Αρχική » » Δημήτρη Κουσουρή: «Δίκες των Δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, Συνέχεια του Κράτους και Εθνική Μνήμη». Μέρος 7ο

Δημήτρη Κουσουρή: «Δίκες των Δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, Συνέχεια του Κράτους και Εθνική Μνήμη». Μέρος 7ο

{[['']]}
 Τα όρια του μαζικού δοσιλογισμού

«Οταν αποχώρησε κάθε έννοια ιεραρχίας χάθηκε και κάθε αίσθημα πειθαρχίας. Βλέποντας ότι η δουλειά, τώρα ή στο παρελθόν, δεν αποδίδει, κανείς πλέον δεν ενδιαφέρεται να δουλέψει. Όλοι αναζητούν το άμεσο, εύκολο κέρδος Τι ωφελεί να αναλάβεις ένα δύσκολο έργο μακράς πνοής αφού κανείς δεν είναι σίγουρος για το αύριο; (...] σε μια χώρα όπου όλες οι τιμές ανέβαιναν, η τιμή της ανθρώπινης ζωής ήταν η μόνη που παρέμενε ευτελής».1

Leon Marc

Οι αράδες αυτές γραμμένες απευθείας στα γαλλικά, στο προσωπικό ημερολόγιο ενός Αθηναίου αστού, του Λεωνίδα Μαρκαντωνάτου. περιγράφουν την κοινωνική πραγματικότητα της Αθήνας εκείνη την εποχή.
Η γενικευμένη αβεβαιότητα εξακολουθούσε να βασιλεύει, κάνοντας το παρόν να φαντάζει παράταση ενός θλιβερού παρελθόντος, που όλα επιθυμούσαν απλώς να το αφήσουν πίσω τους.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι κυριότεροι δρόμοι για την απομάκρυνση από αυτό το παρελθόν, ήταν η τιμωρία των δοσιλόγων. Το δημοψήφισμα για το πολιτειακό και οι εκλογές για την ανάδειξη Συντακτικής Βουλής, οι οποίες, έπειτα από πολλές αντιπαραθέσεις και παλινωδίες, προγραμματίστηκαν τελικά για τον Μάρτιο του 1946.
Η ημερομηνία αυτή θέτει και το χρονικό όριο του παρόντος κεφαλαίου: προχωρώντας πέρα από την ανάλυση της πολιτικής νομιμοποίησης την οποία παρείχε η Δικαιοσύνη στο νέο καθεστώς, θα ξεκινήσουμε εδώ τη διερεύνηση των κοινωνικών σχέσεων. δυνάμεων και συμφερόντων που απασχόλησαν τα Ειδικά Δικαστήρια Δοσιλόγων.

Μια ουσιώδης διαφορά διακρίνει αυτή την περίοδο από τα χρόνια της Κατοχής: οι πόλεις είχαν ανακτήσει στο μεταξύ την προνομιούχο θέση τους, όσον αφορά τον ανεφοδιασμό τους σε είδη πρώτης ανάγκης. Η ύπαιθρος είχε αποκοπεί ξανά από τα αστικά κέντρα μετά τον Δεκέμβριο του 1944, ενώ μεγάλα της τμήματα διατήρησαν για λίγο ακόμα τις δομές αυτοδιοίκησης του ΕΑΜ.

Το κύμα τρομοκρατίας, με τις επιθέσεις που εξαπέλυαν και τις καταστροφές που προκαλούσαν οι συμμορίες των βασιλικών κατά των δυνάμεων της «εαμοκρατίας», προετοίμασε το έδαφος για την επανεγκαθίδρυση των Αρχών του επίσημου κράτους ως το τέλος του καλοκαιριού.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η ελληνική ύπαιθρος θα μετατρεπόταν στο κατεξοχήν πεδίο μιας εμφύλιας σύγκρουσης που επρόκειτο να σταματήσει πέντε χρόνια αργότερα, όταν οι οικονομικές και κοινωνικές δομές αιώνων 2 θα είχαν πλέον καταστραφεί. O αγροτικός πληθυσμός εμφανιζόταν στις αίθουσες των ΕΔΔ μόνο ως σύνορο ανάμεσα στις δύο ανταγωνιστικές οικονομίες κατά τη δεύτερη περίοδο της Κατοχής.

Η λειτουργία των ΕΔΔ αφορούσε κατά κύριο λόγο τους κατοίκους των πόλεων. Τα δικαστήρια δεν είχαν να κάνουν απλώς με έναν μηχανισμό καταστολής ή με μια χούφτα κερδοσκόπους. Μόνο οι ένοπλοι συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής στην Αθήνα του 1944 ήταν πάνω από 10.000. ενώ οι εμπλεκόμενοι σε δραστηριότητες οικονομικού δοσιλογισμού υπολογίζονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες. 4

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε πώς κατασκευάστηκε η ελληνική εκδοχή του μύθου περί μιας «χούφτας αθλίων» προδοτών -κατά τη φράση του στρατηγού Ντε Γκωλ για τη γαλλική περίπτωση-, ενός μοτίβου που επανέρχεται συχνά εκείνη την περίοδο, οφείλουμε να λάβουμε υπ' όψιν ένα μοναδικό σχετικό ντοκουμέντο, που εκδόθηκε υπό την αιγίδα των επίσημων αρχών της χώρας, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, και αναφέρεται ονομαστικά στους συνεργάτες των κατακτητών: ένα μικρό βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο lit Gestapo Service (Στην υπηρεσία της Γκεστάπο) που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα αγγλικά από έναν αξιωματικό της ελληνικής Αστυνομίας.

O συγγραφέας, ονόματι Αντώνιος Βολταιράκης πράκτορας των γερμανικών αρχών από την πρώτη ημέρα της Κατοχής αυτομόλησε στο συμμαχικό στρατόπεδο το 1943 και εξέδωσε το βιβλίο του στο Κάιρο έναν χρόνο αργότερα, με εξουσιοδότηση των βρετανικών αρχών και της εξόριστης κυβέρνησης. Υποστηρίζοντας ότι είχε μπει στην Γκεστάπο σε εντεταλμένη υπηρεσία, συνέταξε ένα φυλλάδιο πολεμικής προπαγάνδας καταγγέλλοντας τη «διεθνή οργάνωση επιστημόνων του εγκλήματος» («international scientific criminals»).5 και αποκαλύπτοντας τη δομή, τις μεθόδους και τους συνεργάτες της στην Ελλάδα.

Σε εκείνη την πρώτη έκδοση ανέφερε μόνο τριάντα οκτώ άτομα, μεταξύ των οποίων οι επικεφαλής των κυβερνήσεων και κάποιοι βασικοί υπουργοί, οι αρχηγοί των ναζιστικών οργανώσεων, πράκτορες ξένων μυστικών υπηρεσιών (Γερμανοί και άλλοι) και μια σειρά Ελλήνων πρακτόρων που περιγράφονταν ως τυχοδιώκτες χωρίς συνείδηση και αρχές.

Ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό εκείνης της κρίσιμης καμπής στην παγκόσμια σύγκρουση, αλλά και της κατάστασης στο εσωτερικό της χώρας, το κείμενο αυτό εισήγε την έννοια του «ποινικού εγκλήματος», σε μια προσπάθεια να προσδιοριστεί και να περιοριστεί ο κύκλος των υποψηφίων να τιμωρηθούν από τη Δικαιοσύνη. O συγγραφέας του δεν παρέλειψε να λάβει τις απαραίτητες ρητορικές προφυλάξεις, διευκρινίζοντας ότι «σε αυτούς θα πρέπει να προσθέσουμε μερικούς ακόμη κρυφούς και αγνώστους μέχρις ότου οι συνθήκες επιτρέψουν να αποκαλύψουμε πλήρως, και να δημοσιοποιήσουμε. όλα τα αίσχη και τη φρίκη που έφεραν στον κόσμο».

Ωστόσο, αυτή η υπόσχεση δεν τηρήθηκε. Αντιπαραβάλλοντας τούτο το κείμενο με την επαυξημένη έκδοσή του που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1946, διαπιστώνουμε ότι ο αριθμός των σελίδων έχει μεν διπλασιαστεί, αλλά ο αριθμός των δοσιλόγων που αναφέρονται ονομαστικά έχει μειωθεί στους τριάντα τρεις!

Είκοσι μήνες μετά την απελευθέρωση της χώρας, και δώδεκα μετά το οριστικό τέλος του πολέμου, η μείωση του αριθμού των ονομάτων αποτελούσε αψευδή απόδειξη πως η χρήση της Ποινικής Δικαιοσύνης για τη διαχείριση της τιμωρίας των δοσιλόγων είχε αποδώσει καρπούς, έπειτα από δεκαπέντε μήνες λειτουργίας των ΕΔΔ περιορίζοντας τον κύκλο των υπευθύνων για τα δεινά της Κατοχής.

Αναζητώντας, λοιπόν, τις διαφορές, χρειάστηκε να συγκρίνουμε την ανακατασκευή του παρελθόντος από τα Ειδικά Δικαστήρια με το εύρος του δοσιλογισμού, όπως τουλάχιστον αποτυπώθηκε στις αρχικές διώξεις που ασκήθηκαν. Για να το πετύχουμε ξεκινήσαμε με έναν συνολικό στατιστικό απολογισμό των 1.670 δικών κατά την πενταετή λειτουργία των ΕΔΔ καταγράφοντας όλα τα ονόματα των κατηγορουμένων και τις ποινές που απαγγέλθηκαν. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργήσαμε μια βάση δεδομένων εν είδει αναδρομικού πινακίου συνεδριάσεων του Ειδικού Δικαστηρίου της Αθήνας. 8
Η προσπάθεια ήταν άχαρη αλλά αναγκαία, δεδομένου ότι τα πρωτότυπα πινάκια και τα λοιπά μέρη των φακέλων δεν διασώθηκαν στα δικαστικά αρχεία. Αξιοποιήσαμε ωστόσο τις περίπου 30.000 σελίδες των επίσημων και, ως επί το πλείστον, τυποποιημένων δικαστικών εγγράφων, οι οποίες έβριθαν από σταθερές και επαναλαμβανόμενες νομικές διατυπώσεις που περιέγραφαν το δικαστικό τελετουργικό. Ένα ολόκληρο σύμπαν αναδύεται μέσα από αυτές τις σελίδες: στις υποθέσεις που έφτασαν στην ακροαματική διαδικασία, το δικαστήριο δίκασε περί τους 2.200 κατηγορουμένους, και εξέτασε μερικές χιλιάδες μάρτυρες, τα θύματα, τους οικείους τους, και λοιπούς εμπλεκομένους. Από τις αντιπαραθέσεις τους στην αίθουσα του Ειδικού Δικαστηρίου, η έρευνα μπορεί να διακρίνει τα σπαράγματα αλήθειας δύο κόσμων –της αντίστασης και του δοσιλογισμού, της κατεχομένης και της ελεύθερης χώρας-, καθώς και τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι πρωταγωνιστές τους για να εκλογικεύσουν, να αναδείξουν και να δικαιολογήσουν τη δράση και τη στάση τους κατά το πρόσφατο παρελθόν.

Προκειμένου να εντοπίσουμε τις κυρίαρχες τάσεις και να κατανοήσουμε τη λογική που διείπε τη λειτουργία του δικαστικού πεδίου, διαμορφώσαμε στατιστικές σειρές που μας βοήθησαν να αναγνωρίσουμε και να προβάλουμε τις σημαντικότερες δίκες, από την άποψη της επίδρασής τους στην κοινή γνώμη ή της βαρύτητάς τους ως δεδικασμένων στον χειρισμό των υποθέσεων.

Το πρόβλημα νομιμοποίησης του καθεστώτος που επρόκειτο να εγκαθιδρυθεί, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, είχε επί της ουσίας λυθεί με τη δίκη των κυβερνήσεων.

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδαμε πώς η τιμωρία του εγκλήματος ως «τυπικού», στη δίκη των κυβερνήσεων αντανακλούσε μια μορφή πολίτικη; δικαιοσύνης που είχε εφαρμοστεί ακολουθώντας τους κανόνες της ποινικής δικονομίας. Σε τελική ανάλυση αποσυνδέοντας την ποινική ευθύνη από τα συγκεκριμένα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, η Δικαιοσύνη καταλόγιζε στους κατηγορουμένους ότι είχαν επιλέξει το στρατόπεδο των ηττημένων. 

Με την ίδια λογική, η σεβαστή μερίδα του πληθυσμού που είχε εμπλακεί στη συνεργασία με τον εχθρό μπορούσε να ταυτιστεί με την «απέραντο πλειοψηφία» που θεωρούνταν a priori αθώα ή θύμα των περιστάσεων. Στον αντίποδα της αμιγώς πολίτικης σκοπιμότητας που κυριάρχησε στη δίκη των κυβερνήσεων, στις υπόλοιπες υποθέσεις τηρήθηκαν με αυστηρότητα οι κανόνες της ποινικής δικονομίας, όσον αφορά τη σύνδεση κινήτρων και αξιόποινων πράξεων, καθώς και την προσκόμιση επαρκών αποδεικτικών στοιχείων.

Όπως αποτυπώνεται στους πίνακες του Παραρτήματος Ζ το ποσοστό των αθωωτικών αποφάσεων επί των υποθέσεων που παραπέμπονταν στο ακροατήριο κινούνταν σταθερά υψηλότερα από το ποσοστό των κάθε λογής ποινών που επιβαλλόταν από το ΕΔΔ Αθηνών. Επιπλέον, το σύνολο των υποθέσεων που δικάστηκαν αντιπροσώπευε γύρω στο 10% του συνόλου των μηνύσεων που είχαν κατατεθεί καθώς, για τη συντριπτική πλειονότητα των δικογραφιών, η δίωξη σταματούσε στην προανάκριση 9.

Οι αριθμοί αυτοί μάς προτρέπουν να διαβάσουμε «ανάστροφα» τις ιστορικές πηγές, καθώς συμβουλεύει ο Κάρλο Γκίνζμπουργκ, να τις μελετήσουμε δηλαδή ως προϊόντα που δεν συμπίπτουν με τις αρχικές προθέσεις των δημιουργών τους.

Στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η έκτακτη δικαιοσύνη των ΕΔΔ αφήνει να διαφανεί εύκολα μια ολοένα αυξανόμενη απόσταση ανάμεσα στο αίτημα για τιμωρία των συνεργατών των ναζί και το έργο της Δικαιοσύνης. Η ανάγνωση αυτών των πηγών ως εξ αντιδιαστολής αποδείξεων, δηλαδή ως δεικτών της ατιμωρησίας και των άρρητων ή κρυφών πτυχών των γεγονότων, μας βοηθάει να μετρήσουμε αυτή την απόσταση.

Όπως είδαμε παραπάνω. με την ίδρυση των ΕΔΔ η κυβέρνηση επιχείρησε να διαμορφώσει μια κατά το δυνατόν ευρεία συναίνεση, που θα καθόριζε και τα όρια του επίσημου κρατικού αντιφασισμού. Αρα, αν θέλουμε να διακρίνουμε τι αποκλειόταν και τι συμπεριλαμβανόταν στην αναπαράσταση του αντιφασιστικού αγώνα, τα δικαστικά έγγραφα μας παρέχουν τη δυνατότητα να υπολογίσουμε σε ποιο βαθμό το καθεστώς αλήθειας που εγκαθίδρυσε η Δικαιοσύνη αντιστοιχούσε στις αντιλήψεις, τις προσδοκίες και την εμπειρία των κοινωνικών υποκειμένων.

Παρακολουθώντας τις εργασίες των ΕΔΔ, θα διακρίνουμε όχι μόνο τη διαδικασία αποκατάστασης της συνέχειας των διοικητικών και κατασταλτικών μηχανισμών, αλλά και τη διαδικασία συγκρότησης νέων κοινωνικών συμμαχιών και πολιτικών συναινέσεων.10 Μέσω των ΕΔΔ, η Δικαιοσύνη αναγόταν σε κεντρικό άξονα αυτού του εγχειρήματος.

Η αποκατάσταση των ελίτ. Τα απαλλακτικά βουλεύματα

Οι «μείζονες εγγυήσεις πηγάζουσαι έκ τής έκδικάσεως τών ύποθέσεων αυτών ύπό ανεξαρτήτων δικαστών», που είχε υποσχεθεί ο συντάκτης του νόμου, 11 βρήκαν εφαρμογή στη σχολαστική τήρηση των κανόνων της ποινικής διαδικασίας, από την προανάκριση κιόλας Μέσω μιας σειράς τροποποιήσεων στη Συντακτική Πράξη 6/1945 προκρίθηκε μια νέα διαδικασία, που προσομοίαζε μάλλον σε εκείνη των τακτικών δικαστηρίων. Πρώτον, στις «ανωμαλίες» των ανακρίσεων της «πρώτης Απελευθέρωσης», που διαπιστώθηκαν από την πρώτη κιόλας σειρά αποφάσεων του 1945. ο νομοθέτης απάντησε με την ακύρωση των «εκτάκτων ρυθμίσεων» της προκαταρκτικής διαδικασίας στη Σ Π υπ' αριθ. 6.

 Έτσι. ενδίδοντας εν μέρει στις πιέσεις όσων μιλούσαν για αυθαιρεσίες και νομικές ακροβασίες, ο υπουργός Δικαιοσύνης αποκατέστησε τα δικαιώματα των κατηγορουμένων, θεσπίζοντας μια τακτική διαδικασία η οποία τους εξασφάλιζε το δικαίωμα να λαμβάνουν εγκαίρως γνώση της δικογραφίας ώστε να προετοιμάζουν την υπεράσπισή τους.12 Εννοείται πως αυτό επηρέαζε άμεσα την ταχύτητα της προδικασίας και, μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 1945 το Συμβούλιο του ΕΔΔ Αθηνών συσκεπτόταν με ρυθμούς χελώνας. 13

Αυτή η βραδύτητα οφειλόταν ασφαλώς στην απροθυμία των δικαστών να επιταχύνουν τις διαδικασίες, λόγω της πολιτικής τους τοποθέτησης ή των πιέσεων που τους ασκούσε ο νέος συσχετισμός δυνάμεων.
Σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, οι πολιτικές εξελίξεις δεν άσκησαν μόνο εξωτερική πίεση στο έργο της Δικαιοσύνης. Αν εξετάσουμε τις τροποποιήσεις της διαδικασίας και τις αποφάσεις που εκδόθηκαν μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 1945 θα διαπιστώσουμε ότι αυτοί οι έξι μήνες ήταν απαραίτητοι για να προσαρμοστεί η λειτουργία του δικαστικού μηχανισμού στις απαιτήσεις της νέας κατάστασης. Η κυβέρνηση απέδειξε την πρόθεσή της να τελειώνει μια ώρα αρχύτερα με την «προδοτολογία», και να ελέγξει την πολιτικοποίηση του ζητήματος, ορίζοντας καταληκτικές προθεσμίες για την υποβολή των μηνύσεων. 14 

Αυτή η πρωτοβουλία προκάλεσε αρχικά την αγανάκτηση του εαμικού Τύπου, που απέδωσε πολιτικά κίνητρα στην κυβέρνηση και θεώρησε τις προθεσμίες απόπειρα αμνήστευσης των δοσιλόγων. Στη συνέχεια, στάθηκε αφορμή για έναν άτυπο αγώνα δρόμου, που σημαδεύτηκε από διαδοχικές προσκλήσεις για εμπρόθεσμη υποβολή των μηνύσεων. 15

Οι εξελίξεις αυτές διαμόρφωναν το νέο τοπίο, που λειτούργησε ως υπόβαθρο για τη δικαστική διαχείριση των υποθέσεων. Η άμεση και ενεργός εμπλοκή πολλών εκπροσώπων πολιτικών κομμάτων, επαγγελματικών ενώσεων και σωματείων, που μεταφράστηκε σε έναν καταιγισμό μηνύσεων, 16 μετέβαλλε εκ των πραγμάτων τον ρόλο των δικαστηρίων. Αντί να «αμνηστεύσει» τους κατηγορουμένους διακόπτοντας την εξέταση των φακέλων τους -όπως ισχυριζόταν ο εαμικός Τύπος στις επιθέσεις του-, η νέα διαδικασία επιδίωκε μάλλον να αναθέσει στις δικαστικές αρχές ρόλο επιδιαιτητή μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών.
0 διορισμός ενός νέου Εισαγγελέα -χωρίς περγαμηνές αμεροληψίας, ασφαλώς- στη θέση του Γενικού Επιτρόπου των ΕΔΔ λίγο πριν από την ολοκλήρωση της δίκης των κυβερνήσεων, ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις αυτού του ρόλου. 17 Τα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.

Οπως είχε συμβεί και στο παρελθόν, η συντριπτική πλειονότητα των βουλευμάτων που εξέδωσε το δικαστήριο κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1945 αφορούσε συμπληρωματικές ανακρίσεις προορισμένες να καλύψουν τα κενά των φακέλων που είχαν καταρτιστεί αμέσως μετά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων.
Η Εισαγγελία βασιζόταν συχνά στην εμφάνιση νέων μαρτύρων ή στις διαψεύσεις προηγούμενων καταθέσεων. Οι διαδικασίες αυτές όμως, δεν ήταν απαραίτητες. Στην ουσία, το δικαστήριο συνέχιζε το έργο της αποπολιτικοποίησης εφόσον το σκεπτικό πίσω από τις περισσότερες αποφάσεις αναστολής της ποινικής δίωξης ήταν ότι οι κατηγορίες είχαν πολιτικό κίνητρο και δεν στηρίζονταν σε αποχρώσεις ενδείξεις για την τέλεση του εγκλήματος· ως εκ τούτου, η δίωξη κρινόταν αβάσιμη.

Εδώ, ωστόσο, έχουμε να κάνουμε με μια άλλη μορφή αποπολιτικοποίησης, σε σχέση με την πρώτη σειρά αποφάσεων. Θέτοντας σε δεύτερη μοίρα την πολιτική διάσταση των υποθέσεων, στη νέα αυτή σειρά αποφάσεων το Συμβούλιο ασχολήθηκε με τις αγωγές εναντίον εξεχουσών μορφών του δοσιλογισμού.
Η προανακριτική διαδικασία δεν περιορίστηκε στον σχολαστικό εντοπισμό των κενών και των ανακολουθιών στις δικογραφίες. Η ίδια η φύση των διώξεων που στόχευαν στους ανώτερους κρατικούς αξιωματούχους και στους δοσιλόγους με κομβικό ρόλο υποχρέωνε την Εισαγγελία να υπερβεί την αυστηρά ποινική διάσταση.

Με τη διαχείριση των φακέλων των «μεγαλοδοσιλόγων», έρχονταν αντιμέτωπες δύο ερμηνείες του πρόσφατου παρελθόντος και δύο αντιλήψεις περί νομιμότητας. Η τακτική να αναβάλλεται η εκδίκαση των υποθέσεων που αφορούσαν πολιτικούς, στρατιωτικούς. επιχειρηματίες και διευθυντές τραπεζών είχε αγγίξει κάποιο όριο· στο εξής, οι ισχυρισμοί των εναγόντων θα καταρρίπτονταν με σαφή τρόπο.

O δικαστικός μηχανισμός επιτελούσε για μία ακόμα φορά τον ρόλο του κατ’ εξοχήν ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους: τα βουλεύματα αποπολιτικοποιούσαν τις υποθέσεις εξετάζοντας τη στενή ποινική τους διάσταση ταυτόχρονα όμως τις επαναπολιτικοποιούσαν, αφού στο σκεπτικό πολλών βουλευμάτων αναπτύσσονταν αμιγώς πολιτικά επιχειρήματα, που επαναλάμβαναν και επικύρωναν την περί του εθνικού συμφέροντος αντίληψη των κυρίων του νέου καθεστώτος.

Τα παραδειγματικά βουλεύματα

Τα απαλλακτικά βουλεύματα που εκδόθηκαν, στους μήνες που ακολούθησαν την ολοκλήρωση της δίκης των κυβερνήσεων, αποκαλύπτουν ένα μέρος των δικτύων και των μηχανισμών που διασφάλισαν τη συνέχεια του κράτους. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως διατρέχοντας τα παραπάνω από 500 βουλεύματα που εκδόθηκαν το 1945 ανακαλύπτουμε πρωτάκουστα σκάνδαλα: αν ληφθεί υπ’ όψιν το γενικό κλίμα, οι υποθέσεις που εκδικάστηκαν δεν προκαλούν εντύπωση καθ’ εαυτές. Πολλά από τα πρόσωπα που εμπλέκονταν είχαν ήδη κεντρικό ρόλο στους κόλπους της κρατικής Διοίκησης (και θα τον διατηρούσαν τα επόμενα χρόνια), ενώ οι πράξεις που δικάζονταν αφορούσαν συχνά κοινούς τόπους σχετικά με το τι είχε συμβεί στην Κατοχή. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε αυτά τα προανακριτικά βουλεύματα είναι ότι περιγράφουν πώς η σύγκρουση του ΕΑΜ με τον αντικομμουνιστικό πυρήνα του κράτους μεταφράστηκε σε όρους Δικαίου.

Οι ποινικές διώξεις εναντίον των υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων ήταν, για τις εαμικές δυνάμεις, ένας τρόπος να πλήξουν οχυρές θέσεις του αντικομμουνισμού εντός του κρατικού μηχανισμού και στη συνέχεια, αναδεικνύοντας τη δική τους συμβολή στον αγώνα ενάντια στον φασισμό και τους κατακτητές, να διεκδικήσουν νόμιμη θέση στους κόλπους της εθνικής κοινότητας.

Οι αντικομμουνιστές δικαστές, που είχαν διατηρήσει τις θέσεις τους στον δικαστικό μηχανισμό, απάντησαν στην πρόκληση δημιουργώντας σαφή και στέρεα δεδικασμένα, τα οποία στη συνέχεια κατηύθυναν το σύνολο του έργου της Συμβουλίου, που προχωρούσε αργά, προσεκτικά, εξετάζοντας κάθε υπόθεση μεμονωμένα.

Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση ήταν μάλλον η προανάκριση για την κατοχική δράση των τριών μελών της Επιτροπής Ασφαλείας Αττικής. Μεταξύ αυτών, και ο Κ. Κάλλιας Γενικός Εισαγγελέας Πρωτοδικών κατά τη διάρκεια της Κατοχής που είχε εν τω μεταξύ προαχθεί σε Εισαγγελέα Εφετών. 18 

Ο ενάγων, ένας Αθηναίος δικηγόρος που ανήκε στο ΕΑΜ. είχε συλληφθεί τον Μάρτιο του 1943, και είχε φυλακιστεί ως «επικίνδυνος κομμουνιστής», επί οκτώ μήνες σε ένα κέντρο κράτησης της Ειδικής Ασφάλειας.
Υποστήριζε ότι εκείνη η κράτηση είχε θέσει τη ζωή του σε άμεσο κίνδυνο, καθώς οι κομμουνιστές που κρατούνταν στα μπουντρούμια της Ασφάλειας αποτελούσαν τη δεξαμενή από την οποία οι Γερμανοί αντλούσαν τους υποψήφιους προς εκτέλεση στα αντίποινα για τις αντιστασιακές ενέργειες.
Επικαλούμενος το εδάφιο 3 του άρθρου 1 της ΣΠ υπ' αριθ. 6, ο ενάγων κατηγορούσε τα μέλη της Επιτροπής ότι είχαν ασκήσει τα καθήκοντά τους με τρόπο ώστε να διευκολύνουν το έργο των κατακτητών και ότι έγιναν έτσι συνειδητά όργανα του εχθρού, καταπιέζοντας Έλληνες πολίτες, και παραδίδοντάς τους στα χέρια των Γερμανών. 19
Ο εν λόγω δικηγόρος είχε υποστεί «διοικητική εκτόπιση», έναν τύπο τιμωρίας που είχε εισαγάγει ο «Νόμος περί ιδιωνύμου αδικήματος» το 1929. 20 

Η εξορία και οι άλλες μορφές αυτής της ποινής διατηρήθηκαν εν ισχύ και αναπτύχθηκαν κατά τη δεκαετία του 1930, επί Μεταξά, και σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής. Για να υποστηρίξει τη βασική κατηγορία εις βάρος των τριών μελών της Επιτροπής Ασφαλείας, η πολιτική αγωγή κάλεσε ως μάρτυρες κατηγορίας πρώην εκτοπισμένους καθώς και συγγενείς κρατουμένων που είχαν πεθάνει αφού παραδόθηκαν στον εχθρό. Οι δικαστές που θα αποφάσιζαν σχετικά με την ποινική δίωξη του ανωτέρου τους στην ιεραρχία δεν είχαν πολλά περιθώρια ελιγμών, αν έκαναν δεκτό τον ποινικό πυρήνα της υπόθεσης. Η πρόταση που υποβλήθηκε στο Δικαστικό Συμβούλιο από τον Γενικό Επίτροπο Τσιαμπάση υποστήριζε ότι ήταν:

«[...] απαράδεκτος καί άπλή ύπόθεσις ότι τρεις ανώτατοι τού Κράτους λειτουργοί, ό Νομάρχης ό Δ/ντής τής Αστυνομίας και ό Είσαγγελευς κ. Κόλλιας. ου τό ήθος, ή πληρότης τού χαρακτήρας του ώς καί ή διαυγής έθνική συνειδησίς του συναντούν όμόθυμον άναγνώρισιν, κινουμένων έν μέσω τών δύσκολων τότε περιστάσεων προς άσκησιν τοιούτου σοβαρού έργου των, κατ’ εφαρμογήν τής κειμένης νομοθεσίας, έκινήθησαν άπό τήν χαμηλήν καί άποκρουστικήν σκέψιν νά φανώσιν αρεστοί εις τόν καταχτητήν». 21

Χωρίς να διαθέτει την αυστηρότητα και την ακριβολογία που συνήθως χαρακτηρίζουν το σκεπτικό μιας δικαστικής απόφασης, το εγκώμιο αυτό καθόρισε την απόφαση του Συμβουλίου. Οι κατηγορούμενα αθωώθηκαν, επειδή:
«… κατ’ ουδένα λόγον θά ήδύνατο νά γίνη αποδεκτή ή αυθαίρετος γνώμη ή κρίσις οίουδήποτε μάρτυρος. ότι [...] ή ύπό τών ώς άνω δημοσίων λειτουργών έκπλήρωσις καθήκοντος έκ τών κειμένων νόμων έπιβαλλομένου θά ήδύνατο νά έρμηνευθή έξ οιουδήποτε άλλου λόγου άσχετου πρός τήν άπόφασιν ή τήν Ενέργειαν τού δημοσίου λειτουργού καθ’ έαυτήν, αποτελούσα αδίκημα τού άρθρου 1 έδ. Γ’ της ύπ’ άριθ. 6/1945 συντακτική; πράξεως». 22

Αυτή η συλλογιστική θεμελίωνε μια διαδικασία πολιτικής και ηθικής αποκατάστασης των παραδοσιακών ελίτ. Αποφεύγοντας την εξέταση του ποινικού υποβάθρου της υπόθεσης, στη βάση της αναξιοπιστίας των μαρτύρων, καθιέρωσε μια κυρίαρχη οπτική για τη δράση των κρατικών λειτουργών κατά την Κατοχή.

Η δικαστική εξουσία, ως βασικός φορέας της πραγματικής συνέχειας του κράτους, θεωρούσε τη μάχη κατά του κομμουνισμού απαραίτητο συστατικό αυτής της συνέχειας, φτάνοντας έτσι να αντιμετώπιζει την Κατοχή ως παράπλευρο, δευτερεύουσας σημασίας γεγονός. Το Συμβούλιο έκρινε, λοιπόν, ότι οι διώξεις των φερομένων ως κομμουνιστών για πράξεις αντίστασης στον καταχτητή ασκούνταν με τρόπο καθ’ όλα νόμιμο. Μάλιστα, το κείμενο εισήγε τη διάκριση ανάμεσα σε έναν νόμιμο, πειθαρχημένο αντικομμουνισμό του μεσοπολεμικού κράτους και έναν βάρβαρο, πολεμικό αντικομμουνισμό της τελευταίας περιόδου της Κατοχής:

«Ή γνώμη όμως τών μαρτύρων τούτων ώς καί τού μηνυτού είναι προφανώς έσφαλμένη, τό μέν διότι καθ' ον χρόνον έλαμβάνοντο τοιαύται αποφάσεις (Μάρτιος 1943) δεν είχεν είσέτι αρχίσει ή απηνής δίωξις τών κομμουνιστών τών όποιων ακόμα ή δίωξις έξηκολούθη νά γίνεται παρά τών 'Ελληνικών αρχών και βάσει της κείμενης τότε Ελλην. Νομοθεσίας (…) άνευ έπεμβάσεως τών έχθρών ητις ήρξατο βραδύτερον μέ τάς γνωστάς βαρβάρους καί έγκληματικάς συνέπειας». 23

Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, σε αντίθεση με τους καταχτητές, οι ελληνικές αρχές είχαν διεξαγάγει επιχειρήσεις σύλληψης «επικινδύνων κομμουνιστών» με μέτρο και ανθρωπισμό.
Το γεγονός ότι ένα Ειδικό Δικαστήριο που είχε ιδρυθεί ad hoc προκειμένου δηλαδή να κρίνει εγκλήματα που διαπράχθηκαν επί Κατοχής, κατέληγε να περιορίζει στο ελάχιστο τη σημασία αυτών των εγκλημάτων φαντάζει ήδη παράδοξο.

Ο νομικός συλλογισμός, όμως, που αναφερόταν στο κατεξοχήν ποινικό υπόβαθρο της υπόθεσης άγγιζε τα όρια του γκροτέσκου: το Συμβούλιο χαρακτήρισε αβάσιμό τον ισχυρισμό ότι η σύλληψη και κράτηση των μηνυτών έθετε σε κίνδυνο τη ζωή τους, στη βάση του ότι τόσο ο μηνυτής όσο και α μάρτυρες που παρουσιάστηκαν στην προκαταρκτική έρευνα ήταν ακόμα εν ζωή! Όσον αφορά τα θύματα. που αδυνατούσαν, ευλόγως, να παραστούν, οι δικαστές περιορίστηκαν σε μια πολύ αυστηρή ερμηνεία του νόμου.

Εξετάζοντας την περίπτωση ενός εκτελεσθέντος, απέρριψαν την κατηγορία με το σκεπτικό ότι:

 «Ό (Κ.Αργ.) έξέτισεν όλόκληρον την έπιβληθείσαν αυτώ έξάμηνον έκτόπισιν εις τά κρατητήρια τής Ειδικής Ασφαλείας, μετά δέ (..] μετεφέρθη αύθαιρέτως χωρίς νά καθορίζηται έν ταίς καταθέσεις ύπό τίνων ή διαταγή τίνος, έκ τών κρατητηρίων τής Ειδικής Ασφαλείας εις τάς έν Αθήναις φύλακας Χατζηκώστα, ένεκλείσθη δέ και κρατείτο αύθαιρέτως εις τάς φυλακάς ταύτας καί έφονεύθη τή 10η Οκτωβρίου 1943, ουχί ύπό Γερμανών, αλλά ύπό 'Ελλήνων, καί δή ύπό τού Αξιωματικού Διευθυντού τών φυλακών Χατζηκώστα, άγνωστου εις τόν μάρτυρα έπωνύμου και λοιπών στοιχειών ταυτότητος». 24

Αυτές οι προφανείς υπεκφυγές δείχνουν ότι το Συμβούλιο δεν δίσταζε να παρακάμψει βασικούς κανόνες της προδικασίας, προκειμένου να εδραιώσει τον αντικομμουνισμό στον πυρήνα της επίσημης κρατικής ιδεολογίας. Εξάλλου, αυτή η απόφαση αντέκρουε ακόμα και την επίσημη γραμμή της τότε κυβέρνησης, που είχε δεσμευτεί να καταργήσει τους νόμους τόσο της δικτατορίας όσο και της Κατοχής. Δικαιολογώντας τη δράση της Εισαγγελίας επί Κατοχής στη βάση της κείμενης, από δεκαετίας τουλάχιστον, νομοθεσίας, το Συμβούλιο επικύρωνε την ισχύ ακόμα και των ειδικών νόμων της μεταξικής περιόδου. 25

Αυτή η προσέγγιση χάραζε τις βασικές γραμμές της νέας κυρίαρχης αφήγησης για την Κατοχή. Στην αιτιολογική έκθεση της εν λόγω απόφασης απέναντι στον «παράδοξον Ισχυρισμόν» των μαρτύρων ότι η δίωξη των κομμουνιστών στην Κατοχή «άποσκοπούσε είς τόν έξαφανισμόν τών αγωνιστών των κινημάτων της Εθνικής Αντιστάσεως», το Συμβούλιο έθετε, εμμέσως πλην σαφώς, το ΕΑΜ εκτός Εθνικής Αντίστασης:

«'Εν πρώτοις ούτε ό μηνυτής ούτε οί έκ τών συντρόφων του έξετασθέντες ώς μάρτυρες, ισχυρίζονται ότι (...) άνήκον είς ώρισμένην όργάνωσιν έθνικής άντιστάσεως. (...) Δεύτερον. Δεν άρνούνται, ούτε άποκρούουσι τον διά της άποφάσεως τών μηνυομένων προσδιδόμενον αύτοις χαρακτηρισμόν ώς κομμουνιστών». 26

Με τον ίδιο τρόπο, μια άλλη απόφαση που εκ δόθηκε έναν μήνα αργότερα, σχετικά με τη δραστηριότητα του υποστρατήγου Γεωργίου Ντάκου κατά τη θητεία του ως Αρχηγού της Χωροφυλακής επί Κατοχής μας βοηθάει να αντιληφθούμε πόσο στέρεα είχαν εδραιώσει την κυριαρχία τους στους μηχανισμούς του δικαστικού σώματος οι ακραιφνείς, υπερσυντηρητικοί αντικομμουνιστές. Με ένα κείμενο που θύμιζε μάλλον προκήρυξη κατά πολιτικού αντιπάλου παρά απόφαση ποινικής προανάκρισης, ο αναπληρωτής Επίτροπος αναιρούσε ευθύς εξαρχής το βάσιμο της δίωξης, αρχίζοντας ως εξής
«Ουδέποτε θά έφαντάζετο είς ότι αί κομματικαί έπιδιώξεις της γνωστής αχρείας παρατάξεως θά έφθαναν εις σημείον τοιούτο ώστε νά εκτοξευθή καί προσαφθή έστω και αμυδρά υποψία στιγματισμού έναντίον ένός άσπιλου καί άνωτέρου πάσης έξάρσεως πατριωτικής άνωτάτου αξιωματικού (...)». 27

Αν και λίγο αργότερα ο υπουργός Δικαιοσύνης ζήτησε από την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου την πειθαρχική δίωξη του Αντεπιτρόπου Σ. Παπαδόπουλου. που διηύθυνε την προανάκριση, «ότι διατύπωσε προσωπικάς πολιτικάς του αντιλήψεις, υβρίζων το κίνημα Αντιστάσεως και χαρακτηρίζοντας τον Ντάκον “τιμημένον στρατηγόν"», 28 η δικαστική μηχανή συνέχισε το έργο της. 

Τα βουλεύματα που εκ δόθηκαν απέκλειαν το ΕΑΜ από τις δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης και επισημοποιούσαν την ιδεολογική γραμμή βάσει της οποίας οικοδομήθηκε το αντικομμουνιστικό μπλοκ επί Κατοχής. Το ΕΑΜ δεν έκανε αντίσταση τα όπλα τα ήθελαν μόνο για την Επανάσταση αν κάποτε τα έστρεφαν και εναντίον του εχθρού, το έκαναν με δόλο, προκειμένου να τους δώσουν περισσότερα οι Βρετανοί και να καθησυχάσουν τους έντιμους πατριώτες. 29

Εννοείται πως μια τέτοια θεώρηση της Κατοχής είχε ήδη επικυρωθεί από την Ποινική Δικαιοσύνη στις χιλιάδες έρευνες που είχαν ανοίξει για δολοφονίες ή άλλες βιαιοπραγίες 30 Το ΕΔΔ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει και τη σημασία των Δεκεμβριανών. Στο πλαίσιο της απόφασης για την υπόθεση Ντάκου, αναγνώρισε, στην προνοητικότητα της Χωροφυλακή; «νά μείνη μακράν άπό τό μίασμα τού αναρχισμού και τής γνωστής μαφίας», και να συντελέσει «εις τό παράδειγμα αυτοθυσίας τού τάγματος Μακρυγιάννη που κυριολεκτικός έσωσεν τήν τότε κρίσιμον κατάστασιν», μια πράξη λυτρωτική, που έδειχνε τον βαθύ πατριωτισμό του σώματος. 31 

Η αναδρομική δικαιολόγηση της αντικομμουνιστικής δράσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής περιόριζε τη σημασία των εγκλημάτων που είχαν διαπραχθεί εναντίον μελών του ΕΑΜ. 
Σε πρώτη φάση επρόκειτο για έναν τρόπο να αμφισβητηθεί ο χαρακτήρας του εγκλήματος της συνεργασίας ως «κρατικού εγκλήματος»: «το εθνικόν έργον» των ανώτερων αξιωματούχων αποδεικνυόταν ακόμα πιο σπουδαίο, στον βαθμό που εκείνοι είχαν βρεθεί μεταξύ δύο «αντεθνικών» πυρών - των κατακτητών και των κομμουνιστών.

Αυτή η σειρά βουλευμάτων, όμως, δεν αθώωσε απλώς τους υψηλόβαθμους κρατικούς υπαλλήλους -κάλεσε στο δικαστήριο και εξέχουσες μορφές της «γκρίζας ζώνης» της Κατοχής για να καταθέσουν υπέρ των κατηγορουμένων που κατείχαν υψηλές θέσεις. Ασφαλώς, ο εισαγγελέας Κόλλιας δεν χρειάστηκε εξωτερική βοήθεια. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της έρευνας για την υπόθεση Ντάκου, το Συμβούλιο κάλεσε ως μάρτυρες είκοσι πέντε υψηλόβαθμους αξιωματικούς της Αστυνομίας, της Χωροφυλακής και του Στρατού, οι οποία εξασφάλισαν την πανηγυρική του αθώωση. 32

Σε αυτό το σημείο, η περίπτωση του δικτάτορα Θ. Πάγκαλου αν και διαφέρει από τις υπόλοιπες. είναι χαρακτηριστική καθώς επρόκειτο για έναν από τους κύριους εμπνευστές των Ταγμάτων Ασφαλείας, με ενεργό συμμετοχή στη συγκρότησή τους. Η υπόθεση απασχόλησε το Συμβούλιο μετά το δεδικασμένο της δίκης των κυβερνήσεων, κι έτσι ο Πάγκαλος απαλλάχθηκε από τη σχετική δίωξη. Προσήχθη, όμως, ενώπιον της Δικαιοσύνης με την κατηγορία της προπαγάνδας υπέρ του εχθρού, με αφορμή σειρά άρθρων που είχε δημοσιεύσει στο Κουαδρίβιο 33 έντυπο το οποίο εξέδιδαν οι ιταλικές αρχές κατοχής.

Στα τέλη Αυγούστου, και παρά την αντίθετη εισήγηση του Επιτρόπου, τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση. Πολύ προσωρινή, βέβαια, αφού ο Επίτροπος διέταξε αμέσως νέα έρευνα, καλώντας ως μάρτυρες τον Στ. Γονατά, τον Θ. Σοφούλη και άλλους εκπροσώπους της «γκρίζας ζώνης», οι οποίοι κατέθεσαν ότι τα δημοσιευθέντα στο Κουαδρφιο ήταν «άποκύημα δολίας διαστροφής τών λεχθέντων τού κατηγορουμένου πρός 'Ιταλόν δημοσιογράφον». 34 Το Συμβούλιο δέχτηκε αυτούς τους ισχυρισμούς. Το νέο βούλευμα που, δύο εβδομάδες αργότερα, απάλλασσε οριστικά τον κατηγορούμενο ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Τούτο πιθανολογείται ου μόνον έκ τών γνωστών Ιταλικών μεθόδων ένεργείας, αλλά και έκ τών βεβαιώσεων ότι δέν είναι, άνευ σπουδαιότερων ένδείξεων πιστευτόν ότι ό κατηγορούμενος θά έδέχετο νά κατασπιλώση κατά τό γήρας του δημοσία διά τοιαύτης πράξεως παλαιάν έξοχον στρατιωτικήν δράσιν τιμηθείσαν και δι' έξαιρετικών συμμαχικών διακρίσεων». 35

 Παραπομπές

1. Leon Marc (ψευδώνυμο του Λ.Γ. Μαρκαντωνάτου. Les heures doubureusesde b Grtce bberee: Journal d'un temoin. oclobre 1944-janvier 1945. Editions de la'Ioumelle. Παρίσι 1947. σ. 45-46.
2.  Για τις μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών και τη διάλυση του οικιστικού ιστού και των οικονομικών δικτύων της υπαίθρου, βλ. κυρίως A. Laju, «Population Movements in the Greek»
3. Για την οικονομία της Ελεύθερης Ελλάδας βλ τη μελέτη του Γιάννη Σκανδαλάκη. H Ελεύθερη Eλλάδα.
4. Στο κείμενό του για το ζήτημα της οικονομικής συνεργασίας, ο Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος (Φως εις το ζήτημα των «οικονομικών δοσιλόγων». Αθήνα 1945, σ.7-8. διαθέσιμο στο αρχείο του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη. Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φάκελος 11/3/39/1) κάνει λόγο για 800.000 άτομα.
5. Anthony Volterakis. In Gestapo Service. Societe Orientate de pubiter it e. Κάιρο Ι944,σ. 87-96.
6. Αυτόθι, σ. 94
7. Α. Βολταιράκης Στην υπηρεσία της Γκεστάπο Αθήνα 1946. σ. 231-238.
8. Αυτή η βάση δεδομένων έχει κατατεθεί στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και είναι προσβάσιμη στους ερευνητές, υπό τις προϋποθέσεις που προκύπτουν από τη νομοθεσία περί προστασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων.
9 59.7%-40.3% ήταν η αναλογία αθωωτικών και καταδικαστικών αποφάσεων. Επί του συνόλου των 16.000 περίπου προσώπων, εναντίον των οποίων είχε υποβληθεί μήνυση στην Αθήνα, ασκήθηκε εντέλει δίωξη μόνο στο 11.9% των περιπτώσεων. Όσον αφορά το ποσοστό των αθωώσεων της προανάκρισης οι αποφάσεις για προκαταρκτική έρευνα, καθώς και ένας «κατάλογος προτάσεων» του ανακριτή των ΕΔΔ. επιβεβαιώνουν πλήρως το 85%-90% των απαλλακτικών βουλευμάτων κατά την προκαταρκτική έρευνα. Ανάλογα ποσοστά, εξάλλου, επιβεβαιώθηκαν και από την κυβέρνηση το 1946. Σε μια έκθεση που υποβλήθηκε σε επιτροπή Βρετανών βουλευτών, στις 5 Ιουνίου 1946, ο απολογισμός του υπουργείου Δικαιοσύνης μετρά 82% περιπτώσεις μη άσκησης δίωξης. 11% προσωρινές αποφυλακίσεις και 7% παραπομπές στην ακροαματική διαδικασία: KCU MGA/CLR1/1/59. α 1-2.
10. «Ο λόγος για τον οποίο η εξουσία αντέχει, ο λόγος που την αποδεχόμαστε είναι απλούστατα ότι δεν βαραίνει μόνο ως δύναμη που λέει όχι· είναι ακριβώς ότι διατρέχει και παράγει πράγματα, δημιουργεί απόλαυση διαμορφώνει γνώση παράγει λόγο», στο Michel Foucault. Ditset fcrits. Ill (1976 1979), Gallimard. Παρίσι 1994, σ. 140-160 και 148-149.
11. Αιτιολογική έκθεση της ΣΠ υπ' αριθ.6.σ-τ..σ. 25.
12. Πρόκειται για το άρθρο 8 του νομοθετικού διατάγματος υπ' αριθ 332. στο ΦΕΚ 121/23.05.1945. που ήρθε να αντικαταστήσει το εδάφ 16 του άρθρου 14 της ΣΠ υπ- αριθ. 6 (ό. π., σ. 29).
13.140 υποθέσεις από τον Ιούνιο μέχρι και τον Νοέμβριο. 218 μόνο τον Δεκέμβριο. Το δικαστήριο συνεδρίαζε σε εβδομαδιαία βάση χειριζόταν δηλαδή 5-6 υποθέσεις την εβδομάδα. Βλ. ΒΔΑΑ·'ΒΒ/1/Ι945και ΒΔΔΑ/ΒΒ/2/1945.
14. Νομοθετικό διάταγμα υπ' αριθ. 332, όπ/π.. άρθρο 1. Η προθεσμία ορίστηκε για τις 20 Ιουλίου στην Αθήνα, και για τις 31 Οκτωβρίου στην υπόλοιπη χώρα.
15. Ριζοσπάστης. 16 Ιουλίου 1945. Ελεύθερη Ελλάδα. 20 Ιουλίου 1945/
16. Χαρακτηριστικό της λογικής της συλλογικής ευθύνης, που επικράτησε: 4.000 μηνύσεις, που αφορούσαν περίπου 18.000 άτομα (Ελευθερία, 22 Ιουλίου 1945).
17. Ο εισαγγελέας Χρ. Τσιαμπάσης διορίστηκε Γενικός Επίτροπος των ΕΔΔ προκειμένου να εποπτεύει τις εργασίες των ΕΔΔ όλης της χώρας στα τέλη Μαΐου 1945. Πρβλ. Έθνος. 26 Μαΐου 1945. Ελεύθερη Eλλάδα. 4 Ιουνίου 1945.
18. ΕΔΔΑ-ΒΒ/1/1945. απόφαση υπ’ αριθ. 908 της 6ης Σεπτεμβρίου 1945, σχετικά με την υπόθεση του Κ. Κόλλια. Διευθυντή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών, που συγκρότησε τον πρώτο επίσημο μηχανισμό των ΕΔΔ (πρβλ. πιο πάνω, κεφ. 5.1).
19. Απόφαση 108/1945. οπ.π.
20. Αρθρο 9 του Ν. 4229/1929 «Περί μέτρων ασφαλείας τού κοινωνικού καθεστώτος καί προστασίας τών ελευθεριών τών πολιτών», τροποποιημένου όσον αφορά τις «διοικητικές εκτοπίσεις» από τον Ν. 5174/1931 και από ένα διάταγμα της 16ης Ιουνίου 1932.
21. ΕΔΔΛ/ΒΒ/1/1945. βούλευμα υπ' αριθ. 108/1945. σ. 1
22. Αυτόθι σ. 2.
23. Αυτόθι. σ. 5.
24. Αυτόθι. σ. 24
25. Πρόκειται για τον Ν. 1075/1938. που συνόψιζε τους νόμους τα διατάγματα, κλπ. εκλογίκευοντάς τα και ενσωματώνοντας τις νέες μεθόδους του διαβόητου υπουργού Δημοσίας Τάξεως Μανιαδάκη Βλ. Αλιβιζάτος. ο.π, σ. 352-371.
26.  Απόφαση 108/1945.οπ.π..σ. 7.
27. Απόφαση υπ' αριθ. 125. της 3ης Οκτωβρίου 1945. στο ΕΔΔΑ' ΒΒ/1945/1.σ. 1-2.
28. Βλ. Ελευθερία 31 Οκτωβρίου 1945. σ. 2.
29. βλπ Τσάτσος.Ο Δεκέμβρης του 1944. σ.7-8
30. 80.000 εντάλματα σύλληψης είχαν εκδοθεί το 1945 εναντίον αγωνιστών του ΕΑΜ (Βόγλης, σ. 57).
31. Απόφαση 125 της 30ής Οκτωβρίου 1945. ο.π . σ. 2-3. 0 Ντάκος είχε διατελέσει Διοικητής της Χωροφυλακής, για πρώτη φορά, από τον Οκτώβριο 1941 μέχρι τον Δεκέμβριο 1942- έπειτα, για δεύτερη φορά, από τις 21 Ιουνίου 1944 ώς την αποχώρηση των Γερμανών. Η «μάχη του Μακρυγιάννη», ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τη Χωροφυλακή έλαβε χώρα στις 6-7 Δεκεμβρίου 1944.
32. Μεταξύ των μαρτύρων βρίσκουμε τον πρώην Στρατιωτικό Διοικητή Αθηνών Σπηλιωτόπουλο, τον αρχηγό της Αστυνομίας Έβερτ καθώς και βασιλικούς ή φιλελεύθερους πολιτικούς.
33 Είναι αξιοσημείωτο ότι η απόφαση υπ' αριθ. 103 της 25ης Αυγούστου 1945  τον προσάγει ως στρατηγό και πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αξίωμα που κατείχε για μόλις τέσσερις μήνες έπειτα από ένα στημένο δημοψήφισμα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του (Ιούνιος 1925· Αύγουστος 1926).
34. ΕΔΔΑ'ΒΒ/1/1945.βούλευμα υπ’ αριθ. 109/12.09.1945.
35. Πρόκειται για την απόφαση υπ’ αριθ. 109 της 12ης Σεπτεμβρίου 1945, ό.π.. την πρώτη αυτής της σειράς που προκάλεσε την αντίδραση της κοινής γνώμης. Πρβλ. Ριζοσπάστης, Ελευθερία, 26 Αυγούστου και 16 Σεπτεμβρίου 1945.

Σημ: Στην αρχική φωτογραφία οι δικαστές στη δίκη των Ελλήνων υπουργών που κατηγορήθηκαν για συνεργασία με τους Γερμανούς, 21/2/1945 (Φωτογραφικό Αρχείο ΑΣΚΙ)

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger