Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν ούτε «ανταρσία» ούτε πρωτίστως «ξένη επέμβαση». Στιγμή του μεγάλου ελληνικού εμφυλίου πολέμου είναι.
Πριν από 80 χρόνια στις 3 ή 4 Δεκεμβρίου 1944 – ανάλογα με το εάν κανείς διαλέξει ως αφετηρία την απόφαση της Αστυνομίας να χρησιμοποιήσει όπλα κατά της διαδήλωσης του ΕΑΜ ή την απόφαση του ΕΑΜ να ξεκινήσει ένοπλη δράση – στην Αθήνα ξεκινούσε μία από μεγάλη και αιματηρή μάχη, που θα αφήσει βαθιά χνάρια όχι μόνο στην ίδια πόλη – που ως κηρυγμένη «Ανοχύρωτη Πόλη» δεν είχε υποστεί πλήγματα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο – αλλά και στη συλλογική συγκρότηση, ταυτότητα και μνήμη της ελληνικής κοινωνίας. Τα Δεκεμβριανά, όπως έμελλε να μείνει γνωστή η «Μάχη της Αθήνας», έδειξαν πόσο βαθιά ήταν η εσωτερική κοινωνική και πολιτική σύγκρουση, κάτι που θα σφραγίσει τις εξελίξεις και τα επόμενα χρόνια.
80 χρόνια μετά τα Δεκεμβριανά είναι σαφές ότι μπορούμε να αποφύγουμε διάφορες εκδοχές μυθολογίας. Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν μια «κομμουνιστική ανταρσία» που ήθελα να ανατρέψει τη νόμιμη κυβέρνηση, όπως για δεκαετίες θα επιμένει η παράταξη των νικητών του Εμφυλίου, όχι γιατί το κομμουνιστικό κόμμα δεν ο ηγεμονικός φοράς των δυνάμεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά γιατί εκείνη τη στιγμή σαφές σχέδιο για ένοπλη κατάληψη της εξουσίας δεν υπήρχε. Ούτε ήταν τα Δεκεμβριανά απλώς και μόνο αποτέλεσμα της δράσης του «ξένου παράγοντα», εν προκειμένω των βρετανικών δυνάμεων, μια παρά την αποφασιστική τους συμβολή στη διαμόρφωση του τελικού συσχετισμού δύναμης, ο πυρήνας της σύγκρουσης είχε να κάνει με την ελληνική πραγματικότητα και τις αντιθέσεις που τη διαπερνούσαν.
Για να καταλάβουμε τα Δεκεμβριανά πρέπει να δούμε τι ακριβώς ήταν αυτό που συνέβη στην Ελλάδα της Αντίστασης. Το γεγονός ότι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας χάρη στην καταλυτική παρουσία και εξαιρετική μαζικοποίηση του ΕΑΜ, είχε έναν χαρακτήρα που δεν περιοριζόταν στην ανάκτηση της τυπικής εθνικής ανεξαρτησίας αλλά παρέπεμπε στον ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, διαμόρφωσε μεγάλη ανησυχία στις αστικές δυνάμεις. Να το πούμε απλά: ήταν ήδη σαφές προς το τέλος του 1943 ότι μια κοινωνική συμμαχία που περιλάμβανε τη μεγάλη πλειοψηφία των κοινωνικών τάξεων που δεν ήταν κυρίαρχες, είχε το συσχετισμό ώστε να πάρει την εξουσία μετά την Κατοχή.
Αυτό δεν ήταν «διχασμός», γιατί ο «Διχασμός», καθαυτός εμπειρία ιδιαίτερα τραυματική, αφορούσε μια διαίρεση πρώτα και κύρια στον συνασπισμό εξουσίας και στα αστικά στρώματα, ενώ τώρα είχαμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα και τα κυρίαρχα, εξ ου και το γεγονός ότι στην αντιΕΑΜική παράταξη θα μπορούν να συνυπάρχουν οι «Λαϊκοί» με τους «Βενιζελικούς».
Ξέρουμε, ακόμη, ότι ήδη από τον χειμώνα 1943-44 τόσο οι «εθνικές» αστικές δυνάμεις, όσο και οι Βρετανοί εξετάζουν σχέδια για το πώς θα αποτραπεί να πάρει την εξουσία το ΕΑΜ μετά την Απελευθέρωση. Αυτό φαίνεται στο συντονισμό των «εθνικών οργανώσεων», στον τρόπο που τα Τάγματα Ασφαλείας αντιμετωπίζονται όχι ως θεσμός συνεργασίας με τον κατακτητή αλλά ως αναγκαίο αντικομμουνιστικό ένοπλο σώμα και βέβαια στην εξασφάλιση ότι το ΕΑΜ δεν θα διεκδικούσε την εξουσία, αλλά απλώς θα συμμετείχε σε μια κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» κατά το πρότυπο και άλλων στις χώρες που μόλις απελευθερώνονταν.
Ωστόσο, αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι εκ των πραγμάτων το ΕΑΜ και οι οργανώσεις είχαν χαρακτηριστικά παράλληλης εξουσίας, διαμορφώνοντας εκ των πραγμάτων μια παραλλαγή «δυαδικής εξουσίας», που μάλιστα είχε και την ένοπλη υποστήριξη του ΕΛΑΣ. Ήταν εκ των πραγμάτων μια άλλη εξουσία, με άλλη ταξική βάση και άλλο κοινωνικό ορίζοντα. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι θρυαλλίδα ήταν το θέμα του αφοπλισμού του ΕΛΑΣ μια που αυτό ακύρωνε στην πράξη αυτή τη συνθήκη δυαδικής εξουσίας.
Σε αυτό το φόντο ενώ είναι σαφές ότι η ΕΑΜική ηγεσία – όπως και η ηγεσία του ΚΚΕ – έχει επίγνωση των ενδεχομένων, εξ ου και η ύπαρξη σχεδίων για την κατάληψη της Αθήνας, εντούτοις υπάρχουν πραγματικές ταλαντεύσεις ως προς αυτό, που θα πυροδοτήσουν δεκαετίες αντιπαραθέσεων γύρω από τα «λάθη». Αυτό εξηγεί και γιατί τόσο στα Δεκεμβριανά, όσο ακόμη και στη εκκίνηση του Εμφυλίου (και τουλάχιστον μέχρι σημαντικό μέρος του 1947) κυριαρχεί η λογική της ένοπλης διαπραγμάτευσης παρά της αποφασιστικής σύγκρουσης για την εξουσία.
Αντιθέτως, παρότι υπάρχουν διαφορετικές φωνές στο «αστικό μπλοκ» φαίνεται ότι υπάρχει και ένας σκληρός πυρήνας αποφασισμένος να πάει τη σύγκρουση μέχρι το τέλος και ως ένα βαθμό να πάρει την πρωτοβουλία της σύγκρουσης (κάτι που εξηγεί και την απόφαση για ένοπλη επίθεση στην ΕΑΜική διαδήλωση στις 3 Δεκεμβρίου). Σε αυτό θα βοηθήσει και η βρετανική στάση που θα στηρίξει μια τέτοια επιλογή, ήδη από το 1943, μια που προφανώς δεν ήθελε να χάσει την παραδοσιακά επιρροή στα ελληνικά πράγματα.
Όλα αυτά εξηγούν το γιατί φτάσαμε στη σύγκρουση. Όμως, την ένταση της σύγκρουσης μπορούμε να την καταλάβουμε μόνο εάν αναλογιστούμε τις μεγάλες αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας. Οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί της εικοσαετίας 1920-1940, ιδίως μετά τον ερχομό των προσφύγων, η μαζικοποίηση των εργατικών στρωμάτων, οι πραγματικές δυσκολίες των αγροτικών στρωμάτων, οι έντονες ανισότητες, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 μαζί με την εξαθλίωση που έφερε η κατάρρευση της κρατικής επισιτιστικής λειτουργίας στον πρώτο χειμώνα της Κατοχής, αλλά και τη βαναυσότητα των κατακτητών, μαζί με τον κυνισμό των δωσίλογων και όσων πλούτισαν στην Κατοχή είχαν τροφοδοτήσει την οργή των λαϊκών στρωμάτων που στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναφέρονταν στο ΕΑΜ.
Αυτή η οργή ήταν ακόμη μεγαλύτερη ύστερα και από τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας και των αντιεαμικών οργανώσεων στην τελευταία φάση της κατοχής, με τα μεγάλα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια. Ήταν μια σύγκρουση βαθιά και σφραγισμένη από το αίμα που είχε χυθεί.
Όλα αυτά θα βγουν στο προσκήνιο και στη «Μάχη της Αθήνας». Μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα σε δύο ανταγωνιστικές δυναμικές που βγαίνουν μέσα στην ίδια πόλη. Ο συμβολισμός της αντίθεσης ανάμεσα στη «Σκομπία», δηλαδή το ελεγχόμενο από τις κυβερνητικές και βρετανικές δυνάμεις, τμήμα του Κέντρου της Αθήνας και τις ΕΑΜοκρατούμενες εργατικές και προσφυγικές συνοικίες όπως η Καισαριανή, είναι παραπάνω από σαφής.
Η ίδια η σύγκρουση θα είναι άνιση. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ ήταν υποδεέστερες του συνδυασμού ανάμεσα στις κυβερνητικές και τις Βρετανικές. Άλλωστε, οι τελευταίες που όχι μόνο έβαλαν πολυβολεία στην ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας Ακρόπολη (την οποία παρ’ όλα αυτά θα αρνηθούν να στοχεύσουν οι ΕΑΜικές δυνάμεις) αλλά και χτύπησαν ανελέητα τις συνοικίες προπύργια του ΕΑΜ, και με χρήση αεροπλάνων. Όμως, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ θα εκμεταλλεύονται τη γνώση της πόλης, τις πρακτικές οδομαχίας και βέβαια την επινοητικότητα που χαρακτηρίζει τέτοιες συγκρούσεις. Θα έχουν ωστόσο πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Κομμάτι της πρακτικής του ΕΛΑΣ – που θα τροφοδοτήσει τη μετεμφυλιακή «πτωματολογία» – και η επιλεκτική εκτέλεση μελών των σωμάτων ασφαλείας αλλά και συνεργατών του κατακτητή, μια πρακτική που πάντως τη συναντάμε και σε άλλα ένοπλα κινήματα, που επίσης θα αξιοποιηθεί μετά και τη Συμφωνία της Βάρκιζας – που δεν συμπεριέλαβε τέτοιες πρακτικές στην αμνηστία – για το πρώτο μεγάλο κύμα διώξεων.
Το ίδιο και η πρακτική των ομήρων, επίσης πρακτική που τη συναντάμε και σε άλλες κινήματα, με ορίζοντα ακριβώς την αποτελεσματικότερη διαπραγμάτευση μετά την υποχώρηση.Την ίδια στιγμή στη «Μάχη της Αθήνας» υπήρξε και ηρωισμός. Μια ολόκληρη Αθήνα της πείνας, των εκτελέσεων στην Κατοχή, της φτώχειας, της συμμετοχής στην Αντίσταση, πάλεψε εκείνες τις 33 μέρες με ηρωισμό και αυταπάρνηση ώστε η επόμενη μέρα να είναι αυτή της εξουσίας που προϋπήρχε της Κατοχής και των δωσίλογων. Και παρότι ακόμη και την «κομματική μνήμη» της Αριστεράς θα είναι συχνά απωθημένη, εντούτοις στη συλλογική μνήμη των λαϊκών στρωμάτων αυτή η μάχη δεν θα ξεχαστεί και η εικόνα μιας ανυπότακτης πόλης θα διατηρηθεί για χρόνια. Όπως θα διατηρηθεί και το αδικαίωτο όραμα μιας άλλης συνθήκης κοινωνικής και πολιτικής. Γιατί για όλους αυτούς τους ανθρώπους, φτωχούς, ταλαιπωρημένους, βασανισμένους, αδικημένους, η ένοπλη πάλη ήταν η στιγμή που ένιωσαν ότι μπορούσαν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και αυτό το συναντούσες, δεκαετίες μετά όταν συζητούσες με όσους είχαν πάρει μέρος στη σύγκρουση. Οι περισσότεροι των οποίων θα έχουν να αντιμετωπίσουν και όλη τη βαναυσότητα του μετεμφυλιακού κράτους.
Τα Δεκεμβριανά δεν θα είναι η μόνη πράξη του μεγάλου ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Η σύγκρουση θα παραμείνει ανοιχτή και η γραμμή της κλιμάκωσής της μέχρι την πλήρη αποτροπή του «κομμουνιστικού κινδύνου» θα έχει το πάνω χέρι. Αυτό θα εξηγήσει γιατί φάνηκε νωρίς ότι «δημοκρατική διέξοδος» δεν υπήρχε και η εκ νέου ένοπλη σύγκρουση τελικά αναπόφευκτη…
80 χρόνια μετά πολλά έχουν αλλάξει. Όμως, τα σημάδια από τις σφαίρες σε πλήθος κτίρια της Αθήνας των όμορων δήμων έρχονται να θυμίσουν αυτή την ιστορία μιας μεγάλης πολιτικής και σε τελικής ανάλυση ταξικής σύγκρουσης. Που με έναν τρόπο δεν τελείωσε ποτέ…
Πηγή: Παναγιώτης Σωτήρης - in.gr
Δημοσίευση σχολίου