Αρχική » » Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΔΙΔΟΤΟΥ - της Μέλπως Αξιώτη (Μεγάλες στιγμές του Κόκκινου Δεκέμβρη του 1944)

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΔΙΔΟΤΟΥ - της Μέλπως Αξιώτη (Μεγάλες στιγμές του Κόκκινου Δεκέμβρη του 1944)

{[['']]}
Εσυμπτυχθήκαμε από την κλινική Σμπαρούνη και πιάσαμε μια πολυκατοικία στην οδόν Διδότου αρ. 47. Από το έξω μέρος είτανε τανκς εγγλέζικα, από πίσω εθνοφύλακες. Έχομε μείνει 21 μαχητές, 2 αυτόματα, 15 ντουφέκια κι’ άλλες τόσες χειροβομβίδες. Είμαστε ανακατεμένοι, μερικοί παίρνουν μέρος για δεύτερη φορά σε μάχη, και μερικοί είνε άμαχοι, είνε οι καθοδηγητές πούρθαν την προηγούμενη για να μας εμψυχώσουν και μείνανε κοντά μας.

 Πρώτη κρούση των τανκς, παίρνουνε σβάρνα όλα τα γύρω σπίτια και τέλος το δικό μας. Οι εθνοφύλακες βγάζουν χουνί και μας φωνάζουν να παραδοθούμε. Αλλά δεν τόχομε ασφαλώς σκοπό. Πιάνομε καραούλι την είσοδο και τους διαδρόμους και περιμένομε έφοδο του πεζικού για να το αποκρούσομε. Τότε μονάχα επολεμούσαμε σαν ίσοι προς ίσους. Αυτό γινόταν όμως σπάνια, γιατί οι άγγλοι πολεμούν μόνο μέσα απ’ τα τανκς. Ο Κώστας Παπούλιας, που τον λέμε Ζοζέφ, φυλάει την κεντρική είσοδο στο βάθος, άλλοι φυλάμε στην αυλή από μέσα. Τα τανκς ξαναρχινούν. Βλέπομε απ’ την αυλή τον μπροστινό τοίχο της πολυκατοικίας μας να καταρρέει. Οι εθνοφύλακες μάς καλούν πάλι να παραδοθούμε. Του κάκου όμως ξελαρυγκίζουνται. Ένας δικός μας ανεβαίνει στην ταράτσα για ανίχνευση, τον βλέπουν και του ρίχνουν απ’ το Χημείο με όλμους. Είταν η ώρα πάνω-κάτω 2 απ’ το μεσημέρι. Τότε κάνουν έφοδο με πεζικό οι άγγλοι και λίγοι εθνοφύλακες. Το αυτόματο του Κώστα τραβά ριπή απ’ την πόρτα, κάνουν να μπουν, 3 εθνοφύλακες και 1 σκωτσέζος πληρώνουν με τη ζωή τους το αίμα των δικών μας που χάσαμε στη μάχη της κλινικής. Τότε το πυροβολικό τους μας βάζει λυσσασμένα.

Ο λοχαγός Βασίλης γυρίζει μέσα στους καπνούς και μας δίνει κουράγιο. Τώρα πέφτει με πάταγο το μπροστινό μέρος της οικοδομής. Κρατούμε μόνο το ισόγειο και το πρώτο πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή παίρνει φωτιά το χτίριο. Φλέγεται σα λαμπάδα ολόκληρη η πολυκατοικία. Δοκάρια και παντζούρια πέφτουνε αναμένα απάνω μας. Με κατσαρόλες και τις φούχτες μας προσπαθούμε να καταβρέχομε. Ο καπνός μάς πνίγει. Η ασφυξία μάς απειλεί. Αλλά οι σκοποί βαστούνε. Απ’ το πίσω τετράγωνο μας ρίχνουν ακατάπαυτα. Τ’ απόγεμα η φωτιά πάει να μας νικήσει. Κουβαλούμε απάνω μας σοβάδες και γκρεμίσματα, οι αραβίδες σφήνωσαν απ’ την πολλή σκόνη. Τώρα βλέπομε απέναντι το δρόμο ανοιχτό. Είμαστε δηλαδή ακάλυπτοι. Η επόμενη κανονιά θα μας κάμει στάχτη. Ο λοχαγός Βασίλης γυρίζει πάντα από θέση σε θέση. Δυο ειδών κρότοι ακούγουνται γύρω μας, τα νερά που τρέχουν απ’ τα ανατιναγμένα λούκια και η φωτιά που τρίζει. Ευτυχώς έχομε μονάχα δυο ελαφρά τραυματισμένους.
Στο βιβλιαράκι αυτό υπήρχε και η φωτογραφία του "κοριτσιού με τις κονσέρβες Σκόμπι"

Έτσι μας βρήκε η νύχτα. Άρχισε και βροχή. Δυο ανιχνευτές μας αποφασίζουν τη ζωή τους και βγαίνουνε να κατοπτεύσουν. Αλλά γυρίζουν ζωντανοί : το δίπλα φαρμακείο είνε ακόμα ελεύθερο ! Τότε καταστρώνεται γρήγορα ένα απεγνωσμένο σχέδιο εξόδου. Πρέπει ν’ ανοιχτούν τρύπες, κι’ αρχίζομε κι’ ανοίγομε. Τα νερά πλημμυρίσανε πέρα για πέρα το υπόγειο, παλεύομε με τα νερά ως το γόνατο. Έρχεται 9 η ώρα νύχτα, τότε παίρνομε ειδοποίηση αναχώρησης. Βγάζομε τα παπούτσια μας για να μην ακουστούμε και τα κρεμνούμε απ’ τα κορδόνια απ’ τη μέση. Φορτώνομε απάνω μας όλο τον οπλισμό, και καβαλώντας τα παράθυρα περνούμε στο διπλανό σπίτι. Κανένας δε μας σταματά. Κάνουμε δυο ομάδες, η μια δεξιά θα πάει κι’ η άλλη αριστερά. Η σκοτεινιά και η βροχή θα μας ευκόλυναν το πέρασμα, αλλά η φωτιά απ’ το χτίριο και οι φωτοβολίδες που ρίχνουνε τ’ αεροπλάνα φωτίζουνε σα μέρα. Στεκόμαστε και καρτερούμε. Τότε μας λέει ο λοχαγός Βασίλης : «εμπρός παιδιά, ήρθε η στιγμή». Βγαίνει ο πρώτος. Ένας καταιγισμός πολυβόλου τον ζώνει, ακολουθούμε κι’ άλλοι πίσω του, γύρω στην άσφαλτο, στα πόδια μας σκάζουν οι σφαίρες σα στραγάλια, ο ένας χάθηκε μες στο σκοτάδι, ύστερα στρίβω εγώ, ύστερα άλλοι 6 κι’ ο λοχαγός Βασίλης. Τον βλέπουν οι εθνοφύλακες, κι’ ακούς μέσα στη νύχτα τρομαχτικές φωνές : απάνω του ! φάτε τον ! ξεσκίστε τον ! Τότε ξεπροβάλουν εγγλέζοι. Ξεμπουκάρουν τριγύρω μας σκοποί με αυτόματα. Πληγώνεται θανάσιμα ο Ζοζέφ και πέφτει. Πέφτει νεκρός κι’ ο λοχαγός Βασίλης.


Μια ομάδα από 5 στρίβει και κατορθώνει να περνά τα πρώτα δικά μας φυλάκια. Άλλη ομάδα βρίσκεται ακόμα μέσα στο φαρμακείο. Μαζί τους είνε και ο ταγματάρχης. Δεν μπορούν πια ούτε να φύγουν αλλά ούτε και να μείνουν. Ένας-ένας περνά στο απέναντι σπίτι. Τους ρίχνουν. Ένας τραυματίζεται. Από κει μέσα σκάβοντας και ανοίγοντας τρύπες και κάνοντας διάδρομο, φτάνουνε ύστερα από 6 ώρες στην οδόν Βαλτετσίου, στις 4 η ώρα την αυγή. Η τελευταία ομάδα, από 5, αναγκάζεται και γυρίζει μέσα στη φλεγόμενη πολυκατοικία. Έμεινε εκεί ως την επόμενη μέρα το μεσημέρι. Στα γραφεία του λόχου μας, την άλλη μέρα, στις 3 του Γενάρη, ένας-ένας μας παρουσιάζεται. Τον αγκαλιάζομε και τον φιλούμε. Περνά ένα παιδάκι απόξω και πουλεί Ριζοσπάστη. Παίρνομε και διαβάζομε. «Μεγάλη μάχη μαίνεται στην οδόν Διδότου… Οι άγγλοι χτύπησαν μ’ όλα τα φονικά τους μέσα… Στη μάχη αυτή διακρίνεται ο λόχος “Λόρδος Μπάϋρον”».

  (Απ’ το βιβλίο «ΑΘΗΝΑ» της Μέλπως Αξιώτη, γραμμένο το 1945, αναδημοσίευση απ’ το περιοδικό ΜΑΧΗΤΗΣ Νο1 –δίμηνη έκδοση της Κ.Ο.ΜΑΧΗΤΗΣ, Γενάρης-Φλεβάρης 1977)     
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger