{[['
']]}


Ο Κρητικός που ήθελε «να δένει στο κεφάλι του ένα μαντήλι, να βάζει λοξά το τσαπί στον ώμο του, να γίνει ένας καλός ζευγάς, να βρίζει, να δέρνει και να 'χει στη ζώνη του ένα ασπρομάνικο μαχαίρι όπως όλοι οι άντρες του τόπου του...» μπολιάστηκε με τα βιώματα των πονεμένων εργατών. Αφουγκράστηκε τους λαϊκούς καημούς. Χαρακτηρίστηκε εκπρόσωπος της «προλεταριακής» λογοτεχνίας. Μπολιάστηκε από τις ιδέες του Μαξίμ Γκόρκι: «Πώς τα πανεπιστήμιά του ήταν κοντά στους ανθρώπους του μεροκάματου...».
Υπήρξε ένας φλογερός εραστής της προλεταριακής αλήθειας ένας επαναστάτης που γ' αυτό εξορίστηκε, βασανίστηκε διώχτηκε από τα καθεστώτα της Δεξιάς.
Τάραξε όλη την αστική τάξη της Ελλάδας με το βιβλίο του «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία», που χτυπάει τους δοσίλογους και την «εθνικοφροσύνη», ενώ απ' το πλούσιο συγγραφικό του έργο επιλέξαμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του, “Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου”, που περιγράφει βιωματικές καταστάσεις και παράλληλα μας δίνει μια εικόνα της εποχής του:
“…Χτυπούνε το κουδούνι κι έρχεται ο βασανιστής με τις κάτασπρες, πλαδαρές σάρκες. Κάτι του λένε και φεύγει, για να γυρίσει αμέσως πηδηχτός, πολύ σβέλτος, σχεδόν χαρούμενος, επειδή ξαναρχίζει τη δουλειά.
Άψε-σβύσε, μου έχει φορέσει μια σιδερένια κορώνα, με λογώ-λογιών εξαρτήματα κι ελατήρια. Έχει πέντε πράματα σα βίδες, που έχουνε κάτι σα φελλούς στο μέσα μέρος. Στο μέρος π’ αγγίζει το κεφάλι. Μια στο μέτωπο και μια πίσω. Μια στο κάθε μηνίγγι κι άλλη στην κορυφή.

Τίποτ’ άλλο δε θυμούμαι. Μόνο πως κάποια στιγμή, πολύ μικρή στιγμή, εγνώρισα το μέρος που έμενα. Το κελλί μου. Αλλά ήταν αδύνατο να ξεκαθαρίσω ποιός είμαι. Ποιό ήταν τ΄’ όνομά μου!…”
Δημοσίευση σχολίου