H συνεργασία Ελλήνων με τους ναζί ήταν ένα φαινόμενο με πολλές εκφράσεις και επίπεδα. Αρα είχε και πολλά διαφορετικά κίνητρα που συχνά αλληλοδιαπλέκονταν.
Για μεγάλο τμήμα των συνεργατών βασικό στοιχείο ήταν ο αντικομμουνισμός. Ετσι, υπήρχαν αυτοί που εντάχθηκαν στους επίσημους μηχανισμούς δωσιλογισμού, όπως τα Τάγματα Ασφαλείας, βρίσκοντας σ’ αυτά έναν τρόπο εξόντωσης των αντιπάλων τους. Παράλληλα, τα τάγματα πρόσφεραν μισθό και εξουσία, πράγματα που αποτελούσαν θέλγητρο.
Η συνεργασία με τους ναζί πρόσφερε ασφαλώς και την ευκαιρία για ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, συχνά κάθε άλλο παρά πολιτικών. Ομως υπήρχαν κι αυτοί που εντάσσονταν σε πιο αφανή δίκτυα συνεργασίας με πολύ πιο ευτελή ανταλλάγματα. Αν και από τον χειμώνα του 1941 και ως το τέλος της Κατοχής το φαγητό δεν μπορούσε πια να θεωρείται ευτελές, όσο λίγο και φτωχό κι αν ήταν. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Τάγματα Ευζωνικά, Ασφαλείας, εθνικιστών, μειονοτικά
Συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο «Τάγματα Ασφαλείας» συνεκδοχικά, εννοώντας τους διάφορους ένοπλους σχηματισμούς που συγκροτήθηκαν το 1943-44 από τις γερμανικές αρχές κατοχής για την καταπολέμηση των ομάδων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οι σχηματισμοί αυτοί παρουσίαζαν διαφορές μεταξύ τους ως προς τη στελέχωση, την οργανωτική διάρθρωση, το επίσημο ιδεολογικοπολιτικό τους στίγμα, τις σχέσεις τους με τη δωσιλογικη κυβέρνηση και τη στάση τους απέναντι στον δυτικό συμμαχικό παράγοντα. Ως προς τη σύνδεσή τους με τη δωσίλογη κυβέρνηση, υπήρχαν πρώτον τα «Ευζωνικά Τάγματα», που ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία της κυβέρνησης Ράλλη για την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος από τον κομμουνισμό.Τα πρώτα θεσπίστηκαν διά νόμου τον Ιούνιο του 1943 και επανδρώθηκαν αρχικά από τη φρουρά του Αγνωστου Στρατιώτη. Τελικά έφτασαν σε συνολική δύναμη 5.725 αντρών.
Δεύτερον, υπήρχαν τα καθαυτά «Τάγματα Ασφαλείας», ένοπλοι σχηματισμοί που συγκροτήθηκαν «εθελοντικά», με πρωτοβουλία στελεχών του διαλυμένου στρατού και τοπικών εθνικοφρόνων που ζητούσαν όπλα από τους Γερμανούς για να αντιμετωπίσουν το ΕΑΜ. Η αρχή τους έγινε το 1943 στην Πελοπόννησο. Το 1944 ενοποιήθηκαν σε μία δομή (Β' Αρχηγείου Χωροφυλακής Πελοποννήσου) που «τυπικώς» υπαγόταν στο υπουργείο Ασφαλείας. Εδρα της ήταν η Τρίπολη και επικεφαλής της ο αξιωματικός Διονύσιος Παπαδόγκωνας.
Συνολικά συγκροτήθηκαν πέντε τέτοια τάγματα, με έδρα την Τρίπολη, τη Σπάρτη, το Γύθειο, τον Μελιγαλά και τους Γαργαλιάνους.
Τρίτον, υπήρχαν διάφορες «εθελοντικές» αντιΕΑΜικές ένοπλες ομάδες, συγκροτημένες αυτόνομα κυρίως στην Αττική, αλλά και στην περιφέρεια. Συνεργάζονταν με τα Ευζωνικά και τη Γενική Ασφάλεια αλλά δεν υπάγονταν σε κάποια ενιαία δομή.
Τέταρτον, υπήρχαν μονάδες «εθνικιστών» απευθείας υπαγόμενες στους Γερμανούς. Ιδρύθηκαν την άνοιξη του 1943 και τελικά καταγράφηκαν δέκα συνολικά στη Μακεδονία και άλλες τέσσερις στην κεντρική και τη νοτιοανατολική Ελλάδα. Παρουσίαζαν μεταξύ τους μεγάλη ανομοιογένεια ως προς το ιδεολογικοπολιτικό στίγμα και την ύπαρξη «μαζικής βάσης».
Πέμπτον, υπήρχε μια τελευταία κατηγορία οι μειονοτικές αντιΕΑΜικές ένοπλες ομάδες που σχηματίστηκαν σε εθνική βάση με αποσχιστικό προσανατολισμό. Τέτοιες ήταν οι κομιτατζήδες της Οχράνα και οι Τσάμηδες της KSILIA. Οι ναζί προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τη δυσαρέσκεια που τους είχε προκαλέσει το ελληνικό κράτος και να τη διοχετεύσουν ενάντια στο ΕΑΜ, το οποίο άλλωστε έφερε στον λόγο του στοιχεία για την κοινή παρακαταθήκη του ελληνικού πληθυσμού και μπορούσε στα μάτια των πληθυσμών αυτών να φαίνεται εθνικιστικό και επιθετικό για τα συμφέροντα τους.
Ως προς τη σύσταση αυτών των ομάδων υπήρχαν και πάλι διάφορες πηγές στρατολόγησης. Οι αξιωματούχοι τους συχνά ήταν πρώην και νυν αξιωματικοί του στρατού, κατά βάση μεταξικοί και μοναρχικοί, αλλά μεταξύ τους υπήρχαν ακόμη και βενιζελικοί που είχαν αποταχθεί το ’35 από τη φιλοβασιλική κυβέρνηση μετά το βενιζελικό κίνημα εκείνου του έτους. Τα απλά μέλη προέρχονταν στην αρχή κυρίως από ήδη υπάρχουσες αντίκομμουνιστικές ομάδες που είχαν συγκροτηθεί τοπικά εναντίον του ΕΑΜ. Η ένταξη γινόταν πρώτα εθελοντικά, αργότερα όμως άρχισαν οι ατομικές προσκλήσεις με απειλές για συλλήψεις σε περίπτωση απείθειας.
Λούμπεν στοιχεία στο κυνήγι της επιβίωσης
Ως προς τους λόγους κατάταξης υπήρχε και πάλι ποικιλία. Πολλά μέλη ανήκαν σε φτωχά στρώματα και επέλεξαν την κατάταξη στα τάγματα ως μέσο επιβίωσης. Το μεγαλύτερο μέρος της στρατολόγησης τέτοιων λούμπεν στοιχείων έγινε στα αστικά κέντρα. Αλλοι ήταν εγκληματικά στοιχεία που έβρισκαν ευκαιρία για ξεκαθάρισμα λογαριασμών αλλά και πλουτισμό. Αλλοι ήταν εθελοντές που μισούσαν το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είτε διότι κάποιος συγγενής τους είχε εκτελεστεί από μέλη του είτε διότι είχαν συλληφθεί ή ενοχληθεί οι ίδιοι από το ΕΑΜ ως ύποπτοι συνεργασίας με τους ναζί. Υπήρχαν επίσης εν ενεργεία αξιωματικοί που είτε θεωρούσαν καθήκον τους την καταπολέμηση του κομμουνισμού είτε είχαν τοποθετηθεί στα τάγματα μέσω των αντικομμουνιστικών οργανώσεων στις οποίες ήδη ανήκαν.
Ακόμη, με τους ναζί συνεργάζονταν μέλη άλλων οργανώσεων που είχαν χτυπηθεί από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, κάτοικοι χωριών που είχαν στρατολογηθεί μέσω συγγενικών δικτύων, για βιοποριστικούς λόγους ή που φοβούνταν τα γερμανικά αντίποινα, πρώην μέλη του ΕΑΜ-ΕΑΑΣ που άλλαξαν στρατόπεδο είτε λόγω προσωπικών διαφορών είτε για να επιβιώσουν, κάποιοι που κινητοποιήθηκαν για την υπεράσπιση των ειδικών συμφερόντων τους, όπως οι κτηνοτρόφοι στην περιοχή του Βαλτετσίου που είχαν προστριβές με τον ΕΛΑΣ, και, τέλος, όπως είδαμε, μέλη άλλων εθνοτικών ομάδων.
Τα κοινά χαρακτηριστικά που είχαν αυτές οι ομάδες δεν ήταν λίγα. Ολες οι μονάδες αποτελούσαν τμήμα των κατοχικών στρατευμάτων. Γενικοί διοικητές τους ήταν οι ανώτεροι αρχηγοί των SS στην Ελλάδα. Εκαναν δημόσιες διακηρύξεις στράτευσης και πίστης στο Ράιχ. Συμμετείχαν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της Βέρμαχτ, προχωρώντας σε καταδόσεις ομήρων προς εκτέλεση, χωριών που θα καίγονταν, ακόμη και σε συνεργασία στη βόρεια Ελλάδα με τον βουλγαρικό στρατό για την καταπολέμηση των ανταρτών, παρότι πριν και μετά τον πόλεμο επικαλούνταν διαρκώς, στο πλαίσιο της αντικομμουνιστικής ρητορικής, τον «βουλγαρικό κίνδυνο».
Επιδείκνυαν τεράστια αγριότητα, πολύ συχνά και λόγω τοπικότητας, αφενός επειδή υπήρχαν ανοιχτοί παλιότεροι λογαριασμοί πολλών τύπων, αφετέρου για να διασφαλιστεί πως δεν θα έμενε κανένας πίσω για να εκδικηθεί.
«Ημέτεροι απώλειαι, εις Γερμανός τραυματίας»
Τέλος, όλες αυτές οι ομάδες θεωρούνταν τμήμα των γερμανικών δυνάμεων, γι' αυτό και όταν σκοτώνονταν μέλη τους, η Βέρμαχτ τους καταμετρούσε μαζί με τα θύματα των γερμανικών μονάδων. Ισχυε, όμως, και το αντίστροφο, αφού περίφημη έχει μείνει η καταγραφή ενός αξιωματικού των ταγμάτων: «Απώλειαΐ: Εκ των ημετέρων εις Γερμανός βαρέως τραυματίας».
Πέρα από τις δυνάμεις που εντάσσονταν απευθείας υπό τα όπλα των ναζί, υπήρχαν και διάφορες αντιΕΑΜικές αντάρτικες δυνάμεις για τις οποίες η αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού αποτελούσε πρώτη προτεραιότητα από νωρίς. Κάποιες από αυτές (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση - ΠΑΟ, Ελληνικός Στρατός - ΕΣ. Στρατιωτική Ιεραρχία) καταστατικά όριζαν ως σκοπό τους την καταστολή της «αναρχίας» και την προάσπιση του κοινωνικού καθεστώτος. Πολλές φορές χρηματοδοτούνταν από «εγχώριους κεφαλαιούχους», αλλά συχνά και από τους Βρετανούς, οι οποίοι από το 1943 προσπαθούσαν να συγκροτηθούν αντι-ΕΑΜικές ανταρτοομάδες για να μην αποκτήσει την ηγεμονία στο βουνό και στην Ελεύθερη Ελλάδα ο ΕΛΑΣ.Μάλιστα επτά από αυτές τις ομάδες, όπως η φασιστική X του Γρίβα, υπέγραψαν τον Νοέμβριο του 1943 πρωτόκολλο συνεργασίας υπό την αιγίδα του Νεοζηλανδοϋ αξιωματικού Ντον Στοτ, προσώπου θολού που ελεγχόταν για «διπλό παιχνίδι» και τελικά ανακλήθηκε από τους Βρετανούς. Η στάση των περισσότερων από αυτές τις οργανώσεις απέναντι στα τάγματα ήταν στάση συνεργασίας.
Τέλος, ειδικό δωσιλογικό ρόλο ανέλαβαν και προϋπάρχοντες κρατικοί θεσμοί, συγκεκριμένα η Χωροφυλακή και κυρίως η Ειδική Ασφάλεια. Μάλιστα, για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στον νέο ρόλο τους έπρεπε να στρατολογήσουν νέα μέλη, χωρίς τον επαγγελματισμό, άρα και τους δισταγμούς, των ως τότε μελών τους. Αυτό έγινε με στρατολόγηση τύπων του περιθωρίου, συχνά εγκληματικών στοιχείων του ποινικού δικαίου και ασφαλώς κατά παράβαση του πλαισίου λειτουργίας των οργανισμών αυτών. Ετσι, στρατολογήθηκαν πρόσωπα αδίστακτα σε κάθε ενέργεια, ακόμη και βασανισμού όσων ήταν ύποπτοι κομμουνιστικών φρονημάτων.
Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του αρμόδιου υπουργού, όπως τα μεταφέρει ο συνταγματάρχης και διοικητής της Σχολής Χωροφυλακής Ποθητός Ποδότας: «Ο Υπουργός μου είπεν “τι να σας κάνω των μονίμων που δεν θέλατε να στραπατσάρετε την γραβάτα του κομουνιστού”». Οι νέοι στρατολογημένοι δημιούργησαν γρήγορα ομάδες κρούσης που αναλάμβαναν κατά παραγγελία της Ειδικής Ασφάλειας όλες τις παρακρατικές ενέργειες που δεν μπορούσε να κάνει η ίδια, δηλαδή συλλήψεις χωρίς εντάλματα, βασανισμούς, εκτελέσεις. Ετσι, οι ήδη υπάρχουσες κρατικές υπηρεσίες μετασχηματίστηκαν και οι ίδιες σε παρακρατικούς μηχανισμούς που ασκούσαν βία και τρομοκρατία εναντίον των αντιστασιακών οργανώσεων.
Αυτονόητο ήταν πως αυτός ο εσμός των «εθνικοφρόνων» θα αξιοποιούσε τα νέα του καθήκοντα για τον προσωπικό του πλουτισμό. Αυτό έφτασε μέχρι το σημείο να συλλαμβάνουν κόσμο κατά το δοκούν και μετά να εκβιάζουν τις οικογένειές τους ζητώντας λύτρα για να τους απελευθερώσουν. Οπως κατέθεσε ο ταγματάρχης της Χωροφυλακής και υπασπιστής του διευθυντή της Ειδικής Ασφάλειας Γ. Γεωργίου στο ειδικό δικαστήριο: «Εγίνοντο πολλά παζαρέματα και εκβιάσεις υπό οργάνων της Ειδικής Ασφαλείας και δι’ αυτό απηγορεύθησαν αι συλλήψεις, ειμή μόνον κατόπιν διαταγών. [...] Εγένετο εμπόριον συλλήψεων και αποφυλακίσεων».
Ασφαλώς, παράλληλα με όλα αυτά υφάνθηκε και ένα δίκτυο καταδοτών και συνεργατών όλων αυτών των μηχανισμών, από κάποιους που εξαγοράζονταν με ανταλλάγματα που συχνά έπεφταν μέχρι ένα πιάτο φαγητό. Επρόκειτο κυριολεκτικά για στρατηγική επιβίωσης από τους ανθρώπους αυτούς, που για την επιτυχία της αντάλλασσαν τον πατριωτισμό και την αξιοπρέπειά τους. Ξέρουμε πως η πείνα, η βαθιά, πραγματική πείνα, είναι κατάσταση συντριπτική.
Οδηγεί τον άνθρωπο στην αναίρεση πολλών πολιτισμικών του στοιχείων, του αναστέλλει πολλές αρχές και θέτει σε πρώτο πλάνο την ανάγκη της επιβίωσης.
Αυτή την αποκτήνωση, την απελπισία και τον θάνατο που έφερνε η πείνα και έκαναν την αντίσταση να μοιάζει ονειροφαντασία κατάλαβε το ΚΚΕ πως θα έπρεπε να τη σταματήσει, όχι μόνο για να αποδιοργανώσει αυτά τα δίκτυα συνεργατών αλλά και για να μπορέσει να οργανώσει συνολικά την άμυνα του λαού και να προχωρήσει μετά στην οργάνωση της ένοπλης αντίστασης. Αυτό είναι που εξηγεί και τη σειρά των στίχων στον ύμνο του ΕΑΜ: «Το ΕΑΜ μας έσωσε απ’ την πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά». Ετσι, το ΕΑΜ μπήκε μέσα στις αυθόρμητες διαδικασίες αλληλοβοήθειας που είχαν δημιουργηθεί από τους πολίτες, τις ενίσχυσε, τις οργάνωσε καλύτερα και σε λίγο καιρό έφτιαξε μαζί τους μεγάλα δίκτυα αλληλεγγύης. Πέτυχε έτσι έναν σπουδαίο πολιτικό στόχο. Απέδειξε τη χρησιμότητά του στην ικανοποίηση των άμεσων αναγκών του λαού.
Δημοσίευση σχολίου