{[['']]}
Η ηρωική μάχη του Δεκέμβρη έχει τον απόηχό της και στη λογοτεχνία. Παραθέτουμε ένα λιγότερο γνωστό ποίημα του ποιητή Νίκου Καββαδία με τίτλο «Αντίσταση», μαζί με το διήγημα «Ανάμνηση» της Μέλπως Αξιώτη, όπως και ένα κείμενο του Τάσου Κατιντσάρου.
Αντίσταση
Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν και εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ᾿ όλες τις μεριές.
Μάτια λοξὰ και τ᾿ αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα παν τα ιταλικὰ στην Ερυθρά.
Πουλιὰ σε αντικατοπτρισμὸ -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιὰ παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.
Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα -Ισπανία και Πασιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ᾿ άρματα ζώνεσαι μ᾿ αρχαία κραυγὴ πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δέντρα, μπαίγνιο του ανέμου.
Κι απὲ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου απὸ το Δρυ και την Ιτιὰ
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Νίκος Καββαδίας
Περιοδικό «ΕλεύθεραΓράμματα», τεύχος αρ. 14, 10 Αυγούστου1945
Μέλπω Αξιώτη
Τα μικρά τα μας κάμαμε δίπλα στη θάλασσα. Πάντοτε οι θαλασσινοί έχουνε πιο μεγάλη μνήμη. Είναι σπουδαίο πράμα η θάλασσα. Δεν αφήνει να την ξεχάσεις. Φέρνει μεγάλη εντύπωση με τα καμώματα και παιζογλέντια της,προπάντων στα μικρά παιδιά.
Και τι πράματα δεν ξαφρίζει η θάλασσα! Τι ντενεκέδεςσκουριασμένους, τι χτικιασμένα ρούχα, και τρέχανε και τα μαζεύανε τότε ξανάπάλι οι φτωχοί!
Αλλά το πιο σπουδαίο απ’ όλα που ξέβραζεν η θάλασσα στοντόπο μου, ήταν οι ψόφιοι σκύλοι. Ύστερα από κάθε φουρτούνα κι άμα γαλήνευε ο γιαλός, και καθώς βγαίναμε να σεργιανίσομε εκεί κατά την Αλευκάντρα, σ’ έπιανε πρώτα απ’ όλα η βρόμα.
Φούχι φούχι! στο γιαλό ψοφίμι! πάμε να δούμε γρήγορα! λέγανε τα φτωχόπαιδα, γιατί τα καλαναθρεμμένα εμείς, τέτοιες λέξεις δε λέγαμε, αλλά τρέχαμε όμως από πίσω να δούμε.
Τότε κείνο το θέαμα του σκύλου του ταμπουρλιασμένου ήτανε κατιτί το απερίγραφτο. Νύχτες πολλές μεγάλου τρόμου περάσαμε εξαιτίας του. Κείνα τα τέσσερα ποδάρια, τέζα, με τα σκέλια ανοιχτά, που πάντα εστρέφονταν ψηλά, σα να ’βλεπαν τον ουρανό, γιατί πάντοτε το ψοφίμι ήταν πεσμένο ανάσκελα, ήταν για μας τ’ ανήλικα κατιτί πράμα φοβερό. Σα να ’ταν μεγάλος μαγνήτης και το φοβόμαστε, κι όμως πηγαίναμε. Μια μέρα λέει ένα παιδί:
Πάμε βρε να το καβαλήσομε να δεις πώς θα ξεράσει; Και πάει κοντά, καθώς το λίκνιζε σιγά σιγά το κυματάκι, και πηδά απάνω του και το καβάλησε, κι αμέσως έβγαλε νερό απ’ το στόμα του, σα να ’ταν άνθρωπος, και εζωντάνεψε. Το παιδί εκείνο δεν το παίζαμε ύστερα, γιατί το λέγαμε:μαγαρισμένο.
Ύστερα, όμως, μεγαλώσαμε κι αφήσαμε πια τους γιαλούς, κι έτσι ψοφίμια δεν ξανάδαμε. Πέρασαν από τότε χρόνια.έ
Ύστερα ήρθαν άλλα χρόνια. Κάτι χρόνια σημαδεμένα. Από κατάρα μαζί κι ευλογία. Κάτι χρόνια που φέρανε εκείνο που λεν οι γραφές και οι γριές γυναίκες, σαν ένα μεγάλο μυστήριο. «Τότε που θα ’ρθει ένας καιρός να πούμε: εβγείτε σεις οι πεθαμένοι να μπούμε εμείς οι ζωντανοί στα μνήματα!»
Έτσι ήρθε τότε εκείνη η Πέμπτη. Η 7 του Δεκέμβρη 1944. Είχαν έρθει κι Εγγλέζοι τότε μες στην Αθήνα για να τη σεργιανίσουνε. Ήτανε μια μεγάλη μάχη. Ο δρόμος λέγονταν η οδός Άνδρου. Πόσες φορές πόσοι δεν την πέρασαν μ’ ένα ταψί απ’ το φούρνο. Την περνούσανε χρόνια. Πόσα παιδάκια με ξυλίκι δεν πήρανε τη φόρα τους πάνω σ’ εκείνον τον ανήφορο. Ήταν ήσυχος δρόμος. Κείνη τη μέρα όμως εστοίχειωσε.
Είχαν έρθει και τον κατοίκησαν πολλοί διαόλοι από τον κάτωκόσμο. Είχανε φτιάσει στέκι τους στην οδός Άνδρου οι χωροφύλακες. Ήταν ζωσμένοι από χακί κι από σκληρό καπέλο, τα δυο πράματα εκείνα που ’καναν την Αθήνα στον ύπνο και στον ξύπνιο της να τρέμει και να δέρνεται από δω κι οχτώ χρόνια. Οχτώ χρόνια συνέχεια.
Ώσπου ξημέρωσε, λοιπόν, εκείνη η Πέμπτη του Δεκέμβρη. Τότε κάτι παιδάκια πήγαν και στάθηκαν κατάντικρυ. Κρέμασαν απ’ τον ώμο τους με σπάγκο από ’να ντουφεκάκι. Βγάλαν απ’ τη μια τσέπη τους και φόρεσαν στην κεφαλή ένα μικρό σκουφάκι, σουβλοραμένο νύχτα, δίπλα σ’ ένα καντήλι, με πολλές παρδαλές κλωστές, από μια γριά μάνα τους. Κι από την άλλη τσέπη τους ένα χουνί χαρτένιο, κι όπως ήταν ξυπόλητα και δεν τους ήταν δύσκολο, ψήλωσαν απάνω στα δάχτυλα, κι από το χάρτινο χουνί βγήκε μια φοβερή φωνή κι εφώναξε στους χωροφύλακες:
«Άντρες! Παραδοθείτε!»
Τότε οι «άντρες» τούς ρίξαν φωτιά. Ρίξαν και τα παιδιά φωτιά. Απ’ τα ντουφέκια με το σπάγκο. Οι «άντρες» ήτανε ταμπουρωμένοι σ’ ένα πελώριο χτίριο. Τετραώροφο. Τα παιδιά το ’ζωσαν τριγύρω. Κι από το πίσω μέρος, την οδός Ιθάκης, τρύπωσε σα μικρό λιοντάρι ένα παιδάκι κι έριχνε. Και με τα δυο του χέρια. Μα και με την ψυχή. Καμιά φορά το ’βρε μια σφαίρα και το ’ριξε χάμω.Πέφτει ξυστά δίπλα στον τοίχο. Κάτω απ’ το λούκι του νερού. Σαν αστρουλάκια φεγγερά πήγαιναν κι έρχουνταν οι σφαίρες βιαστικές από πάνω του, κι εκείνος τώρα τις θωρεί από χάμω. Σαν πληγωμένο ελάφι πο ’χασε την τρεχάλα του και την κομψότητά του. Ώσπου τινάζουνε το λούκι οι σφαίρες και το κάμανε κόσκινο και τώρα τρέχει το νερό από πάνω του, αντίς που ’τρεχαν τ’ αστρουλάκια. Τρέχει ένα αβάσταχτο νερό, σα να χυμήξαν κύματα φουρτουνιασμένου φράχτη.
Κάποιοι γείτονες μόνο ακούσανε λίγο μακρινό μουγκρητό. Σα να’ταν ένα μικρό κατσικάκι κι εφώναξε δυο τρεις φορές, από πέρα, τη μάνα του. Ύστερα δεν ακούσαν τίποτα. Έστεκε εκεί στο λούκι, ακίνητος, γιατί ήταν πολύχτυπημένος. Ώσπου το νερό αψήλωσε και τον τύλιξε μέσα του. Κι ήπιε πολύ νερό κι εφούσκωσε. Και τότε πέθανε ολομόναχος.
Την ώρα εκείνη τη σκληρή, κι όπως παράδινε άφοβα την ψυχή του στον άγγελο, μιας προσταγής τη διαταγή βούιζε ακόμα ο τόπος:
«Άντρες! Παραδοθείτε!»
Και τότε οι «άντρες» παραδόθηκαν.
Τότε σύχασε λίγο ο τόπος κι οι νικητές λογάριαζαν τα λάφυρα της μέρας. Αλλά και τους νεκρούς. Κι εκείνη η νίκη των παιδιών χτύπαγε μέσα στην καρδιά της γέρικης Αθήνας μας τις νότες μιας ελπίδας. Πολλοί σμίξαν τα δάχτυλα και σταυροκοπηθήκανε.
Τότε περάσανε και τον πνιγμένο. Από μπρος απ’ τα μάτια μας.Και τον πηγαίνανε για την ταφή. Μ’ όσες τιμές σου πέφτουνε όταν δεν τέλειωσε ακόμα ο πόλεμος, κι ακόμα έχεις φουρτούνες. Ήταν ταμπουρλιασμένος. Όπως εκείνα τα σκυλιά που ’βγαζε τότε η θάλασσα. Κι όπως τον πιάσαν τέσσερις για να τον περπατήσουνε, από το στόμα του έβγαλε μια θολή λουρίδα νερό. Όπως τότε. Απαράλλαχτα. Κι είχαν περάσει τόσα χρόνια… Σίγουρα οι θαλασσινοί έχουν, λοιπόν, μεγάλη μνήμη.
Κι αν θυμούνται τόσα άλλα, θα ξεχάσουν τον άνθρωπο;
Θα ξεχάσουν ποτέ πως ένα ελασιτάκι, δίχως χωριό, και όνομα, ένα ελαφάκι πληγωμένο, πνίγηκε κάτω από ’να λούκι, κι εφούσκωσε σαν ψόφιος σκύλος, χαρίζοντας στη γη μας μια στάλα λευτεριά…
Από πάππου σ’ εγγόνι θα κλαίμε και θα το διηγιόμαστε. Σαν τα μεγάλα εκείνα παραμύθια. Τα μεγάλα εκείνα πράματα που τρομάζουν τον άνθρωπο, σφραγίζοντας απάνω του μιαν άσβηστη γραφή. Τα θυμούνται οι αιώνες στήνοντας στ’όνομά τους είτε έναν Παρθενώνα είτε μια μικρή μουσική.
Τάσος Κατιντσάρος
Η μάνα μας, η κυρα-Κούλα, μάς έλεγε: Παιδάκια μου, δεν πρέπει να ζήσετε αυτά που ζήσαμε εμείς, να πεθαίνει ο κόσμος από την πείνα…
Ο κυρ Νίκος, ο πατέρας μας, ράφτης, δεν μίλαγε πολύ και χαμογελούσε λιγότερο. Δούλευε πάρα πολύ όμως. Πρωί-απόγευμα, κάθε μέρα, Σάββατα και Κυριακές, ιδιαίτερα τις παραμονές των γιορτών, Χριστούγεννα και Πάσχα, γιατί τότε ο κόσμος ήθελε κυρίως καινούρια ρούχα.
Μ’ έναν τρόπο συνέτεινε στη διαμόρφωση των απόψεών μου. Πολλά απογεύματα πήγαινα στο ραφείο. Έπαιρνε κάθε μέρα την εφημερίδα “Τα Νέα”, αυτός έραβε κι εγώ του διάβαζα δυνατά… Καμιά φορά σχολίαζε (κυρίως έβριζε). Το ’65 (10 χρονών), έζησα όλα τα γεγονότα από το διάβασμα στο ραφείο (εντάξει, είδα και μια τεράστια διαδήλωση στα Χαυτεία, κυρίως νέων, να φωνάζει μανιακά 1-1-4 και Πα-πα-νδρέ-ου, και καμιά σαρανταριά κλούβες ν’ ανεβαίνουν τη Σταδίου, αλλά αυτό ήταν όλο, γιατί η μάνα μου με πήρε γρήγορα κι ήρθαμε στο Περιστέρι). Ακόμα θυμάμαι που του διάβαζα όλα τα πρακτικά της δίκης για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Τους πούστηδες!, ήταν το μοναδικό σχόλιο του κυρ Νίκου, και όταν του διάβαζα τις παρεμβάσεις ιδιαίτερα του Μανδηλαρά γυάλιζαν τα μάτια του…
21 Απριλίου του ’67, ΣΤ’Δημοτικού, με ξύπνησε το πρωί, μου είπε ότι δεν έχει σήμερα σχολείο (καταχάρηκα), ακούσαμε τα εμβατήρια στο ράδιο, βγήκαμε μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους, είδαμε τους μπάτσους με τα αυτόματα, γυρίσαμε σπίτι. Όπως καταλαβαίνεις, οι εφημερίδες δεν έγραφαν τίποτα πια για να διαβαστούν, μόνο κάτι με δημοψηφίσματα της χούντας, αλλά ήταν δεδομένα τα “αποτελέσματα” και το ενδιαφέρον μηδαμινό.
Βρήκα εγώ το δρόμο μου μέσα στο Γυμνάσιο, γνωρίστηκα με τα παιδιά του Μορφωτικού Συλλόγου, διάβασα λίγο, άρχισα να κατεβαίνω με την παρέα μου στην Αθήνα, ήθελα να μοιάσω στους ξέμαλλους φοιτητές της κατάληψης της Νομικής και των πρώτων σκιρτημάτων ενάντια στη χούντα. Τέλος πάντων, συνδέθηκα και με το αντιστασιακό κίνημα, γνώρισα τονΛένιν (άφησα όλα τα άλλα αναγνώσματα και αφιερώθηκα σ’ αυτόν, χάνοντας έτσι την είσοδο στα ΑΕΙ -μόνο στα ΚΑΤΕ κατάφερα να περάσω). Με τον πατέρα μου ελάχιστες οι κουβέντες (ακόμα και όταν του ζήτησα μια φορά λίγο χαρτζιλίκι παραπάνω προκειμένου να πάω με μια κοπέλα για καφέ, μου ‘δωσε ένα δίφραγκο και μου ‘πε να την πάω σε παγκάκι και ν’ αγοράσω πασατέμπο και ότι δεν θα πληρώνει αυτός τα γαμησιάτικα τα δικά μου)…
Ώσπου ήρθε το Πολυτεχνείο και μάς ξανασυνέδεσε κάπως… Εγώ κλείστηκα τρεις μέρες μέσα και γύρισα στο σπίτι το Σαββάτο στις 17 το μεσημέρι, λίγο προτού αρχίσει η απαγόρευση κυκλοφορίας. Ο αδερφός μου ήτανε φαντάρος (στη Δράμα), κι έτσι ο κυρ Νίκος κι η κυρα-Κούλα έκαναν πως έτρωγαν στην κουζίνα, και μόλις με είδαν σηκώθηκαν σαν ελατήρια. Πρώτη φορά άκουσα τη φωνή του πατέρα μου να σπάει, όταν είπε “ήρθες παιδάκι μου”, αλλά αμέσως συνήλθε και άρχισε να με βρίζει που δεν πήρα ούτε ένα τηλέφωνο, που η μάνα μου κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία κλπ. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία, έφαγα ελάχιστα κι εγώ (!) κι έπεσα να κοιμηθώ για δυο μέρες συνέχεια…
Όταν συνήλθα, ήρθε ο κυρ Νίκος να μου μιλήσει! Καλά, γιατί δεν μου είπες τίποτα, ότι ανακατεύεσαι μ’ αυτά τα πράγματα, ότι θες να ρίξεις τη χούντα και τέτοια. Τι να σου πω, του λέω, αφού εσύ δεν συμμετέχεις. Δεν συμμετέχω, ρε μαλάκα, μου λέει, γιατί συμμετείχα όταν μπορούσα, αλλά παρ’ όλα αυτά γύρναγα γύρω γύρω απ’ το Πολυτεχνείο για να βρω εσένα! Έμεινα άναυδος. Γύρναγες γύρω απ’ το Πολυτεχνείο πότε; Όλο το απόγευμα και το βράδυ της Παρασκευής, μέχρι που δεν έμεινε κανένας απ έξω κι αναγκάστηκα να φύγω. Και τι έκανες; του λέω. Τι να κάνω, ρε, μου λέει, ρώταγα απ’ τα κάγκελα συνέχεια μήπως έχουν δει ένα μελαχρινό χοντρουλό 18χρονο αγόρι, και βέβαια τι να μου απαντήσουν μέσα στο χαμό, αλλά εγώ συνέχιζα να ψάχνω έχοντας την ελπίδα ότι θα σε βρω. Εντάξει, του λέω, όπως είδες δεν έπαθα και τίποτα, μόνο κουράστηκα λίγο παραπάνω…
Και τι θα κάνετε, ρε, μου λέει, θα ρίξετε τη χούντα; Εδώ δεν τα καταφέραμε το Δεκέμβρη του ’44. Καλά, του απάντησα, ποιο Δεκέμβρη μου λες τώρα; Εσύ δεν είσαι κεντρώος; Όλο για τον Παπανδρέου σού διάβαζα στο ραφείο. Ποιος είναι, ρε μαλάκα, κεντρώος, αυτός που ψήφισε την ΕΔΑ ακόμα και όταν μάς είπανε με “γραμμή” να ψηφίσουμε τον Γέρο στις δεύτερες εκλογές του ’63 για να βγει με άνετη πλειοψηφία; Δηλαδή, ρε πατέρα, είσαι αριστερός, αυτό μου λες τώρα; Ε, τι να ‘μαι, ρε βλάκα, που πέρα απ’ τη μύτη σου δεν βλέπεις τίποτα…
Έτσι… ξανασυνάντησα τον πατέρα μου… Ξαναχαθήκαμε, ξαναβρεθήκαμε, πολλές φορές… Κάποτε μάθαμε να κουβεντιάζουμε και μου είπε πολλά, χρόνο να ‘χω να μπορέσω να τα διηγηθώ κι εγώ μια μέρα… Για τα Δεκεμβριανά όμως, μέρες που ‘ναι, το λέω τώρα: εφεδρο-ελασίτης ο κυρ Νίκος τότε (22-23 χρονών), πήγε στις διαδηλώσεις 3 και 4 του Δεκέμβρη, γύρισε στο Περιστέρι, παρουσιάστηκε στον καπετάν Μενέλαο, τον ομαδάρχη του ΕΛΑΣ της γειτονιάς. Έδωσαν ραντεβού στον Αγι’-Αντώνη, όπου θα τους περίμενε ο “σύνδεσμος” για ν’ ανέβουν μετά στου Μακρυγιάννη. Περιμέναμε, μου λέει, με αγωνία, καμιά δεκαπενταριά ήμαστε… Και παρουσιάζεται ένα κορίτσι, που φορούσεένα παλτό. Ήρθε ο σύνδεσμος, σύντροφοι, μας είπε ο Μενέλαος. Γεια σας,σύντροφοι, είπε το κορίτσι, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 16-17 χρονών. Λοιπόν, ανεβαίνουμε πάνω, για να πολεμήσουμε τους ξένους και την ελληνική αντίδραση. Πετάχτηκα, μου λέει ο κυρ Νίκος, δεν άντεξα, και τη ρωτώ: Με τι όπλα θα τους πολεμήσουμε, συντρόφισσα; Μ’ αυτά, λέει ο σύνδεσμος, βάζοντας τα χέρια της στις τσέπες του παλτού της, και βγάζει δυο κονσέρβες με μπαρούτι, όχι μόνο θα τουςπολεμήσουμε, αλλά θα νικήσουμε κιόλας! Ο κυρ Νίκος μού εκμυστηρεύτηκε τότε,λίγο σιγά για να μην ακούει η κυρα-Κούλα η μάνα μου, ότι αυτό το κορίτσι ήταν η ομορφότερη γυναίκα που έχει δει ποτέ στη ζωή του! Και ότι χάρη σ’ αυτήν πήγαν όλοι, χωρίς ερωτηματικά αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν, να δώσουν την πρώτη Μάχη της Αθήνας…
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο Κόκκινος Δεκέμβρης του ’44 για τον πατέρα μου και κράτησε 33 μέρες!…
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ 4ο ΜΕΡΟΣ
Αντίσταση
Στο παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οι στεριές.
Πρώτη σου αγάπη τα λιμάνια σβυούν και εκείνα.
Θάλασσα τρώει το βράχο απ᾿ όλες τις μεριές.
Μάτια λοξὰ και τ᾿ αγαπάς: Κόκκινη Κίνα.
Γιομάτα παν τα ιταλικὰ στην Ερυθρά.
Πουλιὰ σε αντικατοπτρισμὸ -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στη νυχτιὰ παίζουν νωθρά.
Λάμπει αρραβώνα στο δεξί σου: Αβησσυνία.
Σε κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ιβηρική.
Ανάβουνε του Barriochino τα φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες και Γραικοί.
Γκρέκο και Λόρκα -Ισπανία και Πασιονάρια.
Κύμα θανάτου ξαπολιούνται οι Γερμανοί.
Τ᾿ άρματα ζώνεσαι μ᾿ αρχαία κραυγὴ πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι και σκοινί,
Οι κρεμασμένοι στα δέντρα, μπαίγνιο του ανέμου.
Κι απὲ Δεκέμβρη, στην Αθήνα και Φωτιά.
Τούτο της Γης το θαλασσόδαρτο αγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου απὸ το Δρυ και την Ιτιὰ
το Διάκο, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη.
Νίκος Καββαδίας
Περιοδικό «ΕλεύθεραΓράμματα», τεύχος αρ. 14, 10 Αυγούστου1945
Μέλπω Αξιώτη
Ανάμνηση
Τα μικρά τα μας κάμαμε δίπλα στη θάλασσα. Πάντοτε οι θαλασσινοί έχουνε πιο μεγάλη μνήμη. Είναι σπουδαίο πράμα η θάλασσα. Δεν αφήνει να την ξεχάσεις. Φέρνει μεγάλη εντύπωση με τα καμώματα και παιζογλέντια της,προπάντων στα μικρά παιδιά.
Και τι πράματα δεν ξαφρίζει η θάλασσα! Τι ντενεκέδεςσκουριασμένους, τι χτικιασμένα ρούχα, και τρέχανε και τα μαζεύανε τότε ξανάπάλι οι φτωχοί!
Αλλά το πιο σπουδαίο απ’ όλα που ξέβραζεν η θάλασσα στοντόπο μου, ήταν οι ψόφιοι σκύλοι. Ύστερα από κάθε φουρτούνα κι άμα γαλήνευε ο γιαλός, και καθώς βγαίναμε να σεργιανίσομε εκεί κατά την Αλευκάντρα, σ’ έπιανε πρώτα απ’ όλα η βρόμα.
Φούχι φούχι! στο γιαλό ψοφίμι! πάμε να δούμε γρήγορα! λέγανε τα φτωχόπαιδα, γιατί τα καλαναθρεμμένα εμείς, τέτοιες λέξεις δε λέγαμε, αλλά τρέχαμε όμως από πίσω να δούμε.
Τότε κείνο το θέαμα του σκύλου του ταμπουρλιασμένου ήτανε κατιτί το απερίγραφτο. Νύχτες πολλές μεγάλου τρόμου περάσαμε εξαιτίας του. Κείνα τα τέσσερα ποδάρια, τέζα, με τα σκέλια ανοιχτά, που πάντα εστρέφονταν ψηλά, σα να ’βλεπαν τον ουρανό, γιατί πάντοτε το ψοφίμι ήταν πεσμένο ανάσκελα, ήταν για μας τ’ ανήλικα κατιτί πράμα φοβερό. Σα να ’ταν μεγάλος μαγνήτης και το φοβόμαστε, κι όμως πηγαίναμε. Μια μέρα λέει ένα παιδί:
Πάμε βρε να το καβαλήσομε να δεις πώς θα ξεράσει; Και πάει κοντά, καθώς το λίκνιζε σιγά σιγά το κυματάκι, και πηδά απάνω του και το καβάλησε, κι αμέσως έβγαλε νερό απ’ το στόμα του, σα να ’ταν άνθρωπος, και εζωντάνεψε. Το παιδί εκείνο δεν το παίζαμε ύστερα, γιατί το λέγαμε:μαγαρισμένο.
Ύστερα, όμως, μεγαλώσαμε κι αφήσαμε πια τους γιαλούς, κι έτσι ψοφίμια δεν ξανάδαμε. Πέρασαν από τότε χρόνια.έ
Ύστερα ήρθαν άλλα χρόνια. Κάτι χρόνια σημαδεμένα. Από κατάρα μαζί κι ευλογία. Κάτι χρόνια που φέρανε εκείνο που λεν οι γραφές και οι γριές γυναίκες, σαν ένα μεγάλο μυστήριο. «Τότε που θα ’ρθει ένας καιρός να πούμε: εβγείτε σεις οι πεθαμένοι να μπούμε εμείς οι ζωντανοί στα μνήματα!»
Έτσι ήρθε τότε εκείνη η Πέμπτη. Η 7 του Δεκέμβρη 1944. Είχαν έρθει κι Εγγλέζοι τότε μες στην Αθήνα για να τη σεργιανίσουνε. Ήτανε μια μεγάλη μάχη. Ο δρόμος λέγονταν η οδός Άνδρου. Πόσες φορές πόσοι δεν την πέρασαν μ’ ένα ταψί απ’ το φούρνο. Την περνούσανε χρόνια. Πόσα παιδάκια με ξυλίκι δεν πήρανε τη φόρα τους πάνω σ’ εκείνον τον ανήφορο. Ήταν ήσυχος δρόμος. Κείνη τη μέρα όμως εστοίχειωσε.
Είχαν έρθει και τον κατοίκησαν πολλοί διαόλοι από τον κάτωκόσμο. Είχανε φτιάσει στέκι τους στην οδός Άνδρου οι χωροφύλακες. Ήταν ζωσμένοι από χακί κι από σκληρό καπέλο, τα δυο πράματα εκείνα που ’καναν την Αθήνα στον ύπνο και στον ξύπνιο της να τρέμει και να δέρνεται από δω κι οχτώ χρόνια. Οχτώ χρόνια συνέχεια.
Ώσπου ξημέρωσε, λοιπόν, εκείνη η Πέμπτη του Δεκέμβρη. Τότε κάτι παιδάκια πήγαν και στάθηκαν κατάντικρυ. Κρέμασαν απ’ τον ώμο τους με σπάγκο από ’να ντουφεκάκι. Βγάλαν απ’ τη μια τσέπη τους και φόρεσαν στην κεφαλή ένα μικρό σκουφάκι, σουβλοραμένο νύχτα, δίπλα σ’ ένα καντήλι, με πολλές παρδαλές κλωστές, από μια γριά μάνα τους. Κι από την άλλη τσέπη τους ένα χουνί χαρτένιο, κι όπως ήταν ξυπόλητα και δεν τους ήταν δύσκολο, ψήλωσαν απάνω στα δάχτυλα, κι από το χάρτινο χουνί βγήκε μια φοβερή φωνή κι εφώναξε στους χωροφύλακες:
«Άντρες! Παραδοθείτε!»
Τότε οι «άντρες» τούς ρίξαν φωτιά. Ρίξαν και τα παιδιά φωτιά. Απ’ τα ντουφέκια με το σπάγκο. Οι «άντρες» ήτανε ταμπουρωμένοι σ’ ένα πελώριο χτίριο. Τετραώροφο. Τα παιδιά το ’ζωσαν τριγύρω. Κι από το πίσω μέρος, την οδός Ιθάκης, τρύπωσε σα μικρό λιοντάρι ένα παιδάκι κι έριχνε. Και με τα δυο του χέρια. Μα και με την ψυχή. Καμιά φορά το ’βρε μια σφαίρα και το ’ριξε χάμω.Πέφτει ξυστά δίπλα στον τοίχο. Κάτω απ’ το λούκι του νερού. Σαν αστρουλάκια φεγγερά πήγαιναν κι έρχουνταν οι σφαίρες βιαστικές από πάνω του, κι εκείνος τώρα τις θωρεί από χάμω. Σαν πληγωμένο ελάφι πο ’χασε την τρεχάλα του και την κομψότητά του. Ώσπου τινάζουνε το λούκι οι σφαίρες και το κάμανε κόσκινο και τώρα τρέχει το νερό από πάνω του, αντίς που ’τρεχαν τ’ αστρουλάκια. Τρέχει ένα αβάσταχτο νερό, σα να χυμήξαν κύματα φουρτουνιασμένου φράχτη.
Κάποιοι γείτονες μόνο ακούσανε λίγο μακρινό μουγκρητό. Σα να’ταν ένα μικρό κατσικάκι κι εφώναξε δυο τρεις φορές, από πέρα, τη μάνα του. Ύστερα δεν ακούσαν τίποτα. Έστεκε εκεί στο λούκι, ακίνητος, γιατί ήταν πολύχτυπημένος. Ώσπου το νερό αψήλωσε και τον τύλιξε μέσα του. Κι ήπιε πολύ νερό κι εφούσκωσε. Και τότε πέθανε ολομόναχος.
Την ώρα εκείνη τη σκληρή, κι όπως παράδινε άφοβα την ψυχή του στον άγγελο, μιας προσταγής τη διαταγή βούιζε ακόμα ο τόπος:
«Άντρες! Παραδοθείτε!»
Και τότε οι «άντρες» παραδόθηκαν.
Τότε σύχασε λίγο ο τόπος κι οι νικητές λογάριαζαν τα λάφυρα της μέρας. Αλλά και τους νεκρούς. Κι εκείνη η νίκη των παιδιών χτύπαγε μέσα στην καρδιά της γέρικης Αθήνας μας τις νότες μιας ελπίδας. Πολλοί σμίξαν τα δάχτυλα και σταυροκοπηθήκανε.
Τότε περάσανε και τον πνιγμένο. Από μπρος απ’ τα μάτια μας.Και τον πηγαίνανε για την ταφή. Μ’ όσες τιμές σου πέφτουνε όταν δεν τέλειωσε ακόμα ο πόλεμος, κι ακόμα έχεις φουρτούνες. Ήταν ταμπουρλιασμένος. Όπως εκείνα τα σκυλιά που ’βγαζε τότε η θάλασσα. Κι όπως τον πιάσαν τέσσερις για να τον περπατήσουνε, από το στόμα του έβγαλε μια θολή λουρίδα νερό. Όπως τότε. Απαράλλαχτα. Κι είχαν περάσει τόσα χρόνια… Σίγουρα οι θαλασσινοί έχουν, λοιπόν, μεγάλη μνήμη.
Κι αν θυμούνται τόσα άλλα, θα ξεχάσουν τον άνθρωπο;
Θα ξεχάσουν ποτέ πως ένα ελασιτάκι, δίχως χωριό, και όνομα, ένα ελαφάκι πληγωμένο, πνίγηκε κάτω από ’να λούκι, κι εφούσκωσε σαν ψόφιος σκύλος, χαρίζοντας στη γη μας μια στάλα λευτεριά…
Από πάππου σ’ εγγόνι θα κλαίμε και θα το διηγιόμαστε. Σαν τα μεγάλα εκείνα παραμύθια. Τα μεγάλα εκείνα πράματα που τρομάζουν τον άνθρωπο, σφραγίζοντας απάνω του μιαν άσβηστη γραφή. Τα θυμούνται οι αιώνες στήνοντας στ’όνομά τους είτε έναν Παρθενώνα είτε μια μικρή μουσική.
Το κορίτσι με τις“κονσέρβες Σκόμπι”
Τάσος Κατιντσάρος
Η μάνα μας, η κυρα-Κούλα, μάς έλεγε: Παιδάκια μου, δεν πρέπει να ζήσετε αυτά που ζήσαμε εμείς, να πεθαίνει ο κόσμος από την πείνα…
Ο κυρ Νίκος, ο πατέρας μας, ράφτης, δεν μίλαγε πολύ και χαμογελούσε λιγότερο. Δούλευε πάρα πολύ όμως. Πρωί-απόγευμα, κάθε μέρα, Σάββατα και Κυριακές, ιδιαίτερα τις παραμονές των γιορτών, Χριστούγεννα και Πάσχα, γιατί τότε ο κόσμος ήθελε κυρίως καινούρια ρούχα.
Μ’ έναν τρόπο συνέτεινε στη διαμόρφωση των απόψεών μου. Πολλά απογεύματα πήγαινα στο ραφείο. Έπαιρνε κάθε μέρα την εφημερίδα “Τα Νέα”, αυτός έραβε κι εγώ του διάβαζα δυνατά… Καμιά φορά σχολίαζε (κυρίως έβριζε). Το ’65 (10 χρονών), έζησα όλα τα γεγονότα από το διάβασμα στο ραφείο (εντάξει, είδα και μια τεράστια διαδήλωση στα Χαυτεία, κυρίως νέων, να φωνάζει μανιακά 1-1-4 και Πα-πα-νδρέ-ου, και καμιά σαρανταριά κλούβες ν’ ανεβαίνουν τη Σταδίου, αλλά αυτό ήταν όλο, γιατί η μάνα μου με πήρε γρήγορα κι ήρθαμε στο Περιστέρι). Ακόμα θυμάμαι που του διάβαζα όλα τα πρακτικά της δίκης για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ. Τους πούστηδες!, ήταν το μοναδικό σχόλιο του κυρ Νίκου, και όταν του διάβαζα τις παρεμβάσεις ιδιαίτερα του Μανδηλαρά γυάλιζαν τα μάτια του…
21 Απριλίου του ’67, ΣΤ’Δημοτικού, με ξύπνησε το πρωί, μου είπε ότι δεν έχει σήμερα σχολείο (καταχάρηκα), ακούσαμε τα εμβατήρια στο ράδιο, βγήκαμε μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους, είδαμε τους μπάτσους με τα αυτόματα, γυρίσαμε σπίτι. Όπως καταλαβαίνεις, οι εφημερίδες δεν έγραφαν τίποτα πια για να διαβαστούν, μόνο κάτι με δημοψηφίσματα της χούντας, αλλά ήταν δεδομένα τα “αποτελέσματα” και το ενδιαφέρον μηδαμινό.
Βρήκα εγώ το δρόμο μου μέσα στο Γυμνάσιο, γνωρίστηκα με τα παιδιά του Μορφωτικού Συλλόγου, διάβασα λίγο, άρχισα να κατεβαίνω με την παρέα μου στην Αθήνα, ήθελα να μοιάσω στους ξέμαλλους φοιτητές της κατάληψης της Νομικής και των πρώτων σκιρτημάτων ενάντια στη χούντα. Τέλος πάντων, συνδέθηκα και με το αντιστασιακό κίνημα, γνώρισα τονΛένιν (άφησα όλα τα άλλα αναγνώσματα και αφιερώθηκα σ’ αυτόν, χάνοντας έτσι την είσοδο στα ΑΕΙ -μόνο στα ΚΑΤΕ κατάφερα να περάσω). Με τον πατέρα μου ελάχιστες οι κουβέντες (ακόμα και όταν του ζήτησα μια φορά λίγο χαρτζιλίκι παραπάνω προκειμένου να πάω με μια κοπέλα για καφέ, μου ‘δωσε ένα δίφραγκο και μου ‘πε να την πάω σε παγκάκι και ν’ αγοράσω πασατέμπο και ότι δεν θα πληρώνει αυτός τα γαμησιάτικα τα δικά μου)…
Ώσπου ήρθε το Πολυτεχνείο και μάς ξανασυνέδεσε κάπως… Εγώ κλείστηκα τρεις μέρες μέσα και γύρισα στο σπίτι το Σαββάτο στις 17 το μεσημέρι, λίγο προτού αρχίσει η απαγόρευση κυκλοφορίας. Ο αδερφός μου ήτανε φαντάρος (στη Δράμα), κι έτσι ο κυρ Νίκος κι η κυρα-Κούλα έκαναν πως έτρωγαν στην κουζίνα, και μόλις με είδαν σηκώθηκαν σαν ελατήρια. Πρώτη φορά άκουσα τη φωνή του πατέρα μου να σπάει, όταν είπε “ήρθες παιδάκι μου”, αλλά αμέσως συνήλθε και άρχισε να με βρίζει που δεν πήρα ούτε ένα τηλέφωνο, που η μάνα μου κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία κλπ. Δεν έδωσα μεγάλη σημασία, έφαγα ελάχιστα κι εγώ (!) κι έπεσα να κοιμηθώ για δυο μέρες συνέχεια…
Όταν συνήλθα, ήρθε ο κυρ Νίκος να μου μιλήσει! Καλά, γιατί δεν μου είπες τίποτα, ότι ανακατεύεσαι μ’ αυτά τα πράγματα, ότι θες να ρίξεις τη χούντα και τέτοια. Τι να σου πω, του λέω, αφού εσύ δεν συμμετέχεις. Δεν συμμετέχω, ρε μαλάκα, μου λέει, γιατί συμμετείχα όταν μπορούσα, αλλά παρ’ όλα αυτά γύρναγα γύρω γύρω απ’ το Πολυτεχνείο για να βρω εσένα! Έμεινα άναυδος. Γύρναγες γύρω απ’ το Πολυτεχνείο πότε; Όλο το απόγευμα και το βράδυ της Παρασκευής, μέχρι που δεν έμεινε κανένας απ έξω κι αναγκάστηκα να φύγω. Και τι έκανες; του λέω. Τι να κάνω, ρε, μου λέει, ρώταγα απ’ τα κάγκελα συνέχεια μήπως έχουν δει ένα μελαχρινό χοντρουλό 18χρονο αγόρι, και βέβαια τι να μου απαντήσουν μέσα στο χαμό, αλλά εγώ συνέχιζα να ψάχνω έχοντας την ελπίδα ότι θα σε βρω. Εντάξει, του λέω, όπως είδες δεν έπαθα και τίποτα, μόνο κουράστηκα λίγο παραπάνω…
Και τι θα κάνετε, ρε, μου λέει, θα ρίξετε τη χούντα; Εδώ δεν τα καταφέραμε το Δεκέμβρη του ’44. Καλά, του απάντησα, ποιο Δεκέμβρη μου λες τώρα; Εσύ δεν είσαι κεντρώος; Όλο για τον Παπανδρέου σού διάβαζα στο ραφείο. Ποιος είναι, ρε μαλάκα, κεντρώος, αυτός που ψήφισε την ΕΔΑ ακόμα και όταν μάς είπανε με “γραμμή” να ψηφίσουμε τον Γέρο στις δεύτερες εκλογές του ’63 για να βγει με άνετη πλειοψηφία; Δηλαδή, ρε πατέρα, είσαι αριστερός, αυτό μου λες τώρα; Ε, τι να ‘μαι, ρε βλάκα, που πέρα απ’ τη μύτη σου δεν βλέπεις τίποτα…
Έτσι… ξανασυνάντησα τον πατέρα μου… Ξαναχαθήκαμε, ξαναβρεθήκαμε, πολλές φορές… Κάποτε μάθαμε να κουβεντιάζουμε και μου είπε πολλά, χρόνο να ‘χω να μπορέσω να τα διηγηθώ κι εγώ μια μέρα… Για τα Δεκεμβριανά όμως, μέρες που ‘ναι, το λέω τώρα: εφεδρο-ελασίτης ο κυρ Νίκος τότε (22-23 χρονών), πήγε στις διαδηλώσεις 3 και 4 του Δεκέμβρη, γύρισε στο Περιστέρι, παρουσιάστηκε στον καπετάν Μενέλαο, τον ομαδάρχη του ΕΛΑΣ της γειτονιάς. Έδωσαν ραντεβού στον Αγι’-Αντώνη, όπου θα τους περίμενε ο “σύνδεσμος” για ν’ ανέβουν μετά στου Μακρυγιάννη. Περιμέναμε, μου λέει, με αγωνία, καμιά δεκαπενταριά ήμαστε… Και παρουσιάζεται ένα κορίτσι, που φορούσεένα παλτό. Ήρθε ο σύνδεσμος, σύντροφοι, μας είπε ο Μενέλαος. Γεια σας,σύντροφοι, είπε το κορίτσι, θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 16-17 χρονών. Λοιπόν, ανεβαίνουμε πάνω, για να πολεμήσουμε τους ξένους και την ελληνική αντίδραση. Πετάχτηκα, μου λέει ο κυρ Νίκος, δεν άντεξα, και τη ρωτώ: Με τι όπλα θα τους πολεμήσουμε, συντρόφισσα; Μ’ αυτά, λέει ο σύνδεσμος, βάζοντας τα χέρια της στις τσέπες του παλτού της, και βγάζει δυο κονσέρβες με μπαρούτι, όχι μόνο θα τουςπολεμήσουμε, αλλά θα νικήσουμε κιόλας! Ο κυρ Νίκος μού εκμυστηρεύτηκε τότε,λίγο σιγά για να μην ακούει η κυρα-Κούλα η μάνα μου, ότι αυτό το κορίτσι ήταν η ομορφότερη γυναίκα που έχει δει ποτέ στη ζωή του! Και ότι χάρη σ’ αυτήν πήγαν όλοι, χωρίς ερωτηματικά αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν, να δώσουν την πρώτη Μάχη της Αθήνας…
Κάπως έτσι ξεκίνησε ο Κόκκινος Δεκέμβρης του ’44 για τον πατέρα μου και κράτησε 33 μέρες!…
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ 4ο ΜΕΡΟΣ
Δημοσίευση σχολίου