Αρχική » , » "Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 30

"Νεκρή Μεραρχία" Τόμος Β' Μέρος 30

{[['']]}
Αριστερά: Νίκος Παΐσιος από το χωριό Βυζίκι Γορτυνίας. Δάσκαλος, αγωνιστής εθνικής αντίστασης, στέλεχος της ΕΠΟΝ. Πνίγηκε στο μεγάλο ναυάγιο του πλοίου «χειμάρα» μαζί μ ’ άλλους 35 πολιτικούς κρατούμενους το 1947.

Τάκης Πάϊσιος, απόφοιτος Γυμνασίου αδελφός του Νίκου σπουδαστής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Δ.Σ. στο Μωριά Πιάστηκε άοπλος και τον σκότωσαν με τα παλούκια στο χωριό Αγιονέρι - Ηραίας. Πετάζαν το πτώμα στο ρέμα και τόφαγαν τα σκυλιά Ήταν το τρίτο θύμα της οικογένειας, ο αδερφός τους Σπήλιος πέθανε από τα βασανιστήρια των Ιταλών.

 Κατατρεγμός, πείνα, εξόντωση των τελευταίων ανταρτών

Όλοι ικανοποιούνται από το χαμό μας. Τα κεφάλια μας αξίζουν τρεις οκάδες κρασί στην ταβέρνα του χωριού. Αυτό το πήγαινε έλα δηλαδή εμείς να μαζεύουμε ξεκομμένους κι αυτοί να φεύγουν συνεχίστηκε ενάμισυ μήνα. Τέλος απογοητευτήκαμε. Σταματήσαμε να ψάχνουμε εδώ κι εκεί και να οργανώνουμε αποστολές. Κάθε έξοδος από το δάσος πληρώνονταν με αίμα. Ο Γκιουζέλης, άνθρωπος ταλαιπωρημένος και βασανισμένος από τη δικτατορία του Μεταξά, σωστό σωματικό ράκος, κατάπεσε πολύ. Δεν μπορούσε να ακολουθεί εμάς με τα πόδια. Όσο υπήρχε η ελεύθερη περιοχή, τα κατάφερνε με το άλογο. Τώρα μέσα στα χιόνια, νηστικός και ξενύχτης σιγά - σιγά έμενε. Μετά τον τραυματισμό του στη μάχη στο Δρακοβούνι της Κερπινής και την πορεία προς την Κορινθία, έγινε χειρότερα.

Αποφάσισε λοιπόν, για να μη μας δυσκολεύει κι εμάς να ξεκουραστεί και να συνέλθει. Κράτησε μαζί του τον Κώστα Καζατζή, τον Ελληνοαλβανό και πήγε με την οικογένεια των Ψυχαραίων. Ήταν από το χωριό Χρυσοβίτσι Μαντινείας, ήταν όλοι στο βουνό, μικροί, μεγάλοι και τα μωρά. Έμεινε μαζί τους οχτώ μέρες. Σ’ όλη τη διαδρομή, που τον πήγαινα δεν έβγαλε κουβέντα. Κάθε τόσο κοντοστέκονταν. Είχε τσακιστεί σωματικά. Κοντά στ’ άλλα έπιασε απόστημα σ’ ένα δόντι. Τρία ημερόνυχτα έμεινε ξάγρυπνος. Πρώτη φορά είδα τέτοιον άνθρωπο, να πονάει και να μη βογγάει, παρά μόνο να στέκεται κουλουριασμένος με τα μάτια μισοκλεισμένα. Άγιο Λείψανο είχε γίνει. Εμείς δεν μπορούσαμε να του προσφέρουμε τίποτα. Ευτυχώς έσπασε το απόστημα κι έβγαλε μισό ποτήρι πύον και ησύχασε.

Οι αντάρτες νόμισαν ότι ο Μέραρχος έφυγε για μια σπουδαία αποστολή. Διαδόθηκε ότι πήγαινε να συναντήσει κάποια αποστολή που ήρθε με υποβρύχιο και κάτι τέτοια. Μέσα στην απόγνωσή τους πίστευαν τα πιο απίθανα πράγματα σαν το χαμένο μέσα στη Σαχάρα που βλέπει λιβάδια και δέντρα. Αυτό το γεγονός έδωσε κάποια ελπίδα γι’ αυτό σταμάτησε η διαρροή. Όμως η αυταπάτη κράτησε πολύ λίγο όπως κάθε όνειρο.

Απ’ αυτούς που έφευγαν έμαθε ο εχθρός ότι ο Γκιουζέλης και ο Κονταλώνης βρίσκονται ακόμη στο Μαίναλο. Γι' αυτό έριξαν μέσα στο Μαίναλο μια Ταξιαρχία στρατού και χώρια χωροφύλακες. Τα χωριά γύρω ήταν πιασμένα όλα. Κι άλλους τόσους να έφερναν λίγο μας ένοιαζε αν είχαμε λίγο αλεύρι, έστω μια χούφτα κάθε μέρα. Δυστυχώς δεν είχαμε ούτε μια κουταλιά. Έτσι κάθε τόσο βγαίναμε από τα έλατα και παίρναμε μπάλα τα χωριά για να βρούμε κάποιο ανοιχτό να πάρουμε τρόφιμα. Κάθε βραδιά περνούσαμε από τρία - τέσσερα χωριά. Αυτός ο γύρος μας έπαιρνε τρεις - τέσσερις μέρες. Μπαίναμε βαθειά στον κάμπο γιατί εκεί ήταν πολλά χωριά και τα φύλαγαν μόνο μάϋδες. Έτσι όλο και κάτι πετυχαίναμε. Χτυπούσαμε ιδιαίτερα στα ακρινά σπίτια ή στα απόμερα. Τις περισσότερες φορές λέγαμε ότι είμαστε απόσπασμα για να μας ανοίξουν. Ο κόσμος από το φόβο του άνοιγε. Αν τους λέγαμε ότι είμαστε αντάρτες δε μας άνοιγαν και έβαζαν τις φωνές. Παίρναμε ότι μπορούσαμε στην πλάτη μας και ντουφεκισμένοι γυρίζαμε στο Μαίναλο.

Μια βραδιά κατεβήκαμε στον κάμπο. Δεν μπορέσαμε να μπούμε πουθενά. Παντού μας ντουφέκιζαν. Πήγαμε στα Μερζέϊκα Καλύβια κι ήταν αδειανά. Ανεβήκαμε στο χωριό Μερζέ ή Εκκλησούλα και μας κυνήγησαν. Περάσαμε από κάτι μαντριά στη Μερζέϊκη Παναγιά για κανένα σφαχτό. Δε βρήκαμε τίποτε γιατί μάζεψαν τις στάνες στο χωριό. Τέλος καταλήξαμε στο χωριό Καράτουλα. Μπήκαμε από το κάτω μέρος σ’ ένα ακρινό σπίτι. Εκεί βρήκαμε μια γριά. Την ρωτήσαμε αν είναι στρατός στο χωριό. Δεν ήξερε. Μας είπε ότι έρχονταν κι έφευγαν κάθε τόσο. Στο χωριό δεν ακούγονταν τίποτα. Υπολογίσαμε ότι το πετύχαμε ανοιχτό. Χωριστήκαμε δύο - δύο και αρχίσαμε να μαζεύουμε τρόφιμα. Εγώ, ο Πέρδικας, ο Κανατάς και ο Κωστάκης Μπατίστας από το χωριό Ντόριζα, πιάσαμε τα αλώνια με το οπλοπολυβόλο για καλό - κακό. Εκεί δίπλα στα αλώνια ήταν το σπίτι του προέδρου της κατοχής.

Ο Πέρδικας σκέφτηκε να πάρουμε κι απ’ αυτόν τρόφιμα. Έστειλε λοιπόν τους δύο αντάρτες να χτυπήσουν την πόρτα και να πάρουν τρόφιμα. Εγώ έμεινα με το οπλοπολυβόλο και ο Πέρδικας στάθηκε στη γωνία του σπιτιού. Ανέβηκαν οι αντάρτες την σκάλα και χτύπησαν την πόρτα. Ακούστηκε η φωνή της νοικοκυράς. Της είπαν ότι είναι χωροφύλακας για να ανοίξει. Αυτή τους είπε να περιμένουν λίγο. Και σε ένα - δύο λεπτά ακούστηκαν ριπές οπλοπολυβόλου μέσα από το σπίτι. Χτύπησαν χωρίς να ανοίξουν την πόρτα, πάνω στην πόρτα. Δυστυχώς ο Κωστάκης, παιδί δεκαοχτώ χρονών στέκονταν μπροστά στην πόρτα ακριβώς. Δεν πήρε τα μέτρα του όπως κάναμε πάντα όταν χτυπούσαμε κάποια πόρτα'. Χτυπούσαμε και πιάναμε τ’ αγκονάρι, τον λαμπά, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, για να προφυλαχτούμε μήπως μας χτυπήσουν από μέσα.

Το χτύπησαν το παιδί στην κοιλιά. Τόκοψαν στη μέση κι έπεσε μπροστά στη πόρτα. Άρχισε να φωνάζει. Δεν μπορούσαμε να πλησιάσουμε. Ούτε κι αυτός να κατρακυλήσει τη σκάλα, ήταν βαριά χτυπημένος. Αυτοί ντουφέκιζαν από μέσα συνεχώς. Έριχναν και χειροβομβίδες. Εμείς δεν απαντούσαμε. Περιμέναμε να σταματήσουν, να πιστέψουν ότι φύγαμε για να πλησιάσουμε να πάρουμε τον Κωστάκη. Σε λίγο οι φωνές σταμάτησαν κι έγιναν ένα βουβό αγκομαχητό. Βουίζουν ακόμη τα αυτιά μου, μετά από τριάντα πέντε χρόνια, όταν θυμάμαι εκείνο το βράδυ. Μου φαίνεται ότι ακούω τις σπαραχτικές φωνές του Κωστάκη και το αγκομαχητό. Σιγά - σιγά το αγκομαχητό έσβησε και το παιδί έμεινε εκεί πάνω στο σκαλοπάτι της πόρτας.

Στο μεταξύ μέσα στο χωριό είχε ανάψει το ντουφεκίδι. Στο χωριό ήταν στρατός, ήταν περίπου μια διμοιρία. Είχαν πιάσει τα δύο ακριανά σπίτια στο έμπα του χωριού από το δρόμο του χωριού Βάγγου και στο έβγα προς το δρόμο για το χωριό Λυκόχεια. Οι φίλοι ήσυχοι - ήσυχοι τόχαν ρίξει στον ύπνο. Τόχαν σίγουρο ότι αν χτυπήσουμε κάποια πόρτα θα βάλουν τις φωνές. Με τις ριπές και τα ουρλιαχτά, πετάχτηκαν από τον ωραίο τους ύπνο και στην αρχή αιφνιδιάστηκαν γι’ αυτό δεν έκαναν τίποτε αλλά μόνο περίμεναν. Όταν διαπίστωσαν ότι δεν κινδυνεύουν εκτός από την ομάδα που ήταν στου προέδρου το σπίτι, οι άλλοι πετάχτηκαν έξω και χύθηκαν τρέχοντας στους δρόμους του χωριού. Εκεί τώρα συναντήθηκαν με τους αντάρτες και ούτε οι μεν ούτε οι δε ήξεραν τι ακριβώς γίνεται. Οι δικοί μας, προσπαθούσαν να βγουν το γρηγορότερο από το χωριό. Οι στρατιώτες έτρεχαν στους δρόμους και ντουφεκούσαν χωρίς να ξέρουν που είναι οι αντάρτες.

Σε λίγο οι δικοί μας συγκεντρώθηκαν στα αλώνια. Έλειπαν μόνο δύο. Ο Νίκος Κόλιας από το χωριό Γκλιάτα της πάνω Μεσσηνίας, αν δεν κάνω λάθος και μια αντάρτισσα από το χωριό Γλανιτσιά της Γορτυνίας, νομίζω την έλεγαν Γιαννούλα. Τι να κάναμε όμως, δεν μπορούσαμε να περιμένουμε άλλο, κόντευε πια να φωτίσει κι έπρεπε με τα χαράματα να είμαστε στα έλατα.

Πήραμε τα λιγοστά τρόφιμα που είχαμε μαζέψει και γρήγορα -γρήγορα βγήκαμε πάνω από το χωριό προς τα έλατα. Καθώς βαδίζαμε αμίλητοι, στο ζάρι του βουνού είδαμε κινήσεις. Έτρεχαν αριστερά μας να βγουν στην κορυφή. Τρέχαμε και μεις να βγούμε πρώτοι. Λαχανιάσαμε τρέχοντας. Βγήκαμε πρώτοι. Αυτοί που κινούνταν παράλληλα κι αριστερά έτρεχαν στην πλαγιά λοξά. Ακούγαμε τις πέτρες που κυλούσαν.

Τελικά βγήκαμε μπροστά τους, ήταν δικοί μας. Καθώς τρέχαμε για να μπούμε στα έλατα, στραμπούληξε το πόδι της αυτή η κοπέλα από το χωριό Γλανιτσιά και δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Σιγά - σιγά βοηθώντας την, μπήκαμε στα έλατα. Το πόδι της είχε πρηστεί, είχε γίνει νταούλι και είχε μελανιάσει. Πονούσε αφάνταστα. Τι να την κάνουμε τώρα και πως να την μεταφέρουμε και που να την πάμε; Αποφασίσαμε να την κρύψουμε για δύο - τρεις μέρες μέχρι να συνέλθει κάπως. Την αφήσαμε σ’ ένα απόμερο μέρος, της αφήσαμε σπίρτα ν’ ανάψει φωτιά τη νύχτα, της μαζέψαμε ξύλα και της αφήσαμε μισό καρβέλι ψωμί για να περάσει δύο - τρεις μέρες μέχρι που να γυρίσουμε. Όσο για νερό είχε χιόνι εκεί κοντά. Φύγαμε για να σμίξουμε με τους άλλους γιατί κι αυτοί περίμεναν τρόφιμα. Όταν ανταμώσαμε με τον Γκιουζέλη και του είπαμε για τα γεγονότα, αγανάκτησε.

Εκείνο το βράδυ χάσαμε δύο. Τον Γιώργο και την κοπέλα. Την είχαμε κι αυτήν ξεγράψει. Και δεν είχαμε άδικο. Όταν μετά από δύο μέρες πήγαμε να τη βρούμε δεν ήταν εκεί. Όπως μάθαμε, μετά από μια εβδομάδα από έναν Λυκοχιώτη, την βρήκαν οι στρατιώτες κι ευτυχώς δεν την σκότωσαν. Την έβαλαν σ’ ένα μουλάρι και την κατέβασαν στο χωριό. Από κει κι ύστερα δεν μάθαμε τι έγινε. Σ' άλλη αποστολή στο χωριό Καλυβάκια σκοτώθηκε άλλη αντάρτισσα την έλεγαν Ντίνα και ήταν από το χωριό Παλιομοίρι Μεγαλόπολης. Ήταν από τις πρώτες αντάρτισσες. Σ’ άλλη αποστολή τραυματίστηκε σοβαρά στο πόδι ο ασυρματιστής Πέτρος Πέτρου και τον έκρυψαν εκεί κοντά στα έλατα. Μέχρι εκείνη τη μέρα ο Γκιουζέλης υποστήριξε τη γνώμη ότι είναι ντροπή να πεθάνουμε από την πείνα. Τώρα όμως άλλαξε γνώμη. Μας κάλεσε όλους και μας είπε ότι δεν είναι δυνατόν
έτσι να συνεχίσουμε. Το ψωμί που τρώμε είναι βουτηγμένο στο αίμα των συντρόφων μας. Πρέπει για κάμποσο καιρό να κάνουμε αφάνεια και να τη βγάλουμε με χόρτα κι ότι άλλο, μέχρι που να δούμε πως τελικά θα διαμορφωθούν τα πράγματα. Πίστευε ότι μετά τις εκκαθαριστικές θα αφή σου ν τον κόσμο να βγει από τα χωριά και τους τσοπάνηδες να βγάλουν τις στάνες στα βουνά.

Είχε όμως πέσει έξω. Όλη την άνοιξη κι όλο το καλοκαίρι δεν θα έβγαινε στο Μαίναλο ούτε σκύλος από τα χωριά. Ο κόσμος έβλεπε τη σοδειά του και τα ζωντανά του να χάνονται, αγανακτούσε και γι’ αυτό σα μόνη λύση έβλεπε τη δική μας εξόντωση για να σωθούν τα ζώα του και η σοδειά του. Τελικά πήραν όλοι όπλα για να ξεκκαθαρίσουν τα βουνά και να ησυχάσουν όπως - όπως. Για κάμποσες μέρες δεν οργανώσαμε αποστολές στα χωριά για τρόφιμα. Τρώγαμε χόρτα και σαλιγκάρια.

Εκείνες τις μέρες ο Γκιουζέλης αποφάσισε να πάρει επαφή με το Γενικό Αρχηγείο δια μέσου της Αθήνας. Γι’ αυτό αποφάσισαν να φύγει ο Κωστάκης Μουλόπουλος για την Αθήνα να πάρουμε επαφή. Ποιά ήταν η αποστολή του δεν ξέρω. Οι μόνοι που τόξεραν ήταν ο Γ κιουζέλης και ο Μουλόπουλος ίσως και ο Κονταλώνης. Του δώσαμε μια καπαρτίνα που φορούσε ένας αντάρτης για μαντύα, ένα πολιτικό παντελόνι κι ένα σακάκι κι έτσι τον ετοιμάσαμε για την αποστολή του, στην ουσία για το νεκρικό του ταξίδι. Απ’ ότι είδα δέχτηκε την αποστολή του με χαρά. Έχω την εντύπωση ότι την επιζητούσε γιατί δεν είχε πλήρη γνώση της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί έξω από τα έλατα.

Ξεκίνησαν λοιπόν τρεις. Ο Μουλόπουλος, ο Αντρέας Γιαλαμάς και ο Νίκος Ψειροφονιάς. Ο Μουλόπουλος θα έμενε στον κάμπο της Μηλιάς απέξω από το χωριό του, Πέλαγος. Ο Γιαλαμάς θα τον συνόδευε μέχρι το εξώσπιτο στον κάμπο της Μηλιάς το οποίο θα ήταν νεκρή γιάφκα, δηλαδή εκεί θα άλλαζαν σημειώματα. Ο Ψειροφονιάς θα έμενε πιο πίσω και ασφαλώς δεν γνώριζε ούτε που πάει ο Μουλόπουλος ούτε καν το ρόλο που θα έπαιζε το εξώσπιτο.

Τακτικοί στα ραντεβού μ' έναν εκτελεσμένο

Κάθε δεκαπέντε μέρες, έφευγε ο Γιαλαμάς και κατέβαινε στον κάμπο της Μηλιάς, πήγαινε στο εξώσπιτο, ανανέωνε το σημείωμα, αλλά απάντηση από το Μουλόπουλο δεν παίρναμε. Είμασταν όμως αισιόδοξοι γιατί αφού δεν είχε συλληφθεί όπως νομίζαμε, βγάζαμε το συμπέρασμα ότι έχει φθάσει στην Αθήνα. Και που να ξέραμε ότι δεν είχε προλάβει να χορτάσει ψωμάκι. Το τρίτο δεκαπενθήμερο ο Γιαλαμάς πήγε με δισταγμούς στην αποστολή. Το τέταρτο όμως είχε αντιρρήσεις. 'Ελεγε ότι θα πρέπει να τελειώνουμε μ’ αυτήν την αποστολή. Δεν βγαίνει τίποτε, Μέσα σε δύο μήνες ότι είχε να γίνει θα είχε γίνει. Γι' αυτό πρότεινε να πηγαίνουμε κάθε μήνα. Εμείς δεν συμφωνήσαμε γιατί αν θα το πάμε κάθε μήνα μπορεί να υπάρξει μια εξέλιξη στο μεταξύ και να χάσουμε την ευκαιρία. Έτσι θα ξαναπήγαινε σε τρεις μέρες. Πριν φύγει όμως περάσαμε από το Τρίκορφο στου Κολοκοτρώνη τη βρύση. Εκεί κοντά στο διάσελο έστηναν ενέδρα τα αποσπάσματα. Εμείς περνούσαμε απ’ αυτές τις τοποθεσίες, αφού βέβαια πρώτα τις ελέγχαμε, για να βρούμε αποτσίγαρα και κομμάτια από εφημερίδες που μαθαίναμε νέα.

Εκείνη λοιπόν τη βραδιά βρήκαμε ένα μεγάλο κομμάτι της εφημερίδας «Αλήθεια» της Τρίπολης. Τη νύχτα δεν τη διαβάσαμε γιατί δεν ανάψαμε φωτιά. Το πρωί εμείς λαγοκοιμόμασταν μέσα στο βάθος του δάσους και ο Πέρδικας ήταν σκοπός. Όταν ξυπνήσαμε όλοι, ο Πέρδικας άρχισε να διαβάζει από μέσα του την εφημερίδα. Σε μια στιγμή τινάχτηκε επάνω κι έβαλε τις φωνές «για κοιτάτε μωρέ τι γράφει, κοιτάτε εδώ το διαβάζω καλά;». Την πήρε ο Γιαλαμάς και μας το διάβασε. Η εφημερίδα έγραφε ότι ο συληφθείς Μουλόπουλος θα προβεί σε αποκαλύψεις και θα μιλήσει στο δικαστήριο κ.λπ., .κ.λπ.. Μείναμε άφωνοι για λίγα λεπτά!. Μετά ψάξαμε για την ημερομηνία. Είδαμε ότι η εφημερίδα ήταν παλαιά. Υπολογίσαμε ότι πρέπει να πιάστηκε δύο - τρεις μέρες μετά την κάθοδό του στον κάμπο της Μηλιάς. Ο Γιαλαμάς αγανάκτησες που τον στέλναμε τσάμπα στο στόμα του λύκου.

Μετά αρχίσαμε να συζητάμε γι’ αυτά που έγραφε η εφημερίδα. Βγάλαμε το συμπέρασμα ότι ο Μουλόπουλος δεν έχει σπάσει. Το πράγμα ήταν απλό. Αν είχε σπάσει θα πρόδινε τη νεκρή γυάφκα με το Γιαλαμά ή θα οργάνωνε έτσι τη δουλειά για να μας βάλει όλους στη φάκα. Επίσης αν είχε σπάσει θα μάζευε χίλιους και πάνω ανθρώπους στο μαντρί, γιατί αυτός κρατούσε τον παράνομο μηχανισμό Αθήνας - Τρίπολης για δύο χρόνια. Τέτοιο πράγμα όμως δεν βγαίνει απ’ αυτά που γράφει η εφημερίδα. Βγάλαμε το συμπέρασμα ότι ο Μουλόπουλος κάτι άλλο έχει στο νου του όταν υπόσχεται να μιλήσει στο δικαστήριο και το γράφει και στις εφημερίδες.

Τότε πιστέψαμε όλοι ότι, ή η εφημερίδα τα γράφει από μόνη της ή ο Μουλόπουλος χρησιμοποίησε την εφημερίδα για να σπάσει όλες τις γιάφκες από Αθήνα μέχρι Τρίπολη. Τώρα είμαι σίγουρος ότι τόκανε γι ’ αυτό μια και δεν είχε άλλο τρόπο να ειδοποιήσει. Έμαθα ότι πραγματικά είχαν γίνει ετοιμασίες στο δικαστήριο για να μιλήσει, είχαν ακόμη βάλει και μεγάφωνα. Αυτός μίλησε, αλλά τους έβρισε όπως τους άξιζε. Γι’ αυτό λέω ότι είμαι σίγουρος ότι χρησιμοποιήσε τα μέσα του εχθρού για να σπάσει όλες τις επαφές και καλά έκαμε. Έτσι ειδοποιηθήκαμε όλοι να οργανώσουμε αλλιώς τις δουλειές μας. Αυτό το κόλπο είναι παλιό. Δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος που το χρησιμοποίησε. Όσοι έχουν ανακατευτεί μ’ αυτά το ξέρουν. Ο Μουλόπουλος πολλές φορές μας έκανε κουβέντα για τέτοια περιστατικά μια και δούλευε σχεδόν στον παράνομο μηχανισμό. Ήταν τόσο εφευρετικός που κατόρθωσε να έχει τοποθετήσει μέσα στους στρατώνες της Τρίπολης, την επαφή με την Αθήνα. Κι αυτό το πέτυχε γιατί ο άνθρωπος που κρατούσε την επαφή κλήθηκε φαντάρος. Έμεινε εκεί τέσσερις μήνες κι έκανε άνετα τη δουλειά του.

Τώρα άλλοι λένε πολλά κι άλλοι θέλουν ντε και καλά να παρουσιάσουν το Μουλόπουλο σα λιπόψυχο και την ενέργειά του σαν απόπειρα να σωθεί και την τελευταία στιγμή, όταν είδε ότι δεν σώνεται, ξανά έκανε τον νταή. Όλοι αυτοί για μένα είναι πονηροί και μισαλλόδοξοι. Ο εχθρός έχει συμφέρον να λέει τέτοια. Δουλειά του κάνει. Οι άλλοι όμως, οι αριστεροί και οι αριστερίζοντες είναι γλοιώδη υποκείμενα. Είναι λουφατζήδες οι περισσότεροι. Αυτοί κάθισαν στα αυγά τους και για να δικαιώσουν τη στάση τους το κάνουν σαν κείνον τον πίθηκο που του κόψανε την ουρά και μετά έλεγε και στους άλλους να κόψουν τη δικιά τους. Τούτοι δεν λένε έτσι, αλλά όπου μπορούν πάνε να εξισώσουν τους άλλους με τον εαυτό τους. Σ’ όλους βρίσκουν λάθη, αδυναμίες κ.λπ. Υπάρχει κι άλλη μια κατηγορία που νομίζει ότι όσους πιο πολλούς βγάλεις σκάρτους τόσο πιο πολύ ανεβαίνεις. Έτσι λοιπόν δε χάνει ευκαιρία όταν ακουστεί κάτι, το αρπάζει αμέσως και το κάνει σημαία και το ανεμίζει.

Ο Μουλόπουλος όμως τώρα πια δεν τους έχει ανάγκη. Είναι απρόσβλητος από συκοφαντίες και σαλιαρίσματα. Είναι ένας τιμή μένος νεκρός που πάλεψε μ ’ όλα τα μέσα μέχρι τέλους. Αυτό μετράει, αυτό μένει στην ιστορία. Είναι αλήθεια ότι μια μεγάλη μερίδα από τίμιους αγωνιστές αλλά και πολλοί τίμιοι άνθρωποι δεν μπορούν καθόλου να πλησιάσουν, έστω και με την φαντασία τους, την αγριότητα, τη σκληράδα, τα μέσα και τις μεθόδους με τις οποίες έγινε κείνος ο πόλεμος. Νομίζουν ότι από τη μια και από την άλλη παραταχτήκανε κάμποσα παλληκάρια κι έπιασαν το μετερίζι και πολεμούσαν δηλαδή όπως στα παραμύθια. Μα δεν έγιναν όμως έτσι τα γεγονότα.

Ο εμφύλιος πόλεμος έχει δικά του γνωρίσματα, δεν σταματάει σε αρχές, διεθνείς νόμους, συνθήκες κ.λπ. Εδώ από τη μια μεριά ήταν ένα δοσίλογο κράτος προδοτών, τσιφλικάδων, μεγαλοαστών, στρατοκρατών, νεοδοσίλογων και ότι χειρότερο υπάρχει σε τούτο τον τόπο. Από την άλλη, ο άοπλος λαός που είχε μόνο την ψυχική δύναμη να αρπάζει όπλα από τον εχθρό, να εφοδιάζεται από αυτόν πληρώνοντας με αίμα και να πέφτει στη μάχη, την άνιση μάχη, την αδυσώπητη, να χτυπιέται σ’ όλα τα μέτωπα, πολιτικό, οικονομικό, πολεμικό. Ο εχθρός χρησιμοποιούσε αδίσταχτα όλα τα μέσα από το αεροπλάνο μέχρι το δηλητήριο, από τις βόμβες ναπάλμ μέχρι το σιδερένιο στεφάνι στο κεφάλι. Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες είμασταν υποχρεωμένοι και μεις να προσαρμοστούμε στους κανόνες του παιχνιδιού.

Ενώ λοιπόν εμείς μέσα στα έλατα, άφαντοι και ξεκομμένοι από τον κόσμο, νηστικοί και γδυτοί, προσπαθούσαμε να κρατήσουμε μια σπίθα αναμμένη, στις πόλεις και στα χωριά το μακελειό είχε πάρει διαστάσεις γενοκτονίας, εναντίον των αριστερών και των προοδευτικών δημοκρατών. Τα στρατοδικεία συνεδρίαζαν μέρα νύχτα ακόμη και τις Κυριακές. Στα χωριά κυριαρχούσαν και αποφάσιζαν για τη ζωή του κόσμου οι ταγματασφαλίτες, οι δοσίλογοι, οι κάθε λογής προδότες, που αντιπροσώπευαν ότι κατακάθι κοινωνικοπολιτικό υπήρχε στην ύπαιθρο. Ανάμεσα στους καπνούς από τις φωτιές και το μεθύσι από τα λύτρα, στήνονταν στρατοδικεία και κόβονταν κεφάλια.

Την κατάσταση στο κάθε χωριό την είχαν πάρει στα χέρια τους τα πιο καθυστερημένα στοιχεία, που κοντά στ’ άλλα ικανοποιούσαν τ’ απωθημένα τους, τα πλέγματα κατωτερότητας και τα ανικανοποίητα πάθη τους, τα ζωώδη πάθη τους, με κτηνώδικο τρόπο. Το αιώνιο μίσος αυτών των καθυστερημένων στοιχείων, για την αιώνια καταπίεση και στέρηση που κουβαλούσαν μέσα τους, με τη βία και τη διαστρέβλωση, με την εξαγορά και το δόλο, το κράτος της ξενόδουλης άρχουσας τάξης, με τη βοήθεια της εκκλησίας, το έστρεψε εναντίον τους, εναντίον των άλλων καταπιεζόμενων που ξεσηκώθηκαν. Έτσι συνήθως γίνεται μερικοί καταπιεζόμενοι γίνονται εχθροί του εαυτού τους. Οι Γερμανοφασίστες και οι Ιταλοφασίστες, είναι άκα-κα παιδάκια μπροστά στο δοσίλογο κράτος των Ελληνοφώνων καθαρμάτων που κυβερνούσαν τότε τη χώρα.

Για το όργιο αίματος εκείνη την περίοδο δεν έχει γραφτεί τίποτα σχεδόν. Το ΚΚΕ έπεσε στη παρανομία και τη φαγωμάρα και δεν κατόρθωσε να μαζέψει και να δώσει στοιχεία στη δημοσιότητα. Μέχρι σήμερα το σύνδρομο της ήττας δε μας άφησε να κάνουμε σωστή δουλειά. Υπάρχουν και οι τριτοδρομικοί, οι νεόκοποι φωστήρες που θέλουν να εμφανίζονται σαν αριστεροί. Αυτοί κάνουν εξισώσεις: Ακρότητες της δεξιάς ακρότητες του ΚΚΕ. Να τα σβήσουμε λοιπόν.

Έχεις ακούσει, έχεις διαβάσει πουθενά αναγνώστη να εξισούται ο πατριωτισμός με την προδοσία; Το έγκλημα με την τιμωρία; Κύριοι το φως με το σκοτάδι δεν εξισώνεται. Όπου λείπει το ένα υπάρχει το άλλο. Όπου υπάρχει και κυριαρχεί ο δοσιλογισμός και η προδοσία, λείπει ο πατριωτισμός και το αντίθετο. Πως λοιπόν τώρα θα γίνουν οι «ακρότητες» του Μελιγαλά το ίδιο με
τις Παλιόχουνες, τις Καισαριανές, τα Χαϊδάρια, την Τρίπολη, το Μεζούρλο κ.λπ. κ.λπ.; Το Μελιγαλά δεν ήταν έγκλημα κύριοι. Βάλτε το καλά στο μυαλό σας. Οι τιμωρίες των προδοτών δεν είναι εγκλήματα. Είναι πράξεις αμύνης, πράξεις για την επιβίωση, που κάνουν οι λαοί, ιδιαίτερα οι μικροί λαοί, σαν το δικό μας, για να ζήσουν. Αυτές οι πράξεις είναι επιβεβλημένες από την ιστορία και θα δικαιωθούν ιστορικά.

Εμείς προσπαθούσαμε να κρατήσουμε μια σπίθα αναμμένη όπως είπα. Είμασταν όμως στα σύννεφα. Ο τόπος ήταν ξερός. Τα χορτάρια τώρα άρχισαν να φυτρώνουν και τα αγριολάχανα μόλις έσκαζαν μύτη. Το μόνο πράσινο ήταν οι ελατόκλαρες, αλλά αυτές δεν τρώγονταν. Ευτυχώς υπήρχαν πολλά σαλιγκάρια και μ’ αυτά ψευτοζούσαμε. Στα χωριά κατεβαίναμε αλλά ήταν πιασμένα και μόνο αρπαχτά παίρναμε καμιά χούφτα αλεύρι. Ο Γκιουζέλης υποστήριζε την άποψη ότι «είναι ασυγχώρητο να μας σκοτώνουν, για το φαΐ. Υποστήριζε την άποψη ότι θα πρέπει για ένα δύο μήνες να υποφέρουμε από έλλειψη τροφίμων, παρά να πηγαίνουμε για ψωμί και να μας σκοτώνουν. Εμείς δεν υποστηρίζαμε τίποτε. Ξέραμε από πείρα ότι ο αντάρτης όλα τα πληρώνει με αίμα. Από το φυσίγγι μέχρι το ψωμί, από το παπούτσι μέχρι το νερό. Αυτά που έλεγε ο Γκιουζέλης ήταν απόψεις άπειρου αντάρτη.

Το βουνό ήταν γεμάτο στρατό. Είχαν ξεθαρέψει και όργωναν τον τόπο με τις εξερευνήσεις. Όλη μέρα έπρεπε να είμαστε στο πόδι. Ο Στρατός ματαιοπονούσε. Δεν ήταν δυνατόν να μας βρει. Κι αν ακόμη μας συναντούσε, η συνάντηση θα κατάληγε σε βάρος του. Εμείς θα το χτυπούσαμε πρώτοι και μετά θα χανόμασταν μέσα στον ωκεανό του δάσους. Τα ακουστικά φυλάκια στο Μαίναλο ήταν αυτά που έβγαζαν το φίδι από την τρύπα. Τους πιάναμε σε τρακόσια μέτρα και παραπάνω. Από το πρωί είμασταν στο πόδι. Μετά τις πέντε το απόγευμα τα πράγματα ησύχαζαν. Αυτό το κρυφτούλι συνεχίζονταν ένα μήνα τώρα. Στο Μαίναλο μόνιμα έμενε η διοίκηση δηλαδή Γκιουζέλης, Κοντα-λώνης και πέντε ή έξι αντάρτες που είχαν σχέση με τη διοίκηση. Εμείς φεύγαμε κάθε τόσο για αποστολές στον κάμπο και μετά από τέσσερις - πέντε μέρες ξαναγυρίζαμε.

Κάθε έξοδος από τα έλατα σήμαινε και κάποια απώλεια. Όλος ο κάμπος και τα ριζά ήταν σπαρμένος με ενέδρες. Τρεις -τέσσερις μάϋδες κι ένας χωροφύλακας ή ένας λοχίας έφτιαναν μια ενεδρική ομαδούλα. Μόλις νύχτωνε ξεκινούσαν για το καρτέρι, όπως το έλεγαν, του λαγού. Φανταστείτε τώρα πόσες ομαδούλες έβγαζε το κάθε χωριό, πόσες η χωροφυλακή και πόσες ο στρατός. Μέσα λοιπόν από εκείνες τις χιλιάδες παγίδες έπρεπε να περάσουμε για να κατεβούμε και ν’ ανεβούμε. Γι' αυτό κάθε φορά μας μάτωναν. Απλώνονταν παντού γιατί τώρα πια δε μας φοβούνταν. Ήταν σίγουροι ότι δεν έχουμε δύναμη μα ούτε και φυσίγγια.

Εμείς όλα αυτά τα αντιμετωπίζαμε με την πείρα μας και τα τερτίπια μας. Καταργήσαμε τους δρόμους, τα δρομάκια, τα διάσελα και τις κορφές. Βαδίζαμε στη μέση της πλαγιάς και στη μέση του κάμπου μέσα στα χωράφια. Είμασταν αόρατοι, αθόρυβοι, γρήγοροι όλο αυτιά και όσφρηση. Πιάναμε το μικρό τσάχαλο και τη μυρωδιά του τσιγάρου στα τρακόσια μέτρα. Ακόμη και τις παγίδες για τους λαγούς ξεφεύγαμε.Σιγά - σιγά χάσαμε και τους τελευταίους έμπιστους στα χωριά. Μας πρόδιναν όταν παίρναμε επαφή ή και μας χτυπούσαν ανοιχτά. Είπαμε ότι «όλοι ήθελαν να χαθούμε, εχθροί και φίλοι». Οι εχθροί γιατί ήταν εχθροί μας, οι φίλοι μας για να γλυτώσουν από τους εχθρούς μας.

Φίλοι έμπιστοι έφαγαν το Θεοδωράκη Πρεκεζέ φίλοι έφαγαν και το Μιχάλη Στράγγα, ένα παλιό αντάρτη από το χωριό Σούλου Μεγαλόπολης που τον είχαμε βγάλει από τις φυλακές της Σπάρτης. Πήγε σπίτι τους κι αυτοί τούχαν στήσει παγίδα. Τον σκότωσε ο γυιός τους που ήταν στα ΛΟΚ κι είχε έρθει με άδεια. Δε θυμάμαι τώρα πια το επώνυμό αυτής της οικογένειας. Κάποιος θα το ξέρει από το χωριό Κυπαρίσσια Μεγαλοπόλεως. Εκεί νομίζω έγινε το κακό. Ήταν μαζί του ο ξάδερφό μου ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Αυτός μου το διηγήθηκε. Έτσι κάθε φορά γίνονταν όταν βγαίναμε από το δάσος. Κάθε αποστολή γύριζε κουτσουρεμένη. Η ζωή μας κάθε μέρα γίνονταν και πιο δύσκολη. Έπρεπε και μεις να προσαρμοστούμε. Αλλάζαμε συνήθειες και τερτίπια.

Το τέλος τριών δοξασμένων λοχαγών του Δ. Στρατού

Σταματήσαμε σιγά - σιγά κάθε προσπάθεια για να μαζέψουμε τους ξεκομμένους. Ήταν σκέτη ματαιοπονία. Φέρναμε δύο, έφευγαν τρεις. Όσους μαζεύαμε κάθονταν τρεις - τέσσερις μέρες και μετά έφευγαν. Διαλύθηκαν και οι ομάδες και σιγά - σιγά μείναμε σχεδόν εμείς και μεις. Τώρα έπρεπε να απαλλαγούμε και μεις από τη νοοτροπία του στελέχους και να αποχτήσουμε τη νοοτροπία του απλού αντάρτη. Όσο κι αν φαίνεται απλό δεν είναι όμως τόσο εύκολο. Μόνο η σκληρή πραγματικότητα μας βοήθησε, άλλος πιο νωρίς κι άλλος πιο αργά, να απαλλαχτεί από αυτήν την ιδιότητα. Ο Γκιουζέλης, μια και περνούσαμε πείνες φοβερές, δεν ξέρω γιατί, έστειλε το Βασιλόπουλο Αρίστο, τον Κατριβάνο Παναγιώτη, το Βασίλη Κωνσταντόπουλο ή Λύσσαντρο κι άλλους δύο αντάρτες να περάσουν στο Ανατολικό Μαίναλο και να ελιχθούν εκεί για καμιά δεκαριά μέρες. Ίσως τόκανε αυτό για να λιγοστέψουμε.

Αυτοί πήγαν εκεί κάθισαν τρεις μέρες, μετά γύρισαν στο Κεντρικό Μαίναλο χωρίς να έρθουν σε εμάς. Έγραψαν ένα σημείωμα και μας το έστειλαν στη νεκρή γιάφκα με τους δύο αντάρτες. Στο σημείωμα έγραφαν ότι δεν μπορούσαν να μείνουν στο Ανατολικό Μαίναλο και ότι θα φύγουν για τη Μεσσηνία. Αυτή η συμπεριφορά τους ήταν αδικαιολόγητη. Έπρεπε να έρθουν σε μας και μετά να φύγουν. Να μας πουν που θα πάνε και γιατί. Ασφαλώς εμείς δεν θα τους αφήναμε να φύγουν. Ακριβώς γι’ αυτό και δεν ήρθαν. Δεν ήταν καιρός τώρα να σκορπίζουμε. Έπρεπε να μείνουμε όλοι μαζί. Τώρα, περισσότερο από άλλοτε, έπρεπε να μείνουμε ματσωμένοι γιατί τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα.

Αυτοί οι τρεις όμως νόμισαν ότι ξεκόβοντας θα περάσουν καλύτερα τις δυσκολίες, θα περάσουν άνετα το δύσκολο καιρό, δηλαδή ένα - δύο μήνες μέχρι που να φτιάσει η κατάσταση. Σκέφτηκαν επιπόλαια και χωρίς να λαβαίνουν υπόψη τους την κατάσταση που διαμορφώθηκε. Πίστευαν ότι η κατάσταση θα διορθωθεί από μόνη της. Το πρόβατο όμως που ξεκόβει από το μπουλούκι ή του λύκου ή του μαχαιριού πάει, λέει η παροιμία.
Αργότερα, μετά από τρεις μήνες μάθαμε από ένα Στεμνιτσιώτη τσοπάνο το τραγικό τέλος και των τριών.

Έφυγαν λοιπόν για τη Μεσσηνία, για το βουνό της Ιθώμης, για το Βουλκάνο όπως το λένε. Εκεί σε κάποιο χωριό ξεχείμαζε τα πρόβατά του ο πατέρας του Βασίλη Κωνσταντόπουλου, που είχε το παρατσούκλι Χαλίκης. Ξεκίνησαν λοιπόν για την στάνη του γέρο Χαλίκη στο Βουλκάνο. Νομίζω ότι πρέπει να ήταν κοντά στο χωριό Πεταλίδι. Δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Έφθασαν εκεί. Πήραν επαφή. Για κακή τους τύχη όμως κάποιος τους κάρφωσε και τους πιάσανε στη λούφα ζωντανούς. Τους πήγαν στην Καλαμάτα και στα γρήγορα - γρήγορα, τους πέρασαν στρατοδικείο και τους εκτέλεσαν. Έπεσαν σαν άξια στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού.

Μέσα σε κείνη τη χιτοθάλασσα, μέσα σε κείνη την κραιπάλη της ξενόδουλης δεξιάς και του κέντρου, που παράβγαιναν ποιος από τους δυο θα φανεί πιο δούλος στους Αμερικάνους, ποιος θα προσφέρει πιο πολλά στα αφεντικά, μέσα σε κείνη την κοσμοχαλασιά, που όλοι οι τίμιοι άνθρωποι είχαν βουβαθεί και όλοι νόμιζαν ότι τα πάντα χάθηκαν, αυτοί οι τρεις νέοι αγροτοαντάρτες, μέσα στην αίθουσα του στρατοδικείου σήκωσαν το ανάστημά τους. Με τις απολογίες τους ξεκουρέλιασαν την αμερικανοκρατία και την ξενοδουλεία. Κατήγγειλαν το έγκλημα των ντόπιων δοσίλογων και των ξένων σε βάρος του λαού μας και τους βεβαίωσαν ότι κανένα μέσο, κανένα μέτρο, καμιά δύναμη δεν θα υποτάξει το λαό μας. Αυτό ήταν το τραγικό τέλος αυτών των τριών λοχαγών του Δημοκρατικού Στρατού. Εμείς δυστυχώς τους περιμέναμε να γυρίσουν και κάθε βδομάδα περνούσαμε από το νεκρό ραντεβού μήπως βρούμε κανένα σημείωμα. Οι νεκροί όμως δεν γράφουν, ούτε μιλούν.

Μετά από το ξέκομα αυτών των τριών, έφυγαν για τα χωριά τους ο Βασίλης Κόκκινης από το χωριό Βαλτεσινίκου, ο Πάνος Γεωργόπουλος, καθηγητής γυμναστικής από το χωριό Κερπινή της Γορτυνίας και ο Σταματόγιαννης από το χωριό Λαγκάδια. Έφυγαν γιατί στα χωριά τους θα τα βόλευαν καλύτερα, όπως υποστήριζαν. Ο Γκιουζέλης τους άφησε να φύγουν γιατί κι αυτός νόμιζε το ίδιο. Ένας ακόμη λόγος που τους άφησε να φύγουν ήταν και το γεγονός ότι ο Πάνος Γεωργόπουλος δεν ήταν καλά. Είχε πάθει ένα σοβαρό ψυχικό σοκ. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί, ήταν πάντα τρομαγμένος. Τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα και είχε μια ακατάπαυστη πείνα, έτρωγε συνεχώς ότι εύρισκε. Ήταν τρομερό αυτό που είχε πάθει. Έτυχε εγώ πρώτος να διαπιστώσω αυτή την κατάσταση.

Μια μέρα βρήκαμε ένα τσουβάλι στάρι που είχαμε κρύψει στα χιόνια μετά από μια επιμελητειακή ενέργεια που είχαμε κάνει στο χωριό Αλωνίσταινα. Ο Πέρδικας έστειλε δύο αντάρτες να πάνε στο εκκλησάκι, που είχε απομείνει μόνο αυτό όρθιο, στο χωριό του Κολοκοτρώνη, το Λιμποβύση και να φέρουν την κολυμπήθρα για να βράσουμε το σιτάρι. Ώσπου να φέρουν την κολυμπήθρα ανάψαμε φωτιά και βράζαμε σιτάρι σε κάτι κονσερβοκούτια. Ο Πάνος Γεωργόπουλος έβραζε λοιπόν σιτάρι και έτρωγε συνεχώς όλη τη νύχτα. Μετά όταν το σιτάρι που έβραζε στην κολυμπήθρα άρχισε να φουσκώνει, άρχισε να τρώει από εκεί συνεχώς. Οι άλλοι κοιμήθηκαν και γω καθόμουν και συμπούσα τη φωτιά. Παρατήρησα λοιπόν ότι ο Πάνος έτρωγε, έτρωγε χωρίς να σταματά. Τούκανα παρατήρηση κι αυτός μου είπε τι έχει πάθει. Φοβήθηκα ότι θα σκάσει γιατί το μισοβρασμένο στάρι θα φουσκώσει στην κοιλιά του. Τίποτα όμως δεν έπαθε. Υπέφερε από βουλιμία όλες τις μέρες. Έτσι ο Γκιουζέλης τον έστειλε, όπως και τους άλλους δύο, στο χωριό του γιατί ο ίδιος το ζήτησε.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger