{[['']]}
Εχουν περάσει 48 χρόνια από τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965, καθώς και εκείνα που τα ακολούθησαν και που καθιερώθηκαν ως «Ιουλιανά». Γεγονότα από τα πιο σημαντικά της περιόδου μετά το 1950 και μέχρι τις παραμονές της δικτατορίας του 1967-1974.
Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό) και που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας.
Ας δούμε τι έγινε στις 15 του Ιούλη 1965. Ο Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός της Ελλάδας, μετά την εκλογική του νίκη στα 1964 με τη συμβολή και της ΕΔΑ, έκανε μια σύντομη συνάντηση με το βασιλιά Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ. Μετά την έξοδό του από τα ανάκτορα αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις στους δημοσιογράφους. Ποιο το περιεχόμενο της συνάντησης; Μια ώρα αργότερα, γύρω στις 8.15 μ.μ., ο Γ. Παπανδρέου κάλεσε τους δημοσιογράφους για να τους δώσει το στίγμα των όσων συζήτησε με το βασιλιά.
«Επήλθε διαφωνία Στέμματος και κυβερνήσεως. Αύριον θα υποβάλω την παραίτησιν της κυβερνήσεως και θα προβώ εις ανακοινώσεις» τους είπε (Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 416-417).
Ο Σωτήρης Πέτρουλας γίνεται σύμβολο καθημερινών αγώνων
Βεβαίως, αμέσως μετά το τέλος της επίσκεψης του Γ. Παπανδρέου στα ανάκτορα, το κατώφλι τους διάβαινε ο, έως εκείνη τη στιγμή, πρόεδρος της Βουλής Γ. Αθανασιάδης - Νόβας. Και, βεβαίως, έλαβε την εντολή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Ετσι, η 15η του Ιούλη καταγράφηκε στην Ιστορία ως η μέρα που ξέσπασε μια βαθιά πολιτική κρίση, η οποία βεβαίως και δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Αλλά ο ελληνικός λαός πλήρωσε βαρύ τίμημα στη συνέχεια, αφού η εξέλιξή της για δυο ολόκληρα χρόνια οδήγησε στη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία των συνταγματαρχών τον Απρίλη του 1967.
Για τις εξελίξεις αυτές το ΚΚΕ, με ανακοίνωση της ΚΕ του, υπογράμμισε:
«Οι σκοτεινοί κύκλοι της ανωμαλίας - το παλάτι, η χούντα και οι ξένοι - έβαλαν σε εφαρμογή το πραξικόπημα που σχεδίαζαν από καιρό και που μάταια προσπαθούν τώρα να καλύψουν κάτω από το μανδύα της νομιμότητας. Παραβιάζοντας το Σύνταγμα και καταπατώντας ωμά την εκφρασμένη λαϊκή θέληση, ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση και στη θέση της διόρισαν μια τριανδρία - πειθήνιο όργανό τους. Οι σκοποί τους είναι διάφανοι. Χτύπημα των δημοκρατικών καταχτήσεων. ΝΑΤΟική λύση στο Κυπριακό. Τράβηγμα της χώρας στο βρωμερό πόλεμο του Βιετνάμ. Ανελέητη εκμετάλλευση του λαού και της χώρας από τα ξένα και ντόπια μονοπώλια.
Η κατάσταση - σημείωνε η ΚΕ του ΚΚΕ - είναι σοβαρή. Οι συνωμότες - αδίστακτοι στις επιδιώξεις τους - σπρώχνουν τη χώρα στο δρόμο της ανωμαλίας, που οδηγεί σε εθνικές συμφορές» («ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», τεύχος 8/1965, σελ. 82-83).
Ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε την εξελισσόμενη πραγματικότητα αυτής της βαθιάς πολιτικής κρίσης με μαζικές διαδηλώσεις και άλλες πολύμορφες κινητοποιήσεις σ' ολόκληρη τη χώρα. Οι διαδηλώσεις έφταναν ως τις συγκρούσεις με την αστυνομία, αφού το τότε καθεστώς στην Ελλάδα διέβλεπε το δυναμισμό τους και βεβαίως δεν ήταν σίγουρο ότι με διαφορετικά μέσα δε θα ξέφευγε ο έλεγχος από τα χέρια του. Αποκορύφωμα των συγκρούσεων ήταν η δολοφονία του Σ. Πέτρουλα, μέλους της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, στις 21/7/1965.
Ηταν η εποχή που το σύνθημα του «1 1 4» κυριαρχούσε στην αντιπαράθεση λαού και καθεστώτος. Αλλωστε, το κίνημα του «1 1 4» είχε ήδη πάρει διαστάσεις πριν την πολιτική κρίση. 114 ήταν το άρθρο του τότε Συντάγματος, που όριζε ότι η τήρησή του αφιερώνεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
Αυτά τα γεγονότα είχαν βασικό χαρακτηριστικό τους τη μαχητική λαϊκή πάλη, με πρωταγωνιστές τους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά ιδιαίτερα της νεολαίας. Αλλωστε, και πριν την πολιτική κρίση, το λαϊκό κίνημα βρισκόταν σε άνοδο. Ορισμένα παραδείγματα που το επιβεβαιώνουν είναι η πορεία των 80.000 εργατών στις 6/4/1964, οι μεγάλες απεργίες, η κίνηση των 115 συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι μαζικές μαραθώνιες πορείες ειρήνης, η δημιουργία ενός μεγάλου πολιτιστικού κινήματος στη νεολαία μέσω της Νεολαίας Λαμπράκη, καθώς και τα θετικά αποτελέσματα για την ΕΔΑ στις δημοτικές εκλογές του 1964. Η άνοδος του κινήματος είχε σημαντική συμβολή στην όξυνση των αντιθέσεων του αστικού πολιτικού κόσμου.
Τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965 ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις ανάμεσα στα κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα. Είχαν συντελεστεί γεγονότα που συνέβαλαν στην αλλαγή των συμμαχιών ανάμεσα στα Ανάκτορα και στα αστικά πολιτικά κόμματα. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε με το σπάσιμο της σχέσης Παλατιού και «Ενωσης Κέντρου» του Γ. Παπανδρέου και με τη συγκρότηση μετώπου ανάμεσα στο Παλάτι και την ΕΡΕ, που ελέγχανε και το Στρατό. Σ' αυτή τη συμμαχία συμπεριλαμβάνονταν και άλλες δυνάμεις, όπως το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπ. Μαρκεζίνη, η εφημερίδα του Πάνου Κόκκα «Ελευθερία», άλλα εκδοτικά συγκροτήματα, όπως Λαμπράκης, Παπαγεωργίου, Βελλίδης, αλλά και στελέχη της «Ενωσης Κέντρου».
Γιατί παραιτήθηκε ο Γ. Παπανδρέου
Στην κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1964, όπου η «Ενωση Κέντρου» συγκέντρωσε το 52,72% των ψήφων, απόλυτη πλειοψηφία, στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας μπήκε ο Πέτρος Γαρουφαλιάς. Ηταν πιστός στο Παλάτι, άρα ο άνθρωπος του βασιλιά στην κυβέρνηση, για το Στρατό.
«Τις καλές σχέσεις με το Παλάτι ο Γ. Παπανδρέου φροντίζει να τις διατηρήσει και μετά το θάνατο του βασιλιά Παύλου. Στη δεύτερη κυβέρνησή του μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, τοποθετεί στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας τον Πέτρο Γαρουφαλιά, σαν χειρονομία καλής θέλησης προς τα Ανάκτορα. Ο Π. Γαρουφαλιάς είναι πρόσωπο της εμπιστοσύνης των Ανακτόρων και ο Παπανδρέου με την ενέργειά του αυτή εκτιμάει και αποδέχεται το ενδιαφέρον του Παλατιού ν' ασκεί έλεγχο στις Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας» (Π. Παρασκευόπουλου «Γ. Παπανδρέου», σελ. 126).
Απρίλης 1963: Η κυβέρνηση Καραμανλή απαγορεύει την ετήσια Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης. Στέλνει δυνάμεις της Αστυνομίας και του Στρατού για να καταλάβουν το δρόμο. Περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι συνελήφθησαν
Στο μεταξύ, στον Εβρο διαδραματίστηκε η γνωστή προβοκάτσια με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και αποδείχτηκε ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Μπέκιος και Ματάκης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούνταν από το ΚΚΕ! Ο Παπαδόπουλος ήταν γιος συμπατριώτη και παλιού γνωστού του Γ. Παπανδρέου. Μόλις ο πατέρας Παπαδόπουλος είδε ότι ήταν πιθανό να τιμωρηθεί ο γιος του, πήγε στο Καστρί και παρακάλεσε τον Παπανδρέου «να σώσει το παιδί του». Ο Παπανδρέου συγκινήθηκε (!) και έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο αρχείο!..
Μετά την προβοκάτσια του Γ. Παπαδόπουλου στον Εβρο, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από υπουργό Εθνικής Αμυνας, αλλά ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε. «Καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο γραφείο του στο υπουργείο» (Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967», τόμος 2ος, σελ. 152).
Ο Γ. Παπανδρέου, που θέλησε ν' αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο, βρήκε μπροστά σ' αυτή του την απόφαση τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που αρνήθηκε αυτή την αλλαγή.
Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός.
Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε, και η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε ...το βράδυ της 15 του Ιούλη 1965. Ετσι, στο λαό θέλησαν να δείξουν ότι αιτία της παραίτησης της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου ήταν η άρνηση του βασιλιά να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας! Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!..
Την ίδια ώρα, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Το μεσημέρι της 18ης του Αυγούστου 1965, ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά, η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»). Κατά ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966. Την αντικατέστησε στις 22 του μήνα η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου - Παναγιώτη Κανελλόπουλου - Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη («ΤΑ ΝΕΑ», «ΤΟ ΒΗΜΑ») και Ελένης Βλάχου («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»).
Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967.
Στις 30 του Μάρτη, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχτηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν πρόλαβαν να γίνουν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 - 1974).
Από τις δηλώσεις των εμφανιζόμενων ως πρωταγωνιστών της κρίσης στις 15 του Ιούλη 1965 καταγράφονται τα εξής.
«Είχαμε κάνει εκκλήσεις προς τον κ. Παπανδρέου να αποτραπή η κρίσις. Απέβησαν άκαρποι. Αποβλέπων ο βασιλεύς σταθερώς να συνεργασθή με την πλειοψηφίαν της Βουλής, μου ανέθεσε να σχηματίσω κυβέρνησιν εξ αυτής. Θα είναι αύτη αμιγώς της Ενώσεως Κέντρου και θα αποτελή ιδεολογικήν και πολιτικήν συνέχειαν της προηγούμενης κυβερνήσεως», θα πει ο Νόβας («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 16/7/1965).
Αλλά ο Γ. Παπανδρέου μίλησε για παραβίαση του πολιτεύματος και χαρακτήρισε τον Νόβα και τους συν αυτώ ως «ομάδα προδοτών» και κάλεσε τον ελληνικό λαό σε νέο ανένδοτο αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος ε', σελ. 237-238).
Η Ενωση Κέντρου στο τότε αστικό πολιτικό σύστημα
Το κόμμα της Ενωσης Κέντρου κάποιοι αστοί ιστορικοί, δημοσιολόγοι και πολιτικοί έχουν φροντίσει να το διατηρήσουν στην ιστορική μνήμη ως το κόμμα των μεγάλων αλλαγών σε όφελος του λαού και κυρίως στα ζητήματα των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και της διεύρυνσης των ελευθεριών, σε αντίθεση με το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς, που επικρατούσε από την ήττα του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος το 1949, ανεξάρτητα από το ποιο πολιτικό κόμμα βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Η διατήρηση ακόμη και στις μέρες μας, ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι η συνέχεια της Ενωσης Κέντρου, αυτού του μύθου, γιατί περί μύθου πρόκειται, αποτελεί μέρος της προσπάθειας του αστικού πολιτικού συστήματος να στηρίζει την κάλπικη σε πολιτικό επίπεδο διαχωριστική γραμμή «δεξιά - αντιδεξιά, ή δεξιά - δημοκρατικές δυνάμεις», να λειτουργεί έτσι η εναλλαγή των κομμάτων της άρχουσας τάξης στις κυβερνήσεις, να συνεχίζεται η ίδια πολιτική διαχείρισης με μικρές παραλλαγές και να εγκλωβίζονται οι λαϊκές δυνάμεις στο σύστημα. Βεβαίως, το λαϊκό κίνημα πάλευε για διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών στο πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η ίδια η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε πλέον να στηρίζει το καθεστώς της στην πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει μετά τον Εμφύλιο και τη νίκη της κατά του λαϊκού κινήματος. Με ένα κράτος άκρως κατασταλτικό, με τους μηχανισμούς τους κρατικούς και παρακρατικούς, αλλά και το στρατό κυρίαρχους, με το χαφιέ και το χωροφύλακα να δεσπόζουν στη δημόσια ζωή. Απαιτούνταν αστικοί εκσυγχρονισμοί. Τέτοιους υποσχέθηκε η Ενωση Κέντρου, ανεξάρτητα από το αν μπορούσε να τους επιβάλει, όπως και δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ακόμη, αυτό το εύρος των εκσυγχρονισμών περιοριζόταν στα όρια που επέτρεπαν τα δύο κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα (Παλάτι - στρατός, και κυβερνήσεις).
Αλλωστε, για νομιμοποίηση του ΚΚΕ ούτε λόγος γινόταν, ενώ οι φυλακές και επί κυβέρνησης Ενωσης Κέντρου συνέχιζαν να είναι γεμάτες από πολιτικούς κρατούμενους, κυρίως κομμουνιστές, καταδικασθέντες με βάση τους αντιδραστικούς νόμους του μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος και από τα στρατοδικεία.
Τι ήταν, λοιπόν, ακριβώς ως κόμμα η Ενωση Κέντρου; Συγκροτήθηκε λίγο πριν από τις εκλογές της βίας και νοθείας που έγιναν στις 29 του Οκτώβρη 1961 και ανέδειξαν τότε στην κυβέρνηση την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είναι οι εκλογές για τις οποίες ο λαός έλεγε ότι ψήφισαν και οι πεθαμένοι. Τέτοιο όργιο νοθείας υπό το καθεστώς του χωροφύλακα και του παρακράτους έγινε. Στη σύνθεσή της η Ενωση Κέντρου ήταν πολυσυλλεκτική. Αποτελούνταν από τους Φιλελεύθερους του Σ. Βενιζέλου, την ΕΠΕΚ του Σ. Παπαπολίτη (ήταν το κόμμα που είχε συγκροτήσει αρχές της δεκαετίας του '50 ο Ν. Πλαστήρας), τους Αγροτιστές του Α. Μπαλτατζή, τη Νέα Πολιτική Κίνηση των Μητσοτάκη, Νόβα, Γ. Μαύρου, κ.ά., την ομάδα του Γ. Παπανδρέου, τον Ηλ. Τσιριμώκο, που εμφανιζόταν ως σοσιαλιστής (στο παρελθόν είχε δικό του κόμμα, την Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία, ΕΛΔ, η οποία συμμετείχε και στο ΕΑΜ), τον Στ. Στεφανόπουλο, προερχόμενο από το κόμμα του Συναγερμού του Αλ. Παπάγου, και άλλους.
Ηταν ένα κόμμα απαραίτητο στο σύστημα και για το λόγο αυτό η άρχουσα τάξη και οι Αμερικανοί κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες να το συγκροτήσουν. Γι' αυτό, άλλωστε, και ο Κ. Καραμανλής το 1958 αρνήθηκε να δεχτεί στο κόμμα του - την ΕΡΕ - τον Γ. Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος του το ζήτησε: «Θα εξασθενούσατε έτσι - του είπε ο Καραμανλής - μιαν εθνική αντιπολίτευση που η χώρα επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο εξασφαλίζοντας - για το γενικό καλό - ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φθορά της εξουσίας θα επέβαλλε μιαν αλλαγή, ιδού ο υγιής κοινοβουλευτισμός που ονειρεύομαι. Και γι' αυτό εύχομαι το σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να ενώσει τα ανομοιογενή στοιχεία του» (Μ. Ζενεβουά: «Η Ελλάς του Καραμανλή», εκδόσεις «Σιδέρη», σελ. 208).
Η Ενωση Κέντρου ήταν, επίσης, ένα κόμμα που φτιάχτηκε για να ανακόψει την ανοδική πορεία της ΕΔΑ, η οποία στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ομολογεί απερίφραστα ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά: «Η αμερικανική στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο (σ.σ. την περίοδο που δημιουργήθηκε η ΕΚ) είχε δύο βασικές επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη ήταν η προβολή ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του κέντρου». (Α. Παπανδρέου: «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα», εκδόσεις «Καρανάση», σελ. 156 - 157).
Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου σχετικά με το πώς σκεφτόταν να κυβερνήσει, και να καθυποτάξει το λαό στο σύστημα, είχε πει τα εξής: «Με τας εκλογάς η Ενωσις Κέντρου θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς, η ΕΔΑ θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς. Επομένως αι εκλογαί είναι η ιδεώδης ευκαιρία αντιμετωπίσεως των μαζών. Οχι συνεργασία. Είναι ο ιδεώδης τρόπος αι εκλογαί, διά να γίνη ο διαχωρισμός των μαζών. Διότι αι μάζαι κατ' ανάγκην διά λόγους κομματικής εντάξεως θα τοποθετηθούν αντιμέτωποι» («Φως εις την πολιτικήν κρίσιν που συνεκλόνισε την Ελλάδα - Πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος 1 και 2/9/1965». Αθήναι 1965, σελ. 26). Η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» σ' όλο της το μεγαλείο.
Η Ενωση Κέντρου, λοιπόν, φτιάχτηκε για να στηρίξει το αστικό μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς και όχι για να το αλλάξει. Φτιάχτηκε για να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Κι ανταποκρίθηκε σ' αυτό της το ρόλο με μέγιστη επάρκεια, αφού όταν ήρθε στην κυβερνητική εξουσία δεν επιχείρησε καμιά βαθιά τομή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου, παρά το γεγονός ότι η λαϊκή πλειοψηφία στην οποία στηριζόταν ήταν τεράστια.
Βεβαίως, η Ενωση Κέντρου πήρε και κάποια μέτρα που τότε φάνταζαν δημοκρατικά και που, εξαιτίας των Ιουλιανών, οδήγησαν ορισμένους ιστορικούς στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για μέτρα που τρομοκράτησαν την άρχουσα τάξη, η οποία, τάχα, φοβήθηκε πως άνοιγαν οι «δυνατότητες προς μια πολιτική εξέλιξη, που μακροπρόθεσμα θα έθετε τέρμα στα προνόμιά της» (Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 149).
Πρόκειται για έναν ισχυρισμό εκτός πραγματικότητας. Το πιο σωστό είναι αυτό που σημειώνει ο Δ. Χαραλάμπης. Οτι, δηλαδή, τα μέτρα αυτά δε συνιστούσαν τομή, ότι ήταν ενταγμένα στο πλαίσιο «της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής απογείωσης και της μακροχρόνιας σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας» κι ότι εντέλει «δεν υπήρχε ουσιαστική πολιτική και ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ Ενωσης Κέντρου και ΕΡΕ» (Δ. Χαραλάμπη: «Στρατός και Πολιτική Εξουσία», εκδόσεις «Εξάντας», σελ. 161).
Για τη λεγόμενη αποστασία
Το γεγονός ότι στελέχη της Ενωσης Κέντρου συμμάχησαν με το Παλάτι κόντρα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, και μάλιστα ανέλαβαν και το σχηματισμό κυβέρνησης με εντολή του βασιλιά μετά την παραίτησή της, καταγράφηκε στην αστική ιστοριογραφία ως «αποστασία» και τα συγκεκριμένα στελέχη ως «αποστάτες».
Οι «αποστάτες», δίχως αμφιβολία, διέπραξαν πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του. Ενέργησαν, όμως, με συνέπεια, όσον αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγμή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει αυτό που πραγματικά ήταν. Δεν αποστάτησαν από την τάξη τους. Επίσης, φορτίστηκε συναισθηματικά και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης τους, για να κρυφτεί ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της Ενωσης Κέντρου και για να εξυπηρετηθεί η πολιτική της. Με αυτό τον τρόπο η Ενωση Κέντρου αποπροσανατόλιζε το λαό.
Οι λεγόμενοι αποστάτες είπαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν τις κεντροδεξιές με τη βούληση του Παλατιού κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις. Υποστήριξαν ότι η σύγκρουση του Παπανδρέου με το Παλάτι οδηγούσε σε τέτοιες εξελίξεις. Αλλά η ουσία δεν ήταν αυτή.
Το κύριο που τους απασχολούσε ήταν ο λαϊκός παράγοντας και οι όποιοι πιθανοί κίνδυνοι από την παρέμβασή του, λόγω της σύγκρουσης των κέντρων εξουσίας, Παλατιού και κυβέρνησης. Και ήθελαν να εμποδίσουν την πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Φαίνεται όμως ότι και η διεθνής κατάσταση «ωθούσε» σε πιο σκληρές αντιλαϊκές εξελίξεις. Το Κυπριακό ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη, ενώ στη Μ. Ανατολή το Ισραήλ και οι ΗΠΑ ετοίμαζαν τον πόλεμο των 6 ημερών κατά της Αιγύπτου. Αυτές οι εξελίξεις διαγράφτηκαν κατά την περίοδο της χούντας του Απρίλη του 1967. Και πράγματι, το ντόπιο κατεστημένο, ή ένα τμήμα του, μαζί με τους Αμερικανούς προετοίμαζαν τις μετέπειτα εξελίξεις. Τους χρειαζόταν μια ανάλογη πολιτική κρίση.
Η Ελλάδα στις αρχές της 10ετίας του '60
Το 1961 είχαν διαμορφωθεί νέα δεδομένα στην εσωτερική και στη διεθνή κατάσταση. Η Ελλάδα είχε συνδεθεί με την ΕΟΚ. Παράλληλα, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε σημαδευτεί απ' το νέο κύμα των χιλιάδων μεταναστών, απ' το ολοκληρωτικό μαράζωμα μεγάλων ζωνών της υπαίθρου και τη συγκέντρωση εκατομμυρίων ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, όπου «άνθισε» η αντιπαροχή γης και διαμορφώθηκαν οι νέες στρατιές των προλετάριων. Την ίδια περίοδο, η φτώχεια και η ανεργία «έσπαζαν κόκαλα». «Ο Σβορώνος υπολογίζει την ανεργία σε 20% και ο Φωτόπουλος αναφέρει 24% (ήτοι 864 χιλ. άτομα) του ενεργού πληθυσμού ως άνεργους για το 1961» (Δημ. Χαραλάμπη: «Στρατός και πολιτική εξουσία», σελ. 103, εκδόσεις «ΕΞΑΝΤΑΣ»).
Βασικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, όπως ο Κ. Καραμανλής, είχαν αντιληφθεί πως όσο η πολιτική ζωή απομακρυνόταν από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, τόσο θα ξεπερνιόταν οι πιο ωμές αντικομμουνιστικές μέθοδοι, ως μέσα καταστολής του κινήματος. Θεωρούσαν αναγκαίο να στηριχθούν κυρίως σ' ένα ισχυρό δικομματικό σύστημα και σε εκσυγχρονισμούς «χαλάρωσης» των ωμών κατασταλτικών μέτρων, δίχως να παραιτούνται από τη χρήση και αντικομμουνιστικών μεθόδων. Εξάλλου, ο ωμός αντικομμουνισμός συνεχιζόταν και εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων, όπως η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βερολίνο, η απόβαση των Αμερικανών πεζοναυτών στην Κούβα (κόλπος των Χοίρων), καθώς και το γενικότερο κλίμα της ψυχροπολεμικής έντασης κατά των σοσιαλιστικών κρατών.
Η διαμόρφωση του άλλου δικομματικού σκέλους πρόβαλλε ως θεμελιακός όρος για την απορρόφηση της λαϊκής αγανάκτησης και τη σταθεροποίηση της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Ας μην ξεχνάμε ότι το μαζικό λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα είχαν σημειώσει σοβαρά ανοδικά βήματα, το ίδιο και το κίνημα Παιδείας, που έμεινε στην ιστορία ως κίνημα του 15%, ενώ η ΕΔΑ βρισκόταν στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πολιτικοί κρατούμενοι είχαν απελευθερωθεί και είχαν στελεχώσει την ΕΔΑ και βασικές μαζικές οργανώσεις. Από την άλλη, η ήττα στον Εμφύλιο είχε «σπρώξει» πολλές ΕΑΜικές δυνάμεις προς το «Κέντρο», όμως οι αγωνιστικές παραδόσεις ήσαν σ' αυτές ζωντανές. Αυτό το γεγονός μπορούσε προοπτικά να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος, κάτω από προϋποθέσεις. Επιπρόσθετα, ήταν δυνάμεις που δεν έπεφταν θύματα του αντικομμουνισμού. Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι πολλές κυρίαρχες δυνάμεις «έπεσαν πάνω» στους ηγέτες του «Κέντρου», για να ενωθούν.
Ο Καραμανλής, πριν από το 1960, ευνοούσε τη συνένωση των δυνάμεων του «Κέντρου», που αρκετοί λόγοι είχαν συμβάλει στην πολυδιάσπασή του. Κυριότερος λόγος ήταν ότι η κρίση του αστικού κράτους και του πολιτικού του συστήματος, από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι τον Εμφύλιο, είχε εκφραστεί πολύ πιο θεαματικά στα βενιζελικής προέλευσης κόμματα, με την πολυδιάσπαση και την απομαζικοποίησή τους. Ακόμη, με τις έντονες διαφωνίες τους ως προς την τακτική καταστολής και ενσωμάτωσης του λαϊκού κινήματος. Εκείνο τον καιρό, ο Γ. Παπανδρέου παζάρευε με τον Καραμανλή την προσχώρησή του στην ΕΡΕ και πλειοδοτούσε υπέρ της καθιέρωσης του πλειοψηφικού συστήματος. Ισως επέλεξε πραγματικά αυτή την τακτική, αν και τελικά δεν την υλοποίησε. Ισως το έκανε για να εκβιάσει τους επίδοξους να ηγηθούν του «Κέντρου» και να γίνει αυτός ο ηγέτης του.
Ετσι ή αλλιώς, το σίγουρο είναι ότι ήθελε «εκλογές με τον χωροφύλακα», όπως ο ίδιος έλεγε. Τελικά, η κυβέρνηση της ΕΡΕ έφερε νομοσχέδιο, με το οποίο εισηγήθηκε την ψήφιση της ενισχυμένης αναλογικής ως εκλογικού συστήματος, ενώ προέβλεπε ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με το πλειοψηφικό. Με το νόμο της ενισχυμένης αναλογικής, η χώρα έφτασε στις εκλογές του 1961, που διεξήχθησαν την 29η Οκτώβρη, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του στρατηγού Κ. Δόβα. Στο μεταξύ, 40 μέρες πριν, την 19 Σεπτέμβρη, ιδρύθηκε η «Ενωση Κέντρου».
Η «Ενωση Κέντρου» πρόβαλλε στο προσκήνιο ως πιο διορατικός εκφραστής των συμφερόντων της πλουτοκρατίας σε σχέση με την ΕΡΕ. Αξιοποιώντας δημαγωγικά τις καλύτερες στιγμές του αστικού φιλελευθερισμού, αλλά μη θέτοντας σε αμφισβήτηση το συνταγματικό ρόλο του Στέμματος. Υποσχόμενη στο λαό ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά και μένοντας σταθερή στον αντικομμουνισμό της, η «Ενωση Κέντρου» ήρθε με αξιώσεις να διακόψει την 9χρονη παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβέρνηση, προβάλλοντας, ταυτόχρονα, όχι μόνον ως ισχυρό ανάχωμα κατά του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και με τη φιλοδοξία να το λεηλατήσει και να το βάλει στο περιθώριο...
Οι εκλογές του 1961 έχουν καταγραφεί στην Ιστορία ως εκλογές βίας και νοθείας. Τα γεγονότα απέδειξαν το όργιο που άσκησαν ο Στρατός, η Χωροφυλακή, τα ΤΕΑ, η ΚΥΠ και άλλοι μηχανισμοί. Οι δυο δολοφονημένοι νεολαίοι της ΕΔΑ στην προεκλογική περίοδο, ο Στέφανος Βελδεμίρης και ο στρατιώτης Διονύσης Κερπινιώτης, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τού τι έγινε τότε... Ορισμένοι επιχειρούν ν' αποσυνδέσουν από το όργιο του 1961 τον Κ. Καραμανλή και να του αποδώσουν μόνο πολιτικές ευθύνες για τη δράση μιας σειράς μηχανισμών εν αγνοία του... Τα πράγματα δεν είναι έτσι. Πριν τις εκλογές, η ΕΔΑ είχε κάνει γνωστό το «σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ» (με βάση το οποίο έγινε η τρομοκρατική επιχείρηση νόθευσης των εκλογών), καταθέτοντας στοιχεία στη Βουλή, που η ΕΡΕ απέρριψε ως συκοφαντικά!
Από την άλλη, ο Κ. Καραμανλής είχε συγκροτήσει την περιβόητη «επιτροπή των 10», γραμματέας της οποίας ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος. Ρόλος αυτής της επιτροπής ήταν η καθοδήγηση του αντικομμουνιστικού αγώνα και η εξασφάλιση της παραμονής της ΕΡΕ στην εξουσία. Το γεγονός ότι στις εκλογές του 1961 έγινε όργιο βίας και νοθείας, ποτέ δεν το παραδέχτηκαν οι ηγέτες της «Δεξιάς», ακόμη και πολλά χρόνια αργότερα. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Π. Κανελλόπουλου, που είχε τη φήμη του «μετριοπαθούς». Εγραψε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα: «Θα εκέρδιζε, βέβαια, τις εκλογές του 1961 η ΕΡΕ, αλλά θα της έλειπαν κάποια εκατοστά ψήφων. Ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ούτε κ' εγώ, είχαμε πολιτικό συμφέρον ή την ηθική προδιάθεση να ενθαρρύνουμε τις ανωμαλίες εκείνες, όσες τυχόν σημειώθηκαν. Βεβαιώνω τον αναγνώστη ότι δεν τις είχαμε καν πληροφορηθεί. Υπάρχουν όργανα του Κράτους, ειδικότερα των Σωμάτων Ασφαλείας, που, όταν ένα κόμμα βρίσκεται πολύν καιρό στην εξουσία, συνδέουν τόσο πολύ τη νοοτροπία τους με το κόμμα τούτο, ώστε συγχέουν μέσα τους μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση με την έννοια του "καθεστώτος", θεωρώντας το κόμμα που κυβερνάει πολλά χρόνια, σαν "καθεστώς", που οφείλουν να προστατεύουν. Ετσι, με την παρότρυνση και ανεξέλεγκτων, ασύδοτων κομματικών παραγόντων (ακόμη και υποψηφίων καμιά φορά βουλευτών), παραβαίνουν τους κανόνες της αμεροληψίας, που είναι καθήκον τους να τηρούν, και προβαίνουν σε πιέσεις, όπου αυτές πιάνουν» (Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ», σελ. 48, ΑΘΗΝΑΙ 1975).
Το τι επρόκειτο, βεβαίως, να συμβεί σε αυτές τις εκλογές ήταν σε γνώση του Γ. Παπανδρέου. Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής έγραψε σχετικά: «Δυστυχώς, όμως, τρεις μήνες προ των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου οι αρχηγοί της Ενωσης Κέντρου και ιδίως ο Βενιζέλος είχαν πληροφορηθεί παρ' ανωτάτων φίλων τους αξιωματικών, ότι είχε μελετηθεί και οργανωθεί λεπτομερές σχέδιο επεμβάσεως του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας προς υπερψήφιση της ΕΡΕ» (Σπ. Λιναρδάτου, ο.π., τ. Δ', σελ. 59).
Τον Γ. Παπανδρέου τον αποκάλυψε αργότερα και ο εκδότης της εφημερίδας «Ελευθερία» Πάνος Κόκκας, που έγραψε στο κύριο άρθρο της την 7η Σεπτέμβρη 1965: «Και ήτο ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου πλήρως ενήμερος της σχεδιαζόμενης βίας και νοθείας. Και επίστευεν ότι μέριμνα του κ. Δόβα και του επί της Εθνικής Αμύνης υπουργού του κ. Χ. Ποταμιάνου θα ήσαν τα ιδικά μας συμφέροντα και πάλιν» (ο.π., σελ. 60).
Αλλά τι συνέβη; «Ενοπλες ομάδες χτυπούσαν την πόρτα κάθε σπιτιού (τις νυχτερινές ώρες, για ψυχολογικούς λόγους) και τροποποιούσαν την προηγούμενη απειλητική προειδοποίηση ("όποιος ψηφίσει ΕΔΑ θα πάει εξορία") ως εξής: "Οποιος δεν ψηφίσει ΕΡΕ θα πάει εξορία" (Γιάννη Κάτρη: «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», σελ. 117, εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ»). Οταν τα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι από τη βία και τη νοθεία ωφελήθηκε κατά πρώτο λόγο η ΕΡΕ, τότε ο Παπανδρέου κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα» κατά της «Δεξιάς»!.. Φοβούμενος μήπως η ΕΔΑ τον μονοπωλήσει... Ετσι, ο συμμέτοχος σε σειρά αντιλαϊκών μεθοδεύσεων πήρε τη ρομφαία του ...τιμωρού και με αυτή κατάφερε το 1963 να έρθει η «Ενωση Κέντρου» πρώτο κόμμα. Επειδή όμως δε σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση, οι εκλογές επαναλήφθηκαν την 16 Φεβρουαρίου 1964, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ι. Παρασκευόπουλου, οπότε η «Ενωση Κέντρου» σημείωσε μεγάλη νίκη, συγκεντρώνοντας το 52,72% των ψήφων... Στο προηγούμενο διάστημα εν τω μεταξύ είχε εκδηλωθεί ανοιχτά η εύνοια των Ανακτόρων προς την «Ενωση Κέντρου». Από τότε που το Παλάτι «τα έσπασε» με τον Καραμανλή, έριξε το πολιτικό βάρος του υπέρ του Γ. Παπανδρέου. Επαναλαμβανόταν, ακόμη μια φορά, η γνωστή και από το παρελθόν σύμπραξη Μοναρχίας - «Κέντρου» κατά της «Δεξιάς»... Στη συγκέντρωση από την «Ενωση Κέντρου» ενός τόσο υψηλού ποσοστού συνέβαλε και η ΕΔΑ, που δεν κατέθεσε συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, ώστε να διευκολύνει το «Κέντρο» να διώξει τη «Δεξιά»... Αυτή η επιλογή της ΕΔΑ θεωρήθηκε ως πολύ σημαντικός ελιγμός, που έβαζε πλάτη στη συσπείρωση «των δημοκρατικών δυνάμεων» και στην απομάκρυνση της «Δεξιάς» από την εξουσία, άρα άνοιγε το δρόμο για να προχωρήσει η δημοκρατική εξέλιξη... Εχει γίνει μάλιστα και κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, επειδή δεν είχε κάνει πιο πριν το ίδιο, δηλαδή στις εκλογές της 3 Νοέμβρη 1963! Ενώ από ορισμένους άλλους προβλήθηκε η άποψη ότι η πριμοδότηση της «Ενωσης Κέντρου» από την ΕΔΑ δεν απέβαινε σε βάρος της, επειδή σ' αυτές τις 24 εκλογικές περιφέρειες η ΕΔΑ δεν είχε προοπτική να εκλέξει βουλευτές!.. Μπορεί, άραγε, πίσω από αυτήν την απολογητική πρόφαση, να κρυφτεί η λογική, που μπροστά στο πρόσκαιρο, δήθεν, όφελος, θυσίαζε τα πραγματικά συμφέροντα του κινήματος;
Ορισμένες σκέψεις
Η κρίση του 1965 έδειξε ότι η πορεία του καπιταλισμού στην Ελλάδα απαιτούσε εκσυγχρονισμούς στο πολιτικό σύστημα, το οποίο ουσιαστικά έμενε ανέπαφο από την εποχή της λήξης του εμφυλίου πολέμου. Η άρχουσα τάξη είχε εφαρμόσει τέτοια πολιτική ωμής καταστολής όλ' αυτά τα χρόνια για να τσακίσει το λαϊκό κίνημα της περιόδου 1941-1949 και είχε δημιουργήσει τέτοιο ιδεολογικό οπλοστάσιο και μηχανισμούς, που το αστικό πολιτικό σύστημα στα 1965 δεν ήταν ακόμη σε θέση να δεχτεί και να αφομοιώσει ομαλά και δίχως κινδύνους, από το λαϊκό κίνημα, εκείνους τους εκσυγχρονισμούς που απαιτούσε η ίδια η καπιταλιστική εξέλιξη! Δεν ήταν μόνο το Παλάτι ως κέντρο εξουσίας που αντιδρούσε και στο παραμικρό που μπορούσε να περιορίσει την εξουσία του. Ηταν και η ΕΡΕ, αλλά, όπως αποδείχτηκε, ήταν και η «Ενωση Κέντρου» ανέτοιμη να δεχτεί και να εφαρμόσει το «καινούριο», που εξάλλου αποτελούσε και λαϊκή απαίτηση.
Σχετικά με τα γεγονότα, υπάρχει και παρασκήνιο που αποκαλύπτει ότι ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε συμβιβασμό με τα Ανάκτορα. «Ο Γ. Παπανδρέου, την επομένη, τηλεφώνησε στον Στ. Στεφανόπουλο και του είπε επί λέξει: "Στέφανε, σου φέρνουν να υπογράψεις και συ μια επιστολή προς εμένα. Σου δίνω το λόγο της τιμής μου: Το βράδυ πηγαίνω στα Ανάκτορα να τα φτιάξω με τον βασιλιά"» (Γ. Λεονταρίτη: «Ανάμεσα στα δύο άκρα», σελ. 408).
Εχει υποστηριχτεί πως ο Γ. Παπανδρέου πιέστηκε από τον Ανδρέα να κρατήσει στάση ανυποχώρητη στο θέμα Γαρουφαλιά. Αυτό είναι πολύ πιθανό να συνέβη. Ο Α. Παπανδρέου πρόβαλε από τότε λίγο πιο προωθημένα συνθήματα σε σχέση με τη γραμμή της «Ενωσης Κέντρου».
Το πιο πιθανό, ωστόσο, είναι ότι ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκε μέσα στην εξής αντίφαση: Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Ο ίδιος από την άλλη, ούτε που διανοείτο τέτοιο πράγμα. Ηρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά ταυτόχρονα φοβόταν τη δυναμική που μπορούσε να πάρει το λαϊκό κίνημα. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκανε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω.
Τα πράγματα, δηλαδή, είχαν έρθει έτσι που το ζήτημα του «ποιος κυβερνά» (η κυβέρνηση ή το παλάτι) ετίθετο επί τάπητος. Κι ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορούσε να λυθεί με τον περιορισμό του βασιλιά σε επουσιώδη ρόλο. Ούτε με την ιστορία του Παλατιού, ούτε με τη βούληση και τις επιδιώξεις των πιο συντηρητικών δυνάμεων ταίριαζε αυτός ο ρόλος.
Βεβαίως, από τις μετέπειτα εξελίξεις φαίνεται καθαρά ότι ο Γ. Παπανδρέου έκανε ό,τι ήταν δυνατό να μην υπάρξουν συνθήκες κλονισμού του καθεστώτος, χρησιμοποιώντας και το λαϊκό κίνημα. Ο Μ. Παπακωνσταντίνου («Η ταραγμένη εξαετία», εκδόσεις «Προσκήνιο», τόμος Β' σελ. 180-181) επιβεβαιώνει ότι ενισχύθηκαν τα λαϊκά ερείσματα του Κέντρου μετά την αποπομπή του από την κυβέρνηση. Ετσι ο Γ. Παπανδρέου το Δεκέμβρη του 1966 συμφώνησε με το Παλάτι και την ΕΡΕ του Π. Κανελλόπουλου να στηρίξουν από κοινού τη συντηρητική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Το κατεστημένο στην Ελλάδα και οι ξένοι σύμμαχοί του είχαν ήδη αυτό που ήθελαν για να προχωρήσουν στην εφαρμογή των σχεδίων τους. Η ΕΔΑ δεν μπορούσε να τους εμποδίσει, το ΚΚΕ ήταν παράνομο. Ετσι οι εξελίξεις οδήγησαν στο στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα και τη δικτατορία του Απρίλη 1967.
Πηγή: "Ριζοσπάστης"
Η σημασία τους καθορίζεται από τη μεγάλη όξυνση και τη διάρκεια που πήραν οι εγχώριες ενδοαστικές αντιθέσεις, πάντα σε συνδυασμό με την άμεση εμπλοκή του ξένου παράγοντα (ΗΠΑ) και τους γενικότερους σχεδιασμούς του στην περιοχή (Κυπριακό) και που έστρωσαν το δρόμο για την επιβολή της δικτατορίας.
Ας δούμε τι έγινε στις 15 του Ιούλη 1965. Ο Γ. Παπανδρέου, πρωθυπουργός της Ελλάδας, μετά την εκλογική του νίκη στα 1964 με τη συμβολή και της ΕΔΑ, έκανε μια σύντομη συνάντηση με το βασιλιά Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ. Μετά την έξοδό του από τα ανάκτορα αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις στους δημοσιογράφους. Ποιο το περιεχόμενο της συνάντησης; Μια ώρα αργότερα, γύρω στις 8.15 μ.μ., ο Γ. Παπανδρέου κάλεσε τους δημοσιογράφους για να τους δώσει το στίγμα των όσων συζήτησε με το βασιλιά.
«Επήλθε διαφωνία Στέμματος και κυβερνήσεως. Αύριον θα υποβάλω την παραίτησιν της κυβερνήσεως και θα προβώ εις ανακοινώσεις» τους είπε (Σόλωνα Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1941-1974», εκδόσεις Καπόπουλος, τόμος 4ος, σελ. 416-417).
Ο Σωτήρης Πέτρουλας γίνεται σύμβολο καθημερινών αγώνων
Βεβαίως, αμέσως μετά το τέλος της επίσκεψης του Γ. Παπανδρέου στα ανάκτορα, το κατώφλι τους διάβαινε ο, έως εκείνη τη στιγμή, πρόεδρος της Βουλής Γ. Αθανασιάδης - Νόβας. Και, βεβαίως, έλαβε την εντολή για σχηματισμό νέας κυβέρνησης.
Ετσι, η 15η του Ιούλη καταγράφηκε στην Ιστορία ως η μέρα που ξέσπασε μια βαθιά πολιτική κρίση, η οποία βεβαίως και δεν εμφανίστηκε ξαφνικά. Αλλά ο ελληνικός λαός πλήρωσε βαρύ τίμημα στη συνέχεια, αφού η εξέλιξή της για δυο ολόκληρα χρόνια οδήγησε στη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία των συνταγματαρχών τον Απρίλη του 1967.
Για τις εξελίξεις αυτές το ΚΚΕ, με ανακοίνωση της ΚΕ του, υπογράμμισε:
«Οι σκοτεινοί κύκλοι της ανωμαλίας - το παλάτι, η χούντα και οι ξένοι - έβαλαν σε εφαρμογή το πραξικόπημα που σχεδίαζαν από καιρό και που μάταια προσπαθούν τώρα να καλύψουν κάτω από το μανδύα της νομιμότητας. Παραβιάζοντας το Σύνταγμα και καταπατώντας ωμά την εκφρασμένη λαϊκή θέληση, ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση και στη θέση της διόρισαν μια τριανδρία - πειθήνιο όργανό τους. Οι σκοποί τους είναι διάφανοι. Χτύπημα των δημοκρατικών καταχτήσεων. ΝΑΤΟική λύση στο Κυπριακό. Τράβηγμα της χώρας στο βρωμερό πόλεμο του Βιετνάμ. Ανελέητη εκμετάλλευση του λαού και της χώρας από τα ξένα και ντόπια μονοπώλια.
Η κατάσταση - σημείωνε η ΚΕ του ΚΚΕ - είναι σοβαρή. Οι συνωμότες - αδίστακτοι στις επιδιώξεις τους - σπρώχνουν τη χώρα στο δρόμο της ανωμαλίας, που οδηγεί σε εθνικές συμφορές» («ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ», τεύχος 8/1965, σελ. 82-83).
Ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε την εξελισσόμενη πραγματικότητα αυτής της βαθιάς πολιτικής κρίσης με μαζικές διαδηλώσεις και άλλες πολύμορφες κινητοποιήσεις σ' ολόκληρη τη χώρα. Οι διαδηλώσεις έφταναν ως τις συγκρούσεις με την αστυνομία, αφού το τότε καθεστώς στην Ελλάδα διέβλεπε το δυναμισμό τους και βεβαίως δεν ήταν σίγουρο ότι με διαφορετικά μέσα δε θα ξέφευγε ο έλεγχος από τα χέρια του. Αποκορύφωμα των συγκρούσεων ήταν η δολοφονία του Σ. Πέτρουλα, μέλους της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, στις 21/7/1965.
Ηταν η εποχή που το σύνθημα του «1 1 4» κυριαρχούσε στην αντιπαράθεση λαού και καθεστώτος. Αλλωστε, το κίνημα του «1 1 4» είχε ήδη πάρει διαστάσεις πριν την πολιτική κρίση. 114 ήταν το άρθρο του τότε Συντάγματος, που όριζε ότι η τήρησή του αφιερώνεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων.
Αυτά τα γεγονότα είχαν βασικό χαρακτηριστικό τους τη μαχητική λαϊκή πάλη, με πρωταγωνιστές τους κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές της εργατικής τάξης, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά ιδιαίτερα της νεολαίας. Αλλωστε, και πριν την πολιτική κρίση, το λαϊκό κίνημα βρισκόταν σε άνοδο. Ορισμένα παραδείγματα που το επιβεβαιώνουν είναι η πορεία των 80.000 εργατών στις 6/4/1964, οι μεγάλες απεργίες, η κίνηση των 115 συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι μαζικές μαραθώνιες πορείες ειρήνης, η δημιουργία ενός μεγάλου πολιτιστικού κινήματος στη νεολαία μέσω της Νεολαίας Λαμπράκη, καθώς και τα θετικά αποτελέσματα για την ΕΔΑ στις δημοτικές εκλογές του 1964. Η άνοδος του κινήματος είχε σημαντική συμβολή στην όξυνση των αντιθέσεων του αστικού πολιτικού κόσμου.
Τα γεγονότα της 15ης του Ιούλη 1965 ήταν μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις ανάμεσα στα κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα. Είχαν συντελεστεί γεγονότα που συνέβαλαν στην αλλαγή των συμμαχιών ανάμεσα στα Ανάκτορα και στα αστικά πολιτικά κόμματα. Η αλλαγή αυτή εκφράστηκε με το σπάσιμο της σχέσης Παλατιού και «Ενωσης Κέντρου» του Γ. Παπανδρέου και με τη συγκρότηση μετώπου ανάμεσα στο Παλάτι και την ΕΡΕ, που ελέγχανε και το Στρατό. Σ' αυτή τη συμμαχία συμπεριλαμβάνονταν και άλλες δυνάμεις, όπως το «Κόμμα των Προοδευτικών» του Σπ. Μαρκεζίνη, η εφημερίδα του Πάνου Κόκκα «Ελευθερία», άλλα εκδοτικά συγκροτήματα, όπως Λαμπράκης, Παπαγεωργίου, Βελλίδης, αλλά και στελέχη της «Ενωσης Κέντρου».
Γιατί παραιτήθηκε ο Γ. Παπανδρέου
Στην κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1964, όπου η «Ενωση Κέντρου» συγκέντρωσε το 52,72% των ψήφων, απόλυτη πλειοψηφία, στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας μπήκε ο Πέτρος Γαρουφαλιάς. Ηταν πιστός στο Παλάτι, άρα ο άνθρωπος του βασιλιά στην κυβέρνηση, για το Στρατό.
«Τις καλές σχέσεις με το Παλάτι ο Γ. Παπανδρέου φροντίζει να τις διατηρήσει και μετά το θάνατο του βασιλιά Παύλου. Στη δεύτερη κυβέρνησή του μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, τοποθετεί στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας τον Πέτρο Γαρουφαλιά, σαν χειρονομία καλής θέλησης προς τα Ανάκτορα. Ο Π. Γαρουφαλιάς είναι πρόσωπο της εμπιστοσύνης των Ανακτόρων και ο Παπανδρέου με την ενέργειά του αυτή εκτιμάει και αποδέχεται το ενδιαφέρον του Παλατιού ν' ασκεί έλεγχο στις Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας» (Π. Παρασκευόπουλου «Γ. Παπανδρέου», σελ. 126).
Απρίλης 1963: Η κυβέρνηση Καραμανλή απαγορεύει την ετήσια Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης. Στέλνει δυνάμεις της Αστυνομίας και του Στρατού για να καταλάβουν το δρόμο. Περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι συνελήφθησαν
Στο μεταξύ, στον Εβρο διαδραματίστηκε η γνωστή προβοκάτσια με πρωταγωνιστή τον Γ. Παπαδόπουλο, το μετέπειτα αρχηγό της δικτατορίας. Ο Γ. Παπανδρέου δεν τιμώρησε τον Γ. Παπαδόπουλο, αν και αποδείχτηκε ότι ο ίδιος προκάλεσε το σαμποτάζ στα 3 στρατιωτικά αυτοκίνητα και όχι οι στρατιώτες Μπέκιος και Ματάκης, οι οποίοι είχαν «ομολογήσει», μετά από φριχτά βασανιστήρια, ότι υποκινούνταν από το ΚΚΕ! Ο Παπαδόπουλος ήταν γιος συμπατριώτη και παλιού γνωστού του Γ. Παπανδρέου. Μόλις ο πατέρας Παπαδόπουλος είδε ότι ήταν πιθανό να τιμωρηθεί ο γιος του, πήγε στο Καστρί και παρακάλεσε τον Παπανδρέου «να σώσει το παιδί του». Ο Παπανδρέου συγκινήθηκε (!) και έδωσε εντολή να μπει η υπόθεση στο αρχείο!..
Μετά την προβοκάτσια του Γ. Παπαδόπουλου στον Εβρο, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από υπουργό Εθνικής Αμυνας, αλλά ο Γαρουφαλιάς δεν παραιτήθηκε. «Καλούσε βουλευτές της Ενωσης Κέντρου και τους βολιδοσκοπούσε αν θα τον ενέκριναν για πρωθυπουργό. Είχε τότε σιγουρευτεί πως θα ήταν δυνατό να γίνει πρωθυπουργός και είχε πάρει τόσο θάρρος, ώστε τους καλούσε και στο ίδιο γραφείο του στο υπουργείο» (Μιχ. Παπακωνσταντίνου: «Η ταραγμένη εξαετία 1961-1967», τόμος 2ος, σελ. 152).
Ο Γ. Παπανδρέου, που θέλησε ν' αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο, βρήκε μπροστά σ' αυτή του την απόφαση τον βασιλιά Κωνσταντίνο, που αρνήθηκε αυτή την αλλαγή.
Ο Κωνσταντίνος επέμενε να παραμείνει υπουργός ο Πέτρος Γαρουφαλιάς ή να αναλάβει κάποιο άλλο στέλεχος του «Κέντρου», όχι όμως ο πρωθυπουργός.
Ο Γ. Παπανδρέου αρνήθηκε να είναι «πρωθυπουργός υπό απαγόρευσιν» ή «ένας εξηυτελισμένος πρωθυπουργός», όπως είπε, και η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου παραιτήθηκε ...το βράδυ της 15 του Ιούλη 1965. Ετσι, στο λαό θέλησαν να δείξουν ότι αιτία της παραίτησης της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου ήταν η άρνηση του βασιλιά να είναι ο πρωθυπουργός και υπουργός Εθνικής Αμυνας! Και σε συνέχεια, αφού παραιτήθηκε, κάλεσε το λαό να στηρίξει το νέο «ανένδοτο» αγώνα!..
Την ίδια ώρα, ο Κωνσταντίνος διόρισε πρωθυπουργό τον πρόεδρο της Βουλής και ακαδημαϊκό Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα, στον οποίο έδωσε την εντολή να σχηματίσει κυβέρνηση. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε το βράδυ της 16ης του Ιούλη και στις 5 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Το μεσημέρι της 18ης του Αυγούστου 1965, ο βασιλιάς ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Ηλία Τσιριμώκο, επίσης στέλεχος του «Κέντρου». Δύο 24ωρα μετά, η κυβέρνηση Τσιριμώκου ορκίστηκε και στις 28 του Αυγούστου καταψηφίστηκε από τη Βουλή.
Στις 17 του Σεπτέμβρη πήρε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ο Στέφανος Στεφανόπουλος της «Ενωσης Κέντρου». Και στις 25 του μήνα υπερψηφίστηκε από τη Βουλή με ψήφους 152 υπέρ (οι 99 της ΕΡΕ, οι 8 του «Κόμματος των Προοδευτικών», ο Γαρουφαλιάς και 41 «αποστάτες»). Κατά ψήφισαν οι 126 εναπομείναντες της «Ενωσης Κέντρου» και οι 22 της ΕΔΑ.
Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου «έζησε» μέχρι τις 20 του Δεκέμβρη 1966. Την αντικατέστησε στις 22 του μήνα η κυβέρνηση Ιωάννη Παρασκευόπουλου (προέδρου της Εθνικής Τράπεζας), που ήρθε στην κυβερνητική εξουσία μετά από συμφωνία (υπογράφτηκε μνημόνιο) Γεωργίου Παπανδρέου - Παναγιώτη Κανελλόπουλου - Ανακτόρων, με την υποστήριξη και των εκδοτών Χρήστου Λαμπράκη («ΤΑ ΝΕΑ», «ΤΟ ΒΗΜΑ») και Ελένης Βλάχου («Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»).
Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 14 του Γενάρη 1967.
Στις 30 του Μάρτη, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ανατράπηκε από την ΕΡΕ και στις 3 του Απρίλη 1967 ο Π. Κανελλόπουλος σχημάτισε αμιγή κυβέρνηση της ΕΡΕ, που θα οδηγούσε σε κοινοβουλευτικές εκλογές. Οι εκλογές προκηρύχτηκαν για τις 28 του Μάη 1967. Δεν πρόλαβαν να γίνουν, γιατί στις 21 του Απρίλη πραγματοποιήθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα και εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία (1967 - 1974).
Από τις δηλώσεις των εμφανιζόμενων ως πρωταγωνιστών της κρίσης στις 15 του Ιούλη 1965 καταγράφονται τα εξής.
«Είχαμε κάνει εκκλήσεις προς τον κ. Παπανδρέου να αποτραπή η κρίσις. Απέβησαν άκαρποι. Αποβλέπων ο βασιλεύς σταθερώς να συνεργασθή με την πλειοψηφίαν της Βουλής, μου ανέθεσε να σχηματίσω κυβέρνησιν εξ αυτής. Θα είναι αύτη αμιγώς της Ενώσεως Κέντρου και θα αποτελή ιδεολογικήν και πολιτικήν συνέχειαν της προηγούμενης κυβερνήσεως», θα πει ο Νόβας («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 16/7/1965).
Αλλά ο Γ. Παπανδρέου μίλησε για παραβίαση του πολιτεύματος και χαρακτήρισε τον Νόβα και τους συν αυτώ ως «ομάδα προδοτών» και κάλεσε τον ελληνικό λαό σε νέο ανένδοτο αγώνα υπέρ της Δημοκρατίας (Σπ. Λιναρδάτου: «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα», εκδόσεις «Παπαζήση», τόμος ε', σελ. 237-238).
Η Ενωση Κέντρου στο τότε αστικό πολιτικό σύστημα
Το κόμμα της Ενωσης Κέντρου κάποιοι αστοί ιστορικοί, δημοσιολόγοι και πολιτικοί έχουν φροντίσει να το διατηρήσουν στην ιστορική μνήμη ως το κόμμα των μεγάλων αλλαγών σε όφελος του λαού και κυρίως στα ζητήματα των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και της διεύρυνσης των ελευθεριών, σε αντίθεση με το μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς, που επικρατούσε από την ήττα του λαϊκοεπαναστατικού κινήματος το 1949, ανεξάρτητα από το ποιο πολιτικό κόμμα βρισκόταν στην κυβέρνηση.
Η διατήρηση ακόμη και στις μέρες μας, ιδιαίτερα από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είναι η συνέχεια της Ενωσης Κέντρου, αυτού του μύθου, γιατί περί μύθου πρόκειται, αποτελεί μέρος της προσπάθειας του αστικού πολιτικού συστήματος να στηρίζει την κάλπικη σε πολιτικό επίπεδο διαχωριστική γραμμή «δεξιά - αντιδεξιά, ή δεξιά - δημοκρατικές δυνάμεις», να λειτουργεί έτσι η εναλλαγή των κομμάτων της άρχουσας τάξης στις κυβερνήσεις, να συνεχίζεται η ίδια πολιτική διαχείρισης με μικρές παραλλαγές και να εγκλωβίζονται οι λαϊκές δυνάμεις στο σύστημα. Βεβαίως, το λαϊκό κίνημα πάλευε για διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών στο πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η ίδια η άρχουσα τάξη δεν μπορούσε πλέον να στηρίζει το καθεστώς της στην πραγματικότητα που είχε δημιουργήσει μετά τον Εμφύλιο και τη νίκη της κατά του λαϊκού κινήματος. Με ένα κράτος άκρως κατασταλτικό, με τους μηχανισμούς τους κρατικούς και παρακρατικούς, αλλά και το στρατό κυρίαρχους, με το χαφιέ και το χωροφύλακα να δεσπόζουν στη δημόσια ζωή. Απαιτούνταν αστικοί εκσυγχρονισμοί. Τέτοιους υποσχέθηκε η Ενωση Κέντρου, ανεξάρτητα από το αν μπορούσε να τους επιβάλει, όπως και δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Ακόμη, αυτό το εύρος των εκσυγχρονισμών περιοριζόταν στα όρια που επέτρεπαν τα δύο κέντρα εξουσίας στην Ελλάδα (Παλάτι - στρατός, και κυβερνήσεις).
Αλλωστε, για νομιμοποίηση του ΚΚΕ ούτε λόγος γινόταν, ενώ οι φυλακές και επί κυβέρνησης Ενωσης Κέντρου συνέχιζαν να είναι γεμάτες από πολιτικούς κρατούμενους, κυρίως κομμουνιστές, καταδικασθέντες με βάση τους αντιδραστικούς νόμους του μετεμφυλιοπολεμικού καθεστώτος και από τα στρατοδικεία.
Τι ήταν, λοιπόν, ακριβώς ως κόμμα η Ενωση Κέντρου; Συγκροτήθηκε λίγο πριν από τις εκλογές της βίας και νοθείας που έγιναν στις 29 του Οκτώβρη 1961 και ανέδειξαν τότε στην κυβέρνηση την ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Είναι οι εκλογές για τις οποίες ο λαός έλεγε ότι ψήφισαν και οι πεθαμένοι. Τέτοιο όργιο νοθείας υπό το καθεστώς του χωροφύλακα και του παρακράτους έγινε. Στη σύνθεσή της η Ενωση Κέντρου ήταν πολυσυλλεκτική. Αποτελούνταν από τους Φιλελεύθερους του Σ. Βενιζέλου, την ΕΠΕΚ του Σ. Παπαπολίτη (ήταν το κόμμα που είχε συγκροτήσει αρχές της δεκαετίας του '50 ο Ν. Πλαστήρας), τους Αγροτιστές του Α. Μπαλτατζή, τη Νέα Πολιτική Κίνηση των Μητσοτάκη, Νόβα, Γ. Μαύρου, κ.ά., την ομάδα του Γ. Παπανδρέου, τον Ηλ. Τσιριμώκο, που εμφανιζόταν ως σοσιαλιστής (στο παρελθόν είχε δικό του κόμμα, την Ελληνική Λαϊκή Δημοκρατία, ΕΛΔ, η οποία συμμετείχε και στο ΕΑΜ), τον Στ. Στεφανόπουλο, προερχόμενο από το κόμμα του Συναγερμού του Αλ. Παπάγου, και άλλους.
Ηταν ένα κόμμα απαραίτητο στο σύστημα και για το λόγο αυτό η άρχουσα τάξη και οι Αμερικανοί κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες να το συγκροτήσουν. Γι' αυτό, άλλωστε, και ο Κ. Καραμανλής το 1958 αρνήθηκε να δεχτεί στο κόμμα του - την ΕΡΕ - τον Γ. Παπανδρέου, όταν ο τελευταίος του το ζήτησε: «Θα εξασθενούσατε έτσι - του είπε ο Καραμανλής - μιαν εθνική αντιπολίτευση που η χώρα επίσης χρειάζεται. Δύο ισχυρά κόμματα, το ένα στην εξουσία, το άλλο εξασφαλίζοντας - για το γενικό καλό - ένα ισορροπημένο αντίβαρο, το ένα διαδεχόμενο το άλλο και ξαναπαίρνοντας τα ηνία όταν η φθορά της εξουσίας θα επέβαλλε μιαν αλλαγή, ιδού ο υγιής κοινοβουλευτισμός που ονειρεύομαι. Και γι' αυτό εύχομαι το σχηματισμό ενός συμπαγούς κόμματος του Κέντρου, ικανού να ενώσει τα ανομοιογενή στοιχεία του» (Μ. Ζενεβουά: «Η Ελλάς του Καραμανλή», εκδόσεις «Σιδέρη», σελ. 208).
Η Ενωση Κέντρου ήταν, επίσης, ένα κόμμα που φτιάχτηκε για να ανακόψει την ανοδική πορεία της ΕΔΑ, η οποία στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ομολογεί απερίφραστα ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά: «Η αμερικανική στρατηγική στην Ελλάδα αυτή την περίοδο (σ.σ. την περίοδο που δημιουργήθηκε η ΕΚ) είχε δύο βασικές επιδιώξεις. Η πρώτη ήταν η εκλογική εξόντωση της ΕΔΑ. Η δεύτερη ήταν η προβολή ενός μεγάλου, αλλά μειοψηφούντος κόμματος του κέντρου». (Α. Παπανδρέου: «Η Δημοκρατία στο Απόσπασμα», εκδόσεις «Καρανάση», σελ. 156 - 157).
Ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου σχετικά με το πώς σκεφτόταν να κυβερνήσει, και να καθυποτάξει το λαό στο σύστημα, είχε πει τα εξής: «Με τας εκλογάς η Ενωσις Κέντρου θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς, η ΕΔΑ θα έχει ιδικούς της συνδυασμούς. Επομένως αι εκλογαί είναι η ιδεώδης ευκαιρία αντιμετωπίσεως των μαζών. Οχι συνεργασία. Είναι ο ιδεώδης τρόπος αι εκλογαί, διά να γίνη ο διαχωρισμός των μαζών. Διότι αι μάζαι κατ' ανάγκην διά λόγους κομματικής εντάξεως θα τοποθετηθούν αντιμέτωποι» («Φως εις την πολιτικήν κρίσιν που συνεκλόνισε την Ελλάδα - Πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος 1 και 2/9/1965». Αθήναι 1965, σελ. 26). Η πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» σ' όλο της το μεγαλείο.
Η Ενωση Κέντρου, λοιπόν, φτιάχτηκε για να στηρίξει το αστικό μετεμφυλιοπολεμικό καθεστώς και όχι για να το αλλάξει. Φτιάχτηκε για να μπορέσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά το αστικό πολιτικό σύστημα. Κι ανταποκρίθηκε σ' αυτό της το ρόλο με μέγιστη επάρκεια, αφού όταν ήρθε στην κυβερνητική εξουσία δεν επιχείρησε καμιά βαθιά τομή στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής του τόπου, παρά το γεγονός ότι η λαϊκή πλειοψηφία στην οποία στηριζόταν ήταν τεράστια.
Βεβαίως, η Ενωση Κέντρου πήρε και κάποια μέτρα που τότε φάνταζαν δημοκρατικά και που, εξαιτίας των Ιουλιανών, οδήγησαν ορισμένους ιστορικούς στο συμπέρασμα πως επρόκειτο για μέτρα που τρομοκράτησαν την άρχουσα τάξη, η οποία, τάχα, φοβήθηκε πως άνοιγαν οι «δυνατότητες προς μια πολιτική εξέλιξη, που μακροπρόθεσμα θα έθετε τέρμα στα προνόμιά της» (Ν. Σβορώνου: «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας», εκδόσεις «Θεμέλιο», σελ. 149).
Πρόκειται για έναν ισχυρισμό εκτός πραγματικότητας. Το πιο σωστό είναι αυτό που σημειώνει ο Δ. Χαραλάμπης. Οτι, δηλαδή, τα μέτρα αυτά δε συνιστούσαν τομή, ότι ήταν ενταγμένα στο πλαίσιο «της ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τις ανάγκες της οικονομικής απογείωσης και της μακροχρόνιας σταθεροποίησης της αστικής εξουσίας» κι ότι εντέλει «δεν υπήρχε ουσιαστική πολιτική και ιδεολογική διαφοροποίηση μεταξύ Ενωσης Κέντρου και ΕΡΕ» (Δ. Χαραλάμπη: «Στρατός και Πολιτική Εξουσία», εκδόσεις «Εξάντας», σελ. 161).
Για τη λεγόμενη αποστασία
Το γεγονός ότι στελέχη της Ενωσης Κέντρου συμμάχησαν με το Παλάτι κόντρα στην κυβέρνηση Παπανδρέου, και μάλιστα ανέλαβαν και το σχηματισμό κυβέρνησης με εντολή του βασιλιά μετά την παραίτησή της, καταγράφηκε στην αστική ιστοριογραφία ως «αποστασία» και τα συγκεκριμένα στελέχη ως «αποστάτες».
Οι «αποστάτες», δίχως αμφιβολία, διέπραξαν πολιτική παρασπονδία απέναντι στο κόμμα τους και στους ψηφοφόρους του. Ενέργησαν, όμως, με συνέπεια, όσον αφορά στην υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων που εξέφραζαν και που εκείνη τη στιγμή πίστευαν ότι έπρεπε να τα υπερασπίσουν με το συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό ακριβώς ο χαρακτηρισμός «αποστάτες» δεν αποδίδει αυτό που πραγματικά ήταν. Δεν αποστάτησαν από την τάξη τους. Επίσης, φορτίστηκε συναισθηματικά και παράλληλα συσκοτίστηκε έντεχνα η ουσία της πράξης τους, για να κρυφτεί ο βαθιά ταξικός χαρακτήρας της Ενωσης Κέντρου και για να εξυπηρετηθεί η πολιτική της. Με αυτό τον τρόπο η Ενωση Κέντρου αποπροσανατόλιζε το λαό.
Οι λεγόμενοι αποστάτες είπαν ότι συγκρούστηκαν με τον Γ. Παπανδρέου και στήριξαν τις κεντροδεξιές με τη βούληση του Παλατιού κυβερνήσεις, επειδή ήθελαν να αποτρέψουν ανώμαλες εξελίξεις. Υποστήριξαν ότι η σύγκρουση του Παπανδρέου με το Παλάτι οδηγούσε σε τέτοιες εξελίξεις. Αλλά η ουσία δεν ήταν αυτή.
Το κύριο που τους απασχολούσε ήταν ο λαϊκός παράγοντας και οι όποιοι πιθανοί κίνδυνοι από την παρέμβασή του, λόγω της σύγκρουσης των κέντρων εξουσίας, Παλατιού και κυβέρνησης. Και ήθελαν να εμποδίσουν την πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης. Φαίνεται όμως ότι και η διεθνής κατάσταση «ωθούσε» σε πιο σκληρές αντιλαϊκές εξελίξεις. Το Κυπριακό ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη, ενώ στη Μ. Ανατολή το Ισραήλ και οι ΗΠΑ ετοίμαζαν τον πόλεμο των 6 ημερών κατά της Αιγύπτου. Αυτές οι εξελίξεις διαγράφτηκαν κατά την περίοδο της χούντας του Απρίλη του 1967. Και πράγματι, το ντόπιο κατεστημένο, ή ένα τμήμα του, μαζί με τους Αμερικανούς προετοίμαζαν τις μετέπειτα εξελίξεις. Τους χρειαζόταν μια ανάλογη πολιτική κρίση.
Η Ελλάδα στις αρχές της 10ετίας του '60
Το 1961 είχαν διαμορφωθεί νέα δεδομένα στην εσωτερική και στη διεθνή κατάσταση. Η Ελλάδα είχε συνδεθεί με την ΕΟΚ. Παράλληλα, η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας είχε σημαδευτεί απ' το νέο κύμα των χιλιάδων μεταναστών, απ' το ολοκληρωτικό μαράζωμα μεγάλων ζωνών της υπαίθρου και τη συγκέντρωση εκατομμυρίων ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, όπου «άνθισε» η αντιπαροχή γης και διαμορφώθηκαν οι νέες στρατιές των προλετάριων. Την ίδια περίοδο, η φτώχεια και η ανεργία «έσπαζαν κόκαλα». «Ο Σβορώνος υπολογίζει την ανεργία σε 20% και ο Φωτόπουλος αναφέρει 24% (ήτοι 864 χιλ. άτομα) του ενεργού πληθυσμού ως άνεργους για το 1961» (Δημ. Χαραλάμπη: «Στρατός και πολιτική εξουσία», σελ. 103, εκδόσεις «ΕΞΑΝΤΑΣ»).
Βασικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, όπως ο Κ. Καραμανλής, είχαν αντιληφθεί πως όσο η πολιτική ζωή απομακρυνόταν από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, τόσο θα ξεπερνιόταν οι πιο ωμές αντικομμουνιστικές μέθοδοι, ως μέσα καταστολής του κινήματος. Θεωρούσαν αναγκαίο να στηριχθούν κυρίως σ' ένα ισχυρό δικομματικό σύστημα και σε εκσυγχρονισμούς «χαλάρωσης» των ωμών κατασταλτικών μέτρων, δίχως να παραιτούνται από τη χρήση και αντικομμουνιστικών μεθόδων. Εξάλλου, ο ωμός αντικομμουνισμός συνεχιζόταν και εξαιτίας των διεθνών εξελίξεων, όπως η ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Βερολίνο, η απόβαση των Αμερικανών πεζοναυτών στην Κούβα (κόλπος των Χοίρων), καθώς και το γενικότερο κλίμα της ψυχροπολεμικής έντασης κατά των σοσιαλιστικών κρατών.
Η διαμόρφωση του άλλου δικομματικού σκέλους πρόβαλλε ως θεμελιακός όρος για την απορρόφηση της λαϊκής αγανάκτησης και τη σταθεροποίηση της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Ας μην ξεχνάμε ότι το μαζικό λαϊκό και νεολαιίστικο κίνημα είχαν σημειώσει σοβαρά ανοδικά βήματα, το ίδιο και το κίνημα Παιδείας, που έμεινε στην ιστορία ως κίνημα του 15%, ενώ η ΕΔΑ βρισκόταν στα έδρανα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Πολιτικοί κρατούμενοι είχαν απελευθερωθεί και είχαν στελεχώσει την ΕΔΑ και βασικές μαζικές οργανώσεις. Από την άλλη, η ήττα στον Εμφύλιο είχε «σπρώξει» πολλές ΕΑΜικές δυνάμεις προς το «Κέντρο», όμως οι αγωνιστικές παραδόσεις ήσαν σ' αυτές ζωντανές. Αυτό το γεγονός μπορούσε προοπτικά να δημιουργήσει προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος, κάτω από προϋποθέσεις. Επιπρόσθετα, ήταν δυνάμεις που δεν έπεφταν θύματα του αντικομμουνισμού. Μπορούμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε ότι πολλές κυρίαρχες δυνάμεις «έπεσαν πάνω» στους ηγέτες του «Κέντρου», για να ενωθούν.
Ο Καραμανλής, πριν από το 1960, ευνοούσε τη συνένωση των δυνάμεων του «Κέντρου», που αρκετοί λόγοι είχαν συμβάλει στην πολυδιάσπασή του. Κυριότερος λόγος ήταν ότι η κρίση του αστικού κράτους και του πολιτικού του συστήματος, από τα χρόνια της Κατοχής μέχρι τον Εμφύλιο, είχε εκφραστεί πολύ πιο θεαματικά στα βενιζελικής προέλευσης κόμματα, με την πολυδιάσπαση και την απομαζικοποίησή τους. Ακόμη, με τις έντονες διαφωνίες τους ως προς την τακτική καταστολής και ενσωμάτωσης του λαϊκού κινήματος. Εκείνο τον καιρό, ο Γ. Παπανδρέου παζάρευε με τον Καραμανλή την προσχώρησή του στην ΕΡΕ και πλειοδοτούσε υπέρ της καθιέρωσης του πλειοψηφικού συστήματος. Ισως επέλεξε πραγματικά αυτή την τακτική, αν και τελικά δεν την υλοποίησε. Ισως το έκανε για να εκβιάσει τους επίδοξους να ηγηθούν του «Κέντρου» και να γίνει αυτός ο ηγέτης του.
Ετσι ή αλλιώς, το σίγουρο είναι ότι ήθελε «εκλογές με τον χωροφύλακα», όπως ο ίδιος έλεγε. Τελικά, η κυβέρνηση της ΕΡΕ έφερε νομοσχέδιο, με το οποίο εισηγήθηκε την ψήφιση της ενισχυμένης αναλογικής ως εκλογικού συστήματος, ενώ προέβλεπε ότι οι επόμενες εκλογές θα διεξαχθούν με το πλειοψηφικό. Με το νόμο της ενισχυμένης αναλογικής, η χώρα έφτασε στις εκλογές του 1961, που διεξήχθησαν την 29η Οκτώβρη, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του στρατηγού Κ. Δόβα. Στο μεταξύ, 40 μέρες πριν, την 19 Σεπτέμβρη, ιδρύθηκε η «Ενωση Κέντρου».
Η «Ενωση Κέντρου» πρόβαλλε στο προσκήνιο ως πιο διορατικός εκφραστής των συμφερόντων της πλουτοκρατίας σε σχέση με την ΕΡΕ. Αξιοποιώντας δημαγωγικά τις καλύτερες στιγμές του αστικού φιλελευθερισμού, αλλά μη θέτοντας σε αμφισβήτηση το συνταγματικό ρόλο του Στέμματος. Υποσχόμενη στο λαό ελευθερίες και δικαιώματα, αλλά και μένοντας σταθερή στον αντικομμουνισμό της, η «Ενωση Κέντρου» ήρθε με αξιώσεις να διακόψει την 9χρονη παραμονή της «Δεξιάς» στην κυβέρνηση, προβάλλοντας, ταυτόχρονα, όχι μόνον ως ισχυρό ανάχωμα κατά του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά και με τη φιλοδοξία να το λεηλατήσει και να το βάλει στο περιθώριο...
Οι εκλογές του 1961 έχουν καταγραφεί στην Ιστορία ως εκλογές βίας και νοθείας. Τα γεγονότα απέδειξαν το όργιο που άσκησαν ο Στρατός, η Χωροφυλακή, τα ΤΕΑ, η ΚΥΠ και άλλοι μηχανισμοί. Οι δυο δολοφονημένοι νεολαίοι της ΕΔΑ στην προεκλογική περίοδο, ο Στέφανος Βελδεμίρης και ο στρατιώτης Διονύσης Κερπινιώτης, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα τού τι έγινε τότε... Ορισμένοι επιχειρούν ν' αποσυνδέσουν από το όργιο του 1961 τον Κ. Καραμανλή και να του αποδώσουν μόνο πολιτικές ευθύνες για τη δράση μιας σειράς μηχανισμών εν αγνοία του... Τα πράγματα δεν είναι έτσι. Πριν τις εκλογές, η ΕΔΑ είχε κάνει γνωστό το «σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ» (με βάση το οποίο έγινε η τρομοκρατική επιχείρηση νόθευσης των εκλογών), καταθέτοντας στοιχεία στη Βουλή, που η ΕΡΕ απέρριψε ως συκοφαντικά!
Από την άλλη, ο Κ. Καραμανλής είχε συγκροτήσει την περιβόητη «επιτροπή των 10», γραμματέας της οποίας ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας Γ. Παπαδόπουλος. Ρόλος αυτής της επιτροπής ήταν η καθοδήγηση του αντικομμουνιστικού αγώνα και η εξασφάλιση της παραμονής της ΕΡΕ στην εξουσία. Το γεγονός ότι στις εκλογές του 1961 έγινε όργιο βίας και νοθείας, ποτέ δεν το παραδέχτηκαν οι ηγέτες της «Δεξιάς», ακόμη και πολλά χρόνια αργότερα. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Π. Κανελλόπουλου, που είχε τη φήμη του «μετριοπαθούς». Εγραψε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα: «Θα εκέρδιζε, βέβαια, τις εκλογές του 1961 η ΕΡΕ, αλλά θα της έλειπαν κάποια εκατοστά ψήφων. Ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ούτε κ' εγώ, είχαμε πολιτικό συμφέρον ή την ηθική προδιάθεση να ενθαρρύνουμε τις ανωμαλίες εκείνες, όσες τυχόν σημειώθηκαν. Βεβαιώνω τον αναγνώστη ότι δεν τις είχαμε καν πληροφορηθεί. Υπάρχουν όργανα του Κράτους, ειδικότερα των Σωμάτων Ασφαλείας, που, όταν ένα κόμμα βρίσκεται πολύν καιρό στην εξουσία, συνδέουν τόσο πολύ τη νοοτροπία τους με το κόμμα τούτο, ώστε συγχέουν μέσα τους μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση με την έννοια του "καθεστώτος", θεωρώντας το κόμμα που κυβερνάει πολλά χρόνια, σαν "καθεστώς", που οφείλουν να προστατεύουν. Ετσι, με την παρότρυνση και ανεξέλεγκτων, ασύδοτων κομματικών παραγόντων (ακόμη και υποψηφίων καμιά φορά βουλευτών), παραβαίνουν τους κανόνες της αμεροληψίας, που είναι καθήκον τους να τηρούν, και προβαίνουν σε πιέσεις, όπου αυτές πιάνουν» (Παναγιώτη Κανελλόπουλου: «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ», σελ. 48, ΑΘΗΝΑΙ 1975).
Το τι επρόκειτο, βεβαίως, να συμβεί σε αυτές τις εκλογές ήταν σε γνώση του Γ. Παπανδρέου. Ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής έγραψε σχετικά: «Δυστυχώς, όμως, τρεις μήνες προ των εκλογών της 29ης Οκτωβρίου οι αρχηγοί της Ενωσης Κέντρου και ιδίως ο Βενιζέλος είχαν πληροφορηθεί παρ' ανωτάτων φίλων τους αξιωματικών, ότι είχε μελετηθεί και οργανωθεί λεπτομερές σχέδιο επεμβάσεως του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας προς υπερψήφιση της ΕΡΕ» (Σπ. Λιναρδάτου, ο.π., τ. Δ', σελ. 59).
Τον Γ. Παπανδρέου τον αποκάλυψε αργότερα και ο εκδότης της εφημερίδας «Ελευθερία» Πάνος Κόκκας, που έγραψε στο κύριο άρθρο της την 7η Σεπτέμβρη 1965: «Και ήτο ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου πλήρως ενήμερος της σχεδιαζόμενης βίας και νοθείας. Και επίστευεν ότι μέριμνα του κ. Δόβα και του επί της Εθνικής Αμύνης υπουργού του κ. Χ. Ποταμιάνου θα ήσαν τα ιδικά μας συμφέροντα και πάλιν» (ο.π., σελ. 60).
Αλλά τι συνέβη; «Ενοπλες ομάδες χτυπούσαν την πόρτα κάθε σπιτιού (τις νυχτερινές ώρες, για ψυχολογικούς λόγους) και τροποποιούσαν την προηγούμενη απειλητική προειδοποίηση ("όποιος ψηφίσει ΕΔΑ θα πάει εξορία") ως εξής: "Οποιος δεν ψηφίσει ΕΡΕ θα πάει εξορία" (Γιάννη Κάτρη: «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», σελ. 117, εκδόσεις «ΠΑΠΑΖΗΣΗ»). Οταν τα εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι από τη βία και τη νοθεία ωφελήθηκε κατά πρώτο λόγο η ΕΡΕ, τότε ο Παπανδρέου κήρυξε τον «ανένδοτο αγώνα» κατά της «Δεξιάς»!.. Φοβούμενος μήπως η ΕΔΑ τον μονοπωλήσει... Ετσι, ο συμμέτοχος σε σειρά αντιλαϊκών μεθοδεύσεων πήρε τη ρομφαία του ...τιμωρού και με αυτή κατάφερε το 1963 να έρθει η «Ενωση Κέντρου» πρώτο κόμμα. Επειδή όμως δε σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση, οι εκλογές επαναλήφθηκαν την 16 Φεβρουαρίου 1964, από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του Ι. Παρασκευόπουλου, οπότε η «Ενωση Κέντρου» σημείωσε μεγάλη νίκη, συγκεντρώνοντας το 52,72% των ψήφων... Στο προηγούμενο διάστημα εν τω μεταξύ είχε εκδηλωθεί ανοιχτά η εύνοια των Ανακτόρων προς την «Ενωση Κέντρου». Από τότε που το Παλάτι «τα έσπασε» με τον Καραμανλή, έριξε το πολιτικό βάρος του υπέρ του Γ. Παπανδρέου. Επαναλαμβανόταν, ακόμη μια φορά, η γνωστή και από το παρελθόν σύμπραξη Μοναρχίας - «Κέντρου» κατά της «Δεξιάς»... Στη συγκέντρωση από την «Ενωση Κέντρου» ενός τόσο υψηλού ποσοστού συνέβαλε και η ΕΔΑ, που δεν κατέθεσε συνδυασμούς σε 24 εκλογικές περιφέρειες, ώστε να διευκολύνει το «Κέντρο» να διώξει τη «Δεξιά»... Αυτή η επιλογή της ΕΔΑ θεωρήθηκε ως πολύ σημαντικός ελιγμός, που έβαζε πλάτη στη συσπείρωση «των δημοκρατικών δυνάμεων» και στην απομάκρυνση της «Δεξιάς» από την εξουσία, άρα άνοιγε το δρόμο για να προχωρήσει η δημοκρατική εξέλιξη... Εχει γίνει μάλιστα και κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΕ, επειδή δεν είχε κάνει πιο πριν το ίδιο, δηλαδή στις εκλογές της 3 Νοέμβρη 1963! Ενώ από ορισμένους άλλους προβλήθηκε η άποψη ότι η πριμοδότηση της «Ενωσης Κέντρου» από την ΕΔΑ δεν απέβαινε σε βάρος της, επειδή σ' αυτές τις 24 εκλογικές περιφέρειες η ΕΔΑ δεν είχε προοπτική να εκλέξει βουλευτές!.. Μπορεί, άραγε, πίσω από αυτήν την απολογητική πρόφαση, να κρυφτεί η λογική, που μπροστά στο πρόσκαιρο, δήθεν, όφελος, θυσίαζε τα πραγματικά συμφέροντα του κινήματος;
Ορισμένες σκέψεις
Η κρίση του 1965 έδειξε ότι η πορεία του καπιταλισμού στην Ελλάδα απαιτούσε εκσυγχρονισμούς στο πολιτικό σύστημα, το οποίο ουσιαστικά έμενε ανέπαφο από την εποχή της λήξης του εμφυλίου πολέμου. Η άρχουσα τάξη είχε εφαρμόσει τέτοια πολιτική ωμής καταστολής όλ' αυτά τα χρόνια για να τσακίσει το λαϊκό κίνημα της περιόδου 1941-1949 και είχε δημιουργήσει τέτοιο ιδεολογικό οπλοστάσιο και μηχανισμούς, που το αστικό πολιτικό σύστημα στα 1965 δεν ήταν ακόμη σε θέση να δεχτεί και να αφομοιώσει ομαλά και δίχως κινδύνους, από το λαϊκό κίνημα, εκείνους τους εκσυγχρονισμούς που απαιτούσε η ίδια η καπιταλιστική εξέλιξη! Δεν ήταν μόνο το Παλάτι ως κέντρο εξουσίας που αντιδρούσε και στο παραμικρό που μπορούσε να περιορίσει την εξουσία του. Ηταν και η ΕΡΕ, αλλά, όπως αποδείχτηκε, ήταν και η «Ενωση Κέντρου» ανέτοιμη να δεχτεί και να εφαρμόσει το «καινούριο», που εξάλλου αποτελούσε και λαϊκή απαίτηση.
Σχετικά με τα γεγονότα, υπάρχει και παρασκήνιο που αποκαλύπτει ότι ο Γ. Παπανδρέου επιδίωκε συμβιβασμό με τα Ανάκτορα. «Ο Γ. Παπανδρέου, την επομένη, τηλεφώνησε στον Στ. Στεφανόπουλο και του είπε επί λέξει: "Στέφανε, σου φέρνουν να υπογράψεις και συ μια επιστολή προς εμένα. Σου δίνω το λόγο της τιμής μου: Το βράδυ πηγαίνω στα Ανάκτορα να τα φτιάξω με τον βασιλιά"» (Γ. Λεονταρίτη: «Ανάμεσα στα δύο άκρα», σελ. 408).
Εχει υποστηριχτεί πως ο Γ. Παπανδρέου πιέστηκε από τον Ανδρέα να κρατήσει στάση ανυποχώρητη στο θέμα Γαρουφαλιά. Αυτό είναι πολύ πιθανό να συνέβη. Ο Α. Παπανδρέου πρόβαλε από τότε λίγο πιο προωθημένα συνθήματα σε σχέση με τη γραμμή της «Ενωσης Κέντρου».
Το πιο πιθανό, ωστόσο, είναι ότι ο Γ. Παπανδρέου βρέθηκε μέσα στην εξής αντίφαση: Οι εξελίξεις έθεταν ζήτημα αποφασιστικής αντιπαράθεσης με τα Ανάκτορα. Ο ίδιος από την άλλη, ούτε που διανοείτο τέτοιο πράγμα. Ηρθε σε σύγκρουση με το Παλάτι, αλλά ταυτόχρονα φοβόταν τη δυναμική που μπορούσε να πάρει το λαϊκό κίνημα. Οντας μέσα σε αυτή την αντίφαση, έκανε ένα βήμα μπροστά και δύο πίσω.
Τα πράγματα, δηλαδή, είχαν έρθει έτσι που το ζήτημα του «ποιος κυβερνά» (η κυβέρνηση ή το παλάτι) ετίθετο επί τάπητος. Κι ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορούσε να λυθεί με τον περιορισμό του βασιλιά σε επουσιώδη ρόλο. Ούτε με την ιστορία του Παλατιού, ούτε με τη βούληση και τις επιδιώξεις των πιο συντηρητικών δυνάμεων ταίριαζε αυτός ο ρόλος.
Βεβαίως, από τις μετέπειτα εξελίξεις φαίνεται καθαρά ότι ο Γ. Παπανδρέου έκανε ό,τι ήταν δυνατό να μην υπάρξουν συνθήκες κλονισμού του καθεστώτος, χρησιμοποιώντας και το λαϊκό κίνημα. Ο Μ. Παπακωνσταντίνου («Η ταραγμένη εξαετία», εκδόσεις «Προσκήνιο», τόμος Β' σελ. 180-181) επιβεβαιώνει ότι ενισχύθηκαν τα λαϊκά ερείσματα του Κέντρου μετά την αποπομπή του από την κυβέρνηση. Ετσι ο Γ. Παπανδρέου το Δεκέμβρη του 1966 συμφώνησε με το Παλάτι και την ΕΡΕ του Π. Κανελλόπουλου να στηρίξουν από κοινού τη συντηρητική κυβέρνηση Παρασκευόπουλου. Το κατεστημένο στην Ελλάδα και οι ξένοι σύμμαχοί του είχαν ήδη αυτό που ήθελαν για να προχωρήσουν στην εφαρμογή των σχεδίων τους. Η ΕΔΑ δεν μπορούσε να τους εμποδίσει, το ΚΚΕ ήταν παράνομο. Ετσι οι εξελίξεις οδήγησαν στο στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα και τη δικτατορία του Απρίλη 1967.
Πηγή: "Ριζοσπάστης"
Δημοσίευση σχολίου