{[['']]}
Ηταν μια πάλη του δημιουργικού πνεύματος με την πνευματική καταστολή. Ανθρωποι και καριέρες καταστράφηκαν αλλά όσοι απέμειναν βρήκαν τρόπους να παρακάμψουν τις απαγορεύσεις μέσω του άσημου φιλμ νουάρ, αυτού του μεγάλου μπαλαντέρ της ιστορίας του κινηματογράφου.
Του Αλέξη Ν. Δεμερτζόγλου, Θεωρητικού του κινηματογράφου - Hot History
Ο μακαρθισμός στον κινηματογράφο οφείλω να διευκρινίσω πως λειτούργησε ως διαφήμιση της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Πέτυχε ως προς το οικονομικό και προπαγανδιστικό σκέλος: η υπέρμετρη αύξηση των εξοπλισμών στις ΗΠΑ επιτάχυνε τους ρυθμούς ανάπτυξης, προσφέροντας το καταναλωτικό όνειρο στη σιωπηρή πλειονότητα.
Παράλληλα δημιούργησε το αντίπαλο προς τον σοσιαλισμό κοινωνικό ρεύμα.
Στον κινηματογράφο όμως -κατά την ψύχραιμη εκτίμησή μου- απέτυχε παταγωδώς μιας και το ανθρώπινο πνεύμα και η ευελιξία του κατάφερναν πάντα να παρακάμψουν τη μισαλλοδοξία.
Ναι, βεβαίως, υπήρξαν η λίστα των δέκα, οι δίκες, οι ακροάσεις. Πολλοί καλλιτέχνες έχασαν τη δουλειά τους, κάποιοι δυστύχησαν και προσωπικά.
Αλλοι εγκατέλειψαν το σινεμά, πολλοί έφυγαν από τη χώρα, το Χόλιγουντ... πλημμύρισε από τουλάχιστον 50 αντικομμουνιστικές ταινίες αλλά το πνεύμα δεν κάμφθηκε.
Πέρα από τις ξεκάθαρες αντιμακαρθικές αλληγορίες («Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές», «Ασχημη μέρα στον μαύρο βράχο», «Οι άνθρωποι του τρόμου», ταινίες με αμφίσημη και διφορούμενη υπόθεση) αμετανόητοι ανώνυμοι σκηνοθέτες επιβίωσαν.
Ηδη από τη δεκαετία του '40 με τα «βρόμικα» νουάρ τους είχαν διαλύσει ανεπίσημα αλλά καίρια τον κώδικα Χέιζ. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και επώνυμοι τους οποίους δεν τόλμησαν να πειράξουν (Τζόζεφ Μάνκεβιτς, Ρόμπερτ Γουάιζ και Αντονι Μαν), ενώ είχαμε και τις μεγάλες μεταγραφές από την Ευρώπη (Οτο Πρέμινγκερ, Ανατολ Λίτβακ, Τζον Μπραμ, Κέρτις Μπέρνχαρντ, Γιαν Νεγκουλέσκο και πολλοί άλλοι).
Ο Τζόζεφ Λόουζι έδωσε μεγάλη μάχη με τον μακαρθιμό γυρίζοντας το 1951 τρία νουάρ, μεταξύ των οποίων το κορυφαίο «Εγκλημα στους άσπρους βράχους».
Λίγο προτού φύγει για το Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραφε με τα ψευδώνυμα Βίκτορ Χάνμπουρν, Αντρέα Φορζάνο, Τζόζεφ Γουόλτον.
Ο σπουδαίος επίσης επαγγελματίας Σαλ Ενφιλντ είχε προβλήματα και υπέγραφε ως Σίριλ Ενφιλντ ή ως... Σαρλ ντε λα Τουρ!
Το 1947 ο Ρόμπερτ Γουάιζ με το «Σκλάβος του εγκλήματος» όχι μόνο διαλύει τους ηθικούς όρους τους κώδικα Χέιζ, αλλά καταγράφοντας όσα συμβαίνουν στο σπίτι μιας οικογένειας τολμά να σκιαγραφήσει το πορτρέτο της αμερικανικής κοινωνίας.
Δύο χρόνια αργότερα ο Τζόζεφ Μάνκεβιτς στα μέσα του μακαρθισμού θα γυρίσει το «Σπίτι των ξένων», τοποθετημένο στην εποχή του κραχ του ’30, μια πλήρη ανατομία τού πώς ακριβώς λειτουργούν οι κανόνες του καπιταλισμού. Σπίτι των ξένων, δηλαδή των αποξενωμένων (μου θυμίζει Αντονιόνι, λάτρη βεβαίως του φιλμ νουάρ), που είναι οι ΗΠΑ.
Δώδεκα χρόνια αργότερα ο Τζακ Αρνολντ θα γυρίσει μια πολύ πιο ανατρεπτική εκδοχή αυτής της άποψης, το «Μεροκάματο του θανάτου», με τους Τζεφ Τσάντλερ και Ορσον Γουέλς σε ειδικό ρόλο.
Θα σκεφτείτε ότι το 1957 ο μακαρθισμός έχει ξεθυμάνει, αλλά οι περιορισμοί του όπως και οι όροι του κώδικα Χέιζ παραμένουν. Αμφιβάλλω πάντως αν και σήμερα μπορεί να γυριστεί τέτοια σκληρή αλληγορία στο Χόλιγουντ.
Ενα τεράστιο αχανές ράντσο (δηλαδή η Αμερική) φυλάσσεται πολύ καλά. Είναι οχυρωμένο, αποστειρωμένο και εκμεταλλεύεται αμέτρητους Μεξικανούς οι οποίοι δουλεύουν υπό καθεστώς βίας για λίγα ψίχουλα. Ο πατριάρχης και ιδρυτής του τεράστιου ράντσου, δηλαδή ο πρόεδρος των ΗΠΑ -συγκλονιστικός στον ρόλο του ο Ορσον Γουέλς-, εκπροσωπεί ιδέες όπως η βία, ο ρατσισμός, η φυλετική «καθαρότητα». Σπουδαίο αμερικανικό διαμάντι.
Δύο χρόνια αργότερα ο Ορσον Γουέλς θα υποδυθεί έναν μικρό αλλά καίριο ρόλο ως δικηγόρος στο ασπρόμαυρο δράμα νουάρ του Ρίτσαρντ Φλάισερ «Οι σύντροφοι του κακού». Εχουμε μια καταγραφή της αμοραλιστικής συμπεριφοράς δύο νέων οι οποίοι ουσιαστικά εκπροσωπούν το μέλλον.
Θα το επαναλάβω. Μόνο φαινομενικά ο μακαρθισμός κέρδισε. Πίσω από την εφιαλτική βιτρίνα του οι διαφορετικές απόψεις και θέσεις πολλών δεν επηρεάστηκαν ενώ παράλληλα γυρίζονταν φιλμ που δεν μπορούσε να ελέγξει την παραγωγή τους. Ούτε τόλμησαν οι εκπρόσωποί του να φωνάξουν στις ακροάσεις κάποια σπουδαία ονόματα.
Δεν κάλεσαν, π.χ., τον Αντονι Μαν για να τον ρωτήσουν πού το πήγαινε -μάλιστα εν καιρώ πολέμου- με το μη προβεβλημένο στην Ελλάδα «Strangers in the night» (1944) που αποκάλυπτε πολλά. Επίσης δεν ρώτησαν τον Τζακ Μπέρναρντ πού το πήγαινε με το επίσης μη προβεβλημένο στην Ελλάδα «Decoy». Αρκεί να σας θυμίσω ότι το πάθος της νεαρής ηρωίδας για το χρήμα είναι τόσο αναπτυγμένο ώστε της έχει καταβάλει και τον ερωτισμό.
Παραπέμπω στην εξαιρετική μετωνυμική σκηνή λίγο πριν από το τέλος. Χειρίζεται με πάθος και ένταση ένα κομπρεσέρ (φαλλός), σπάζει τις πέτρες για να βρει το χρήμα, ενώ το κορμί της δονείται από συνεχείς σπασμούς. Ούτε φυσικά ζητήθηκαν εξηγήσεις από τον Γερμανό Κέρτις Μπέρνχαρντ για το τι ακριβώς σήμαινε το σενάριο της «Θύελλας παθών» (1945), της οποίας ο αμερικανικός τίτλος «Conflict» αποκαλύπτει κυνικές συγκρούσεις.
Μια μεταπολεμική Αμερική γεμάτη υποψία, απάτη, υποκατάστατα. Και φυσικά δεν ασχολήθηκαν με τον Γερμανό Τζον Μπραμ και τη «Γυναίκα της διαφθοράς» (1946) όπου παρουσιάζεται μια Αμερική ψυχοπαθολογική και γεμάτη από εκδικητικά ταξικά τραύματα.
Φαίνεται πως όλοι τους και όλοι μας -και ο γράφων βέβαια- καταλάβαμε πως είναι πολύ αργά για να κάνεις λοβοτομή και να αποκρούσεις και τις γοητευτικές εικόνες.
Ετσι η «Νόρα Πρέντις» (1947, του Βίνσεντ Σέρμαν) -που λατρεύτηκε και από τους γονείς μου- πέρασε στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα και παντού ως μεγάλη ελκυστική επιτυχία, ένα μελόδραμα ολκής. Μέσα όμως από το αδιέξοδο της χειρουργικής αλλαγής ταυτότητας ξεπηδάει η φυγή από το αμερικανικό όνειρο.
Εύλογα επίσης κανένας δεν ενόχλησε ποτέ τον Μπάιρον Χάσκιν όταν γύρισε το απίστευτα ανατρεπτικό «Πολύ αργά για δάκρυα» (1949). Πολύ αργά γενικά για δάκρυα. Μόνο θλίψη για τον μακαρθισμό που -πάντα κατά τη γνώμη μου- έχασε κατά κράτος τη μάχη με την ιδεολογία.
Την τελευταία δεν την υπερασπίστηκαν πολιτικοί, αλλά καλλιτέχνες, σκηνοθέτες και το άσημο φιλμ νουάρ, ο μεγάλος μπαλαντέρ της ιστορίας του κινηματογράφου και ο σκληρός καταγραφέας της ανθρώπινης και πολιτικής απόκλισης.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Του Αλέξη Ν. Δεμερτζόγλου, Θεωρητικού του κινηματογράφου - Hot History
"Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές". Αλλη μια αντιμακαρθική αλληγορία από αμετανόητο σκηνοθέτη που απεβίωσε. Του Φρεντ Τσίνεμαν με τον μετανοήσαντα Γκαρι Κούπερ
Ο μακαρθισμός στον κινηματογράφο οφείλω να διευκρινίσω πως λειτούργησε ως διαφήμιση της νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Πέτυχε ως προς το οικονομικό και προπαγανδιστικό σκέλος: η υπέρμετρη αύξηση των εξοπλισμών στις ΗΠΑ επιτάχυνε τους ρυθμούς ανάπτυξης, προσφέροντας το καταναλωτικό όνειρο στη σιωπηρή πλειονότητα.
Παράλληλα δημιούργησε το αντίπαλο προς τον σοσιαλισμό κοινωνικό ρεύμα.
Στον κινηματογράφο όμως -κατά την ψύχραιμη εκτίμησή μου- απέτυχε παταγωδώς μιας και το ανθρώπινο πνεύμα και η ευελιξία του κατάφερναν πάντα να παρακάμψουν τη μισαλλοδοξία.
Ναι, βεβαίως, υπήρξαν η λίστα των δέκα, οι δίκες, οι ακροάσεις. Πολλοί καλλιτέχνες έχασαν τη δουλειά τους, κάποιοι δυστύχησαν και προσωπικά.
Αλλοι εγκατέλειψαν το σινεμά, πολλοί έφυγαν από τη χώρα, το Χόλιγουντ... πλημμύρισε από τουλάχιστον 50 αντικομμουνιστικές ταινίες αλλά το πνεύμα δεν κάμφθηκε.
Πέρα από τις ξεκάθαρες αντιμακαρθικές αλληγορίες («Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές», «Ασχημη μέρα στον μαύρο βράχο», «Οι άνθρωποι του τρόμου», ταινίες με αμφίσημη και διφορούμενη υπόθεση) αμετανόητοι ανώνυμοι σκηνοθέτες επιβίωσαν.
Αποδομώντας τον κώδικα Χέιζ
Ηδη από τη δεκαετία του '40 με τα «βρόμικα» νουάρ τους είχαν διαλύσει ανεπίσημα αλλά καίρια τον κώδικα Χέιζ. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και επώνυμοι τους οποίους δεν τόλμησαν να πειράξουν (Τζόζεφ Μάνκεβιτς, Ρόμπερτ Γουάιζ και Αντονι Μαν), ενώ είχαμε και τις μεγάλες μεταγραφές από την Ευρώπη (Οτο Πρέμινγκερ, Ανατολ Λίτβακ, Τζον Μπραμ, Κέρτις Μπέρνχαρντ, Γιαν Νεγκουλέσκο και πολλοί άλλοι).
Ο Τζόζεφ Λόουζι έδωσε μεγάλη μάχη με τον μακαρθιμό γυρίζοντας το 1951 τρία νουάρ, μεταξύ των οποίων το κορυφαίο «Εγκλημα στους άσπρους βράχους».
Λίγο προτού φύγει για το Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραφε με τα ψευδώνυμα Βίκτορ Χάνμπουρν, Αντρέα Φορζάνο, Τζόζεφ Γουόλτον.
Ο σπουδαίος επίσης επαγγελματίας Σαλ Ενφιλντ είχε προβλήματα και υπέγραφε ως Σίριλ Ενφιλντ ή ως... Σαρλ ντε λα Τουρ!
Το 1947 ο Ρόμπερτ Γουάιζ με το «Σκλάβος του εγκλήματος» όχι μόνο διαλύει τους ηθικούς όρους τους κώδικα Χέιζ, αλλά καταγράφοντας όσα συμβαίνουν στο σπίτι μιας οικογένειας τολμά να σκιαγραφήσει το πορτρέτο της αμερικανικής κοινωνίας.
Δύο χρόνια αργότερα ο Τζόζεφ Μάνκεβιτς στα μέσα του μακαρθισμού θα γυρίσει το «Σπίτι των ξένων», τοποθετημένο στην εποχή του κραχ του ’30, μια πλήρη ανατομία τού πώς ακριβώς λειτουργούν οι κανόνες του καπιταλισμού. Σπίτι των ξένων, δηλαδή των αποξενωμένων (μου θυμίζει Αντονιόνι, λάτρη βεβαίως του φιλμ νουάρ), που είναι οι ΗΠΑ.
Δώδεκα χρόνια αργότερα ο Τζακ Αρνολντ θα γυρίσει μια πολύ πιο ανατρεπτική εκδοχή αυτής της άποψης, το «Μεροκάματο του θανάτου», με τους Τζεφ Τσάντλερ και Ορσον Γουέλς σε ειδικό ρόλο.
Θα σκεφτείτε ότι το 1957 ο μακαρθισμός έχει ξεθυμάνει, αλλά οι περιορισμοί του όπως και οι όροι του κώδικα Χέιζ παραμένουν. Αμφιβάλλω πάντως αν και σήμερα μπορεί να γυριστεί τέτοια σκληρή αλληγορία στο Χόλιγουντ.
Ενα τεράστιο αχανές ράντσο (δηλαδή η Αμερική) φυλάσσεται πολύ καλά. Είναι οχυρωμένο, αποστειρωμένο και εκμεταλλεύεται αμέτρητους Μεξικανούς οι οποίοι δουλεύουν υπό καθεστώς βίας για λίγα ψίχουλα. Ο πατριάρχης και ιδρυτής του τεράστιου ράντσου, δηλαδή ο πρόεδρος των ΗΠΑ -συγκλονιστικός στον ρόλο του ο Ορσον Γουέλς-, εκπροσωπεί ιδέες όπως η βία, ο ρατσισμός, η φυλετική «καθαρότητα». Σπουδαίο αμερικανικό διαμάντι.
Δύο χρόνια αργότερα ο Ορσον Γουέλς θα υποδυθεί έναν μικρό αλλά καίριο ρόλο ως δικηγόρος στο ασπρόμαυρο δράμα νουάρ του Ρίτσαρντ Φλάισερ «Οι σύντροφοι του κακού». Εχουμε μια καταγραφή της αμοραλιστικής συμπεριφοράς δύο νέων οι οποίοι ουσιαστικά εκπροσωπούν το μέλλον.
Πίσω από την εφιαλτική βιτρίνα του
Θα το επαναλάβω. Μόνο φαινομενικά ο μακαρθισμός κέρδισε. Πίσω από την εφιαλτική βιτρίνα του οι διαφορετικές απόψεις και θέσεις πολλών δεν επηρεάστηκαν ενώ παράλληλα γυρίζονταν φιλμ που δεν μπορούσε να ελέγξει την παραγωγή τους. Ούτε τόλμησαν οι εκπρόσωποί του να φωνάξουν στις ακροάσεις κάποια σπουδαία ονόματα.
Δεν κάλεσαν, π.χ., τον Αντονι Μαν για να τον ρωτήσουν πού το πήγαινε -μάλιστα εν καιρώ πολέμου- με το μη προβεβλημένο στην Ελλάδα «Strangers in the night» (1944) που αποκάλυπτε πολλά. Επίσης δεν ρώτησαν τον Τζακ Μπέρναρντ πού το πήγαινε με το επίσης μη προβεβλημένο στην Ελλάδα «Decoy». Αρκεί να σας θυμίσω ότι το πάθος της νεαρής ηρωίδας για το χρήμα είναι τόσο αναπτυγμένο ώστε της έχει καταβάλει και τον ερωτισμό.
Παραπέμπω στην εξαιρετική μετωνυμική σκηνή λίγο πριν από το τέλος. Χειρίζεται με πάθος και ένταση ένα κομπρεσέρ (φαλλός), σπάζει τις πέτρες για να βρει το χρήμα, ενώ το κορμί της δονείται από συνεχείς σπασμούς. Ούτε φυσικά ζητήθηκαν εξηγήσεις από τον Γερμανό Κέρτις Μπέρνχαρντ για το τι ακριβώς σήμαινε το σενάριο της «Θύελλας παθών» (1945), της οποίας ο αμερικανικός τίτλος «Conflict» αποκαλύπτει κυνικές συγκρούσεις.
Μια μεταπολεμική Αμερική γεμάτη υποψία, απάτη, υποκατάστατα. Και φυσικά δεν ασχολήθηκαν με τον Γερμανό Τζον Μπραμ και τη «Γυναίκα της διαφθοράς» (1946) όπου παρουσιάζεται μια Αμερική ψυχοπαθολογική και γεμάτη από εκδικητικά ταξικά τραύματα.
Φαίνεται πως όλοι τους και όλοι μας -και ο γράφων βέβαια- καταλάβαμε πως είναι πολύ αργά για να κάνεις λοβοτομή και να αποκρούσεις και τις γοητευτικές εικόνες.
Ετσι η «Νόρα Πρέντις» (1947, του Βίνσεντ Σέρμαν) -που λατρεύτηκε και από τους γονείς μου- πέρασε στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα και παντού ως μεγάλη ελκυστική επιτυχία, ένα μελόδραμα ολκής. Μέσα όμως από το αδιέξοδο της χειρουργικής αλλαγής ταυτότητας ξεπηδάει η φυγή από το αμερικανικό όνειρο.
Εύλογα επίσης κανένας δεν ενόχλησε ποτέ τον Μπάιρον Χάσκιν όταν γύρισε το απίστευτα ανατρεπτικό «Πολύ αργά για δάκρυα» (1949). Πολύ αργά γενικά για δάκρυα. Μόνο θλίψη για τον μακαρθισμό που -πάντα κατά τη γνώμη μου- έχασε κατά κράτος τη μάχη με την ιδεολογία.
Την τελευταία δεν την υπερασπίστηκαν πολιτικοί, αλλά καλλιτέχνες, σκηνοθέτες και το άσημο φιλμ νουάρ, ο μεγάλος μπαλαντέρ της ιστορίας του κινηματογράφου και ο σκληρός καταγραφέας της ανθρώπινης και πολιτικής απόκλισης.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δημοσίευση σχολίου