{[['']]}
Ασπασία Δασκαλοπούλου, δασκάλα απ ’ το χωριό Βαλτεσινίκο Γορτυνίας. Αγωνίστρια της Εθνικής Αντίστασης. Μέλος του Πελοποννησιακού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ. Επίτροπος Τάγματος. Αυτοκτόνησε το Φλεβάρη του 1949, όταν το καλύβι που κρυβόταν κυκλώθηκε από τον κυβερνητικό στρατό και τους μάϋδες.
Η Γυναίκα Αντάρτισσα
Δυσκολίες αντιμετώπιζαν οι κοπέλες. Τώρα είχαμε πολλές. Σε κάθε ομάδα δύο και τρεις. Στις υπηρεσίες πολύ περισσότερες. Στα όπλα δυσκολεύονταν. Ιδιαίτερα στη σκόπευση. Όταν ήρθαν στα τμήματα υπέφεραν γιατί οι διοικήσεις δεν έδωσαν την απαιτούμενη προσοχή στις κοπέλες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σακατευτούν. Αρρώστησαν και τις στείλαμε πάλι πίσω για να ξεκουραστούν, να κάνουν ενέσεις για να συνέλθουν. Ο μηχανισμός της μητρότητας είναι ευαίσθητος πολύ και παθαίνει σοβαρές διαταραχές με σοβαρές συνέπειες στην υγεία της. Ξεματώνει ή πρήζεται η κοιλιά της γυναίκας όταν ο μηχανισμός αυτός δεν λειτουργεί φυσιολογικά. Οι ομαδάρχες δεν είχαν ιδέα απ’ αυτά. Γι’ αυτό τις φόρτωναν, όπως όλους. Στις δύσκολες γι’ αυτές ημέρες τις έστελναν σκοπιές κ.λπ.
Οι διμοιρίτες το ίδιο. Οι διοικήσεις των λόχων και των ταγμάτων δεν ασχολήθηκαν στις αρχές στα σοβαρά, με τα προβλήματα της αντάρτισσας. Μετά όταν έγινε το κακό, έγινε ότι μπορούσε να γίνει, μέσα σε κείνη την κόλαση.
Ο διοικητής του λόχου έγινε και γιατρός. Δεν έφθαναν όλα τ’ άλλα προβλήματα ήρθε και τούτο: Έπρεπε να φροντίζει για τα φυσίγγια, για ψωμί, ρούχα, παπούτσια και για πανιά για τις κοπέλες. Αυτά γίνονταν στα τμήματα του Μωριά δεν ξέρω αλλού τι γίνονταν. Τα πλήρωνε όλα η διοίκηση του λόχου γιατί ο λόχος σα μονάδα ήταν η μόνη που δρούσε και ζούσε σα σύνολο. Οι διμοιρίες και οι ομάδες δεν ζούσαν χωριστά. Τα τάγματα και οι ταξιαρχίες λίγες μέρες έμεναν με όλες τους τις δυνάμεις συγκεντρωμένες. Ο λόχος όμως ήταν σχεδόν πάντα μ’ όλη τη δύναμη συγκεντρωμένη. Εκτός απ’ αυτά και η αριθμητική του δύναμη επέτρεπε να λύνονται τα προβλήματα αυτά γρήγορα και αποτελεσματικά.
Ακόμη οι κοπέλες είχαν την αδυναμία της μάνας, που δεν τις άφηνε να πάρουν πρωτοβουλίες και αποφάσεις σκληρές. Οι κοπέλες ζούσαν τον πόνο όλων, τον πόνο όλων των μανάδων. Ο πόλεμος όμως είναι ζωώδης εκδήλωση. Στη μάχη ο στρατιώτης χάνει πολλά από τον πολιτισμένο άνθρωπο. Πρέπει να κουτσουρευτούν πολλά μέσα του για να γίνει καλός μαχητής. Στο κουτσούρεμα αυτό η γυναίκα αντιδρά και αντιστέκεται, πιο πολύ από τον άντρα. Αυτά βέβαια ισχύουν σα σύνολο, υπάρχουν και δω οι εξαιρέσεις. Σε αυτοθυσία και ηρωισμό οι κοπέλες δεν υστερούσαν από τους άντρες. Υπερτερούσαν σε πειθαρχία και σταθερότητα. Τους ξεπερνούσαν σε διάθεση για προσφορά. Υστερούσαν όμως σε πρωτοβουλία και επινοητικότητα στη μάχη. Αυτό ήταν σοβαρό μειονέκτημα.
Ο Έλληνας σα μαχητής πάντοτε ξεπερνούσε την αριθμητική διαφορά με τους εχθρούς του, με την πρωτοβουλία και την επινοητικότητά του. Οι Ανατολίτες πολεμούσαν τυφλά πίσω από τον Δερβίση και άφηναν τη μοίρα τους να αποφασίσει γι’ αυτούς. Οι Ευρωπαίοι πολεμούν σα ζώα, το μυαλό τους δε λειτουργεί. Αφήνουν στο διοικητή την υποχρέωση να σκέπτεται γι’ αυτούς. Αυτοί πειθαρχούν και πολεμούν πλάτη με πλάτη με το συμμαχητή τους. Οι Αμερικανοί ούτε σκέπτονται ούτε πολεμούν, απλώς χειρίζονται μηχανές. Όταν έχουν υπεροχή σε μηχανές προχωρούν όταν δεν έχουν υποχωρούν. Οι Αμερικανοί στον πόλεμο φροντίζουν περισσότερο για τα ξυραφάκια τους παρά για τις χειροβομβίδες τους. Πεθαίνουν περισσότεροι από αρρώστιες παρά από σφαίρες.
Ο Έλληνας όμως σκέπτεται, επινοεί, παίρνει πρωτοβουλίες, κάνει το δικό του σχέδιο και δεν αφήνει τη φροντίδα σ ’ άλλους να σκεφτούν γι' αυτόν, δε δέχεται δεν επιτρέπει σε κανέναν να του πει πως θα πολεμήσει. Ο Έλληνας μέχρι εκεί που βλέπει, δεν παραδέχεται ούτε το στρατηγό γι’ ανώτερο του. Εδώ είναι το μυστικό. Ο Στρατηγός πρέπει να πείσει τον Έλληνα ότι αποφάσισε σωστά, ότι τον υπολόγισε κι αυτόν σα παράγοντα της νίκης, ότι στηρίζεται σ’ αυτόν κι ότι μπορεί κι αυτός να στηριχτεί στο Στρατηγό. Έτσι ο Κανάρης έκανε την βάρκα του μπουρλότο και έκλεισε τα πολεμικά του Σουλτάνου σαν τραγιά στο μαντρί της προποντίδας. Το ίδιο και ο Λαγουμιτζής, ξεφούσκωσε με τις τρύπες που άνοιξε τις ανατινάξεις του Κιουταχή. Αυτήν την επινοητικότητα και την πρωτοβουλία στη μάχη, δεν την είχαν οι κοπέλλες, όσο οι άντρες.
Όταν ήρθε η διαταγή να επιστρατεύσουμε και γυναίκες, όλοι αντιδράσαμε με χλευασμό και καλαμπούρια χοντροκομμένα. Η πορεία μετά μας έπεισε ότι ήταν αναγκαίες και πρόσφεραν πολλά. Και μόνο η προσφορά τους στην σταθερότητα των τμημάτων, με την άμιλλα που προκάλεσε η παρουσία τους ανάμεσα στους άντρες, ήταν αρκετή για να μας πείσει. Η ζωή στα τμήματα έγινε ανθρωπινότερη με τη παρουσία των γυναικών. Τη μεγαλύτερη διάψευση πάθαμε στο πρόβλημα της συμπεριφοράς, ιδιαίτερα του έρωτα. Αποδείχτηκε ότι η γυναίκα όταν έχει τη δύναμη και τα δικαιώματα που πρέπει, διαφεντεύει τον εαυτόν της τόσο καλά, όσο κι ένας άντρας κι ακόμη καλύτερα. Όλα τ’ άλλα που λέγονται και γράφονται είναι κουραφέξαλα, αν όχι ύποπτα. Η γυναίκα όταν μπορεί να αποφασίσει η ίδια για τον εαυτό της, αποφασίζει πάντα υπέρ του έρωτα για οικογένεια κι όχι για ηδονή. Αυτό απέδειξαν τα πράγματα.
Η ανάπτυξη των τμημάτων δημιουργούσε νέα προβλήματα.
Πρώτα - πρώτα δημιουργία αποθεμάτων σε τρόφιμα και συνεπώς οργάνωση της επιμελητείας σε νέα βάση. Η διοίκηση σ’ αυτό απέτυχε. Τα αποθέματα όλα κι όλα ήταν αυτά που είχε ο αντάρτης στο σακκίδιό του. Για να φτιάσει επιμελητεία έπρεπε να φτιάσει γερές πολιτικές οργανώσεις και να τις στελεχώσει κατάλληλα. Η κατεύθυνση του Γενικού Αρχηγείου ήταν «όλα για το μέτωπο, όλα για τον αντάρτη». Η διοίκηση έφτιασε πολιτικές οργανώσεις και έναν υποτυπώδη κρατικό μηχανισμό ο οποίος ασχολείτο με δευτερεύουσες για την εποχή δουλειές. Έφτιασε παιδικές εξοχές, διδασκαλεία για να βγάλει δασκάλους, λαϊκά δικαστήρια και λόγους, λόγους, λόγους. Όλα τα πολιτικά στελέχη έβγαζαν λόγους, λόγους δεκάρικους. Έτσι αντί αυτοί να τρέφουν τον Αντάρτη, έτρεφε και έντυνε ο Αντάρτης αυτούς. Η διοίκηση ενεργούσε έτσι σα να βρισκόμαστε στα πρόθυρα να πάρουμε την εξουσία. Αυτά που έφτιασε ήταν ωραία πράγματα, αλλά άκαιρα.
Παιδικές εξοχές του Δ.Σ.Ε, στο Μωριά
Άσε που παραλίγο να μας σκοτώσουν τα αεροπλάνα τα παιδιά και θα τα παίρναμε στο λαιμό μας. Ο φασισμός μόλις έμαθε που είναι η παιδική εξοχή, έστειλε τα αεροπλάνα του να την πολυβολήσουν. Αν πετύχαιναν, η συνέχεια θα ήταν ότι «οι κομμουνιστές έσφαξαν 50 παιδάκια για να πιουν το αίμα τους». Αυτά θα έγραφε η πορνοακρόπολη του Βότση και η δοσίλογη Βραδυνή του Αθανασιάδη και κοντά θα έβγαινε και η Γερμανο-φρειδερίκη στο ραδιόφωνο για να κλαίει για τα «παιντιά μας», όπως έκλαιγε και γι’ αυτά που πήγαν στις λαϊκές χώρες. Τώρα δεν τα δέχονται που γυρίζουν επιστήμονες. Το τραγικότερο θα ήταν το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά ήταν παιδιά ανταρτών.
Το κράτος των δοσιλόγων, όταν πληροφορήθηκε ότι στην ελεύθερη περιοχή οργανώθηκαν παιδικές εξοχές λύσσαξε. Πρώτα - πρώτα διέδωσε ότι τα παιδιά που θα πάνε στην παιδική εξοχή θα τα στείλουν στη Βουλγαρία με ελικόπτερα και κάτι τέτοιες αηδίες. Μετά, αφού λειτούργησε η παιδική εξοχή συνέλαβε το πιο φοβερό, εγκληματικό και βρώμικο σχέδιο. Να δολοφονήσει τα παιδιά και μετά να κατηγορήσει εμάς ότι τα σκοτώσαμε.
Παιδιά του σχολείου με το δάσκαλό τους, παρελαύνουν την 28η Οκτωβρίου 1948 μπροστά στη Διοίκηση της Μεραρχίας, σ ’ ένα χωριό του Μωριά
Μετά από γρήγορη κινητοποίηση όλων των υπηρεσιών του Δ.Σ.Ε. και σε είκοσι λεπτά, τα παιδιά μπήκαν σε φάλαγγα δύο -δύο, με τα κυπελάκια τους, τα ταγαράκια τους, μισή κουβέρτα στην πλατίτσα τους σα φανταράκια με τα τσαρουχάκια τους, εγκατέλειπαν το χωριό και τραγουδώντας το βροντάει ο Όλυμπος και πάλι τράβηξαν για τα χωριά Κοντοβάζαινα - Βάχλια Γλανιτσιά Κερπινή.
Στο δρόμο άφηναν σε κάθε χωριό τα παιδιά, που ήταν από κείνο το χωριό. Μέσα σε δύο μέρες τα παιδιά παραδόθηκαν στους συγγενείς τους. Οι δολοφόνοι επειδή φοβόντουσαν ότι το σχέδιό τους με το στρατό μπορεί να μην πετύχει, σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν και την αεροπορία. Γ’αυτό μόλις βγήκε ο ήλιος φάνηκε και ο γαλατάς. Σε λίγο και τα μαχητικά. Πολυβόλησαν το σχολείο που έμεναν τα παιδιά και μετά άρχισαν να πολυβολούν κάτι γίδια στην κορυφογραμμή του βουνού, καθώς τα γίδια έτρεχαν εδώ και κει. Τα παιδιά όμως ήταν στην απέναντι πλαγιά χαμηλά μέσα στη ρεματιά και χάζευαν με τα αεροπλάνα. Περισσότερο βρώμικη αποστολή δε θα έχουν πάρει οι έλληνες αεροπόροι που, ίσως και να μην ήξεραν ποιόν πάνε να πολυβολήσουν.
Κι ήταν ίσως σημαδιακό ότι η πρώτη παιδική εξοχή και το διδασκαλείο στήθηκαν στο χωριό του Γιώργου Μπαριάμη - Χάρη που ήταν παλιός κομμουνιστής, γραμματέας περιφερειακής επιτροπής Αρκαδίας, στην κατοχή κι έδωσε τη ζωή του πέφτοντας από τα δολοφονικά βόλια του Εκτελεστικού αποσπάσματος στο Γουδί, την άνοιξη του 1948, μαζί μ’ άλλους 15 αγωνιστές κατάδικους, που κρατούνταν στις φυλακές της Αίγινας. Ο «Χάρης» άφησε παρακαταθήκη μ’ ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα του προς τον Αρκαδικό λαό, τα ψηλά ιδανικά για τα οποία έδωσε τη ζωή του και προτροπή των συναγωνιστών στον αγώνα για τη νίκη του Δ.Σ.Ε.
Γιώργης Μπαριάμης (Χάρης) απ ’ το χωριό Κοντοβάζαινα Αρκαδίας. Στέλεχος του Κ.Κ.Ε. Γραμματέας περιφερειακής επιτροπής Αρκαδίας του Κ.Κ.Ε. Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης. Εκτελέστηκε καταδικασμένος σε θάνατο απ’ το στρατοδικείο την άνοιξη του 1948.
Σχολή Υπαξιωματικών του Δ.Σ.Ε. στo Μαίναλο
Ένα άλλο ζήτημα που μπήκε με την ανάπτυξη του αντάρτικου ήταν η κατάρτιση υπαξιωματικών. Μέχρι σήμερα οι ομαδάρχες έβγαιναν από τις ομάδες, σιγά - σιγά όπως αποχτούσαν πείρα σαν αντάρτες. Τώρα αυτός ο τρόπος ανάδειξης δεν επαρκούσε. Οι ανάγκες πολλές και στις μάχες σκοτώνονταν σχεδόν όλο ομαδάρχες. Δημιούργησε η διοίκηση ένα λόχο υπαξιωματικών στο Μαίναλο με εκπαιδευτή και διοικητή, τον Αλέκο Τσουκόπουλο. Έκανε πολλή και καλή δουλειά, ο Τσουκόπουλος ήταν ο πλέον ικανός και μέσα σ’ ένα μήνα έβγαλε τέλειους υπαξιωματικούς. Δυστυχώς όμως οι μάχες στη Δημητσάνα, Ζαχάρω έφαγαν τους μίσους. Οι ίδιες ανάγκες δημιουργήθηκαν για διμοιρίτες και λοχαγούς. Η διοίκηση όμως το κατάλαβε αργότερα όταν μείναμε χωρίς διμοιρίτες. Τον καιρό εκείνο ασχολείτο με τον Εγγλέζο δημοσιογράφο, να τον συνδράμει στο έργο του.
Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα ήταν η οργάνωση του επιτελείου της Μεραρχίας. Ο Γκιουζέλης επειδή ήταν ανίδεος από πόλεμο, ήταν και ανίδεος από αυτά. Όλη η επιτελική δουλειά έπεσε στις πλάτες του Κώστα Κανελλόπουλου. Είναι φανερό ότι ούτε τα δελτία πληροφοριών δεν προλάβαινε να μελετήσει. Πως θα επεξεργάζονταν σχέδια επιχειρήσεων, πως θα έκανε εκλογή στόχων, πως θα οργάνωνε επιχείρηση μ’ όλες αυτές τις δυσκολίες στην επικοινωνία, συγκέντρωση, συντονισμό κ.λπ., που έχει μια παρτιζάνικη επιχείρηση; Ο Γκιουζέλης και ο Ρογκάκος, όπως και ο Ζαχαριάδης με τους περί αυτόν, είχαν απλοποιήσει πολύ τα πράγματα. Στο όνομα της κατάργησης της στρατιωτικής γραφειοκρατίας από τη μια και στην εισαγωγή της επαναστατικής λαϊκής πραχτικής από την άλλη, κατάργησαν και στοιχειώδη όργανα όπως την υπηρεσία στρατολογίας, επιμελητείας και τέλος το πιο σημαντικό, τη διεύθυνση επιχειρήσεων. Έτσι δεν είχε επιτελείο η μεραρχία. Όλον κι όλον είχε έναν επιτελάρχη. Είχε ακόμη έναν υπεύθυνο του νομικού τμήματος, το Νίκο Γκότση, έναν υπεύθυνο πληροφοριών το γιατρό Λυκούργο Γιαννούκο ή Μετερίζη, ο οποίος ασχολείτο κυρίως με οργανωτική δουλειά επιτρόπου όταν έλειπε ο Ρογκάκος. Όταν έρχονταν ο Ρογκάκος έφευγε αυτός. Αυτή η απλοποίηση είχε τρομερές συνέπειες, στοίχισε εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες και τέλος από αποτυχία σε αποτυχία στη διάλυση της Μεραρχίας κατά τρόπο τραγικό και εξευτελιστικό, για μια Μεραρχία που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στη χιτοθάλασσα.
Η διοίκηση της Μεραρχίας βάδιζε στα κουτουρού. Νόμιζε ότι έτσι, επειδή είχε πίστη στο κόμμα και στον αγώνα μπορεί να διεξαγάγει και στρατιωτικές επιχειρήσεις που είναι πια αρμοδιότητα των ειδικών, των τεχνικών. Αν υπήρχε επιτελείο δεν θα γίνονταν οι επιχειρήσεις στο Μοναστήρι της Βλασίας, στη Δημητσάνα και στη Ζαχάρω την τρίτη φορά. Δε θα έμενε αναξιοποίητη η απόχτηση των αντιαρματικών βλημάτων. Η τρομερή απώλεια του δεύτερου καϊκιού μ’ όλα τα εφόδια και η αποτυχία της τρίτης αποστολής του καϊκιού που γύρισε πίσω από τη Ζάκυνθο σχεδόν, γιατί άργησε η αποστολή του και μας πρόλαβαν οι εκκαθαριστικές. Αν υπήρχε επιτελείο δεν θα απαντούσε ο Γκιουζέλης στην ερώτηση του Γενικού Αρχηγείου θετικά, δηλαδή ότι μπορεί να στείλει από το Μωριά καΐκι για να πάρει πυρομαχικά. Κι έτσι ψάχνοντας για καΐκι ο Λεωνίδας Κωνστανταράκος και ο Πέρδικας πέρασαν τρεις μήνες χρήσιμοι και αποφασιστικοί, μέχρι να πειστεί ο Γκιουζέλης και να απαντήσει τώρα πια ότι δεν μπορεί να φύγει καΐκι, από το Μωριά.
Αν υπήρχε επιτελείο θα απαντούσε αμέσως την ίδια βραδυά, ότι δεν μπορεί να αναβληθεί η αποστολή ούτε μια ώρα, ότι είναι έγκλημα να χάνουμε καιρό ψάχνοντας για καΐκι. Και θα απαντούσε με επιχειρήματα και αριθμούς ότι η μεραρχία κινδυνεύει να διαλυθεί με την πρώτη μάχη από έλλειψη πυρομαχικών, ότι αδυνατεί να οργανώσει μεγάλες επιχειρήσεις σε οχυρωμένες βάσεις γιατί οι δυνάμεις του εχθρού είναι πενταπλάσιες σε άντρες και εικοσαπλάσιες σε μέσα, ότι οποιαδήποτε συγκέντρωση δικών μας δυνάμεων και η πρόσκαιρη αριθμητική υπεροχή εκμηδενίζεται από τα μέσα του εχθρού και από το γεγονός ότι πρέπει να τελειώνει μέσα σε δυό - τρεις ώρες γιατί δεν υπάρχουν πυρομαχικά, ότι δεν είναι δυνατό τώρα πια να γκρεμίσουμε βάση σε δυό - τρεις ώρες χωρίς βαριούς όλμους και πυρομαχικά. Στην ανάγκη το επιτελείο θα επέμενε να γίνουν και οι δυό προσπάθειες ταυτόχρονα. Δηλαδή να έρθει το καΐκι και μια και δυό φορές και να προσπαθήσουμε και εμείς να πάμε από δω με καΐκι να πάρουμε υλικό.
Το επιτελείο της ΠΙ Μεραρχίας του Δ.Σ.Ε. Από αριστερά προς τα δεξιά Γιώργης Κονταλώνης, Στέφανος Γκιουζέλης και Κώστας Μπασακίδης.
Αυτά όλα, αυτές όλες τις εκτιμήσεις μόνο το καλά οργανωμένο επιτελείο θα μπορούσε να κάνει και να τις θέσει με οξύτητα, με επιμονή γιατί θα είχε πλήρη συνείδηση της καταστάσεως. Τότε κανένας Γκιουζέλης ή Ζαχαριάδης δεν θα έκανε του κεφαλιού του. Τώρα όμως ο Γκιουζέλης δεν είχε κανένα να τον στριμώξει για να συνειδητοποιήσει την κατάσταση κι έκανε ότι του έκοβε το ξερό του, σ’ αυτά τα πράγματα. Μετά τη διάλυση, όταν του τα λέγαμε, κοίταζε πέρα - πέρα στα βουνά αφηρημένα. Περίμενε τότε νάρθει βοήθεια από το Γενικό Αρχηγείο με το επιχείρημα ότι «δεν μπορεί να μας αφίσουν έτσι». Υποδείξεις είχε απ’ ότι ξέρω και από τον Κονταλώνη και από τον Μπασακίδη, άλλο όμως αυτό κι άλλο σχέδιο, απόφαση, πρόταση, επιτελείου με απόφαση παραίτησης ακόμη.
Για οργάνωση καλού επιτελείου υπήρχαν δυνάμεις. Η τριάδα Κανελλόπουλου, Μπασακίδη, Κονταλώνη ήταν δυνατός πυρήνας για οργάνωση επιτελείου. Αν έπαιρναν και τις αντίστοιχες αρμοδιότητες και υπευθυνότητες δηλαδή αν συγκροτούνταν σε όργανο υπεύθυνο, πολλά, πάρα πολλά θα γίνονταν. Αυτό όμως δεν έγινε. Όταν αργά πια έγινε μια προσπάθεια ήταν και κατόπιν εορτής αλλά και μισοβέζικη γιατί ξεκίνησε από στραβή βάση δηλαδή θεωρήθηκε ότι οι αποτυχίες οφείλονται σε αδυναμία του Κώστα Κανελλόπουλου, αν είναι δυνατόν να το φανταστεί κανείς, και γι’ αυτό πρέπει να αντικατασταθεί από τον Κονταλώνη. Όπως κι' έγινε.
Τοποθετήθηκε και ο Κώστας Μπασακίδης στο 111 γραφείο επιχειρήσεων της Μεραρχίας. Έτσι κατά κάποιο τρόπο αποχτήσαμε ένα επιτελείο από ειδικούς. Στο επίπεδο όμως που ήθελαν ν’ ανεβάσουν τη ταχτική μας και το Γενικό Αρχηγείο και η διοίκηση της Μεραρχίας, το επιτελείο αυτό δεν είχε την επάρκεια να ανταποκριθεί. Δεν ήταν δυνατό να οργανώσει τακτικό στρατό, εκτεταμένες επιχειρήσεις σε οχυρωμένα αστικά κέντρα, συντονισμένα μεγάλα χτυπήματα που απαιτούσαν συντονισμό μεγάλων μονάδων κ.λπ. Το επιτελείο αυτό ήταν ακρωτηριασμένο γιατί δεν είχε υπηρεσίες διαβιβάσεων, πληροφοριών, εφοδιασμού, επιμελητείας κ.λπ. Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο η έλλειψη στελεχών. Ήταν και πρόβλημα αρμοδιοτήτων και αποστολής. Δηλαδή θα ήταν ένα τεχνικό όργανο για την εκτέλεση αποφάσεων ή θα είχε τη δυνατότητα να επεξεργάζεται και να λύνει προβλήματα στρατηγικής και ταχτικής για το Μωριά. Δηλαδή θα έπαιζε και το ρόλο του πολεμικού συμβουλίου, για την ξεκομμένη αυτή περιοχή; Αυτό κυρίως ήταν το πρόβλημα.
Η Μεραρχία χρειάζονταν ένα όργανο τέτοιο που να μπορεί να μελετήσει σε βάθος κι’ απ’ όλες τις πλευρές την κατάσταση στο Μωριά και να καθορίσει την ταχτική μας καθώς και τους στόχους μας. Εδώ στο Μωριά δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοστεί η ταχτική που καθόρισε το Γενικό Αρχηγείο.
Αυτά και άλλα δευτερεύοντα προβλήματα έβαζε η ανάπτυξη του αντάρτικου. Αργότερα αυτά τα προβλήματα οξύνθηκαν πιο πολύ με την ανασυγκρότηση των τμημάτων του αντάρτικου και την προσπάθεια περάσματος σε τακτικό στρατό. Εδώ πια έχουμε απογείωση από την πραγματικότητα. Αυτό που ονομάστηκε ανασυγκρότηση και μετατροπή σε τακτικό στρατό μ’ άλλα λόγια απλά, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά τσουβάλιασμα του αντάρτικου για να χαθεί πιο σύντομα κι όλο μαζί και σ’ όλη την Ελλάδα. Μόνο ένας τρελός ή ονειροπόλος θα έβαζε σέλα στο γάιδαρο του για να το κάνει άλογο. Τώρα τι ήταν η διοίκηση Ζαχαριάδη - Γούσια - Βλαντά; Νομίζω ότι σαν αρχηγοί ήταν και τα δύο . Ήταν και τρελοί και ονειροπόλοι, ήταν Δον Κιχώτες της εποχής μας. Όσο για τους άλλους που ήταν δίπλα τους; Αυτοί ήταν παραφυάδες χωρίς ξυλώδη κορμό, ήταν βλαστάρια άψητα, όταν κινούνταν ο κορμός κινιόνταν και αυτοί.
Απ’ όλα αυτά βγαίνει και το συμπέρασμα για το βαθμό της ευθύνης των στελεχών του Μωριά δηλαδή του Ρογκάκου, Μπασακίδη, Σταθάκη, Πρεκεζέ, Σαρήγιαννη, Γιαννούκου, Γκότση, Χριστοφ. Κώνστα, Κώστα Κανελλόπουλου, Μήτσου Κονδύλη, Γιώργη Κονταλώνη. Η ευθύνη τους είναι ότι από υπερβολική κομματική πειθαρχία και ευαισθησία με τον ερχομό του Γκιουζέλη, παραιτήθηκαν από τα δικαιώματά τους και όταν διαπίστωσαν την ανικανότητά του δεν ζήτησαν την αντικατάστασή του ή δεν τον παραμέρισαν συλλογικά, αλλά προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να σταθεί. Αυτό είχε τραγικές συνέπειες. Στέκεται όταν βοηθιέται ένας ικανός. Κανείς όμως δεν μπορεί να βοηθήσει έναν που δεν έχει την δυνατότητα ν’ αξιοποιήσει αυτή τη βοήθεια.
Η βασική ευθύνη του Γκιουζέλη είναι ότι δέχτηκε να αναλάβει τέτοια καθήκοντα ενώ δεν είχε τα προσόντα. Έπρεπε να αρνηθεί όταν ο Ζαχαριάδης του ανέθεσε αυτή τη δουλειά. Όσο για τον Ζαχαριάδη είναι πολλά τα λάθη του. Πήρε λάθος δρόμο. Δεν είναι της ώρας να τα πούμε. Ο Μωρίας δεν είχε ανάγκη από Μέραρχο. Αυτοί που δημιούργησαν τη Μεραρχία από το τίποτε ήταν και ικανοί να την διοικήσουν. Από υλική βοήθεια είχε ανάγκη ο Μωριάς.
Τίποτε δεν έδειχνε την εποχή εκείνη τον κατήφορο που είχαμε πάρει. Οι διοικητές των τμημάτων, ιδιαίτερα των κατωτέρων καταλάβαιναν ότι είχαμε φρακάρει. Ότι κάτι πήγαινε στραβά. Έβλεπαν ότι ενώ δεν χτυπάμε τον εχθρό όταν έβγαινε από το καβούκι του και ήταν εκτεθειμένος, τον χτυπούσαμε στο καβούκι του που ήταν οχυρωμένος. Ο εχθρός είχε τέτοια διάταξη που κινιόνταν με δύναμη τάγματος δηλαδή γύρω στους 600 με 700. Το ίδιο και οι βάσεις που κρατούσε, αυτή την δύναμη είχαν. Μια ικανή παρτιζάνικη ηγεσία θα μπορούσε να πετσοκόψει μια τέτοια δύναμη του εχθρού όταν κινιόνταν συγκεντρώνοντας την ίδια ή και παραπάνω δύναμη σε άντρες. Όσον αφορά τα μέσα και ο εχθρός όταν κινιόταν, σχεδόν τα ίδια με μας είχε. Ο εχθρός κατά καιρούς προωθούσε για δύο - τρεις μέρες μια δύναμη τάγματος στις περιοχές, που ελέγχαμε εμείς.
Αν η ηγεσία μας κρατούσε μια δύναμη συγκεντρωμένη στο κέντρο του Μωριά, που να κινείται διαρκώς θα τα κατάφερνε να στριμώξει κάπου τον εχθρό. Κι όταν πετύχαινε να τον καθυστερήσει, μετά την άλλη μέρα θα ήταν καταδικασμένος. Εμείς μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε διπλάσιες δυνάμεις σε όγκο και να τον κατακομματιάσουμε κυνηγώντας τον. Αλλά είπαμε, είχαμε φρακάρει στις διαταγές. Ανταρτοπόλεμος κοντά στ’ άλλα σημαίνει υπομονή, επιμονή κι’ αναμονή μέχρι να πετύχεις αυτό που επιδιώκεις, δηλ. να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις για να φέρεις τον εχθρό στη μπούκα του ντουφεκιού. Έτσι εμείς δεν ξεπαστρέψαμε τους χιτοσιμορίτες; Όπου δαγκώναμε κόβαμε χωρίς να λυθεί μύτη δικών μας.
Οι παλιοί αντάρτες που ήταν τώρα στελέχη μυρίζονταν ότι δεν πάμε καλά. Δεν μπορούσαν να βρουν τι φταίει. Συζητούσαμε κάθε τόσο και δεν βλέπαμε φως. Βλέπαμε ότι ο εχθρός αναπτύσσεται και πιάνει γερές θέσεις. Βλέπαμε ότι με τα μέσα που έχουμε δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτές τις θέσεις. Κάτι έπρεπε να γίνει. Πάνω στην ώρα ήρθε το καΐκι. Πιστέψαμε ότι θα δαγκώσουμε γερά τώρα.
Δημοσίευση σχολίου