυχή μου. Δε χάθηκαν όλα. Αυτό ήταν. Δε χάθηκαν όλα. Χάθηκαν πολλά, όχι όμως τα πάντα.

Περνούσαν από τη σκηνή για ένα, δύο λεπτά γνωστοί και άγνωστοι, έβλεπαν κι έφευγαν χωρίς να λένε τίποτα, μόνο κοίταζαν ανέκφραστοι. Οι εκτελέσεις είχαν σταματήσει μετά την απόφαση του ΟΗΕ. Πολλοί χρωστούσαν τη ζωή τους στο Βισίνσκυ, τον αντιπρόσωπο της Σοβιετικής Ένωσης. Ο φόβος όμως φτερούγιζε ακόμη μέσα στο στρατόπεδο και πάγωνε τα αισθήματα των ανθρώπων. Ακόμη το στρατόπεδο μύριζε θάνατο. Κανείς δεν ήταν βέβαιος για το αύριο. Κι αν έπαιρναν δύο -τρεις και δέκα και τους εξαφάνιζαν σε ποιόν θα έδιναν λόγο; Κανένας δε θα το μάθαινε. Εδώ ήταν Τρίπολη και τη διαφέντευε ένας νέος ελληνόφωνος πασάς που σκότωνε κι εξαφάνιζε κι έκαιγε και ρήμαζε, όπως ο πασάς στην Τουρκοκρατία, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν.

Η ιστορία λέει ότι τον Αθανάσιο Διάκο τον σούβλισαν οι Τούρκοι στη Λαμία, μα κείνοι ήταν Τούρκοι. Το Γιώργη Σπυρόπουλο ή Κάπα και τον Κώστα Κουτσικέλα τον καθηγητή, τους έκαψαν ζωντανούς με βενζίνη απ’ έξω απ’ την Τρίπολη με διαταγή του Πετζόπουλου που ήταν ο πασάς - στρατιωτικός διοικητής του Μωριά. Τον Παναγιώτη Θανόπουλο και το Λεωνίδα Σπηλιόπουλο ή Σπηλιωτόπουλο, τους κάψανε ζωντανούς με βενζίνη μόλις ένα χιλιόμετρο από το κέντρο της Τρίπολης οι εθνικοπαράφρονες, δίχως να φοβηθούν ούτε την κοινή γνώμη. Τον Πέτρο Πέτρου τον κάψανε ζωντανό στο Μαίναλο, πάνω στα κάρβουνα από ξύλα σαν τον Θανάση Διάκο. Πόσους άλλους κάψανε ζωντανούς; Και πόσοι άλλοι εξαφανίστηκαν στις έδρες των Ταξιαρχιών και των Ταγμάτων; Κανείς δεν ξέρει. Ο Κλαδέος, το ποτάμι που περνά κοντά στα Ολύμπια κοκίνησε από το αίμα των εκτελεσμένων χωρίς δίκη. Ακόμη κι ένας παπάς από την Ολυμπία πήγε και εκτέλεσε αυτούς που είχε άχτι. Πόσοι δε χάθηκαν από το στρατόπεδο όταν τους πήραν για ανάκριση δήθεν, μα δε γύρισαν ποτέ. Η Τρίπολη ήταν τότε μια φωλιά δολοφόνων που έδρασαν για δύο χρόνια ανενόχλητοι, επίσημα με τιμές και τσιριμόνιες. Τώρα λοιπόν που είχαν σταματήσει οι εκτελέσεις, ο κόσμος, οι κρατούμενοι, έτριβαν τα μάτια τους για να βεβαιωθούν ότι έφυγε το κακό, μα δεν το πίστευαν.

Δολοφονίες των Θ. Πρεκεζέ και γιατρού Ν. Μάστορη — αποκεφάλισαν τον άρρωστο και το γιατρό

Στο στρατόπεδο έμαθα και για το τραγικό τέλος του Θόδωρου Πρεκεζέ. Είχε μπει σε μία κρύπτη στη Μαλεβή, πάνω από τον Προφ. Ηλία, που από το σημείο αυτό έλεγχε το μέρος που ήταν μπροστά από την κρύπτη, όχι όμως και το πίσω. Μαζί του είχε τον πατέρα του, τον μπάρμπα - Γιώργη, την αδερφή του Τσεβή, διμοιρίτισσα στο Δ. Στρατό, άριστη μαχήτρια που δε γνώριζε φόβο. Την αρραβωνιαστικιά του Πίτσα Παπαμιχαήλ από την Αράχωβα, το Νίκο Μάστορη, γιατρό από Άγιο - Βασίλη και την Ελένη Παπαφάγου, μικρή κοπελίτσα τότε, μέλος της μεγάλης ανταρτοοικογένειας που έδωσε στον αγώνα πέντε θύματα. Διάφορες φήμες κυκλοφορούσαν τότε, μεταξύ αυτών ότι προδόθηκε η κρύπτη από κάποιον έμπιστο που είχε προμηθέψει τη προηγούμενη μέρα την ομάδα Πρεκεζέ με τρόφιμα.

Ήταν ξημερώματα 24 Ιούνη 1949 και είχε γεμίσει ο τόπος εχθρικά τμήματα. Αποσπάσματα χωροφυλάκων και Μάϋδων κάνανε ανίχνευση μέτρο - μέτρο. Ένα τμήμα τους έφθασε πίσω από την κρύπτη. Αιφνιδίασε κι έπιασε ζωντανό το γέρο Πρεκεζέ που φύλαγε σκοπός, αφού τον τραυμάτισαν χτυπώντας τον στο κεφάλι με σιδερένιο βαρύ όργανο. Φθάσανε στη κρύπτη και τη γάζωσαν με τ’ αυτόματα σκοτώνοντας τον Θ. Πρεκεζέ. Οι ριπές κόψανε τα πόδια του γιατρού Νίκου Μάστορη. Η μικρή Ελένη πήδησε από τη κρύπτη στο χάος σαν άλλη Σουλιώτισσα και συγκρατήθηκε πέφτοντας, από τα κλαδιά και τους βράχους βαριά τραυματισμένη. Η Τσεβή και η Πίτσα ξέφυγαν από τον κλοιό και τη σύλληψη.

Αυτές αφού ζήσανε σαν αγρίμια για μεγάλο διάστημα, πιάστηκαν σ’ άλλη συμπλοκή και την Τσεβή τη φυλάκησαν και τη Πίτσα την εκτέλεσαν στην Τρίπολη. Με μια ριπή αποτέλειωσαν και το γιατρό Μάστορη. Κόψανε τα κεφάλια του Πρεκεζέ και του Μάστορη και τα βάλανε σε δύο ταγάρια. Φορτώσανε σε μουλάρια το μπάρμπα - Γιώργη και την Ελένη Παπαφάγου που πιάσανε τραυματισμένη και τράβηξαν για την Αράχωβα. Στο δρόμο που πήγαιναν βγάζανε πότε το ένα, πότε το άλλο, πότε και τα δύο κεφάλια μαζί και τάδειχναν στους ξωμάχους. Κάποιοι απ’ αυτούς τους παλικαράδες διάταξαν το γέρο Γιώργη, να πιάσει από τα μαλλιά τα κεφάλια και να τα βγάλει από τα ταγάρια για επίδειξη. Φαίνεται πως δεν είχαν γεννηθεί από πατέρα αλλά από ανθρωπόμορφο τέρας των παραμυθιών.

Έτσι γυροφέρνει η Ιστορία σε τούτο τον τόπο από παλιά. Τον πρωτοκαπετάνιο των Αγράφων Κατσαντώνη άρρωστο ύστερα από προδοσία, τον έπιασε ο Αλή Πασσάς και τούτριψε τα κόκκαλα με το σφυρί στον πλάτανο, στα Γιάννενα για να λυγίσει τους ραγιάδες. Τον πρωτοκαπετάνιο του Πάρνωνα Πρεκεζέ τραυματισμένο, άρρωστο και άοπλο τον σκότωσαν στην κρύπτη της Μαλεβής. Τούκοψαν το κεφάλι και το γύριζαν, μαζί με το κεφάλι του γιατρού Μάστορη, στα χωριά του Πάρνωνα για να λυγίσουν το λαό του Μωριά.

Κρίνε συ αναγνώστη ποιος είναι ο χειρότερος, ο Τούρκος δυνάστης ή Ελληνόφωνος δούλος, ο ντόπιος εθελόδουλος ή ο ξένος αφέντης.

Η ζωή στην κόλαση των δούλων της ξενοκρατίας

Οι πολιτικοί του Μωριά, γόνοι των Τουρκοκοτσαμπάσηδων σα χασισομένοι δερβήσιδες, τριγυρνούσαν από φυλακή σε φυλακή και από στρατόπεδο σε στρατόπεδο για να βοηθήσουν στο ξεκαθάρισμα του εσωτερικού μετώπου, όπως έλεγαν τότε οι γερμανοθρεμένες φυλλάδες. Πήγαιναν στο στρατόπεδο, καλούσαν τους κρατούμενους δήθεν για επισκεπτήριο και εκεί, με όπλο την ψυχολογική βία, μπροστά στα μάτια του πατέρα ή της μητέρας, της γυναίκας και των παιδιών, προσπαθούσαν να αποσπάσουν ομολογίες, καταγγελίες, μαρτυρίες με την συμβουλή «πες κάτι για να βρω πάτημα να σε σώσω». Δούλεψαν καλά και γερά και με το αζημίωτο.

Στην άλλη δίπλα του χορού, περίμεναν οι δικηγόροι. Τους σύστηνε ο κομματάρχης, ο πολιτευτής που είχε το μέσον. Δεν έφθανε η εκτέλεση του αντάρτη, του αριστερού, του δημοκράτη. Έπρεπε να πεθάνουν και οι δικοί του. Έτσι λοιπόν μπήκε σε ενέργεια η μηχανή «φέρε λεφτά, πούλα ότι έχεις για να σώσουμε το παιδί». Τι να πουλήσει ο έρημος πατέρας; Τι του είχε απομείνει; Δεν πειράζει ότι βγει και μετά ο επίλογος: «δυστυχώς δεν μπόρεσα να τον γλιτώσω». Δεν ήταν εξαιρέσεις αυτά τα περιστατικά. Ήταν κανόνας. Και μόνο το γεγονός ότι δικηγόροι, επιστήμονες δέχτηκαν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν την κωμωδία που λέγονταν στρατοδικεία και να στέκονται φουσκωμένοι, σαν καρδινάλιοι του Μεσαίωνα, μ’ όλα εκείνα τα «παρίσταμαι κύριε πρόεδρε» και «επικαλούμεθα το νεαρόν της ηλικίας του κατηγορουμένου ή την επιείκειαν του δικαστηρίου» κ.λπ. κ.λπ., αυτή λέω η συμμετοχή τα λέει όλα.

Μέσα στην Τρίπολη, κοντά στα δικαστήρια, δολοφονήθηκε ψυχρά ένας συνάδελφός τους, ο δικηγόρος Πουλίδης, που είχε έρθει από την Αθήνα για να υπερασπίσει αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης κι αυτοί οι λειτουργοί της Θέμιδας έκαναν πως δεν είδαν και δεν άκουσαν. Είπαμε ότι έπρεπε να ξεκκαθαριστεί το εσωτερικό μέτωπο και με το αζημίωτο.

Στην τρίτη δίπλα του χορού, στεκόντουσαν οι κ.κ. αξιωματικοί και στην τέταρτη οι αρχισυμμορίτες των μάυδων. Εδώ περνούσε μόνο ο χρυσός. Τα χρυσά στρογγυλά κομματάκια. Με λίγα τέτοια έπαιρνε αναβολή, με πολλά εις θάνατο τρία υπέρ κατά δύο κι αναστολή, με πάρα πολλά χρυσά, ισόβια. Και στο τέλος «λυπάμαι δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα γιατί επέμενε ο επίτροπος κ.λπ. Αυτή η επιχείρηση δεν έφερε πολλά από τους αντάρτες και τους φτωχούς. Αυτοί δεν είχαν τίποτα να δώσουν ή έδωσαν λίγα. Τα πολλά όμως βγήκαν από τους εμπόρους, τους επιχειρηματίες, από τους μεσαίους και πλούσιους αγρότες που, μάζεψε ο Πετζόπουλος γιατί ήταν δημοκράτες, γιατί έκαναν αποχή ή γιατί έδωσαν μια συνδρομή για το ΚΚΕ ή λίγο ψωμί στους αντάρτες. Εκεί παίχτηκε το χοντρό παιχνίδι. Και από όλο αυτό το νταραβέρι δεν έχασαν ούτε οι μικροί. Οι σιτιστές έκλεβαν τα τρόφιμα, οι προμηθευτές κουβαλούσαν σάπια και σκύβαλα και οι χαφιέδες του στρατοπέδου είχαν την καντίνα.

Εγώ όταν μπήκα στο στρατόπεδο βρήκα περίπου τρακόσιους κρατούμενους. Τρεις χιλιάδες είχαν φτάσει κάποτε όπως μου είπε ο αδερφός μου, που ήταν από τους πρώτους που πήγαν εκεί. Τους πήγαν στην καρδιά του χειμώνα. Το γήπεδο ήταν γεμάτο χιόνι. Τους έδωσαν σκηνές κι εργαλεία για να τις στήσουν και να κοιμηθούν. Ούτε και ζώα να ήταν δε θα τα μάντρωναν στη μέση του κάμπου μ’ ένα μέτρο χιόνι. Κι όμως τα διεστραμένα μυαλά των ελληνοφώνων στρατηγών το τόλμησαν. Από κείνο το στρατόπεδο πρέπει να πέρασαν περίπου τριάντα χιλιάδες άνδρες και γυναίκες και κάμποσα μικρά παιδιά. Εγώ δεν πρόλαβα εκείνο το κολαστήριο. Έφθασα εκεί όταν η φουρτούνα είχε περάσει. Πρόφθασα μόνο το ξεθύμασμά του.

Όσα έγραψα, τάμαθα και τάκουσα απ’ αυτούς που ήταν εκεί από την αρχή. Τα πιο πολλά μου τα διηγήθηκε ο αδερφός μου. Τώρα είχε αρχίσει η αποθεραπεία όσων πέρασαν από το «εθνικό» καθαρτήριο. Ομιλίες, με συμβουλές, νουθετήσεις, λειτουργίες, κατηχητικό. Οι κρατούμενοι άκουγαν και σώπαιναν ανέκφραστοι. Οι χαφιέδες, τα τσιράκια ακόμη αλώνιζαν. Τώρα πια είχαν μείνει άνεργοι. Όλοι τους ήταν πανικόβλητα ανθρωπάκια που για να σώσουν το κεφάλι τους έκαναν ότι τους έλεγαν. Όταν έρχονταν η σειρά τους για το στρατοδικείο τότε καταλάβαιναν ότι τους εξαπάτησαν. Ο φόβος όμως στρατολογούσε άλλους και η απάτη έπιανε. Αυτοί που είχαν μείνει ακόμη να αλωνίζουν, χρωστάνε τη ζωή τους στη Σοβιετική Ένωση κατά πρώτο λόγο και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες που πάλεψαν στον ΟΗΕ για να σταματήσουν οι εκτελέσεις.

Κοντά στ’ άλλα έβγαζαν και μια εφημερίδα που την έλεγαν «Αναβάφτηση». Ουσιαστικά την έγραφε κάποιος Γιάννης Καραμούζης δικηγόρος από τη Μεσσηνία. Ήταν στο Μπούλκες και πέρασε στην Πελοπόννησο με τον Γκιουζέλη και τους άλλους. Ήρθε να δουλέψει σα στέλεχος αλλά πάτωσε γιατί στην Πελοπόννησο είχε μόνο πόλεμο, θάνατο, πείνα, πορεία, φόρτωμα και ψείρες. Όποιος κατάφερνε να τα περνά όλα αυτά και νάχει πίστη και δύναμη να σκέφτεται καλά, αυτός γίνονταν στέλεχος. Αυτός ήταν ο νόμος της επιλογής των στελεχών.

Ήρθε ο αδερφός μου από την αγγαρεία. Είδε τα χάλια μου και χλόμιασε. Σταύρωσε τα χέρια και με κοίταζε. Του είπα: «Κάθισε, μη στέκεσαι όρθιος. Δεν έχω τίποτα». «Δε θα γλυτώσεις, θα σε φάνε οι χαφιέδες» μου είπε. «Δεν είναι τίποτα αυτό. Δεν έχουν να πούνε τίποτα για μένα. Τα δικά μου είναι γνωστά σ’ όλους. Και δεν είναι μικρά ούτε λίγα. Είναι τόσα που κι εκατό κεφάλια νάχα θα μου τάπαιρναν». Δεν είπαμε πολλά. Ο τόπος δε σήκωνε πολλές κουβέντες. Μούδοσε ψωμοτύρι κι έφαγα. Μετά διπλώθηκα με το σάϊσμα και κοιμήθηκα του καλού καιρού, σα μικρό παιδί. Κοιμήθηκα μέχρι το απόγευμα.

Με ξύπνησε ένας δεκανέας ο περίφημος Χιώτης με δυο κλωτσιές στα πόδια. Πόνεσα δυνατά γιατί η μια χτύπησε το τραυματισμένο πόδι μου. Πετάχτηκα από το βαθύ ύπνο. Αυτός στέκονταν και γελούσε γεμάτος από ηδονή και περηφάνια. «Σήκω επάνω και στάσου προσοχή» μου λέει. Πήρα την μαγκούρα μου και στηρίχτηκα για να σηκωθώ. Δεν πρόλαβα όμως. «Κάτσε, κάτσε». ' Ηθελα να δω αν είσαι κάτω από το σκέπασμα και μ’ έσπρωξε με το πόδι του και ξανάπεσα πλαγιαστά στο στρώμα.

Ανακατεύτηκαν τα σωθικά μου και φουρτούνιασε το μυαλό μου. Ακόμη δεν είχα συνηθίσει την κατάστασή μου. Ο κόσμος λέει σε τέτοιες περιπτώσεις κάτι που είπε στους νικημένους Ρωμαίους ένας αρχηγός των Γότθων: «αλλοίμονο στους νικημένους». Στη δίκιά μας περίπτωση το πράγμα ήταν δύο φορές χειρότερο γιατί νικηθήκαμε δύο φορές όχι από τους βαρβάρους, αλλά από τους δούλους των βαρβάρων. Εκείνος ο αρχηγός των βαρβάρων πήρε χρυσάφι κι έφυγε. Τούτοι οι δούλοι των βαρβάρων δεν έδοσαν μόνο το χρυσάφι αλλά και την ψυχή τους στ’ αφεντικά τους. Έτσι κατρακύλησαν στα σκαλοπάτια του ξεπεσμού και τώρα ικανοποιούσαν τον πληγωμένο τους εγωισμό με το να βασανίζουν τους συμπατριώτες τους.

Κουλουριάστηκα σαν δαρμένο σκυλί, κουκουλώθηκα και έκλαψα για να ξαλαφρώσω. Πέρασαν από το μυαλό μου χίλιες δύο σκέψεις. Θυμήθηκα τον Κώστα Κολίτζα το Μακρονησιώτη, που μας έκανε μια ομιλία στο Μαίναλο. Πως άντεχαν και πως αντιδρούσαν οι συναγωνιστές μας που βρίσκονταν κρατούμενοι στα κάτεργα και στα ξερόνησα και βασανίζονταν. Από την περιγραφή του Κώστα μας είχε σηκωθεί η τρίχα. Σπασμένα κεφάλια, σπασμένα χέρια, πόδια, πλευρά, κόκαλα, πεταγμένα μυαλά, δολοφονίες, στερήσεις, τρελάδικο. Θυμήθηκα ακόμα ένα άλλο έγκλημα που έμαθα μέσα στο στρατόπεδο πριν πέντε - έξι μέρες. Μου το διηγήθηκε ένας αντάρτης συγκρατούμενος. Δεν θυμάμαι δυστυχώς τ’ όνομά του. Πρέπει να δει κι’ αυτό το φως της δημοσιότητας, ήταν τραγικό. Αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου και με ηρέμησαν. Είπα μέσα μου. «Με δυο κλωτσιές μη διαμαρτύρεσαι, υπάρχουν και χειρότερα». Δεν ήταν ο πόνος αφορμή για να κουκουλωθώ και να κλάψω. Ήταν η ταπείνωση, η μείωση της προσωπικότητας, ο μηδενισμός του εγωισμού.

Την άλλη μέρα όλοι πήγαν για αγγαρεία. Στην σκηνή έμεινα εγώ και τρεις γέροι.
Ένας απ’ αυτούς ήρθε σε κάποια στιγμή και κάθισε στο στρώμα μου. Μου άνοιξε κουβέντα για το βουνό. Ήμουνα επιφυλακτικός. Απαντούσα με ένα ναι ή μ’ ένα όχι. Κατάλαβε ότι δεν θέλω συζήτηση. Άλλαξε κουβέντα. Τώρα μιλούσε αυτός για το στρατόπεδο. Μούδωσε πολύ θάρρος. Μου συστήθηκε σαν Παντελής Καρακίτσης κατηγορούμενος δήθεν για εμπορία στρατιωτικών ειδών. Αργότερα έμαθα ότι ήταν ο Παντελής Καρακίτσης ή Σίμος μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, γραμματέας της Εθνικής Αλληλεγγύης στην κατοχή. Μετά από τέσσερα χρόνια τον συνάντησα στις φυλακές Αβέρωφ. Όταν εγώ έφυγα από το στρατόπεδο για να περάσω στρατοδικείο, ο Καρακίτσης κινδύνεψε από τους χαφιέδες και όπως μου είπε, τον έκλεισαν σε μια σκηνή με τον Τάσο Αναστασόπουλο ή Κολοπηλάλα, μόνιμο ταγματάρχη του στρατού και διοικητή τάγματος στον ΕΛΑΣ.

Από τις πολλές ταλαιπωρίες με γλύτωσε το τραύμα που είχα στο πόδι. Δεν έμεινα πολύ καιρό στο στρατόπεδο. Περίπου ένα μήνα. Σχεδόν δεν έβγαινα από την σκηνή καθόλου γιατί μάζευα κλωτσιές. Φαγητό μου έφερνε ο αδερφός μου. Την τρίτη μέρα με επισκέφτηκαν οι χαφιέδες. Ήταν γνωστοί τότε στο στρατόπεδο. Όσοι πέρασαν από κει τους ξέρουν. Δεν έχει καμιά σημασία,τώρα ν’ αναφέρω τα ονόματά τους. Θύματα ήταν κι’ αυτοί. Εγώ τους ξέρω κι' αυτοί με ξέρουν. Τώρα όπως έμαθα έχουν μετανοιώσει. Πελαγωμένοι ήταν. Με τράβηξαν σε μια σκηνή κενή κι εκεί ούτε λίγο ούτε πολύ μου ζήτησαν να αποκαλύψω ονόματα για φόνους κ.λπ. Δε ζητούσαν πληροφορίες για μάχες και τέτοια γιατί ήξεραν ότι αυτά είναι γνωστά. Ονόματα ζητούσαν για εκτελέσεις, πληροφοριοδότες, ενισχυτές και τέτοια.

Αντιλήφθηκα ότι ήταν δύσκολη η θέση μου. Αυτό που κατόρθωσα στις ανακρίσεις μέχρι τώρα δηλαδή να μην γίνει τίποτα γνωστό από ονόματα για τέτοια ζητήματα, κινδύνευε να χαθεί τώρα απ’ αυτούς. Εγώ βέβαια είχα αποφασίσει να μην πω τίποτα. Αλλά με τα βασανιστήρια κανείς δεν είναι σίγουρος από την αρχή αν θ’ αντέξει, άνθρωπος είσαι κι έχεις στιγμές αδυναμίας, χάνεις τον έλεγχο του εαυτού σου. Το κακό έπρεπε να σβήσει πριν ανάψει.

Το Σταύρο Γ. τον είχα στο λόχο μου για λίγο ομαδάρχη, ήταν εθελοντής. Από την Αθήνα είχε κατέβει που δούλευε σερβιτόρος. Ο Θόδωρος Π. ήταν αντάρτης στην κατοχή στον Ιο λόχο του III τάγματος του 11ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ. Σ’ αυτόν τον λόχο ήμουνα κι εγώ γραμματέας της ΕΠΟΝ του λόχου και καπετάνιος διμοιρίας. Τώρα στο Δ.Σ. ήταν δάσκαλος απ’ αυτούς που βγήκαν από το διδασκαλείο που είχε οργανώσει η αυτοδιοίκηση. Και οι δύο λοιπόν ήταν νέοι στο αντάρτικο και δεν γνώριζαν, απ’ ότι κατάλαβα, την συμμετοχή μου σε ειδικές αποστολές, στα Κέντρα Πληροφοριών, στο Β' γραφείο Πληροφοριών του Αρχηγείου Μαινάλου,στα ανακριτικά γραφεία και στρατοδικεία.

Προσπάθησα να τους πείσω ότι δεν γνώριζα τίποτα, αφού κι αυτοί γνωρίζουν ότι ήμουνα μόνο διοικητής μαχίμου λόχου και τίποτε άλλο και συνεπώς δεν μπορούσα να ξέρω ονόματα και τέτοιες υποθέσεις. Αυτοί, ιδιαίτερα ο Σταύρος Γ., ήταν ανένδοτοι. Από τη συζήτηση σιγουρεύτηκα ότι δε γνώριζαν τίποτα απ’ όσα φοβόμουν. Επίσης διαπίστωσα ότι αυτά τα κάνουν για να την γλυτώσουν αυτοί προσφέροντας υπηρεσίες. Βέβαια έλεγαν ότι κινούνται από λόγους εθνικούς κ.λπ. δηλαδή τρίχες κατσαρές. Τους ξέφυγε δύο - τρεις φορές ότι όποιος προσφέρει υπηρεσίες θα απολυθεί.

Όταν λοιπόν τους ζύγισα καλά - καλά, πέρασα εγώ στην επίθεση μ’ έναν φοβερό εκβιασμό. Τους είπα: «Δεν είναι σωστό να φορτώσω εγώ στους αντάρτες ευθύνες δικές μου ή να επινοήσω αδικήματα. Κι αν έκαναν κάτι, εγώ τους διέταξα κι εγώ πρέπει να τιμωρηθώ. Αν άρχιζα λοιπόν να αναφέρω ονόματα, θάπρεπε πρώτα -πρώτα να αναφέρω το όνομα το δικό σου Γ. που πήρες μέρος στην υπόθεση του ... Αυτός είχε δικαστεί απ’ το στρατοδικείο γιατί ήταν πληροφοριοδότης σ’ ένα χωριό της επαρχίας Καλαβρύτων και του θύμισα κάτι που είχε συμβεί στο Μαίναλο και ήταν επικεφαλής της ομάδας. Το ίδιο είπα και στον άλλον για κάτι παρόμοια. Ο Σ. Γ. έχασε τα λόγια του. Το σαγόνι του στράβωσε και ο λαιμός του ανεβοκατέβαίνε τρίζοντας από την ξεραΐλα. Τον έκοψε κρύος ιδρώτας. Ο Θόδωρος Π. αντέδρασε γιατί νόμιζε ότι δεν είχε μπλέξει σε τέτοια. Του απάντησα ότι «αν αρχίσω να λέω δεν είναι ανάγκη να πω μόνο αλήθειες κι όπως έγιναν τα γεγονότα θα μπει και λίγο πιπέρι για να γίνω πιστευτός ότι προσφέρω υπηρεσία» όπως λέτε.

Σωρώθηκαν σαν άδεια τσουβάλια.Τους πέτυχα στο σταυρό. Άρχισαν να τα μασάνε. Εγώ συνέχισα τον εκβιασμό φορτώνοντάς τους με κατηγορίες για τις οποίες δεν είχαν την πρώτη ευθύνη. Τελικά καταρεύσανε κι άρχισαν να παρακαλούν κι έλεγαν: «Βγάλαμε τα μάτια μας μοναχοί μας. Εσύ μην πέσεις σ’ αυτό το επίπεδο που πέσαμε εμείς. Ο φόβος μας οδήγησε σ’ αυτό. Σε παρακαλούμε να μη μας κάνεις κακό. Αυτές τις μέρες πρόκειται να βγούμε». Τέτοια κι άλλα έλεγαν. Πέτυχα αυτό που ήθελα και τους είπα: «Αφήστε με ήσυχο. Προσέχτε να μην πειραχτώ γιατί τότε τίποτα δεν αποκλείεται. Δεν ξέρω τι θα κάνετε. Εσείς ξέρετε απ’ αυτά. Πέστε τα και στους άλλους. Από μένα να μείνετε ήσυχοι όσο δεν με πειράζετε». Τους άφησα και έφυγα.

Γύρισα στην σκηνή μου. Ο αδερφός μου ήταν ανήσυχος. Το ίδιο και οι άλλοι. Με είδαν ήρεμο και ησύχασαν κι αυτοί. Όταν ξαπλώσαμε κουκουλωμένοι ο αδερφός μου με ρώτησε τι έγινε. Του είπα: «Άφησέ τους αυτούς στο χάλι τους. Περνούν άσχημες ώρες τώρα. Τσακίστηκαν τα δόντια τους γιατί δάγκωσαν χαλίκια. Τώρα παρακαλούν και φροντίζουν να μη πειραχτώ». Είχα δίκιο. Μετά από τέσσερα χρόνια έμαθα από έναν αντάρτη που σκούπιζε τα γραφεία της διοίκησης του στρατοπέδου, τον Λ. X. από το χωριό Ατσίχολο της Γορτυνίας αν θυμάμαι καλά, ότι στα γραφεία συζητούσαν όλοι τους για μένα κι έλεγαν ότι δεν βαριέσαι αυτός ήταν ασήμαντο πρόσωπο, ένας διοικητής λόχου που πήρε μέρος σε μάχες αλλά πέρα από εκεί δεν είχε σχέση μ’ άλλα.

Μετά από δέκα μέρες περίπου ο Σταύρος Γ. απωλήθηκε. Ήρθε δήθεν για να μ’ αποχαιρετήσει αλλά στην πραγματικότητα να με παρακαλέσει ξανά να μην ανοίξω το στόμα μου. Ήταν για λύπηση αυτά τα παιδιά. Τώρα που έφευγαν καταλάβαιναν το πέσιμό τους. Ότι έκαναν τόκαναν από φόβο. Η ήττα τους έσπασε το ηθικό. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι ενώ ήταν καλοί μαχητές, όταν καταρρεύσαμε διαλύθηκαν σαν προσωπικότητες κι ενεργούσαν σαν άβουλα όντα μόνο από ένστικτο για
να σωθούν. Ενεργούσαν σαν έξυπνα ζώα. Ποτέ όμως δεν πίστεψαν ότι είχαμε άδικο. Γι’ αυτό τώρα όλοι τους, χωρίς εξαίρεση παλεύουν μαζί με τον άλλο κόσμο για το δίκιο. Δεν ήθελα να αναφέρω ονόματα, αλλά αν έλεγα μόνο τα γεγονότα θα νόμιζαν μερικοί ότι γράφω παραμύθια για να κάνω τον ήρωα. Ύστερα αυτοί έχουν δημοσιεύσει ενυπόγραφα άρθρα στην εφημερίδα του στρατοπέδου. Έτσι δεν είμαι εγώ ο πρώτος που αναφέρω τα ονόματά τους, έστω και κρυπτογραφικά.

Όταν γίνονταν κατηχητικό έπρεπε να πηγαίνουν όλοι. Εγώ δεν πήγαινα με πρόφαση ότι δεν μπορούσα να σταθώ από το τραύμα. Μια μέρα όμως με πήγαν με τις κλωτσιές και ο κ. ανθυπολοχαγός καθηγητής της Θεολογίας, για να δείξει τον ανθρωπισμό του, μου επέτρεψε και κάθισα πάνω σ’ ένα καφάσι. Μιλούσε για την αιώνια ζωή την αγάπη και την συγχώρεση. Κι εγώ σκούπιζα τις λάσπες από τα ρούχα μου που είχαν γεμίσει όταν μ’ έφερναν κλωτσώντας και σούρνωντας από την σκηνή μου. Με ρώτησε ποια γνώμη είχα για την συγχώρεση και την αγάπη. Του απάντησα ότι το ζήτημα είναι αν μπορεί κανείς να συγχωρεί και να αγαπά κι όχι αν συμφωνεί ή όχι. Δεν ξέρω τι κατάλαβε, πάντως σταμάτησε να με ρωτά. Μόνο είπε: «ο κύριος είναι μεγάλος και θα σε συγχωρήσει και σένα».

Όσο γι ’ αυτούς, ήταν συγχωρεμένοι αφού όσα εγκλήματα έκαναν, τα έκαναν στο όνομά του για να σώσουν τη θρησκεία όπως έσωσαν και την οικογένεια, βιάζοντας κοπέλες και γερόντισες μέχρι ογδόντα χρονών. Όσο πια για την πατρίδα εδώ είναι που έκαναν εκατό τα εκατό το καθήκον τους. Οι τρεις καταχτητές, Ιταλοφασίστες, Γερμανοί Ναζιστές και Βούλγαροι μοναρχοφασίστες είδαν κι έπαθαν από τους εθνικόφρονες της Ελλάδας, τους ταγματασφαλίτες, τους παουτζήδες κι όλη τη σκυλοπαρέα τους.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger