{[['']]}
ΜΙΣΘΟΣ, ΤΙΜΗ, ΚΕΡΔΟΣ
XIV. Η ΠΑΛΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΑΥΤΗΣ
1. Αφού δείξαμε πως η περιοδική αντίσταση των εργατών ενάντια στη μείωση των μισθών καθώς και οι περιοδικές τους προσπάθειες για την αύξησή τους είναι αχώριστα συνδεδεμένες με το σύστημα της μισθωτής εργασίας και υπαγορεύονται από αυτό το ίδιο το γεγονός, πώς η εργασία εξομοιώνεται με εμπόρευμα και, κατά συνέπεια, υπακούει στους νόμους που ρυθμίζουν τη γενική ύψωση των μισθών, θα είχε αποτέλεσμα την πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, χωρίς όμως να θίξει τις μέσες τιμές των εμπορευμάτων, ή την αξία τους, μπαίνει τελικά το ερώτημα: ως ποιο σημείο, σ’ αυτή την αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, είναι πιθανό να νικήσει η εργασία;
Θα μπορούσα να απαντήσω με μια γενίκευση και να πω, όπως με κάθε άλλο εμπόρευμα έτσι και με την εργασία η τιμή της στην αγορά θα προσαρμοστεί με τον καιρό στην αξία της, πως, κατά συνέπεια, ο εργάτης, ότι και να κάνει, και παρ’ όλα τα πάνω και τα κάτω, θα πάρει κατά μέσο όρο μόνο την αξία της εργατικής του δύναμης, όπως την καθορίζει η αξία των μέσων συντήρησης, που απαιτούνται για να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί και που η αξία τους, σε τελευταία ανάλυση, ρυθμίζεται από το ποσό της εργασίας το οποίο χρειάζεται να ξοδευτεί για να παραχθούν.
Υπάρχουν, ωστόσο, μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν την αξία της εργατικής δύναμης, ή την αξία της εργασίας, από την αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων. Η αξία της εργατικής δύναμης αποτελείται από δυο στοιχεία – ένα καθαρά φυσικό και ένα ιστορικό ή κοινωνικό. Τα ακρότατα όρια της καθορίζονται από το φυσικό στοιχείο, δηλαδή, για να διατηρείται ή να αναπαράγεται η εργατική τάξη, για να διαιωνίζει τη φυσική της ύπαρξη πρέπει να παίρνει τα απόλυτα αναγκαία μέσα συντήρησης για να ζει και να πολλαπλασιάζεται.
Η αξία των απαραίτητων αυτών μέσων συντήρησης αποτελεί, λοιπόν, το ακρότατο όριο στην αξία της εργασίας. Από το άλλο μέρος, η διάρκεια της εργάσιμης μέρας περιορίζεται, παρόμοια κι’ αυτή, από ακρότατα, αν και πολύ ελαστικά, όρια. Τα ακρότατα όρια τής τα καθορίζει η σωματική αντοχή του εργάτη. Αν η καθημερινή εξάντλήση της ζωτικής του δύναμης ξεπερνάει, μέρα με τη μέρα, ένα κάποιο βαθμό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πάλι. Ωστόσο, όπως είπα, το όριο αυτό είναι πολύ ελαστικό. Μια γρήγορη διαδοχή από αρρωστιάρικες και κοντόζωες γενεές θα εφοδίαζε την αγορά της εργασίας τόσο καλά όσο και μια σειρά από ρωμαλέες και μακρόζωες γενεές.
Εκτός από το καθαρά φυσικό αυτό στοιχείο, η αξία της εργασίας καθορίζεται σε κάθε χώρα και από ένα δοσμένο από την παράδοση βιοτικό επίπεδο. Δεν πρόκειται για την καθαρά φυσική ζωή, μα για την ικανοποίηση ορισμένων αναγκών που προέρχονται από τις κοινωνικές συνθήκες όπου βρίσκονται και μεγαλώνουν οι άνθρωποι. Το βιοτικό επίπεδο του Άγγλου μπορεί να κατέβει ως το βιοτικό επίπεδο τού Ιρλανδού, το βιοτικό επίπεδο του Γερμανού αγρότη ως το επίπεδο ενός Λιθουανού αγρότη. Πόσο σπουδαίο μέρος μπορεί να παίζουν, από την άποψη αυτή, η ιστορική παράδοση και η κοινωνική συνήθεια, μπορείτε να το δείτε στο έργο του κ. Thornton (Θόρντον) για τον «Υπερπληθυσμό», όπου ο συγγραφέας δείχνει, πως ο μέσος μισθός, ακόμα και σήμερα, σε διάφορες αγροτικές περιοχές της Αγγλίας διαφέρει περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με τις συνθήκες που βγήκαν οι περιοχές αυτές από τη δουλοπαροικία.
Αυτό το ιστορικό ή κοινωνικό στοιχείο που μπαίνει στην αξία της εργασίας, μπορεί να επεκταθεί ή να περιοριστεί ή και να εξαλειφτεί ολότελα, έτσι που να απομείνει μόνο το φυσικό όριο. Τον καιρό του αντιγιακομπίνικου πολέμου, πού έγινε, όπως συνήθιζε να λέει ο αδιόρθωτος καρπωτής των φόρων και των αργομισθιών, ο γέρο Τζόρτζ Ρόουζ (G. Rose) «για να προστατευθούν τα αγαθά της αγίας ημών θρησκείας από τις επιδρομές των Γάλλων απίστων», οι έντιμοι Άγγλοι ενοικιαστές γης, που τόσο τρυφερά τους μεταχειριστήκαμε σε ένα από τα προηγούμενά μας μέρη, κατέβασαν τούς μισθούς των εργατών γης χαμηλότερα ακόμα και από αυτό το καθαρά φυσικό ελάχιστο όριο, μα συμπλήρωσαν ότι έλειπε από τα απαραίτητα για τη φυσική διαιώνιση του γένους με το νόμο για τούς φτωχούς. Αυτός ήταν ένας ένδοξος τρόπος για να μεταβληθεί ο μισθωτός σε δούλο και ο υπερήφανος ελεύθερος μικροκτηματίας (yeoman) του Σαίξπηρ σε εξαθλιωμένο άτομο.
Αν συγκρίνετε το επίπεδο των μισθών ή την αξία της εργασίας σε διάφορες χώρες, ή αν τα συγκρίνετε σε διάφορες ιστορικές εποχές στην ίδια χώρα, θα βρείτε πως η ίδια η αξία της εργασίας δεν είναι σταθερό μέγεθος αλλά μεταβλητό, ακόμα και αν υποθέσετε πως οι αξίες όλων των άλλων εμπορευμάτων παραμένουν σταθερές.
Μια παρόμοια σύγκριση θα αποδείξει πως δεν αλλάζουν μόνο τα τρέχοντα ποσοστά του κέρδους μα και ο μέσος όρος τους.
Στα κέρδη όμως δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει το κατώτατο όριο τους. Δεν μπορούμε να πούμε ποιο είναι το τελευταίο όριο που μπορεί να φτάσει η ελάττωση τους. Και γιατί δεν μπορούμε να ορίσουμε το όριο αυτό; Γιατί, παρ’ όλο που μπορούμε να ορίσουμε το κατώτατο όριο στους μισθούς, δεν μπορούμε να ορίσουμε το ανώτατο όριο τους. Μπορούμε να πούμε μόνο πως, όταν δοθούν τα όρια της εργάσιμης μέρας, το ανώτατο κέρδος αντιστοιχεί στο φυσικό κατώτατο μισθό και πως, όταν δοθεί ο μισθός, το ανώτατο κέρδος αντιστοιχεί με την παράταση της εργάσιμης μέρας που συμβιβάζεται με τις σωματικές δυνάμεις του εργάτη.
Το ανώτατο κέρδος περιορίζεται, λοιπόν, από το φυσικό κατώτατο μισθό και από το φυσικό ανώτατο όριο της εργάσιμης μέρας. Είναι φανερό πως ανάμεσα στα δυο όρια του ανώτατου αυτού ποσοστού κέρδους είναι δυνατή μια ατέλειωτη κλίμακα από παραλλαγές. Ο καθορισμός του πραγματικού του βαθμού ρυθμίζεται μόνο με την αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, γιατί ο καπιταλιστής προσπαθεί αδιάκοπα να ελαττώσει τούς μισθούς ως το φυσικό τους κατώτατο όριο και να μακρύνει την εργάσιμη μέρα ως το φυσικό της ανώτατο όριο, ενώ ο εργάτης πιέζει σταθερά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η υπόθεση είναι πια ζήτημα συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.
2. Όσο για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας στην Αγγλία, όπως και σε όλες τις άλλες χώρες, δεν ρυθμίζεται ποτέ διαφορετικά παρά μόνο με νομοθετική επέμβαση. Χωρίς την αδιάκοπη πίεση απ’ έξω, από τους εργάτες, η επέμβαση αυτή δεν θα γίνονταν ποτέ. Οπωσδήποτε, όμως, ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας δεν θα κατορθώνονταν με ιδιωτικές συμφωνίες ανάμεσα στους εργάτες και τούς καπιταλιστές. Αύτή, ακόμα, ή ανάγκη για γενική πολιτική δράση, αποδεικνύει πως στην καθαρή οικονομική δράση του το κεφάλαιο είναι το ισχυρότερο μέρος.
Όσο, πάλι, για τα όρια της αξίας της εργασίας, ο πραγματικός καθορισμός τους εξαρτιέται πάντα από την προσφορά και τη ζήτηση, δηλαδή, τη ζήτηση εργασίας από μέρους του κεφαλαίου και την προσφορά εργασίας από μέρους των εργατών. Στις αποικιακές χώρες ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης ευνοεί τον εργάτη. Γι’ αυτό έχουμε σχετικά υψηλό επίπεδο μισθών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κεφάλαιο, όσο και αν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη, δεν μπορεί εκεί να εμποδίσει την αγορά της εργασίας να αδειάζει αδιάκοπα εξ αιτίας της αδιάκοπης μετατροπής των μισθωτών εργατών σε ανεξάρτητους αυτοσυντήρητους αγρότες. Η θέση του μισθωτού εργάτη σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού είναι μια δοκιμαστική κατάσταση, που είναι βέβαιο πως θα την εγκαταλείψει αργά ή γρήγορα. Για να βελτιώσει την αποικιακή αυτή κατάσταση η πατρική βρετανική κυβέρνηση δέχτηκε, για ορισμένο χρονικό διάστημα, αυτό που ονομάζουν σύγχρονη θεωρία της αποικιοποίησης, που είναι η επιβολή μιας τεχνητά υψηλής τιμής στην αποικιακή γη, για να εμποδιστεί η πολύ γρήγορη μετατροπή του μισθωτού εργάτη σε ανεξάρτητο αγρότη.
Ας περάσουμε, τώρα, στις παλιές πολιτισμένες χώρες, όπου το κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω σ’ ολόκληρη την κίνηση της παραγωγής. Πάρτε λ.χ. την ύψωση των μισθών στους εργάτες γης στην Αγγλία από το1849 ως το1859. Ποια ήταν η συνέπειά της; Οι ενοικιαστές γης δεν μπορούσαν, όπως θα τους συμβούλευέ ο φίλος μας Ουέστον, ούτε να ανεβάσουν την αξία του σταριού, ούτε την τιμή του στην αγορά. Έπρεπε, απεναντίας, να υποταχθούν στην πτώση της τιμής του. Μέσα σ’ αυτά όμως τα ένδεκα χρόνια χρησιμοποίησαν κάθε λογής μηχανές, εφάρμοσαν πιο επιστημονικές μέθοδες, μετέτρεψαν ένα μέρος από την καλλιεργήσιμη γη σε βοσκές, αύξησαν την έκταση των κτημάτων που νοίκιαζαν και μαζί μ’ αυτό και την κλίμακα της παραγωγής.
Μ’ αυτές καθώς και με άλλες μέθοδες, που ελάττωναν τη ζήτηση της εργασίας αυξάνοντας την παραγωγική της δύναμη, δημιούργησαν πάλι ένα σχετικό πλεόνασμα στον αγροτικό πληθυσμό. Αυτή είναι η γενική μέθοδος που, αργά ή γρήγορα, παρουσιάζεται σαν αντίδραση από μέρους του κεφαλαίου ενάντια στην ύψωση των μισθών, στις αποκαταστημένες πια χώρες. Ο Ρικάρντο παρατήρησε σωστά πως η μηχανή βρίσκεται σε αδιάκοπο συναγωνισμό με την εργασία και συχνά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν η τιμή της εργασίας έχει φτάσει σε ένα ορισμένο ύψος. Η χρησιμοποίηση, ωστόσο, των μηχανών είναι μόνο μια από τις πολλές μέθοδες για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αύτή ίσα - ίσα η ανάπτυξη, που κάνει σχετικά πληθωρική την ανειδίκευτη εργασία, απλοποιεί από το άλλο μέρος την ειδικευμένη εργασία και ρίχνει έτσι την τιμή της.
Τον ίδιο νόμο τον βρίσκουμε και με άλλη μορφή. Με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας επιταχύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου, παρ’ όλο το σχετικά υψηλό ακόμα επίπεδο των μισθών. Απ' αυτό θα μπορούσε κανένας να βγάλει το συμπέρασμα, όπως ο Άνταμ Σμιθ, που στον καιρό του η σύγχρονη βιομηχανία βρισκόταν ακόμα στη βρεφική της ηλικία, πώς η επιταχυνόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου θα έπρεπε να κάνει τη ζυγαριά να κλίνει προς το μέρος του εργάτη, γιατί εξασφαλίζει μια αυξανόμενη ζήτηση στη δουλειά του.
Αυτή η ίδια άποψη κάνει πολλούς σύγχρονους συγγραφείς να απορούν γιατί, ενώ το αγγλικό κεφάλαιο αυξήθηκε την τελευταία εικοσαετία πολύ γρηγορότερα απ’ ότι αυξήθηκε ο αγγλικός πληθυσμός, οι μισθοί δεν υψώθηκαν πιο πολύ. Ταυτόχρονα, όμως, με τη πρόοδο στη συσσώρευση συντελείται και μια προοδευτική αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου. Το μέρος εκείνο από το συνολικό κεφάλαιο που αποτελείται από σταθερό κεφάλαιο -μηχανές, πρώτες ύλες, παραγωγικά μέσα διαφόρων ειδών- αυξάνεται προοδευτικά σε σύγκριση με το άλλο μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται σε μισθούς, ή στην αγορά εργασίας. Ο νόμος αυτός διατυπώθηκε με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια από τους Μπάρτον (Barton), Ρικάρντο (Ricardo), Σισμόντι (Sismondi) και τον καθηγητή Ριχάρδο Τζόουνς (Richard Jones), τον καθηγητή Ράμσεϋ (Ramsey), Σέρμπολιτς (Cherbuliez) και άλλους.
Αν η αναλογία ανάμεσα στα δυο αυτά στοιχεία του κεφαλαίου ήταν αρχικά ένα προς ένα, με την πρόοδο της βιομηχανίας γίνεται πέντε προς ένα κ.ο.κ. Αν από ένα συνολικό κεφάλαιο 600 ξοδεύονταν 300 σε εργαλεία, πρώτες ύλες κ.τ.λ. και 300 σε μισθούς, θα ήταν αρκετό να διπλασιασθεί το συνολικό κεφάλαιο για να παρουσιαστεί ζήτηση για 600 εργάτες αντί για 300. Αν, όμως, από ένα κεφάλαιο 600 ξοδεύονταν 500 για μηχανές, υλικά κ.τ.λ. και 100 μόνο σε μισθούς, το ίδιο κεφάλαιο θα έπρεπε να αυξηθεί από 600 σε 3.600 για να παρουσιαστεί μια ζήτηση για 600 εργάτες αντί για 300. Με την πρόοδο λοιπόν της βιομηχανίας η ζήτηση της εργασίας δεν παρακολουθεί με το ίδιο βήμα τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Εξακολουθεί να αυξάνει, μα σε μια αναλογία που ολοένα ελαττώνεται σε σύγκριση με την αύξηση του κεφαλαίου.
Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις είναι αρκετές να δείξουν πως αυτή η ίδια η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας πρέπει να κάνει τη ζυγαριά να κλίνει προοδευτικά προς το μέρος του καπιταλιστή ενάντια στον εργάτη και πώς, κατά συνέπεια, η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει, μα να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών, ή να πιέζει την αξία της εργασίας περισσότερο ή λιγότερο προς το κατώτατο όριο της. Επειδή, όμως, είναι τέτοια η τάση των πραγμάτων στο σύστημα αυτό, θα πει μήπως, πως η εργατική τάξη πρέπει να παραιτηθεί από την αντίστασή της ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου και να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να επωφεληθεί με τον καλύτερο τρόπο από τις ευνοϊκές περιστάσεις για μια πρόσκαιρη καλυτέρεψη της;
Αν το έκανε αυτό θα ξέπεφτε στην κατάσταση μιας ισοπεδωμένης μάζας από τσακισμένα άθλια όντα, που δεν θα είχαν καμιά σωτηρία. Πιστεύω να έχω αποδείξει πως οι αγώνες τους γύρω από το επίπεδο του μισθού τους είναι φαινόμενα, αχώριστα από ολόκληρο το σύστημα της μισθωτής εργασίας, πως στις 99 από τις 100 περιπτώσεις οι προσπάθειές τους για να ανεβάσουν τους μισθούς είναι μόνο προσπάθειες για να συγκρατηθεί η δοσμένη αξία της εργασίας και πως η ανάγκη να παζαρεύουν την τιμή τους με τον καπιταλιστή είναι συνυφασμένη με τη θέση τους να πουλούν τους εαυτούς τους σαν εμπόρευμα. Αν υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή τους σύγκρουση με το κεφάλαιο θα αποδείχνονταν ανίκανοι να αρχίσουν μια οποιαδήποτε πλατύτερη κίνηση.
Ταυτόχρονα, και ολότελα ανεξάρτητα από τη γενική υποδούλωση της εργασίας που συνεπάγεται το σύστημα της μισθωτής εργασίας, η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπερβάλει το τελικό αποτέλεσμα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάει πως παλεύει ενάντια σε αποτελέσματα και όχι ενάντια στις αιτίες που φέρνουν τα αποτελέσματα αυτά, πως καθυστερεί την κίνηση προς τα κάτω μα δεν της αλλάζει την κατεύθυνση, πως εφαρμόζει καταπραϋντικά φάρμακα και δεν θεραπεύει την αρρώστια.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να την απορροφάει αποκλειστικά ο αναπόφευκτος αυτός κλεφτοπόλεμος, που ξεπηδάει ολοένα από τούς ακατάπαυστους σφετερισμούς του κεφαλαίου, ή τις μεταβολές στην αγορά. Πρέπει να καταλάβει πώς, παρ’ όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το τωρινό σύστημα γεννάει ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για μια οικονομική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Αντί για το συντηρητικό ρητό: «Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαια εργάσιμη μέρα» θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».
Ύστερα από αυτή την πολύ μεγάλη, και φοβούμαι πολύ κουραστική, έκθεση που ήμουν υποχρεωμένος να κάνω για να ανταποκριθώ κάπως στο ζήτημά σας, θα τελειώσω προτείνοντας τις παρακάτω αποφάσεις:
Πρώτο: Το αποτέλεσμα μιας γενικής αύξησης των μισθών θα ήταν η γενική πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, μα, μιλώντας γενικά, χωρίς επίδραση στις τιμές των εμπορευμάτων.
Δεύτερο: Η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει, μα να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών.
Τρίτο: Τα εργατικά συνδικάτα προσφέρουν καλή υπηρεσία σαν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Αποτυχαίνουν μερικά μόνο, όταν χρησιμοποιούν ασύνετα τη δύναμή τους. Αποτυχαίνουν γενικά, όταν περιορίζονται σε κλεφτοπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του τωρινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το μεταβάλουν; αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες τους δυνάμεις σαν μοχλό για την τελική χειραφέτηση της εργατικής τάξης, δηλαδή, για την τελική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.
Μεταφράστηκε από τα αγγλικά σε παραβολή με τη γερμανική και γαλλική μετάφραση.
Μετάφραση : Αντόνιο Σολάρο
ΤΕΛΟΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
XIV. Η ΠΑΛΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΑΥΤΗΣ
1. Αφού δείξαμε πως η περιοδική αντίσταση των εργατών ενάντια στη μείωση των μισθών καθώς και οι περιοδικές τους προσπάθειες για την αύξησή τους είναι αχώριστα συνδεδεμένες με το σύστημα της μισθωτής εργασίας και υπαγορεύονται από αυτό το ίδιο το γεγονός, πώς η εργασία εξομοιώνεται με εμπόρευμα και, κατά συνέπεια, υπακούει στους νόμους που ρυθμίζουν τη γενική ύψωση των μισθών, θα είχε αποτέλεσμα την πτώση του γενικού ποσοστού του κέρδους, χωρίς όμως να θίξει τις μέσες τιμές των εμπορευμάτων, ή την αξία τους, μπαίνει τελικά το ερώτημα: ως ποιο σημείο, σ’ αυτή την αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, είναι πιθανό να νικήσει η εργασία;
Θα μπορούσα να απαντήσω με μια γενίκευση και να πω, όπως με κάθε άλλο εμπόρευμα έτσι και με την εργασία η τιμή της στην αγορά θα προσαρμοστεί με τον καιρό στην αξία της, πως, κατά συνέπεια, ο εργάτης, ότι και να κάνει, και παρ’ όλα τα πάνω και τα κάτω, θα πάρει κατά μέσο όρο μόνο την αξία της εργατικής του δύναμης, όπως την καθορίζει η αξία των μέσων συντήρησης, που απαιτούνται για να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί και που η αξία τους, σε τελευταία ανάλυση, ρυθμίζεται από το ποσό της εργασίας το οποίο χρειάζεται να ξοδευτεί για να παραχθούν.
Υπάρχουν, ωστόσο, μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν την αξία της εργατικής δύναμης, ή την αξία της εργασίας, από την αξία όλων των άλλων εμπορευμάτων. Η αξία της εργατικής δύναμης αποτελείται από δυο στοιχεία – ένα καθαρά φυσικό και ένα ιστορικό ή κοινωνικό. Τα ακρότατα όρια της καθορίζονται από το φυσικό στοιχείο, δηλαδή, για να διατηρείται ή να αναπαράγεται η εργατική τάξη, για να διαιωνίζει τη φυσική της ύπαρξη πρέπει να παίρνει τα απόλυτα αναγκαία μέσα συντήρησης για να ζει και να πολλαπλασιάζεται.
Η αξία των απαραίτητων αυτών μέσων συντήρησης αποτελεί, λοιπόν, το ακρότατο όριο στην αξία της εργασίας. Από το άλλο μέρος, η διάρκεια της εργάσιμης μέρας περιορίζεται, παρόμοια κι’ αυτή, από ακρότατα, αν και πολύ ελαστικά, όρια. Τα ακρότατα όρια τής τα καθορίζει η σωματική αντοχή του εργάτη. Αν η καθημερινή εξάντλήση της ζωτικής του δύναμης ξεπερνάει, μέρα με τη μέρα, ένα κάποιο βαθμό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πάλι. Ωστόσο, όπως είπα, το όριο αυτό είναι πολύ ελαστικό. Μια γρήγορη διαδοχή από αρρωστιάρικες και κοντόζωες γενεές θα εφοδίαζε την αγορά της εργασίας τόσο καλά όσο και μια σειρά από ρωμαλέες και μακρόζωες γενεές.
Εκτός από το καθαρά φυσικό αυτό στοιχείο, η αξία της εργασίας καθορίζεται σε κάθε χώρα και από ένα δοσμένο από την παράδοση βιοτικό επίπεδο. Δεν πρόκειται για την καθαρά φυσική ζωή, μα για την ικανοποίηση ορισμένων αναγκών που προέρχονται από τις κοινωνικές συνθήκες όπου βρίσκονται και μεγαλώνουν οι άνθρωποι. Το βιοτικό επίπεδο του Άγγλου μπορεί να κατέβει ως το βιοτικό επίπεδο τού Ιρλανδού, το βιοτικό επίπεδο του Γερμανού αγρότη ως το επίπεδο ενός Λιθουανού αγρότη. Πόσο σπουδαίο μέρος μπορεί να παίζουν, από την άποψη αυτή, η ιστορική παράδοση και η κοινωνική συνήθεια, μπορείτε να το δείτε στο έργο του κ. Thornton (Θόρντον) για τον «Υπερπληθυσμό», όπου ο συγγραφέας δείχνει, πως ο μέσος μισθός, ακόμα και σήμερα, σε διάφορες αγροτικές περιοχές της Αγγλίας διαφέρει περισσότερο ή λιγότερο, ανάλογα με τις συνθήκες που βγήκαν οι περιοχές αυτές από τη δουλοπαροικία.
Αυτό το ιστορικό ή κοινωνικό στοιχείο που μπαίνει στην αξία της εργασίας, μπορεί να επεκταθεί ή να περιοριστεί ή και να εξαλειφτεί ολότελα, έτσι που να απομείνει μόνο το φυσικό όριο. Τον καιρό του αντιγιακομπίνικου πολέμου, πού έγινε, όπως συνήθιζε να λέει ο αδιόρθωτος καρπωτής των φόρων και των αργομισθιών, ο γέρο Τζόρτζ Ρόουζ (G. Rose) «για να προστατευθούν τα αγαθά της αγίας ημών θρησκείας από τις επιδρομές των Γάλλων απίστων», οι έντιμοι Άγγλοι ενοικιαστές γης, που τόσο τρυφερά τους μεταχειριστήκαμε σε ένα από τα προηγούμενά μας μέρη, κατέβασαν τούς μισθούς των εργατών γης χαμηλότερα ακόμα και από αυτό το καθαρά φυσικό ελάχιστο όριο, μα συμπλήρωσαν ότι έλειπε από τα απαραίτητα για τη φυσική διαιώνιση του γένους με το νόμο για τούς φτωχούς. Αυτός ήταν ένας ένδοξος τρόπος για να μεταβληθεί ο μισθωτός σε δούλο και ο υπερήφανος ελεύθερος μικροκτηματίας (yeoman) του Σαίξπηρ σε εξαθλιωμένο άτομο.
Αν συγκρίνετε το επίπεδο των μισθών ή την αξία της εργασίας σε διάφορες χώρες, ή αν τα συγκρίνετε σε διάφορες ιστορικές εποχές στην ίδια χώρα, θα βρείτε πως η ίδια η αξία της εργασίας δεν είναι σταθερό μέγεθος αλλά μεταβλητό, ακόμα και αν υποθέσετε πως οι αξίες όλων των άλλων εμπορευμάτων παραμένουν σταθερές.
Μια παρόμοια σύγκριση θα αποδείξει πως δεν αλλάζουν μόνο τα τρέχοντα ποσοστά του κέρδους μα και ο μέσος όρος τους.
Στα κέρδη όμως δεν υπάρχει νόμος που να καθορίζει το κατώτατο όριο τους. Δεν μπορούμε να πούμε ποιο είναι το τελευταίο όριο που μπορεί να φτάσει η ελάττωση τους. Και γιατί δεν μπορούμε να ορίσουμε το όριο αυτό; Γιατί, παρ’ όλο που μπορούμε να ορίσουμε το κατώτατο όριο στους μισθούς, δεν μπορούμε να ορίσουμε το ανώτατο όριο τους. Μπορούμε να πούμε μόνο πως, όταν δοθούν τα όρια της εργάσιμης μέρας, το ανώτατο κέρδος αντιστοιχεί στο φυσικό κατώτατο μισθό και πως, όταν δοθεί ο μισθός, το ανώτατο κέρδος αντιστοιχεί με την παράταση της εργάσιμης μέρας που συμβιβάζεται με τις σωματικές δυνάμεις του εργάτη.
Το ανώτατο κέρδος περιορίζεται, λοιπόν, από το φυσικό κατώτατο μισθό και από το φυσικό ανώτατο όριο της εργάσιμης μέρας. Είναι φανερό πως ανάμεσα στα δυο όρια του ανώτατου αυτού ποσοστού κέρδους είναι δυνατή μια ατέλειωτη κλίμακα από παραλλαγές. Ο καθορισμός του πραγματικού του βαθμού ρυθμίζεται μόνο με την αδιάκοπη πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, γιατί ο καπιταλιστής προσπαθεί αδιάκοπα να ελαττώσει τούς μισθούς ως το φυσικό τους κατώτατο όριο και να μακρύνει την εργάσιμη μέρα ως το φυσικό της ανώτατο όριο, ενώ ο εργάτης πιέζει σταθερά προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Η υπόθεση είναι πια ζήτημα συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.
2. Όσο για τον περιορισμό της εργάσιμης μέρας στην Αγγλία, όπως και σε όλες τις άλλες χώρες, δεν ρυθμίζεται ποτέ διαφορετικά παρά μόνο με νομοθετική επέμβαση. Χωρίς την αδιάκοπη πίεση απ’ έξω, από τους εργάτες, η επέμβαση αυτή δεν θα γίνονταν ποτέ. Οπωσδήποτε, όμως, ο περιορισμός της εργάσιμης μέρας δεν θα κατορθώνονταν με ιδιωτικές συμφωνίες ανάμεσα στους εργάτες και τούς καπιταλιστές. Αύτή, ακόμα, ή ανάγκη για γενική πολιτική δράση, αποδεικνύει πως στην καθαρή οικονομική δράση του το κεφάλαιο είναι το ισχυρότερο μέρος.
Όσο, πάλι, για τα όρια της αξίας της εργασίας, ο πραγματικός καθορισμός τους εξαρτιέται πάντα από την προσφορά και τη ζήτηση, δηλαδή, τη ζήτηση εργασίας από μέρους του κεφαλαίου και την προσφορά εργασίας από μέρους των εργατών. Στις αποικιακές χώρες ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης ευνοεί τον εργάτη. Γι’ αυτό έχουμε σχετικά υψηλό επίπεδο μισθών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κεφάλαιο, όσο και αν προσπαθεί με όλη του τη δύναμη, δεν μπορεί εκεί να εμποδίσει την αγορά της εργασίας να αδειάζει αδιάκοπα εξ αιτίας της αδιάκοπης μετατροπής των μισθωτών εργατών σε ανεξάρτητους αυτοσυντήρητους αγρότες. Η θέση του μισθωτού εργάτη σε ένα πολύ μεγάλο μέρος του αμερικανικού λαού είναι μια δοκιμαστική κατάσταση, που είναι βέβαιο πως θα την εγκαταλείψει αργά ή γρήγορα. Για να βελτιώσει την αποικιακή αυτή κατάσταση η πατρική βρετανική κυβέρνηση δέχτηκε, για ορισμένο χρονικό διάστημα, αυτό που ονομάζουν σύγχρονη θεωρία της αποικιοποίησης, που είναι η επιβολή μιας τεχνητά υψηλής τιμής στην αποικιακή γη, για να εμποδιστεί η πολύ γρήγορη μετατροπή του μισθωτού εργάτη σε ανεξάρτητο αγρότη.
Ας περάσουμε, τώρα, στις παλιές πολιτισμένες χώρες, όπου το κεφάλαιο κυριαρχεί πάνω σ’ ολόκληρη την κίνηση της παραγωγής. Πάρτε λ.χ. την ύψωση των μισθών στους εργάτες γης στην Αγγλία από το1849 ως το1859. Ποια ήταν η συνέπειά της; Οι ενοικιαστές γης δεν μπορούσαν, όπως θα τους συμβούλευέ ο φίλος μας Ουέστον, ούτε να ανεβάσουν την αξία του σταριού, ούτε την τιμή του στην αγορά. Έπρεπε, απεναντίας, να υποταχθούν στην πτώση της τιμής του. Μέσα σ’ αυτά όμως τα ένδεκα χρόνια χρησιμοποίησαν κάθε λογής μηχανές, εφάρμοσαν πιο επιστημονικές μέθοδες, μετέτρεψαν ένα μέρος από την καλλιεργήσιμη γη σε βοσκές, αύξησαν την έκταση των κτημάτων που νοίκιαζαν και μαζί μ’ αυτό και την κλίμακα της παραγωγής.
Μ’ αυτές καθώς και με άλλες μέθοδες, που ελάττωναν τη ζήτηση της εργασίας αυξάνοντας την παραγωγική της δύναμη, δημιούργησαν πάλι ένα σχετικό πλεόνασμα στον αγροτικό πληθυσμό. Αυτή είναι η γενική μέθοδος που, αργά ή γρήγορα, παρουσιάζεται σαν αντίδραση από μέρους του κεφαλαίου ενάντια στην ύψωση των μισθών, στις αποκαταστημένες πια χώρες. Ο Ρικάρντο παρατήρησε σωστά πως η μηχανή βρίσκεται σε αδιάκοπο συναγωνισμό με την εργασία και συχνά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν η τιμή της εργασίας έχει φτάσει σε ένα ορισμένο ύψος. Η χρησιμοποίηση, ωστόσο, των μηχανών είναι μόνο μια από τις πολλές μέθοδες για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Αύτή ίσα - ίσα η ανάπτυξη, που κάνει σχετικά πληθωρική την ανειδίκευτη εργασία, απλοποιεί από το άλλο μέρος την ειδικευμένη εργασία και ρίχνει έτσι την τιμή της.
Τον ίδιο νόμο τον βρίσκουμε και με άλλη μορφή. Με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας επιταχύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου, παρ’ όλο το σχετικά υψηλό ακόμα επίπεδο των μισθών. Απ' αυτό θα μπορούσε κανένας να βγάλει το συμπέρασμα, όπως ο Άνταμ Σμιθ, που στον καιρό του η σύγχρονη βιομηχανία βρισκόταν ακόμα στη βρεφική της ηλικία, πώς η επιταχυνόμενη συσσώρευση του κεφαλαίου θα έπρεπε να κάνει τη ζυγαριά να κλίνει προς το μέρος του εργάτη, γιατί εξασφαλίζει μια αυξανόμενη ζήτηση στη δουλειά του.
Αυτή η ίδια άποψη κάνει πολλούς σύγχρονους συγγραφείς να απορούν γιατί, ενώ το αγγλικό κεφάλαιο αυξήθηκε την τελευταία εικοσαετία πολύ γρηγορότερα απ’ ότι αυξήθηκε ο αγγλικός πληθυσμός, οι μισθοί δεν υψώθηκαν πιο πολύ. Ταυτόχρονα, όμως, με τη πρόοδο στη συσσώρευση συντελείται και μια προοδευτική αλλαγή στη σύνθεση του κεφαλαίου. Το μέρος εκείνο από το συνολικό κεφάλαιο που αποτελείται από σταθερό κεφάλαιο -μηχανές, πρώτες ύλες, παραγωγικά μέσα διαφόρων ειδών- αυξάνεται προοδευτικά σε σύγκριση με το άλλο μέρος του κεφαλαίου που ξοδεύεται σε μισθούς, ή στην αγορά εργασίας. Ο νόμος αυτός διατυπώθηκε με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια από τους Μπάρτον (Barton), Ρικάρντο (Ricardo), Σισμόντι (Sismondi) και τον καθηγητή Ριχάρδο Τζόουνς (Richard Jones), τον καθηγητή Ράμσεϋ (Ramsey), Σέρμπολιτς (Cherbuliez) και άλλους.
Αν η αναλογία ανάμεσα στα δυο αυτά στοιχεία του κεφαλαίου ήταν αρχικά ένα προς ένα, με την πρόοδο της βιομηχανίας γίνεται πέντε προς ένα κ.ο.κ. Αν από ένα συνολικό κεφάλαιο 600 ξοδεύονταν 300 σε εργαλεία, πρώτες ύλες κ.τ.λ. και 300 σε μισθούς, θα ήταν αρκετό να διπλασιασθεί το συνολικό κεφάλαιο για να παρουσιαστεί ζήτηση για 600 εργάτες αντί για 300. Αν, όμως, από ένα κεφάλαιο 600 ξοδεύονταν 500 για μηχανές, υλικά κ.τ.λ. και 100 μόνο σε μισθούς, το ίδιο κεφάλαιο θα έπρεπε να αυξηθεί από 600 σε 3.600 για να παρουσιαστεί μια ζήτηση για 600 εργάτες αντί για 300. Με την πρόοδο λοιπόν της βιομηχανίας η ζήτηση της εργασίας δεν παρακολουθεί με το ίδιο βήμα τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Εξακολουθεί να αυξάνει, μα σε μια αναλογία που ολοένα ελαττώνεται σε σύγκριση με την αύξηση του κεφαλαίου.
Αυτές οι λίγες παρατηρήσεις είναι αρκετές να δείξουν πως αυτή η ίδια η ανάπτυξη της σύγχρονης βιομηχανίας πρέπει να κάνει τη ζυγαριά να κλίνει προοδευτικά προς το μέρος του καπιταλιστή ενάντια στον εργάτη και πώς, κατά συνέπεια, η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει, μα να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών, ή να πιέζει την αξία της εργασίας περισσότερο ή λιγότερο προς το κατώτατο όριο της. Επειδή, όμως, είναι τέτοια η τάση των πραγμάτων στο σύστημα αυτό, θα πει μήπως, πως η εργατική τάξη πρέπει να παραιτηθεί από την αντίστασή της ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου και να εγκαταλείψει τις προσπάθειές της να επωφεληθεί με τον καλύτερο τρόπο από τις ευνοϊκές περιστάσεις για μια πρόσκαιρη καλυτέρεψη της;
Αν το έκανε αυτό θα ξέπεφτε στην κατάσταση μιας ισοπεδωμένης μάζας από τσακισμένα άθλια όντα, που δεν θα είχαν καμιά σωτηρία. Πιστεύω να έχω αποδείξει πως οι αγώνες τους γύρω από το επίπεδο του μισθού τους είναι φαινόμενα, αχώριστα από ολόκληρο το σύστημα της μισθωτής εργασίας, πως στις 99 από τις 100 περιπτώσεις οι προσπάθειές τους για να ανεβάσουν τους μισθούς είναι μόνο προσπάθειες για να συγκρατηθεί η δοσμένη αξία της εργασίας και πως η ανάγκη να παζαρεύουν την τιμή τους με τον καπιταλιστή είναι συνυφασμένη με τη θέση τους να πουλούν τους εαυτούς τους σαν εμπόρευμα. Αν υποχωρούσαν άνανδρα στην καθημερινή τους σύγκρουση με το κεφάλαιο θα αποδείχνονταν ανίκανοι να αρχίσουν μια οποιαδήποτε πλατύτερη κίνηση.
Ταυτόχρονα, και ολότελα ανεξάρτητα από τη γενική υποδούλωση της εργασίας που συνεπάγεται το σύστημα της μισθωτής εργασίας, η εργατική τάξη δεν θα πρέπει να υπερβάλει το τελικό αποτέλεσμα των καθημερινών αυτών αγώνων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάει πως παλεύει ενάντια σε αποτελέσματα και όχι ενάντια στις αιτίες που φέρνουν τα αποτελέσματα αυτά, πως καθυστερεί την κίνηση προς τα κάτω μα δεν της αλλάζει την κατεύθυνση, πως εφαρμόζει καταπραϋντικά φάρμακα και δεν θεραπεύει την αρρώστια.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να την απορροφάει αποκλειστικά ο αναπόφευκτος αυτός κλεφτοπόλεμος, που ξεπηδάει ολοένα από τούς ακατάπαυστους σφετερισμούς του κεφαλαίου, ή τις μεταβολές στην αγορά. Πρέπει να καταλάβει πώς, παρ’ όλες τις αθλιότητες που της επιβάλλει, το τωρινό σύστημα γεννάει ταυτόχρονα και τους υλικούς όρους και τις κοινωνικές μορφές που είναι απαραίτητες για μια οικονομική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Αντί για το συντηρητικό ρητό: «Ένα δίκαιο μεροκάματο για μια δίκαια εργάσιμη μέρα» θα πρέπει να γράψει στη σημαία της το επαναστατικό σύνθημα: «Κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας».
Ύστερα από αυτή την πολύ μεγάλη, και φοβούμαι πολύ κουραστική, έκθεση που ήμουν υποχρεωμένος να κάνω για να ανταποκριθώ κάπως στο ζήτημά σας, θα τελειώσω προτείνοντας τις παρακάτω αποφάσεις:
Πρώτο: Το αποτέλεσμα μιας γενικής αύξησης των μισθών θα ήταν η γενική πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους, μα, μιλώντας γενικά, χωρίς επίδραση στις τιμές των εμπορευμάτων.
Δεύτερο: Η γενική τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει, μα να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών.
Τρίτο: Τα εργατικά συνδικάτα προσφέρουν καλή υπηρεσία σαν κέντρα αντίστασης ενάντια στους σφετερισμούς του κεφαλαίου. Αποτυχαίνουν μερικά μόνο, όταν χρησιμοποιούν ασύνετα τη δύναμή τους. Αποτυχαίνουν γενικά, όταν περιορίζονται σε κλεφτοπόλεμο ενάντια στα αποτελέσματα του τωρινού συστήματος, αντί να προσπαθούν ταυτόχρονα να το μεταβάλουν; αντί να χρησιμοποιούν τις οργανωμένες τους δυνάμεις σαν μοχλό για την τελική χειραφέτηση της εργατικής τάξης, δηλαδή, για την τελική κατάργηση του συστήματος της μισθωτής εργασίας.
Μεταφράστηκε από τα αγγλικά σε παραβολή με τη γερμανική και γαλλική μετάφραση.
Μετάφραση : Αντόνιο Σολάρο
ΤΕΛΟΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ
Δημοσίευση σχολίου