Αρχική » » Η πολυκύμαντη πορεία των Τσιγγάνων στην ευρωπαϊκή ήπειρο - Μια ιστορική περιπλάνηση

Η πολυκύμαντη πορεία των Τσιγγάνων στην ευρωπαϊκή ήπειρο - Μια ιστορική περιπλάνηση

{[['']]}

Από την κοιτίδα Ινδία μέχρι την Αμερική. Η ιστορία τους είναι η "ιστορία των προσπαθειών που κατέβαλαν οι άλλοι για να εξαλείψουν την ιδιαιτερότητά τους".
Γύρω στο 1500 στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκδόθηκαν διατάγματα με τα οποία οι Τσιγγάνοι κατηγορύνταν για κατασκοπεία. Ανέπτυξαν νέες στρατηγικές επιβίωσης.

Του Βαγγέλη Βάγια, Ιστορικού - Hothistory

Η προέλευση των Τσιγγάνων και η άφιξή τους στην Ευρώπη 

Στα 1889 η μαθηματικός Σοφία Κοβαλέφσκαγια έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ευρώπη που κατάφερε να αποκτήσει πανεπιστημιακή έδρα, ως καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης.
Η Κοβαλέφσκαγια ήταν Ρωσίδα τσιγγάνικης καταγωγής. Η περίπτωσή της ασφαλώς και έρχεται σε αντίθεση με τη στερεοτυπική εικόνα των Τσιγγάνων που έχει κυριαρχήσει στο συλλογικό φαντασιακό των ευρωπαϊκών κοινωνιών, μια εικόνα (με διάφορες παραλλαγές βέβαια, που όμως όλες διατηρούν το στοιχείο της ανισοτιμίας) που σχηματίστηκε μέσα από τις πολλές και διαφορετικές φάσεις της διαδρομής αυτού του λαού στην ευρωπαϊκή ιστορία, από τη μεσαιωνική περίοδο μέχρι και τις μέρες μας.

Η διασπορά των Τσιγγάνων είναι παγκόσμια (με μεγάλες κοινότητες και σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Αυστραλία, το Μεξικό, η Κολομβία, η Βραζιλία) και ο συνολικός αριθμός τους, κατά μια εκτίμηση, φτάνει τα 20.000.000.
Ωστόσο οι περισσότεροι από αυτούς, περίπου 12.000.000, ζουν στην Ευρώπη Αν και βρίσκονται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η ιστορία τους είναι ίσως αυτή που παρουσιάζει τα μεγαλύτερα κενά σε σχέση με οποιουδήποτε άλλου λαού της Ευρώπης.

Είναι πάρα πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα, σχετικά με την ακριβή προέλευσή τους, τις μεταναστεύσεις τους
και την ιστορική τους εξέλιξη μέσα στις διάφορες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στην έλλειψη γραπτών μαρτυριών από τους ίδιους τους Τσιγγάνους.

Ως νομαδικός κυρίως λαός, δεν διέθεταν γραπτή μορφή της γλώσσας τους, των ρομανί, και η δική τους ιστορία περιοριζόταν σε ένα σύνολο αφηγήσεων και παραδόσεων που μεταβιβάζονταν προφορικά από γενιά σε γενιά. Οι ιστορικές μαρτυρίες γι' αυτούς προέρχονται αποκλειστικά από τους άλλους (τους γκατζέ, όπως λένε οι Ρομά όσους δεν ανήκουν στην κοινότητά τους), τις δημόσιες αρχές και τα μέλη των κοινωνιών που ήρθαν σε επαφή μαζί τους. Ετσι η ιστορία τους είναι κυρίως η «ιστορία των προσπαθειών που κατέβαλαν οι άλλοι για να εξαλείψουν την ιδιαιτερότητά τους».

Ομως και ο ορισμός της ιδιαίτερης ταυτότητάς τους είναι ζήτημα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο. Δεν αποτελούν ενιαίο έθνος, τουλάχιστον υπό τη νεωτερική έννοια του όρου, ούτε εμφανίστηκε ποτέ μεταξύ τους ένα εθνικό κίνημα που θα επιδίωκε την ενότητά τους. Αντιθέτως, η γενική τους τάση ήταν να παραμείνουν έξω από τα πλαίσια και την ιδιότητα του πολίτη κάποιου εθνοκρατικού σχηματισμού, υπερασπιζόμενοι σθεναρά έναν προνεωτερικό και νομαδικό τρόπο κοινωνικής ύπαρξης. Κατά μία άποψη, αυτός ο νομαδικός τρόπος ζωής είναι το βασικό συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους.

Πόσο όμως διατηρείται ακόμη στις μέρες μας; Αλλωστε
 η τσιγγάνικη ταυτότητα (γλωσσική, φυλετική, κοινωνική, πολιτισμική) δεν είναι μία και αναλλοίωτη, αλλά μεταβαλλόμενη στον χώρο και τον χρόνο μέσα από τη συνεχή αλληλεπίδρασή της με το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ακόμη και η τσιγγάνικη αυτοσυνείδηση είναι, εν μέρει, μια κατασκευή στο πλαίσιο των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων εξουσίας εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Θα ήταν επίσης παραπλανητικό να τους προσεγγίσει κανείς από φυλετική σκοπιά, καθώς το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της εθνοτικής τους σύνθεσης δεν είναι η ομοιογένεια αλλά η ετερογένεια.
Πέρα από την ετερογενή προέλευσή τους ως εθνοτική και κοινωνική ομάδα, οι διάφοροι τσιγγάνικοι πληθυσμοί σταδιακά διαφοροποιούνται σημαντικά ανάλογα και με τη χώρα εγκατάστασής τους, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στο πλήθος των διαλέκτων της γλώσσας ρομανί.

Στην Ευρώπη υπάρχουν τουλάχιστον 60 τέτοιες διάλεκτοι, που συνδέονται μεταξύ τους αλλά δεν είναι όλες κατανοητές από όλους. Ετσι, με βάση την πιο στενή γλωσσική συγγένεια, χαρακτηρίζονται ως Ρομά πολλές ομάδες Τσιγγάνων, κυρίως στην ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, που αποκαλούν τον εαυτό τους Ρομ (άνθρωπος), ενώ άλλες ομάδες αυτοπροσδιορίζονται διαφορετικά (π.χ. στην Ισπανία cale). Η λέξη Rom πιθανότατα προέρχεται από την παλιά ινδική λέξη Dom (άνθρωπος).

Πάντως η κοινή γλωσσική ταυτότητα έχει επιτρέψει μια προσέγγιση και μια -έστω και επισφαλή- ανίχνευση της προέλευσης και της ιστορικής διαδρομής του λαού των Τσιγγάνων. Η συγκριτική γλωσσολογία μάς παρέχει πολλές πληροφορίες σχετικά με την καταγωγή των διαλέκτων τους. Ετσι διαπιστώθηκε ότι τα ρομανί έχουν ινδική καταγωγή και ανήκουν σε μια εποχή μεταγενέστε-
ρη της επικράτησης των σανσκριτικών. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι μέσα από τη μελέτη της γλώσσας τους μπορούμε να ανασυνθέσουμε επακριβώς την ιστορική διαδρομή των πληθυσμών εκείνων που μεταναστεύοντας από την Ασία στην Ευρώπη αποτέλεσαν τους προγόνους των σημερινών Τσιγγάνων. Η ιστορική γλωσσολογία δεν μπορεί να προσδιορίσει τη φυλετική και εθνική καταγωγή των πρώτων ομιλητών των ρομανί.


Εν συνεχεία δε, η γλώσσα ρομανί και όσοι τη μιλούσαν εκτέθηκαν με το πέρασμα του χρόνου σε πάρα πολλές ιστορικές, δημογραφικές και κοινωνιογλωσσολογίας επιρροές, ώστε μετά την πάροδο τόσων αιώνων είναι ίσως αδύνατο να αποδείξουμε με βεβαιότητα ποιος ακριβώς ήταν ο λαός (ή ο συνδυασμός λαών) από τον οποίο προήλθαν οι Ευρωπαίοι Τσιγγάνοι ή ποιος σημερινός λαός είναι πιο στενά συνδεδεμένος μαζί τους.

Η πρώτη φάση στην ιστορία της μετανάστευσης των πληθυσμών εκείνων από τους οποίους προήλθαν οι Τσιγγάνοι φαίνεται πως καλύπτει την περίοδο από το 224 μ.Χ. ως το 642 μ.Χ. και αφορά τη μετακίνηση από τη βορειοδυτική Ινδία στην Περσία ανθρώπων από ποικίλα κοινωνικά στρώματα, όπως αγρότες, βοσκοί, μισθοφόροι, πλανόδιοι μουσικοί και έμποροι. Ο πλούτος του περσικού βασιλείου αποτέλεσε ασφαλώς σημαντικό παράγοντα έλξης.

Κατά μία άποψη, οι πληθυσμοί αυτοί προέρχονταν από μία μόνο φυλή και μιλούσαν την ίδια γλώσσα, ενώ άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι πραγματοποιήθηκαν περισσότερες έξοδοι από τα ινδικά εδάφη, από διάφορες φυλετικές ομάδες και για διάφορους λόγους, και στο περσικό έδαφος οι μετανάστες αυτοί συγχωνεύτηκαν μεταξύ τους, καθώς μιλούσαν σχεδόν όμοια γλώσσα και είχαν κοινή θρησκεία, τον ινδουισμό (τον οποίο οι τσιγγάνικοι πληθυσμοί διατήρησαν μέχρι την επαφή τους με τον χριστιανισμό στα βυζαντινά εδάφη, ενώ πολλοί που παρέμειναν στα εδάφη της Μέσης Ανατολής προσχώρησαν αργότερα στο ισλάμ). Η πληθώρα περσικών στοιχείων στις διαλέκτους των ευρωπαίων Τσιγγάνων υποδηλώνει μάλλον μακρόχρονη διαμονή, κατά την οποία σχηματίστηκε μια νέα εθνοτική ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά, από την οποία προήλθαν οι μετέπειτα τσιγγάνικοι πληθυσμοί.

Το 642 οι Αραβες κατάκτησαν την Περσία. Κάποιους ινδικής καταγωγής πληθυσμούς οι Αραβες τους χρησιμοποίησαν ως μισθοφόρους, ενώ άλλους τους εγκατέστησαν μόνιμα, αλλά στη συνέχεια αυτοί εξεγέρθηκαν και συγκρούστηκαν με τις αραβικές αρχές. Κάποιους άλλους τους έστειλαν στην Αντιόχεια, όπου, μετά την κατάληψη της πόλης, βρέθηκαν υπό τη βυζαντινή εξουσία. Πιθανότατα κάποιοι από αυτούς να πέρασαν στα νησιά της Μεσογείου και στην Κρήτη.
Ενας μεγαλύτερος αριθμός από αυτούς κινήθηκε προς την Αρμενία, η οποία επίσης βρισκόταν υπό αραβική κυριαρχία κατά τον 7ο αιώνα. Η παραμονή τους στην Αρμενία πρέπει να υπήρξε μακροχρόνια, με βάση τις γλωσσικές ενδείξεις των επιρροών της αρμένικης γλώσσας στα ρομανί.

Για την κοινωνική οργάνωση και τον πολιτισμό των Τσιγγάνων σε αυτήν τη φάση υπάρχουν κυρίως εικασίες. Πιθανότατα ήταν περιπλανώμενοι, ασκώντας διάφορες τέχνες και καλύπτοντας τοπικές οικονομικές ανάγκες. Κατά την εποχή αυτή στα ασιατικά εδάφη ο νομαδικός τρόπος ζωής ήταν ευρύτατα διαδεδομένος, οπότε και οι Τσιγγάνοι δεν τραβούσαν την προσοχή ως κάτι το πολύ διαφορετικό.

Οι αναταραχές στα αρμένικα εδάφη εξαιτίας των μακρόχρονων πολέμων μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων συντέλεσαν ώστε να αρχίσει η μετακίνηση των τσιγγάνικών πληθυσμών προς τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τα Βαλκάνια, ειδικά μετά την κατάληψη της Αρμενίας από τους Σελτζούκους Τούρκους μετά τα μέσα του 11ου αιώνα.

Η πρώτη μαρτυρία για την παρουσία Τσιγγάνων στην Κωνσταντινούπολη τοποθετείται γύρω στο 1068. Οι Βυζαντινοί αναφέρονταν σε αυτούς με τα ονόματα Ατσίγγανοι ή Αθίγγανοι. Χωρίς να είναι τίποτε δεδομένο, πιθανόν τα ονόματα αυτά προέρχονταν από την ονομασία μιας αίρεσης του 9ου αιώνα, των Αθιγγάνων, και χρησιμοποιήθηκαν εξαιτίας της ιδιαίτερης σχέσης των Τσιγγάνων με τη μαγεία και τη μαντεία.

Πάντως τα ονόματα διατηρήθηκαν, όπως και ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών λέξεων που πέρασαν στη γλώσσα ρομανί. Οι Τσιγγάνοι απλώθηκαν στα βυζαντινά εδάφη και τον ελλαδικό χώρο, διεισδύοντας στη συνέχεια στα Βαλκάνια. Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα εγκαταστάθηκαν και μόνιμα, όπως στην ελληνική πόλη Μόδι, όπου για πολλά χρόνια δούλευαν στην επεξεργασία του δέρματος.

Οι εντεινόμενες διώξεις και τα αστυνομικά μέτρα ανάγκασαν τους Ρομά να αναπτύξουν νέες στρατηγικές επιβίωσης.

Κατά τον 14ο αιώνα οι Τσιγγάνοι εξαπλώθηκαν στα Βαλκάνια. Το 1362 τους συναντάμε στο Ντουμπρόβνικ, το 1378 στο Μοναστήρι της Ρίλας στη Βουλγαρία, το 1382 στο Ζάγκρεμπ.
Στη Βλαχία και τη Μολδαβία, που τότε ήταν ακόμη ανεξάρτητες ηγεμονίες, οι Τσιγγάνοι υποδουλώθηκαν και υποχρεώθηκαν να εργάζονται για τον ηγεμόνα, τα μοναστήρια ή τους γαιοκτήμονες, κάποιοι καλλιεργώντας τη γη, αλλά οι περισσότεροι ως τεχνίτες (σιδεράδες, κλειδαράδες κ.λπ.).
Το 1416 εμφανίζονται στην πόλη της Τρανσυλβανίας Μπρασόφ, ένδειξη ότι είχαν ήδη εισέλθει στο βασίλειο της Ουγγαρίας, που την εποχή εκείνη παρέμενε ισχυρό και φάνταζε αντίπαλο δέος απέναντι στην οθωμανική επέκταση στα Βαλκάνια. Οι επόμενες μεταναστεύσεις τους θα κατευθύνονταν προς την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη.

Η εξάπλωση των Τσιγγάνων στην Ευρώπη 

Η προέλαση των Οθωμανών είχε ως αποτέλεσμα στις αρχές του 15ου αιώνα τα Βαλκάνια να μετατραπούν σε πεδίο συνεχών πολεμικών συγκρούσεων. Η Βλαχία υποτάχτηκε το 1417 και στη συνέχεια η Τρανσυλβανία και η νότια Ουγγαρία υφίσταντο συνεχείς λεηλασίες. Σημαντικός αριθμός Τσιγγάνων άρχισαν να κινούνται προς τα δυτικά, προκειμένου να ξεφύγουν από τις καταστροφές και τις σφαγές των πολέμων.
Τα αίτια της μετακίνησής τους δεν ήταν θρησκευτικά, καθώς πολλοί Τσιγγάνοι ήδη ζούσαν σε βαλκανικά εδάφη υπό οθωμανική κυριαρχία, όπου δεν αντιμετώπιζαν ιδιαίτερες θρησκευτικές διώξεις - αρκεί βέβαια να πλήρωναν τους φόρους τους.

Την ίδια εποχή, πάντως, ως συνέπεια των οθωμανικών κατακτήσεων, αναπτύσσεται ένα ευρύτερο ρεύμα φυγής προς τη δυτική Ευρώπη, ειδικά μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μέρος του οποίου αποτελούν και οι Τσιγγάνοι, με τον δικό τους όμως ιδιαίτερο τρόπο ζωής που τους έκανε να ξεχωρίζουν.

 Ωστόσο οι μετακινήσεις τους προς τα δυτικά δεν έγιναν απότομα και μαζικά σε συγκεκριμένες περιοχές, αλλά σταδιακά, τμηματικά και κατά τη διάρκεια ενός αιώνα περίπου.
Ετσι, το 1407 εμφανίζονται για πρώτη φορά σε γερμανικά εδάφη. Το 1425 στην Ισπανία μια ομάδα Τσιγγάνων με επικεφαλής τον κόμη Ιωάννη της Μικρής Αιγύπτου εμφανίζεται στον Αλφόνσο Ε', βασιλιά της Αραγονίας, ο οποίος τους παραχωρεί άδεια διέλευσης από όλα τα εδάφη του βασιλείου προκειμένου να μπορέσουν να κάνουν προσκυνηματικό ταξίδι στον Αγιο Ιάκωβο της Κομποστέλα. Το γεγονός είναι χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζονταν οι Τσιγγάνοι στις ευρωπαϊκές αρχές της περιόδου.
Ηδη από το 1417 ο Σιγισμούνδος, βασιλιάς της Ουγγαρίας, που είχε ανέλθει και στον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχε παραχωρήσει σε Τσιγγάνους αυτοκρατορικές άδειες ελεύθερης διέλευσης, διευκολύνοντας έτσι τη διείσδυσή τους στα γερμανικά εδάφη.

Οι Τσιγγάνοι εμφανίζονται σε διάφορους ηγεμόνες και αρχές, κυρίως ως προσκυνητές, με κάποιον αρχηγό που ήταν σύνηθες να φέρει κάποιον τίτλο με αναφορά στην Αίγυπτο, ενώ το 1422 κάποιοι Τσιγγάνοι εμφανίστηκαν με παπικές επιστολές προστασίας. Η πλαστογράφηση τέτοιων εγγράφων -που γενικά συνέβαινε εκείνη την εποχή- ήταν χρήσιμο εφόδιο για τις μετακινήσεις τους. Οι περιπλανώμενοι προσκυνητές επίσης ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και αντιμετωπίζονταν με σεβασμό: ήταν καθήκον των πιστών να τους προσφέρουν τροφή και να τους βοηθήσουν στο ταξίδι τους.

Γενικά, σ’ αυτή την πρώτη επαφή τους με τις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες οι Τσιγγάνοι βρήκαν κάποιες ευνοϊκές συνθήκες και σχετική ανοχή - χωρίς να λείπουν και οι εντάσεις και προστριβές. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η μετανάστευσή τους απλώθηκε μέχρι την Αγγλία (1513) και τη Σκωτία, ενώ στα ανατολικά κινήθηκαν και προς τη Λιθουανία και τις βαλτικές χώρες (1501).

Λίγες είναι οι πληροφορίες για την εσωτερική κοινωνική τους οργάνωση και τον ακριβή ρόλο των αρχηγών υπό τους οποίους παρουσιάζονταν. Οι αρχηγοί αυτοί δεν ήταν πάντα Τσιγγάνοι, πάντως μεσολαβούσαν ανάμεσα στους Τσιγγάνους και την υπόλοιπη κοινωνία και αναλάμβαναν τη συλλογή των φόρων της τσιγγάνικης κοινότητας, ενώ είχαν κατακτήσει και το δικαίωμα οι Τσιγγάνοι να διευθετούν μόνοι τους τις υποθέσεις τους.

Σταδιακά όμως το κλίμα απέναντι στους Τσιγγάνους θα άλλαζε. Ανάμεσα στο 1497 και το 1500 στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκδόθηκαν τρία διατάγματα με τα οποία οι Τσιγγάνοι κατηγορούνται για κατασκοπεία και διατάσσεται η απέλασή τους.
Οι κρατικές αρχές τους αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερο ως πρόβλημα. Η εκκλησία τούς βλέπει με δυσπιστία, ως απειλή για την κυρίαρχη ηθική, ενώ και η αλλαγή των αντιλήψεων για την επαιτεία, που αρχίζει να επισύρει ποινές, λειτουργεί ως αρνητικός παράγοντας.
Στις πόλεις τα επαγγέλματα ελέγχονται από τις συντεχνίες, που έτσι έρχονται σε αντίθεση με τις προσπάθειες των Τσιγγάνων να κερδίσουν χώρους οικονομικής δραστηριότητας.

Οι μεγάλης κλίμακας όμως διώξεις των Τσιγγάνων συνδέονται και με βαθύτερες αλλαγές στη δομή της πολιτικής εξουσίας στις ευρωπαϊκές χώρες. Η ανάδυση και εδραίωση της απόλυτης μοναρχίας σήμαινε και την εφαρμογή νέων πολιτικών και κοινωνικών στρατηγικών από την πλευρά των κυρίαρχων τάξεων. Τα ευρωπαϊκά απολυταρχικά κράτη επιδιώκουν τον πλήρη έλεγχο του δημόσιου χώρου, πιο αυστηρή κοινωνική πειθάρχηση και μεγαλύτερη ομοιογένεια, καταδιώκοντας τις κοινωνικές ομάδες που δεν συμμορφώνονται. Η κατακερματισμένη πολιτική εξουσία αποτελούσε πλεονέκτημα για τους Τσιγγάνους.

Οι Τσιγγάνοι στη νεότερη και σύγχρονη Ευρώπη

Οι Τσιγγάνοι θα είχαν ξεριζωθεί από την Ευρώπη αν είχαν εφαρμοστεί έστω και εν μέρει όλοι αυτοί οι νόμοι που εκδόθηκαν εναντίον τους. Ομως αυτά τα μέτρα καταπίεσης προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στη ζωή των Τσιγγάνων της Ευρώπης, υποχρεώνοντάς τους να αναπτύξουν νέες στρατηγικές επιβίωσης. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν σε συνοριακές περιοχές για να μπορούν να διαφεύγουν πιο εύκολα, άλλοι σε απρόσιτες ερημιές και δάση, ενώ άλλοι επιδίδονταν στη ληστεία. Οι στρατηγικές αυτές αναπροσαρμόζονται, ανάλογα και με την εξέλιξη των κρατικών πολιτικών απέναντι τους.

Για μεγάλο διάστημα οι Τσιγγάνοι αντιμετωπίζονται με πολιτικές εκτοπισμού ή και εξόντωσης, με αστυνομικά μέτρα από τα οποία προσπαθούν να διαφύγουν. Σταδιακά ωστόσο επικρατούν πολιτικές με στόχο την αφομοίωσή τους, συνήθως βέβαια με τη χρήση του καταναγκασμού. Σ’ αυτό το πλαίσιο η έκταση των ταξιδιών των Τσιγγάνων αρχίζει να μειώνεται, κάποιοι περιορίζονται σε πιο συγκεκριμένη περιοχή, ενώ ορισμένοι εγκαθίστανται και μόνιμα. Η εγκατάσταση όμως δεν σήμαινε απαραίτητα και αφομοίωση και οι πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση συνεχίζονταν και σε όσους είχαν εγκατασταθεί.

Παράλληλα εξελίσσεται και μια διαδικασία όλο και μεγαλύτερης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους Τσιγγάνους και τους ντόπιους πληθυσμούς.

Ενα ιδιαίτερο τέτοιο παράδειγμα είναι η συνύπαρξη μεταξύ Τσιγγάνων και ντόπιων ακτημόνων αγροτών στην Ανδαλουσία, προϊόν της οποίας υπήρξε και το φλαμένκο, ως μείξη τσιγγάνικων και ανδαλουσιανών στοιχείων και έκφραση της φτώχειας και της καταπίεσης, που ήταν κοινά βιώματα. Σταδιακά σε ολόκληρη την Ευρώπη ακόμη και οι Τσιγγάνοι που παρέμεναν νομάδες άρχισαν να αποκτούν κάποια εθνικά χαρακτηριστικά κάτω από την επιρροή των κοινωνιών στις χώρες στις οποίες βρίσκονταν.

Κατά τον 19ο αιώνα οι περισσότεροι Τσιγγάνοι της Ευρώπης βρέθηκαν σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, εν μέσω ενός ραγδαίου και ριζικού οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού. Η βιομηχανική και κοινωνική εξέλιξη, μεταμορφώνοντας το περιβάλλον τους, άρχισε
να τους ωθεί προς νέες κινήσεις. Είτε προς την κατεύθυνση των πόλεων είτε προς την υπερπόντια μετανάστευση είτε προς νέες οικονομικές δραστηριότητες.

Κατά το δεύτερο μισό του αιώνα πραγματοποιείται και το δεύτερο μεγάλο μεταναστευτικό κύμα των Τσιγγάνων, με κατεύθυνση από την ανατολική προς τη δυτική Ευρώπη. Το επίκεντρο υπήρξε η σημερινή Ρουμανία, ειδικά μετά την απελευθέρωση των Τσιγγάνων στις περιοχές Βλαχίας και Μολδαβίας. Εκτός από την οικονομική έλξη, αιτία αυτής της μετανάστευσης ήταν και η αποφυγή των ασφυκτικών για τους Τσιγγάνους μέτρων και υποχρεώσεων από το φιλόδοξο πρόγραμμα της Αυστροουγγαρίας για την αφομοίωσή τους.
Τέλος, κατά το β' μισό του 20ού αιώνα ξεκίνησε να εκδηλώνεται ένα τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα, διαμορφώνοντας και τη σημερινή κατανομή των Τσιγγάνων της Ευρώπης.
Μοιράσου το :

Δημοσίευση σχολίου

 
Copyright © ΙΣΤΟΡΙΑ - ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ - All Rights Reserved
Proudly powered by Blogger